ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΙΚΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗ
www.nomikospoudastirio.gr
Αριθμός 62/2012, Β τμήμα 7μ. (ίδια και 1777/2012)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Αναίρεση υπό την ισχύ του 35 (παρ. 3) και 51 του ν. 3772/2009, που ισχύουν από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009) και έως την 31-12-2011, οπότε πλέον ισχύει ο ν.3900/11. Ο νόμος αυτός δεν καταλαμβάνει της εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις αλλά της εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως από 10-7-09 έως 31-12-09. Κατά το νόμο αυτό επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η άσκηση αναιρέσεως εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς είναι κάτω των 40.000€ εφόσον ο αιτών όμως επικαλείται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή αντίθεση της αποφάσεως με νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου. Εάν όμως έως την συζήτηση της υπόθεσης εξεδόθη απόφαση του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου που επιλύει το σπουδαίο νομικό ζήτημα , τότε αυτό παύει να είναι σπουδαίο και η αίτηση αναιρέσεως θα απορριφθεί , εκτός εάν η απόφαση επέλυσε το σπουδαίο νομικό ζήτημα κατά τρόπο αντίθετο προς την αναιρεσιβαλλομένη και συνεπώς, ανέκυψε μεταγενέστερη αντίθεση της αποφάσεως με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη περίπτωση αυτή καθίσταται παραδεκτή η κρινόμενη αίτηση λόγω της επιγενόμενης αντίθεσης της αναιρεσιβαλλομένης προς την νομολογία του ΣτΕ και μάλιστα ο λόγος αυτός , ως επιγενόμενος, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. (βλ.παρακάτω όμως αντίθετη υπ’ άριθμ. 1000/2012 του Στ΄ τμήματος καθώς και κοινό σχολιασμό του Α.Γ.Προυσανίδη).
Πρόεδρος : Φ. Αρναούτογλου (Αντιπρόεδρος ΣτΕ)
Εισηγητής: Ε. Σκούρα (Πάρεδρος)
Νομικοί Παραστάτες : Π. Καραστεργίου (Πάρεδρο ΝΣΚ)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του της 7 Δεκεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ε. Σκούρα, Ο. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 17 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση:
του Διευθυντή Διεύθυνσης Παρακολούθησης & Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων (ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ.), ο οποίος παρέστη με τον Πολυχρόνη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Στυλιανού Γεωργίου Παυλίδη, κατοίκου Roussillon Γαλλίας (οδός RTE GORDES, LA MADONE, 84220) και προσωρινώς διαμένοντος στην Αθήνα (οδός Στίλπωνος αρ. 16, Παγκράτι), ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1598/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Σκούρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά της προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ της η σ ε της α σ χ ε της ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α της ά της ο Ν ό μ ο
1. …2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, που συζητείται στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η αναίρεση της 1598/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της 319/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και, κατ’ αποδοχή της προσφυγής, ακυρώθηκε η 328/99/2001/9.1.2001 πράξη επιβολής πολλαπλού τέλους ύψους 13.533.600 δρχ. του Διευθυντή της Διεύθυνσης Παρακολούθησης και Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων (ΔΙΠΕΑΚ). Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η προσφυγή.
3. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση χωρίς την παρουσία του αναιρεσιβλήτου, δοθέντος ότι, της προκύπτει από την 7336/7.11.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Γ. Παρασκευόπουλου, αντίγραφα της αιτήσεως αναιρέσεως και της από 3.3.2011 πράξεως του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κοινοποιήθηκαν νομοτύπως στον δικηγόρο Κρίτωνα Μεταξόπουλο που εκπροσώπησε τον αναιρεσίβλητο κατά την έκδοση της προσβαλλομένης.
4. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Κωδικοποίηση νόμων για το Σ.τ.Ε., Α΄8), της η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α΄112) και τροποποιήθηκε περαιτέρω με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄112/10.7.2009), προτού αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει από 1.1.2011 (άρθρο 70 του τελευταίου αυτού νόμου), ορίζονταν τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο [από το ανωτέρω ποσό], όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως της τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή της της αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων». Της προκύπτει από της ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 35 (παρ. 3) και 51 του πιο πάνω ν. 3772/2009, ισχύουν από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009) και «δεν καταλαμβάνουν της εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις», αλλά επομένως της εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως, το ζήτημα της συνδρομής «σπουδαίου νομικού ζητήματος» δικαιολογούντος, κατ’ εξαίρεση, την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως με χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο του νομίμου ορίου, δεν ερευνάται από το αναιρετικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αλλά μόνον κατόπιν προβολής από τον αναιρεσείοντα «συγκεκριμένων» σχετικών ισχυρισμών που πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το εισαγωγικό δικόγραφο (ΣΕ 3323/2011 Ολομ., κ.ά.). Εφόσον δε, και καθ’ ο μέρος, γίνουν και κατ’ ουσίαν δεκτοί οι ως άνω ισχυρισμοί, η αίτηση αναιρέσεως κατά το αντίστοιχο –και μόνον- μέρος, κρίνεται παραδεκτή από την ανωτέρω άποψη και εκδικάζεται περαιτέρω (ΣΕ 3323/2011 Ολομ., κ.ά.).
5. Επειδή, εν προκειμένω, ή κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε της 18.2.2010, ήτοι υπό την ισχύ του ν. 3772/2009, της αναφέρεται δε στο επισυναπτόμενο στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως σημείωμα του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Τελωνείων Αττικής της το Δικαστήριο, το αμφισβητούμενο με την κρινόμενη αίτηση ποσό ανέρχεται σε 39.717,09 ευρώ, ήτοι είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ. Το Δημόσιο προβάλλει με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι, παρά ταύτα, η αίτηση ασκείται παραδεκτώς, διότι με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα που αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 5 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ. Το ζήτημα αυτό, το οποίο κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως αποτελούσε πράγματι «σπουδαίο νομικό ζήτημα» κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ.1 του ν.3772/2009 και συζητήθηκε στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας, επιλύθηκε ήδη με την 2067/2011 (7μ.) απόφαση. Ως εκ τούτου, μετά την επίλυσή του, δεν αποτελεί πλέον, «σπουδαίο νομικό ζήτημα» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Πλην όμως, όπως θέλει ευθύς αμέσως αναφερθεί, επιλύθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς τα κριθέντα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, ανέκυψε αντίθεση της αποφάσεως αυτής προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και δη προς την ως άνω 2067/2011 απόφαση, η οποία καθιστά παραδεκτή κατά την ως άνω διάταξη την κρινόμενη αίτηση για τον λόγο αυτό, ο οποίος, ως επιγενόμενος, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.
6. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 100 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄ 73), της τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 (Α΄ 495), «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄ της τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον», σύμφωνα δε με την περίπτωση θ΄ της επόμενης παρ. 2, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952 (Α΄ 113), ως λαθρεμπορία θεωρείται και «η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας». Εξ άλλου, με το άρθρο 3 του α.ν. 1514/1950 (Α΄ 240) ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1591/1950 (Α΄ 295), προστέθηκε παράγραφος 2 στο άρθρο 89 του Τελωνειακού Κώδικα, βάσει της οποίας το κατά το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα περιγραφόμενο (περιπτωσιολογικώς και εννοιολογικώς) αδίκημα της λαθρεμπορίας χαρακτηρίζεται νόμω και ως τελωνειακή παράβαση, ασχέτως του αν τούτο ήθελε κριθεί ή μη υπό των ποινικών δικαστηρίων αξιόποινο. Ούτω, σύμφωνα με την διάταξη αυτή της παρ. 2 του άρθρου 89 «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται … η καθ΄ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσι δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως της τας διατάξεις του παρόντος νόμου, και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του α.ν. 1514/1950 προστέθηκαν παρ. 3 και 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, της οποίες, της η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (ΦΕΚ Α΄ 337), ορίζεται αντίστοιχα ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επομ. του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενο ταύτης δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων εν συνόλω, δια πάντας της συνυπαιτίους» και ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν». Εν όψει του νομοθετικού αυτού καθεστώτος, καθώς το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 94 παρ. 1 ότι «στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, της νόμος ορίζει….» και στο άρθρο 96 παρ. 1 ότι «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι», γίνεται παγίως και ανεξαιρέτως δεκτό ότι επί λαθρεμπορίας, το Σύνταγμα ανέθεσε λόγω εξειδικεύσεως την επίλυση των μεν διαφορών από πράξεις της τελωνειακής αρχής στα διοικητικά δικαστήρια, των δε ποινικών στα ποινικά. Ελλείψει, μάλιστα, διατάξεως αντίστοιχης του άρθρου 94 παρ. 3, που κατ’ εξαίρεση επιτρέπει, σε ειδικές περιπτώσεις να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών στα πολιτικά, η εν λόγω υπαγωγή των επιμάχων διαφορών στα διοικητικά και ποινικά δικαστήρια αντίστοιχα είναι αποκλειστική. Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97), υπό τον τίτλο «Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων», ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από της αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως της την ενοχή του δράστη».
