ΣτΕ 4662/12,Ολομ., ΕΛΑΣ, ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΧΙ ΣΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ , Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΛΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟ Α. 6 ΠΑΡ.3 ΚΑΙ 10 ΠΔ120/08

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

ΣτΕ Ολ 4662/2012 [παρατ. Ε. Παυλίδου]

Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Μ. Πικραμένος, Σύμβουλος Επικρατείας

Δικηγόροι: Χαρ. Μπουκουβάλας, Ανδρ. Ματθαίου, Δημ. Αναστασόπουλος, Αντιπρόεδρος ΝΣΚ
Ευστρ. Ηλιαδέλης, Πάρεδρος ΝΣΚ

Με έννομο συμφέρον ασκούν αίτηση ακυρώσεως η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας, εφόσον στους σκοπούς τους περιλαμβάνεται η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών επαγγελματικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών τους αλλά και εν γένει των αστυνομικών καθόσον με τις πειθαρχικού χαρακτήρα διατάξεις του προσβαλλόμενου διατάγματος τίθενται κανόνες για τη συμπεριφορά των αστυνομικών υπαλλήλων τόσο εκτός όσο και εντός υπηρεσίας, η παραβίαση των οποίων μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων. Η παρ. 3 του άρθρου 6 του ΠΔ 120/2008 σύμφωνα με την οποία η πειθαρχική διαδικασία που έχει αρχίσει για πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ανώτερη πειθαρχική ποινή συνεχίζεται και μετά την έξοδο του αστυνομικού υπαλλήλου από το σώμα, δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της αξίας του ανθρώπου, διότι η ρύθμιση αποβλέπει στον κολασμό σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων που διαπράττονται από αστυνομικό υπάλληλο ενόσω διαρκεί η υπαλληλική σχέση. Η ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας και η τυχόν επιβολή μίας από τις πειθαρχικές ποινές δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στη διαφύλαξη του κύρους και της αξιόπιστης λειτουργίας της υπηρεσίας (μειοψ.). Η διάταξη της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 7 του ΠΔ 120/2008 σύμφωνα με την οποία η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται με την πειθαρχική δίωξη και μέχρι να εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό ο δε χρόνος αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη, προβλέπει ειδικά την περίπτωση της αναστολής της παραγραφής κατά την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας και συγκεκριμένα από την πειθαρχική δίωξη μέχρι την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης και επομένως δεν σχετίζεται ούτε με την εξέταση της προσφυγής, ούτε με την εκτέλεση της ποινής. Βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής Αστυνομίας αποτελεί η ιεραρχική διαβάθμιση των στελεχών της και η πειθαρχία. Η διατήρηση της συνοχής και της ομαλής λειτουργίας του σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας προϋποθέτει τη διασφάλιση της υπακοής των κατωτέρων στους ανωτέρους και ως εκ τούτου δικαιολογείται η καθιέρωση του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ΠΔ 120/2008 κατά το μέρος που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο επισύρει την ποινή της απόταξης τη ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών αντίκειται στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ., είναι ορισμένη εφόσον κατά την προφανή της έννοια για τη συνδρομή του πειθαρχικού παραπτώματος απαιτείται ως προϋπόθεση η μόνιμη τάση προς μέθη του πειθαρχικώς διωκόμενου αστυνομικού υπαλλήλου η οποία συνεπώς αποτελεί εκδήλωση συμπεριφοράς που δεν στηρίζεται σε μεμονωμένα περιστατικά αλλά διακρίνεται για τη διάρκειά της. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. ιβ΄ του προσβαλλόμενου διατάγματος κατά το μέρος που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει την ποινή της απόταξης τη «συμπεριφορά που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα» δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. διότι καθιερώνει ως πειθαρχικό παράπτωμα τη συμπεριφορά αστυνομικού υπαλλήλου η οποία, μπορεί να εκδηλώνεται είτε εντός είτε εκτός υπηρεσίας, έρχεται δε σε οξεία αντίθεση προς αρχές και αξίες διέπουσες την κοινωνική συμβίωση και ως εκ τούτου υποδηλώνει ιδιαίτερη κοινωνική και ηθική απαξία στο πρόσωπο του πειθαρχικώς διωκομένου. Το ως άνω πειθαρχικό παράπτωμα συνδεόμενο με το υπαλληλικό καθήκον δηλαδή με τη διαγωγή που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός υπάλληλος εντός και εκτός υπηρεσίας δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εξαντλητικά εκ των προτέρων αφού οι αστυνομικοί υπάλληλοι τελούν σε καθεστώς ειδικής οικειοθελούς σχέσης εξουσιάσεως προς το Κράτος που επιτρέπει την επέμβαση αυτή. Στις πειθαρχικές υποθέσεις δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ., όπως και τα άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ, εφόσον ο πειθαρχικώς διωκόμενος κατηγορείται με πράξη που στοιχειοθετεί μόνο παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη. Τα δικαιώματα της ελεύθερης σκέψης και γνώμης και της συνδικαλιστικής ελευθερίας εφαρμόζονται καταρχήν στους αστυνομικούς υπαλλήλους όμως υπόκεινται όχι μόνο στους γενικούς περιορισμούς που υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας όσο και σε ειδικότερους περιορισμούς που δικαιολογούνται από το ειδικό καθεστώς πειθαρχίας υπό το οποίο τελούν οι αστυνομικοί και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό. Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να ρυθμίζει την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση των αστυνομικών υπαλλήλων. Υφίσταται ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης. Η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 48 του ΠΔ 120/2008 που αναφέρεται στην αυτοτέλεια της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης δεν αντίκειται στις σχετικές διατάξεις του Συντ. και της ΕΣΔΑ.

Διατάξεις: άρθρα 7 [παρ. 1] Συντ., ΠΔ 120/2008

[…] 3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση διατάξεων του προεδρικού διατάγματος 120/2008 (ΕτΚ Α’, ΦΕΚ 182/2.9.2008) με τίτλο «Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού».

4. Επειδή, η πρώτη από τις αιτούσες, με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (Αστυφυλάκων – Αρχιφυλάκων – Ανθυπαστυνόμων – Αξιωματικών)», αποτελεί δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με μέλη της σωματεία στα οποία μετέχουν αστυνομικοί υπάλληλοι, στους σκοπούς της οποίας περιλαμβάνεται, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν καταστατικό αυτής, η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών και κοινωνικών συμφερόντων των αστυνομικών υπαλλήλων. Η δεύτερη από τις αιτούσες, με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας», αποτελεί δευτεροβάθμια ένωση των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας με μέλη της τα πρωτοβάθμια σωματεία Ενώσεων Αξιωματικών, στους σκοπούς της οποίας περιλαμβάνεται, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν καταστατικό της, η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, επαγγελματικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών της αλλά και εν γένει των αστυνομικών. Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούσες Ομοσπονδίες με έννομο συμφέρον ζητούν την ακύρωση του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος διότι με τις πειθαρχικού χαρακτήρα διατάξεις του τίθενται κανόνες για τη συμπεριφορά των αστυνομικών υπαλλήλων τόσο εντός όσο και εκτός υπηρεσίας, η παραβίαση των οποίων μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.

5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΚΔ 26.6.-10.7.1944 (ΕτΚ Α’, ΦΕΚ 139), όπως το πρώτο εδάφιο αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν 3514/2006 (ΕτΚ Α’, ΦΕΚ 266), σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» (ΕτΚ Α’ ΦΕΚ 35), οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου. Εν προκειμένω, το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα 120/2008 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2.9.2008 ενώ η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στις 13.11.2008. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως διότι, ενόψει της αναστολής της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων κατά το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, η προθεσμία για την προσβολή του εν λόγω διατάγματος άρχισε στις 16.9.2008.

