Όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού για την ανάθεση δημοσίου έργου και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς με την νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για την μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία με τον ν. 3900/2010.
Αριθμός 5/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Διομ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Μ. Σωτηροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 29 Ιουνίου 2009 αίτηση:
των: 1) Σοφίας Γεωργίου Καλογεροπούλου, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (Βαζελώνος 23) και 2) Νικολάου Κωνσταντίνου Ζαμπόγλου, κατοίκου Όφενμπαχ Γερμανίας (Starkenburging 66), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά νομιμοποίησαν άλλον από τον υπογράφοντα δικηγόρο στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,
κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής και ήδη Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ΄ αρ. 50/3-3-2009 απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής Προγραμματισμού και Οικονομικής Διαχείρισης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, η οποία εισάγεται ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του Συµβουλίου της Επικρατείας μετά την παραπεμπτική απόφαση 1887/2012, έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπα παραβόλου 1947919 – 20, 1242651/2009).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της πράξης 50/3.3.2009 της Νομαρχιακής Επιτροπής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, με την οποία εγκρίθηκε το πρακτικό δημοπρασίας για την ασφαλτόστρωση οδού, προϋπολογισμού 287.000 ευρώ, σε εκτός σχεδίου πόλεως περιοχή στη Χαλκιδική, μεταξύ των χερσονήσων Σιθωνίας και Αγίου ΄Ορους (περιφέρεια Δήμου Παναγίας). Την αίτηση ασκούν οι αιτούντες, κύριοι εκτάσεων και κατοικιών πλησίον της ως άνω οδού, επιδιώκουν δε τη ματαίωση του έργου, προβάλλοντας ότι είναι παράνομη η ασφαλτόστρωση οδού εντός δασικής έκτασης. Εξάλλου, νομίμως η αίτηση συζητείται παρά την απουσία της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ως διαδόχου της Ν.Α. Χαλκιδικής (άρ. 283 παρ. 2 ν. 3852/2010, πρβ. ΣτΕ 277/2012), εφόσον αντίγραφα της παραπεμπτικής απόφασης 1887/2012 του Δ΄Τμήματος του Συµβουλίου της Επικρατείας και της από 24.5.2012 πράξης του Προέδρου του εν λόγω Τμήματος κοινοποιήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως προς αυτήν.
3. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 2522/97 (Α΄ 178), υπήχθησαν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της συνάψεως συμβάσεων δημόσιων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, εφόσον η σύμβαση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 93/37/Ε.Ο.Κ., 93/36/Ε.Ο.Κ. και 92/50 Ε.Ο.Κ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του αυτού νόμου, «Κάθε ενδιαφερόμενος, ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση δημόσιων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από παράβαση της κοινοτικής ή εσωτερικής νομοθεσίας, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα επόμενα άρθρα, προσωρινή δικαστική προστασία, ακύρωση ή αναγνώριση ως άκυρης της παράνομης πράξης της αναθέτουσας αρχής και επιδίκαση αποζημίωσης». Οι οδηγίες 93/37, 93/36 και 92/50, στις οποίες παρέπεμπε ο ν. 2522/97, αντικαταστάθηκαν με την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (L. 134). Στη συνέχεια, ο ως άνω ν. 2522/97 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με το ν. 3886/2010 (Α΄ 173), με τον οποίον ορίσθηκαν τα εξής: «Άρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής. 1. Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17/ΕΚ (L 134) και 2004/18/ΕΚ (L 134) ή στις διατάξεις, με τις οποίες οι εν λόγω Οδηγίες μεταφέρονται στην εσωτερική έννομη τάξη. 2. … Άρθρο 2. Είδη δικαστικής προστασίας. 1. Κάθε ενδιαφερόμενος, ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση του νόµου αυτού και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από παράβαση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εσωτερικής νομοθεσίας, δικαιούται να ζητήσει … προσωρινή δικαστική προστασία, ακύρωση της παράνομης πράξης της αναθέτουσας αρχής … 2. … Άρθρο 3. Αρμόδιο δικαστήριο. 1. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση όλων των διαφορών του νόμου αυτού είναι το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής, με τριμελή σύνθεση, … 2. … 3. Κατ` εξαίρεση των διατάξεων των δύο προηγούμενων παραγράφων, διαφορές του νόµου αυτού που αφορούν συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, εκδικάζονται από το Συµβούλιο της Επικρατείας. 4. …». Τέλος, με το άρθρο 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίσθηκαν τα εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3886/2010 (ΦΕΚ 173 Α΄), οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων που αποφαίνονται ανεκκλήτως. Οι εκκρεμείς έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 διαφορές του ν. 3886/2010 εκδικάζονται από τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων εκκρεμούν».