7. Επειδή, της γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ΣΕ 990/2004 Ολομ., κλπ), οι μνημονευθείσες διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, έχουν την έννοια ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του.
8. Επειδή, περαιτέρω, η ΕΣΔΑ ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 2 ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ.), ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή, δέχεται παγίως ότι δικαστικές αποφάσεις που έπονται της τελεσίδικης αθωώσεως κατηγορουμένου δεν πρέπει να την παραβλέπουν ηθελημένα, έστω και αν εχώρησε λόγω αμφιβολιών (απόφαση της 27.9.2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04). Και ναι μεν, κατά το ΕΔΔΑ, σκοπός τούτου δεν είναι να εξετάσει τον βαθμό δεσμεύσεως των διοικητικών δικαστηρίων από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, καθώς, κατ’ αυτό, η ερμηνεία της εγχώριας νομοθεσίας είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων (σκέψη 37 της ως άνω αποφάσεως), καταλήγοντας, πάντως, στην κρίση ότι υπάρχει παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας όποτε το διοικητικό δικαστήριο δεν ακολουθεί προηγούμενη αθωωτική απόφαση του ποινικού, κατ’ ουσίαν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο. Θα πρέπει, συνεπώς, να ακυρώσει την σχετική διοικητική πράξη. Της, η νομολογία αυτή του ΕΔΔΑ, που έχει διαμορφωθεί σε περιπτώσεις που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια συμπεριφορά η οποία είτε συνιστά διακεκριμένη διοικητική και ποινική παράβαση που, καταστρωμένη στην νομοθεσία υπό διάφορες προϋποθέσεις, κολάζεται αυτοτελώς, και διοικητικά και ποινικά, της σε ένα πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα ή σε μια παράβαση του ΚΟΚ και του Ποινικού Κώδικα, είτε, αν δεν αποτελεί διοικητική παράβαση, πάντως, εντάσσεται σε σχετική διοικητική διαδικασία, δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια μόνο παράβαση η οποία, υπό της αυτές προϋποθέσεις, αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα ελεγχόμενο από τον ποινικό δικαστή και διοικητική παράβαση, ελεγχόμενη από τον διοικητικό, της η λαθρεμπορία κατά της ως άνω διατάξεις του ελληνικού δικαίου, γιατί τότε απορροφάται από το ζήτημα που κατ’ εξοχήν προτάσσεται, το κατά πόσο έχει ή όχι πεδίο εφαρμογής η αρχή non bis in idem. Άλλωστε, και αν ακόμη έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η ως άνω νομολογία, δεν αποκλείει, κατά την έννοιά της, να στηρίξει την κρίση του το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο σε στοιχεία διαφορετικά εκείνων στα οποία είχε στηρίξει την κρίση του το ποινικό, της συμβαίνει εν προκειμένω. Πάντως, αν, σε αντίθεση με τα παραπάνω, θεωρηθεί ότι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ της έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση υπό την έννοια ότι αποκλείει στο διοικητικό δικαστήριο να την λύσει διαφορετικά από ό,τι το ποινικό, θα αντέβαινε της τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι θα κατέληγε κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται της σχετικούς όρους με τον τρόπο που της αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη (ΣΕ 2067/2011 7μ.).
