Αριθμός 777/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Μαρτίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Α. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Ρόζος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Ε. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Π. Τσούκας, Ε. Σκούρα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα και Κ. Κουσούλης καθώς και ο Πάρεδρος Π. Τσούκας μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 27 Φεβρουαρίου 2002 αίτηση:
του Χρίστου Ευθυμίου Χαρλαύτη, κατοίκου Αθηνών (Σκουφά 48), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γεωργ. Δημάκη (Α.Μ. 7291), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των: 1) Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Αλεξ. Λεοντόπουλο – Βαμβέτσο (Α.Μ. 20252), που τον διόρισε με πρακτικό του το Διοικητικό του Συμβούλιο και 2) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με την Βασ. Πανταζή, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 2583/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 207/2001 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του δικηγορικού συλλόγου και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 207/2001 αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία επιβλήθηκε στον αιτούντα, δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης έξι μηνών, διότι παρέλειψε την έκδοση γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής για ενώπιον δικαστηρίου παράστασή του.
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία παραπέμφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του πρ.δ/τος 18/1989 (Α΄, 8), με την υπ’ αριθμ. 2583/2011 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου προκειμένου να κριθεί το ζήτημα αν στην έννοια των τυπικών παραλείψεων, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 33 παρ. 3 και 4 του πρ.δ/τος 18/1989, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), περιλαμβάνεται και η μη καταβολή ή η καταβολή ελλιπούς παραβόλου ή τέλους, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού.
3. Επειδή, στο άρθρο 35 του πρ.δ/τος 18/1989 (Α, 8), όπως οι παράγραφοι του άρθρου αυτού έχουν αναριθμηθεί με το άρθρο 33 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α, 112), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Κατά τη διαδικασία γενικώς ενώπιον του Συμβουλίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τα τέλη χαρτοσήμου καθώς και τα ειδικά τέλη και τα ένσημα. 2. Δεν υπόκεινται σε τέλη οι αποφάσεις για την παραπομπή της υπόθεσης από Τμήμα στην Ολομέλεια και αντίστροφα ή σε άλλο Τμήμα, οι προδικαστικές αποφάσεις καθώς και η κατά το άρθρο 20 πράξη του Προέδρου. 3. Συγχρόνως με την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης με τα νόμιμα τέλη, καταβάλλονται και τα τέλη εγγραφής στο πινάκιο, των πρακτικών και της απόφασης. Αν το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης κατατίθεται σε δημόσια αρχή, τα τέλη μπορεί να κατατίθενται ή να αποστέλλονται με ταχυδρομική επιταγή το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την περιέλευση του δικογράφου στο Συμβούλιο. 4. Αν τα τέλη αναβολής δεν καταβληθούν έως τη συζήτηση μετά την αναβολή, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. 5…». Περαιτέρω, στο άρθρο 36 του ίδιου διατάγματος, όπως η παράγραφος 1 αυτού τροποποιήθηκε από το άρθρο 22 παρ. 8 του ν. 3226/2004 (φ. Α, 24) και από το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 2479/1997 (Α, 67) και τα προβλεπόμενα από την ίδια παράγραφο παράβολα αναπροσαρμόστηκαν με το άρθρο 36 του ν. 3659/2008 (Α, 77), ίσχυαν δε κατά τον κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση χρόνο, ορίζονται τα εξής: «1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε εκατό (100) ευρώ, όταν πρόκειται για αίτηση αναστολής εκτελέσεως σε πενήντα (50) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε διακόσια (200) ευρώ. Τα παράβολα στις αιτήσεις ερμηνείας ή διόρθωσης ορίζονται σε πενήντα (50) ευρώ. Από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά των παραβόλων. 3. Οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το παράβολο. 4. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιοδήποτε άλλο λόγο το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Μπορεί επίσης να απαγγείλει και το διπλασιασμό του παραβόλου σε περίπτωση προφανώς απαράδεκτου ή αστήρικτου ένδικου μέσου. Στην περίπτωση αυτή το πρόσθετο ποσό που επιβάλλεται εισπράττεται βάσει της αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων».
