ΣτΕ 82/2011, Γ΄τμ. 7μ., REFORMATIO IN PEJUS, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΔΗΜ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, ΦΥΣΙΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ 8 Σ, Υπαλληλική Προσφυγή του Γενικού Επιθεωρητή Δημ. Διοίκησης έλκει στο ΣτΕ την προσφυγή στο ΔΕΦ του Υπαλλήλου (αρχή του

ΣΤΕ

Αριθμός 82/2011
 
 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ :
  Υπαλληλική Προσφυγή του Γενικού Επιθεωρητή  Δημ. Διοίκησης έλκει στο ΣτΕ την προσφυγή στο ΔΕΦ του Υπαλλήλου  (αρχή του φυσικού Δικαστή) μπορεί  να καταστήσει χειρότερη η θέση του.
 

Αριθμός 82/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄ 7μ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ’ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς, Π. Καρλή, Β. Καμπίτση, Σύμβουλοι, Δ. Μακρής, Σ. Κωνσταντίνου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Απριλίου 2009 προσφυγή :
του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος δεν παρέστη,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ο οποίος παρέστη με τον Νικ. Δημητρακόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της υπ’ αριθμ. 287/11.11.2008 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως ο Ανδρέας Γλυνιάς, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη Συγγενιώτου (Α.Μ. 18062) που την διόρισε στο ακροατήριο.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Ποταμιά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του παρεμβαίνοντος και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
 
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται από το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 287/11.11.2008 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθ’ ο μέρος με την απόφαση αυτή δεν επιβλήθηκε στον καθ’ ου η προσφυγή Ανδρέα Γλυνιά, εκπαιδευτικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κλάδου ΠΕ 16, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως αλλά η ποινή της προσωρινής παύσεως έξι μηνών για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 22 εργασίμων ημερών και της άρνησης ή παρέλευσης εκτέλεσης υπηρεσίας. Κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως ασκήθηκε από τον Ανδρέα Γλυνιά προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
3. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει». Περαιτέρω, στο άρθρο 141 του ν. 3528/2007 «Κώδικας Δημοσίων Πολ. Διοικ. Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» (Α’ 26), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορίζεται ότι : «Άρθρο 141 Ένσταση 1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων, εκτός αυτών που ορίζονται στο άρθρο 142 παρ. 2 περ. α’, καθώς και των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του παρόντος, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. 2. Οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών δύο (2) μηνών και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού, της προσωρινής και οριστικής παύσης. Όλες οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, υπέρ της διοίκησης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο β’ της επόμενης παραγράφου. Οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 114 του παρόντος υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον υπάλληλο ή τη διοίκηση. 3. Ένσταση ενώπιον του υπηρεσιακού ή του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δικαιούνται να ασκήσουν : α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου κάθε ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος, οι πρόεδροι των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του παρόντος και ο Υπουργός ή ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας που ασκεί εποπτεία στο νομικό πρόσωπο. 4. Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό. 5. Τα υπηρεσιακά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, όταν κρίνουν μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορούν να χειροτερεύουν τη θέση του. Όταν κρίνουν ένσταση υπέρ της διοίκησης, δεν μπορούν να επιβάλουν ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε. Όταν ασκούνται ενστάσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της διοίκησης, το οικείο συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει. 6 . . . 7 . . . 8 . . .». Περαιτέρω, στο άρθρο 142 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι : «1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης. 2. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά : α) των πειθαρχικών αποφάσεων του Υπουργού, του Διοικητή του Αγίου Όρους, του προέδρου ή του επικεφαλής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, καθώς και του διοικητή ή του προέδρου συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, β) των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή και της προσωρινής παύσης, γ) των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του παρόντος. 3. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η του Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου. 4. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο δύνανται με απόφασή τους να αναστείλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντα ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγησή της, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει. 5. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία επιβάλλει την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την άσκησή της, άλλως η πειθαρχική απόφαση εκτελείται από την οικεία υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ.,, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 144 του παρόντος. 6. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο, όταν κρίνουν μετά από προσφυγή, δεν δύνανται να χειροτερεύουν τη θέση του υπαλλήλου». Εξάλλου, το άρθρο 1 του Ν. 3074/2002 (Α’ 296) ορίζει στην παρ. 1 ότι συνιστάται θέση Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης για τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της διοίκησης, την παρακολούθηση και αξιολόγηση του έργου των ελεγκτικών σωμάτων της δημόσιας διοίκησης και τον εντοπισμό των φαινομένων διαφθοράς και της κακοδιοίκησης και στην παρ. 2 ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης α) μπορεί να διατάσσει, αυτεπαγγέλτως, τη διενέργεια επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) και από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των Υπουργείων και άλλων υπηρεσιών, β) παρακολουθεί τη δράση του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και των ιδιαίτερων Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του προηγούμενου εδαφίου, ειδικότερα δε παρακολουθεί την πορεία των ελέγχων που διενεργούνται και ενημερώνεται για τα πορίσματα αυτών οποτεδήποτε το ζητήσει, γ) αξιολογεί το έργο των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου, δ) μπορεί να διεξάγει ελέγχους, επανελέγχους, επιθεωρήσεις και έρευνες στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλες υπηρεσίες, διεξάγει δε ο ίδιος ή με τους Βοηθούς του ή τους Ειδικούς Επιστημονικούς Συνεργάτες του ή τα αρμόδια όργανα του εδαφίου α’ ένορκη διοικητική εξέταση και σε κάθε περίπτωση μπορεί να ασκήσει ή να διατάξει την άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή τη λήψη άλλων διοικητικών μέτρων, μπορεί δε επίσης να παραπέμπει υποθέσεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση πειθαρχικού οργάνου στο αμέσως ανώτερο πειθαρχικό όργανο, ασκώντας τα προβλεπόμενα από το νόμο ένδικα μέσα (όπως το εδάφιο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 26 παρ. 1 του Ν. 3200/2003 (Α’ 281), ε) διεξάγει έλεγχο των ετήσιων δηλώσεων οικονομικής κατάστασης (πόθεν έσχες) όλων των μελών των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου, στ) συγκαλεί και προεδρεύει του προβλεπόμενου από το άρθρο 8 Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου και μπορεί να ελέγχει τραπεζικούς λογαριασμούς υπαλλήλων της περ. α’ μετά από παραγγελία του εισαγγελέα στο πλαίσιο διενεργούμενης σε βάρος της προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ζ) μπορεί να ελέγχει καταγγελίες, οι οποίες υποβάλλονται στο Γραφείο του, σχετικά με φαινόμενα κακοδιοίκησης στους φορείς της περ. α’ και στα Σώματα Ελέγχου αυτών και η) συντάσσει ετήσια έκθεση, στην οποία παρουσιάζει τις σημαντικότερες υποθέσεις, που σχετίζονται με φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιοίκησης και αδιαφανών διαδικασιών στο χώρο της δημόσιας διοίκησης. Στην παρ. 3 του άρθρου 1 του αυτού Ν. 3074/2002 ορίζεται ότι Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης διορίζεται πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, που διαθέτει υψηλή επιστημονική κατάρτιση και απολαμβάνει ευρείας κοινωνικής αποδοχής (περ. α’), επιλέγεται δε από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του ίδιου Υπουργού (περ. β’). Με το άρθρο 9 του Ν. 3094/2003 (Α’ 10) προστέθηκε εδάφιο δεύτερο στην περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 3074/2002 και ορίσθηκε ότι η θητεία του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης είναι πενταετής και μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια διαδικασία. Στην παρ. δ’ της παραγρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 3074/2002 ορίζεται, περαιτέρω, ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και οι Βοηθοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τέλος, στην παρ. 4 του άρθρου 1 του αυτού Ν. 3074/2002 ορίζεται ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης παύεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, για ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και για ανικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων του, λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής. Περαιτέρω, στην περίπτωση δ’ της παρ. 2 του άρθρου 1, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3200/2003 (Α’ 281) και από την παρ. 10 του άρθρου 6 του ν. 3491/2006 και αντικαταστάθηκε τελικά από το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 3613/2007 (Α’ 263), προβλέπεται ότι : «Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά όλων των τελεσίδικων αποφάσεων όλων των πειθαρχικών συμβουλίων των φορεών του πρώτου εδαφίου για πειθαρχικά αδικήματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, καθώς και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά όλων των άλλων τελεσίδικων αποφάσεων μονομελών ή πειθαρχικών οργάνων. Η προσφυγή υπογράφεται από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και κατά τη συζήτηση παρίσταται μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η προθεσμία για την άσκηση των προαναφερόμενων ενστάσεων και προσφυγών αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων στο Γραφείο του».
