ΣτΕ 664/2006, Δ΄τμ.,ΑΡΧΗ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ, Α.6 ΕΣΔΑ, ΣΔΟ,ΣΥΝΘΕΣΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, Η αρχή της αμεροληψίας απορρέει απο το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και επιβάλλει να μην μπορεί το ίδιο το όργανο (νπδδ) κατά του οποίου τελέστηκε το παράπτωμα να επιβάλλει και την

ΣΤΕ

Αριθμός 664/2006
 
 
Περίληψη :  Από την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων και την αρχή της δίκαιης δίκης της Ε.Σ.Δ.Α. δεν είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιότητας για την κίνηση και διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας καθώς και για την επιβολή πειθαρχικής ποινής στο ίδιο διοικητικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται η επίμαχη ενέργεια ή πράξη ή συμπεριφορά (ΣτΕ 664/2006)

 
 

Αριθμός 664/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2004, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος, Π. Κοτσώνης, Α. Χριστοφορίδου, Σύμβουλοι, Δ. Γρατσίας, Η. Τσακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Δ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 6 Αυγούστου 2003 αίτηση:
του Νικολάου Δημητρίου Παπαδόπουλου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Ελευθερίου Βενιζέλου 108), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Μαύρο (Α.Μ. 9446), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των : 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», που εδρεύει στο Χολαργό Αττικής (Λεωφ. Μεσογείων 230 και Περικλέους 1), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργ. Δημόπουλο (Α.Μ. 2151), που τον διόρισε με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης και 2) Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με τον Παναγ. Σπανό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν : 1) η υπ’ αριθμ. 73/29.5.2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της «ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», 2) η υπ’ αριθμ. 81/5.6.2003 απόφαση του ίδιου ως άνω συμβουλίου, 3) η σιωπηρά έγκριση των αποφάσεων αυτών από τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Α. Χριστοφορίδου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της καθ’ ης Ενώσεως και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1003112, 1126039/2003 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την 81/12/5.6.2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) της Φιλίππου Ενώσεως Ελλάδας (Φ.Ε.Ε.) επιβλήθηκε στον αιτούντα, ιδιοκτήτη δρομώνων ιππών, η πειθαρχική ποινή της αφαιρέσεως των χρωμάτων και αποκλεισμού για ένα έτος από τους χώρους του ιπποδρόμου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ποινολογίου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 παρ. 1 και «Εισαγωγή» εδάφια Α’ και Β’ του Κώδικα Ιπποδρομιών, που εγκρίθηκε με την 1175/17.1.1997 απόφαση του Υφυπουργού Αθλητισμού (φ. 66 Β’). Η εν λόγω πειθαρχική ποινή επιβλήθηκε γιατί ο αιτών, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Ελληνικού Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ίππων «Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ» (μηνών Μαρτίου – Απριλίου 2003), καταφέρεται υβριστικά και συκοφαντικά κατά της Φ.Ε.Ε., του Διοικητικού της Συμβουλίου και των λοιπών οργάνων της, με σκοπό τη μείωση του κύρους του Δ.Σ., διαδίδοντας ενώπιον τρίτων αναπόδεικτα πραγματικά γεγονότα που είναι ψευδή και μειωτικά για την Φ.Ε.Ε. και τα όργανά της, προβλέπονται δε ως αξιόποινες πράξεις από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Ιπποδρομιών. Περαιτέρω, με την αυτή απόφαση του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. ορίστηκε ότι ο αιτών, ως υπότροπος για παρόμοια συμπεριφορά, θα εκτίσει επιπλέον την ποινή αποκλεισμού τεσσάρων (4) μηνών, που του είχε επιβληθεί με αναστολή ενός (1) έτους με την 114/15/20.6.2002 προηγούμενη απόφαση του αυτού Δ.