9. Επειδή, εν προκειμένω, της προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, της 3.5.1999 ο εκκαλών [ήδη αναιρεσίβλητος] κατελήφθη από αστυνομικούς να οδηγεί επιβατικό αυτοκίνητο, μάρκας HONDA PRELUDE, με αριθμό πινακίδων κυκλοφορίας ΖΗ 449824, αριθμό πλαισίου JHMAAB5230C010735 και κυλινδρισμού κινητήρα CC 1829, ιδιοκτησίας JUERGENS –BICHERON, χωρίς να κατέχει τα νόμιμα έγγραφα κυκλοφορίας του. Ακολούθως, η ΔΙΠΕΑΚ κάλεσε τον εκκαλούντα με την 11348/20.5.1999 πρόσκλησή της να προσκομίσει στοιχεία νόμιμης κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Ο εκκαλών δεν τα προσκόμισε και το αυτοκίνητο κατασχέθηκε και συντάχθηκε το 328/16.12.1999 πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης, κατά το οποίο ο εκκαλών [ήδη αναιρεσίβλητος] θεωρήθηκε ως υπαίτιος παράνομης κατοχής και κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Εξάλλου, η Πρεσβεία της Ελβετίας με το από 14.6.1999 έγγραφό της γνωστοποίησε στην αρμόδια τελωνειακή αρχή ότι τα τέλη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, του οποίου οι πινακίδες είναι ελβετικές, είχαν πληρωθεί στην Ελβετία έως 31.12.1990, ενώ η εταιρία Γενική Ασφαλειών με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» με το από 6.7.1999 έγγραφό της γνώρισε στην τελωνειακή αρχή ότι το ανωτέρω αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας JUERGENS –BICHERON, ήταν ασφαλισμένο από το 1992 έως το 1997 στην εταιρία «ΑΣΤΗΡ» και στη συνέχεια από το 1997 και εφεξής στην εταιρία «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ». Στο 29959/14.12.2000 απολογητικό του υπόμνημα ο εκκαλών [αναιρεσίβλητος] υποστήριξε ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς της προσωρινής απαλλαγής από την καταβολή του τέλους ταξινόμησης που προβλέπεται από τον ν. 2682/1999 (Α΄ 16) και την Δ247/13/1.3/6.4.1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 195), που κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ.4 του ν.1839/1989 (Α΄ 90), διότι είναι μόνιμος κάτοικος Γαλλίας από το έτος 1979 και εισήγαγε το αυτοκίνητο, του οποίου είναι κύριος, στην Ελλάδα την 15η- 16η Δεκεμβρίου 1998 με πλοίο. Η τελωνειακή αρχή έκρινε ότι ο εκκαλών [αναιρεσίβλητος] κατέχει και κυκλοφορεί στην Ελλάδα το ως άνω αυτοκίνητο παράνομα, διότι κατά την είσοδό του στη χώρα δεν καταβλήθηκε τέλος ταξινόμησης και δεν είχε ο της της προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς προσωρινής απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού. Θεώρησε δε ότι οι ανωτέρω ενέργειές του συνιστούν τελωνειακή παράβαση που ενέχει τα στοιχεία της λαθρεμπορίας, κατ’ εφαρμογή των άρθρ.18 Β περ.1 του ν.2682/1999 και 89 παρ.2 και 97 παρ. 3 του ν. 1165/1918 και εξέδωσε σε βάρος του την 328/99/2001/9.1.2001 πράξη, με την οποία του επέβαλε πολλαπλό τέλος ύψους 13.533.600 δρχ., τριπλάσιο του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης. Το διοικητικό εφετείο, ερμηνεύοντας της διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ δέχθηκε ότι το κατοχυρούμενο σε αυτές τεκμήριο αθωότητας ισχύει και για της διοικητικές αρχές και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια διοικητικά δικαστήρια, της περιπτώσεις που τα ίδια πραγματικά περιστατικά και η ίδια προσωπική συμπεριφορά στοιχειοθετούν, εκτός από ποινικό αδίκημα και διοικητική παράβαση, ότι όταν ένα πρόσωπο αθωώνεται τελεσιδίκως από τα ποινικά δικαστήρια, ακόμα και λόγω αμφιβολιών, η αθωωτική απόφαση πρέπει να γίνεται σεβαστή από της διοικητικές αρχές και τα διοικητικά δικαστήρια, διαφορετικά παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, καθώς και ότι μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις ή δηλώσεις προερχόμενες από δημόσιες αρχές μπορούν να δημιουργούν πρόβλημα υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, αν ισοδυναμούν με παραδοχή ενοχής που παραβλέπει ηθελημένα την προηγούμενη αθώωση του κατηγορουμένου. Εν όψει αυτών, το διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ως οψιγενές στοιχείο κατ’ άρθρ. 96 παρ.2 και 3 του Κ.Δ.Δ. την 65237/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο εκκαλών κηρύχθηκε αθώος του αδικήματος της λαθρεμπορίας, έκρινε ότι η 328/99/2001 πράξη του Διευθυντή της ΔΙ.ΠΕ.Α.Κ., με την οποία ο τελευταίος χαρακτηρίσθηκε υπαίτιος της της λαθρεμπορικής παράβασης και επιβλήθηκε σε βάρος του πολλαπλό τέλος, είναι μη νόμιμη, διότι η απόδοση σ’ αυτόν της τέλεσης της ένδικης λαθρεμπορίας δεν είναι συμβατή με το τεκμήριο της αθωότητας, μετά την τελεσίδικη αθώωσή του με την ως άνω απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εν συνεχεία δε, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δικάζοντας την προσφυγή, ακύρωσε την ως άνω πράξη.
