ΣτΕ 622/2021 Α τμ., ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΝΟΜΙΜΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΑΠΟ ΤΡΙΔΥΝΑΜΟ, ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΒΑΡΩΝ ΑΡΘ.4 § 5 Σ, ΑΡΘ. 71 & 73 ΚΔΔ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

ΣΤΕ

Αριθμός 622/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιουνίου 2017, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Aντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σπ. Μαρκάτης, Ο. Ζύγουρα, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Κατσιώνη.

Για να δικάσει την από 26 Οκτωβρίου 2015 αίτηση:

της Ελένης Σουλάι, κατοίκου Χολαργού Αττικής (Κρέσνης 12), ως κληρονόμου της αποβιωσάσης θυγατέρας της Μαρίας Σουλάι, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Μπιτσαξή (Α.Μ. 9221), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

κατά των: 1. Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Αικατερίνη Γαλάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Δήμου Παπάγου-Χολαργού Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Γεωργακόπουλο (Α.Μ. 10373), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και με απόφαση της Οικονομικής του Επιτροπής.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 451/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.


Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου Δήμου και την αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή με την κρινομένη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθή το νόμιμο παράβολο (4152307-9/2015, 4119779-80/2015 ειδικά γραμμάτια παραβόλου σειράς Α΄), ζητείται από την αναιρεσείουσα, ως μόνη κληρονόμο της αποβιωσάσης θυγατρός της Μαρίας Σουλάι, η αναίρεση της 451/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τη οποία, κατόπιν συνεκδικάσεως αντίθετων εφέσεων, απερρίφθη η έφεση της αναιρεσειούσης, έγινε δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, εξηφανίσθη η 11397/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ακολούθως δε εδικάσθη και απερρίφθη η από 26-6-2008 αγωγή, ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα, ως έχουσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατρός της Μαρίας Σουλάι, η οποία απεβίωσε στις 23-9-2010 και την δίκη συνέχισε, ως μόνη κληρονόμος της, η αναιρεσείουσα. Με την αγωγή αυτή, στρεφομένη κατά του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Χολαργού, εζητείτο να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, στην ανωτέρω θυγατέρα της αναιρεσειούσης ποσό 1.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνισταμένης σε βλάβη της υγείας της, προκληθείσα, κατά τα προβαλλόμενα, συνεπεία εμβολιασμού με το εμβόλιο MMR, ο οποίος διενεργήθηκε στα Δημοτικά Ιατρεία του Δήμου Χολαργού. Με την πρωτόδικη απόφαση, είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή και ανεγνωρίσθη η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλη στην αναιρεσείουσα το ποσό των 200.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η θυγατέρα της εξ αιτίας της ως άνω βλάβης της υγείας της.

2. Επειδή στο άρθρο 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989 (φ. 8 τ. Α΄), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, κατατεθείσης στην Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 30-10-2015, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (φ. 213 τ. Α΄) και όπως, περαιτέρω, συνεπληρώθη με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (φ.240/ 22.12.2016 τ. Α΄), ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου … 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της …».

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ΣτΕ 2177/11 7μ), απαιτείται σωρευτικώς η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων (ΣτΕ 744/2017326/201531904287/20142582/20131875/2012 7μ.), ήτοι αφενός να πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το οποίο δεν υπολείπεται των 40.000 ευρώ ή χωρίς άμεσο χρηματικό αντικείμενο ή για διαφορά που ανακύπτει από την άσκηση προσφυγής ουσίας, εφόσον αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της και αφετέρου να προβάλλονται από το διάδικο οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 3 ισχυρισμοί για την άρση του απαραδέκτου. Εξάλλου, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παράγραφο 3, ο αναιρεσείων βαρύνεται να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου(ΣτΕ 744/2017326/20151327119431904187/201425824104/20131875/2012 7μ.). Ειδικότερα δε, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, θα πρέπει η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 744/20171134809581532/20151913/201430083011/2013). Το ίδιο ισχύει και όταν ο αναιρεσείων επικαλείται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή η έλλειψη αυτής θα πρέπει να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως (ΣτΕ 884/20171659/20161302/2015). 

3. Επειδή, το χρηματικό αντικείμενο της παρούσης διαφοράς, αναγόμενο στο αιτηθέν με την ανωτέρω αγωγή ποσό (1.000.000 ευρώ) υπερβαίνει το κατά τις ανωτέρω διατάξεις όριο των 40.000 ευρώ. Συνεπώς, για το παραδεκτό της αιτήσεως απαιτείται να προβάλλονται παραδεκτώς, ως προς τους προβαλλομένους λόγους, ισχυρισμοί με το κατά την παρ. 3 του άρθρου 53 του πδ 18/1989, όπως κατά τα ανωτέρω ετροποποιήθη, περιεχόμενο.

4. Επειδή από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά παραδεκτώς λαμβανόμενα υπ’ όψιν από τον αναιρετικό δικαστή διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: η γεννηθείσα στις 25-11-1994 θυγατέρα της αναιρεσειούσης, Μαρία Σουλάι, στις 4-9-2001, σε ηλικία 7 ετών, εμβολιάσθηκε με την πρώτη δόση του τριδύναμου εμβολίου ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς, με την ονομασία «MMR-II» (measles, mumps & rubella), η δεύτερη δόση του οποίου της χορηγήθηκε στις 30-3-2006 στα Δημοτικά Ιατρεία του Δήμου Χολαργού, ενώ φοιτούσε στην Ε΄ τάξη του 3ου Δημοτικού Σχολείου Χολαργού. Kατά τις ημέρες που ακολούθησαν τον εμβολιασμό, η ανήλικη, όπως ιστορείται στην αγωγή, εμφάνισε διαρκώς επιδεινούμενα νευρολογικά συμπτώματα, συνιστάμενα σε αιφνίδιες πτώσεις στο έδαφος, αστάθεια στη βάδιση, κολλώδη ομιλία, σύγχυση, αδυναμία συγκέντρωσης και δυσκολία αντίληψης του περιβάλλοντος. Στις 8-5-2006, υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, όπως προκύπτει από το 17495/5-8-2011 έγγραφο της Διευθύντριας Διοικητικής Υπηρεσίας του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών «Η Αγία Σοφία» και στις 23-5-2006 εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού», όπου ενοσηλεύθη έως τις 9-6-2006. Κατά την παραμονή της στο Νοσοκομείο υπεβλήθη σε σωρεία εργαστηριακών και κλινικών εξετάσεων (βιοχημικές εξετάσεις, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου κ.λπ.), κατόπιν των οποίων διεπιστώθη ότι έπασχε από «υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα μετά από ιλαρά (van Bogaert)» και στις 25-5-2006 ετέθη υπό θεραπευτική αγωγή. Στις 20-6-2006 επανεισήχθη στο Νοσοκομείο, όπου της έγινε τοποθέτηση «reservoir» κοιλιοστομίας, προκειμένου να εγχυθή η φαρμακευτική ουσία «ιντερφερόνη», δια της ανοίξεως οπής στο κρανίο, κατ’ ευθείαν στο πάσχον όργανο του εγκεφάλου, με σκοπό την επιβράδυνση της πορείας της νόσου, όπως αναφέρεται στο 310482/11-9-2006 ενημερωτικό σημείωμα της ειδικευόμενης ιατρού της Β΄ Πανεπιστημιακής Παιδιατρικής Κλινικής του Γ.Ν. Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού», Έλενας Βασιλένκο. Ακολούθησαν συνεχείς και επαναλαμβανόμενες εργαστηριακές και αιματολογικές εξετάσεις, με εισαγωγές ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Νοσοκομείο, κατά τα επόμενα τέσσερα (4) έτη περίπου. Όμως, η κατάσταση της υγείας της ήταν μη αναστρέψιμη, όπως δε αναφέρεται στην από 3-10-2007 ιατρική βεβαίωση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας της ίδιας ως άνω Κλινικής Αγγελικής Σκαρδούτσου: «… Η νόσος αυτή προκαλεί εκφύλιση της λευκής φαιάς εγκεφαλικής ουσίας, σπασμούς, επιληψία, νοητική καθυστέρηση. Παρά την χορηγηθείσα αντιϊκή θεραπεία, η κατάστασή της είναι προοδευτικά επιδεινούμενη. Δεν δύναται να ορθοστατήσει, ούτε να περπατήσει. Δεν έχει ομιλία, ούτε χρήση χειρός και κάνει συνεχείς επιληπτικές κρίσεις. Ελάχιστη επικοινωνία με το περιβάλλον, μόνον βλεμματική». Τελικώς, η ασθενής απεβίωσε στις 
23-9-2010,
όπως προέκυπτε από το προσκομισθέν ενώπιον του δικάσαντος εφετείου απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως θανάτου, στο οποίο αναγράφεται ως αιτία θανάτου: «Σκληρυντική παρ(ν)εγκεφαλίτιδα, τετραπληγία, ανακοπή». Η αναιρεσείουσα, μητέρα της ανωτέρω και φερομένη ως ασκούσα μόνη την γονική μέριμνα αυτής, άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την αγωγή αυτή προέβαλε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, στον οποίο υπεβλήθη η κόρη της με το γνωστό εμβόλιο MMR που προστατεύει από τις παιδικές ασθένειες της ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς δεν την προστάτευσε, αλλά οδήγησε αρχικά στη νόσησή της από ιλαρά, η οποία ραγδαία και ταχύτατα επεπλάκη με την ανίατη πάθηση της σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας, η οποία, τελικώς, όπως κατόπιν έγινε γνωστό ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, επέφερε τον θάνατό της, στις 23-9-2010. Ισχυρίσθηκε δε ότι προέβη, υποχρεωτικά -χωρίς να συναινέσει- στον εμβολιασμό της κόρης της διότι της εζητήθη από τις σχολικές αρχές του σχολείου, όπου φοιτούσε η κόρη της, να προσκομίσει το βιβλιάριο υγείας της με βεβαίωση ότι έχει εμβολιασθή με το παραπάνω εμβόλιο, καθ όσον, άλλως, δεν θα της εχορηγείτο τίτλος σπουδών αλλά απλή βεβαίωση φοίτησης. Ενόψει τούτου, επεσκέφθη με την κόρη της τα δημοτικά ιατρεία Χολαργού που διατηρεί ο εναγόμενος Δήμος όπου εμβολιάσθηκε η κόρη της από τον ιατρό Αγάπιο Τερζίδη, χωρίς καμία, όπως ισχυρίσθηκε, ενημέρωσή της για πιθανούς κινδύνους και επιπλοκές, με αποτέλεσμα αμέσως μετά τον εμβολιασμό η κόρη της να εμφανίσει διαρκώς επιδεινούμενα συμπτώματα, τα οποία, όπως διεπιστώθη, οφείλοντο στη νόσησή της από ιλαρά, η οποία της προκάλεσε, ως επιπλοκή, όπως προαναφέρθηκε, υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα. Προέβαλε δε, περαιτέρω, ότι ο επιβαλλόμενος για τη φοίτηση των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, υποχρεωτικός εμβολιασμός τους, μεταξύ άλλων, με το επίδικο εμβόλιο, κατά τις διατάξεις των π.δ. 201/1998 και 200/1998, χωρίς τη συναίνεση του φορέα του εννόμου αγαθού της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας και, αν ο φορέας είναι ανήλικος, του ασκούντος τη γονική μέριμνα αυτού γονέα ή κηδεμόνα, κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα περί συναίνεσης του ενημερωμένου ασθενή στις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 2 και 5 και 25 του Συντάγματος καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ότι ακόμη και αν δεν θεωρηθούν ως αντισυνταγματικές οι ανωτέρω διατάξεις, στο μέτρο που η ιατρική αυτή πράξη έγινε χωρίς συναίνεση και έχει επιφέρει σωματική βλάβη ή θάνατο, διατηρεί τον άδικο χαρακτήρα της απέναντι στον παθόντα, τις έννομες δε συνέπειες έχει αποδεχθεί στην περίπτωση αυτή η ελληνική πολιτεία, η οποία αποδέχεται και τις συνεπακόλουθες αστικές συνέπειες. Περαιτέρω, προέβαλε ότι πολλά σύγχρονα κράτη (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Γερμανία) έχουν θεσπίσει συστήματα αποζημιώσεως για βλάβη ή θάνατο από εμβόλιο, ιδρύοντας και σχετικούς οργανισμούς, τούτο δε εκπορεύεται εκτός από τις κατά περίπτωση υπερκείμενες συνταγματικές διατάξεις και από Διεθνείς Συμβάσεις, τις οποίες έχει κυρώσει και η Ελλάδα, όπως η σύμβαση για τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που παρέχει προστασία στο δικαίωμα υγείας και η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κυρωθείσα με τον ν. 2101/1992, και ότι η παράλειψη νομοθετήσεως ενός τέτοιου μέτρου στην ελληνική έννομη τάξη, βρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 2, 5 και 25 του Συντάγματος και με τα άρθρα 19, 23, 24, 26 και 39 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού και συνιστά αυτοτελώς, ως παράλειψη, βάση αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου. Περαιτέρω, εξέθεσε ότι, όπως παραδέχεται η φαρμακευτική εταιρεία που παράγει το επίδικο εμβόλιο, έχει αναφερθεί μία περίπτωση υποξείας σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας ανά 1.000.000 χορηγηθεισών δόσεων εμβολίου και δεδομένου ότι κάθε παιδί λαμβάνει δύο δόσεις, ένα παιδί ανά 500.000 θα υποστεί την ανωτέρω νόσο και θα πεθάνει από την παρενέργεια του συγκεκριμένου εμβολίου. Προέβαλε δε, ότι η Ελληνική Πολιτεία, θεσπίζοντας υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, ενεργεί αποδεχόμενη ο ενδεχόμενο βαριάς σωματικής βλάβης ή θανάτου ενός από τους εμβολιαζόμενους, υπέχοντας σχετική ευθύνη, καθ΄ όσον εάν εθεωρείτο ότι το θυσιαζόμενο έννομο αγαθό αποτελεί το απαραίτητο τίμημα για το «γενικό καλό», η σωματική βλάβη που επήλθε στην κόρη της βαρύνει από πλευράς αστικής ευθύνης το Δημόσιο το οποίο με τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, έγινε εγγυητής κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος των εννόμων αγαθών της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας της κόρης της, ως εκ τούτου δε ενέχεται εκ των διατάξεων των άρθρων 2, 5 και 25 του Συντάγματος για την αποκατάσταση της βλάβης αυτής, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας οργάνου και ανεξαρτήτως ιδιαίτερης νομικής βάσης για την αστική αυτή ευθύνη. Τέλος, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι, ακόμη και εάν ήθελε κριθεί ότι η σωματική βλάβη που επήλθε στην κόρη της δεν ήταν παράνομη λόγω κατάστασης ανάγκης και συγκεκριμένα προστασίας του εννόμου αγαθού της δημόσιας υγείας, της οφείλεται αποζημίωση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 285 και 286 του Α.Κ. Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά το μέρος που εστρέφετο κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ανεγνωρίσθη η υποχρέωση τούτου να καταβάλει στην ενάγουσα – ήδη αναιρεσείουσα ποσό 200.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ενώ απερρίφθη η αγωγή, κατά το μέρος που εστρέφετο κατά του Δήμου Χολαργού. Ειδικώτερα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο εδέχθη ότι ο προβλεπόμενος από το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών υποχρεωτικός εμβολιασμός των ανηλίκων, προκειμένου να φοιτήσουν στα σχολεία της χώρας, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και, ειδικώτερα, της προστασίας της δημοσίας υγείας, δεδομένου ότι προστατεύει τον εμβολιασμένο από την ανάπτυξη σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων και μειώνει την διασπορά τους στην ευρύτερη κοινότητα με τον μηχανισμό της συλλογικής ανοσίας, και, συνεπώς, σε περίπτωση που προκληθεί μη αναμενόμενη και υπέρμετρη βλάβη σε συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο από παρενέργειες εμβολίου, εφ’ όσον η αποκατάστασή της δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, δεν πρέπει η προκαλούμενη βλάβη να επιρριφθεί αποκλειστικά στον ζημιωθέντα αλλά στο κοινωνικό σύνολο, στην προστασία του οποίου αποβλέπει η υποχρέωση εμβολιασμών. Ο ζημιωθείς έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, στρεφόμενος κατά του Ελληνικού Δημοσίου με αίτημα την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από σύννομη ενέργεια χάριν του κοινωνικού συνόλου. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν τις επίσημες πληροφορίες, που παρέχονται από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ) σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις παρενέργειες του ανωτέρω εμβολίου και αφού απέρριψε ως ερειδόμενο επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου, κατά τον οποίο η ασθένεια της κόρης της αναιρεσειούσης οφείλεται σε νόσηση από ιλαρά κατά την βρεφική της ηλικία, καθώς και ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου περί υπάρξεως αντενδείξεως ως προς το χρονικό όριο πραγματοποιήσεως του εμβολιασμού, έκρινε ότι από τον εμβολιασμό της ανωτέρω δεν επήλθε ανοσοποίηση, αλλά αυτή νόσησε από οξεία πανεγκεφαλίτιδα προερχόμενη από ιλαρά, ως παρενέργεια του εμβολιασμού, ο εμβολιασμός αυτός, στο πλαίσιο του υποχρεωτικού, χάριν προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, εμβολιασμού τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα βλάβη της υγείας της, η οποία υπερβαίνει τα κατά την έννομη τάξη ανεκτά για να τα επωμισθή μόνη η παθούσα όρια και προεκλήθη από σύννομη διοικητική ενέργεια και ότι, συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο ενείχετο σε αποζημίωση κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, και δή ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών, την οποία προσδιόρισε σε 200.000 ευρώ, ενώ απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που εστρέφετο κατά του Δήμου Χολαργού. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν αντίθετες εφέσεις η ήδη αναιρεσείουσα και το Ελληνικό Δημόσιο.

Με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη 451/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, έγινε δεκτή η έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και εξηφανίσθη η πρωτόδικη απόφαση, ενώ απερρίφθη η έφεση της αναιρεσειούσης. Ειδικώτερα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση, κατ’ ανεπίτρεπτη (71 παρ. 1 και 73 ΚΔΔ) μεταβολή της ιστορικής και νομικής βάσεως της αγωγής, εδέχθη ότι η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου εθεμελιούτο στο άρθρο 4 παρ. 5 Συντάγματος, ενώ το αγωγικό αίτημα εστηρίζετο στις διατάξεις περί αδικοπραξίας των άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ και 932 ΑΚ. Για τον λόγο αυτό εξηφάνισε την πρωτόδικη απόφαση. Ακολούθως, δικάζοντας την αγωγή, έκρινε ότι και ο Δήμος Χολαργού ενομιμοποιείτο εν προκειμένω παθητικώς, εφ’ όσον με την αγωγή απεδίδοντο παράνομες πράξεις και παραλείψεις και σε αυτόν. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν εστοιχειοθετείτο ευθύνη του Δήμου λόγω ελλείψεως συναινέσεως της αναιρεσειούσης για τον εμβολιασμό του παιδιού της, δεδομένου ότι η αναιρεσίβλητη προσήλθε οικειοθελώς με την θυγατέρα της στα Δημοτικά ιατρεία και ζήτησε τον εμβολιασμό, καίτοι ο γονέας δύναται να αρνηθή τον εμβολιασμό αποδεικνύοντας ιατρική αντένδειξη, δεν προέκυπτε δε ότι αυτή είχε ενημερώσει για προηγούμενη νόσηση του παιδιού. Απέρριψε δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα, ως αβάσιμα, με την αιτιολογία ότι, κατά την κοινή πείρα, ουδείς γονέας εξαναγκάζεται να εμβολιάσει το τέκνο του, όταν δεν επιθυμεί τον εμβολιασμό του για συγκεκριμένους λόγους που αφορούν στην κατάσταση της υγείας αυτού, τους οποίους οφείλει να αποδείξει, καθόσον οι εμβολιασμοί επιβάλλονται για την εξυπηρέτηση σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην προστασία της δημόσιας υγείας από την ανεξέλεγκτη εκδήλωση νόσων και των επικίνδυνων για τη ζωή επιπλοκών τους, η οποία μπορεί να αποτραπεί με την πραγματοποίηση της προβλεπόμενης σειράς εμβολίων στους ανηλίκους. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα άρθρα 7 παρ. 3β του πδ 201/1998, 11 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του ν. 3418/2005, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την υποχρεωτικότητα των ενταγμένων στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών εμβολίων, καθώς και την δυνατότητα (σύμφωνα με το Υ1/ Γ.Π.161682/22-12-2008 έγγραφο της Διευθύνσεως Υγιεινής του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σχετικό με γνωμοδότηση της Επιτροπής Εμβολιασμών) των γονέων να αρνηθούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους προσκομίζοντας βεβαίωση ιατρικής αντενδείξεως και συνεκτιμώντας επίσημες πληροφορίες που παρέχονται από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ) σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις κατά την συνημμένη προς την άδεια κυκλοφορίας «Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος» ανεπιθύμητες ενέργειες του επίμαχου εμβολίου, στην οποία αναφέρεται στο κεφάλαιο 4.7 και υπό τον τίτλο «Ανεπιθύμητες ενέργειες», μεταξύ άλλων, ότι: «Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υποξείας σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας (SSPE) σε παιδιά που δεν είχαν ιστορικό φυσικής νόσησης από ιλαρά, αλλά είχαν εμβολιαστεί κατά της ιλαράς. Μερικές από τις περιπτώσεις αυτές μπορεί να προήλθαν από αδιάγνωστη ιλαρά κατά το πρώτο έτος της ζωής ή πιθανόν από τον εμβολιασμό κατά της ιλαράς. Περαιτέρω, με βάση τις εκτιμήσεις από τη διανομή των εμβολίων ιλαράς σε όλη τη χώρα (ΗΠΑ) η συσχέτιση των περιπτώσεων SSPE με τον εμβολιασμό κατά της ιλαράς είναι περίπου μία περίπτωση ανά ένα εκατομμύριο χορηγηθεισών δόσεων εμβολίου. Η αναλογία αυτή είναι πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη με φυσική νόσηση από ιλαρά, δηλαδή 6-22 περιπτώσεις SSPE ανά ένα εκατομμύριο περιπτώσεων ιλαράς…» έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων των εναγομένων, Δημοσίου και Δήμου. Περαιτέρω, η μη αναφορά στην αναιρεσείουσα του εξαιρετικά σπάνιου πιθανού κινδύνου (1:1.000.000) να προσβληθεί η θυγατέρα της από την ως άνω νόσο (υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα) ως παρενέργεια του εμβολιασμού, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την υποχρέωση αναλυτικής ενημέρωσης της ήδη αναιρεσειούσης από τον προαναφερόμενο ιατρό, ως προς την ύπαρξη ενός τέτοιου σπανιότατου ενδεχομένου, ούτε η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι είχε ενημερώσει τον Διευθυντή του σχολείου και τον ιατρό για το προαναφερόμενο ιστορικό της θυγατέρας της, ώστε, ενδεχομένως, να τύχει ανάλογης εκτιμήσεως από τον ιατρό ούτε ότι εξέφρασε επιφυλάξεις ή αμφιβολίες για την ορθότητα του εμβολιασμού, αλλά, αντιθέτως συνήνεσε σε αυτόν, κατά απερίφραστο τρόπο. Κατόπιν τούτων, εκρίθη ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων των εναγομένων, Δημοσίου και Δήμου και απερρίφθησαν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα. Τέλος εκρίθη, ότι δεν στοιχειοθετείται παράλειψη νομοθετήσεως από την μη ίδρυση στην Ελλάδα ειδικού οργανισμού για την χορήγηση αποζημιώσεως για σωματικές βλάβες από εμβολιασμούς, με την αιτιολογία ότι το Σύνταγμα περιέχει προγραμματικές ή κατευθυντήριες αρχές, απευθυνόμενες στον κοινό νομοθέτη, για τη λήψη, μεταξύ άλλων, μέτρων κοινωνικής πολιτικής, όπως στον τομέα της υγείας των πολιτών, από τις αρχές δε αυτές δεν απορρέει υποχρέωση προς παροχή προστασίας και στις σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις πρόκλησης σωματικών βλαβών από εμβολιασμούς, ώστε η μη θεσμοθέτησή της να θεωρηθεί αντισυνταγματική.

5. Επειδή ήδη με την κρινομένη αίτηση προβάλλονται, ως λόγοι αναιρέσεως, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ και 12 παρ. 1 του ν. 3418/2005 (Κώδικος Ιατρικής Δεοντολογίας), καθώς και αναιτιολόγητο και παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, καθ΄ όσον το δικάσαν δικαστήριο α) δεν έλαβε υπ΄ όψιν ως ομολογία τα εκτεθέντα από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δεν αρνείτο ότι ο θάνατος της κόρης της αναιρεσειούσης συνεδέετο αιτιωδώς με τον εμβολιασμό της και δίκασε πέραν των ορίων των προβληθεισών με την έφεση του Δημοσίου αιτιάσεων, β) δεν αξιολόγησε αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε ότι η κόρη της δεν είχε νοσήσει κατά το παρελθόν από ιλαρά αλλά από άλλη νόσο, γ) δεν έλαβε υπ’ όψιν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, προσκομισθέντα ενώπιον του εφετείου και των οποίων είχε γίνει επίκληση με τα υπομνήματα της αναιρεσειούσης.

Προς θεμελίωση του παραδεκτού των ανωτέρω λόγων προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των κρισίμων νομικών ζητημάτων της αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου για τραυματισμούς, θανάτους ή δυσμενείς συνέπειες από ιατρικές πράξεις, όπως εν προκειμένω υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, στις οποίες το Κράτος για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας υποχρεώνει τον πολίτη και δεν του δίνει περιθώρια επιλογής και συναίνεσης.

6. Επειδή ο ανωτέρω ισχυρισμός περί ελλείψεως νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ζήτημα της ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση για βλάβες της υγείας ή θανάτους από εμβολιασμούς, που προβλέπτονται ως υποχρεωτικοί χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας, προβάλλεται βασίμως, διότι ως προς το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς ο ανωτέρω λόγος περί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3418/2005 προβάλλεται παραδεκτώς. Με τους περαιτέρω, όμως, λόγους αναιρέσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μη λήψεως υπ’ όψιν από το δικάσαν δικαστήριο ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων ως προς το αν υπήρξε συναίνεση στον εμβολιασμό της κόρης της αναιρεσειούσης και ως προς το ζήτημα αν η επελθούσα βλάβη της υγείας της ανωτέρω ωφείλετο στον εμβολιασμό ή σε προηγηθείσα νόσηση αυτής, πλήσσεται η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν τίθεται νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της παρούσης διαφοράς. Συνεπώς, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως κατά το άρθρο 53 παρ. 3, 4 του πδ 18/1989, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 12 του 
ν. 3900/2010, και είναι απορριπτέοι.

7. Επειδή με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται περαιτέρω ότι μη νομίμως εκρίθη ότι δεν συνέτρεχε αδικοπρακτική ευθύνη του κράτους λόγω της ελλείψεως νομοθετήσεως μέτρων για την αποζημίωση των θυμάτων των εμβολιασμών, παράλειψη, η οποία, κατά τα προβαλλόμενα, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις περί Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού του λόγου αυτού προβάλλεται ότι δεν υφίσταται αντίστοιχη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βασίμως, διότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του νομικού ζητήματος, αν στοιχειοθετείται αντίθεση προς το Σύνταγμα ή την ανωτέρω διεθνή σύμβαση εκ της μη νομοθετήσεως ειδικών μέτρων για την αποζημίωση των προσώπων, τα οποία υπέστησαν βλάβη συνεπεία εμβολιασμού. Επομένως, ο λόγος αυτός παραδεκτώς προβάλλεται κατά το άρθρο 53 παρ. 3, 4 του πδ 18/1989, όπως ισχύει.

8. Επειδή, τέλος, ως λόγος αναιρέσεως, προβάλλεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, ήτοι των άρθρων 71 και 73 ΚΔΔ, εκρίθη από το δικάσαν δικαστήριο ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο, δεχθέν ότι η επίδικη αξίωση εθεμελιούτο στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, προέβη σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής και νομικής βάσεως της αγωγής. Ειδικώτερα προβάλλεται ότι με τις διατάξεις αυτές του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας δεν καθιερώνεται βάρος του ενάγοντος προς επίκληση του νομικού κανόνος, στον οποίο στηρίζεται η έννομη σχέση, περαιτέρω δε, ότι εν προκειμένω η αναιρεσείουσα εστήριζε την αγωγή της και στις διατάξεις των άρθρων 2, 5, 25 του Συντάγματος, αλλά και σε αυτές των άρθρων 285, 286 ΑΚ, που αποτελούν την ειδικότερη έκφραση της κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του κρισίμου εν προκειμένω ζητήματος, καθώς και ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης έρχεται σε αντίθεση προς νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων και ειδικώτερα στις αποφάσεις 1261/1993 και 86/1981 του Αρείου Πάγου, 2111/1984 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 326/2010 Διοικητικού Εφετείου.

Δεδομένου ότι ως προς τα τιθέμενα με τον λόγο αυτό ζητήματα: α) αν με αγωγή, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ζημία από πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνιστάμενη σε εμβολιασμό, ο ενάγων στηρίζει μεν την αξίωση σε ισχυρισμούς περί παρανομίας των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων, ήτοι σε ευθύνη από παράνομη πράξη ή παράλειψη κατά τα άρθρα 105, 106 ΕιΝΑΚ, περαιτέρω, όμως, στην αγωγή παρατίθενται και όλα τα στοιχεία, που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα σε άλλη νομική βάση, ήτοι στην ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποκατάσταση ζημίας από νόμιμη πράξη οργάνων του, το επιλαμβανόμενο της αγωγής δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει την αγωγή ως προς την τελευταία αυτή βάση, και β) αν θεμελιώνεται αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση βλάβης της υγείας κατόπιν νομίμου εμβολιασμού, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ανωτέρω ισχυρισμός προς άρση του απαραδέκτου προβάλλεται βασίμως. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του πδ 18/1989, όπως ισχύει εν προκειμένω.

9. Επειδή στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.», στο δε άρθρο 106 του ΕισΝΑΚ ορίζεται: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.». Εξ άλλου, στο άρθρο 932 ΑΚ ορίζεται: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθή στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.».

10. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με το οποίο ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.»

έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία (ΣτΕ 3783/2014). Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται κάποιος χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, εφ’ όσον η ζημία αυτή είναι μη αναμενόμενη, πέραν της συνήθους και υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικώτερα, από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ευθέως ότι δύναται να συντρέξει ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση και ζημίας, την οποία υφίσταται κάποιος από νόμιμη, κατ’ αρχήν, ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου. Εξ άλλου, με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να επιδικασθή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ.

11. Επειδή στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στο άρθρο 5 του Συντάγματος, όπως η παρ. 5 αυτού προσετέθη με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. … 3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. … 5. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων.». Στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζεται: «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητος, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.» και στο άρθρο 25, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. …Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.».

12. Επειδή με το άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα εκάστου στην προστασία της υγείας του. Εξ άλλου, με το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος αναγνωρίζεται ως σκοπός του κράτους η προστασία της υγείας των πολιτών, ως κοινωνικού αγαθού, και θεσπίζεται ευθεία υποχρέωση του κράτους για την λήψη θετικών μέτρων προστασίας της υγείας των πολιτών (ΣτΕ 857/20194171/2012), στους οποίους δίνει δικαίωμα να απαιτήσουν από την Πολιτεία την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς της (ΣτΕ 400/1986 Ολομ.). Στο πλαίσιο των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, αφ’ ενός μεν, κατοχυρώνεται υποκειμενικό δικαίωμα προστασίας της υγείας ενός εκάστου, ως στοιχείου της προσωπικότητός του κατ’ εξειδίκευση της αρχής της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, αφ’ έτέρου δε, ανατίθεται στο κράτος η μέριμνα για την προστασία της υγείας των πολιτών ως συνόλου. Το δικαίωμα στην υγεία έχει αμυντικό χαρακτήρα, ήτοι συνιστά ατομικό δικαίωμα του ενδιαφερομένου πολίτη να αξιώνει την αποχή του κράτους και των δημοσίων οργάνων εν γένει από ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία (άρθρο 5 παρ. 5)∙ συγχρόνως, όμως, έχει και θετικό περιεχόμενο, συνιστά δηλαδή κοινωνικό δικαίωμα του ενδιαφερομένου να αξιώνει από το κράτος την λήψη μέτρων προς προστασία της υγείας και την διασφάλιση της παροχής υπηρεσιών υγείας του καλυτέρου δυνατού επιπέδου (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος πρβλ. ΣτΕ 1187-8/2009 Ολ., 1847/2016) Στο ως άνω δικαίωμα των πολιτών για προστασία της υγείας των, υπό το ειδικώτερο περιεχόμενο της αξιώσεως προστασίας έναντι βιοϊατρικών επεμβάσεων, μπορούν, κατ’ αρχήν, να επιβληθούν περιορισμοί, τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητος, οσάκις τούτο επιβάλλεται από αποχρώντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Ειδικώτερα, η μέριμνα για την δημόσια υγεία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτεία οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο εμβολιασμός νηπίων και παιδιών, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες καθώς και την βαθμιαία εξάλειψή τους. Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται (πρβ. ΕΔΔΑ απόφαση της 15.3.2012 Solomakhin κ. Ουκρανίας σκ. 33-39, Conseil Constitutionnel απόφαση 2015-458 QPC της 20.3.2015 σκ. 9-10, Conseil d’ État απόφαση Νο 419242 της 6.5.2019 σκ.12). Η ως άνω δε παρέμβαση, εφ’ όσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων (λ.χ. βρεφών που δεν έχουν ακόμη εμβολιασθεί, ατόμων που δεν επιτρέπεται για ιατρικούς λόγους να εμβολιασθούν) δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού (πρβ. ΣτΕ 857/ 2019 σκ. 16, ΕΔΔΑ Memlica κ. Ελλάδος, απόφαση της 6.10.2015, σκ. 55, Seyit Baytüre κ. Τουρκίας απόφαση της 12.3.2013 επί του παραδεκτού). Άλλωστε, η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του εμβολιασμού νηπίων και παιδιών και είναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις ερείδονται επί εγκύρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων κατά τα προεκτεθέντα.

13. Επειδή, περαιτέρω, σε περίπτωση που, συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου, κατά τα ανωτέρω, πραγματοποιήσεως εμβολιασμού, επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως πχ χορήγηση ελαττωματικού ή ακαταλλήλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει, κατά τα προεκτεθέντα (σκ. 10), ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσον και, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του. Τούτο, δε διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή προσωπικότητος), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (πρβλ. Bundesgerichtshof απόφαση της 19.02.1953 III ZR 208/51, Corte costituzionale della Repubblica Italiana αποφάσεις 118 έτους 1996, 27 έτους 1998, 107 έτους 2012 κ.ά.).

14. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 7 του πδ 201/1998 με τίτλο Οργάνωση και λειτουργία Δημοτικών Σχολείων» (φ. 161τ. Α΄), εκδοθέντος κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 1566/1985 «Δομή και λειτουργία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης και άλλες διατάξεις» (φ.167 τ.Α΄), όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται: «Εγγραφές μαθητών. 1. Στην πρώτη τάξη εγγράφονται υποχρεωτικά όσοι μαθητές συμπληρώνουν τη νόμιμη ηλικία. Οι εγγραφές πραγματοποιούνται… Στις υπόλοιπες τάξεις οι μαθητές εγγράφονται αυτεπάγγελτα μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων,… 2.… 3. Για την εγγραφή στην Α΄ τάξη απαιτούνται: α. … β. Επίδειξη του βιβλιαρίου υγείας του μαθητή ή προσκόμιση άλλου στοιχείου, στο οποίο φαίνεται ότι έγιναν τα προβλεπόμενα εμβόλια». Δυνάμει δε της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1579/1985 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή και ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις» (φ. 217 τ. Α΄), κατά την οποία: «2. Για τη μελέτη ειδικών θεμάτων ή προβλημάτων μπορούν να συγκροτούνται με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επιτροπές ή ομάδες εργασίας ή αξιολόγησης από ειδικούς επιστήμονες και στελέχη του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και από ιδιώτες.» έχει συσταθή ειδική επιτροπή εμβολιασμών, η οποία καταρτίζει εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών.

15. Επειδή εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα άρθρα 7 παρ. 3β του πδ 201/1998, 11 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του 
ν. 3418/2005, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, στο οποίο μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και το ως άνω εμβόλιο MMR
, και δεχθέν ότι υφίστατο δυνατότης των γονέων να αρνηθούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους προσκομίζοντας βεβαίωση ιατρικής αντενδείξεως, συνεκτιμώντας δε περαιτέρω επίσημες πληροφορίες που παρέχονται από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ) σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις κατά την συνημμένη προς την άδεια κυκλοφορίας «Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος» ανεπιθύμητες ενέργειες του επίμαχου εμβολίου, στην οποία αναφέρεται στο κεφάλαιο 4.7 και υπό τον τίτλο «Ανεπιθύμητες ενέργειες», μεταξύ άλλων, ότι: «Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υποξείας σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας (SSPE) σε παιδιά που δεν είχαν ιστορικό φυσικής νόσησης από ιλαρά, αλλά είχαν εμβολιαστεί κατά της ιλαράς. Μερικές από τις περιπτώσεις αυτές μπορεί να προήλθαν από αδιάγνωστη ιλαρά κατά το πρώτο έτος της ζωής ή πιθανόν από τον εμβολιασμό κατά της ιλαράς. Περαιτέρω, με βάση τις εκτιμήσεις από τη διανομή των εμβολίων ιλαράς σε όλη τη χώρα (ΗΠΑ) η συσχέτιση των περιπτώσεων SSPE με τον εμβολιασμό κατά της ιλαράς είναι περίπου μία περίπτωση ανά ένα εκατομμύριο χορηγηθεισών δόσεων εμβολίου. Η αναλογία αυτή είναι πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη με φυσική νόσηση από ιλαρά, δηλαδή 6-22 περιπτώσεις SSPE ανά ένα εκατομμύριο περιπτώσεων ιλαράς…» έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων των εναγομένων, Δημοσίου και Δήμου. Περαιτέρω, κατά το δικάσαν δικαστήριο, η μη αναφορά στην αναιρεσείουσα του εξαιρετικά σπάνιου πιθανού κινδύνου (1:1.000.000) να προσβληθεί η θυγατέρα της από την ως άνω νόσο (υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα), ως παρενέργεια του εμβολιασμού, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την υποχρέωση αναλυτικής ενημέρωσης αυτής από τον προαναφερόμενο ιατρό, ως προς την ύπαρξη ενός τέτοιου σπανιότατου ενδεχομένου, ούτε η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι είχε ενημερώσει τον Διευθυντή του σχολείου και τον ιατρό για το προαναφερόμενο ιστορικό της θυγατέρας της, ώστε, ενδεχομένως, να τύχει ανάλογης εκτιμήσεως από τον ιατρό, ούτε ότι εξέφρασε επιφυλάξεις ή αμφιβολίες για την ορθότητα του εμβολιασμού, αλλά, αντιθέτως, συνήνεσε σε αυτόν, κατά απερίφραστο τρόπο. Κατόπιν τούτων, εκρίθη ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων των εναγομένων, Δημοσίου και Δήμου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα απερρίφθησαν ως αβάσιμα.

16. Επειδή, η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράνομη συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων, καθ’ όσον ο εμβολιασμός των μαθητών με το επίμαχο εμβόλιο, κατά τα οικεία επιστημονικά δεδομένα, απέβλεπε στην προστασία της δημόσιας υγείας, παρουσίαζε δε στατιστικά εξαιρετικά περιορισμένη πιθανότητα παρενεργειών (πανεγκεφαλίτιδος), η οποία, σταθμιζόμενη με τον κίνδυνο από την διάδοση της νόσου σε περίπτωση μη εμβολιασμού, δεν εκρίθη από το δικάσαν δικαστήριο άξια ιδιαιτέρας μνείας, παρίσταται κατ’ αρχήν νόμιμη. Τούτο, διότι, το επίδικο μέτρο, υπό το φως και της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος, από την οποία γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών, ως θεμιτός περιορισμός του ατομικού δικαιώματος στην υγεία χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας συμφώνως προς τα οικεία επιστημονικά δεδομένα, δεν αντίκειται στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 5 του Συντάγματος.

17. Επειδή εκ του Συντάγματος δεν επιτάσσεται η πρόβλεψη ειδικού αποζημιωτικού καθεστώτος για τις περιπτώσεις βλάβης συνεπεία εμβολιασμού. Εξ άλλου, οι διατάξεις των άρθρων 19, 23, 24, 26 και 39 της κυρωθείσης με τον ν. 2101/1992 (φ. 192 τ. Α΄) Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τις οποίες επικαλέσθη η αναιρεσείουσα με την αγωγή, δεν ορίζουν συγκεκριμένα το περιεχόμενο και την έκταση των μέτρων προστασίας των παιδιών, αλλά περιέχουν απλώς υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα Κράτη να προσδιορίσουν αυτά κατά την εκτίμησή τους, λαμβανομένων υπ΄ όψιν των εθνικών τους συνθηκών (πρβλ ΣτΕ 1087/2017 Ολομ, 183/20012307/2014). Συνεπώς, δύναται μεν ο νομοθέτης να προβλέψει την υπαγωγή των περιπτώσεων αυτών σε ειδικό αποζημιωτικό ή εγγυητικό καθεστώς και να θεσπίση τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, πλην όμως, μη προβλεπομένης σχετικής υποχρεώσεως από υπερτέρας τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1038/20063587/1997), τούτο απόκειται στην απόλυτη κανονιστική ευχέρεια του αυτού, η δε μη πρόβλεψη τέτοιου ειδικού καθεστώτος δεν συνιστά παράλειψη νομοθετήσεως, δυναμένη να στοιχειοθετήσει αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

18. Επειδή το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι δεν έχει ιδρυθεί στην Ελλάδα ειδικός οργανισμός, αρμόδιος για τη χορήγηση αποζημίωσης για σωματικές βλάβες που προέρχονται από εμβολιασμούς, δεν συνιστά παράλειψη σχετικής νομοθετικής προβλέψεως, που αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 2, 5 και 25 του Συντάγματος, και απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της αγωγής της αναιρεσειούσης. Και τούτο, με την αιτιολογία ότι το Σύνταγμα περιέχει μεν προγραμματικές ή κατευθυντήριες αρχές, απευθυνόμενες στον κοινό νομοθέτη, για τη λήψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής, μεταξύ άλλων και στον τομέα της υγείας των πολιτών, από τις αρχές όμως αυτές δεν απορρέει υποχρέωση προς παροχή προστασίας και στις σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις πρόκλησης σωματικών βλαβών από εμβολιασμούς, ώστε η παράλειψη θεσμοθέτησης των σχετικών μέτρων να δύναται να θεωρηθεί αντισυνταγματική. Η κρίση αυτή παρίσταται, εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων, νόμιμη και είναι απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση.

19. Επειδή στο άρθρο 71 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) -κυρωθέντος με τον ν. 2717/1999 (φ. 97 τ. Α΄)- ορίζεται: «1.Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. 2. …», στο δε άρθρο 73 ορίζεται: «1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα. 2. …». Στο άρθρο 74 του ιδίου Κώδικος ορίζεται: «1. Άσκηση αγωγής υπό αίρεση δεν επιτρέπεται. 2. Η αγωγή μπορεί να έχει, εκτός από την κύρια, και μία ή περισσότερες επικουρικές πραγματικές ή νομικές βάσεις.». Περαιτέρω, στο άρθρο 97 ΚΔΔ ορίζεται: «1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης. … 2. …».

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 73 ΚΔΔ δεν απαιτείται να περιέχει η αγωγή νομική βάση, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών, των οποίων γίνεται επίκληση, σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο οφείλει να προβεί αυτεπαγγέλτως σε ορθή νομική υπαγωγή, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον νομικό τους χαρακτηρισμό (πρβλ. ΑΠ 16/1991, 1261/1993, 302, 1801/1999 κ.ά επί των σχετικών διατάξεων του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας).

20. Επειδή με την επικουρική βάση της αγωγής, η οποία, ως διαδικαστικό έγγραφο, εκτιμάται ευθέως από τον αναιρετικό δικαστή (ΣτΕ 4105/20121995/20147/20162526/2017 κ.ά.), η αναιρεσείουσα εστήριζε περαιτέρω την αξίωση της κόρης της προς χρηματική ικανοποίηση στην ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας προελθούσης από νόμιμη μεν πράξη αυτού, εξ αιτίας δηλ. του εμβολιασμού της, η οποία όμως υπερέβαινε τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Προέβαλε, ειδικώτερα, ότι, και αν εθεωρείτο ότι η συμπεριφορά των εναγομένων ενείχε «στοιχεία νομιμότητος και το θυσιαζόμενο έννομο αγαθό αποτελεί το απαραίτητο τίμημα για το “γενικό καλό”» η σωματική βλάβη της κόρης της «βαρύνει από πλευράς αστικής ευθύνης» το Ελληνικό Δημόσιο, «το οποίο με την θεσμοθέτηση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού με το εμβόλιο MMR έγινε εγγυητής κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος των εννόμων αγαθών της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητάς της» και ότι, και αν εθεωρείτο ότι η σωματική βλάβη της κόρης της δεν ήταν παράνομη λόγω καταστάσεως ανάγκης και, συγκεκριμένα, προστασίας του εννόμου αγαθού της δημοσίας υγείας, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 285, 286 ΑΚ, οι εναγόμενοι ενέχονται στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της κόρης της.

Επομένως, με την επικουρική αυτή βάση της αγωγής της, η αναιρεσείουσα επεκαλείτο την ευθύνη του Δημοσίου για αποκατάσταση -ηθικής εν προκειμένω- βλάβης από νόμιμη πράξη, εφ’ όσον παρέθετε τα θεμελιωτικά της αξιώσεως αυτής στοιχεία, ήτοι τα πραγματικά γεγονότα σχετικά με τον εμβολιασμό της κόρης της, προκειμένου αυτή να φοιτήσει στο σχολείο, καθώς και την βλάβη της υγείας της τελευταίας εξ αιτίας του εμβολιασμού. Εστηρίζετο δε η αγωγή, ως προς το ανωτέρω επικουρικό αίτημα, κατ’ ορθή νομική υπαγωγή, στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του αν η αναιρεσείουσα επεκαλείτο ρητώς την τελευταία αυτή διάταξη. Ως εκ τούτου, μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή δεν εστηρίζετο στην επικουρική αυτή βάση και ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο μετέβαλε ανεπιτρέπτως την βάση της αγωγής. Για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθή, κατά τούτο, η προσβαλλομένη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθή στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα κρίση.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 451/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών προς νέα κρίση.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει εις βάρος των αναιρεσιβλήτων την δικαστική δαπάνη της αιτούσης, ανερχομένη σε 920 ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου 2017

Η Προεδρεύουσα ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας

Μ. ΚαραμανώφΒ. Κατσιωνη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Μαΐου 2021.

Η Προεδρεύουσα ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας

Μ.-Ε. ΚωνσταντινίδουΒ. Κατσιωνη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, …………………………………………………..

Η Πρόεδρος του Α΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Α΄ Τμήματος