ΣτΕ 611/09, Γ τμ. 7μ., ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΕ, ΦΥΣΗ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, Τα υπηρεσιακά συμβούλια των συμβολαιογράφων παράγουν δικαστικές πράξεις και άρα δεν χωρεί αίτηση ακύρωσης λόγω της φύσεως της

ΣΤΕ

 

611/2009 ΣΤΕ  (βλ. και 1919/09).
  Συμβολαιογράφοι και μετάθεση αυτών. Με αίτηση ακύρωσης προσβάλλονται οι πράξεις των διοικητικών αρχών και όχι και οι πράξεις των δικαστικών αρχών, ακόμα και αν αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως. Οι υπηρεσιακές μεταβολές των συμβολαιογράφων, που είναι “μόνιμοι” δημόσιοι λειτουργοί, γίνονται από υπηρεσιακά συμβούλια, που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς. Τα συμβούλια αυτά δεν αποτελούν διοικητικές αρχές και οι πράξεις τους δεν υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης. Λόγοι ακύρωσης, στρεφόμενοι κατά τέτοιων πράξεων, έστω και εμμέσως με την ευκαιρία της προσβολής διοικητικών πράξεων που στηρίζονται σ΄ αυτές, κρίνονται απαράδεκτοι και ερευνώνται μόνο λόγοι ακύρωσης που αναφέρονται σε ίδια και αυτοτελή ελαττώματα των πράξεων αυτών. Απαράδεκτη η ένδικη αίτηση ακύρωσης.

  Αριθμός 611/2009

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2008, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Ν. Σακελλαρίου, Α. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Καραμιχαλέλης, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ` Τμήματος.

Για να δικάσει την από 14 Ιουλίου 2006 αίτηση:

του ……….. , κατοίκου Βόλου, οδός …. αρ. ..(…), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Βασιλ. Παπαδημητρίου (Α.Μ. 16098) που τον διόρισε στο ακροατήριο,

κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη παρέστη με τον Γ. Γρυλωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της παρεμβαίνουσας … … … , κατοίκου Βόλου, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Δημάκη (Α.Μ. 7291) που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν : 1) η υπ` αριθμ. 72733/7.7.2006 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ3 της Γενικής Διεύθυνσης Α` του Υπουργείου Δικαιοσύνης και 2) η προηγηθείσα υπ` αριθμ. 292/2006 απόφαση του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α. Καραμιχαλέλη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (αριθμ. ειδικών εντύπων παραβόλου 2053287, 2757881/2006).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος με την από 28.7.2006 πράξη του Προέδρου του Τμήματος λόγω σπουδαιότητας, ο αιτών, συμβολαιογράφος, ζητεί την ακύρωση α) της 72733/7.7.2006 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ3 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία ανακλήθηκε η 44472/27.4.2006 απόφασή του και μετατέθηκε στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Βόλου, συμβολαιογράφος Αλμυρού με έδρα τη Νέα Αγχίαλο, αντί του αιτούντος και β) της προηγηθείσης υπ` αριθμ. 292/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της ………………. κατά της 7/24.3.2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Εφετείου Λάρισας, με την οποία είχε αποφασισθεί η μετάθεση του αιτούντος στη θέση αυτή.

3. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς άσκησε παρέμβαση υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων η …….. .

4. Επειδή, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ και 3 του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, κατά περίπτωση, ανήκει, μεταξύ των άλλων, η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου. Oπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, καθιερούσα το τυπικό κριτήριο, με αίτηση ακυρώσεως προσβάλλονται οι πράξεις των διοικητικών αρχών και όχι και οι πράξεις των δικαστικών αρχών, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν αφορά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας αλλά αναφέρεται σε θέματα διοικητικής φύσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 282/1995). Ο κανών αυτός απλώς επιβεβαιώνεται και από τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 6 και 91 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες αποφάσεις δικαστικών οργάνων αλλά και οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας αφορώσες υπηρεσιακές μεταβολές δικαστικών λειτουργών δεν προσβάλλονται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

5. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 92 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 3, όπως η παράγραφος αυτή διαμορφώθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ότι: «Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών υπαλλήλων ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους, όπως νόμος ορίζει. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς υπαλλήλους ασκείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους, τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους ή υπαλλήλους, καθώς και από υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Κατά των αποφάσεων που αφορούν μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων επιτρέπεται προσφυγή, όπως νόμος ορίζει». Το ίδιο άρθρο του Συντάγματος στην παράγραφο 4, όπως αυτή διαμορφώθηκε με το αυτό Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζει ότι: «Οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι.

