ΣτΕ 462/2015, Α τμ. 7μ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ, ΣΥΝΤΑΞΗ ΙΚΑ, ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΕΑΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΝΤΑΙ ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΠΟΡΧΕΟΥΤΑΙ ΣΕ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟ ΙΚΑ ΤΟ ΤΥΧΟΝ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΔΕΝ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΣΤΕ

Αριθμός 462/2015 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ Α΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Σ. Μαρκάτης, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Χ. Χαραλαμπίδη, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος. 
Για να δικάσει την από 3 Μαΐου 2006 αίτηση: 
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα 
(Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Αντώνη Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 
κατά του Ιωάννη Μπενάρδου, κατοίκου Περιστερίου Αττικής (Κυκλάδων 9), ο οποίος δεν παρέστη. 
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4351/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση. 
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α 
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 
1. Επειδή δια της κρινομένης αιτήσεως, ασκουμένης κατά νόμον άνευ καταβολής παραβόλου, ζητείται η αναίρεσις της 4351/05 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη έφεσις του ήδη αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 15621/03 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρωθή η 463/07-06-2000 απόφασις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Περιστερίου, με την οποία απερρίφθη αίτημα του αναιρεσιβλήτου, συνταξιούχου, ο οποίος είχε απασχοληθή ως οδηγός εις την Ηλεκτρικήν Εταιρείαν Μεταφορών (Η.Ε.Μ.), περί ανακαθορισμού της συντάξεως του λόγω αναπηρίας βάσει των νέων δεδομένων περί των ημερών εργασίας του, τα οποία προέκυπταν από τας μετά την συνταξιοδότησιν του μεταβιβασθείσας εις το Ι.Κ.Α. μισθοδοτικάς καταστάσεις της Η.Ε.Μ.. 
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Α΄ Τμήματος, κατόπιν της 2549/2013 παραπεμπτικής αποφάσεώς του υπό πενταμελή σύνθεση. 
3. Επειδή ο ν. 3954/1959 προέβλεψεν εις μεν το άρθρον δεύτερον την κατάργησιν του συσταθέντος βάσει του ν. 2868/1922 Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού ΗΕΜ (Τ.Σ.Π.-Η.Ε.Μ.), το οποίον συνεχωνεύθη εις το Ι.Κ.Α., εις δε το άρθρον τρίτον ότι από της καταργήσεως του Ταμείου τούτου άπαν το προσωπικόν της Η.Ε.Μ. υπάγεται υποχρεωτικώς εις την ασφάλισιν του Κλάδου Συντάξεων του Ι.Κ.Α., εφαρμοζομένων των διατάξεων της διεπούσης το αναιρεσίβλητον Ιδρυμα νομοθεσίας (παράγρ. 1), ότι κατ’ εξαίρεσιν δικαιούνται συντάξεως εκ του ΙΚ.Α. και οι εκ του προσωπικού της Η.Ε.Μ. ησφαλισμένοι του καταργηθέντος Ταμείου και υπαγόμενοι δυνάμει του νόμου αυτού εις την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α., εφ’ όσον ούτοι απελύθησαν εκ της Η.Ε.Μ. διά τους εις την διάταξιν ταύτην προβλεπομένους λόγους και πληρούν τας αυτόθι οριζομένας ειδικάς προϋποθέσεις (παράγρ. 3), ότι αι εις την ασφάλισιν του καταργουμένου Ταμείου πραγματοποιηθείσαι ημέραι εργασίας, ως και ο χρόνος προϋπηρεσίας, στρατεύσεως κ.λπ., ο αναγνωριζόμενος κατά την διέπουσαν το εν λόγω Ταμείον νομοθεσίαν, λογίζονται ως χρόνος ασφαλίσεως εις το Ι.Κ.Α. (παράγρ. 6 και 7), ότι διά τον κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων τούτων υπολογισμόν εις ημέρας εργασίας εις την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α. του χρόνου της παρά τω καταργουμένω Ταμείω πραγματικής ασφαλίσεως ή αναγνωρισθείσης και εξαγορασθείσης προϋπηρεσίας, εις άς περιπτώσεις ο χρόνος ούτος εκφράζεται εις έτη ή μήνας, έκαστον πλήρες έτος λογίζεται περιλαμβάνον 300 ημέρας εργασίας, έκαστος δε πλήρης μην 25 ημέρας εργασίας (παράγρ. 