6. Επειδή, στο άρθρο 8 του Ν 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (ΕτΚ Α΄, ΦΕΚ 41) ορίζεται ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφαλείας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2…. 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α….β….γ. Τον έλεγχο της λειτουργίας δημόσιων κέντρων, θεαμάτων και καταστημάτων. δ…ε. Τον έλεγχο της τήρησης της αγορανομικής και τουριστικής νομοθεσίας. 4…..5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων. β. Τον έλεγχο και τη δίωξη της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών…». Περαιτέρω, στο άρθρο 9 του ίδιου Ν 2800/2000 ορίζεται: «1. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφαλείας και λειτουργεί με τους δικούς της οργανικούς νόμους. Για την εκτέλεση της αποστολής της εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και εξοπλισμό. Το αστυνομικό προσωπικό της έχει ιδιαίτερη ιεραρχία, αντίστοιχη της στρατιωτικής, και δικούς του κανόνες πειθαρχίας και δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό αυτό οι διατάξεις που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους 2. Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους. 3. Το προσωπικό του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα. 4…». Εξάλλου, στο άρθρο 7 του Ν 2334/1995 (ΕτΚ Α’, ΦΕΚ 184) ορίζεται: 1. Στο αστυνομικό προσωπικό επιβάλλονται οι ακόλουθες πειθαρχικές ποινές, οι οποίες καταχωρούνται στα ατομικά τους έγγραφα: α. Επίπληξη. β. Πρόστιμο μέχρι τρεις βασικούς μισθούς του τιμωρουμένου. γ. Αργία με πρόσκαιρη παύση διάρκειας δεκαπέντε (15) ημερών έως τεσσάρων (4) ετών. δ. Αργία με απόλυση διάρκειας δύο (2) έως έξι (6) μηνών και ε. Απόταξη. 2. Τα επιβαλλόμενα σε βάρος των δοκίμων αστυφυλάκων πρόστιμα παρακρατούνται από τις αποδοχές τους και αποδίδονται κάθε μήνα στους ασφαλιστικούς φορείς ΤΑΟΧ και ΜΤΠΥ κατά ποσοστό 68% και 32 % αντίστοιχα. 3. Με προεδρικό διάταγμα, που προτείνεται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, καθορίζονται και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων τα πειθαρχικά παραπτώματα, η διάρκεια της πειθαρχικής ευθύνης, οι συνέπειες των πειθαρχικών ποινών, η παραγραφή τους, τα επιβαλλόμενα διοικητικά μέτρα, τα πειθαρχικά όργανα, και η δικαιοδοσία τους, η διαδικασία εκδίκασης των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τα αποδεικτικά μέσα, τα ένδικα μέσα, η εκτέλεση των ποινών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια». Επί τη βάσει της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε το προσβαλλόμενο ΠΔ 120/2008. Στο άρθρο 1 του εν λόγω ΠΔ ορίζεται ότι: «Στις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος υπόκειται το αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας», στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι: «1. Με τον όρο πειθαρχία νοείται: α) Η πιστή συμμόρφωση των αστυνομικών προς το Σύνταγμα και τους νόμους. β) Η πρόθυμη και χωρίς αντιρρήσεις υπακοή των κατωτέρων προς τους ανωτέρους ως και η άμεση εκτέλεση των διαταγών τους, οι οποίες αφορούν στην εφαρμογή των νόμων και των κανονισμών ως και των διαταγών της Υπηρεσίας. γ) Ο σεβασμός των κατά βαθμό κατωτέρων προς τους ανωτέρους εντός και εκτός υπηρεσίας. δ) Η αξιοπρεπής και κόσμια συμπεριφορά των κατά βαθμό ανωτέρων προς τους κατωτέρους….2. Η πειθαρχία, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της συνοχής και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και της αρμονικής συνεργασίας του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, αποτελεί καθήκον του προσωπικού της….3….4. Ο ανώτερος είναι υπεύθυνος για τις συνέπειες της διαταγής του ο δε κατώτερος υποχρεούται να εκτελεί με ακρίβεια τη διαταγή που έλαβε και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεσή της και για τις συνέπειες της μη εκτέλεσής της…». Στο άρθρο 4 του ίδιου ΠΔ ορίζεται ότι: «1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος με πράξη (ενέργεια ή παράλειψη). 2 Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις διατάξεις του Συντάγματος, των νόμων, των κανονισμών του Σώματος, των διαταγών της υπηρεσίας καθώς και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός εντός και εκτός υπηρεσίας λόγω της ιδιότητας αυτού…». Στο άρθρο 5 του ίδιου ΠΔ ορίζεται ότι: «1. Οι πειθαρχικές ποινές, που επιβάλλονται στους αστυνομικούς και καταχωρίζονται στα ατομικά τους έγγραφα, είναι: α) Απόταξη, β) Αργία με απόλυση διάρκειας δύο (2) έως έξι (6) μήνες. γ) Αργία με πρόσκαιρη παύση διάρκειας δεκαπέντε (15) ημερών έως τεσσάρων (4) μηνών. δ) Πρόστιμο μέχρι τρεις μηνιαίους μισθούς του τιμωρουμένου. ε) Επίπληξη. 2. Η απόταξη και οι αργίες είναι ανώτερες το δε πρόστιμο και η επίπληξη κατώτερες πειθαρχικές ποινές…..» Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του ΠΔ 120/2008 ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική ευθύνη αρχίζει με την κατάταξη του αστυνομικού και λήγει με την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο έξοδό του από το Σώμα, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. 2. Πράξεις που τελέσθηκαν από αστυνομικό πριν από την κατάταξή του και αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα με την έννοια των διατάξεων του παρόντος διώκονται πειθαρχικά, εφόσον διαπράχθηκαν: α) Κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του στο δημόσιο και δεν εκδικάσθηκαν. β) Πριν αποκτήσει την ιδιότητα του αστυνομικού και προβλέπονται από τις διατάξεις των εδ. α΄, β΄, γ΄, η΄ και ια΄ της παρ. 1 του άρθρου 10 και γ) Κατά τη διάρκεια της επιλογής ή του διαγωνισμού μέχρι την κατάταξή του και σχετίζονται με τη συμμετοχή στο διαγωνισμό και τις προϋποθέσεις της κατάταξής του. 3. Η πειθαρχική διαδικασία που έχει αρχίσει για πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ανώτερη πειθαρχική ποινή, συνεχίζεται και μετά την έξοδο του αστυνομικού από το Σώμα, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Στις περιπτώσεις αυτές το πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, μόνο τις ανώτερες πειθαρχικές ποινές και η μεν ποινή της απόταξης εκτελείται και συνεπάγεται τη διαγραφή του τιμωρηθέντος από τα στελέχη της εφεδρείας οι δε αργίες δεν εκτελούνται και η σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου καταχωρείται στα ατομικά έγγραφα του τιμωρηθέντος. Αν όμως ο τιμωρηθείς επανέλθει στην ενέργεια, οι ποινές των αργιών εκτελούνται. 4. …». Στο άρθρο 7 του ίδιου ΠΔ ορίζεται ότι: «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που τιμωρούνται με ανώτερες πειθαρχικές ποινές παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη τα δε άλλα μετά δύο (2) έτη από την τέλεσή τους. 2. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παρέλθει ο χρόνος που ορίζεται για την παραγραφή του τελευταίου, αν αυτός είναι μεγαλύτερος, άλλως ισχύει ο μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής που προβλέπεται για το πειθαρχικό παράπτωμα. 3. Την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλουν: α) Επί πειθαρχικών παραπτωμάτων, των οποίων η πραγματική βάση αποτελεί ταυτόχρονα την αντικειμενική υπόσταση ποινικού αδικήματος, η ποινική διαδικασία με τους ιδίους όρους και προϋποθέσεις που αναστέλλει και την παραγραφή του ποινικού αδικήματος. β) Η πειθαρχική δίωξη μέχρι να εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό ο δε χρόνος αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη και γ) Η έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό που επιβάλλει πειθαρχική ποινή. 4. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος, που αποσκοπεί στη συγκάλυψη του πρώτου ή στην παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης γι’ αυτό. 5. Η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων, που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρου 6, αρχίζει από την κατάταξη του αστυνομικού». Στο άρθρο 10 του προσβαλλόμενου διατάγματος (Παραπτώματα που επισύρουν ποινή απόταξης) ορίζεται: 1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που επισύρουν την ποινή απόταξης, είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα: α)… θ) Η από πρόθεση τέλεση κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατ’ ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας … Η χρήση ναρκωτικών ουσιών ή η ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών. ιβ) Η χαρακτηριστικά αναξιοπρεπής ή ανάξια για αστυνομικό συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας ή συμπεριφορά που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα. ιγ)… ιδ) Η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις …». Περαιτέρω στο άρθρο 11 του προσβαλλόμενου διατάγματος (Παραπτώματα που επισύρουν ποινή αργίας με απόλυση) ορίζεται: «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που επισύρουν την ποινή αργίας με απόλυση, είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα: α)…γ) Η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της Ιεραρχίας με τη χρήση ψευδών ή αβασίμων επιχειρημάτων … ιστ) Η χωρίς την καταβολή αντιτίμου αποδοχή υπηρεσιών ή τροφίμων και ποτών προς άμεση κατανάλωση, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη. 2…». Στο άρθρο 13 του προσβαλλόμενου διατάγματος (Παραπτώματα που επισύρουν ποινή προστίμου) ορίζονται τα εξής: «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν την ποινή του προστίμου είναι τα κατωτέρω αναφερόμενα: α)…η) Η από πρόθεση ψευδής αναφορά, κατάθεση ή δήλωση και οι κακόβουλοι υπαινιγμοί ή χαρακτηρισμοί ενώπιον οποιασδήποτε υπηρεσίας ή τρίτου κατά οποιουδήποτε μέλους του Σώματος. θ)…» Στο άρθρο 34 του προσβαλλόμενου διατάγματος (Πειθαρχικά όργανα – Πειθαρχική δικαιοδοσία) ορίζεται: «1. Πειθαρχική εξουσία ασκούν: α) Τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια και β) Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.2. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι: α) Τα Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια ανθυπαστυνόμων, αρχιφυλάκων και αστυφυλάκων, που εκδικάζουν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, τα πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών των ανωτέρω βαθμών. β) Τα Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια αξιωματικών, που εκδικάζουν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, τα πειθαρχικά παραπτώματα που αφορούν αξιωματικούς από το βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ μέχρι και το βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή καθώς και τους συμπαραπεμπόμενους σ’ αυτά αστυνομικούς κατωτέρων βαθμών. γ) Το Ανώτερο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που εκδικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα των Ταξιαρχών και των Αστυνομικών Διευθυντών και δ) Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που εκδικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα των Αντιστρατήγων και των Υποστρατήγων. 3. Τα πειθαρχικά συμβούλια, πλην του ανωτάτου, συγκροτούνται τον Απρίλιο κάθε έτους με απόφαση του Αρχηγού, με την οποία καθορίζεται η αρμοδιότητά τους και ορίζονται τα τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη τους με ετήσια θητεία. Τα τακτικά μέλη σε περίπτωση κωλύματος αναπληρώνονται από τα αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη. Τα πειθαρχικά συμβούλια των εδαφίων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου λειτουργούν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη τα δε άλλα μόνο στην Αθήνα. Το ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται στον ίδιο χρόνο με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης. 4. Τα πειθαρχικά συμβούλια συγκροτούνται: α) Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ανθυπαστυνόμων, αρχιφυλάκων και αστυφυλάκων από ένα (1) Αστυνομικό Υποδιευθυντή ως Πρόεδρο, δύο (2) Αστυνόμους Α΄ και δύο (2) Αστυνόμους Α΄ ή Β΄ . Οι δύο (2) τελευταίοι προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. β) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ανθυπαστυνόμων, αρχιφυλάκων και αστυφυλάκων από ένα (1) Αστυνομικό Διευθυντή ως Πρόεδρο, δύο (2) Αστυν. Υποδ/ντές, ως και δύο (2) αξιωματικούς με το βαθμό του Αστυνόμου Α΄. Οι δύο (2) τελευταίοι προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. γ) Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αξιωματικών από ένα (1) Ταξίαρχο ως πρόεδρο και τέσσερις (4) Αστυνομικούς Διευθυντές, εκ των οποίων οι δύο (2) προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. δ) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αξιωματικών από ένα (1) Ταξίαρχο, ως πρόεδρο και τέσσερις (4) Αστυνομικούς Διευθυντές, εκ των οποίων οι δύο (2) προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. Ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου είναι αρχαιότερος του προέδρου του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου. ε) Το Ανώτερο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τρεις (3) Υποστρατήγους εκ των οποίων ο αρχαιότερος εκτελεί καθήκοντα προέδρου και στ) Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τον Αρχηγό, ως Πρόεδρο, τον Υπαρχηγό και τον αρχαιότερο Αντιστράτηγο της Ελληνικής Αστυνομίας, ως μέλη. Σε περίπτωση που εγκαλούμενος είναι ο Υπαρχηγός ή ο αρχαιότερος Αντιστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας, τα μέλη του συμβουλίου αναπληρώνονται από δύο (2) ή ένα (1) Αντιστρατήγους του Στρατού Ξηράς αντιστοίχως. 5. Τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών συνδικαλιστικών ενώσεων, κατ’ έτος και κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου, προτείνουν εγγράφως στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας τα οριζόμενα απ΄ αυτά μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία για μεν τα συμβούλια της Αθήνας προέρχονται από Υπηρεσίες που έχουν την έδρα τους στο νομό Αττικής για δε τα συμβούλια της Θεσσαλονίκης από Υπηρεσίες που έχουν την έδρα τους στο νομό Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, η σύνθεση των συμβουλίων συμπληρώνεται με την απόφαση συγκρότησης του Αρχηγού. 6. Καθήκοντα εισηγητή του ανωτέρου και ανωτάτου πειθαρχικού συμβουλίου εκτελεί μέλος του συμβουλίου που ορίζεται από τον πρόεδρο και καθήκοντα γραμματέα ανώτερος αξιωματικός που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συγκρότησης τους. Καθήκοντα εισηγητή και γραμματέα στα άλλα πειθαρχικά συμβούλια εκτελεί το νεότερο κατά σειρά αρχαιότητας μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου, που έχει προταθεί από την Υπηρεσία.Οι πρόεδροι και οι εισηγητές των μεν πειθαρχικών συμβουλίων των εδαφ. α΄ και β΄ της παραγράφου 4 είναι αποκλειστικής απασχόλησης των δε εδ. γ΄ και δ΄ της ίδιας παραγράφου μερικής απασχόλησης. 7. Τα πειθαρχικά συμβούλια των εδ. α΄ β΄ γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4, βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τρία (3) μέλη μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Για το σχηματισμό της απαρτίας δεν υπολογίζονται τα μέλη που ορίζονται από τα διοικητικά συμβούλια των συνδικαλιστικών ενώσεων. 8. Η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των πειθαρχικών συμβουλίων δεν μεταβάλλεται από το βαθμό που αποκτά ο παραπεμπόμενος αστυνομικός συνεπεία της αποστρατείας του». Στο άρθρο 48 του προσβαλλόμενου διατάγματος (Σχέση πειθαρχικής προς ποινική δίκη) ορίζεται: «1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. 2. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη περίπτωση η
απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη, το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου. 3. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, όμως οι αρμόδιοι κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 22 να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μπορούν με απόφασή τους, που ανακαλείται ελευθέρως, να διατάξουν αν το κρίνουν αναγκαίο, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται αναστολή όταν το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας. Ο χρόνος της αναστολής δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και είναι ανεξάρτητος από το χρόνο αναστολής, που προβλέπεται από το άρθρο 7».

