734/2008 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Πειθαρχικά παραπτώματα δημοτικών αρχόντων. Προσφυγή κατά της πειθαρχικής απόφασης. Πότε επιτρέπεται η άσκηση παρέμβασης κατά το άρθρο 44 του πδ 18/1989. Απαράδεκτη η ασκηθείσα από δημοτικούς συμβούλους παρέμβαση υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων. Αντίθετη μειοψηφία. Παραδεκτά προσβάλλεται μόνο η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που είναι και η μόνη εκτελεστή πράξη. Επιβολή πειθαρχικής ποινής σε αιρετό όργανο δήμου ή κοινότητας για σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του και όταν το όργανο αυτό με ενέργειές του εκμεταλλεύθηκε την ιδιότητά του κατά τρόπο που θίγει καίρια το κύρος του αξιώματός του. Ο προσφεύγων δεν διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα της σοβαρής παρέμβασης των καθηκόντων του από δόλο. Περιστατικά. Αντίθετη μειοψηφία. Επί προσφυγών το ΣτΕ μπορεί να διατάξει και νέες αποδείξεις ή να ζητήσει διοικητικώς πληροφορίες, χωρίς να αποκλείεται και το δικαίωμα του προσφεύγοντος να προσκομίσει οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία. Δεν κρίνεται αναγκαίο να ζητηθεί η προσκομιδή μαγνητοσκοπημένης ταινίας ή δίσκου. Αντίθετη μειοψηφία. Δεν διεπράχθη το ανωτέρω παράπτωμα, αφού το ενδιαφέρον που επέδειξε ο προσφεύγων δήμαρχος για την ανεύρεση εργασίας σε δημότη δεν απεδείχθη ότι εξαρτήθηκε από τη σύναψη εκ μέρους της τελευταίας ερωτικών σχέσεων μαζί του. Απορρίπτεται η προσφυγή.
Αριθμός 734/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Δ. Κωστόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Αθ. Καραμιχαλέλης, Κ. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 1 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή : του ……….. ……. του ………, κατοίκου …….. ………, (…….. ..), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Αλιβιζάτο (Α.Μ. 6976), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού ………., …….. ……… και ……….., ο οποίος παρέστη με τον Αν. Χαρλαύτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: Α. 1) …………. ……… του ………., 2) …………. …….. του ………., 3) ……… συζ. ………. …., 4) ……… ……. του ………, 5) …… ….. του ………., 6) ……… …………. του ……., 7) ……… ………. του ………, 8) …….. …………… του ………., 9) ………… ….. του …….., 10) ….. ……… του …………., 11) ……….. ………… του ………., 12) ………… ………. του ………, 13) …… συζύγου …….. ……, οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Γ. Γιαννόπουλο (Α.Μ. 965) που τον διόρισαν με πληρεξούσιο και Β. 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………… ……….. ….», που εδρεύει στο …….. Αττικής (….. ……… ..-…) και 2) ………… ….. ………., κατοίκου … ……. (……….. ), οι οποίοι παραιτήθηκαν με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Φ. Σπυρόπουλου (Α.Μ. 7310), και κατά των : 1) υπ’ αριθμ. πρωτ. 44778/1.9.2004 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2) υπ’ αριθμ. πρωτ. 10727/23.7.2004 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας και 3) από 16.6.2004 γνωμοδότησης του αρμόδιου Συμβουλίου του άρθρου 185 § 2 ΔΚΚ.
Η πιο πάνω προσφυγή παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αρίθμ. 3922/2005 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση αυτή.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Αθ. Καραμιχαλέλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του προσφεύγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (αριθμ. ειδικών εντύπων παραβόλου 747843, 882611/2004).
2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή ζητείται να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί α) η 44778/1.9.2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του και ήδη προσφεύγοντος κατά της 10727/23.7.2004 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, με την οποία επεβλήθη στον προσφεύγοντα η πειθαρχική ποινή της έκπτωσης από το αξίωμα του Δημάρχου Αλμυρού Βόλου για σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του από δόλο, β) η τελευταία αυτή απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας και γ) η από 16.6.2004 γνωμοδότηση του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/1995).