4. Επειδή, με τον ως άνω ν. 3900/2010 επεδιώχθη η μεταφορά στα Διοικητικά Εφετεία των υποθέσεων που ανακύπτουν κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων και γεννούν ζητήματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Αντιθέτως, όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς προς την νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για την μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Η αντίθετη άποψη οδηγεί σε μη ηθελημένο από το νομοθέτη αποτέλεσμα, δηλαδή την αποξένωση του Συμβουλίου της Επικρατείας από υποθέσεις μη σχετιζόμενες αμέσως με το δίκαιο που διέπει τους διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και η επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 47 παρ. 4 εδ. α΄ του ν. 3900/2010 σε σχέση με το ν. 3886/2010 [ο οποίος εφαρμόζεται στις διαφορές μεταξύ της Αναθέτουσας Αρχής και των ενδιαφερομένων να τους ανατεθεί η συγκεκριμένη σύμβαση], με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι ο ν. 3900/2010 συμπληρώνει τον παλαιότερο ν. 3886/2010 και εξακολουθεί να αφορά τις διαφορές μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και διαγωνιζομένων και μόνον. Υπό τα δεδομένα αυτά, όταν ο αιτών είναι τρίτος – και όχι ενδιαφερόμενος να αναλάβει την εκτέλεση του έργου – και προσβάλλει πράξη του προσυμβατικού σταδίου του διαγωνισμού, η διαφορά που γεννάται ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία. Κατά την άποψη, όμως, των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου και Κ. Κουσούλη και της Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου, με το ν. 3900/2010 μεταφέρθηκαν στα Διοικητικά Εφετεία όλες οι προσυμβατικές διαφορές, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του αιτούντος ως διαγωνιζομένου ή τρίτου, εξαιρουμένων μόνον των ρητώς αναφερομένων στο άρθρο 47 παρ. 4 του ν. διαφορών. Τούτο συνάγεται και από το συνδυασμό των άρθρων 4 του π.δ. 361/2001 – που όριζε ότι το Δ΄Τμήμα του ΣτΕ είναι αρμόδιο επί αιτήσεων ακυρώσεως «κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης σύμβασης …» – και 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 («οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων … υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων»). Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι αποκλείσθηκε, βάσει του κριτηρίου της ιδιότητας του αιτούντος, η μεταφορά κάποιας κατηγορίας από τις εν λόγω υποθέσεις στα Διοικητικά Εφετεία, δεδομένου μάλιστα ότι ο νομοθέτης έχει αποκρούσει το κριτήριο αυτό ως παράγοντα για τον καθορισμό του αρμοδίου Δικαστηρίου (πρβ. άρ. 29 παρ. 2 β. του ν. 2721/99 και άρ. 51 του ν. 3659/2008). Είναι δε ενδεικτικό, από την άποψη αυτή, το ότι, και προ του ν. 3900/2010, επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων του προσυμβατικού σταδίου, που είχαν ασκηθεί εκ μέρους τρίτων μη μετασχόντων στο διαγωνισμό, αρμόδιο ήταν το Δ΄- και όχι το Ε΄- Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει και μόνον του κριτηρίου της νομοθεσίας κατ΄ επίκληση της οποίας είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη (πρβ. ΣτΕ 551/93, 648, 841/97, 1607/98, 1095/2000, 16/2001, 839/2002, 2995/2007, 3179/2008, 617/2010, 1672/2011 κ.α.).