Σ., καθώς και ότι οι ίπποι ιδιοκτησίας του αιτούντος θα μπορούν να λάβουν μέρος στις ιπποδρομίες, με χρώματα άλλου ιδιοκτήτη, έξι (6) μήνες μετά την κοινοποίηση της αυτής αποφάσεως του Δ.Σ., η έναρξη ισχύος της οποίας καθορίζεται από 14.6.2003. Εν συνεχεία, με την 19000/18.7.2003 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, εγκρίθηκε η ανωτέρω απόφαση του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε., περί επιβολής πειθαρχικής ποινής στον αιτούντα. Ήδη ο αιτών, με την κρινόμενη αίτηση, ζητεί την ακύρωση : 1) της 81/12/5.6.2003 ως άνω αποφάσεως του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε., με την οποία του επεβλήθη η ανωτέρω εκτεθείσα πειθαρχική ποινή, 2) της σιωπηρής εγκρίσεως της πρώτης αποφάσεως του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. από τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, αντί της οποίας πρέπει να θεωρηθεί ως προσβαλλομένη η ρητή εγκριτική απόφαση 19000/18.7.2003 του αρμοδίου Υφυπουργού Πολιτισμού και 3) της 73/29.5.2003 πράξεως του Δ.Σ. του Φ.Ε.Ε., με την οποία, μετά την εμφάνιση του αιτούντος ενώπιόν του προκειμένου να δώσει εξηγήσεις σχετικώς με τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις, αποφασίστηκε η σχετική απόφαση να ληφθεί στην επόμενη συνεδρίαση.
3. Επειδή, η τρίτη προσβαλλομένη πράξη προσβάλλεται απαραδέκτως, ως προπαρασκευαστική πράξη της πειθαρχικής διαδικασίας που στερείται, ως εκ τούτου, εκτελεστότητας. Εξάλλου, μόνο παραδεκτώς προσβαλλομένη πράξη είναι η 19000/18.7.2003 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρ. 8 ν. 665/77 (Α’ 225), η 81/12/5.6.2003 πειθαρχική απόφαση του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε.
4. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση των άρ. 3 και 8 του Α.Ν. 858/1937 «Περί Φιλίππου Ενώσεως» (Α’ 367), η οποία, σύμφωνα με το άρ. 2 του αναγκαστικού αυτού νόμου αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ., εξεδόθη το από 13.1.1938 Βασιλικό Διάταγμα «Περί διοικήσεως, διαχειρίσεως και λειτουργίας εν γένει της Φιλίππου Ενώσεως της Ελλάδος» (Α’ 15), στο άρθρο 6 του οποίου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Φ.Ε.Ε. είναι αρμόδιο να επιβάλλει «ποινές και πρόστιμα δια τας πέραν της αρμοδιότητος του Γενικού Διευθυντού περιπτώσεις». Σύμφωνα δε με το άρ. 10 του αυτού Β.Δ/τος, ο Γενικός Διευθυντής ασκεί πειθαρχική εξουσία σε πρώτο βαθμό επί όλου του προσωπικού της Φ.Ε.Ε. Περαιτέρω, στον Κώδικα Ιπποδρομιών που εγκρίθηκε με την 1175/17.1.1997 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού (Β’ 66) η οποία εξεδόθη κατ’ επίκληση των διατάξεων του Α.Ν. 397/68 (Α’ 101) και του Α.Ν. 399/68 (Α’ 102), [όπως ο τελευταίος αυτός νόμος αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με διατάξεις των νόμων 191/75, 1070/80 και 2433/96], ορίζονται τα εξής : Στο Κεφάλαιο «Ορισμοί» ορίζεται ότι «Ιδιοκτήτης είναι ο κύριος ιδανικού μεριδίου ίππου ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει νόμιμο οικονομικό συμφέρον επί δρόμωνος ίππου». Στο Κεφάλαιο 1 άρθρο 1 του αυτού Κώδικα Ιπποδρομιών, ορίζεται, εξάλλου, ότι «το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. είναι η Ανώτατη Ιπποδρομιακή Αρχή που επιλύει σε τελευταίο βαθμό κάθε ιπποδρομιακή διαφορά …» ενώ στο άρθρο 3 του αυτού κεφαλαίου ορίζονται τα εξής : «Το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. έχει δικαίωμα : α. Να επιβάλλει ποινές στα πρόσωπα που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα (ιπποπαραγωγοί, ιδιοκτήτες, προπονητές, αναβάτες, σταυλίτες, τεχνικοί επιτετραμμένοι, φίλιπποι κ.λπ.) για παραβάσεις, παραπτώματα και ιπποδρομιακά αδικήματα α’) με πρόστιμο μέχρι 5.000.000 δρχ. β’) με αποκλεισμό μέχρι 200 ιπποδρομιακές ημέρες και γ’) με ανάκληση αδείας ή αποκλεισμό των παραπάνω για όσο χρόνο κρίνει ή/και οριστική αφαίρεση άδειας ή/και οριστικό αποκλεισμό κάποιου προσώπου. β … γ … δ …». Περαιτέρω, στο άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Ιδιοκτήτης είναι μόνον όποιος είναι καταχωρημένος στα αρχεία της Φ.Ε.Ε. σύμφωνα με το σχετικό άρθρο των Γενικών Διατάξεων». Τέλος, στο Κεφάλαιο με τίτλο «ΠΟΙΝΟΛΟΓΙΟ – Πίνακας πειθαρχικών ιπποδρομιακών παραπτωμάτων και αδικημάτων με τις προβλεπόμενες ποινές» και ειδικώτερα στο άρθρο 4 αυτού ορίζεται ότι : «1. Έλλειψη σεβασμού προς τα μέλη της Φ.Ε.Ε., τα Διοικητικά Συμβούλια της Φ.Ε.Ε. και του Ιπποδρόμου, της Ε.Ι. … κατά την εκτέλεση ή μη των καθηκόντων τους, από οποιονδήποτε, τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο μέχρι 100.000 δρχ. 2. Εξύβριση ή προσβολή κατά της Φ.Ε.Ε., των Διοικητικών Συμβουλίων της Φ.Ε.Ε. και του Ιπποδρόμου, της Ε.Ι. … κατά την εκτέλεση ή μη των καθηκόντων τους, από ιπποπαραγωγούς, ιδιοκτήτες προπονητές, αναβάτες, σταυλίτες, φιλίππους, τιμωρείται με αποκλεισμό από 6 μήνες μέχρι ένα έτος ή με πρόστιμο μέχρι 500.000 δρχ. … 10. Πρόσωπο αποκλεισμένο εφόσον διαρκεί ο αποκλεισμός του, δεν μπορεί : α. … β. Να είναι ιδιοκτήτης ή εκπρόσωπος κατά τις διατάξεις του Κ.Ι. γ … δ. Να εισέρχεται σε οποιονδήποτε ιππόδρομο».
5. Επειδή, κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974, ΦΕΚ Α 256) «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργώντας νόμιμα θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης, είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης». Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε κανόνα δικαίου υπερνομοθετικού χαρακτήρα μια πανανθρώπινη αξία, η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του κριτή που αποφαίνεται σε διαφορές σχετικές με δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης ή για το βάσιμο κάθε ποινικής κατηγορίας. Αποφασιστικός παράγοντας για τη διαπίστωση της αμεροληψίας είναι η εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέουν σε μία δημοκρατική κοινωνία οι πιο πάνω κριτές, διαμορφούμενη με βάση αντικειμενικά γεγονότα και αξιολογήσεις. Εξάλλου, στην έννοια των αμφισβητήσεων ως προς δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ εμπίπτουν και οι διαφορές που προέρχονται από πράξεις διοικητικών ή πειθαρχικών οργάνων σχετικά με το δικαίωμα συνεχίσεως μιάς επαγγελματικής δραστηριότητας που εντάσσεται στο χώρου του ιδιωτικού δικαίου και για την οποία έχει χορηγηθεί προηγουμένως σχετική άδεια, εφόσον οι πράξεις αυτές δεν συνδέονται στενά με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και δεν υπόκεινται σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο, όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, τα όργανα της διοικήσεως πρέπει να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, πράγμα που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση όχι μόνο όταν υπάρχει είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της υποθέσεως, είτε ιδιαίτερος δεσμός ή ιδιάζουσα σχέση ή οξεία αντίθεση από έχθρα προς τα πρόσωπα που αφορά η ενέργεια, αλλά και γενικότερα στις περιπτώσεις που είναι δυνατό να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο έχει ήδη σχηματισμένη και, άρα, προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να κρίνει. Κατά συνέπεια, άσχετα από την ύπαρξη διατάξεως που να προβλέπει για ειδικούς λόγους την εξαίρεση του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, η ενέργειά του που έγινε παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διοικητικής πράξεως λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται έτσι, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πραγματικά μεροληπτική. Έτσι, σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτυπώνεται ήδη στις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2690/99 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 45) και αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ’ αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, καθώς και την αρχή της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το πιο πάνω άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεν είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιότητας για την κίνηση και τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής στο ίδιο το διοικητικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται η επίμαχη ενέργεια, συμπεριφορά ή πράξη. Τούτο δε διότι, τόσον η κίνηση και διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, όσον και η σχετική με την ενοχή ή μη του πειθαρχικώς διωκομένου απόφαση πρέπει να προέρχεται από όργανα και πρόσωπα ως μέλη αυτών που παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσεως, πράγμα που αντικειμενικώς τίθεται σε αμφισβήτηση όταν το ίδιο διοικητικό όργανο ως έχον την πειθαρχική αρμοδιότητα, ή μέλη αυτού, κρίνουν, κατόπιν συλλογής και αξιολογήσεως των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά που τους αφορά συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση πειθαρχικό παράπτωμα διαπραχθέν εις βάρος τους, επιβάλλουν δε και τη σχετική ποινή. Σε περίπτωση δε που η επίμαχη ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά στρέφεται κατά διοικητικού οργάνου ως αρχής, η εμπλοκή αυτού στην επακολουθούσα πειθαρχική διαδικασία εμποδίζεται, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και αρχές, και όταν το όργανο αυτό τελεί υπό διαφορετική σύνθεση μελών κατά το χρόνο που ενεργεί ως πειθαρχικό πλέον όργανο, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, τα πρόσωπα των μελών του διοικητικού οργάνου είναι αδιάφορα για τη διάγνωση υπάρξεως ή μη πειθαρχικού παραπτώματος διαπραχθέντος εις βάρος διοικητικής αρχής.
6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης δρομώνων ίππων και πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ίππων (ΕΛ.Σ.Ι.ΙΠ.), έγραψε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του ΕΛ.Σ.Ι.ΙΠ. «Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ» (τεύχος 5, Μάρτιος – Απρίλιος 2003), στο οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Οι δυό ιπποδρομιακές αρχές, πρέπει να πάρουν το μήνυμα από όλους εμάς, ότι η αναξιοπιστία, η ρεμούλα, η κατάχρηση εξουσίας, οι ιδιοτελείς φωτογραφικές αποφάσεις, οι κοντόφθαλμες τακτικές και πολιτικές σε συγκεκριμένα ιπποδρομιακά θέματα, ο αντιεπαγγελματισμός, οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, οι εκφοβισμοί, οι εκβιασμοί, θα πρέπει επιτέλους να δώσουν τη θέση τους σε μία αξιοπρεπή διοίκηση των ιπποδρομιών που μοναδικό σκοπό θα έχουν την αναβάθμισή τους …». Το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. αποφάσισε, κατόπιν τούτου, να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία κατά του αιτούντος, καλώντας τον σε απολογία (60/09/15.5.03 απόφαση του Δ.Σ.). Απεστάλη δε και κοινοποιήθηκε σε αυτόν η 1236/19.5.2003 κλήση της Φ.Ε.Ε., με την οποία ο αιτών καλείται να απολογηθεί εγγράφως για τις περιεχόμενες στην κλήση κατηγορίες της ελλείψεως σεβασμού και προσβολής, εξύβρισης και συκοφαντικής δυσφήμισης της Φ.Ε.