Οι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες ή θέσεις. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν αναλογική εφαρμογή και σε αυτούς». Πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, η παράγραφος 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος όριζε ότι: «Οι προαγωγές τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών υπαλλήλων ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη δικαστικών συμβουλίων. Η πειθαρχική εξουσία σ` αυτούς ασκείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους, καθώς και από δικαστικά συμβούλια, κατά τους ορισμούς του νόμου. Κατά των αποφάσεων που αφορούν προαγωγή, καθώς και των πειθαρχικών αποφάσεων των δικαστικών συμβουλίων, επιτρέπεται προσφυγή, όπως νόμος ορίζει» και η παράγραφος 4 ότι: «Οι συμβολαιογράφοι, οι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών και οι διευθυντές των κτηματολογικών γραφείων είναι μόνιμοι, εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες και θέσεις. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν ανάλογη εφαρμογή και σ` αυτούς».

6. Επειδή, στο άρθρο 28 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν. 2830/2000, Α΄ 96), όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3060/2002 (Α΄ 242), ορίζεται ότι: «1. Για την κάλυψη του ποσοστού των κενών θέσεων των συμβολαιογράφων με μετάθεση, σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος, οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης…., στην οποία αναφέρεται η συγκεκριμένη κενή θέση την οποία επιθυμούν να καταλάβουν. 2. Για τις αιτήσεις μεταθέσεων αποφασίζει το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η θέση για πλήρωση…., μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης…….Στο πιο πάνω συμβούλιο το οποίο είναι αυτό που προβλέπεται για τους υπαλλήλους των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο άρθρο 23 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 2993/2002, συμμετέχουν αντί των υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και Εισαγγελιών δύο συμβολαιογράφοι, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 3 του «Κώδικα Συμβολαιογράφων». Για τη λήψη απόφασης μετάθεσης λαμβάνονται υπόψη κατά σειρά: α) η αρχαιότητα, β) σοβαροί λόγοι υγείας, γ) η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος και δ) τίτλοι σπουδών. Η μετάθεση είναι υποχρεωτική για τον αιτούντα και εκτελείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. 3…..4…..5……».

7. Επειδή, ο ίδιος ως άνω Κώδικας ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι «1. Ο Συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα: α. Να συντάσσει και να φυλάσσει έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων όταν η σύνταξη των εγγράφων αυτών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο ή όταν οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν σε αυτά κύρος δημοσίου εγγράφου. β. Να εκδίδει απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων του εδαφίου α΄, καθώς και αντίγραφα των προσαρτημένων και αναφερομένων σε αυτά εγγράφων. γ. Να θεωρεί ιδιωτικά έγγραφα για την απόκτηση βέβαιης χρονολογίας. Για τη θεώρηση αυτή συντάσσεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη (βλ. και άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Π.Δ. 503/1985, Α΄ 182). δ. Να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής που τίθεται ενώπιόν του σε κάθε έγγραφο που σχετίζεται με τη συναπτόμενη πράξη. ε. Να ενεργεί κάθε άλλη πράξη που του αναθέτει ο νόμος. Επίσης δύναται να ενεργεί και κάθε άλλη πράξη σχετική με την άσκηση του έργου του». Εξάλλου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, στους συμβολαιογράφους ανατίθενται καθήκοντα που έχουν σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, α) η πληρεξουσιότητα για τη νομιμοποίηση των πληρεξουσίων των ιδιωτών διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων παρέχεται και με συμβολαιογραφική πράξη (άρθρα 96 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., 27 παρ. 1 Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει, 30 παρ. 2 περ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), β) ως αποδεικτικά στοιχεία μπορεί να χρησιμοποιηθούν ενώπιον των δικαστηρίων ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου (βλ. άρθρα 270 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001 (Α΄ 109), 650 παρ. 1, κλπ., άρθρο 185 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και άρθρο 13 παρ. 5 του Ν. 1418/1984 (Α΄ 23), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 2940/2001 (Α΄ 180), γ) τίτλο εκτελεστό αποτελεί και το συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται από το συμβολαιογράφο (άρθρα 904 παρ. 2 περ. δ΄ και 918 παρ. 2 περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ.) και δ) ως υπάλληλος για τη διενέργεια πλειστηριασμού κατασχεθέντων κινητών και ακινήτων ορίζεται συμβολαιογράφος (άρθρα 954 παρ. 2 περ. ε΄ , 955 παρ. 2 κ.α. Κ.Πολ.Δ.).

8. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Συμβολαιογράφων ορίζει α) στο άρθρο 3 ότι: «1. Το συμβολαιογράφο που απουσιάζει ή κωλύεται να ασκεί τα καθήκοντά του αναπληρώνει άλλος συμβολαιογράφος της ίδιας έδρας, που ορίζεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, . . ., β) στο άρθρο 29 ότι: «1. Κάθε συμβολαιογράφος δικαιούται να πάρει κάθε χρόνο κανονική άδεια απουσίας δύο μηνών . . . 2. Η κανονική άδεια χορηγείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή από το δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, . . . 3. Αναπληρωτής δεν ορίζεται εφόσον η κανονική άδεια χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά από 1 έως 31 Αυγούστου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, καθορίζεται αριθμός συμβολαιογράφων σε ποσοστό τουλάχιστον 15% αυτών που υπηρετούν στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου, οι οποίοι θα παραμείνουν υποχρεωτικά στην έδρα τους το μήνα Αύγουστο . . . . » γ) στο άρθρο 30 ότι: «1. Στους συμβολαιογράφους που ασθενούν ή έχουν ανάγκη ανάρρωσης χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης αναρρωτική άδεια, βάσει γνωμάτευσης της πρωτοβάθμιας για τους δημόσιους υπαλλήλους Υγειονομικής Επιτροπής. . . . 2. Ο αρμόδιος πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει τον αναπληρωτή, . . . δ) στο άρθρο 41 παρ. 1 ότι: «α) Η επιθεώρηση των συμβολαιογραφείων ενεργείται από τους κατά τόπους αρμόδιους εισαγγελείς πρωτοδικών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιθεωρήσεως των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, β) Η τακτική επιθεώρηση γίνεται μία φορά το χρόνο και η έκτακτη επιθεώρηση οποτεδήποτε γ) …δ)…», ε) στο άρθρο 56 ότι: «1. Η πειθαρχική δικαιοδοσία των συμβολαιογράφων ασκείται από δικαστήρια και πειθαρχικά συμβούλια. 2. Τα δικαστήρια που ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία είναι τα εφετεία με πενταμελή σύνθεση. 3. Τα Συμβούλια που ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία είναι: α) Τα τριμελή πειθαρχικά συμβούλια στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και β) Τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια στην έδρα κάθε εφετείου», και στ) στο άρθρο 60 ότι: «1. Το τριμελές πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, έναν πρωτοδίκη και ένα συμβολαιογράφο ή τους αναπληρωτές τους. 2. Το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο εφέτες και δύο συμβολαιογράφους ή τους αναπληρωτές τους. 3. . . . Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του οικείου δικαστηρίου».

9. Επειδή, οι παρατιθέμενες στην πέμπτη σκέψη συνταγματικές διατάξεις, εντεταγμένες στο Τμήμα Ε` του Συντάγματος με τίτλο «Δικαστική εξουσία», προβλέπουν ότι οι υπηρεσιακές μεταβολές των συμβολαιογράφων, οι οποίοι είναι «μόνιμοι» δημόσιοι λειτουργοί (άρθρο 92 παρ. 4 Συντ.), γίνονται από υπηρεσιακά συμβούλια, που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς. Εν όψει των συνταγματικών αυτών ρυθμίσεων αλλά και των νομοθετικών ρυθμίσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 6-8 προκύπτει ότι τα συμβούλια αυτά δεν αποτελούν διοικητικές αρχές προεχόντως λόγω της συνθέσεώς τους και λόγω του ότι οι μεταβολές για τις οποίες αποφαίνονται αφορούν μονίμους λειτουργούς οι οποίοι συμβάλλουν στο έργο των δικαστηρίων και υπόκεινται στην εποπτεία των δικαστικών αρχών (: χορήγηση αδείας απουσίας από δικαστική αρχή, επιθεώρηση από δικαστική αρχή, άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από δικαστικά συμβούλια κλπ.). Η φύση των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων δεν μεταβλήθηκε, μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 4 του άρθρου 92 του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και την πρόβλεψη ότι στα υπηρεσιακά αυτά συμβούλια μετέχουν ως μέλη και συμβολαιογράφοι, ο αριθμός των οποίων ορίσθηκε σε δύο με το άρθρο 28 παρ. 2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3060/2002, ενώ μέχρι τότε συνεκροτούντο αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, διότι με τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε προκειμένου να καταστεί αντιπροσωπευτικότερη η σύνθεση των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων, ορίζεται ρητώς ότι τα εν λόγω υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 3034/2008 και Πρακτικό Ολομελείας εν συμβουλίω υπ` αριθμ. 6/2000 σελ. 5 εν σχέσει προς την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος και ειδικώς επί του χαρακτήρος των δικαστικών συμβουλίων για τους δικαστικούς υπαλλήλους). Επομένως, οι πράξεις των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων, ως πράξεις μη προερχόμενες από διοικητικές αρχές, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως.

10. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 7/24.3.2006 απόφαση του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Εφετείου Λάρισας, αποφασίστηκε η μετάθεση του αιτούντος, συμβολαιογράφου Ζαγοράς, κατόπιν αιτήσεώς του, σε νέα θέση που προέκυψε με το Π.Δ. 258/20.2.2005 (Α΄ 130) στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Βόλου και απορρίφθηκαν σχετικές αιτήσεις για την μετάθεση στην ίδια θέση τριών συνυποψηφίων του, μεταξύ των οποίων και της παρεμβαίνουσας, συμβολαιογράφου Αλμυρού με έδρα τη Νέα Αγχίαλο. Σε εκτέλεση της αποφάσεως του Υπηρεσιακού αυτού Συμβουλίου εκδόθηκε η 44472/27.4.2006 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ3 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία μετατέθηκε ο αιτών στην ως άνω θέση. Εν τω μεταξύ κατά της αποφάσεως του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Εφετείου Λάρισας είχε ασκήσει την από 11.4.2006 προσφυγή της στο Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου η παρεμβαίνουσα συμβολαιογράφος. Ενώπιον του Υπηρεσιακού αυτού Συμβουλίου, το οποίο απαρτίσθηκε από ένα αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ένα αρεοπαγίτη, ένα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο συμβολαιογράφους, παρέστη ο αιτών και ανέπτυξε τις απόψεις του. Το εν λόγω δευτεροβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο με την 292/15.6.2006 απόφασή του, έκανε δεκτή την προσφυγή της παρεμβαίνουσας, εξαφάνισε την 7/2006 απόφαση του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Εφετείου Λάρισας και απεφάνθη υπέρ της μεταθέσεως αυτής στην εν λόγω θέση.

Κατόπιν αυτού εκδόθηκε η 72733/7.7.2006 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ3 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία ανακλήθηκε η προαναφερθείσα 44472/27.4.2006 απόφαση του ιδίου οργάνου περί μεταθέσεως του αιτούντος στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Βόλου και μετατέθηκε τελικά στη θέση αυτή η παρεμβαίνουσα συμβολαιογράφος.

11. Επειδή, εν όψει των εκτιθεμένων στην προηγούμενη σκέψη, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 9η σκέψη, η κρινόμενη αίτηση, στρεφόμενη κατ` αποφάσεως του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο δεν αποτελεί διοικητική αρχή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, να γίνει δε δεκτή η παρέμβαση.

12. Επειδή, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων των συμβολαιογράφων, μη προερχόμενες από διοικητικές αρχές, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως. Λόγοι δε ακυρώσεως, στρεφόμενοι κατά τέτοιων πράξεων όχι μόνον ευθέως αλλά και εμμέσως με την ευκαιρία της προσβολής διοικητικών πράξεων στηριζόμενων σ` αυτές, κρίνονται απαράδεκτοι, ερευνώνται δε μόνο λόγοι ακυρώσεως αναφερόμενοι σε ίδια και αυτοτελή ελαττώματα των τελευταίων αυτών διοικητικών πράξεων (βλ. Σ.τ.Ε. 2767/2006, 419/2005, 1432/2004, 2685/1999, 2172/1990, 386/1986, 809/1985, 938/1980 κ.α.). Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση συμπροσβάλλεται και η 72733/7.7.2006 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ3 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία ανακλήθηκε η 44472/27.4.2006 απόφαση του ιδίου και μετατέθηκε στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Βόλου η παρεμβαίνουσα συμβολαιογράφος αντί του αιτούντος. Όμως, η κρινόμενη αίτηση περιέχει λόγους οι οποίοι αφορούν μόνο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Επομένως η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ3 του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Δέχεται την παρέμβαση.
——————-
Παρατηρήσεις

Τυπικό κριτήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας διοικητικού δικαστή (95 παρ. 1 α΄, 3 Συντ .) και δικαίωμα δικαστικής προστασίας (20 παρ. 1 Συντ .)

Κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 α΄ και 3 Συντ . στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, κατά περίπτωση, ανήκει «η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου».

Πάγια νομολογία του ΣτΕ [1] ανάγει την ως άνω διάταξη σε «τυπικό» [2] κριτήριο υπαγωγής πράξης στον ακυρωτικό έλεγχο διοικητικού δικαστή.

Ειδικότερα, η εν λόγω αναγωγή βασίζεται στην ένταξη της αρχής από την οποία προέρχεται η επίμαχη πράξη στο οργανωτικό πλαίσιο συντεταγμένης κρατικής λειτουργίας [3] .

Προκειμένου περί πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση και την πειθαρχική ευθύνη δικαστικών λειτουργών, δικαστικών υπαλλήλων και συμβολαιογράφων [4] , η αρμοδιότητα έκδοσής τους από δικαστικά συμβούλια, συγκροτούμενα αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, «δικαστικές» και όχι «διοικητικές» αρχές, διευκόλυνε την εφαρμογή του «τυπικού», κατά τα προηγηθέντα, κριτηρίου.

Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όμως, τα δικαστικά συμβούλια του άρθρου 92 του Συντ . αντικαταστάθηκαν από υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούμενα «κατά πλειοψηφία» από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους ή συμβολαιογράφους [5] , κρίθηκε δε ότι «ούτε η αίτηση ακυρώσεως κατά αποφάσεων υπηρεσιακών συμβουλίων του άρθρου [αυτού] (…), ούτε οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτοι, καθ’ όσον τα εν λόγω συμβούλια δεν συγκροτούνται αμιγώς από δικαστικούς λειτουργούς» [6] .

Το διαφαινόμενο ρήγμα στο «τυπικό» κριτήριο αποσοβήθηκε με αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ [7] , κατ’ επίκληση, μάλιστα, και της συστηματικής ένταξης των διατάξεων του άρθρου 92 του Συντ . «στο Τμήμα Ε΄ αυτού περί δικαστικής εξουσίας». Τα εν λόγω υπηρεσιακά συμβούλια εξακολουθούν να «εντάσσονται οργανωτικά στο δικαστικό μηχανισμό του Κράτους και αποτελούν δικαστικές αρχές, εν όψει του ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι συμβάλλουν ενεργώς στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων, μετέχοντες και στη σύνθεση αυτών» [8] . Επομένως, «οι πράξεις των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων, ως πράξεις δικαστικών αρχών, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε θέματα διοικητικής φύσεως» [9] .

Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, επταμελούς σύνθεσης [10] , το «τυπικό κριτήριο» ενισχύεται, η επαφή με την παλαιότερη σχετική νομολογία αποκαθίσταται [11] και η, κατά τα ανωτέρω, κρίση περί του απαραδέκτου της αίτησης ακυρώσεως επεκτείνεται στους συμβολαιογράφους της παρ. 4 του άρθρου 92 Συντ ., τούτο δε κατ’ επίκληση του πρόσθετου οργανικού στοιχείου της εποπτείας που δικαστικές αρχές ασκούν στους «μονίμους [αυτούς] λειτουργούς οι οποίοι συμβάλλουν στο έργο των δικαστηρίων» [12] .

Έχει περαιτέρω κριθεί [13] ότι «η παρεχόμενη προστασία στους δικαστικούς υπαλλήλους κατά την επίλυση των αμφισβητήσεων που ανακύπτουν στα θέματα της υπηρεσιακής των καταστάσεως είναι επαρκής, διότι από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος , και υπό τις εγγυήσεις τις προβλεπόμενες από το άρθρο 24 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, παρέχεται σ’ αυτούς η δυνατότητα ασκήσεως κατ’ αποφάσεως του πρωτοβαθμίου υπηρεσιακού συμβουλίου προσφυγής σε δευτεροβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, συγκροτούμενο κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς ανωτάτου βαθμού, ενώπιον του οποίου έχουν το δικαίωμα να παρίστανται οι ενδιαφερόμενοι δικαστικοί υπάλληλοι, αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο, δυνάμενοι να υποβάλλουν και υπομνήματα».

Είναι όμως αμφίβολο αν το δευτεροβάθμιο αυτό υπηρεσιακό συμβούλιο [14] πληροί τις προδιαγραφές δικαστηρίου κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 87 παρ. 1, 93 Συντ . και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, «εφόσον οι αγόμενες ενώπιον των κατ’ άρθρο 92 παρ. 3 του Συντ . υπηρεσιακών συμβουλίων υποθέσεις δεν συζητούνται δημόσια ούτε οι αποφάσεις τους δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση και τα εν λόγω συμβούλια δεν συγκροτούνται καθ’ ολοκληρίαν από τακτικούς δικαστές» [15] , [16] .

Ανδρέας Κούνδουρος,
Δικηγόρος, DEA

Υποσημειώσεις

[ 1 ]. Βλ. σχετικά Μ. Πικραμένο, «Το οργανικό κριτήριο υπό το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος», ΕφημΔΔ 2008,810.

[ 2 ]. Ορολογία της μειοψηφίας στη ΣτΕ ΕΑ 52/2008 , που χρησιμοποιείται και στη σχολιαζομένη.

[ 3 ]. Βλ. π.χ. ΣτΕ Ολ 2011/2003 , σκ. 4, ΔΦορΝ 2004,72, ΕΔΚΑ 2003,818, ΣτΕ Ολ 189/2007 , σκ. 13, ΝοΒ 2007,464, ΤοΣ 2007, με παρατηρήσεις Κ. Γώγου, σελ. 891.

[ 4 ]. Άρθρα 90, 91 και 92 Συντ ., αντίστοιχα.

[ 5 ]. Άρθρο 28 παρ. 2 Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν 2830/2000 ).

[ 6 ]. ΣτΕ ΕΑ 933/2006 , 647/2003.

[ 7 ]. Ολ 3034, 3035/2008.

[ 8 ]. Σκ. 8 και 7, αντίστοιχα, των αποφάσεων της προηγ. υποσημείωσης.

[ 9 ]. Ό.π.

[ 10 ]. Όμοια η ΣτΕ 1919/2009 .

[ 11 ]. Βλ. ιδίως, ΣτΕ Ολ 282/1995 , Αρμ 1995,687, αλλά και μειοψηφία στις προμνημονευθείσες ΣτΕ Ολ 189/2007  και 2011/2003.

[ 12 ]. Σκ. 9.

[ 13 ]. Ανωτ. υποσημ. 8. Η σχολιαζομένη δεν αναφέρεται στο ζήτημα.

[ 14 ]. Ενώπιον του οποίου προσφυγή έχουν και οι συμβολαιογράφοι, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 24 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (Ν 2812/2000 , πρβλ. άρθρο 28 παρ. 2 Κώδικα Συμβολαιογράφων).

[ 15 ]. Μειοψηφία στις ΣτΕ Ολ 3034-5/2008, βλ. και Ε. Πρεβεδούρου, «Η έννοια του δικαστικού οργάνου στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», ΕΔΔΔΔ 2009, σελ. 295-296, Μ. Πικραμένο, ό.π., σελ. 817-818.

[ 16 ]. Ερωτάται, εξ άλλου, ενόψει και των προηγηθέντων και εκτός προβληματικής του κριτηρίου της ακυρωτικής αρμοδιότητας του δδ, αν πειθαρχικές ποινές σε βάρος δικαστικών υπαλλήλων ή συμβολαιογράφων, ως «μόνιμων», κατ’ άρθρο 92 παρ. 4 Συντ ., δημόσιων λειτουργών, υπόκεινται στο ένδικο βοήθημα της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 Συντ . και του Υπαλληλικού Κώδικα, Βλ. σχετικά διϊστάμενες απόψεις πλειοψηφίας – μειοψηφίας στην ΣτΕ Ολ 2011/2003 . Επισημαίνεται ότι η πειθαρχική εξουσία στους συμβολαιογράφους μπορεί να ασκηθεί και από δικαστήρια (πενταμελή εφετεία, άρθρο 56 παρ. 2 Κώδικα Συμβολαιογράφων), κατά παραπομπή από πειθαρχικό συμβούλιο (άρθρο 63 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα).