ΣτΕ 478/03,Ε τμ., Απαλλοτρίωση ρυμοτομική ΜΗ συντελεσμένη, διαφορά ουσίας του Δ.Πρωτοδικέιου σήμερα (στην αποφαση ήταν του εφετείου) υπόκειται σε αναίρεση στο ΣτΕ, κρίσμος χρόνος για την συντέλεση της η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ΦΕΚ παρακατάθε

ΣΤΕ

Αριθμός 478/2003
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2001, με την εξής σύνθεση : Ι. Μαρή, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αθ. Ράντος, Σύμβουλοι, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Κουσούλης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Λέντζα.
Για να δικάσει την από 24 Νοεμβρίου 2000 έφεση :
του Μιλτιάδη Σπυρίδωνος Ζέπου, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, οδός Λαζαράκη αριθμός 8, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ι. Σταμούλη (Α.Μ. 7849), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των : 1) Υπουργού Οικονομικών, 2) Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Αλ. Ροϊλό Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 3) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Φαβιέρου αριθμός 30, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Σπ. Διαμαντή (Α.Μ. 7829), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 4) Δήμου Γλυφάδας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους : 1) Δημ. Βετούλη (Α.Μ. 10289) και 2) Κωνσταντίνο Λακαφώση (Α.Μ. 7582), που τους διόρισε με απόσπασμα η Δημαρχιακή του Επιτροπή,
και κατά της υπ’ αριθμ. 1411/2000 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Κουσούλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση, τους πληρεξουσίους των εφεσιβλήτων και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1 . Επειδή, με το υπό κρίση ένδικο μέσο, το οποίο καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου αποτελεί αίτηση αναιρέσεως, καίτοι επιγράφεται ως «έφεση», ζητείται η εξαφάνιση της 1411/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη η από 31.1.2000 «αίτηση» του αιτούντος να αναγνωρισθεί η αυτοδίκαιη ανάκληση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του επί των οδών Επιδαύρου και Μυστρά, Γλυφάδα, ακινήτου του, εκτάσεως 3.353 τ.μ., για την ανέγερση διδακτηρίου, η οποία είχε κηρυχθεί με την 1087201/5844/0010/29.8.1996 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Δ΄ 1010), λόγω μη συντελέσεώς της συνεπεία μη καταθέσεως της αποζημιώσεως, που καθορίσθηκε προσωρινά, μέσα σε ενάμισι έτος από την έκδοση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως.
2. Επειδή, το άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : “1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης… 4. Η αποζημίωση ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια. Μπορεί να ορισθεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου… Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Η αποζημίωση που ορίσθηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως …”. Σύμφωνα με το ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1), η προσωρινή αποζημίωση ορίζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρ. 18 παρ. 1) και η οριστική αποζημίωση από το Εφετείο (άρθρ. 19 παρ. 1). Κατά το ίδιο νομοθετικό διάταγμα, ανακαλείται αυτοδικαίως αναγκαστική απαλλοτρίωση που δεν συντελέσθηκε σε ενάμισι έτος από την έκδοση της δικαστικής απόφασης που προσδιορίζει την αποζημίωση (άρθρ. 11 παρ. 1). Επίσης ανακαλείται αυτοδικαίως αναγκαστική απαλλοτρίωση για την οποία δεν καθορίζεται αποζημίωση εντός τριετίας από την κήρυξή της ή τετραετίας επί έργων μεγαλύτερης σημασίας και οκταετίας επί απαλλοτριώσεων για συντήρηση ή ανεύρεση αρχαιοτήτων, εξαιρουμένων των απαλλοτριώσεων για την εφαρμογή σχεδίων πόλεων (άρθρ. 11 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 1337/1983, φ. Α΄ 33, και άρθρο 1 ν. 212/1975, φ. Α΄ 252). Περαιτέρω, στο άρθρο 11 παρ. 4 του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος ορίζονται τα ακόλουθα : “Ανακληθείσης δ’ αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως η κηρύξασα ταύτην αρχή υποχρεούται, όπως εντός διμήνου εκδώση πράξιν, βεβαιούσαν την επελθούσαν ανάκλησιν και δημοσιευομένην δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήση, κατά την υπό των άρθρ. 19” (που προβλέπει αρμοδιότητα του Εφετείου) “έως και 22 του παρόντος οριζομένην ειδικήν διαδικασίαν περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοσιν δικαστικής αποφάσεως βεβαιούσης την ανάκλησιν, καλουμένου εις την δίκην του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωσις και του Δημοσίου. Η βεβαιούσα την ανάκλησιν πράξις ή δικαστική απόφασις υποβάλλεται, μερίμνη παντός ενδιαφερομένου, εις τον οικείον φύλακα μεταγραφών, υποχρεούμενον να ενεργήση την δέουσαν καταχώρισιν εις την οικείαν μερίδα του κτήματος και του ιδιοκτήτου”.
3. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, οι διαφορές που γεννώνται από τη μη ανάκληση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που δεν έχουν συντελεσθεί εντός των νομίμων προθεσμιών είναι διοικητικές διαφορές, σύμφωνα δε με τις μνημονευμένες διατάξεις των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971, οι πιο πάνω διοικητικές διαφορές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες υπήγοντο στην αρμοδιότητα του Εφετείου μέχρι το νόμο 1406/1983 (Α΄ 182), ήδη δε, από την ισχύ του νόμου αυτού και εφεξής, υπάγονται, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση της παραπάνω διαφοράς (εκείνης δηλαδή που γεννάται από την παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει, σύμφωνα με την παρ. 4 εδάφ. γ του άρθρου 17 του Συντάγματος, πράξη που να αίρει και τυπικώς τη μη συντελεσθείσα απαλλοτρίωση) είναι, κατά την έννοια του νόμου 1406/1983 (άρθρο 1, παρ. 1), το διοικητικό εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε (πρβλ. ΑΕΔ 83/1997). Η προσφυγή ενώπιον του διοικητικού εφετείου, για να επιλύσει την πιο πάνω διαφορά, αποτελεί παράλληλη προσφυγή, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), κωλύει την άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Η σχετική απόφαση του διοικητικού εφετείου υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους λόγους αναιρέσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2754/1994 Ολομ., 3647/1998, 3063/2001 κ.α.).
4. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, το κρινόμενο ένδικο μέσο, το οποίο στρέφεται κατά αποφάσεως διοικητικού εφετείου με αντικείμενο την αναγνώριση της αυτοδίκαιης ανάκλησης απαλλοτριώσεως ακινήτου, η οποία είχε κηρυχθεί το έτος 1996 για την ανέγερση διδακτηρίου, λόγω μη συντελέσεώς της συνεπεία μη καταθέσεως της αποζημιώσεως, που καθορίσθηκε προσωρινά, μέσα σε ενάμισι έτος από την έκδοση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, αποτελεί αίτηση αναιρέσεως.