5. Επειδή, ενόψει των προεκτεθέντων, η υπόθεση ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της ιδιότητας των αιτούντων ως τρίτων, που δεν μετείχαν στον επίμαχο διαγωνισμό για την ασφαλτόστρωση της οδού. Δεδομένου δε ότι η αίτηση ασκείται παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί κατ΄ ουσίαν. Αν και, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η κρινόμενη υπόθεση, που ήταν εκκρεμής στις 31.12.2010 και δεν εμπίπτει στο ν. 2522/97, ανήκει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 1650/86 (Α΄ 160), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002 (Α΄ 91) και ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, τα δημόσια ή ιδιωτικά έργα και δραστηριότητες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες και υποκατηγορίες, με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, στη δε Β΄ κατηγορία κατατάσσονται τα έργα τα οποία, χωρίς να προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, πρέπει να υποβάλλονται σε γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού νόμου, «1.α. Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία έχουν καταταγεί στις κατηγορίες που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος. ΄Εγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος απαιτείται επίσης για την επέκταση, την τροποποίηση ή και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων, που έχουν καταταγεί στις παραπάνω κατηγορίες, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. β. … γ. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας. δ. … 2. … 3. Για τα έργα και τις δραστηριότητες της δεύτερης (Β) κατηγορίας, απαιτείται η υποβολή είτε περιβαλλοντικής έκθεσης, με την οποία τεκμηριώνεται η συμμόρφωση με τις διατάξεις που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, είτε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση που προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφαση της περ. Α΄ της παρ. 10. Η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες της κατηγορίας αυτής γίνεται με απόφαση του Νομάρχη, εφόσον δεν καθορίζεται διαφορετικά στην κανονιστική απόφαση που εκδίδεται κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 10α σε συνδυασμό με τις παρ. 5 και 6β. … 4. …».
7. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τον πίνακα 1 («ομάδα 1η – Έργα Οδοποιΐας») του Παραρτήματος Ι της απόφασης Η.Π. 15393/2332/2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, υπό τον τίτλο «Κατάταξη των δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες, …» (Β΄1022), τα έργα οδοποιΐας κατατάσσονται στις κατηγορίες Α΄ [υποκατηγορίες 1, 2] και Β΄ [υποκατηγορίες 3 και 4] και, ειδικότερα, το σύνολο των δασικών δρόμων (α/α 14) κατατάσσεται στην 3η υποκατηγορία της Β΄ κατηγορίας· ως προς δε τις επεκτάσεις, τροποποιήσεις, βελτιώσεις και εκσυγχρονισμούς όλων των δραστηριοτήτων της ομάδας των έργων οδοποιΐας, η εν λόγω ΚΥΑ ορίζει ότι «εξετάζεται η αναγκαιότητα μελέτης περιβάλλοντος, με την αξιολόγηση Π.Π.Ε. από τον αρμόδιο φορέα ελέγχου» (βλ. α/α 17 – στήλη «Παρατηρήσεις» – του αυτού πίνακα 1 της ΚΥΑ). Τέλος, στην κοινή απόφαση ΗΠ 11014/703/Φ104/2003 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης – Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων «Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (ΠΠΕΑ) και Έγκρισης Περιβαλλοντικών όρων…» (Β΄ 332) ορίζονται τα εξής: α. ότι αυτή εφαρμόζεται στα έργα των κατηγοριών Α΄(υποκατ. 1 και 2) και Β΄(υποκατ. 3 και 4), καθώς και στον εκσυγχρονισμό, επέκταση, βελτίωση ή τροποποίηση των υφισταμένων έργων των ιδίων υποκατηγοριών, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον (άρ. 2 παρ. 1), β. ότι για τα έργα της 3ης υποκατηγορίας της Β΄ κατηγορίας, ο ενδιαφερομένος υποβάλλει αίτηση με φάκελο της Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων τύπου ΙΙ (άρ. 9 παρ. 1), γ. ότι η αρμόδια Υπηρεσία αξιολογεί εάν για το συγκεκριμένο έργο πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία των άρθρων 6 και 7 της αυτής ΚΥΑ (δηλ. της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης και της έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων) ή αυτή του άρθρου 11 (δηλ. της περιβαλλοντικής έκθεσης και έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων) – βλ. άρ. 9 παρ. 2 της ΚΥΑ – και δ. ότι, σε περίπτωση εκσυγχρονισμού, επέκτασης, βελτίωσης ή τροποποίησης υφισταμένου έργου και προκειμένου να εκτιμηθεί εάν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, η αρμόδια υπηρεσία αποφαίνεται «εάν απαιτείται η υποβολή ΠΠΕ, προκειμένου να γίνει νέα προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση ή ΜΠΕ ή περιβαλλοντική έκθεση, προκειμένου να επιβληθούν νέοι περιβαλλοντικοί όροι» (άρ. 13 της ΚΥΑ).
8. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση έργου που κατατάσσεται στην υποκατηγορία 3 της Β΄ κατηγορίας, απαιτείται να τηρηθεί προηγουμένως η διαδικασία της υποβολής περιβαλλοντικής έκθεσης ή προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης και της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (βλ. ΣτΕ 1889/2006 Ολομ., 601/2007), ενώ, για την τροποποίηση υφισταμένου έργου ή δραστηριότητας, δεν απαιτείται έγκριση περιβαλλοντικών όρων μόνον εάν η Διοίκηση βεβαιώσει, με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, ότι από την επιδιωκόμενη τροποποίηση δεν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ. άρ. 4 παρ. 1 περ. α. εδ. β΄ του ν. 1650/86, ως ίσχυε, α/α 17 του πίνακα 1 του Παραρτ. Ι της ΚΥΑ Η.Π. 15393/2332/2002 και ιδίως άρ. 13 της ΚΥΑ Η.Π. 11014/703/Φ104/2003). Η πράξη αυτή, ενόψει της σπουδαιότητας και των συνεπειών της, πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και πρόσφορα στοιχεία, κατ΄εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της φύσης της επιχειρούμενης τροποποίησης και των χαρακτηριστικών της περιοχής όπου πραγματοποιείται το έργο (βλ. ΣτΕ 1730, 23/2012, 3060/2009, 315/2007, 4564/2005).
9. Επειδή, εν προκειμένω, η επίδικη οδός «Κάμπος Πυργαδικίων – Μαλαθριά», στην ασφαλτόστρωση τμήματος της οποίας αφορά ο διαγωνισμός, διέρχεται από ιδιωτικό δάσος και διανοίχθηκε ως δασική οδός Γ΄ κατηγορίας (βλ. έγγραφα 42/2950/21.5.1996, 2729/11.6.2009, 2924/22.6.2009 και 3103/10.7.2009 του Δασαρχείου Αρναίας, 91/2008 Δασονομείου Μ. Παναγιάς), η οποία, όπως όλοι οι δασικοί δρόμοι, ανήκει στην 3η υποκατηγορία της Β΄ κατηγορίας της ΚΥΑ Η.Π. 15393/2332/2002. Ως εκ τούτου, πριν από τη διακήρυξη διαγωνισμού για την ασφαλτόστρωση υφισταμένης οδού, που αποτελεί κατ΄ αρχήν εκσυχρονισμό υπάρχοντος έργου, θα έπρεπε να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1.α. εδ. β΄ του ν. 1650/86, η διαδικασία που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη – ήτοι, είτε έγκριση περιβαλλοντικών όρων, είτε εκτελεστή πράξη με την οποία να βεβαιώνεται ότι δεν επέρχονται ουσιώδεις διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την τροποποίηση του έργου -, στα πλαίσια της οποίας το αρμόδιο όργανο θα έκρινε εάν ήταν κατ΄ αρχήν επιτρεπτή η ασφαλτόστρωση δασικής οδού· η διαδικασία αυτή, όμως, δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε εν προκειμένω, με αποτέλεσμα να μην είναι νόμιμη η δημοπράτηση του έργου της ασφαλτόστρωσης και η κατακύρωσή του υπέρ εργοληπτικής επιχείρησης. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Κατόπιν αυτού, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Ακυρώνει την πράξη 50/3.3.2009 της Νομαρχιακής Επιτροπής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, η οποία ανέρχεται σε 920 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2012 και η απόφαση
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Ιανουαρίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος