ΣτΕ 65/2011 Τμ. Β΄ επταμ.
Πρόεδρος: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Ε. Νίκα, Σύμβουλος Επικρατείας
Δικηγόροι: Γ. Καρακώστας, Πάρεδρος ΝΣΚ, Ν. Γεωργακόπουλος
Αδίκημα, όπως η λαθρεμπορία, που διέπραξε φυσικό πρόσωπο, του οποίου η βούληση θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ως βούληση του νομικού προσώπου, δεν μπορεί να καταλογισθεί σε αυτό. Τούτο δε, διότι ελλείπουν οι προϋποθέσεις κάθε αδικήματος, ήτοι ο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της άδικης πράξης, που δεν μπορεί να διαπραχθεί παρά μόνον από φυσικό πρόσωπο και του δυνατού του καταλογισμού αυτής. Συνεπώς, αποκλείεται, κατά νόμο η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλέγγυο αστική ευθύνη κατά τους όρους των άρθρων 108-110 του Τελωνειακού Κώδικα μπορεί να έχει. (μειοψ.).
Διατάξεις: άρθρα 89 [παρ. 2], 97 [παρ. 3, 5], 99, 100 [παρ. 1], 108 – 110 Ν 1165/1918 (Τελωνειακός Κώδικας)
[…] 3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 89 παρ. 2, 97 παρ. 3 και 5 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα (Ν 1165/1918 , ΦΕΚ Α΄ 73), όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, συνάγεται ότι, η αντικειμενική υπόσταση της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας στοιχειοθετείται, όταν, κατά την εισαγωγή ειδών από την αλλοδαπή ή την εξαγωγή τους από την Χώρα ή την κατ’ άλλον τρόπο θέση στην κατανάλωση ειδών, βαρυνομένων με δασμούς, τέλη και λοιπά δικαιώματα, το Δημόσιο απολέσει, συνεπεία διαφυγής της καταβολής, τους οφειλομένους κατά νόμο δασμούς, τέλη και φόρους ή, στην περίπτωση απόπειρας διαφυγής, όταν η απόπειρα θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα, αν τελεσφορούσε. Για την επιβολή της προβλεπομένης από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 89 παρ. 2 και 97 παρ. 3 του Τελωνειακού Κώδικος κυρώσεως, δηλαδή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η τέλεση με δόλο των πράξεων ή παραλείψεων που συνιστούν την τελωνειακή παράβαση, δηλαδή απαιτείται η γνώση του τελούντος τελωνειακή παράβαση ή του συμμετέχοντος σε αυτή ότι με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις του και την εν γένει συμπεριφορά του το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους ανήκοντες εις αυτό δασμούς και λοιπές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να σκοπείται από τον δράστη ή συνεργό της τελωνειακής παραβάσεως βλάβη της περιουσίας του Δημοσίου. Η κατά τα ανωτέρω τέλεση των πράξεων ή παραλείψεων και εν γένει ενεργειών πρέπει να διαπιστώνεται αιτιολογημένα από την τελωνειακή αρχή που επιβάλλει το πολλαπλούν τέλος και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, από τα διοικητικά δικαστήρια.
4. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 99 του ιδίου Κώδικα στην παρ. 1 ρυθμίζει τον τρόπο βεβαιώσεως των τελωνειακών παραβάσεων, στην παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ΑΝ 1054/1946 (ΦΕΚ Α΄ 85), ορίζει ότι «αι διατάξεις των άρθρων 108, 109 και 110 εφαρμόζονται κατ΄ αναλογίαν και επί των τελωνειακών παραβάσεων. Η άγνοια των αστικώς συνυπευθύνων της προθέσεως των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων προς τέλεσιν της παραβάσεως δεν απαλλάσσει τούτους της ευθύνης». Στο άρθρο 108 του εν λόγω Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε και αριθμήθηκε με το άρθρο 9 ΑΝ 2081/1939 (ΦΕΚ Α΄ 495) ορίζεται ότι «Το εκδικάζον την επί λαθρεμπορία κατηγορίαν ποινικόν Δικαστήριον δύναται, δια της καταδικαστικής αποφάσεώς του, να κηρύξη αλληλεγγύως συνυπεύθυνον αστικώς μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμήν της καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, τη αιτήσει δε του ως πολιτικώς ενάγοντος παρισταμένου Δημοσίου, και της επιδικασθείσης αυτώ απαιτήσεως, τον κύριον ή τον παραλήπτην των εμπορευμάτων τα οποία αποτελούσι το αντικείμενον της λαθρεμπορίας και όταν έτι ούτος δεν υπέχει ποινικήν ευθύνην επί ταύτη, οσάκις ο καταδικασθείς ενήργησεν επί των αντικειμένων της λαθρεμπορίας ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του κυρίου ή του παραλήπτου, οιαδήποτε και αν ή η νομική σχέσις, υφ΄ ήν παρουσιάζεται ή καλύπτεται η εντολή, ήτοι αδιαφόρως αν ο εντολοδόχος ενεργή ιδίω ονόματι ή ονόματι του εντολέως ή αν παρίσταται ως κύριος του εμπορεύματος ή δι’ οιασδήποτε άλλης προς αυτά νομικής σχέσεως και αδιαφόρως αν η ουσιαστική εκπροσώπησις του κυρίου είναι ειδική ή γενική, εκτός αν ήθελεν αποδειχθή ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχωσι καν γνώσιν περί της πιθανότητος τελέσεως λαθρεμπορίας». Στη συνέχεια, ορίζεται στο μεν άρθρο 109 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε και αριθμήθηκε με το άρθρο 10 του ανωτέρω ΑΝ 2081/1939, ότι «Εκτός του κατά το προηγούμενον άρθρον κυρίου ή παραλήπτου των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, το Ποινικόν Δικαστήριον δύναται να κηρύξη επίσης αλληλεγγύως αστικώς συνυπευθύνους μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμήν της καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, τη αιτήσει δε του ως πολιτικώς ενάγοντος παρισταμένου Δημοσίου, και της επιδικασθείσης αυτώ απαιτήσεως τους ιδιοκτήτας των πλοίων, λέμβων, αυτοκινήτων, αμαξών ή αεροσκαφών, τας εταιρείας μεταφορών δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, ως και τους υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα ή ονομασίαν πράκτορας ή αντιπροσώπους αυτών ή των ιδιοκτητών πλοίων, λέμβων, αυτοκινήτων, αμαξών ή αεροσκαφών, έτι δε τους διευθυντάς ξενοδοχείων, πανδοχείων, καφενείων ή άλλων καταστημάτων προσιτών εις το κοινόν, και όταν έτι ούτοι δεν υπέχωσι ποινικήν ευθύνην επί τη λαθρεμπορία, όταν αύτη διεπράχθη εντός των ανωτέρω μεταφορικών μέσων, ή δι’ αυτών ή εντός των άλλων υπό την διεύθυνσιν των καταστημάτων ή δια της χρησιμοποιήσεως αυτών είτε προς εκτέλεσιν της λαθρεμπορίας, είτε προς διευκόλυνσιν αυτής καθ’ οιονδήποτε τρόπον, είτε προς απόκρυψιν των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, εξαιρέσει της περιπτώσεως, καθ’ ήν ήθελεν αποδειχθεί, ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχωσι γνώσιν περί της πιθανότητος τελέσεως της λαθρεμπορίας», στο δε άρθρο 110 του Κώδικα αυτού, όπως αντικαστάθηκε και αριθμήθηκε με το άρθρο 11 του ΑΝ 2081/1939, ότι «Οι καταβαλόντες έχουσι δικαίωμα αναλήψεως των καταβληθέντων από τους καταδικασθέντας, οι δε πράκτορες ή αντιπρόσωποι ατμοπλοϊκών εταιρειών ή ιδιοκτητών πλοίων ή ιδιοκτητών άλλων μεταφορικών μέσων και κατά των εταιρειών και ιδιοκτητών, ούς εκπροσωπούσιν».
5. Επειδή, ναι μεν το ιδιάζον του νομικού προσώπου έγκειται στο ότι αυτό έχει, κατά πλάσμα του νόμου, αυτοτελή προσωπικότητα, διάφορο των φυσικών προσώπων που το αποτελούν προς εξυπηρέτηση γενικωτέρων κοινωνικών σκοπών με αποτέλεσμα να καθίσταται υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η ικανότητά του, όμως, δεν συμπίπτει με εκείνη των φυσικών προσώπων, αλλά περιορίζεται στον κύκλο των σκοπών, για τους οποίους τούτο συνεστήθη, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται προφανώς και η διάπραξη αδικημάτων. Επομένως, αδίκημα, όπως η λαθρεμπορία, που διέπραξε φυσικό πρόσωπο, του οποίου η βούληση θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ως βούληση του νομικού προσώπου, δεν μπορεί να καταλογισθεί σ’ αυτό. Τούτο δε, διότι ελλείπουν οι προϋποθέσεις κάθε αδικήματος, ήτοι ο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της άδικης πράξεως, που δεν μπορεί να διαπραχθεί παρά μόνον από φυσικό πρόσωπο, και του δυνατού του καταλογισμού αυτής. Συνεπώς, αποκλείεται, κατά νόμο και, ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων που αναφέρθηκαν, η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλέγγυο αστική ευθύνη κατά τους όρους των άρθρων 108-110 του Τελωνειακού Κώδικα μπορεί να έχει (ΣτΕ Ολ 671/2010 , ΣτΕ 230/1931 ). Αν και κατά την γνώμη του Προέδρου, εν όψει της φύσεως του πολλαπλού τέλους, που δεν αποτελεί χρηματική ποινή επιβαλλομένη προς κολασμό του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας, αλλά διοικητική κύρωση της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας επιβαλλομένη, μάλιστα, κατά το άρθρο 89 παρ. 2 Τ.Κ., «και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας», και εν όψει του ότι διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα επιβάλλονται και σε βάρος νομικών προσώπων (πρβλ. ΣτΕ 220, 1933/1989 κ.λπ.), δεν αποκλείεται, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε βάρος νομικού προσώπου την στιγμή, άλλωστε, που και το άρθρο 99 παρ. 5 Τ.Κ., ρυθμίζοντας τα της κοινοποιήσεως της πράξεως στον καθ’ ου, προβλέπει ειδικά την περίπτωση ο καθ’ ου να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.
6. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι με την υπ’ αριθμ. …/1998 πράξη του Διευθυντού του Α’ Τελωνείου Πειραιώς επιβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη εταιρία, ως υπαίτια λαθρεμπορίας, κατ’ επιμερισμό, πολλαπλούν τέλος ύψους 541.746.725 δραχμών, το ήμισυ των διαφυγόντων δασμών και φόρων, ανερχόμενο στο ποσό των 66.129.754 δραχμών, πρόσθετο τέλος φορολογίας καπνού ύψους 5.850.000 δραχμών, ενώ κηρύχθηκε και αλληλεγγύως συνυπεύθυνη για την καταβολή του συνόλου τόσο του καταλογισθέντος στους συνυπαιτίους της λαθρεμπορίας με την πράξη αυτή πολλαπλού τέλους, ύψους 1.058.099.072 δραχμών, όσο και των διαφυγόντων δασμών, ύψους 132.259.509 δραχμών. Με την υπ’ αριθμ. 2733/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτή προσφυγή της εταιρίας κατά της ως άνω πράξεως και ακυρώθηκε αυτή, καθ’ ό μέρος την αφεώρα, κριθέντος ότι δεν είναι νόμιμη η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε βάρος νομικού προσώπου. Έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε ομοίως ότι, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα, αποκλείεται η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο, ο καταλογισμός του οποίου είναι δυνατός μόνο σε βάρος φυσικού προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η διάπραξη της λαθρεμπορίας, και ότι, συνεπώς, μη νομίμως επιβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη εταιρία, εν πρώτοις, το ανωτέρω πολλαπλούν τέλος και, περαιτέρω, κατ’ επίκληση των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, οι διαφυγόντες δασμοί και λοιποί φόροι.
7. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 89 παρ.1 και 2, 100 παρ. 1, 97 παρ. 3, 99 παρ. 1-3 και 5 του Τελωνειακού Κώδικα έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι αποκλείεται η επιβολή πολλαπλού τέλος για λαθρεμπορία σε βάρος νομικού προσώπου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος εν όψει όσων αντιθέτως έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη, ότι δηλαδή αποκλείεται, κατά νόμο και, ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλέγγυο αστική ευθύνη κατά τους όρους των άρθρων 108-110 Τ.Κ. μπορεί να έχει.
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.