5. Επειδή, στο άρθρο 35 παρ. 1 – 4 του π. δ. 18/1989 ορίζεται ότι: “Τέλη. 1. κατά τη διαδικασία γενικώς ενώπιον του Συμβουλίου εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τα τέλη χαρτοσήμου καθώς και τα ειδικά τέλη και τα ένσημα. 2. Δεν υπόκεινται σε τέλη οι αποφάσεις για την παραπομπή της υπόθεσης από Τμήμα στην Ολομέλεια και αντίστροφα ή σε άλλο Τμήμα, οι προδικαστικές αποφάσεις, καθώς και η κατά το άρθρο 20 πράξη του Προέδρου. 3. Συγχρόνως με την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης με τα νόμιμα τέλη, καταβάλλονται και τα τέλη εγγραφής στο πινάκιο, των πρακτικών και της απόφασης. Αν το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης κατατίθεται σε δημόσια αρχή, τα τέλη μπορεί να κατατίθενται ή να αποστέλλονται με ταχυδρομική επιταγή το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την περιέλευση του δικογράφου στο Συμβούλιο. 4. Αν δεν προκαταβληθούν ή δεν αποσταλούν τα τέλη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, το ένδικο μέσο εισάγεται για συζήτηση με πράξη του Προέδρου στην οποία γίνεται ειδική μνεία γι’ αυτό, χωρίς να γίνει καμία κοινοποίηση και απορρίπτεται ως απαράδεκτο με απόφαση του Συμβουλίου, η οποία γράφεται σε απλό χαρτί. Σε περίπτωση αυτή τα τέλη εισπράττονται με βάση την απόφαση του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων”. Περαιτέρω, στο άρθρο 36 του ιδίου διατάγματος, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67) ορίζονται τα εξής: “Παράβολο. 1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές, όταν πρόκειται για αίτηση αναστολής εκτελέσεως σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές. Τα παράβολα στις αιτήσεις ερμηνείας ή διόρθωσης ορίζονται σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές. 2. … 3. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το παράβολο. 4. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιοδήποτε άλλο λόγο, το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Μπορεί επίσης να απαγγείλει και το διπλασιασμό του παραβόλου σε περίπτωση προφανώς απαράδεκτου ή αστήρικτου ένδικου μέσου. Στην περίπτωση αυτή το πρόσθετο ποσό που επιβάλλεται εισπράττεται βάσει της αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων”.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση συγχρόνως με την κατάθεση του ενδίκου μέσου είχε καταβληθεί με τα 2066105, 2444286 και 2444287 ειδικά έντυπα παραβόλου παράβολο 5.000 δραχμών, ήτοι όσο προβλεπόταν για την άσκηση εφέσεως. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρονται πιο πάνω, το ένδικο μέσο αποτελεί, κατά τον ορθό χαρακτηρισμό του, αίτηση αναιρέσεως, για τη νόμιμη άσκηση της οποίας απαιτείται καταβολή παραβόλου 10.000 δραχμών. Για την τήρηση της σχετικής διατάξεως θα έπρεπε να εκδοθεί αναβλητική απόφαση έτσι ώστε να παρασχεθεί στον αιτούντα, ο οποίος υπέλαβε ότι επρόκειτο για άσκηση εφέσεως, η δυνατότητα συμπληρώσεως του ελλείποντος παραβόλου μέσα σε ένα μήνα από την με επιμέλεια της γραμματείας κοινοποίηση της αποφάσεως σε αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 35 παρ. 3 του π.δ. 18/ 1989. Δεδομένου όμως ότι στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών με υπόμνημά του, που κατατέθηκε στις 26.10.2001, ήτοι πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, κατέβαλε το ελλείπον παράβολο με την προσκομιδή των 1319907, 1319908 και 1590808 ειδικών εντύπων, νομίμως χωρεί η συζήτηση της υποθέσεως.