4. Eπειδή, εξάλλου στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του ν. 2944/2001 (Α’ 222) ορίζεται ότι : «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό των υπαλληλικών προσφυγών, εκτός από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 103 του Συντάγματος, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. 2. Για την εκδίκαση των πιο πάνω προσφυγών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 41-44 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α’), όπως ισχύουν κάθε φορά». Περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 21 του πρ. δ/τος 18/1989 ορίζεται ότι : «α. Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από υπάλληλο, η κοινοποίηση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου (παρ. 2 του άρθρου 21 περί κοινοποιήσεως επί αιτήσεως ακυρώσεως) β) Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από όργανο της κρατικής διοίκησης, η κοινοποίηση γίνεται προς τον υπάλληλο. γ) Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς τον υπάλληλο. Αν συντρέχει η περίπτωση του εδ. δ της προηγούμενης παραγράφου (παρ. 2 του άρθρου 21), η κοινοποίηση γίνεται και προς τον Υπουργό. δ) Αντίγραφο της πράξης του Προέδρου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20 του παρόντος κοινοποιείται προς τον κατά τα προηγούμενα εδάφια προσφεύγοντα . . .». Περαιτέρω, στο άρθρο 41 του ίδιου διατάγματος ορίζεται : «1. Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης. 2. Όλες οι λοιπές προσφυγές, εκτός από αυτές που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, ασκούνται εφόσον ειδική διάταξη δεν ορίζει διαφορετικά από μεν τον υπάλληλο μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της προσβαλλόμενης απόφασης, από δε το διοικητικό όργανο που έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή μέσα σε εξήντα ημέρες από την περιέλευση της απόφασης σε αυτό». Ενώ, στο άρθρο 43 παρ. 1 του αυτού διατάγματος ορίζεται ότι : «1. Στην περίπτωση των παραπάνω προσφυγών το Συμβούλιο δικάζει και κατά νόμο και κατ’ ουσίαν και μπορεί να διατάξει και νέες αποδείξεις ή να ζητήσει διοικητικώς πληροφορίες χωρίς να αποκλείεται και το δικαίωμα του υπαλλήλου να επικαλεσθεί οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία». Περαιτέρω, στο άρθρο 44 του εν λόγω διατάγματος ορίζεται ότι : «Στη δίκη της προσφυγής δεν επιτρέπεται παρέμβαση, εκτός από την περίπτωση απόλυσης λόγω κατάργησης θέσης, οπότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 49 καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 51 για την τριτανακοπή». Τέλος, στο άρθρο 34 του ν. 1968/1991 (Α’ 150) ορίζεται ότι : «1. Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης αν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας, επειδή η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό. Η απόφαση περί παραπομπής είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση εφ’ όσον τούτο είναι ισόβαθμο ή κατώτερο του παραπέμποντος. Το αυτό ισχύει και για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνει ότι το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Στις ακυρωτικές υποθέσεις, για τις οποίες προβλέπει ειδικώς το άρθρο 1 του ν. 702/1977, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας του διοικητικού εφετείου, μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ’ ουσίαν. 2. Όταν συντρέχει περίπτωση παραπομπής κατά την προηγούμενη παράγραφο, η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο».
5. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε την αρμοδιότητα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης να ασκεί, χωρίς άλλες δικονομικές διατυπώσεις, προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3613/2007 για όσα πειθαρχικά παραπτώματα, κατά τη γνώμη του, πρέπει να επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού του υπαλλήλου. Στην περίπτωση που το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλαμβάνεται της προσφυγής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να επιβάλει, το πρώτον αυτό, την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, αφού εκτιμήσει εξυπαρχής τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, σε αναφορά με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος Γενικού Επιθεωρητή και τις απόψεις του διωκομένου υπαλλήλου. Η πρόβλεψη από το νόμο της δυνατότητας επιβολής μείζονος πειθαρχικής ποινής στον παρανομήσαντα δημόσιο υπάλληλο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μια τέτοια περίπτωση, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί οι παρανομούντες υπάλληλοι να τιμωρούνται με την προσήκουσα, εκάστοτε, πειθαρχική ποινή, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά και συνάδει με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχική υπόθεση του υπαλλήλου έχει ήδη κριθεί από υπηρεσιακό – πειθαρχικό συμβούλιο αποτελούμενο κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, στο δε Συμβούλιο της Επικρατείας δυνατότητα μόνο ανατίθεται για την επιβολή, κατά την κρίση του και των βαρύτερων πειθαρχικών ποινών του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης (πρβλ. ΣτΕ 1506/1955, 230/1935).
6. Επειδή, περαιτέρω, στην περίπτωση που ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών που αφορά δημόσιο υπάλληλο και παράλληλα ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου ασκηθεί προσφυγή από τον ίδιο υπάλληλο κατά της αυτής αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, επιβάλλεται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, η υπόθεση να κριθεί από ένα και το αυτό Δικαστήριο. Τούτο υπαγορεύεται από το γεγονός ότι πρόκειται περί δίκης με το ίδιο αντικείμενο αφού προσβάλλεται η ίδια απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που αφορά τον ίδιο υπάλληλο, η οποία, εξεδόθη με βάση την αυτή πειθαρχική αγωγή. Και ναι μεν κύριοι διάδικοι στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη τυπικά είναι ο ασκήσας την προσφυγή Γενικός Επιθεωρητής και ο Υπουργός Εσωτερικών ενώ στην δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου διάδικοι είναι ο ασκήσας την προσφυγή υπάλληλος και ο καθ’ ου η προσφυγή Υπουργός Εσωτερικών, η ενιαία όμως κρίση της διαφοράς, προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επιβάλλει το ενιαίο της δίκης και από πλευράς υποκειμένων. Έτσι, στην μια και ενιαία δίκη ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου κύριοι διάδικοι είναι τόσο ο Γενικός Επιθεωρητής και ο Υπουργός Εσωτερικών όσο και ο τιμωρηθείς υπάλληλος. Περαιτέρω, σύμφωνα και με την αρχή του φυσικού δικαστή (άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος) που επιβάλλει, τον καθορισμό του αρμοδίου εκάστοτε δικαστηρίου κατά γενικές και αφηρημένες κατηγορίες, ασυνδέτως προς τις δικαζόμενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων σε περίπτωση που μια υπόθεση οδηγείται σε διάσπαση, με παράλληλη εκδίκασή της από δύο διαφορετικά δικαστήρια, ένα ανώτερο και ένα κατώτερο τότε θα πρέπει η διαφορά να εκδικασθεί ενιαία από το ανώτερο δικαστήριο. Τούτο επιβάλλεται άλλωστε και από την εν ευρεία εννοία αρχή non bis in idem, υπό την έννοια ότι ο διωκόμενος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δικάζεται για το αυτό πειθαρχικό παράπτωμα παράλληλα από διαφορετικά δικαστήρια αλλά πρέπει να χωρήσει μία ενιαία δικαστική κρίση από το ανώτερο δικαστήριο. Επομένως, όταν ασκηθεί προσφυγή από τον τιμωρηθέντα υπάλληλο κατά της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου καθώς και προσφυγή από τον Γενικό Επιθεωρητή Δ.