ΣτΕ 4563/12, Β τμ. 7μ., ΤΟ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ ΣΕ 3 ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΕ ΔΥΟ ΟΠΩΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕ Η ΜΗ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΔΕΚΤΗ ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜ. 1808/12

ΣΤΕ

 

ΣτΕ 4563/2012 Τμ. Β΄επταμ.

Πρόεδρος: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγήτρια: Κ. Λαζαράκη, Πάρεδρος ΣτΕ

Δικηγόρος: Α. Ταμβίσκος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Χρόνος συνδρομής εννόμου συμφέροντος. Ο έλεγχος του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος προηγείται εκείνου του υποστατού της προσβαλλομένης. Νομικό πρόσωπο που δεν υφίσταται κατά τον χρόνο έκδοσης κανονιστικής πράξης βάλλει απαραδέκτως κατ’ αυτής, ανεξαρτήτως του νομοτύπου της δημοσίευσης. (αντιθ. μειοψ.)

Διατάξεις: άρθρα 47 [παρ. 1] ΠΔ 18/1989, 20 Ν 2539/1997

[…] 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή που εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κατόπιν παραπομπής με την 1808/2012 απόφαση της πενταμελούς σύνθεσης αυτού, η αιτούσα εταιρεία, φερόμενη ως επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων και μοτοποδηλάτων με έδρα το Ρέθυμνο, ζητεί να ακυρωθεί η …/9.2.1999 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ρεθύμνης, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή επιβλήθηκε, με βάση το άρθρο 20 του Ν 2539/1997, τέλος 2% στα ακαθάριστα έσοδα των καταστημάτων που ενοικιάζουν αυτοκίνητα, μοτοποδήλατα και ποδήλατα.

3. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Συνεπώς, και δεδομένου ότι ο έλεγχος του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος προηγείται εκείνου του υποστατού της προσβαλλομένης, νομικό πρόσωπο που δεν υφίσταται κατά το χρόνο έκδοσης κανονιστικής πράξης, βάλλει απαραδέκτως κατ’ αυτής (πρβλ. ΣτΕ 2040/1963 Ολ, 1478/1991, 181, 379/1998, 1786/2000, 533/2003 Ολ, 3486/2004) ανεξαρτήτως του νομοτύπου της δημοσίευσής της. Μειοψήφησε η Πάρεδρος Κ. Λαζαράκη, η οποία υποστήριξε την άποψη ότι επί κανονιστικής πράξης (καθώς και επί ατομικής κατά νόμο δημοσιευτέας) ως πρώτο χρονικό σημείο, κατά το οποίο πρέπει να υφίσταται το έννομο συμφέρον του αιτούντος την ακύρωσή της, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989, νοείται ο χρόνος τελείωσής της, δηλαδή ο χρόνος δημοσίευσης, οπότε η πράξη λαμβάνει νόμιμη υπόσταση και επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Συνεπώς, σε περίπτωση κατά την οποία η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη δεν έχει δημοσιευθεί προσηκόντως και, επομένως, είναι ανυπόστατη, δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος ως εκ της τυχόν μη ύπαρξης του αιτούντος την ακύρωση αυτής κατά τον, άγνωστο στους διοικούμενους, χρόνο έκδοσής της, δηλαδή λήψης αυτής από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο. Άλλωστε, ακριβώς επειδή δεν είναι ληπτέος υπόψη ο εν λόγω χρόνος έκδοσής τους, η προσβολή ανυπόστατων κανονιστικών πράξεων είναι, κατά πάγια νομολογία, απρόθεσμη (ΣτΕ 1152/1999, 2759/2003, 2103/2006, 1627/2010, 1219/2011 κ.ά.). Η αποδοχή της αντίθετης άποψης θα κατέληγε στο άτοπο διοικούμενος, που θα δικαιολογούσε έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά δημοσιευθείσας κανονιστικής πράξης στα προαναφερόμενα τρία χρονικά σημεία, να στερείται το δικαίωμά του για έννομη προστασία κατά της ίδιας πράξης, στην περίπτωση που αυτός δεν υφίστατο κατά το χρονικό σημείο της απλής διατύπωσης της βούλησης του διοικητικού οργάνου, πριν δηλαδή από τη δημοσίευση και την έναρξη παραγωγής των εννόμων αποτελεσμάτων της πράξης, κατά παράβαση τόσο των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντ. όσο και των γενικών αρχών της ασφάλειας του δικαίου, της φανερής δράσης της Διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Τα παραπάνω δεν προσκρούουν στα κριθέντα, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, με την 87/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί του ότι η μη δημοσιευθείσα κανονιστική πράξη, παρά το ότι, ως ανυπόστατη, δεν παράγει έννομες συνέπειες, είναι ακυρωτέα προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής της στο μέλλον.

4. Επειδή, εν προκειμένω, με το υπόμνημα που κατέθεσε η αιτούσα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της πενταμελούς σύνθεσης του Τμήματος, μέσα στην ταχθείσα προς τούτο προθεσμία, ισχυρίσθηκε ότι η αίτησή της, που ασκήθηκε στις 16.11.2007, είναι εμπρόθεσμη, καθόσον, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από την έκδοση της 58/9.2.1999 κανονιστικής απόφασης μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας προσβολής της, η ίδια δεν υφίστατο καν ως νομικό πρόσωπο, συσταθείσα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, της οποίας έλαβε γνώση μετά την προς αυτήν κοινοποίηση, κατά το έτος 2007, σχετικής ατομικής ειδοποίησης χρεών. Περαιτέρω, στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το οποίο κατέθεσε η αιτούσα εταιρεία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της πενταμελούς σύνθεσης για τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, αναφέρεται ότι η εταιρεία αυτή συνεστήθη με το 25284/2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου …, περίληψη του οποίου μαζί με την …/25.10.2001 απόφαση του Νομάρχη Ρεθύμνου για χορήγηση άδειας σύστασης και έγκριση του καταστατικού της δημοσιεύθηκαν στο 9570/29.10.2001 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τ. ΑΕ & ΕΠΕ). Εφόσον, όμως, η αιτούσα εταιρεία, όπως η ίδια συνομολογεί και προκύπτει από τα προεκτεθέντα στοιχεία του φακέλου, δεν υφίστατο κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά συνεστήθη μεταγενεστέρως, απαραδέκτως ασκεί την υπό κρίση αίτηση, ως στερούμενη εννόμου συμφέροντος, μη υφισταμένου τούτου και κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο, ενώ ουδεμία επιρροή ασκεί στο απαράδεκτο της αίτησης αυτής η τυχόν μη νόμιμη υπόσταση της πιο πάνω προσβαλλόμενης πράξης. Αν και κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, θα έπρεπε εν προκειμένω να εξετασθεί αν η εκδοθείσα με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 20 του Ν 2539/1997 (ΦΕΚ Α΄ 244) προσβαλλόμενη …/1999 κανονιστική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ρεθύμνης απέκτησε νόμιμη υπόσταση, αν δηλαδή τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του άρθρου 66 του ΒΔ της 24.9/20.10.1958 (ΦΕΚ Α΄ 171) ως προς τη δημοσίευσή της, και, αν κρινόταν ότι τέτοια δημοσίευση δεν έλαβε χώρα, να θεωρηθεί παραδεκτή, από την άποψη αυτή, η αίτηση ακυρώσεως.

[Απορρίπτει την αίτηση.]