7. Επειδή, κατά το άρθρο 7 του ν.δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων”, “1. Συντέλεσις της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου … επέρχεται από της εις τον δικαιούχον καταβολής της … αποζημιώσεως … ή από της διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως της γενομένης εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, κατά το άρθρον 8 του παρόντος, καταθέσεως της αποζημιώσεως ταύτης …”, κατά δε το άρθρο 8 παρ. 1 του ιδίου ν.δ. «Ο υπόχρεως προς πληρωμήν της αποζημιώσεως δύναται, αντί καταβολής, να καταθέση την προσωρινώς ή οριστικώς προσδιορισθείσαν τοιαύτην εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ του δικαιούχου, εάν δεν έχει εισέτι εκδοθή τελεσίδικος απόφασις αναγνωρίσεως αυτού …». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 7 του ν. 301/1976 “περί της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιευομένης ύλης και ρυθμίσεως θεμάτων αναφερομένων εις την έκδοσιν και κυκλοφορίαν ταύτης” (Α΄ 91), “1. Η Εφημερίς της Κυβερνήσεως εκδίδεται καθ’ εκάστην εργάσιμον ημέραν, εν επειγούση δε ανάγκη και καθ’ ημέραν αργίαν, εις αυτοτελή φύλλα φέροντα την ημερομηνίαν της ημέρας της εκδόσεως, ίδιον αύξοντα και συνεχή δι’ άπαντα τα εντός του αυτού έτους εκδιδόμενα φύλλα αρίθμησιν των σελίδων . . . 2. Τα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κυκλοφορούν εντός της αυτής ημέρας της ην ταύτα φέρουν ημερομηνίας. Εντός της αυτής ημέρας και προ της κυκλοφορίας, ή συγχρόνως προς ταύτην, αντίτυπον του κυκλοφορούντος φύλλου ή κεκυρωμένον αντίγραφον του ηλεγμένου και θεωρηθέντος παρά του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως δοκιμίου καταχωρείται εις ίδιον φάκελλον τηρούμενον κατά τεύχος παρά τω Εθνικώ Τυπογραφείω και όντα προσιτόν εις το κοινόν. 3. Μη ούσης δυνατής ένεκα τεχνικών λόγω της κυκλοφορίας φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κατά την ημέραν της ην τούτο φέρει ημερομηνίας οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να αιτούνται παρά του Εθνικού Τυπογραφείου κεκυρωμένον φωτοαντίγραφον του κατά την προηγουμένην παράγραφον κατεχωρημένου φύλλου ή δοκιμίου. Το ούτω χορηγούμενον κεκυρωμένον φωτοαντίγραφον έχει την αυτήν νόμιμον ισχύν ην και τα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 4. Συντρεχουσών των εν ταις ηγουμέναις παραγράφοις προϋποθέσεων, το φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως τεκμαίρεται αμαχήτως ως κυκλοφορήσαν την ημέραν της ην τούτο φέρει ημερομηνίας. Η ημέρα εκδόσεως και κυκλοφορίας λαμβάνεται πάντοτε αδιαιρέτως”. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 242 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164), «Η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα και, αν είναι κατά νόμο εορτάσιμη, όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη», κατά δε το άρθρο 243, εδάφια δεύτερο και τρίτο του ιδίου Κώδικα, «Προθεσμία που έχει προσδιορισθεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μηνός που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ήμέρα που άρχισε, και, αν δεν υπάρχει αντίστοιχη, η τελευταία ημέρα του μηνός. Προθεσμία που έχει προσδιορισθεί σε χρόνια λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου χρόνου», ενώ κατά το άρθρο 244 αυτού «Προθεσμία μισού χρόνου έχει την έννοια προθεσμίας έξι μηνών…». Τέλος, στην παρ. 12 του άρθρου 1 της από 29/30. 12.1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Περί καθιερώσεως πενθημέρου εβδομάδος εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” (Α΄ 299), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1157/1981 (Α΄ 126), ορίζεται ότι : “η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποίαν συνέβη το αποτελούν την αφετηρίαν της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αύτη είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας . . .”.
