521/2000 ΣΤΕ
ΔΦΟΡΝΟΜΟΘ/2000 (1350), ΤΟΣ/2000 (592) Ευεργέτημα πενίας. Κατά την διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 194-204 του ΚΠολΔ για το ευεργέτημα πενίας, μεταξύ των μέτρων της οποίας είναι και ο διορισμός δικηγόρου λόγω πενίας του διαδίκου. Το δικαίωμα του πένητος να τύχη συνδρομής δικηγόρου για την δίκαιη υπεράσπιση της υπόθεσής του εξαντλείται, κατ` αρχήν, στο διορισμό από το δικαστήριο δικηγόρου που έχει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις κατά την κρίση του δικαστηρίου για την αποτελεσματική υπεράσπιση της υποθέσεώς του. Δεν παρέχεται όμως στον πένητα η δυνατότητα υποδείξεως στο δικαστήριο συγκεκριμένου δικηγόρου της επιλογής του. Αντιθέτως έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αντικατάσταση του διορισθέντα δικηγόρου, προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Οι διατάξεις περί του ευεργετήματος πενίας δεν είναι αντίθετες προς το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και περαιτέρω το δικαίωμα του πένητα να διορίζει δικηγόρο δεν θεμελιώνεται στο άρθρο 14 του ν. 2462/1997, με το οποίο κυρώθηκε το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα.
Αριθμός 521/2000
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β` Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 1998 με την εξής σύνθεση : Η. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης, Σ. Βιτάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Γ ι α να δικάσει την από 14ης Φεβρουαρίου 1992 αίτηση : τ ω ν : 1) ………………….. και 2) ……………. ……, κατοίκων Νέας Σμύρνης Αττικής (οδός ……….. αρ. ..), οι οποίοι δεν παρέστησαν,
κ α τ ά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Στ. Δέτση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθούν οι 3166/1987 και 3167/1987 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγητού, Παρέδρου Σ. Βιτάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι ,
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν ν ό μ ο
1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση των 3166 και 3167/1987 αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, που αφορούν φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων.
2. Επειδή, οι αιτούντες με ιδιαίτερη αίτηση προς τον Πρόεδρο του Β Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας είχαν ζητήσει την απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής τελών και παραβόλου για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Ο Πρόεδρος του Β Τμήματος, με την υπ` αριθμ. 219/30.6.1992 πράξη του, που εκδόθηκε κατ` εφαρμογήν του άρθρου 37 του π.δ/τος 18/1989 “κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας” (φ. 8), απήλλαξε τους αιτούντες από την υποχρέωση καταβολής τελών και παραβόλου λόγω πιθανολογούμενης ένδειας. Επομένως, νομίμως ασκείται η αίτηση χωρίς την καταβολή τελών και παραβόλου.
3. Επειδή με τις 2183 και 2184/1991 αποφάσεις του Β Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, αιτήσεις των αυτών αιτούντων περί αναιρέσεως των αυτών ως άνω αποφάσεων απερρίφθησαν ως απαράδεκτες διότι υπεγράφοντο από τους ίδιους τους αναιρεσείοντες, οι οποίοι δεν είχαν την ιδιότητα του δικηγόρου. Ήδη η αυτή αίτηση ασκείται εκ νέου κατ` επίκληση του άρθρου 40 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 “Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητος του Υπουργείου Δικαιοσύνης” (Α 150).
4. Επειδή, ήδη με χωριστή αίτηση που απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου ζητείται η εξαφάνιση της ως άνω πράξεως 219/1992 του Προέδρου του Β Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά το μέρος που με αυτή διορίστηκε ο δικηγόρος Αθηνών Γιάννης Γουσέτης, με αναπληρωτή τον Πρόδρομο Καραδοσίδη, προκειμένου να εκπροσωπήσουν τους αναιρεσείοντες στην παρούσα δίκη και ο διορισμός άλλων δικηγόρων της επιλογής των αιτούντων.