8). Περαιτέρω, κατά την παράγρ. 9 του αυτού άρθρου τρίτου “Κατ’ εξαίρεσιν, προκειμένου περί του χρόνου πραγματικής ασφαλίσεως παρά τω καταργουμένω Ταμείω περιλαμβάνοντος υπηρεσίαν πραγματοποιηθείσαν κατά Κυριακάς και ημέρας υποχρεωτικής αργίας, επιβεβλημένης εκ του Κανονισμού της Η.Ε.Μ. ή εξ ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας, εφ’ όσον δεν προβλέπεται η χορήγησις αναπαύσεως εις άλλας ημέρας, δύναται δι’ ειδικής ητιολογημένης αποφάσεως του αρμοδίου διά την απονομήν συντάξεως οργάνου του Ι.Κ.Α., να λογισθή έκαστον πλήρες έτος, υπό τοιαύτας συνθήκας εργασίας, περιλαμβάνον 360 το πολύ ημέρας εργασίας, έκαστος δε πλήρης μην 30 το πολύ ημέρας εργασίας”. Εν συνεχεία, εις το άρθρον τέταρτον του ιδίου ν. 3954/1959 ορίζεται ότι από της καταργήσεως του Τ.Σ.Π.-Η.Ε.Μ. το Ι.Κ.Α. βαρύνεται διά της καταβολής των συντάξεων των συνταξιούχων του καταργουμένου Ταμείου, των συνταξιούχων τούτων θεωρουμένων ως συνταξιούχων του Ι.Κ.Α., ανεξαρτήτως εάν πληρούν ή μη τας προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως, αι οποίαι καθορίζονται υπό της νομοθεσίας του (παράγρ. 1), ότι προκειμένου περί των ήδη συνταξιούχων του καταργουμένου Ταμείου, ως και εκείνων οι οποίοι πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν κατ’ εφαρμογήν της παραγρ. 4 του άρθρου τρίτου του Ν. 3954/1959, η σύνταξις θα ανακαθορισθή κατά ποσόν δι’ αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου του Ι.Κ.Α. από της καταργήσεως του Ταμείου και εφεξής επί τη βάσει των διατάξεων της νομοθεσίας του Ιδρύματος περί του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, κατά τα ειδικώτερον εις τον Ν. 3954/1959 οριζόμενα (παράγρ. 2), ως και ότι το Ι.Κ.Α. αναλαμβάνει την υποχρέωσιν συνταξιοδοτήσεως και του προσωπικού της Η.Ε.Μ., το οποίον πρόκειται, κατά το άρθρ. 12 της διά του αυτού Ν. 3954/1959 κυρωθείσης συμβάσεως, να απολυθή, εφ’ όσον το προσωπικόν τούτο πληροί τας προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως, αι οποίαι προβλέπονται υπό της νομοθεσίας του Τ.Σ.Π. – Η.Ε.Μ. (παράγρ. 4). 
4. Επειδή, εκ του συνδυασμού των παρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι οι μεν κατά τον χρόνον ενάρξεως της ισχύος του Ν. 3954/1959 συνταξιούχοι του από του αυτού χρόνου καταργηθέντος Τ.Σ.Π. – Η.Ε.Μ. δικαιούνται αναπροσαρμογής της υπό του Ταμείου τούτου λαμβανομένης συντάξεως δι’ αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου του Ι.Κ.Α., κατά τα ειδικώτερον εις το άρθρον τέταρτον του νόμου τούτου οριζόμενα. Ωσαύτως, και το προσωπικόν της Η.Ε.Μ., το οποίον επρόκειτο να απολυθή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρ. 12 της διά του εν λόγω νόμου κυρωθείσης συμβάσεως, δικαιούται συνταξιοδοτήσεως υπό του Ι.Κ.Α., περαιτέρω δε και αναπροσαρμογής της μελλούσης να απονεμηθή εις το προσωπικόν τούτο συντάξεως. Οι δε μετά την έναρξιν της ισχύος του αυτού Ν. 3954/1959 μέλλοντες να συνεχίσουν εργαζόμενοι κατέστησαν ησφαλισμένοι του Ι.Κ.Α., δικαιούμενοι συντάξεως κατά την διέπουσαν το αναιρεσίβλητον Ίδρυμα νομοθεσίαν ή την εξαιρετικήν διάταξιν της παραγρ. 3 του άρθρου τρίτου του ιδίου Ν. 3954/1959. Διά την κατηγορίαν δε ταύτην των ησφαλισμένων εθεσπίσθησαν αι ρυθμίσεις των παραγρ. 8 και 9 του άρθρου τρίτου του μνησθέντος Ν. 3954/1959 προς μετατροπήν του διανυθέντος εις την ασφάλισιν του καταργηθέντος Ταμείου χρόνου ασφαλίσεως ή του αναγνωριζομένου υπό του Ταμείου τούτου εις ημέρας ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. Τόσον δε η κατά τας ανωτέρω διατάξεις απονομή των συντάξεων, όσον και ο ανακαθορισμός των απονεμηθεισών συντάξεων ενεργείται υπό των αρμοδίων οργάνων του Ι.Κ.Α. και κατά την διαδικασίαν, η οποία προβλέπεται εις την διέπουσαν το αναιρεσίβλητον Ίδρυμα νομοθεσίαν (ΣτΕ 1934/1993, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1025/1992). 
5. Επειδή, εξ άλλου, κατά την διάταξιν του άρθρου 14 παρ. 8 του α.ν. 1846/1951, ο Διευθυντής του οικείου υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. αποφασίζει, μεταξύ άλλων, και περί της υπαγωγής εις την ασφάλισιν και περί της διαρκείας της ασφαλιστικής σχέσεως και, συνεπώς, εις την αρμοδιότητα του Διευθυντού του Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. ανήκει η αναγνώρισις χρόνου ως διανυθέντος εις την ασφάλισιν του Ιδρύματος. Συμφώνως δε προς την διάταξιν του άρθρου 4 του β.δ. της 11-05/26-06-1954 (134 Α΄), ως αντικατεστάθη δια της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ. 3710/1957 (100 Α΄), εν συνδυασμώ προς το άρθρον 39 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητος του Ι.Κ.Α. [απόφασις Υπουργού Εργασίας υπ΄ αριθμ. 57440/13-01/07-02-1938 (33Β΄)] και τα άρθρα 120 και 122 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. [απόφασις Υπουργού Εργασίας υπ΄ αριθ. 55575/Ι.479/18-11/07-12-1965 (816Β΄)], κατά των ανωτέρω αποφάσεων του Διευθυντού του οικείου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. χωρεί ένστασις ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής εκάστου Υποκαταστήματος, περαιτέρω δε, κατά των αποφάσεων της Επιτροπής ταύτης εχώρει έφεσις ενώπιον της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής Εφέσεων του Ι.Κ.Α., η οποία κατηργήθη δια της διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 733/1977 (309 Α΄). Εκ των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι αι αποφάσεις του Διευθυντού του οικείου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α., δια των οποίων γίνεται δεκτόν ή απορρίπτεται αίτημα περί αναγνωρίσεως χρόνου, ως διανυθέντος εις την ασφάλισιν του Ι.ΚΑ., είναι οριστικαί, εάν παρέλθη άπρακτος η προθεσμία προς άσκησιν κατά των αποφάσεων αυτών ενστάσεως ή εάν η ασκηθείσα ένστασις απερρίφθη, ως επίσης είναι οριστικαί αι αποφάσεις εκείναι, δια των οποίων απορρίπτονται τελικώς αι ανωτέρω ενδικοφανείς προσφυγαί. Εξ άλλου, αν τοιαύτη οριστική πράξις των οργάνων του Ι.Κ.Α. είναι παράνομος, το Ίδρυμα έχει μεν την ευχέρειαν, όχι όμως και την υποχρέωσιν να προβή εις ανάκλησιν ή τροποποίησιν της πράξεως αυτής και, συνεπώς, αίτησις περί επανεξετάσεως τοιαύτης οριστικής πράξεως δεν δημιουργεί δια τα όργανα του Ι.Κ.Α. υποχρέωσιν προς ανάκλησιν ή τροποποίησιν αυτής δια μόνης της επικλήσεως πλημμελειών της πράξεως αυτής. Τοιαύτη υποχρέωσις υφίσταται μόνον εάν επήλθε μεταβολή νομοθεσίας, η οποία διέπει την συγκεκριμένην ασφαλιστικήν υπόθεσιν και η οποία έχει και επί της υποθέσεως αυτής εφαρμογήν, εάν επήλθε μεταβολή της επί του κρισίμου εκάστοτε ζητήματος νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή εάν προέκυψαν νέα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την επανεξέτασιν της υποθέσεως. Εις τας περιπτώσεις ταύτας, ως νέα κρίσιμα στοιχεία θεωρούνται τόσον τα οψιγενή, όσον και τα προϋφιστάμενα μεν της εκδόσεως της πράξεως, της οποίας ζητείται η ανάκλησις ή τροποποίησις, άγνωστα όμως εις τα όργανα του Ι.Κ.Α. και εις εκείνον ο οποίος ζητεί την επανεξέτασιν υποθέσεως, τερματισθείσης δια της εκδόσεως οριστικής πράξεως ή εκείνα των οποίων εν όψει των εκάστοτε συνθηκών ήτο αδύνατος η έγκαιρος υποβολή (ΣτΕ 1007/08, 291, 1143/95 7μ, κ. ά.)

Κατ΄ ακολουθίαν, πράξεις Διευθυντών των Υποκαταστημάτων του Ι.Κ.Α., δια των οποίων απορρίπτονται αιτήσεις περί επανεξετάσεως οριστικώς κριθείσης ασφαλιστικής υποθέσεως, αι οποίαι είχον υποβληθή ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΥΝΤΡΕΧΗ ΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ, υπό τας οποίας καθίσταται υποχρεωτική η τοιαύτη επανεξέτασις, συνιστούν επιβεβαίωσιν της προηγηθείσης επί της υποθέσεως ταύτης αποφάσεως και, ως τοιαύται, στερούνται εκτελεστότητος και δεν υπόκεινται εις προσβολήν ούτε δι΄ ενδικοφανών προσφυγών ούτε δι΄ ενδίκων μέσων (ΣτΕ 1143/1995 7μ, 2807/1998, 1888/2002 κ. ά.) 
6. Επειδή, περαιτέρω, εις το άρθρον 197 του έχοντος εν προκειμένω εφαρμογήν Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, κυρωθέντος δια του άρθρου πρώτου του ν. 2717/1999 (97 Α΄), ορίζονται τα εξής: «Δεδικασμένο. 1. Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ΄ ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφόσον η απόφανση του γι αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα. 2. Το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις οι οποίες, είτε ύστερα από προβολή τους είτε αυτεπαγγέλτως, εξετάστηκαν ή έπρεπε να εξεταστούν από το δικαστήριο, καθώς και σε εκείνες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν από αυτό αυτεπαγγέλτως, αλλά αν και μπορούσαν να προβληθούν δεν προβλήθηκαν. Οι τελευταίες αυτές ενστάσεις δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο αν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση ευθέως του οικείου ένδικου βοηθήματος. 3. Το αναφερόμενο στις προηγούμενες παραγράφους δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που διετέλεσαν διάδικοι, καθώς και αυτών που έγιναν, κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το πέρας της, καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι τους, εκτείνεται δε και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. …» 
7. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, εκ του συνδυασμού των παρατεθεισών εις τας σκέψεις 5 και 6 διατάξεων συνάγεται περαιτέρω, ότι, κατ΄ αρχήν, τα όργανα του Ι.Κ.Α. δεσμεύονται από το δεδικασμένο, το οποίο παράγεται από αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς το κριθέν με τας αποφάσεις αυτάς ζήτημα και αίρεται, ως προς το ζήτημα αυτό, η υποχρέωσις των οργάνων του Ι.Κ.Α. προς ανάκλησιν ή τροποποίησιν παρανόμου και οριστικής πράξεως (ΣτΕ 291/1995 7μ, 1143/1995 7μ, 2807/1998 κ. ά., πρβλ. ΣτΕ 1353/2011). Aνακύπτει δε υποχρέωσις του Ι.Κ.Α. προς επανεξέτασιν οριστικώς κριθείσης υποθέσεως, εφ΄ όσον προκύψουν νεώτερα στοιχεία, τα οποία επιβάλλουν, κατά τα ανωτέρω εις την σκέψιν 5 εκτεθέντα, την ανάκλησιν ή την τροποποίησιν της πράξεως αυτής, δηλαδή είναι οψιγενή ή προϋφιστάμενα μεν της εκδόσεως της πράξεως της οποίας ζητείται η ανάκλησις ή τροποποίησις, άγνωστα όμως εις τα όργανα του Ι.Κ.Α. και εις εκείνον ο οποίος ζητεί την επανεξέτασιν της υποθέσεως, ή εν όψει των εκάστοτε συνθηκών ήτο αδύνατος η έγκαιρος υποβολή των, εις την περίπτωσιν, κατά την οποίαν έχει εκδοθή δικαστική απόφασις, με την οποίαν εκρίθη ότι άλλη πράξις απορρίπτουσα αίτημα επανεξετάσεως της ασφαλιστικής υποθέσεως δεν είχε εκτελεστόν χαρακτήρα δια τον λόγο ότι δεν είχαν προσκομισθή νεώτερα στοιχεία. Τούτο δε, διότι το απορρέον από την απόφασιν αυτή δεδικασμένο περιορίζεται εις το ως άνω κριθέν ζήτημα. Κατά συνέπειαν, εις την περίπτωσιν αυτήν, εφ΄ όσον προσκομισθούν τα στοιχεία αυτά, η απορρίπτουσα την αίτησιν επανεξετάσεως πράξις των οργάνων του Ι.Κ.Α. είναι εκτελεστή και δύναται να προσβληθή με προσφυγήν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την γνώμη της Συμβούλου Τ. Κόμβου, η υποχρέωση των οργάνων του Ι.Κ.Α. να επανεξετάσουν οριστικώς κριθείσα ασφαλιστική υπόθεση αίρεται, κατ’ αρχήν, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 197 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Υποχρέωση όμως του Ι.Κ.Α. για επανεξέταση ασφαλιστικής υποθέσεως που είχε κριθεί με οριστική απόφαση του Διευθυντή του οικείου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. ανακύπτει ειδικώς στην περίπτωση υποβολής νέας αιτήσεως περί επανεξετάσεως οριστικώς κριθείσης ασφαλιστικής υποθέσεως, όταν η αρχική είχε απορριφθεί λόγω μη προσκομίσεως οιουδήποτε νεότερου κρίσιμου (κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 5) στοιχείου, το ζήτημα αυτό είχε κριθεί με τελεσίδικη (ή αμετάκλητη) δικαστική απόφαση, όμως μετά τη δημιουργία του δεδικασμένου ανευρέθησαν από το Ι.Κ.Α. κρίσιμα έγγραφα στοιχεία, προϋφιστάμενα της εκδόσεως της οριστικής πράξεως του αρμοδίου Διευθυντή, τα οποία τηρούντο είτε από τις υπηρεσίες του Ι.Κ.Α. ή από ασφαλιστικό φορέα συγχωνευθέντα στο Ι.Κ.Α., είτε από τους οικείους εργοδότες, και δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της πράξεως αυτής και δεν ήταν δυνατόν, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να προσκομισθούν από τον ασφαλισμένο ούτε πριν από την οριστικοποίηση της εν λόγω πράξεως ούτε κατά την υποβολή της κατά τα ανωτέρω απορριφθείσης αρχικής αιτήσεως επανεξετάσεως. Τα ούτω προκύψαντα νέα στοιχεία καθιστούν υποχρεωτική την επάνοδο του Ι.Κ.Α. στην εν λόγω υπόθεση, παρά την ως άνω μεσολαβήσασα δικαστική κρίση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Κατά δε τη γνώμη της Συμβούλου Π. Μπραΐμη και της Παρέδρου Θ. Ζιάμου, επάνοδος της διοικήσεως παρά την ύπαρξιν δικαστικής κρίσεως επί ασφαλιστικού αιτήματος ασφαλισμένου χωρεί εις την ειδική περίπτωση, ως εν προκειμένω, κατά την οποία το ασφαλιστικό αίτημα του ενδιαφερομένου είχε απορριφθή λόγω παντελούς ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, το ζήτημα δε αυτό είχε κριθή με δύναμη δεδικασμένου, στη συνέχεια όμως προέκυψαν τα στοιχεία που απεδείκνυαν το σχετικό ασφαλιστικό του δικαίωμα, τα οποία όμως δεν είχε στη διάθεση του ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή του αρχικού του αιτήματος εκ λόγων μη οφειλομένων σε δική του υπαιτιότητα αλλά σε υπαιτιότητα της Διοικήσεως. 
8. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένην απόφασιν και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, ο αναιρεσίβλητος, οδηγός της Η.Ε.Μ., ήτο ησφαλισμένος, κατά το χρονικόν διάστημα από 20-10-1938 έως 17-06-1959 εις το Τ.Σ.Π. – Η.Ε.Μ. Μετά την συγχώνευσιν του Ταμείου αυτού εις το Ι.Κ.Α. και έως 31-12-1972 επραγματοποίησε εις την ασφάλισιν του τελευταίου 3.888 ημέρας εργασίας. Δια της 23.980/08-12-1967 αποφάσεως του Διευθυντού του Υποκαταστήματος Συντάξεων Αθηνών του Ι.Κ.