10. Επειδή, περαιτέρω, εν όψει των εκτεθέντων ανωτέρω της σκέψεις 7 και 8, η παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι μη νόμιμη. Για το λόγο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 1598/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα της 8 Δεκεμβρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2012.
Η αντίθετη υπ΄αριθμ. 1000/2012, Στ τμήμα εν συμβουλίω (αρθ.34Α πδ18/89)
Πρόεδρος : Α. Ράντος (Αντιπρόεδρος ΣτΕ)
Εισηγητής : Β. Πλαπούτα (Πάρεδρος)
Συνεδρίασε στις 11 Μαΐου 2012, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλος, Β. Πλαπούτα, Πάρεδρος. Γραμματέας η Ε. Γκίκα, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να αποφασίσει σχετικά με την από 6 Σεπτεμβρίου 2010 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου,
κατά της Φωτεινής Αντωνάκη, κατοίκου Αθηνών (Αλεξανδρείας 57-59).
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 6181/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η αίτηση εισάγεται προς κρίση σε συμβούλιο, κατόπιν της από 3 Μαΐου 2012 πράξεως του Προέδρου του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατά τη συνεδρίασή του, το συμβούλιο άκουσε την Εισηγήτρια, Πάρεδρο, Β. Πλαπούτα.
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 6181/2009 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 5886/2002 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή της αναιρεσίβλητης, μόνιμης δημοσίου υπαλλήλου και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ’ αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 3.423,04 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών, λόγω της μη καταβολής σ’ αυτήν, κατά το χρονικό διάστημα από 19.4.1999 έως 31.12.2001, της οικογενειακής παροχής που προβλέπεται από το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2470/1997.
2. Επειδή, στο άρθρο 35 του ν. 3772/2009, (Α΄ 112), που, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ίδιου νόμου, άρχισε να ισχύει από τις 10.7.2009, ορίζεται ότι: «1. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. … Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. … ». Σύμφωνα με το άρθρο 51 του ίδιου νόμου, η ισχύς αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009), εκτός εάν στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
3. Επειδή, η προεκτεθείσα ρύθμιση του άρθρου 35, παράγραφος 1, του ν. 3772/2009, με την οποία τροποποιήθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, καταλαμβάνει την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 20.9.2010, το δε ποσό της διαφοράς που άγεται με την αίτηση αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ. Με την αίτηση αυτή προβάλλεται ότι η αίτηση είναι παραδεκτή εφόσον η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η παραγραφή των αξιώσεων της αναιρεσίβλητης είναι πενταετής, διότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, (Α΄ 247), κατά το μέρος που θεσπίζει διετή παραγραφή των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου από αποδοχές, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αναφέρεται σε σπουδαίο νομικό ζήτημα και είναι αντίθετη προς την 9/2009 απόφαση του Α.Ε.Δ., με την οποία κρίθηκε ότι η παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων ν.π.δ.δ. από αποδοχές είναι, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ν.δ. 496/1974, διετής, προς την 32/2008 απόφαση του Α.Ε.Δ., που έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, η διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων του Δημοσίου από αποδοχές αρχίζει από τη γέννησή τους και προς τις 281/2009 και 5/2008 αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Όμως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν, διότι το ζήτημα αν η παραπάνω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος έχει ήδη επιλυθεί με την 1/2012 απόφαση του Α.Ε.Δ. και συνεπώς, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του ζητήματος αυτού ως σπουδαίου, η επίλυσή του δεν είναι λόγος που δικαιολογεί το παραδεκτό της κρινόμενης αιτήσεως, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009, ενώ, εξάλλου, ενδεχόμενη αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προγενέστερες αποφάσεις διοικητικών ή πολιτικών δικαστηρίων επί του ανωτέρω ζητήματος ή του Α.Ε.Δ. επί παρομοίων ζητημάτων δεν καθιστά παραδεκτή την αίτηση, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 34 Α παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4055/2012, (Α΄ 51).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2012 και εκδόθηκε στις 24 του ιδίου μήνα και έτους.
ΚΟΙΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ 62/12 ΚΑΙ 1000/12
Οι ως άνω παρατιθέμενες αποφάσεις , ήτοι η υπ΄αριθμ. 62/2012, επταμελούς συνθέσεως του Β’ τμήματος καθώς και η υπ΄αριθμ. 1000/2012, του Στ’ τμήματος εν συμβουλίω (αρθ.34Α πδ18/89) , αντιμετωπίζουν την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009, κατά τρόπο διαφορετικό και διαμετρικά αντίθετο. Μάλιστα σε αρμό με την 62/12 απόφαση ήδη έχει εκδοθεί 1777/2012 απόφαση του ιδίου τμήματος , ενώ εξ΄ όσων γνωρίζω μέχρι στιγμής δεν έχει εκδοθεί άλλη παρόμοια με την υπ΄αριθμ. 1000/2012.
Καταρχήν θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αναιρετική διαδικασία του ΣτΕ μετά την ίδρυση των φορολογικών δικαστηρίων , υπό το Σύνταγμα του 1952 καθώς και μετά την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων επεξετάθη σημαντικά με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αναιρετικές υποθέσεις ελάσσονος αντικειμένου. Ιδίως το Δημόσιο ενδεχομένως από υπερβάλλοντα ζήλο προάσπισης των συμφερόντων του κράτους μας, ασκούσε σχεδόν σε κάθε υπόθεση που ηττάτο αναίρεση. Ο νομοθέτης αρχικώς με το Ν. 2298/95 προσπάθησε ν’ ανακόψει το συνεχώς διογκούμενο κύμα αναιρέσεων ήσσονος σημασίας θέτοντας ως προϋπόθεση παραδεκτού για την αναίρεση του Δημοσίου την προηγούμενη γνωμοδότηση του ΝΣΚ. Όμως ο νόμος αυτός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και έτσι ο νομοθέτης επανήλθε με το Νόμο 2721/99 θέτοντας χρηματικό κατώφλι για όλες τις αναιρέσεις , πλην των περιοδικών παροχών, το ποσό των 500.000 δρχ. Μάλιστα με την αναθεώρηση του 2001 για το λόγο αυτό τροποποιήθηκε το άρθ.95παρ.1β . Με το Ν 2944/01 το όριο αναβιβάστηκε σε 2.000.000 δρχ. Με το Ν.3772/09 , που θα μας απασχολήσει παρακάτω , το όριο έγινε 40.000 €, ενώ για τις διοικητικές συμβάσεις δημοσίων έργων 200.000€. Προβλέφθηκε όμως ότι μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως και σε υποθέσεις που είναι κάτω του ορίου εφόσον ο αναιρεσείων επικαλείται είτε σπουδαίο νομικό ζήτημα είτε αντίθεση της νομολογίας του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου. Εξ΄άλλου με το άρθρο 12 παρ1 του Ν. 3900/2010 και όσον αφορά τις αναιρέσεις που θα ασκηθούν μετά την 1-1-2011 κατά μια άποψη ή κατά άλλη εφόσον η απόφαση εκδοθεί μετά την 1-1-2011 θα πρέπει ο αναιρεσείων να επικαλείται ως προϋπόθεση παραδεκτού του αναιρετικού λόγου υφιστάμενη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου. Εξ΄άλλου Σύμφωνα με τα άρθρα 35 (παρ. 3) και 51 οι ρυθμίσεις του ν. 3772/2009, ισχύουν από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009) και «δεν καταλαμβάνουν της εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις», αλλά μόνο τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως. Ο Ν. 3900/2011 εφαρμόζεται συνδυαστικά με το Ν. 3772/09.