5. Επειδή η απαλλαγή, κατά το άρθρον 37 της νομοθεσίας περί Συμβουλίου της Επικρατείας (Π.Δ. 18/1989) από την υποχρέωση καταβολής τελών και παραβόλου προβλέπεται ειδικώς για την αντιμετώπιση του απαραδέκτου της αιτήσεως στην περίπτωση κατά την οποία λόγω ενδείας δεν προκαταβάλλονται τα τέλη και το παράβολο. Με την ρύθμιση όμως αυτή δεν δύναται να συναχθεί ότι ο νομοθέτης έχει εξαντλήσει την υπέρ του πένητος διαδίκου πρόνοια, η οποία στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι ευρυτέρα περιλαμβάνουσα και τον διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου, ο οποίος υποχρεούται να παρέχει την συνδρομή του χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων (άρθρο 200). Για τον λόγο αυτό, κατά την διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμόζονται αναλόγως, δυνάμει του άρθρου 40 της νομοθεσίας του, οι διατάξεις των άρθρων 194-204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μεταξύ των οποίων είναι και ο διορισμός δικηγόρου λόγω πενίας του διαδίκου η οποία αποδεικνύεται με την υποβολή των οριζομένων στο άρθρον 196 παρ. 3 δικαιολογητικών. Ενόψει μάλιστα της συνταγματιής προνοίας για την παροχή εννόμου προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1), το ευεργέτημα του διορισμού δικηγόρου λόγω ενδείας του διαδίκου έχει ιδιαιτέρα σημασία στην περίπτωση που το δικόγραφον υπογράφεται όπως στην προκειμένη περίπτωση, από ιδιώτη διάδικο, οπότε για το παραδεκτό της αιτήσεως απαιτείται η παράσταση δικηγόρου κατά την συζήτηση της υποθέσεως (άρθρο 17 παρ. 4 εδ. β του Π.Δ. 18/1989) (ΣτΕ 1160/89 Ολομ.). Εξ άλλου, στο άρθρο 196 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ορίζεται ότι “Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, και αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον ειρηνοδίκη της κατοικίας του αιτούντος”, πρέπει δε στη σχετική αίτηση να επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι επί του αιτήματος χορηγήσεως του ευεργετήματος της πενίας, ως και του διορισμού δικηγόρου, εν σχέσει προς εκκρεμή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, αποφαίνεται, κατ` αρχήν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή, κατά περίπτωση, ο Πρόεδρος του οικείου σχηματισμού, κατ` εφαρμογήν των άρθρων 194 επ. Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Εκ της ελλείψεως, όμως, ρητής προβλέψεως στις ως άνω διατάξεις, δεν αποκλείεται όπως το Δικαστήριο επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου, επανεξετάσει το θέμα της χορηγήσεως ή μη σε αυτόν των ως άνω ευεργετημάτων από την άποψη της επιλογής του δικηγόρου. Επομένως, παραδεκτώς, ζητείται, με αίτηση των ενδιαφερομένων, η από μέρους τελικώς του δικαστηρίου κρίση του αιτήματος επιλογής του δικηγόρου εκ μέρους του πένητα (Α.Ε.Δ. 30/1993, 25/1995, 2/1997).
6. Επειδή, από τις αυτές διατάξεις συνάγεται ότι το θεσπιζόμενο με αυτές δικαίωμα του πένητος να τύχει της συνδρομής δικηγόρου για την δίκαια υπεράσπιση της υπόθεσής του, εξαντλείται, κατ` αρχήν, στον διορισμό από το δικαστήριο δικηγόρου που έχει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, κατά την περί αυτού κρίση του Δικαστηρίου, για την αποτελεσματική υπεράσπιση της υποθέσεως. Δεν παρέχεται δε στον πένητα η δυνατότητα να υποδείξει στο δικαστήριο τον διορισμό συγκεκριμένου δικηγόρου της επιλογής του, διότι η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού θα υπερακόντιζε τον σκοπό του ευεργετήματος που είναι η παροχή σ` αυτόν της δυνατότητος εκπροσώπησής του ενώπιον του δικαστηρίου, εφ` όσον ο σκοπός αυτός πλήρως ικανοποιείται με τον διορισμό από το δικαστήριο του κατά την κρίση του καταλλήλου δικηγόρου. Και είναι βεβαίως επιτρεπτό στον τυχόντα του ευεργετήματος να ζητήσει την αντικατάσταση του ορισθέντος από το δικαστήριο δικηγόρου, μόνον όμως όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι ο δικηγόρος αυτός δεν έχει, για οποιονδήποτε λόγο, την διάθεση, ικανότητα ή επάρκεια προς διεκπεραίωση της συγκεκριμένης υποθέσεως, οπότε, τότε και μόνον, το δικαστήριο υποχρεούται να διορίσει προς τούτο άλλον κατάλληλο κατά την κρίση του δικηγόρο. Με τον τρόπο αυτό ερμηνευόμενες οι διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 της κυρωθείσης με το Ν.Δ. 53/1974 (φ. 