ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΥΣΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΩΣ ΤΕΤΟΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ Α.66 ΤΟΥ Ν.4055/12 ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΣΚΟΠΗΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΗ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΩΝ, ΑΛΛΑ ΑΠΛΩΣ ΜΟΝΟ Η ΕΝΟΠΟΊΗΣΉ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΟΥΣΙΑΣ (ΒΛ. σκέψη 6).
Αριθμός 4313/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Αικ. Χριστοφορίδου, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 18 Ιουνίου 2012 αίτηση:
της Κωνσταντίας Κεφαλά, κατοίκου Καρδίτσας (Χαρίτου και Ιεζεκιήλ), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α) Κωνσταντίνο Χρυσόγονο (Α.Μ. 2387 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης) και β) Δαμιανό Κατραμάδο (Α.Μ. 5407 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τους διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των: 1) Φαρμακευτικού Συλλόγου Καρδίτσας και 2) Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. 25904), που τον διόρισαν με ειδικά πληρεξούσια.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρά απόρριψη από το Ανώτατο Φαρμακευτικό Πειθαρχικό Συμβούλιο της από 28.2.2012 «εφέσεώς» της κατά των: 1) υπ’ αριθμ. 14/3.2.2012 πρακτικού – απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Συλλόγου Καρδίτσας και 2) των υπ’ αριθμ. 5/17.11.2011, 7/27.12.2011 και 8/27.12.2011 πρακτικών – αποφάσεων του ίδιου ως άνω Συμβουλίου.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ηλ. Μάζου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους της αιτούσης, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των Φαρμακευτικών Συλλόγων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητείται η ακύρωση της τεκμαιρομένης, λόγω παρόδου απράκτου τριμήνου από της ασκήσεώς της, απορρίψεως από το Ανώτατο Φαρμακευτικό Πειθαρχικό Συμβούλιο της από 28.2.2012 «εφέσεως» της αιτούσης φαρμακοποιού κατά του υπ’ αριθμ. 14/3.2.2012 πρακτικού – αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Συλλόγου Καρδίτσας με το οποίο επεβλήθη στην αιτούσα η πειθαρχική ποινή του προστίμου, ύψους 76.500 ευρώ.
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος με την από 12.9.2012 πράξη του Προέδρου του, λόγω σπουδαιότητος.
3. Επειδή, οι διαφορές από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε φαρμακοποιούς μέλη των φαρμακευτικών συλλόγων (νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ΣτΕ 4538/2012, 3834/1992, 25/1986), οι οποίες είχαν τον χαρακτήρα ακυρωτικών διαφορών (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 2574, 1628, 1236/1999 κ.ά.), μετετράπησαν σε διοικητικές διαφορές ουσίας με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), με την οποία προσετέθη στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 183) παράγραφος 3 ως εξής: «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) … δ) επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως είναι, ιδίως, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών». Προέβλεπε δε ο νόμος στις περιπτώσεις αυτές την άσκηση προσφυγής κατά της πειθαρχικής ποινής ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου (ΣτΕ εν συμβουλίω 795-7/2009 και πρβλ. ΣτΕ 2698/2000, εν συμβουλίω 108/2011, 520/2009). Με τις τροποποιήσεις που επέφεραν ακολούθως στο άρθρο 1 του ν.1406/1983 οι νόμοι 3659/2008 και 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 77 και 213, αντιστοίχως) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως διαφορές ουσίας, και άλλες κατηγορίες διαφορών από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Ειδικότερα, υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου οι διαφορές που προκύπτουν από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων, μεταξύ άλλων, της εργατικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών (παρ. 4 του άρθρου 1 του ν.1406/1983, η οποία προσετέθη με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 3659/2008) ενώ υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, εκδικαζόμενες σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται «από την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικής εγκατάστασης και την κυκλοφορία προϊόντων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που οι σχετικές διαφορές έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου» (παρ. 4 Α του άρθρου 1 του ν. 1406/1983, προστεθείσα με το άρθρο 48 παρ. 3 του ν. 3900/2010). Γενικό κανόνα αρμοδιότητας περιέλαβε το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 μόνο ως προς μία κατηγορία διοικητικών κυρώσεων, τις πράξεις «οι οποίες αφορούν την επιβολή αποκλειστικά και μόνο προστίμου»· ορίσθηκαν ειδικότερα στην παράγραφο 5 του ανωτέρω άρθρου (άρθρο 51 παρ. 5 του ν. 3659/2008 που τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 4 του ν. 3900/2010) τα ακόλουθα: «Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε΄, η΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 [που αφορούν τις κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων, περί αυθαιρέτων κτισμάτων και κατασκευών καθώς και της νομοθεσίας περί υπαιθρίων διαφημίσεων και επιγραφών, αρμοδιότητος του τριμελούς διοικητικού εφετείου] και της [προπαρατεθείσης] παραγράφου 4 Α, οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή αποκλειστικά και μόνο προστίμου, εκδικάζονται, ως διαφορές ουσίας, από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία. Εξακολουθούν να υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής προστίμου, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον δεν προβλέπει άλλως η νομοθεσία τους».
4. Επειδή, εν συνεχεία το άρθρο 66 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12.3.2012) διέλαβε τα εξής: «1. Οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εκδικάζονται ως διαφορές ουσίας από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία. Ως προς την προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά των πράξεων αυτών, την προσωρινή δικαστική προστασία, την άσκηση ένδικων μέσων και κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία άσκησης και εκδίκασης της προσφυγής και έκδοσης της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή α) στις κυρώσεις πειθαρχικού χαρακτήρα, όπως είναι, ιδίως, εκείνες που επιβάλλονται στο προσωπικό των δικαστηρίων, εισαγγελιών και έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, στους υπαλλήλους της Βουλής, στο κάθε κατηγορίας προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στα μονοπρόσωπα όργανα και στα μέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, στους θρησκευτικούς λειτουργούς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών γνωστών θρησκειών και δογμάτων, καθώς και σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών, β) στις διαφορές των περιπτώσεων η΄ και ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), γ) στις διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής κυρώσεων, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές». Συναφώς ορίσθηκαν στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 14 του ν. 4055/2012 τα ακόλουθα: «Η ισχύς του άρθρου 66 δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις. Από την έναρξη ισχύος του εν λόγω άρθρου καταργούνται: α) οι διατάξεις των παραγράφων 4Α και 5 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983, όπως η παράγραφος 4Α προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ. 3 του ν. 3900/2010 και η παράγραφος 5 προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ. 2 του ν. 3659/2008 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 4 του ν. 3900/2010 και β) κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα στα οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 113 του ν. 4055/2012, «η ισχύς του [εν λόγω] νόμου αρχίζει από την 2α Απριλίου 2012, εκτός των διατάξεων του άρθρου 110, στις οποίες ορίζεται διαφορετικός χρόνος έναρξης ισχύος».
5. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 66 του σχετικού σχεδίου νόμου, «με διατάξεις πολύ μεγάλου αριθμού ειδικών διοικητικών νόμων, με τις οποίες προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, θεσπίζονται και δικονομικές διατάξεις που αφορούν τον δικαστικό έλεγχο των σχετικών πράξεων. Με τις διατάξεις αυτές, πολλές από τις οποίες είναι μεταγενέστερες του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), εισάγονται σημαντικές αποκλίσεις, και μάλιστα κατά τρόπο διαφορετικό, από τις διατάξεις του Κώδικα ως προς βασικά δικονομικά θέματα, όπως ο χαρακτήρας του ένδικου μέσου (προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης), η προθεσμία άσκησης, το αρμόδιο δικαστήριο και η παροχή προσωρινής προστασίας (π.χ. άρθρο 4 του ν. 3190/2003, Α΄ 249, άρθρο 14 παρ. 10 του π.δ. 55/1998, Α΄ 58, άρθρο 6 του ν. 2326/1995, Α΄ 153) ή καταλείπεται ασάφεια ως προς το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. άρθρο 17 παρ. 5 της κ.υ.α. Η. Π. 11642/1943/2002, Β΄ 831). Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν έχουν δικαιολογητικό λόγο και δημιουργούν αμφισβητήσεις ως προς το εφαρμοστέο δικονομικό καθεστώς με προφανείς δυσμενείς συνέπειες τόσο για την αποτελεσματική δικαστική προστασία των θιγόμενων πολιτών όσο και για τη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων. Με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργούνται όλες οι αδικαιολόγητες αυτές ειδικές διατάξεις και προβλέπεται ότι η δικαστική προστασία κατά των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων χωρεί κατά τους γενικούς κανόνες που έχουν εισαχθεί με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τόσο ως προς το ασκούμενο ένδικο βοήθημα, όσο και ως προς την τηρούμενη δικαστική προστασία … Στη ρύθμιση δεν έχουν υπαχθεί πράξεις που έχουν αμιγώς πειθαρχικό χαρακτήρα, όπως οι ποινές σε υπαλλήλους, ή αφορούν ειδικές κατηγορίες προσώπων, όπως οι αιρετοί εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκείνες των περιπτώσεων η΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, καθώς και οι πράξεις επιβολής κυρώσεων, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές … Επίσης, διατηρούνται ως ακυρωτικές, κατά τα οριζόμενα και στις ισχύουσες διατάξεις, οι διαφορές που απορρέουν από πράξεις επιβολής προστίμου για κατασκευή αυθαίρετων κτισμάτων ή τοποθέτηση παράνομων επιγραφών, δεδομένου ότι τα πρόστιμα αυτά συνδέονται άρρηκτα, σε κάθε περίπτωση, με το μέτρο της κατεδάφισης».