7. Επειδή, προβάλλεται ότι η παρ. 3 του άρθρου 6 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, κατά το μέρος που ορίζει ότι η πειθαρχική διαδικασία η οποία έχει αρχίσει για πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ανώτερη πειθαρχική ποινή συνεχίζεται και μετά την έξοδο του αστυνομικού υπαλλήλου από το σώμα, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της αξίας του ανθρώπου, εφόσον μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης η επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης είναι εντελώς απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η εν λόγω ρύθμιση αποβλέπει στον κολασμό σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων που διαπράττονται από αστυνομικό υπάλληλο ενόσω διαρκεί η υπαλληλική σχέση για τον έλεγχο των οποίων έχει αρχίσει η πειθαρχική διαδικασία πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο έξοδο του πειθαρχικώς διωκομένου, έχει δε ως συνέπεια για τον αστυνομικό υπάλληλο που έχει ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία τη διαγραφή του από τα στελέχη της εφεδρείας, όταν επιβάλλεται η ποινή της απόταξης, ή την καταχώριση της ποινής στα ατομικά έγγραφα του τιμωρηθέντος, όταν επιβάλλονται οι ποινές της αργίας. Ως εκ τούτου η ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας και η τυχόν επιβολή μιας από τις ανώτερες πειθαρχικές ποινές, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στη διαφύλαξη του κύρους και της αξιόπιστης λειτουργίας της υπηρεσίας. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Γ. Ποταμιά η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις συνέχιση της πειθαρχικής ευθύνης του αστυνομικού υπαλλήλου και μετά την έξοδό του από την υπηρεσία αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας διότι δεν εξυπηρετείται κανένας σκοπός δημοσίου συμφέροντος εφόσον ο αστυνομικός δεν τελεί πλέον σε ενεργή σχέση με την υπηρεσία και επομένως δεν μπορεί να επιβληθεί σ’ αυτόν ουδεμία κύρωση.

8. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 7 του προσβαλλόμενου διατάγματος, που ορίζει ότι η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται με την πειθαρχική δίωξη και μέχρι να εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό ο δε χρόνος αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές του κοινωνικού κράτους δικαίου και της αναλογικότητας καθώς και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εφόσον η καθυστέρηση εξέτασης της «ένστασης» του αστυνομικού υπαλλήλου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών δεν εξυπηρετεί την καλή λειτουργία της υπηρεσίας, για την καθυστέρηση δε αυτή ευθύνεται η ίδια η υπηρεσία και όχι ο πειθαρχικώς διωκόμενος. Περαιτέρω, κατά τις αιτούσες, με την ως άνω διάταξη εξουδετερώνεται το δικαίωμα «ένστασης» εφόσον η καθυστέρηση εξέτασής της από το αρμόδιο όργανο έχει ως συνέπεια την εκτέλεση των πειθαρχικών ποινών που επιβάλλονται κατά τον πρώτο βαθμό της πειθαρχικής δικαιοδοσίας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής διότι η ως άνω διάταξη προβλέπει ειδικά την περίπτωση αναστολής της παραγραφής κατά την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας και συγκεκριμένα από την πειθαρχική δίωξη μέχρι την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης και επομένως δεν σχετίζεται ούτε με την εξέταση της προσφυγής, την οποία δύναται να ασκήσει ο αστυνομικός υπάλληλος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 51-53 του προσβαλλόμενου διατάγματος, ούτε με την εκτέλεση της ποινής που επιβάλλεται σε πρώτο βαθμό.

9. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, με την οποία ορίζεται ότι πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει την ποινή της απόταξης συνιστά η από πρόθεση τέλεση κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατά ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας εφόσον εισάγει διαφορετική μεταχείριση των ανωτέρων έναντι των κατωτέρων, με συνέπεια όταν το έγκλημα στρέφεται κατά ανωτέρων να τιμωρείται με απόταξη ενώ αν στρέφεται κατά κατωτέρων να μην τιμωρείται, η ρύθμιση δε αυτή είναι προφανώς απρόσφορη για την εξυπηρέτηση του σκοπού της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας.