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με το οποίο κατοχυρώνεται επίσης το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό την διατύπωση της “δίκαιης δίκης”, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται η προστασία, τόσο του συμφέροντος του διαδίκου, όσο και του συμφέροντος της δικαιοσύνης (Σ.τ.Ε. 4512/1995). Περαιτέρω, το δικαίωμα του πένητος να διορίζει δικηγόρο της επιλογής του δεν θεμελιώνεται ούτε στο άρθρο 14 του Ν. 2462/1997 “Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα . . .” (φ. 25 Α), σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα δύναται, μεταξύ άλλων, να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπισθεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως ή με τη βοήθεια του συνηγόρου της επιλογής του, διότι ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού αναφέρονται στις ποινικές υποθέσεις, δεν προβλέπουν πάντως το δικαίωμα του πένητος να διορίζει δικηγόρο της επιλογής του αλλ` αντιθέτως προβλέπουν μόνον ότι εάν ο διάδικος δεν έχει συνήγορο διορίζεται δικηγόρος αυτεπαγγέλτως χωρίς αυτός να βαρύνεται με την αμοιβή του. Συνεπώς το αίτημα επιλογής δικηγόρου εκ μέρους των αναιρεσειόντων είναι απορριπτέο ως αβάσιμο διότι δεν επικαλούνται κανέναν από τους προαναφερθέντες λόγους που να εμποδίζουν την εκ μέρους των διορισθέντων υπό του Προέδρου του Β Τμήματος δικηγόρων εκπροσώπησή τους στην παρούσα δίκη.
7. Επειδή, στο άρθρο 17 παρ. 3 του Ν.Δ. 170/1973 (φ. 229) – ήδη άρθρο 17 παρ. 4 του Π.Δ/τος 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας” (φ. 8) – ορίζεται ότι το δικόγραφο του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται από ιδιώτη υπογράφεται μόνον από δικηγόρο, ενώ όταν ασκείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπογράφεται από τον οικείο νομικό σύμβουλο, πάρεδρο ή δικαστικό αντιπρόσωπο ή από δικηγόρο.
8. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη της νομοθεσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απαιτεί, με ποινή απαραδέκτου, όπως το αναιρετήριο δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο (ή από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όταν πρόκειται για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ.) δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας. Τούτο διότι η συνταγματική αυτή διάταξη καταλείπει στον κοινό νομοθέτη την αρμοδιότητα να θεσπίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις προσφυγής στα δικαστήρια, αρκεί με αυτές να μην αναιρείται, ούτε να περιορίζεται ουσιωδώς, το εν λόγω ατομικό δικαίωμα. Τέτοιο δε περιορισμό δεν συνιστά, προκειμένου περί αιτήσεως αναιρέσεως, η απαίτηση του νόμου για υπογραφή του αναιρετηρίου από δικηγόρο, απαίτηση που έχει τεθεί τόσο προς το συμφέρον του διαδίκου, όσο και χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αφού σκοπείται με αυτήν όπως τεθούν ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου νομικά σφάλματα αναιρεσιβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, τα οποία και μόνον αποτελούν αντικείμενο της αναιρετικής δίκης. Κατά συνέπεια, ουδόλως αναιρείται ή περιορίζεται το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας. Εξ άλλου, για τους αυτούς λόγους, η ως άνω διάταξη δεν έρχεται, εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση προς το άρθρο 6, παρ. 1 και 3, της κυρωθείσης με το Ν.Δ. 53/1974 (φ. 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την οποία κατοχυρώνεται επίσης το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό τη διατύπωση της “δίκαιης δίκης”, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται η προστασία, τόσο του συμφέροντος του διαδίκου, όσο και του συμφέροντος της δικαιοσύνης (ΣτΕ 2183, 4/91 (7 μ.), 4512/97).
8. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως υπογράφεται από τους ίδιους τους αναιρεσείοντες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του δικηγόρου, κατά τη συζήτηση δε της υποθέσεως δεν παρέστησαν ούτοι μετά ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με την κρινόμενη αίτηση ότι η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται να υπογράφεται και από μη δικηγόρο, διότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 170/1973 αντίκειται, τόσο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 παρ. 1 και 3, της ευρωπαϊκήκς συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση, μη υπογραφόμενη από δικηγόρο (μη παραστάντος δε δικηγόρου κατά την συζήτηση της αιτήσεως), είναι για το λόγο αυτό, απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.