8. Επειδή, από τις διατάξεις αυτές του ν.δ. 797/1971 και τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος συνάγεται ότι η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως επέρχεται, εκτός από την περίπτωση της καταβολής, από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξεως παρακαταθέσεως της οφειλομένης αποζημιώσεως, η οποία θα πρέπει να γίνει μέσα στην τασσόμενη από το Σύνταγμα προθεσμία του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της οικείας δικαστικής αποφάσεως. Άλλως, σε περίπτωση δηλαδή δημοσιεύσεως της παρακαταθέσεως μετά την παρέλευση του κρίσιμου χρόνου, αυτή δεν επάγεται την έγκυρη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, η οποία πρέπει να αρθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 4410, 1506/1997). Περαιτέρω, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, εν όψει τόσο της διατυπώσεως των διατάξεων του ν.δ. 797/1971 όσο και του σκοπού αυτών (αποτροπή της επί μακρόν διατηρήσεως μη συντελεσθείσης απαλλοτριώσεως με τη θέσπιση απώτατου χρονικού ορίου δημοσιοποιήσεως της διαδικαστικής ενεργείας της παρακαταθέσεως της αποζημιώσεως, η οποία (παρακατάθεση) συνιστά όρο για τη μετάθεση της κυριότητας επί του συγκεκριμένου ακινήτου ως χρόνος δημοσιεύσεως της πράξεως παρακαταθέσεως της αποζημιώσεως λογίζεται είτε η ημερομηνία εκδόσεως του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, σε περίπτωση κατά την οποία αυτή συμπίπτει με την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου, είτε, σε περίπτωση, κατά την οποία η ημερομηνία εκδόσεως δεν συμπίπτει με την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου, η ημερομηνία καταχωρήσεως του αντιστοίχου φύλλου ή δοκιμίου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως σε υπηρεσιακό φάκελο προσιτό στο κοινό, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 7 του ν. 301/1976 (πρβλ. ΣτΕ 1690/1994, 4105/1995, 2081/1987 Ολομ.). Υπό την τελευταία αυτή εκδοχή δεν θίγονται τα ουσιαστικά δικαιώματα του δικαιούχου της αποζημιώσεως αφού ο μεν χρόνος εντός του οποίου πρέπει να λάβει χώρα η εν λόγω δημοσίευση είναι προσδιορισμένος με ακρίβεια από τις διατάξεις που ήδη αναφέρθηκαν (ενάμισι έτος από τον καθορισμό αποζημιώσεως), σύμφωνα δε με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 301/1976, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητούν από το Εθνικό Τυπογραφείο κυρωμένο αντίγραφο του καταχωρημένου φύλλου ή δοκιμίου, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, έχει την ίδια νόμιμη ισχύ όπως και τα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, όταν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι κατά νόμο εξαιρετέα, η προθεσμία λήγει, σύμφωνα με το άρθρο 242 του Αστικού Κώδικα και την παρ. 12 του άρθρου 1 της από 29/30.12.1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα. Δεν ασκούν δε επιρροή στο ζήτημα αυτό οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 301/1976, με τις οποίες προβλέπεται ότι σε επείγουσα ανάγκη η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκδίδεται και σε ημέρα αργίας, δεδομένου ότι με τις διατάξεις αυτές δεν θεσπίζεται υποχρέωση, αλλά παρέχεται ευχέρεια εκδόσεως σε ημέρα αργίας και, επομένως, οι ημέρες αυτές δεν μπορούν να ληφθούν υπ’ όψη όταν συμπίπτουν με τη λήξη προθεσμιών.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την 1087201/5844/0010/29.8.1996 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Δ΄ 1010) κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων ακινήτου εκτάσεως 3.353 τ.μ., κειμένου επί των οδών Επιδαύρου και Μυστρά του Δήμου Γλυφάδας για την ανέγερση του 5ου Λυκείου Γλυφάδας. Με την 854/ 30.4.1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης, η οποία έγινε οριστική με την 3981/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Στη συνέχεια ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων παρακατέθεσε στις 27.10.1999 το ποσόν των 562.640.500 δραχμών στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπως προκύπτει από το 4939/1999 γραμμάτιο παρακαταθήκης. Η ειδοποίηση για την παρακαταθήκη δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο τεύχος 780 Δ΄ της 1.11.1999. Ο αναιρεσείων, φερόμενος ως κύριος του ακινήτου, ζήτησε με προσφυγή του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς να αναγνωρισθεί η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως με το αιτιολογικό ότι αυτή δεν συντελέσθηκε μέχρι τις 30.10.1999, δηλ. μέσα σε ενάμισι έτος από την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου για προσωρινό καθορισμό τιμής μονάδας, εφ’ όσον το τεύχος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο οποίο δημοσιεύθηκε η ειδοποίηση για την παρακατάθεση, κυκλοφόρησε πράγματι στις 4.11.1999. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης που προσδιόρισε προσωρινά την αποζημίωση (30.4.1998), μέχρι την ημέρα δημοσίευσης της παρακατάθεσης της αποζημίωσης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 1.11.1999 δεν παρήλθε διάστημα δέκα οκτώ μηνών, διότι η 31.10.1999 ήταν ημέρα Κυριακή και άρα εξαιρετέα (η προθεσμία του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού προσωρινής αποζημιώσεως έληγε στις 30.10.1999, ημέρα Σάββατο). Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι ο χρόνος πραγματικής κυκλοφορίας του τεύχους της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όταν δεν συμπίπτει με το χρόνο δημοσίευσης, λαμβάνεται υπόψη μόνο ως αφετηρία της προθεσμίας για άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά κανονιστικών αποφάσεων, με τις σκέψεις δε αυτές απέρριψε την προσφυγή του αιτούντος. Η κρίση όμως αυτή του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν.δ. 797/1971 και του ν. 301/1976, η δημοσίευση της παρακαταθέσεως της αποζημιώσεως θεωρείται αμαχήτως ότι έχει γίνει την ημερομηνία που φέρει το σχετικό φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δεν είναι, κατά την προεκτεθείσα ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, νόμιμη. Αντιθέτως, το δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τον ουσιώδη ισχυρισμό του αιτούντος, σύμφωνα με τον οποίο το συγκεκριμένο φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κυκλοφόρησε πράγματι μετά τη συμπλήρωση του κρίσιμου δεκαοκταμήνου, μετά δηλ. την 1.11.1999 (πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την κατά νόμο εξαιρετέα ημέρα λήξεως της προθεσμίας αυτής), εφ’ όσον δε ο ισχυρισμός αυτός απεδεικνύετο αληθής, να εξετάσει περαιτέρω το κατά πόσον το σχετικό δοκίμιο καταχωρήθηκε πάντως στον οικείο υπηρεσιακό φάκελο μέσα στο κρίσιμο αυτό χρονικό διάστημα, οπότε και μόνο θεωρείται ότι η δημοσίευση της παρακαταθέσεως της αποζημιώσεως έχει γίνει μέσα στη νόμιμη προθεσμία με συνέπεια να έχει συντελεσθεί η επίδικη απαλλοτρίωση. Υπό τα δεδομένα αυτά πρέπει, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου αναιρέσεως, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και η υπόθεση να παραπεμφθεί στο δικαστήριο της ουσίας για νέα νόμιμη κρίση.
10. Επειδή, με την 706/1994 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 κρίσιμος χρόνος για την συντέλεση απαλλοτριώσεως είναι η ημέρα της πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο οποίο δημοσιεύεται η παρακατάθεση της δικαστικώς καθορισθείσης αποζημιώσεως. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω το Τμήμα φέρεται σε λήψη αποφάσεως διαφορετικής από την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως αυτής. Επομένως, η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση του εν λόγω ζητήματος και να ορισθεί ως εισηγητής για την ανάπτυξη της γνώμης του Τμήματος ο Σύμβουλος Αθανάσιος Ράντος.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και
Ορίζει ως εισηγητή τον Σύμβουλο Αθανάσιο Ράντο.
Η διάσκεψη έγινε στις 8 Νοεμβρίου 2001 και στις 11 Απριλίου 2002
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος      Η Γραμματέας
 
 
Ι. Μαρή            Π. Λέντζα
 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 21 Φεβρουαρίου 2003.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος      Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος
 
 
Ι. Μαρή            Γ. Σακελλαρίου

./.