10. Επειδή, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του
Ν 2800/2000 και του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής Αστυνομίας ως ενόπλου Σώματος Ασφαλείας, αποτελεί η ιεραρχική διαβάθμιση των στελεχών της καθώς και η πειθαρχία, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την υποχρέωση υπακοής στους ανωτέρους. Ενόψει τούτων, η διατήρηση της συνοχής και της ομαλής λειτουργίας του σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας προϋποθέτει τη διασφάλιση της υπακοής των κατωτέρων προς τους ανωτέρους και επομένως δικαιολογείται η καθιέρωση του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος. Εξάλλου, η συμπεριφορά των ανωτέρων έναντι των κατωτέρων είναι δυνατό να ελεγχθεί, εφόσον αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, ως εμπίπτουσα είτε στην περ. ιβ’ της παρ. 1 του άρθρου 10 (χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια για αστυνομικό συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας) είτε στην περ. ι’ της παρ. 1 του άρθρου 11 (κάθε πράξη που αντιβαίνει στο υπηρεσιακό καθήκον ή συνιστά ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αστυνομικού διαγωγή) του προσβαλλόμενου διατάγματος, οι περιπτώσεις δε αυτές επισύρουν τις ανώτερες πειθαρχικές ποινές της απόταξης και αντίστοιχα της ποινής αργίας με απόλυση. Επομένως ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη, όμως της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, ο λόγος αυτός παρίσταται βάσιμος. Τούτο δε, διότι εν όψει και της ιδιαιτέρας δομής της Ελληνικής Αστυνομίας, της ειδικής σχέσεως εξουσίας, υπό την οποία τελούν τα αστυνομικά όργανα στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της υπηρεσίας, και της ανάγκης προστασίας των κατωτέρων έναντι αυθαιρέτων συμπεριφορών των ανωτέρων, ειδικώτερον δε έναντι εγκλημάτων, σχετιζομένων με την εκτέλεση της υπηρεσίας και τελουμένων εις βάρος των εκ μέρους ανωτέρων, δεν παρίσταται δικαιολογημένη η ανωτέρω διαφοροποίηση της πειθαρχικής αντιμετωπίσεως των σχετιζομένων με την υπηρεσία εγκλημάτων εντός του Σώματος, λαμβανομένου, άλλως τε υπ’ όψη ότι, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του -ήδη προσβαλλομένου- ΠΔ 120/2008, όπως ανωτέρω περιγράφεται (σκ. 6), καθήκον του προσωπικού της αστυνομίας αποτελεί η πειθαρχία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται (άρθρο 2 παρ. 1 δ του ιδίου ΠΔ) η αξιοπρεπής και κόσμια συμπεριφορά των κατά βαθμό ανωτέρων προς κατωτέρους.

11. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. ια’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, κατά το μέρος που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο επισύρει την ποινή της απόταξης τη «ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών», αντίκειται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος διότι είναι παντελώς αόριστη και επιδιώκει την τιμωρία των αστυνομικών υπαλλήλων για προδιάθεση προς ορισμένη συμπεριφορά και όχι για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η ως άνω διάταξη είναι ορισμένη εφόσον, κατά την προφανή έννοιά της, για τη συνδρομή του προπεριγραφέντος πειθαρχικού παραπτώματος απαιτείται ως προϋπόθεση η μόνιμη τάση προς μέθη του πειθαρχικώς διωκομένου αστυνομικού υπαλλήλου η οποία, συνεπώς, αποτελεί εκδήλωση συμπεριφοράς που δεν στηρίζεται σε μεμονωμένα περιστατικά αλλά διακρίνεται για τη διάρκειά της (ΣτΕ 2913/1980).

12. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. ιβ’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, κατά το μέρος που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο επισύρει την ποινή της απόταξης τη «συμπεριφορά που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα», είναι αντίθετη στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ. και στις συνταγματικές αρχές του κοινωνικού κράτους δικαίου και της αναλογικότητας εφόσον είναι παντελώς αόριστη και συναρτά τον πειθαρχικό έλεγχο όχι με συγκεκριμένες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς των αστυνομικών υπαλλήλων αλλά με την αξιολόγηση του εκάστοτε αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου, ανάλογα με τις ιδεολογικές του προδιαθέσεις, ως προς αν συγκεκριμένη συμπεριφορά μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα. Κατά τις αιτούσες ομοσπονδίες, με τα δεδομένα αυτά, οι αστυνομικοί υπάλληλοι είναι αδύνατο να αντιληφθούν ποια είναι η συμπεριφορά που απαγορεύεται και πρέπει για το λόγο αυτό να αποφεύγουν.

13. Επειδή, η ως άνω διάταξη, κατά την προφανή έννοιά της, καθιερώνει ως πειθαρχικό παράπτωμα τη συμπεριφορά αστυνομικού υπαλλήλου η οποία, μπορεί να εκδηλώνεται είτε εντός είτε εκτός υπηρεσίας, έρχεται δε σε οξεία αντίθεση προς αρχές και αξίες διέπουσες την κοινωνική συμβίωση και ως εκ τούτου υποδηλώνει ιδιαίτερη κοινωνική και ηθική απαξία στο πρόσωπο του πειθαρχικώς διωκομένου. Το ως άνω πειθαρχικό παράπτωμα, συνδεόμενο αφενός με το υπαλληλικό καθήκον, δηλαδή με την εν γένει διαγωγή που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός υπάλληλος εντός και εκτός υπηρεσίας, και αφετέρου με το κύρος και τη λειτουργία της αστυνομικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί επακριβώς και εξαντλητικά εκ των προτέρων, αφού συμπεριφορά του αστυνομικού υπαλλήλου αντίθετη με το καθήκον του και βλαπτική για την υπηρεσία είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με πολλές και ποικίλες μορφές, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να προβλέψει εκ των προτέρων ο νομοθέτης, ενώ οι αστυνομικοί υπάλληλοι τελούν σε καθεστώς ειδικής οικειοθελούς σχέσεως εξουσιάσεως προς το Κράτος, που επιτρέπει την επέμβαση αυτή (πρβλ. ΣτΕ 1680/2007, 116/2004). Εξάλλου, στις πειθαρχικές υποθέσεις δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 116/2004, 3327/1999, 2322/1983), όπως και τα άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφόσον ο πειθαρχικώς διωκόμενος κατηγορείται για πράξη που στοιχειοθετεί μόνον παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη (βλ. ΣτΕ 1405/2007 7μ., απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 8ης Ιουνίου 1976, υπόθεση Engel κατά Ολλανδίας). Επιπροσθέτως, οι αστυνομικοί υπάλληλοι τελούν σε ιδιαίτερο καθεστώς, αντίστοιχο με αυτό των ενόπλων δυνάμεων, το οποίο προσιδιάζει προς τον χαρακτήρα και την αποστολή της αστυνομικής υπηρεσίας που αποβλέπει στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης έχει υποχρέωση να κατοχυρώνει σε υψηλό βαθμό, στο επίπεδο της στελέχωσης, οργάνωσης και λειτουργίας, την αστυνομική υπηρεσία θεσπίζοντας, μεταξύ άλλων, το κατάλληλο προς τούτο καθεστώς πειθαρχίας, η μη τήρηση του οποίου αποτελεί αιτία επιβολής πειθαρχικών ποινών από την Διοίκηση. Τέτοια κατάλληλη πειθαρχική διάταξη αποτελεί η εκτεθείσα διάταξη της περ. ιβ’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου η ως άνω διάταξη είναι συνταγματικώς θεμιτή πρωτίστως διότι αποβλέπει στην τιμωρία ακραίας προσωπικής συμπεριφοράς η οποία μαρτυρεί έλλειψη ηθικών προσόντων. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Χ. Ράμμου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Γ. Ποταμιά, Η. Τσακόπουλου και Θ. Αραβάνη η αναγωγή σε πειθαρχικό αδίκημα της συμπεριφοράς «που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα» δεν είναι νόμιμη και, συνεπώς, η σχετική διάταξη είναι ακυρωτέα. Διότι ο όρος «διαφθορά χαρακτήρα» δεν είναι γλωσσικά δόκιμος, είναι δε άδηλο σε ποια συμπεριφορά αναφέρεται ο κανονιστικός νομοθέτης. Αν αναφέρεται σε πρόσωπα, τα οποία κρίνονται ως διεφθαρμένα εξαιτίας της συμπεριφοράς τους, τότε η εν λόγω διάταξη είναι εντελώς αόριστη και στερείται κανονιστικού νοήματος. Πολύ περισσότερο που ο κατάλογος των πειθαρχικών παραπτωμάτων του άρθρου 10 παρ. 1 του προσβαλλόμενου διατάγματος είναι εξαιρετικά ευρύς, ώστε να μην καθίσταται σαφές ποιες συμπεριφορές εμπίπτουν στην επίμαχη διάταξη χωρίς, παράλληλα, να συνιστούν κάποιο από τα λοιπά παραπτώματα του καταλόγου αυτού. Κατά την μειοψηφήσασα, επομένως, γνώμη ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να γίνει δεκτός.

14. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. ιδ’ της παρ. 1 του άρθρου 10, που ορίζει ότι πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της απόταξης συνιστά η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις, καθώς και της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, που ορίζει ότι πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της αργίας με απόλυση αποτελεί η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με τη χρήση ψευδών ή αβάσιμων επιχειρημάτων, αντίκεινται στο Σύνταγμα κατά το μέρος που η μεν πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνει ως παράπτωμα «τις υποτιμητικές εκφράσεις» η δε δεύτερη τη χρήση «ψευδών επιχειρημάτων». Κατά τις αιτούσες ομοσπονδίες οι ως άνω διατάξεις, στα επίμαχα σημεία τους, είναι αντίθετες στα άρθρα 2, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 14 παρ. 1 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος διότι πλήσσουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων των συνδικαλιστών αστυνομικών εφόσον θέτουν πολύ σοβαρούς περιορισμούς στην άσκηση των συνδικαλιστικών καθηκόντων τους, ιδίως ως προς την έκφραση απόψεων απέναντι στην ιεραρχία της Ελληνικής Αστυνομίας, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος.

15. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, τα άρθρα 14 παρ. 1 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 10 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974 «Περί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» ΕτΚ Α΄, ΦΕΚ 256) που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα της ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης και της συνδικαλιστικής ελευθερίας, εφαρμόζονται, καταρχήν, και στους αστυνομικούς υπαλλήλους οι οποίοι έχουν αφενός δικαίωμα, όπως και οι ιδιώτες, να εκφράζουν ελεύθερα τις σκέψεις τους και αφετέρου δικαίωμα να συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τα δικαιώματα, όμως, αυτά υπόκεινται τόσο στους γενικούς περιορισμούς, που υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας ή του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους ο νόμος επιβάλλει σε κάθε πολίτη όσο και στους ειδικότερους περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από το ειδικό καθεστώς πειθαρχίας υπό το οποίο τελούν οι αστυνομικοί και τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το καθεστώς αυτό. (πρβλ ΣτΕ 573/2005, 3356/2004, 1981/1986, 1013/1986, 780/1981 και ΠΕ ΣτΕ 252/2006). Στην προκείμενη δε περίπτωση οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί δεν θίγουν τον πυρήνα των ως άνω δικαιωμάτων αλλά αποβλέπουν, κατά την προφανή έννοιά τους, στη μη χρησιμοποίηση υποτιμητικών εκφράσεων εκ μέρους των αστυνομικών υπαλλήλων για τους ανωτέρους τους που υπερβαίνουν τα άκρα όρια καθώς και στην απαγόρευση της εν γνώσει χρήσης ψευδών επιχειρημάτων, δικαιολογούνται δε λόγω της ιδιαίτερης φύσης της Ελληνικής Αστυνομίας ως ενόπλου σώματος ασφαλείας στρατιωτικά οργανωμένου που έχει ως αποστολή την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας καθώς και την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επομένως, οι ως άνω διατάξεις δεν είναι αντίθετες σε κάποια συνταγματική διάταξη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

16. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. ιστ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο επισύρει την ποινή της αργίας με απόλυση την χωρίς την καταβολή αντιτίμου αποδοχή υπηρεσιών ή τροφίμων και ποτών προς άμεση κατανάλωση, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντ. καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας εφόσον είναι δυνατό να τιμωρούνται πλέον και κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, όπως λ.χ. το κέρασμα στο πλαίσιο κοινωνικής εκδήλωσης μεταξύ συναδέλφων. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, κατά την προφανή έννοια της ως άνω διάταξης, πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί η εν λόγω συμπεριφορά μόνον όταν εκδηλώνεται σε σχέση με πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στον έλεγχο των αστυνομικών υπαλλήλων στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων των τελευταίων.

17. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη της περ. η’ της παρ. 1 του άρθρου 13 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο επισύρει την ποινή του προστίμου την από πρόθεση ψευδή αναφορά, κατάθεση ή δήλωση καθώς και τους κακόβουλους υπαινιγμούς ή χαρακτηρισμούς ενώπιον οποιασδήποτε υπηρεσίας ή τρίτου κατά οποιουδήποτε μέλους του σώματος, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας εφόσον δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο των «κακόβουλων ισχυρισμών». Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η εν λόγω διάταξη, κατά την έννοια της, ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα την εν γνώσει του αστυνομικού υπαλλήλου χρήση κακόβουλων υπαινιγμών, οι οποίοι ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, κατά μελών του αστυνομικού σώματος και συνεπώς αποβλέπει στη διαφύλαξη του κύρους και της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας.

18. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 34 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, κατά το μέρος που προβλέπουν τη συγκρότηση του Ανώτερου και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου τα οποία είναι αρμόδια για τον πειθαρχικό έλεγχο από το βαθμό του αστυνομικού διευθυντή και άνω χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων των συνδικαλιστικών ενώσεων, είναι αντίθετες αφενός στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς η συμμετοχή εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων στα πειθαρχικά συμβούλια αποτελεί «κεκτημένο» του συνδικαλιστικού κινήματος που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον αφού συμμετέχουν πρόσωπα τα οποία απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των συναδέλφων τους εφόσον δεν ορίζονται από την πολιτική ηγεσία και επομένως δεν έχουν κομματικές δεσμεύσεις, και αφετέρου στη συνταγματική αρχή της ισότητας διότι η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσει ο κανονιστικός νομοθέτης για τους βαθμούς άνω του αστυνομικού διευθυντή δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να ρυθμίζει την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση των αστυνομικών υπαλλήλων, στην οποία περιλαμβάνεται και η συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων των ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών, ενώ ουδεμία υφίσταται δέσμευση από συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ως προς την υποχρεωτική συμμετοχή εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων στα εν λόγω συμβούλια των αστυνομικών υπαλλήλων. Εξάλλου, οι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας που φέρουν βαθμό ανώτερο του αστυνομικού διευθυντή διαφοροποιούνται σε σχέση με τους κατώτερους αξιωματικούς και λοιπούς αστυνομικούς υπαλλήλους, λόγω της θέσης που κατέχουν στην ιεραρχία της Ελληνικής Αστυνομίας και των ασκούμενων από αυτούς καθηκόντων, και ως εκ τούτου δικαιολογείται η διαφορετική συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων τα οποία είναι αρμόδια για την εξέταση των πειθαρχικών τους παραπτωμάτων. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί προεχόντως επειδή η συμμετοχή συνδικαλιστών σε πειθαρχικά συμβούλια αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αμεροληψίας που πρέπει να διέπει την πειθαρχική δίκη. Τα μεν υπηρεσιακά μέλη των συμβουλίων ορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια που προβλέπει ο νόμος, οι δε συνδικαλιστές εκλέγονται από τους συναδέλφους τους με κριτήριο μεταξύ άλλων και την εξυπηρέτηση στενών συμφερόντων των αστυνομικών υπαλλήλων, τα οποία είναι δυνατόν να έρχονται σε αντίθεση με το συμφέρον της υπηρεσίας ως σώματος ασφαλείας με στρατιωτική οργάνωση. Για το λόγο αυτό, οι συνδικαλιστές αστυνομικοί που μετέχουν σε πειθαρχικά συμβούλια είναι πιθανόν συχνά να ευρίσκονται σε δίλλημα να επιλέξουν εάν θα υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον ή το στενότερο συμφέρον των αστυνομικών υπαλλήλων, τους οποίους εκπροσωπούν. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, ο λόγος αυτός περί παραβάσεως της ίσης μεταχειρίσεως παρίσταται βάσιμος, διότι η διαφοροποίηση αυτή στη συγκρότηση του Ανώτερου και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου τα οποία είναι αρμόδια για τον πειθαρχικό έλεγχο από το βαθμό του αστυνομικού διευθυντή και άνω χωρίς τη συμμετοχή μελών προτεινομένων από τις οικείες συνδικαλιστικές ενώσεις, όπως προβλέπεται για τα λοιπά πειθαρχικά συμβούλια του άρθρου 34 του ήδη προσβαλλομένου ΠΔ, δεν παρίσταται δικαιολογημένη. Τούτο, διότι, η συμμετοχή των ούτω υποδεικνυομένων μελών -προφανώς βαθμού ίσου ή ανωτέρου του κρινομένου, εφ΄ όσον υπάρχει τέτοιος βαθμός- συνιστά πρόσθετη εγγύηση αμεροληψίας του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο, άλλως τε, από τη φύση του ως πειθαρχικού οργάνου, δεν κέκτηται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, της ευρυτάτης διακριτικής ευχερείας, την οποία ενδεχομένως διαθέτουν τα λοιπά αποφασίζοντα περί των υπηρεσιακών μεταβολών των αστυνομικών υπαλλήλων ανωτάτων βαθμών όργανα, αλλά ασκεί την αρμοδιότητα του στο πλαίσιο των οικείων διατάξεων και της τυπικής πειθαρχικής διαδικασίας.

19. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 48 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος κατά το μέρος που επιτρέπει στο πειθαρχικό όργανο να εκτιμά διαφορετικά τη συμπεριφορά του διωκομένου αστυνομικού υπαλλήλου απ’ ότι το ποινικό δικαστήριο και να επιβάλει πειθαρχική ποινή σε αστυνομικό υπάλληλο, ο οποίος έχει αμετάκλητα αθωωθεί από ποινικό δικαστήριο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που αποτελούν και τη βάση της πειθαρχικής δίωξης, αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με το οποίο καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας.