4. Επειδή, σε περίπτωση άσκησης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου σε διοικητικό δικαστήριο και παραπομπής της υπόθεσης από το δικαστήριο αυτό στο Συμβούλιο της Επικρατείας λόγω αρμοδιότητας, η προβλεπόμενη από το άρθρο 36 απρ. 1 και 3 του πρ.δ/τος 18/1989 μηνιαία προθεσμία για την καταβολή του παραβόλου, αρχίζει από την κοινοποίηση της παραπεμπτικής απόφασης στον αιτούντα ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, εκτός εάν η δικογραφία περιέλθει στο δικαστήριο σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης της παραπεμπτικής απόφασης οπότε η προθεσμία αρχίζει από την περιέλευση του δικογράφου. Στην περίπτωση, εξάλλου, κατά την οποία δεν προκύπτει από τη δικογραφία κοινοποίηση της παραπεμπτικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου ή η γενομένη κοινοποίηση δεν είναι νομότυπη, η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία κινείται με την κοινοποίηση στο διάδικο που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, της πράξης του Προέδρου του οικείου Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον ορισμό εισηγητή και δικασίμου για την υπόθεση. Εάν δε, είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση, η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ΣτΕ 263/2009, 4386/2005, 3913/2004, 1357/2002, 3035/1996, 3134/95, 1977/1994 κ.α.).
5. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3772/2009 (Α, 112) προστέθηκαν, μεταξύ άλλων, οι παράγραφοι 3 και 4 στο άρθρο 33 του πρ.δ/τος 18/1989, σύμφωνα με τις οποίες: «3. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο προεδρεύων της συνθέσεως ή ο εισηγητής καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. 4. Η πρόσκληση της προηγούμενης παραγράφου γίνεται τηλεφωνικώς από το γραμματέα, ο οποίος βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας το χρόνο ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο, αντίγραφο του οποίου τηρείται στο φάκελο της δικογραφίας. Στο αντίγραφο αυτό σημειώνεται η ημερομηνία αποστολής του εγγράφου». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 33 του πρ.δ/τος 18/1989 δεν περιλαμβάνεται και η μη καταβολή ή η καταβολή ελλιπούς παραβόλου. Τούτο δε διότι η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του πρ.δ/τος 18/1989 ορίζει ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη καταβολής παραβόλου μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου. Με την ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων ενδίκων μέσων και συνακόλουθα στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Κατά την γνώμη όμως των Συμβούλων Δ. Σκαλτσούνη, Α.-Γ. Βώρου, Π. Καρλή, Ηρ. Τσακόπουλου, Β. Αραβαντινού και Σ. Χλαμπέα στην περίπτωση ελλιπούς καταβολής παραβόλου μπορεί τούτο να συμπληρωθεί και μετά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη διαδικασία που ορίζεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 33 του πρ.δ/τος 18/1989. Ενώ, κατά την γνώμη των Συμβούλων Γ. Ποταμιά, Β. Ραφτοπούλου και Θ. Αραβάνη στην έννοια των τυπικών παραλείψεων, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, υπάγεται και η μη καταβολή παραβόλου, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διαδικασία που ορίζεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 33 του πρ.δ/τος 18/1989. Τούτο δε κρίθηκε αναγκαίο από τον νομοθέτη προκειμένου να αποφεύγεται η ιδιαίτερη δυσμενής συνέπεια της απορρίψεως ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων λόγω τυπικών παραλείψεων.
6. Επειδή, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. Α.Ε.Δ. 33/1995, Σ.τ.Ε. 3087/2011, 1583/2010 Ολομ., 647/2004 Ολομ.).
7. Επειδή, όπως ήδη έχει κριθεί από το παρόν Δικαστήριο (βλ. Ολομέλεια ΣτΕ: 601/2012, 3088/2011, 1583/2010), καθώς και με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (αποφάσεις της 28.5.2009, υπ’ αριθμ. 44685/07 προσφυγή Τσέλικα – Σκούρτη κατά Ελλάδος, και της 12.1.2006, υπ’ αριθμ. 13404/03 προσφυγή Φίλιππου Γρυπαίου κατά Ελλάδος) η υποχρέωση καταβολής παραβόλου αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων ενδίκων μέσων και, συνακόλουθα, στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Ενόψει αυτού, οι προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του πρ.δ/τος 18/1989, με τις οποίες η καταβολή του παραβόλου μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του ενδίκου μέσου τάσσεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις περί παροχής δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου, Γ. Ποταμιά, οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989, καθ΄ ο μέρος συνδέουν το παραδεκτό της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την καταβολή παραβόλου μικρού ύψους σε σχέση με τα έξοδα για τη σύνταξη του δικογράφου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, την παράσταση κατά τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, του πληρεξουσίου δικηγόρου, κ.λπ., ανερχόμενα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε πολύ ανώτερο αυτού ποσό, αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και προς την ρητώς προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος τους αυτό, είναι ανίσχυρες. Ενόψει δε του από την άποψη αυτή ανισχύρου των ανωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα ή μέσο λόγω μη καταβολής του προβλεπομένυ από τις διατάξεις αυτές παραβόλου, αλλά προχωρεί στην εκδίκασή του κατά τα λοιπά και, αν συντρέχει περίπτωση, καταλογίζει το ελλείπον παράβολο με την οριστική του απόφαση.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών άσκησε το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, ως «προσφυγή» στις 27.2.2002 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέβαλε δε παράβολο 4,5 ευρώ. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την «προσφυγή» με την υπ’ αριθμ. 7419/2004 απόφασή του. Ακολούθως, ο αιτών άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο, με την υπ’ αριθμ. 4705/2007 απόφασή του δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, εκδίκασε την υπόθεση ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την παρέπεμψε, λόγω αρμοδιότητας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, Η πιο πάνω παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επιδόθηκε στον δικηγόρο του αιτούντος στις 19.6.2008, η δικογραφία περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 29.12.2008, αντίγραφο της από 21.1.2010 πράξης του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητή και αρχικής δικασίμου επιδόθηκε στον αιτούντα στις 15.4.2010, και με το από 29.12.2008 έγγραφο του Προϊσταμένου του Γραφείου καταθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον αιτούντα η συμπλήρωση του ελλείποντος παραβόλου (κατά 10,5 ευρώ). Εξάλλου, ο εισηγητής δικαστής της υπόθεσης, ενώπιον του Γ΄ Τμήματος επισήμανε με την από 10.1.2011 εισήγησή του το ζήτημα του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης λόγω ελλιπούς παραβόλου και εισφοράς υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ. Στη συνέχεια, ο αιτών κατέβαλε, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, πρόσθετο παράβολο ύψους 11 ευρώ και εισφοράς υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ ύψους 2 ευρώ. Με τα δεδομένα όμως αυτά και εφόσον από την ημερομηνία (29.12.2008) περιελεύσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας της δικογραφίας της υποθέσεως παρήλθε άπρακτη η μηνιαία προθεσμία δηλαδή δεν συμπληρώθηκε το ελλείπον παράβολο η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις. Κατά την γνώμη όμως των Συμβούλων Δ. Σκαλτσούνη, Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Π. Καρλή, Ηρ. Τσακόπουλου, Β. Αραβαντινού, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνη και Α. Χλαμπέα, εφόσον ο αιτών κατέβαλε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης το ελλείπον πρόσθετο παράβολο καλύφθηκε η εν λόγω παράλειψη ως τυπική και η κρινόμενη αίτηση ασκείται, από απόψεως παραβόλου, παραδεκτώς.
9. Επειδή, σε περίπτωση απορρίψεως ενδίκου βοηθήματος ή μέσου λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής του παραβόλου το εκπροθέσμως καταβληθέν παράβολο επιστρέφεται.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την επιστροφή του εκπροθέσμως καταβληθέντος παραβόλου (των 11 ευρώ), και
Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ και του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ίδιο ποσό, (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 2013.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Κ. Μενουδάκος Μ. Παπασαράντη