6. Επειδή, με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του ν. 4055/2012 επεδιώχθη, όπως προκύπτει και από το προπαρατεθέν απόσπασμα της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου, η ενιαία δικονομική μεταχείριση των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων με την ανάθεση της εκδικάσεως των διαφορών που ανακύπτουν από την ένδικη αμφισβήτησή τους, ως διαφορών ουσίας, από τα διοικητικά πρωτοδικεία, αποφαινόμενα επί προσφυγής κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε την μετατροπή σε ακυρωτικές διαφορές και την ανάθεση σε άλλα δικαστήρια των διαφορών που γεννώνται από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και είχαν ήδη υπαχθεί, με προηγούμενα νομοθετήματα, στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων ως διαφορές ουσίας, όπως στην περίπτωση των διαφορών από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες εισάγονται στα διοικητικά πρωτοδικεία με προσφυγή ουσίας δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 1406/1983 (διάταξη, η οποία σημειωτέον, σε αντίθεση με τις παραγράφους 4Α και 5 του ιδίου άρθρου, δεν καταργήθηκε ρητώς με το άρθρο 110 παρ. 14 του ν. 4055/2012).
7. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 66 και 67 του ν. 3601/1928 (Α΄ 119), οι ποινές που επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς από τα πειθαρχικά συμβούλια των φαρμακευτικών συλλόγων «εκκαλούνται» ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ορίζονται δε συναφώς στο άρθρο 15 του ν. 1384/1938 (Α΄ 302), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 6 του ν. 4025/2011 (Α΄ 228), τα εξής: «Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων, εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η ασκηθείσα έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα».
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το υπ’ αριθμ. 14/3.2.2012 πρακτικό – απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Συλλόγου Καρδίτσας επεβλήθη στην αιτούσα φαρμακοποιό η πειθαρχική ποινή του προστίμου, συνολικού ύψους 76.500 ευρώ, για τις αναφερόμενες στην ανωτέρω απόφαση παραβάσεις. Κατά του εν λόγω πρακτικού – αποφάσεως και των υπ’ αριθμ. 5/17.11.2011, 7/27.12.2011 και 8/27.12.2011 «προδικαστικών» πρακτικών της ιδίας Αρχής η αιτούσα άσκησε στις 28.2.2012 την από 21.2.2012 «έφεση», η οποία όμως δεν εξετάσθηκε από το Ανώτατο Φαρμακευτικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, «λόγω μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας συγκρότησης και λειτουργίας του», όπως προκύπτει από την 2/30.5.2012 απάντηση του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου στην αιτούσα. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω «έφεση» της αιτούσης (η οποία, κατά τα ήδη κριθέντα – ΣτΕ 946/1989 –, έχει τον χαρακτήρα ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής) λογίζεται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ως σιωπηρώς απορριφθείσα με την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από της καταθέσεώς της. Εφ’ όσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 6 της παρούσης αποφάσεως, και μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 66 του ν. 4055/2012, υπό το κράτος του οποίου συντελέσθηκε η επίδικη σιωπηρή απόρριψη, οι πράξεις επιβολής πειθαρχικών ποινών σε φαρμακοποιούς από τους φαρμακευτικούς συλλόγους υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων και όχι σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), να παραπεμφθεί στο αρμόδιο κατά τόπο, ως εκ της έδρας της αρχής που εξέδωσε το υποκείμενο σε διοικητική προσφυγή ένδικο πρακτικό – απόφαση 14/3.2.2012, Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρικάλων (άρθρο 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του π.δ/τος 2/1997, Α΄ 1) για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Παραπέμπει το κρινόμενο ένδικο βοήθημα στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρικάλων για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2013
Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος
Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπαδοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Γ. Παπαγεωργίου Ι. Παπαχαραλάμπους
./.
./.