20. Επειδή, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 48 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος η πειθαρχική δίκη είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι της ποινικής καθώς και οποιασδήποτε άλλης δίκης. Ειδικότερα, η ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης δικαιολογείται ως εκ του ότι οι προεκτεθείσες διατάξεις, οι οποίες διέπουν την πειθαρχική ευθύνη του αστυνομικού προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, που αποτελεί στρατιωτικώς οργανωμένο σώμα ασφαλείας, αποβλέπουν αποκλειστικά στη διασφάλιση της εσωτερικής πειθαρχίας του εν λόγω σώματος η οποία έχει αναχθεί σε θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη της αποστολής του. Κατά συνέπεια τα προβλεπόμενα από το νομοθέτη πειθαρχικά παραπτώματα καθώς και οι οριζόμενες πειθαρχικές ποινές, έχουν ως σκοπό τον υπηρεσιακό σωφρονισμό των αστυνομικών οι οποίοι τελούν σε ιδιαίτερη σχέση διοικητικής εξάρτησης με το κράτος λόγω της φύσης της υπηρεσίας που εκτελούν. Αντιθέτως, οι διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας και ειδικότερα οι ποινές που προβλέπονται σ’ αυτήν, αποσκοπούν στη γενικότερη νομική, ηθική και κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του διωκομένου, στο πλαίσιο δε αυτό μπορεί να επιβληθεί ακόμα και στερητική της ελευθερίας ποινή στο πρόσωπο εκείνο που, κατά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, έχει διαπράξει εγκληματική πράξη. Εξάλλου, για την επιβολή μιας από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, η βαρύτερη των οποίων έχει ως συνέπεια την οριστική απομάκρυνση του πειθαρχικώς διωκομένου από την υπηρεσία, αρκεί η συνδρομή οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητας (δόλος ή αμέλεια) στο πρόσωπο αυτού, τα δε αρμόδια πειθαρχικά όργανα κρίνουν την πειθαρχική ευθύνη του διωκομένου υπαλλήλου επί τη βάσει του συνόλου των εγγράφων και των αποδεικτικών μέσων που συγκροτούν το φάκελο της πειθαρχικής δικογραφίας. Ως εκ τούτου, ενόψει και της καθιερούμενης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αυτοτέλειας της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης, τα πειθαρχικά όργανα δεν υποχρεούνται, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 48 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, να προβαίνουν στην αθώωση του πειθαρχικώς διωκόμενου για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα εκ μόνου του λόγου ότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει τυχόν αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο. Συνεπώς, τα πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται, κατά τη διαπίστωση της διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος και την επιβολή πειθαρχικής ποινής, μόνον από την κρίση της ποινικής απόφασης περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος. Κατά τα λοιπά η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται από τα πειθαρχικά όργανα, όπως ορίζεται ρητά στην παρ. 2 του άρθρου 48 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, τα οποία μπορεί να εκδώσουν απόφαση διαφορετική από εκείνο, στηρίζοντας την κρίση τους στις διαφορετικές προϋποθέσεις που θέτουν οι ρυθμίσεις του πειθαρχικού δικαίου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, για τη θεμελίωση της πειθαρχικής ευθύνης του διωκομένου υπαλλήλου και την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Επομένως, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται σε κάποια διάταξη του Συντάγματος ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου υπό την αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση ότι τα πειθαρχικά όργανα δεν αμφισβητούν την ποινική αθώωση του πειθαρχικώς διωκομένου ούτε χρησιμοποιούν διατυπώσεις που υποδηλώνουν ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση η αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο (βλ. τις αποφάσεις ΕΔΔΑΔ Υ κατά Νορβηγίας, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, Vanjak κατά Κροατίας και Hrdalo κατά Κροατίας). Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Χ. Ράμμου, Ν. Μαρκουλάκη, Ι. Μαντζουράνη, Α. Σακελλαροπούλου, Γ. Ποταμιά στην οποία προσχώρησαν οι Πάρεδροι Φ. Γιαννακού και Ο. Νικολαράκου, όπως ορθά δέχεται και η κρατήσασα γνώμη, μόνο το γεγονός ότι ο πειθαρχικώς εγκαλούμενος έχει, για οποιοδήποτε λόγο, απαλλαγεί από συναφή ποινική κατηγορία, δεν αποτελεί λόγο αυτόματης απαλλαγής του και στην πειθαρχική δίκη. Η βαλλόμενη, επομένως, ρύθμιση του προσβαλλομένου διατάγματος δεν είναι, από το λόγο αυτό και μόνο, αντίθετη προς τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ υπό την προϋπόθεση πάντως ως προς την ΕΣΔΑ ότι η απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο (π.χ. αποφάσεις Σταυρόπουλος και Vanjak). Δεν επιτρέπεται, συνεπώς, στο διοικητικό πειθαρχικό όργανο να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής του πειθαρχικώς διωκομένου είτε στηριζόμενο μόνο στον ειδικότερο λόγο για τον οποίο εχώρησε η ποινική απαλλαγή είτε επανεκτιμώντας απλώς κατά διαφορετικό τρόπο, στο πλαίσιο ταυτόσημου αδικήματος, τα αυτά ακριβώς πραγματικά περιστατικά, τα οποία είχε εκτιμήσει και το όργανο της ποινικής διαδικασίας. Αντιθέτως, όμως, το διοικητικό πειθαρχικό όργανο διατηρεί τη δυνατότητα να αχθεί στο διαφορετικό αυτό συμπέρασμα αποδεικνύοντας, με την διατύπωση της αποφάσεώς του και τον εν γένει τρόπο ενεργείας του, ότι δεν αμφισβητεί μεν ούτε αμέσως ούτε εμμέσως την ποινική κρίση, αλλ’ ότι καταλήγει σε διαφορετικό διατακτικό κατά συνεκτίμηση είτε των εν μέρει διαφορετικών πραγματικών περιστατικών των δύο υποθέσεων, είτε της κατά νόμο διαφοράς των προϋποθέσεων μεταξύ ποινικής και πειθαρχικής ευθύνης, είτε του εν μέρει διαφορετικού χαρακτήρα του αποδιδόμενου πειθαρχικού αδικήματος σε σχέση με την ποινικώς αξιολογηθείσα συμπεριφορά, είτε και για άλλους συναφείς λόγους. Συνεπώς, η επίμαχη ρύθμιση, που πρέπει να ερμηνευθεί και να εφαρμόζεται κατά τον ανωτέρω τρόπο, δεν αντίκειται, καθ’ εαυτήν, στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Ν. Ρόζου ο πειθαρχικός δικαστής δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση μόνον καθόσον στηρίζεται στα αυτά με αυτήν αντικειμενικά και υποκειμενικά περιστατικά ανεξαρτήτως τρόπου αποδείξεως αυτών.

21. Επειδή, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

[Απορρίπτει την αίτηση.]

Παρατηρήσεις

1. Η υπ’ αριθμ. 4662/2012 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί, αναμφίβολα, μία σημαντική απόφαση με μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον. Ειδικότερα, εν αντιθέσει προς τις συνήθως απαντώμενες στην πράξη αποφάσεις των ακυρωτικών σχηματισμών των Διοικητικών Εφετείων ή και του ίδιου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που επιλαμβάνονται, αντίστοιχα, αιτήσεων ακυρώσεως ή εφέσεων επί συγκεκριμένων πάντοτε πειθαρχικών υποθέσεων, στη σχολιαζόμενη απόφαση η Ολομέλεια, προβαίνοντας στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο του κανονιστικού χαρακτήρα ΠΔ/τος 120/2008, το οποίο διέπει το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού, κλήθηκε να αποφανθεί επί των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των νομικών ζητημάτων που σχετίζονται με το πειθαρχικό δίκαιο της εν λόγω κατηγορίας προσωπικού.

2. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που εξετάζεται από το Δικαστήριο είναι η τυχόν αντίθεση της ρύθμισης του άρθρου 6 παρ. 3 του προσβαλλόμενου ΠΔ/τος προς τις αρχές της αναλογικότητας και της αξίας του ανθρώπου, κατά το μέρος που αυτή προβλέπει τη συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας για ορισμένα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα και την επιβολή ποινής, ακόμη και μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο έξοδο του πειθαρχικώς διωκόμενου αστυνομικού υπαλλήλου από την υπηρεσία. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν και με μειοψηφία ενός Συμβούλου, καθώς θεωρείται ότι η ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία είχε αρχίσει ενόσω διαρκούσε η υπαλληλική σχέση, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στη διαφύλαξη του κύρους και της αξιόπιστης λειτουργίας της υπηρεσίας. Ορθή -και μάλλον αναμενόμενη- είναι η παρούσα κρίση, αφού το Συμβούλιο της Επικρατείας, επίσης εν Ολομελεία, επί αντίστοιχου ζητήματος στο πειθαρχικό δίκαιο των δικαστικών λειτουργών, έχει αποφανθεί ότι η παραίτηση δικαστικού λειτουργού δεν επηρεάζει την πρόοδο της κατ’ αυτού πειθαρχικής δίκης, εφόσον κατά τον χρόνο έναρξής της αυτός είχε την ιδιότητα του δικαστή, τούτο δε αποσκοπεί στην πλήρη διαλεύκανση των υποθέσεων που αφορούν δικαστικούς λειτουργούς προς το συμφέρον τόσο των ίδιων όσο και της δικαιοσύνης (ΣτΕ Ολ 2395/2004, ΝοΒ 2005, σελ. 182). Μάλιστα, στην απόφαση εκείνη η Ολομέλεια προχώρησε έτι περαιτέρω επιλύοντας και το λεπτότερο -και ζέον για την πράξη- ζήτημα του προσδιορισμού του χρονικού σημείου έναρξης της πειθαρχικής διαδικασίας, κρίνοντας ότι ως πειθαρχική δίκη δεν νοείται μόνον η κύρια διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων, αλλά και η όλη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης, η οποία αρχίζει με την έγερση της πειθαρχικής αγωγής και περατώνεται με την έκδοση της τελικής πειθαρχικής απόφασης.