Η πρώτη σχολιαζόμενη απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Β΄ τμήματος με αριθμ. 62/2012 , ερμηνεύει και επιλύει κατά τρόπο δογματικά ορθό και συνεπή προς τον σκοπό της αναιρετικής δίκης της έννοια του «σπουδαίου νομικού ζητήματος» και ειδικότερα το ενεστώς αυτού κατά το χρόνο συζητήσεως της αναιρέσεως. Καταρχήν ξεκαθαρίζει ότι εφόσον το ζήτημα αυτό, υπήρξε πράγματι σπουδαίο κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως αλλά έως την συζήτηση επιλύθηκε λόγω εκδόσεως σχετικής αποφάσεως από την Ολομέλεια ή από αυξημένη σύνθεση τμήματος ή το ΑΕΔ τότε παύει να είναι σπουδαίο νομικό ζήτημα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Στο σημείο αυτό τόσον η υπ΄αριθμ. 62/2012 όσο και η αντίθετη 1100/12 του Στ΄ τμήματος συμπίπτουν. Η αντίθεση τους όμως αρχίζει από εκεί και πέρα και αφορά την τύχη της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά την 62/2012 θα πρέπει να διακρίνουμε : α) εάν μεν η νεότερη απόφαση επέλυσε το ζήτημα κατά τρόπο σύμφωνο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση , το Δικαστήριο θα πρέπει ν’ απορρίψει την ένδικη αναίρεση διότι πλέον το «σπουδαίο νομικό ζήτημα» έπαψε να είναι σπουδαίο και επελύθη κατά τρόπο σύμφωνο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και αντίθετο από αυτό που υπεστήριζε ο αιτών, β) εάν όμως το «σπουδαίο νομικό ζήτημα» επελύθη κατά τρόπο αντίθετο από αυτόν που υπεστήριξε η αναιρεσιβαλλομένη τότε ναι μεν πλέον έπαψε να είναι σπουδαίο νομικό ζήτημα αλλά η αναίρεση θα πρέπει να γίνει δεκτή λόγω της επιγενόμενης πλέον και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης με την νεοπαγή νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός εξ΄ άλλου δεν ήταν δυνατόν να είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα αφού προέκυψε μεταγενέστερα. Ορθά λοιπόν η ως άνω απόφαση νομολογεί ότι πρέπει να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και να θεωρηθεί παραδεκτή διότι αυτό επιτάσσει και ο σκοπός της αναιρέσεως στο ΣτΕ δηλαδή να επιτευχθεί ενιαία και κατευθυντηρία νομολογία χωρίς αντιφάσεις . Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή , που ακολουθεί η 1000/12 άγει σε άτοπα και πιστεύω ότι έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με το σκοπό της αναιρετικής δίκης . Έτσι κατά την στενή αυτή ερμηνευτική θέση παρόλο που : α) η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι λανθασμένη διότι έχει ερμηνεύσει και εφαρμόσει το νόμο κατά τρόπο αντίθετο προς την υπάρχουσα νομολογία και β) ενώ ο αναιρεσείων υποστηρίζει την τελική ορθή νομική λύση , επειδή κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως του δεν ήταν δυνατόν να αναφέρει την μεταγενέστερη απόφαση του Ανωτάτου δικαστηρίου που επέλυσε το νομικό ζήτημα κατά τον τρόπο που και αυτός επικαλείται , θα πρέπει να απορρίψουμε την αναίρεση!
Νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν παρά η νομολογία και των λοιπών τμημάτων του ΣτΕ να στοιχηθεί στην ορθή ερμηνευτική θέση της υπ΄αριθμ. 62/2012 του Β΄ τμήματος , 7μ., και όχι στην λανθασμένη απόφαση της υπ΄αριθμ. 1000/12 του Στ΄ τμήματος εν Συμβουλίω.
Αναστάσιος Γ. Προυσανίδης