Α. του απενεμήθη σύνταξις λόγω αναπηρίας, από 22-09-1967, βάσει 8.401 ημερών εργασίας. Εν συνεχεία, με την 9250/1977 απόφασιν του ιδίου Διευθυντού, προσεμετρήθησαν 1.500 επί πλέον ημέραι εργασίας χρονικού διαστήματος από 01-01-1968 έως 31-12-1972 λόγω ασθενείας. Ο υπολογισμός του χρόνου πραγματικής ασφαλίσεως του αναιρεσιβλήτου εις το καταργηθέν Τ.Σ.Π. – Η.Ε.Μ. εις ημέρας εργασίας του Ι.Κ.Α., εχώρησε κατ΄ εφαρμογήν της παρ. 8 του άρθρου τρίτου του ν. 3954/1959, δηλαδή, δια την μετατροπήν του χρόνου αυτού υπελογίσθησαν 300 ημέραι εργασίας κατ΄ έτος και 25 ημέραι εργασίας κατά μήνα. Ο αναιρεσίβλητος με την 29269/15-04-1976 αίτησιν του εζήτησε τον ανακαθορισμόν της συντάξεως του, βάσει 30 ημερών εργασίας κατά μήνα, ισχυριζόμενος ότι κατά το χρονικόν διάστημα από 20-10-1938 έως 18-06-1959 είχε απασχοληθή όλας τας Κυριακάς και τας ημέρας υποχρεωτικής αργίας. Ο ως άνω Διευθυντής, απέρριψε, δια της 22617/12-09-1978 αποφάσεως του, την αίτησιν αυτήν με την αιτιολογίαν ότι δεν είχον προσκομισθή από τον αναιρεσίβλητο νεώτερα στοιχεία, δικαιολογούντα την αναθεώρησιν ή τροποποίησιν της αρχικής αποφάσεως του περί χορηγήσεως συντάξεως. Δια της 838/55/1983 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του ιδίου Υποκαταστήματος απερρίφθη ένστασις του αναιρεσιβλήτου κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Διευθυντού. Κατά της αποφάσεως αυτής της Τ.Δ.Ε. ο αναιρεσίβλητος ήσκησε προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απερρίφθη με την 536/1985 απόφασιν του εν λόγω Δικαστηρίου, δια της οποίας εκρίθη ότι η 22617/12-09-1978 απόφασις του Διευθυντού εστερείτο εκτελεστού χαρακτήρος και δεν υπέκειτο εις ένστασιν ενώπιον της Τ.Δ.Ε., η δε επ΄ αυτής απόφασις της Τ.Δ.Ε. δεν υπέκειτο εις προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Ακολούθως, δια της 1934/1993 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, απερρίφθη αίτησις του αναιρεσιβλήτου περί αναιρέσεως της εν λόγω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία ούτω κατέστη αμετάκλητος. Εν τω μεταξύ ο αναιρεσίβλητος, δια της νεωτέρας Σ/Μ/737/19-09-1989 αιτήσεως του, είχε ζητήσει εκ νέου τον ανακαθορισμόν της συντάξεως του, βάσει 30 ημερών εργασίας μηνιαίως. Επανήλθε δε εις το αίτημα αυτό με νεωτέραν (Σ/Μ/558/02-09-1997) αίτησιν, δια της οποίας επεκαλέσθη νέα στοιχεία και συγκεκριμένως τας επί πλέον ημέρας εργασίας, τας οποίας είχε πραγματοποιήσει εις την Η.Ε.Μ,. από της προσλήψεως του έως 17-06-1959, ο αριθμός των οποίων θα προέκυπτε από τας μισθοδοτικάς καταστάσεις της Η.Ε.Μ., αι οποίαι είχον εν τω μεταξύ παραδοθή εις το Ι.Κ.Α. από τον ΗΛ.Π.Α.Π. Δια του Σ/Μ/247/23-03-2000 εγγράφου του Διευθυντού του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Περιστερίου εξεδηλώθη η άρνησις τούτου να προβή εις επανεξέτασιν της υποθέσεως, με την αιτιολογίαν ότι η 838/1983 απόφασις της Τ.Δ.Ε. είχε επικυρωθή από την 536/1985 απόφασιν του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ή οποία είχε καταστή αμετάκλητος. Ο αναιρεσίβλητος ήσκησεν την ΣΜ/8/29-03-2000 ένστασιν ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ιδίου Υποκαταστήματος. Προέβαλε δε, ότι αι ημέραι εργασίας, των οποίων επεδίωκε την προσμέτρησιν εις τον πραγματοποιηθέντα εις την Η.Ε.Μ. χρόνον ασφαλίσεως του, προέκυπτον ευθέως από τον συνταξιοδοτικόν του φάκελον, και, συγκεκριμένως από τας τηρουμένας εις το ΤΣΠ-Η.Ε.Μ. ατομικάς πινακίδας, αι οποίαι ευρίσκοντο εις τον φάκελον του, δεδομένου ότι από τον έλεγχον των εν λόγω πινακίδων κατ΄ αντιπαραβολήν προς τα στοιχεία των μισθοδοτικών καταστάσεων, τα οποία παρελήφθησαν από το Ι.Κ.Α. το έτος 1989 και τηρούνται εις το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Πλατείας Αττικής, όπως αναφέρεται εις τας 17/1997 και 63/1998 εγκυκλίους της Διοικήσεως του Ιδρύματος, επεβεβαιώθησαν απολύτως τα δεδομένα των ατομικών πινακίδων. Η ένστασις αυτή απερρίφθη δια της 463/58/07-06-2000 αποφάσεως της Τ.Δ.Ε., δια της οποίας εκρίθη ότι η προσβληθείσα Σ/Μ/247/23-03-2000 πράξις του Διευθυντού ήτο επιβεβαιωτική και εστερείτο εκτελεστότητος. Κατά της αποφάσεως αυτής της Τ.Δ.Ε. ο αναιρεσίβλητος ήσκησε προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας εζήτησε την ακύρωσιν της αποφάσεως αυτής και τον ανακαθορισμόν της συντάξεως του βάσει των πραγματοποιηθεισών από αυτόν ημερών εργασίας. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή με την 15621/2003 απόφασιν του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας και ανεπέμφθη η υπόθεσις εις την Τ.Δ.Ε. προς νέαν νόμιμον κρίσιν. Το ήδη αναιρεσείον Ι.Κ.Α. ήσκησεν κατά της αποφάσεως αυτής έφεσιν, η οποία απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένην απόφασιν του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφασιν αυτήν εκρίθη, κατ΄ επικύρωσιν των κριθέντων δια της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι δεδομένης της υποβολής από τον αναιρεσίβλητο της προαναφερθείσης αιτήσεως επανεξετάσεως και της συνδρομής στοιχείων, τα οποία δεν ήτο δυνατόν να υποβληθούν κατά την υποβολήν του αρχικού αιτήματος συνταξιοδοτήσεως του και δεν απετέλεσαν αντικείμενο κρίσεως της 536/1985 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθίστατο υποχρεωτική η επανεξέτασις από τα όργανα του Ι.Κ.Α. της εν λόγω συνταξιοδοτικής υποθέσεως, η οποία είχε κριθή οριστικώς δια της 23980/08-12-1967 αποφάσεως του Διευθυντού του Υποκαταστήματος Συντάξεων Αθηνών του Ι.Κ.Α., χωρίς να υφίσταται δέσμευσις από το δεδικασμένον της ανωτέρω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Εις την κρίσιν αυτήν ήχθη το δικάσαν δικαστήριον, λαβόν υπ΄ όψιν ότι α) ο αναιρεσίβλητος δια της Σ/Μ/558/02-09-1997 αιτήσεως του εζήτησε τον κατά τα ανωτέρω ανακαθορισμόν της συντάξεως του με την επίκλησιν νέων κρισίμων στοιχείων και, συγκεκριμένως, της παραλαβής των μισθοδοτικών καταστάσεων της Η.Ε.Μ. από το Ι.Κ.Α., β) η πραγματοποίησις των ως άνω ημερών εργασίας προέκυπτε από τα στοιχεία των ατομικών πινακίδων, αι οποίαι υπάρχουν εις τους ατομικούς φακέλους των ησφαλισμένων του Τ.Σ.Π-Η.Ε.Μ., όπως ο αναιρεσίβλητος, η ακρίβεια δε των στοιχείων αυτών επεβεβαιώθη απολύτως, όπως προκύπτει από τας 17/1997 και 63/1998 εγκυκλίους του Ι.Κ.Α. από τον αντιπαραβολικόν έλεγχον, τον οποίον διενήργησαν όργανα του Ι.Κ.Α. εις τας ατομικάς πινακίδας και τα στοιχεία των μισθοδοτικών καταστάσεων, τας οποίας ετήρει η Η.Ε.Μ. δια την απασχόλησιν των υπαλλήλων της, γ) τας διαπιστώσεις αυτάς του αντιπαραβολικού ελέγχου, δεν ήτο δυνατόν να επικαλεσθή ο αναιρεσίβλητος με την αρχικήν αίτησιν συνταξιοδοτήσεως του, επί της οποίας εξεδόθη η ήδη οριστική 23980/08-12-1967 απόφασις του Διευθυντού του Υποκαταστήματος Συντάξεων Αθηνών του Ι.Κ.Α., ή με την 29269/15-04-1976 αίτησιν περί επανεξετάσεως της συνταξιοδοτικής υποθέσεως, η οποία ωδήγησε εις την 536/1985 απόφασιν του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δ) το νεώτερον δε αυτό στοιχείον δεν απετέλεσε αντικείμενον κρίσεως κατά την προηγηθείσαν δίκην, επί της οποίας εξεδόθη η εν λόγω απόφασις, η οποία κατέστη αμετάκλητος μετά την έκδοσιν της 1934/1993 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. 
9. Επειδή, το κριθέν με την ως άνω 1934/1993 απόφασιν του Δικαστηρίου τούτου ζήτημα ανεφέρετο εις το οριστικόν ή μη της αποφάσεως περί συνταξιοδοτήσεως του αναιρεσιβλήτου και εις το παραδεκτόν της υποβληθείσης αιτήσεως περί επανεξετάσεως της υποθέσεως, εντεύθεν δε εις την εκτελεστότητα της προσβληθείσης απορρίψεως του αιτήματος επανεξετάσεως. Εκρίθη δε με την ανωτέρω απόφασιν ότι ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας είχον κρίνει ότι δεν συνέτρεχε περίπτωσις επανεξετάσεως της υποθέσεως, εφ΄ όσον δεν είχε μεσολαβήσει μεταβολή της νομοθεσίας ή της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε είχε γίνει επίκλησις νεωτέρων κρισίμων στοιχείων, η οποία θα εδικαιολόγει την επανεξέτασιν της υποθέσεως. Δια της νεωτέρας, όμως, Σ/Μ/558/02-09-1997 αιτήσεως του ο αναιρεσίβλητος επεκαλέσθη νέα στοιχεία προς απόδειξιν των επί πλέον ημερών εργασίας, τας οποίας είχε πραγματοποιήσει εις την Η.Ε.Μ,. από της προσλήψεως του έως 17-06-1959, και, ειδικώτερον, τα στοιχεία, τα οποία προέκυπτον από τας μισθοδοτικάς καταστάσεις της Η.Ε.Μ., αι οποίαι είχον εν τω μεταξύ παραδοθή εις το Ι.Κ.Α. από τον ΗΛ.Π.Α.Π., στοιχεία τα οποία παρελήφθησαν από το Ι.Κ.Α. το έτος 1989 και τηρούνται εις το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Πλατείας Αττικής, όπως αναφέρεται εις τας 17/1997 και 63/1998 εγκυκλίους της Διοικήσεως του Ιδρύματος, και από τα οποία επεβεβαιώθησαν απολύτως τα στοιχεία των ατομικών πινακίδων. Υπό τα δεδομένα αυτά, ορθώς, εν όψει των ανωτέρω εκτιθεμένων εις την εβδόμην σκέψιν , εκρίθη από το δικάσαν δικαστήριον, ότι η μεν ύπαρξις της ανωτέρω 1934/1993 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκώλυε την επανεξέτασιν της υποθέσεως από τον Διευθυντή του Ι.Κ.Α., η επίκλησις δε των ως άνω νεωτέρων, όπως επιβεβαιώνεται και από τας προαναφερθείσας εγκυκλίους του Ι.Κ.Α., στοιχείων κατέστησε υποχρεωτικήν την επανεξέτασιν της υποθέσεως του αιτούντος μετά την υποβολήν της από 02-09-1997 αιτήσεως του, καθ΄ όσον εν προκειμένω συνέτρεχον αι προϋποθέσεις επανεξετάσεως της υποθέσεως του αναιρεσιβλήτου. Η κρίσις δε αυτή της αναιρεσιβαλλομένης παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη. Είναι, συνεπώς, απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση. 
10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και μη προβαλλομένου άλλου λόγου, η αίτησις πρέπει να απορριφθή στο σύνολό της. 
Δ ι ά τ α ύ τ α 
Απορρίπτει την αίτηση. 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου και στις 9 Δεκεμβρίου 2014 
Ο Πρόεδρος του Α’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος 
  
  
Ν. Σακελλαρίου           Β. Ραφαηλάκη 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 2015. 
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος      Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος 
  
  
Δ. Μαρινάκης           Β. Ραφαηλάκη 
  
  
  
  
  
  
  
  


  
  
  
  
-1- 
Αριθμός 462/2015 
  
 

./. 
  

B.K.(m) 
 

./.