3. Προσπερνώντας το ζήτημα της αναστολής παραγραφής, όπου ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη ερμηνευτική εκδοχή περί της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β΄ του προσβαλλόμενου διατάγματος, το Δικαστήριο απορρίπτει και τον λόγο που βάλλει κατά της διαφορετικής μεταχείρισης των ανωτέρων έναντι των κατωτέρων, μέσω της πρόβλεψης ως πειθαρχικού παραπτώματος της «από πρόθεση τέλεσης κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατά ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας». Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, κατά τους αιτούντες, να μην τιμωρείται ο αστυνομικός με την ποινή της απόταξης, όταν το έγκλημα στρέφεται από ανώτερο κατά κατωτέρου. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο εύστοχα επισημαίνει ότι, παρά τη μη υπαγωγή της στην επίμαχη περ. θ΄ του άρθρου 10 παρ. 1, δεν αποκλείεται και αυτή η συμπεριφορά να ελεγχθεί πειθαρχικώς και να επισύρει την αυτή ποινή, εμπίπτοντας στο πεδίο εφαρμογής άλλων διατάξεων, λ.χ. της περ. ιβ΄. Και πέραν αυτού, όμως, η Ολομέλεια αρνείται την αντίθεση του προβλεπόμενου πειθαρχικού παραπτώματος προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, καθώς η ιεραρχική διαβάθμιση των στελεχών και η πειθαρχία, η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την υποχρέωση υπακοής στους ανωτέρους, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής Αστυνομίας ως Σώματος Ασφαλείας. Πράγματι, η ΕΛΑΣ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κοινή δημόσια υπηρεσία, οπότε το περιεχόμενο της πειθαρχίας δεν μπορεί να εξαντλείται στην καλή και εύρυθμη λειτουργία της, αλλά περιλαμβάνει οπωσδήποτε και την τήρηση του υπηρεσιακού καθήκοντος του αστυνομικού, στο οποίο πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η υποχρέωση υπακοής στους ανωτέρους. Δεδομένου μάλιστα, ότι το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. γ΄ Ν 2800/2000 ορίζει ότι: «Το αστυνομικό προσωπικό της έχει ιδιαίτερη ιεραρχία, αντίστοιχη της στρατιωτικής (…)», ιδιαιτέρως διαφωτιστικές είναι εν προκειμένω οι διατάξεις του ΠΔ/τος 130/1984 για τον Στρατό Ξηράς. Ειδικότερα, το άρθρο 63, που περιέχει έναν (ενδεικτικό) κατάλογο πειθαρχικών παραπτωμάτων, διακρίνει τις πειθαρχικώς κολάσιμες συμπεριφορές σε τρεις κατηγορίες: πρώτον, σε όσες διαπράττονται από ανώτερο προς τους κατωτέρους του, δεύτερον, σε όσες διαπράττονται από τον κατώτερο προς τους ανωτέρους του, ενώ στην τρίτη κατηγορία αναφέρονται πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται από κάθε στρατιωτικό, ανεξαρτήτως της σχέσης ιεραρχίας. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι διαφορετική μεταχείριση των ανωτέρων αξιωματικών της ΕΛΑΣ έχει γίνει δεκτή και στο ζήτημα των υπηρεσιακών τους κρίσεων, αφού με την ΣτΕ 4098/2001 έχει κριθεί ότι απόφαση περί υπαγωγής σε κρίση αξιωματικών, παρότι αυτοί έχουν παραπεμφθεί με βούλευμα σε δίκη, νομίμως αιτιολογείται, δεδομένου ότι η επί πολλά έτη παράλειψη από τις κρίσεις συνεπεία μακροχρόνιων ποινικών εκκρεμοτήτων, δημιουργεί σοβαρά υπηρεσιακά προβλήματα, ιδιαίτερα όταν οι παραλειπόμενοι από τις κρίσεις είναι ανώτεροι ή ανώτατοι αξιωματικοί.

4. Ακολούθως, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί ως προς τη σχέση ορισμένων εκ των παραπτωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 10, 11 και 13 του ΠΔ/τος με το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. Στο παρόν θα επικεντρωθούμε στο προβλεπόμενο στο άρθρο 10 παρ. 1 περ. ιβ΄ παράπτωμα της «συμπεριφοράς που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα», επ’ αφορμή του οποίου άλλωστε και το ίδιο το ΣτΕ αναπτύσσει διεξοδικότερα το σκεπτικό του. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο απορρίπτει τους προβαλλόμενους από τους αιτούντες ισχυρισμούς περί κολασμού των ιδεολογικών προδιαθέσεων του αστυνομικού, τονίζοντας ότι κατά την προφανή της έννοια η διάταξη καθιερώνει ως παράπτωμα τη συμπεριφορά του αστυνομικού υπαλλήλου, η οποία έρχεται σε οξεία αντίθεση προς αρχές και αξίες διέπουσες την κοινωνική συμβίωση. Επίσης, επισημαίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς και εξαντλητικά εκ των προτέρων, αφού συμπεριφορά του αστυνομικού αντίθετη με το καθήκον του και βλαπτική για την υπηρεσία μπορεί να εκδηλωθεί με πολλές και ποικίλες μορφές που δεν είναι δυνατόν να προβλέψει εκ των προτέρων ο νομοθέτης, ενώ το επιτρεπτό της επέμβασης ενισχύεται και από τη μνεία στο καθεστώς της ειδικής σχέσης εξουσίασης υπό το οποίο τελούν οι αστυνομικοί και το οποίο αποτελεί αφετηρία για την κρίση επί κάθε επέμβασης στα δικαιώματά τους. Εν συνεχεία, σε μια αποστροφή του, το Δικαστήριο αναφέρει ότι: «Εξάλλου, στις πειθαρχικές υποθέσεις δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως και τα άρθρα 5 παράγραφος 1 και 7 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφόσον ο πειθαρχικώς διωκόμενος κατηγορείται για πράξη που στοιχειοθετεί μόνον παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη». Παρατηρούμε, κατ’ αρχήν, ότι οι σκέψεις αυτές αναφορικά με το επίμαχο εν προκειμένω ζήτημα της μεθόδου ορισμού των πειθαρχικώς κολάσιμων συμπεριφορών είναι ορθές, ενόψει και της κρατούσας στη θεωρία άποψης που δέχεται, ιδίως όσον αφορά τους στρατιωτικούς, ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα δεν απαιτείται να ορίζονται από τον νόμο κατά τρόπο ειδικό, διότι δεν ισχύει εν προκειμένω η αρχή του nullum crimen sine lege certa του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ. (βλ. ιδίως Ν. Αλιβιζάτος, Η συνταγματική θέση των Ενόπλων Δυνάμεων, 1992, σελ. 186). Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η αρχή αυτή δεν εξαντλεί το περιεχόμενο του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ., αφού σε αυτό κατοχυρώνεται η γενικότερη αρχή nullum crimen nulla poena sine lege που περιλαμβάνει πλείονες όψεις, των οποίων η εφαρμογή στο πειθαρχικό δίκαιο δεν μπορεί να αποκλεισθεί απολύτως, ερειδόμενη όχι απαραιτήτως στο ίδιο το άρθρο 7, αλλά ενδεχομένως και σε γενικότερες αρχές του δικαίου. Για παράδειγμα, στη θεωρία έχει υποστηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα η εφαρμογή στο πειθαρχικό δίκαιο της αρχής nullum crimen nulla poena sine praevia lege, της όψης δηλαδή εκείνης που αφορά στην απαγόρευση της αναδρομικότητας των νόμων, με θεμέλιο την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (Σ. Βλαχόπουλος, Η εφαρμογή της αρχής nullum crimen nulla poena sine praevia lege στο πειθαρχικό διοικητικό δίκαιο, ΔιΔικ 1999, σελ. 574-576). Υπ’ αυτό το πρίσμα, η διατύπωση του Δικαστηρίου δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την αντιμετώπιση στο μέλλον σχετικών ερμηνευτικών ζητημάτων. Καθίσταται, πάντως, απολύτως σαφές ότι τα ζητήματα αυτά σε καμία περίπτωση δεν αφορούν στον εδώ εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως, ως προς την ορθότητα της κρίσης του οποίου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.

5. Περισσότερα ερωτηματικά δημιουργεί ο απόλυτος αποκλεισμός της εφαρμογής των άρθρων 5 και 7 της ΕΣΔΑ, με το σκεπτικό ότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος κατηγορείται για πράξη που στοιχειοθετεί μόνον παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε ότι το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι πειθαρχικές διαδικασίες κατά στρατιωτικών αποτελούν, υπό προϋποθέσεις, «κατηγορία ποινικής φύσεως» και κατά συνέπεια εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 1, αλλά και του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (αποφάσεις ΕΔΔΑ Pulatli κατά Τουρκίας, 26.4.2011, Dacosta Silva κατά Ισπανίας, 2.11.2006 κ.ά.). Βέβαιο είναι πάντως ότι η κρίση περί της συνδρομής των κριτηρίων Engel δεν μπορεί να γίνει σε αφηρημένο επίπεδο, όπως εδώ δηλαδή που το Δικαστήριο ελέγχει ακυρωτικώς το ΠΔ χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά απαιτεί την in concreto εξέταση του παραπτώματος, με βάση και τις συνθήκες τέλεσής του, ενώ ως προς τις επιβαλλόμενες ποινές απουσιάζει η πρόβλεψη στερητικών της ελευθερίας ποινών, οι οποίες βρίσκονται και πλησιέστερα στην έννοια της κύρωσης.

6. Στην ανωτέρω άποψη της πλειοψηφίας εύλογα κανείς θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η απόλυτη και αυστηρή ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ στερεί από τον αστυνομικό κάθε εχέγγυο, καταλείποντάς τον απροστάτευτο στις βουλές των ιεραρχικώς προϊσταμένων του. Τούτο, όμως, δεν είναι ακριβές για τον λόγο ότι η πειθαρχική δίωξη των, έστω και γενικώς διατυπωμένων, παραπτωμάτων συναντά έναν σημαντικό φραγμό στην υποχρέωση αιτιολογίας της πειθαρχικής απόφασης, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει ως απαραίτητο στοιχείο της τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, προσδιοριζόμενα κατά τον τόπο και χρόνο της τέλεσής τους, τα οποία συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, η δε παράλειψη των στοιχείων τούτων ως και η ασάφεια περί την περιγραφή τους, δημιουργούσα αοριστία της αιτιολογίας, καθιστά ακυρωτέα την απόφαση ως μη νομίμως αιτιολογημένη (ΣτΕ 227/1986). Ειδικά δε για τα παραπτώματα των αστυνομικών που επισύρουν την ποινή της απόταξης, όπως και τα επίμαχα, έχει κριθεί ότι η ποινή αυτή ως η βαρύτερη από τις πειθαρχικές ποινές, έχουσα ως συνέπεια την οριστική αποβολή του αποταχθέντος από το Σώμα και την αδυναμία επανόδου του στην ενέργεια, συνεπάγεται υποχρέωση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στο οποίο ανήκει κατά τον νόμο η ουσιαστική περί των πραγμάτων κρίση, να αιτιολογεί πλήρως την απόφασή του περί επιβολής της ποινής της απόταξης για να καθίσταται εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος (ΣτΕ 746/2002, 3262/2000, ΔΕφΑθ 658/2004).

7. Ως προς το παράπτωμα της «δημόσιας προφορικώς ή εγγράφως άσκησης κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις», η Ολομέλεια κρίνει ότι η πρόβλεψή του δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 14 παρ. 1 και 23 παρ. 1 Συντ., καθώς και στα άρθρα 10 και 11 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης και τη συνδικαλιστική ελευθερία, στον βαθμό που οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί δεν θίγουν τον πυρήνα των ως άνω δικαιωμάτων. Η κρίση αυτή είναι αν μη τι άλλο συνεπής, δεδομένου ότι για τη νομολογία αποφασιστικής σημασίας στοιχείο για την παραβίαση της ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης δεν είναι απλώς ο, εκ των υστέρων, πειθαρχικός κολασμός της άσκησης κριτικής, αλλά η τυχόν πρόβλεψη της υποχρέωσης για, εκ των προτέρων, λήψη ειδικής άδειας από τους προϊσταμένους. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη κριθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ΠΔ/τος 538/1989, οι οποίες απαγορεύουν στους αστυνομικούς τη δημοσίευση δήλωσης ή γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο χωρίς άδεια των προϊσταμένων τους και συνιστούν ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα σε περίπτωση παράβασής τους, είναι ανίσχυρες γιατί αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 14 Συντ. και 10 ΕΣΔΑ (ΣτΕ 251/2001, ΕΔΚΑ 2001, σελ. 507, ΔΕφΑθ 2/2009). Παρόμοιου περιεχομένου νομολογία έχει διαμορφωθεί αναφορικά και με αντίστοιχα παραπτώματα που προβλέπονται για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος (ΔΕφΠειρ 2056/2004, ΠειρΝομ 2005, σελ. 474), καθώς και για τους στρατιωτικούς της Πολεμικής Αεροπορίας (ΣτΕ 573/2005).

8. Τέλος, αλλά όχι έλασσον, η Ολομέλεια αποφαίνεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 48 παρ. 2 του ΠΔ/τος 120/2008, σύμφωνα με την οποία το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα μόνον ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, δεν αντίκειται σε κάποια διάταξη του Συντάγματος ή της ΕΣΔΑ. Παρατηρούμε, κατ’ αρχήν, ότι η αυτή αντιμετώπιση των ποινικών αποφάσεων απαντάται και στον Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 114 παρ. 3), ενώ αντίθετα το πειθαρχικό δίκαιο των Ενόπλων Δυνάμεων, με τους στρατιωτικούς υπαλλήλους των οποίων οι αστυνομικοί κατ’ αρχήν εξομοιώνονται, δεν περιέχει αντίστοιχες ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να ισχύει εκεί στην πλήρη έκτασή της η αυτοτέλεια της πειθαρχικής έναντι της ποινικής διαδικασίας, ήτοι να μην παράγεται κανενός είδους δέσμευση από όλες ανεξαιρέτως τις ποινικές αποφάσεις. Στον βαθμό, μάλιστα, που στο β΄ εδάφιο της επίμαχης διάταξης προβλέπεται και η συνεκτίμηση της ποινικής απόφασης στην πειθαρχική δίκη, το αστυνομικό προσωπικό βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση και έναντι των δημοσίων υπαλλήλων, δεδομένου ότι αντίστοιχη υποχρέωση συνεκτίμησης δεν προβλέπεται στον ΥΚ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα πειθαρχικά όργανα δεν θα πρέπει να αμφισβητούν την ποινική αθώωση του πειθαρχικώς διωκομένου ούτε να χρησιμοποιούν διατυπώσεις που υποδηλώνουν ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση η αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο. Η σκέψη αυτή, αναφερόμενη και ρητώς στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, εφιστά την προσοχή για την αποφυγή παραβιάσεων του κατ’ άρθρον 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμηρίου της αθωότητας, υπό την ουσιαστική του όψη ως κανόνα μεταχείρισης του κατηγορουμένου.

9. Εξόχως ενδιαφέρουσες είναι και οι δύο ειδικότερες γνώμες που διατυπώνονται επ’ αυτού του λόγου. Η μεν πρώτη συμφωνεί κατ’ αποτέλεσμα με τα προηγηθέντα, διευκρινίζει όμως ότι το πειθαρχικό όργανο διατηρεί τη δυνατότητα να καταλήξει σε διαφορετικό από την ποινική απόφαση διατακτικό κατά συνεκτίμηση είτε των εν μέρει διαφορετικών πραγματικών περιστατικών των δύο υποθέσεων, είτε της κατά νόμο διαφοράς των προϋποθέσεων μεταξύ ποινικής και πειθαρχικής ευθύνης, είτε του εν μέρει διαφορετικού χαρακτήρα του αποδιδόμενου πειθαρχικού αδικήματος σε σχέση με την ποινικώς αξιολογηθείσα συμπεριφορά. Οι υποστηρίζοντες τη γνώμη αυτή φαίνεται να έχουν κατά νου περιπτώσεις που έχουν απασχολήσει το Δικαστήριο στην πράξη: Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ΣτΕ 2620/2006, στην οποία, παρότι το ποινικό δικαστήριο είχε αθωώσει τον κατηγορούμενο για το ειδικό ποινικό αδίκημα της άσκησης επαγγέλματος παρά τη θέση του ως αστυνομικού, με το σκεπτικό ότι αυτός δεν συμμετείχε ως εταίρος σε εμπορική εκμετάλλευση ηλεκτρονικών παιχνιδιών, αλλά παρείχε απλώς βοήθεια σε συγγενικά του πρόσωπα, έγινε εν τέλει δεκτό ότι η συμπεριφορά του αυτή, έστω και χωρίς οικονομικό όφελος, στοιχειοθετεί πειθαρχικό παράπτωμα, αφού είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του αστυνομικού και αντιβαίνει στο καθήκον και την αξιοπρέπειά του. Στη δεύτερη ειδικότερη γνώμη διευκρινίζεται ότι «ο πειθαρχικός δικαστής δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση μόνον καθόσον στηρίζεται στα αυτά με αυτήν αντικειμενικά και υποκειμενικά περιστατικά ανεξαρτήτως τρόπου αποδείξεως αυτών». Με την τελευταία αυτή έκφραση, φαίνεται να υπονοείται ότι η αθωωτική απόφαση δεσμεύει ως προς τα κριθέντα πραγματικά περιστατικά, είτε αυτά έχουν βεβαιωθεί αποδεδειγμένα είτε η κρίση περί της ανυπαρξίας τους είναι αποτέλεσμα αμφιβολιών. Η χαραμάδα που διανοίγεται στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς μπορεί μεν κατά την ερμηνεία του αντίστοιχου για τους δημοσίους υπαλλήλους άρθρου 114 παρ. 3 ΥΚ η νομολογία να έχει αρχίσει σταδιακά να μεταστρέφεται, αρκούμενη και στην μετ’ αμφιβολιών κρίση περί της ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών (ΣτΕ 1615/2012, 2043/2011, 116/2010, 1670/2009), όσον αφορά όμως το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού, κρατούσα ακόμη είναι η άποψη ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, μόνον εφόσον στο σκεπτικό της βεβαιώνεται ρητά ότι το ποινικό δικαστήριο δέχθηκε ως αποδεδειγμένη την ύπαρξη ή ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και δεν κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών (ΣτΕ 1615/2005, 137/2005, 2156/1987, 830/1983). Πάντως, στη νομολογία των Διοικητικών Εφετείων έχει ήδη αρχίσει να υποστηρίζεται, έστω και σποραδικά, και η αντίθετη άποψη, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της ΔΕφΑθ 319/2011. Ενόψει όλων αυτών, αναμένεται με ενδιαφέρον η θέση που θα τηρήσει στο μέλλον το Συμβούλιο της Επικρατείας, εφόσον κληθεί να αποφανθεί εκ νέου επί του ζητήματος αυτού κατόπιν εφέσεως.

Ευαγγελία Παυλίδου,
Δικηγόρος, ΜΔΕ ΕΚΠΑ, Υποψ. Δ.Ν. Α.Π.Θ.