3. Επειδή, με την 3922/2005 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκαν προς επίλυση στην Ολομέλεια, λόγω της μείζονος σπουδαιότητάς των, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 2 περ. β΄ του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ζητήματα, σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 184 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Δ.Κ.Κ.), 19 παρ. 3 του Συντάγματος και 370Α παρ. 4 του Ποινικού Κώδικα.
4. Επειδή, με κοινό δικόγραφο άσκησαν παρέμβαση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το άρθρο 1 του Ν. 2479/1997 (Α΄ 67), η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……. …….. ….» και ο ………… ……… Όμως, από την παρέμβαση αυτή εχώρησε παραίτηση με προφορική δήλωση κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο.
5. Επειδή, στο άρθρο 44 του Π.Δ. 18/1989 ορίζεται ότι «στη δίκη της προσφυγής δεν επιτρέπεται παρέμβαση, εκτός από την περίπτωση απόλυσης λόγω κατάργησης θέσεως οπότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 49 καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 51 για την τριτανακοπή». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις προσφυγές κατά πράξεων, με τις οποίες επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, όπως είναι και η προβλεπόμενη από το άρθρο 185 παρ. 8 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/1995, Α΄ 231) προσφυγή αιρετού οργάνου δήμου ή κοινότητας κατά της πράξεως επιβολής πειθαρχικής ποινής, όχι δε μόνο στις προσφυγές κατά πράξεων επιβολής πειθαρχικών ποινών σε δημοσίους υπαλλήλους ή υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφ’ όσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα. Επομένως, η παρέμβαση, την οποία άσκησαν υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων με κοινό δικόγραφο οι δημοτικοί σύμβουλοι του Δήμου ……. ……… ……, ………. ………, …….. ……, ……. ……., ……. ……, …….. …………, ………… …………., …….. …………., ………… ……., …… ……., …………….. …………., …….. ……….. και…… ……, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Π. Πικραμμένου, Θ. Παπαευαγγέλου, Ν. Ρόζου, Αθ. Ράντου, Π. Κοτσώνη, Γ. Παπαγεωργίου, Ε. Αντωνόπουλου και Δ. Γρατσία, προς τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Μ. Τριπολιτσιώτη, η ανωτέρω διάταξη, αναφερόμενη στις κατά το άρθρο 42 του Π.Δ. 18/1989 προσφυγές των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά των αποφάσεων επιβολής πειθαρχικών ποινών, εν όψει και της ιστορικής προελεύσεώς της, δεν εφαρμόζεται στις προσφυγές, οι οποίες ασκούνται από αιρετά όργανα δήμων και κοινοτήτων, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, κατά των πράξεων επιβολής πειθαρχικών ποινών και, επομένως, η ανωτέρω παρέμβαση ασκήθηκε, κατά τούτο, παραδεκτώς από τους ανωτέρω δημοτικούς συμβούλους.
6. Επειδή, η 10727/23.7.2004 απόφαση Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας απώλεσε την εκτελεστότητά της, λόγω της ενσωματώσεώς της στην 44778/1.9.2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία εκδόθηκε επί της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε κατ’ αυτής ο προσφεύγων και, επομένως, απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς με την κρινόμενη προσφυγή. Επίσης, στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την προσφυγή και η από 16.6.2004 γνωμοδότηση του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, διότι αποτελεί γνώμη που έγινε αποδεκτή από το έχον την αποφασιστική αρμοδιότητα όργανο. Μόνη δε παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η 44778/1.9.2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
7. Επειδή, στο άρθρο 184 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/1995, Α΄ 231)) ορίζεται ότι: «1. Στους δημάρχους, αντιδημάρχους, προέδρους κοινοτήτων και στα μέλη των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές της αργίας και της εκπτώσεως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του παρόντος. 2. Ο Περιφερειακός Διευθυντής (ήδη ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 2399/96, Α΄ 90) μπορεί να επιβάλει στα πρόσωπα αυτά την ποινή της αργίας έως τριών μηνών, αν έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση των καθηκόντων τους ή υπέρβαση της αρμοδιότητας τους από δόλο ή βαριά αμέλεια. 3. Οι πειθαρχικές ποινές της αργίας και της έκπτωσης επιβάλλονται με τήρηση των εγγυήσεων και των διαδικασιών που καθορίζονται στα επόμενα άρθρα 185 και 186». Περαιτέρω, στο άρθρο 185 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Όλες οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγηθεί απολογία του εγκαλουμένου ή περάσει η προθεσμία που έχει τάξει ο Περιφερειακός Διευθυντής (ήδη ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας) με γραπτή κλήση στον εγκαλούμενο, χωρίς αυτός να έχει απολογηθεί. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημέρες. 2. Ειδικότερα, για την επιβολή των ποινών της αργίας και της έκπτωσης (εκτός από την έκπτωση που επέρχεται αυτοδικαίως), απαιτείται σύμφωνη γνώμη συμβουλίου, που αποτελείται από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου ή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, δύο πρωτοδίκες, έναν υπάλληλο αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών του κλάδου ΠΕ Διοικητικού ή το νόμιμο αναπληρωτή του και έναν αιρετό εκπρόσωπο της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τη διοικούσα επιτροπή της. 3. Ο εγκαλούμενος μπορεί να εμφανίζεται αυτοπροσώπως καθώς και με πληρεξούσιο δικηγόρο στο συμβούλιο και να υπερασπίζεται τον εαυτό του, για να αντικρούσει την κατηγορία. Το συμβούλιο συνεδριάζει σε δημόσια συνεδρίαση για την οποία συντάσσονται πρακτικά, και εξετάζει και μάρτυρες.….».
8. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 184 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ., είναι δυνατή η επιβολή πειθαρχικής ποινής σε αιρετό όργανο δήμου ή κοινότητας για σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του όχι μόνον όταν η αποδιδόμενη σ’ αυτό παράβαση συνδέεται ευθέως με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, αλλά και όταν το όργανο αυτό με ενέργειές του εκμεταλλεύθηκε την ιδιότητά του κατά τρόπο που θίγει καίρια το κύρος του αξιώματός του.
9. Επειδή, εν προκειμένω, με την 10727/23.7.2004 απόφαση Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, που εκδόθηκε κατόπιν της από 16.6.2004 σύμφωνης γνωμοδότησης του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ., επεβλήθη, κατ’ επίκληση του άρθρου 184 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ., στον προσφεύγοντα, Δήμαρχο Αλμυρού, η πειθαρχική ποινή της εκπτώσεως από το αξίωμα του Δημάρχου για σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του από δόλο. Προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με την, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη, 44778/1.9.2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Ειδικότερα, το παράπτωμα, για το οποίο επεβλήθη στον προσφεύγοντα η πειθαρχική ποινή της εκπτώσεως, συνίσταται στο ότι ο προσφεύγων, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως Δημάρχου και την ανάγκη προς εξεύρεση μόνιμης απασχόλησης σε γυναίκα, δημότη Αλμυρού, που ήταν και μέλος των διοικητικών συμβουλίων της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Αλμυρού και της Επιχείρησης Ανάπτυξης του Δήμου Αλμυρού, προέβη σε ανάρμοστες προς το πρόσωπο της τελευταίας ενέργειες που απέβλεπαν στη σύναψη ερωτικών σχέσεων με την υπόσχεση να μεσολαβήσει για την ανεύρεση μόνιμης εργασίας σ’ αυτήν. Τα περιστατικά αυτά που αποδίδονται στον προσφεύγοντα συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος του άρθρου 184 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ., δηλαδή της σοβαρής παράβασης των καθηκόντων του από δόλο, διότι στη διάταξη αυτή μπορούν να υπαχθούν και πράξεις του ιδιωτικού βίου αιρετού οργάνου δήμου ή κοινότητας, όταν με τις πράξεις αυτές γίνεται εκμετάλλευση της ιδιότητάς του κατά τρόπο που θίγεται καίρια το κύρος του αξιώματός του, κατά γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει δε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος, προβαλλόμενος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, κατά τον οποίο η αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν συνιστά παράβαση των καθηκόντων του ως δημάρχου, διότι ανάγεται στον ιδιωτικό του βίο. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Δ. Κωστόπουλου, τα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον προσφεύγοντα πειθαρχικού παραπτώματος, διότι η αποδιδόμενη σ’ αυτόν παράβαση των καθηκόντων του, υπό την ανωτέρω έννοια, δεν είναι σοβαρή.
10. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 7.5.2004 αναφορά της προς τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας μία γυναίκα, δημότης Αλμυρού, κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, ότι: α) Με αφορμή τη μετάβασή της, στις αρχές του 2003, στο γραφείο του προσφεύγοντος, για να επιτύχει τη συνδρομή αυτού στην πραγματοποίηση σχολικής εκδρομής, του ανέφερε ότι αδυνατούσε να βρεί εργασία παρά τις προσπάθειές της. β) Ο προσφεύγων, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του Δημάρχου, καθώς και την ανάγκη της εν λόγω γυναίκας να εργασθεί, της πρότεινε να συνάψουν ερωτ ικές σχέσεις, με αντάλλαγμα την εκ μέρους του μεσολάβηση για ανεύρεση εργασίας. γ) Η γυναίκα αυτή δεν ενέδωσε στην πρότασή του αυτή, ο προσφεύγων όμως συνέχισε να την ενοχλεί τηλεφωνικώς. δ) Πιστεύοντας ότι γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από το Δήμαρχο, η ανωτέρω γυναίκα προσέφυγε σε δημοσιογράφους ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού και τους ενημέρωσε για όσα της συνέβαιναν. ε) Στις 16.3.2004 η εν λόγω γυναίκα συναντήθηκε με τον προσφεύγοντα, ο οποίος της επιβεβαίωσε την προγενέστερη πρότασή του και, προσποιηθείσα ότι την αποδέχεται, συμφώνησε να συναντηθούν την επόμενη μέρα σε διαμέρισμα, που διατηρούσε ο προσφεύγων στο Βόλο, προκειμένου να συνευρεθούν ερωτικά. ΄Οπως έγινε δεκτό με τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, που έγινε στις 17.3.2004, οι δημοσιογράφοι, που την περίμεναν απ’ έξω μαζί με τον σύζυγο της προαναφερόμενης γυναίκας, της τηλεφώνησαν στο κινητό τηλέφωνο, όπως είχαν προσυνεννοηθεί, και της ανακοίνωσαν ότι το παιδί της δήθεν τραυματίσθηκε, αυτή δε χρησιμοποίησε τούτο ως πρόφαση και έφυγε από το διαμέρισμα χωρίς να πραγματοποιηθεί ερωτική επαφή. Εν τω μεταξύ, τα διαδραματισθέντα στο εν λόγω διαμέρισμα στις 17.3.2004 μαγνητοσκοπήθηκαν από την ίδια μετά από συνεννόηση με τους ως άνω δημοσιογράφους εν αγνοία του προσφεύγοντος, το προϊόν δε της μαγνητοσκοπήσεως προβλήθηκε στις 29.4.2004 από τον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό ……. Αντίγραφο της μαγνητοσκοπημένης ταινίας ή δίσκου περιήλθε στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, ο οποίος παρέδωσε στον προσφεύγοντα ένα αντίγραφο ως συνημμένο στο 134/5.5.2004 έγγραφό του, με τον οποίο τον κάλεσε σε απολογία, και άλλο αντίγραφο διαβίβασε στο Συμβούλιο του άρθρου 185 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ., με το 139/19.5.2004 έγγραφό του με το οποίο ζήτησε να γνωμοδοτήσει για την επιβολή πειθαρχικής ποινής στον προσφεύγοντα. Ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ. εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυς η προαναφερόμενη δημότης Αλμυρού, η οποία, πέραν των αναφερομένων στην ως άνω καταγγελία της, κατέθεσε ότι περιελήφθη στο ψηφοδέλτιο του συνδυασμού του προσφεύγοντος κατά τις δημοτικές εκλογές του έτους 2002 με αντάλλαγμα την εξεύρεση εργασίας και ότι ο προσφεύγων της είχε προτείνει και το έτος 1996 να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, το ίδιο δε έτος είχε διακόψει την έγγαμη συμβίωση με τον σύζυγό της. Απαντώντας σε ερωτήσεις, η γυναίκα αυτή είπε ότι ο προσφεύγων της υποσχέθηκε να της βρεί δουλειά σε εργοστάσιο και όχι στο Δήμο, ότι ενήργησε με συμβουλές των δημοσιογράφων πώς θα συμπεριφερθεί, ότι έχει και άλλες μαγνητοσκοπημένες ταινίες ή δίσκους, μολονότι γνώριζε ότι οι γενόμενες μαγνητοσκοπήσεις ήταν παράνομες. Κατέθεσε επίσης ότι χολώθηκε γιατί προσελήφθη στην επιχείρηση «…….» η νύφη του Αντιδημάρχου, ενώ για τη θέση αυτή είχε εκφράσει και η ίδια επιθυμία.