Ε., του Διοικητικού της Συμβουλίου και γενικώς των οργάνων της, στα οποία αναφέρεται το δημοσιευθέν κατά τα ανωτέρω άρθρο του. Ο αιτών παρουσιάστηκε στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε., στις 29.5.03, συνοδευόμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, αρνήθηκε τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες και κατέθεσε το από 29.5.03 απολογητικό του υπόμνημα, επιβεβαιώνοντας, πάντως, ενώπιον του Δ.Σ. ότι η μία ιπποδρομιακή αρχή για την οποία κάνει λόγο στο άρθρο του είναι η Φ.Ε.Ε. Τέλος, το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. σε επόμενη συνεδρίασή του εξέδωσε την 81/12/5.6.03 απόφασή του, η οποία εν συνεχεία εγκρίθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, και επέβαλε στον αιτούντα τις εκτιθέμενες στη δεύτερη σκέψη ποινές, κρίνοντας ότι οι πράξεις του είναι πειθαρχικώς κολάσιμες σύμφωνα με το άρ. 4 παρ. 1 και 2 του ποινολογίου. Ειδικώτερα, κατά τα εκτιθέμενα στην πειθαρχική απόφαση, για τα όσα ο αιτών γράφει στο άρθρο του δεν προσεκόμισε ούτε επικαλέστηκε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, το γεγονός δε αυτό, σε συνδυασμό με το ύφος και το πνεύμα του εν λόγω δημοσιεύματος αποδεικνύει ότι πρόκειται περί διαδόσεως ενώπιον τρίτων (των αναγνωστών του άρθρου) εσκεμμένως συκοφαντικών και μειωτικών πραγματικών γεγονότων σε βάρος του κύρους της Φ.Ε.Ε., του Δ.Σ. και των λοιπών οργάνων της και όχι περί αξιολογικών κρίσεων που συγχωρούνται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι η συμπεριφορά του αιτούντος, όπως αυτή εκδηλώθηκε εμπράκτως διά του επίμαχου άρθρου του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ», αφορούσε τα όργανα διοικήσεως της Φ.Ε.Ε., κατά των οποίων και εστρέφετο με χαρακτηρισμούς που κρίθηκαν συκοφαντικοί και προσβλητικοί και, συνεπώς, πειθαρχικώς κολάσιμες πράξεις για τη διάπραξη των οποίων το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε., που αποτελεί όργανο διοικήσεώς της και μάλιστα την Ανωτάτη Ιπποδρομιακή Αρχή, επέβαλε τις εκτεθείσες πειθαρχικές ποινές κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας που εκίνησε και διεξήγαγε το ίδιο το Δ.Σ. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, η όλη πειθαρχική διαδικασία που κατέληξε στην επιβολή πειθαρχικής ποινής, διεξαχθείσα και περατωθείσα από το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. κατά του οποίου εστρέφεντο οι πειθαρχικώς κολάσιμες πράξεις του αιτούντος πάσχει ακυρότητα λόγω παραβιάσεως της αρχής της αμεροληψίας, υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, λόγω δηλαδή του τεκμηρίου επηρεασμού του κρίναντος διοικητικού οργάνου, που δημιουργήθηκε εξαιτίας του γεγονότος και μόνον ότι αυτό επελήφθη και απεφάνθη για πράξη του αιτούντος που εστρέφετο κατ’ αυτού του ιδίου. Συνεπώς, για το λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η 19000/18.7.2003 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η 81/12/5.6.2003 απόφαση του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε. περί επιβολής πειθαρχικής ποινής στον αιτούντα.
7. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ν’ ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη, παρέλκει δε, ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την 19000/18.7.2003 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, καθ’ ό μέρος εγκρίθηκε δι’ αυτής η 81/12/5.6.2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Φ.Ε.Ε., σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην Φίλιππο Ένωση Ελλάδας και τον Υπουργό Πολιτισμού, να καταβάλουν από κοινού στον αιτούντα τη δικαστική του δαπάνη, που ανέρχεται σε επτακόσια εξήντα (760) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2006.
 Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος
 
 
 Μ. Βροντάκης  Α. Τριάδη