Δ. προσφυγής κατά της αυτής αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αρμόδιο δικαστήριο κατά νόμο για να κρίνει την υπόθεση, στο σύνολό της, και ως προς τα δύο ένδικα βοηθήματα καθίσταται το Συμβούλιο της Επικρατείας μη περιοριζόμενο ως προς την επιβλητέα πειθαρχική ποινή το δε Διοικητικό Εφετείο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή του τιμωρηθέντος υπαλλήλου οφείλει να την παραπέμψει στο Συμβούλιο της Επικρατείας μαζί με τον πειθαρχικό και ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, στην περίπτωση που τα τελευταία στοιχεία έχουν περιέλθει σ’ αυτό από τη Διοίκηση. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Γ. Ποταμιά η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 3613/2007 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 4 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η επίδικη διάταξη πλήσσει τη θεσμική εγγύηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος) σύμφωνα με την οποία τα θέματα υπηρεσιακής καταστάσεως ενός μονίμου υπαλλήλου (σύνταξη υπηρεσιακών εκθέσεων αξιολόγησης, πειθαρχικός έλεγχος, παραπομπή σε υπηρεσιακό συμβούλιο κλπ.) επιφυλάσσονται κατά το Σύνταγμα στην αποκλειστική αρμοδιότητα υπηρεσιακών αρχών και οργάνων που προΐστανται του υπαλλήλου και τελούν σε ιεραρχική υπηρεσιακή σχέση προς αυτόν και όχι σε διοικητικά όργανα που δεν έχουν κανένα υπηρεσιακό δεσμό με τον διωκόμενο υπάλληλο και δεν έχουν αντίστοιχο υπηρεσιακό status με αυτό των μονίμων υπαλλήλων, όπως είναι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος είναι μετακλητός υπάλληλος (βλ. Ολομ. ΣΕ 1849/2008) και τελεί σε σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης προς το πολιτικό όργανο που τον διορίζει. Επίσης, η επίδικη διάταξη αντίκειται και στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος διότι υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τη διάταξη αυτή αναγκαίο μέτρο διότι στην πραγματικότητα ζητείται από το Δικαστήριο (Συμβούλιο Επικρατείας ή Διοικητικό Εφετείο κατά περίπτωση) να κρίνει για τρίτη φορά τη βασιμότητα της πειθαρχικής αγωγής, για την οποία έχει ήδη κρίνει μία φορά το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και μία δεύτερη φορά το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ειδικότερα δε η ποινή της οριστικής παύσεως που αξιώνει από το Δικαστήριο ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης εντάσσεται ως κύρωση στην κατηγορία των ποινικών κυρώσεων και πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εγγυήσεις των ποινικών κυρώσεων, όπως είναι η αρχή non bis in idem, επεκτείνονται και στην περίπτωση των σοβαρών πειθαρχικών κυρώσεως, όπως είναι η οριστική παύση και ο υποβιβασμός. Έτσι, εφόσον εν προκειμένω η πειθαρχική κατηγορία κατά του υπαλλήλου κρίθηκε τελεσιδίκως από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο κατά νόμο συγκροτείται από ανώτατους λειτουργούς και υπαλλήλους (έναν Αντιπρόεδρο του Ν.Σ.Κ., τέσσερις Νομικούς Συμβούλους, τρεις Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων και δύο εκπροσώπους της ΑΔΕΔΥ) υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο το οποίο δεν επιτρέπει την δεύτερη δίωξη του υπαλλήλου για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα (βλ. άρθρο 110 του ν. 3528/2007 και άρθρ. 57 του Κ. Ποιν. Δ.).
7. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Με την υπ’ αριθμ. Φ 277/259/ΕΠ 560/3.8.2006 πειθαρχική αγωγή του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων παραπέμφθηκε, κατόπιν διενεργηθείσας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, στο Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΥΣΔΕ) Α’ Αθηνών ο εκπαιδευτικός του κλάδου ΠΕ 16 Ανδρέας Γλυνιάς με την κατηγορία ότι υπέπεσε α) στο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά του πάνω από 22 ημέρες συνεχώς (άρθρο 109 παρ. 2 περ. στ του ν. 2683/1999) και β) στο πειθαρχικό παράπτωμα της άρνησης ή παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας (άρθρο 107 παρ. 1 περ. ε του ν. 2683/1999). Μετά από συμπλήρωση της διενεργηθείσας ΕΔΕ, κλήση σε απολογία και υποβολή υπομνημάτων το ΠΥΣΔΕ με την υπ’ αριθμ. 27/2007 πράξη του έκρινε ότι ο ως άνω εκπαιδευτικός υπέπεσε στα αποδιδόμενα σ’ αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα α) της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά του πάνω από 22 εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από 30 εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός έτους (άρθρο 109 παρ. 2 περ. στ του ν. 3528/2007) και β) της άρνησης ή παρέλευσης εκτέλεσης υπηρεσίας (άρθρο 107 παρ. 1 περ. ε του ν. 3528/2007), επέβαλε δε σ’ αυτήν την ποινή της οριστικής παύσεως. Εν συνεχεία, ο καθ’ ου η προσφυγή υπάλληλος άσκησε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έκανε δεκτή την ένσταση και με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’ αριθμ. 287/11.11.2008) του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης έξι μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο τιμωρηθείς υπάλληλος άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ΑΚ. 826/7.4.2009) αμφισβητώντας την ορθότητα της συγκεκριμένης αποφάσεως. Κατά της αυτής αποφάσεως άσκησε κατ’ άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 3613/2007 την κρινόμενη προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο δε Α.. Γλυνιάς άσκησε παρέμβαση.
8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως αρμόδιο δικαστήριο να κρίνει τόσο την προσφυγή του Α. Γλυνιά όσο και την προσφυγή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας. Περαιτέρω, κύριοι διάδικοι στην ενιαία αυτή δίκη είναι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο Υπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και ο προσφεύγων υπάλληλος, ο οποίος επέχει θέση κυρίου διαδίκου και όχι παρεμβαίνοντα και επομένως δεν περιορίζεται να υποστηρίξει μόνο την ορθότητα και το κύρος της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά δύναται να ζητήσει και την εξαφάνιση της εν λόγω αποφάσεως με σκοπό να κριθεί από το Δικαστήριο ότι ο εν λόγω υπάλληλος δεν υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα. Με τα ως άνω δεδομένα πρέπει το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών να παραπέμψει την ασκηθείσα ενώπιον αυτού προσφυγή του Α. Γλυνιά καθώς και τον ατομικό και πειθαρχικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο είναι πλέον το κατά νόμο αρμόδιο Δικαστήριο. Επομένως, με την περιέλευση της παρούσας αποφάσεως στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το τελευταίο οφείλει εντός προθεσμίας τριάντα ημερών να παραπέμψει στο Συμβούλιο της Επικρατείας την προσφυγή του ως άνω υπαλλήλου με τον ατομικό και πειθαρχικό του φάκελο.
Διά ταύτα
Αναβάλλει την εκδίκαση της προσφυγής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και
Επιβάλλει την παραπομπή από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής από τον Ανδρέα Γλυνιά εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σ’ αυτό της παρούσας αποφάσεως, κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 και 14 Ιουνίου 2010
Ο Πρόεδρος του Γ’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Γ’ Τμήματος
 
 
Γ. Σταυρόπουλος    Α. Τριάδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2011.
Ο Πρόεδρος του Γ’ Τμήματος Η Γραμματέας
 
 
Γ. Σταυρόπουλος Δ. Τετράδη