Το τελευταίο επιβεβαίωσε και η εξετασθείσα, ως μάρτυς, …………. ………………., που διετέλεσε γραμματέας του προσφεύγοντος, η οποία κατέθεσε, περαιτέρω, ότι η υποβαλούσα την καταγγελία, την οποία γνώριζε από το έτος 2002 και είχαν γίνει φίλες, της είπε ότι «αν δεν μου βρει δουλειά ο δήμαρχος θα δεις τι θα του κάνω», και ότι «πίστευε ότι ο Δήμαρχος την είχε κοροϊδέψει», ενώ, κατά τη μάρτυρα, ο Δήμαρχος «ενδιαφερόταν γι’ αυτήν με διάφορα τηλεφωνήματα που είχε κάνει σε εργοστάσια». Εξετάσθηκε, επίσης, ως μάρτυς, ο …….. ………, δημοτικός σύμβουλος, ο οποίος κατέθεσε ότι η καταγγέλουσα ζήτησε και από αυτόν να μεσολαβήσει στο Δήμαρχο για να της βρει δουλειά. Ο ίδιος μάρτυς κατέθεσε ότι η υποβαλούσα την καταγγελία του είπε ότι «ένα χρόνο τώρα ο Δήμαρχος δεν την ενόχλησε» και ότι «αναγκάστηκε να στήσει όλο το σκηνικό με τους δημοσιογράφους για μεγάλη ακροαματικότητα». Κατέθεσε, ακόμη, εκτός των άλλων, ότι «τουλάχιστον εμένα η υποβαλούσα την καταγγελία θα μου το έλεγε, πιστεύω όλα αυτά που λέει είναι ψέματα». Ενώπιον του Συμβουλίου ο προσφεύγων είπε ότι πρότεινε στην υποβαλούσα την καταγγελία να δεχθεί να περιληφθεί ως υποψήφια στο συνδυασμό του για τις δημοτικές εκλογές γιατί αντιμετώπιζε πρόβλημα ανευρέσεως γυναικών υποψηφίων, προκειμένου να καλυφθεί η σχετική ποσόστωση που προβλέπει ο νόμος, αυτή, όμως, του απαίτησε δουλειά, προσέθεσε δε τα εξής: «Της είπα θα δούμε, κάτσε πρώτα να εκλεγούμε. Αφού εκλέχτηκε ο συνδυασμός μας, έγιναν οι συνθέσεις των Οργανισμών του Δήμου και την έβαλα στην Δ.Ε.Υ.Α.Π. και στην Αναπτυξιακή. Στις αρχές του 2003 ήρθε στο γραφείο μου για να μου ζητήσει δύο λεωφορεία για (σχολική) εκδρομή στο Καρπενήσι και μάλιστα μου είπε: «Πότε θα πάμε στην Αθήνα για να πιούμε κανένα ποτό; Πέρασε ένας χρόνος και δεν μιλήσαμε για δουλειά. Συναντιόμασταν στις συνεδριάσεις των οργάνων αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να ενδιαφέρομαι για την τακτοποίησή της. Το 2004, από ένα σεμινάριο, πήγε για πρακτική στη …… η νύφη του αντιδημάρχου, ενώ ήθελε να πάει και αυτή για την οποία δεν μπόρεσα να κάνω κάτι. Κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο για συνάντηση στο γραφείο μου στο Δήμο. ΄Ηλθε και μου λέει. Κοίταξε εγώ αποφάσισα να συνευρεθούμε. Ήταν βέβαια μια στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας και για όλα αυτά ζήτησα δημόσια συγγνώμη». Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπ’ όψη του, όπως στην από 16.6.2004 γνωμοδότησή του βεβαιώνεται, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Βόλου και περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Συμβουλίου, τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία του σχηματισθέντος φακέλου, εκτός από την ως άνω μαγνητοσκόπηση, όπως ρητώς βεβαιώνεται στην γνωμοδότηση αυτή, γνωμοδότησε ότι ο προσφεύγων υπέπεσε στο αποδιδόμενο σε αυτόν παράπτωμα της σοβαρής παράβασης καθήκοντος από δόλο, που συνίσταται στο ότι, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του Δημάρχου, προέβη σε ανάρμοστες ενέργειες, που δεν συνάδουν προς την ως άνω ιδιότητά του, αλλά θεμελιώνουν συμπεριφορά που απαξιώνει το λειτούργημα του Δημάρχου και πλήττει το κύρος του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, πρότεινε δε κατά πλειοψηφία να τιμωρηθεί με την ποινή της εκπτώσεως. Τη γνώμη αυτή του εν λόγω Συμβουλίου αποδέχθηκαν τόσο ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Θεσσαλίας, όσο και ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Εξ άλλου, στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση βεβαιώνεται ότι δεν λήφθηκε υπ’ όψη η ως άνω μαγνητοσκόπηση.
