6/1990 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
ΔΕΝ/1993 (4) Προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής για παράσταση στο δικαστήριο. Απαγόρευση παραλαβής δικογράφου εφόσον δεν γίνει κατάθεση αντιγράφων προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής. Η Υπουργική Απόφαση 1044290/1990 που εκδόθηκε σύμφωνα με εξουσιοδοτική διάταξη του Ν. 1882/1990 είναι ανίσχυρη ως προς τις ρυθμίσεις της για τις οποίες δεν υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση. Ενδικα μέσα. Δικονομικές προϋποθέσεις για το έγκυρο της ασκήσεως των ενδίκων μέσων και την πρόοδο της δίκης. Η θεσπιζόμενη με το άρθρο 8 παρ 1. του Ν. 1882/1990 απαγόρευση παραλαβής του δικογράφου αν δεν επισυνάπτονται σ` αυτό αντίγραφα της εισπράξεως της δικηγορικής αμοιβής από το οικείο δικηγορικό σύλλογο, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στο άρθρο 20 του Συντάγματος.
Συμβ. Επικρατείας 16/90 (Ολομελείας εν Συμβουλίω) Εισηγητής: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ 1. Με την παράγρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1882/90 “Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ.” (ΦΕΚ 43/23.3.90 τ.Α`) ορίσθηκε ότι: “Οι δικηγορικοί σύλλογοι, για κάθε είσπραξη αμοιβής δικηγόρου, για παράσταση στα δικαστήρια, υποχρεούνται να εκδίδουν θεωρημένη από τη δημοσία οικονομική υπηρεσία τετραπλότυπη απόδειξη είσπραξης. Στην απόδειξη εκτός από τα άλλα στοιχεία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, ο αριθμός φορολογικού μητρώου του δικαιούχου δικηγόρου και η ΔΟΥ που φορολογείται κάθε δικηγόρος. Το πρώτο αντίτυπο παραδίδεται στον καταβάλλοντα την αμοιβή, το δεύτερο και τρίτο επισυνάπτεται στο σχετικό δικόγραφο και το τέταρτο παραμένει στο στέλεχος. Η γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου δεν θα παραλαμβάνει το δικόγραφο αν δεν επισυνάπτονται σ` αυτό τα ανωτέρω αντίτυπα των αποδείξεων εισπράξεως της αμοιβής. Το εν αντίτυπο των αποδείξεων αυτών, κάθε τρίμηνο θα στέλνεται στο Υπουργείο Οικονομικών στη Διεύθυνση Ελέγχων αμοιβής, για παράσταση δικηγόρου (…)”. Με την παράγρ. 14 του ίδιου άρθρου 8 παρασχέθηκε η εξής εξουσιοδότηση. “Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των εντύπων που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτών των διατάξενω”. Κατ` επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1044290/3454/Α0009/18.6.90 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 485/26.7.90 τ.Β`) η ισχύς της οποίας ως προς το ενδιαφέρον την προκειμένη περίπτωση θέμα της εισπράξεως της δικηγορικής αμοιβής, αρχίζει, κατά την παράγρ. 3 της ιδίας από 16.9.90. Με την κοινή αυτή Υπουργική Απόφαση καθορίσθηκε, εκτός άλλων, ότι: 1) δεν απαιτείται θεώρηση από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία της εκδιδόμενης από τους Δικηγορικούς Συλλόγους τετραπλότυπης αποδείξεως προεισπράξεως της αμοιβής του δικηγόρου (παράγρ. 1 εδάφ. α` της ΥΑ) και 2) “Τα Δικαστήρια δεν θα συζητούν την υπόθεση εάν δεν υπάρχουν στο φάκελλο τα παραπάνω δύο αντίτυπα της απόδειξης είσπραξης της αμοιβής του δικηγόρου, την οποία υποχρεούνται να εκδίδουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ανωτέρω Ν. 1882/90, χωρίς να είναι υποχρεωτική κατά την κατάθεση των δικογράφων” (παράγρ. 1 εδάφ. γ` της ιδίας αποφάσεως). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προαναφερομένη κοινή απόφαση, η οποία εκδόθηκε με επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως που ήδη παρατέθηκε είναι ανίσχυρη ως προς τις πιο πάνω αντίθετες προς το νόμο ρυμθίσεις της, προεχόντως, γιατί οι ρυθμίσεις αυτές κείνται εκτός εξουσιοδοτήσεως. Το Συμβούλιο αποδέχθηκε ομοφώνως την εισήγηση ως προς το πιο πάνω ζήτημα. Κατά την παραγρ. 1 του άρθρ. 20 του Συντάγματος: “Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”. Από τη διάταξη αυτή δεν αποκλείεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων και δαπανημάτων για το έγκυρο της ασκήσεως των ενδίκων μέσων και την πρόοδο της δίκης, πλην όμως οι προϋποθέσεις αυτές, για να είναι συνταγματικώς ανεκτές, πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή από αυτά της δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια, πέρα από τα οποία οι προϋποθέσεις αυτές ισοδυναμούν προς κατάλυση άμεση ή έμμεση, του προστατευομένου με τη διάταξη αυτή του Συντάγματος ατομικού δικαιώματος (πρβλ. ΣτΕ 3621/81 Ολομ., 1756/90 Α` Τμ.). Η ρύθμιση που γίνεται με την παράγρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1882/90 δεν συνάπτεται ούτε προς τη λειτουργία των δικαστηρίων ούτε προς την απονομή της δικαιοσύνης από αυτά, αλλ` αποσκοπεί μόνο, όπως προκύπτει από το όλο νομοθέτημα στο οποίο εντάσσεται, στον περιορισμό της φοροδιαφυγής των δικηγόρων. Ενόψει τούτου και αφού ληφθεί υπόψη η σημαντική δυσχέρεια που προκαλείται στους διαδίκους για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων καθώς και ο κίνδυνος απωλείας προθεσμιών που συνεπάγεται η ρύθμιση αυτή, το Συμβούλιο γνωμοδοτεί ότι η ρύθμιση που επιχειρήθηκε με την παράγρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1882/90 και συγκεκριμένα η θεσπιζομένη με αυτήν απαγόρευση παραλαβής του δικογράφου, αν σ` αυτό δεν επισυνάπτονται αντίγραφα της εισπράξεως της δικηγορικής αμοιβής από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, είναι ανίσχυρη, γιατί αντίκεται στην παράγρ. 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος. Αντιθέτως ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και τέσσαρες Σύμβουλοι διαφώνησαν και διατύπωσαν την εξής γνώμη: Ο νόμος (παράγρ. 1 άρθρ. 8 Ν. 1882/90) επιδιώκει να συλλάβει από τον δικηγόρο που συντάσσει το δικόγραφο, τη φορολογητέα ύλη που αντιστοιχεί στο ελάχιστο της αμοιβής την οποία εισπράττει για τη δίκη. Ο δικηγόρος είναι κατά τον δικηγ. κώδικα (άρθρ. 39 παράγρ. 1 ΝΔ 3026/54 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 14 του Ν. 1388/83, ΦΕΚ 81 Α`) παράγοντας της δίκης, είναι αυτός που εκπροσωπεί τον διάδικο στις επ` ακροατηρίου ενέργειες. Δεν είναι πρόσωπο άσχετο ούτε προς τη δίκη ούτε προς το διάδικο. Το δικαίωμα του διαδίκου για την παροχή δικαστικής προστασίας δεν περιορίζεται από μία διάταξη νόμου η οποία υποχρεώνει το δικηγόρο του να καταθέσει στη Γραμματεία του δικαστηρίου για φορολογικούς λόγους το γραμμάτιο το σχετικό με τη δικηγορική αμοιβή που εισέπραξε για τη συγκεκριμένη δίκη. Περαιτέρω, η έννοια της πιο πάνω διατάξεως κατά το μέρος της που ορίζει ότι ο Γραμματέας δεν παραλαμβάνει το δικόγραφο αν δεν συνοδεύεται από το μνημονευόμενο γραμμάτιο είναι ότι ο δικαστικός αυτός υπάλληλος συντάσσει σχετική πράξη που βεβαιώνει την πιο πάνω παράλειψη του καταθέτη. Ούτε κατά το μέρος της τούτο η διάταξη αντίκειται στο Σύνταγμα, γιατί θεμιτώς, από συνταγματική άποψη, μπορεί ο νόμος να ορίσει ότι για τη σύνταξη της δικαστικής πράξεως της καταθέσεως πρέπει να υποβληθούν ορισμένα στοιχεία, αρκεί τα στοιχεία αυτά να συνδέονται όπως εν προκειμένω με τη συγκεκριμένη δίκη.