11. Επειδή, από τα εν γένει αποδεικτικά στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου της υποθέσεως που απεστάλη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται η επίμαχη ως άνω μαγνητοσκοπημένη ταινία ή δίσκος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύονται τα περιστατικά που συνιστούν την πραγματική βάση του αποδιδόμενου στον προσφεύγοντα πειθαρχικού παραπτώματος. Συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα, ότι το ενδιαφέρον που αυτός επέδειξε για την ανεύρεση εργασίας, μάλιστα δε στον ιδιωτικό τομέα, στην προαναφερόμενη δημότη Αλμυρού εξαρτήθηκε από την σύναψη εκ μέρους της τελευταίας ερωτικών σχέσεων μαζί του. Μόνοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί αυτής, μη στηριζόμενοι σε αποδεικτικό μέσο (μαρτυρικές καταθέσεις κ.λπ.), δεν αρκούν για να αποδοθεί πειθαρχική ευθύνη στον προσφεύγοντα Δήμαρχο Αλμυρού, σχετικά με την εκμετάλλευση της ιδιότητάς του ως δημοτικού άρχοντα κατά τρόπο, ώστε να θίγεται καίρια το κύρος του αξιώματός του, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Ειδικότερα, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η προαναφερόμενη δημότης Αλμυρού είχε οικειοθελώς δεχθεί να μετάσχει ως υποψήφια στο ψηφοδέλτιο του προσφεύγοντος, ως υποψηφίου Δημάρχου για το Δήμο Αλμυρού στις δημοτικές εκλογές του έτους 2002, επιδιώκουσα την μετά τις εκλογές αυτές βοήθεια του προσφεύγοντος ως Δημάρχου, προκειμένου να ανεύρει μόνιμη εργασία. Μετά δε τις εκλογές αυτές και την εκ νέου ανάδειξη του προσφεύγοντος σε Δήμαρχο Αλμυρού, με μεσολάβησή του, αυτή διορίσθηκε μέλος δύο διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων του Δήμου Αλμυρού, ήτοι της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Αλμυρού και της Επιχείρησης Ανάπτυξης του Δήμου Αλμυρού. Η απασχόληση, όμως, αυτή δεν την ικανοποίησε και γι’ αυτό «χολώθηκε γιατί προσελήφθη στη …… η νύφη του αντιδημάρχου» (βλ. καταθέσεις της ιδίας και της μάρτυρος .. ……………. στις 10.6.2004 ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα). Ακολούθησε η με πρωτοβουλία της συνάντηση με το Δήμαρχο στο γραφείο του στις 16.3.2004 και η εκδήλωση εκ μέρους της ερωτικού ενδιαφέροντος για συνεύρεση μαζί του. Την επομένη, 17.3.2004, συναντήθηκαν, πράγματι, σε ιδιωτικό χώρο του προσφεύγοντος στο Βόλο και τα συμβάντα κατά τη συνάντηση αυτή μαγνητοσκοπήθηκαν, εν αγνοία αυτού, μετά από προσυνεννόηση αυτής με δημοσιογράφους και προβλήθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό …… στις 29.4.2004. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου και των Συμβούλων Αθ. Ράντου, Αθ. Καραμιχαλέλη, Ε. Νίκα και Ι. Ζόμπολα, από τα ανωτέρω στοιχεία (αναφορά από την προαναφερόμενη δημότη Αλμυρού και μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ.) αποδεικνύεται η πραγματική βάση του πειθαρχικού παραπτώματος της σοβαρής παράβασης καθήκοντος που αποδίδεται στον προσφεύγοντα. Ειδικότερα, η επιδίωξη από τον προσφεύγοντα της σύναψης ερωτικών σχέσεων με την προαναφερόμενη δημότη Αλμυρού προκύπτει από την παραδοχή του ιδίου ότι η κατά τ’ ανωτέρω συνάντησή του με αυτήν σε διαμέρισμά του στο Βόλο έγινε με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. Το ότι δε τούτο έγινε με την εκμετάλλευση της ιδιότητας του Δημάρχου και την απορρέουσα από την ιδιότητα αυτή δυνατότητά του για μεσολάβηση προς εξεύρεση μόνιμης απασχόλησης σ’ αυτήν προκύπτει από την αναφορά και την κατάθεση αυτής, καθώς και από τις καταθέσεις των ως άνω δύο μαρτύρων, οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο προσφεύγων κατέβαλε πράγματι προσπάθειες για ανεύρεση εργασίας σ’ αυτήν. Κατά τη γνώμη δε της Συμβούλου Αικ. Συγγούνα, από τα ανωτέρω στοιχεία δεν προκύπτει αν ο προσφεύγων υπέπεσε ή όχι στο αποδιδόμενο σ’ αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα.
12. Επειδή, περαιτέρω, εν όψει της διατάξεως του άρθρου 43 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, που ορίζει ότι επί προσφυγών το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζοντας και κατ’ ουσίαν, μπορεί να διατάξει και νέες αποδείξεις ή να ζητήσει διοικητικώς πληροφορίες, χωρίς να αποκλείεται και το δικαίωμα του προσφεύγοντος να προσκομίσει οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, και δεδομένου ότι τόσο ο προσφεύγων, όσο και ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης αποκρούουν τη χρησιμοποίηση ως αποδεικτικού στοιχείου της αναφερόμενης στην προηγούμενη σκέψη μαγνητοσκοπημένης ταινίας ή δίσκου, ως εκ του τρόπου κατά τον οποίο αποκτήθηκε, το Δικαστήριο, εν όψει των εν γένει συνθηκών της υποθέσεως, δεν κρίνει αναγκαίο να ζητηθεί η προσκομιδή του στοιχείου αυτού. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλια, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζου, Ν. Μαρκουλάκη, Μ. Καραμανώφ, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Γ. Τσιμέκα, Π. Καρλή, προς την οποία συντάχθηκαν οι Πάρεδροι, πρέπει να εξετασθεί από το Δικαστήριο αν το στοιχείο αυτό συνιστά, ως εκ του τρόπου κτήσεώς του, νόμιμο ή όχι αποδεικτικό στοιχείο και, σε καταφατική περίπτωση, να ζητηθεί η προσκομιδή του. Κατά τη γνώμη δε των συμβούλων Ι. Μαντζουράνη και Αικ. Χριστοφορίδου, δεν πρέπει να ζητηθεί η προσκομιδή του στοιχείου αυτού, διότι είναι απρόσφορο για την απόδειξη της πραγματικής βάσεως του πειθαρχικού παραπτώματος που αποδίδεται στον προσφεύγοντα.
13. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση.
14. Επειδή, λόγω της ήττας του Δημοσίου και των παρεμβαινόντων, πρέπει να επιβληθεί σε αυτούς, ισομερώς, η δικαστική δαπάνη του προσφεύγοντος ανερχόμενη συνολικώς σε 1.380 ευρώ (για το δικόγραφο της προσφυγής, τη συζήτηση ενώπιον του Γ΄ Τμήματος και τη συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη προσφυγή.
Απορρίπτει την παρέμβαση.
Εξαφανίζει την 44778/1.9.2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.