Αριθμός 858/2008 παρ.7μ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : κατά την κρατήσασα γνώμη, οι αιτούντες, επικαλούμενοι μόνη την ιδιότητά τους των Ελλήνων πολιτών, ενδιαφερομένων για την προστασία του περιβάλλοντος, δεν έχουν το ειδικό έννομο συμφέρον που απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για να προσβάλουν το ως άνω π.δ/γμα, αφού δεν προβάλλουν ότι ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος. Εξ άλλου, οι ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος για τα θέματα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την τελευταία αναθεώρηση (2001) του άρθρου 24 του Συντάγματος, στη νέα παρ. 1 του οποίου ορίζεται ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός». Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Αθ. Ράντος και ο Πάρεδρος Χρ. Λιάκουρας, κατά την γνώμη των οποίων, και μετά τη νέα διατύπωση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν καταλύεται η απαίτηση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, κατά τους όρους του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεων, με τις οποίες, κατά την αντίληψη του αιτούντος, επέρχεται βλάβη στο περιβάλλον. Στην ειδική, όμως, περίπτωση προσβολής κανονιστικών πράξεων, η ισχύς των οποίων εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια και με τις οποίες τίθενται γενικοί όροι και προϋποθέσεις δομήσεως, εφαρμοστέοι σε αόριστο κύκλο περιπτώσεων και δυσμενέστεροι για το περιβάλλον σε σχέση με τους μέχρι τότε ισχύοντες (λ.χ. γενική αύξηση των συντελεστών δομήσεως ή του αριθμού των ορόφων), τότε, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως του π.δ/τος 18/1989, ερμηνευομένης και εν όψει της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οποιοσδήποτε πολίτης, ισχυριζόμενος ότι οι όροι αυτοί είναι βλαπτικοί για το περιβάλλον, έχει έννομο συμφέρον προσβολής τους, προκειμένου να κριθεί ευθέως, κατά τον κανόνα, η νομιμότητά τους. Άλλως, θα απεκλείετο, κατ’ ουσίαν, παντελώς ο ευθύς έλεγχος της νομιμότητος των πράξεων αυτών από πρόσωπα ισχυριζόμενα ότι οι ως άνω πράξεις βλάπτουν το περιβάλλον, δεδομένου ότι κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει «άμεσο» και «ενεστώς», κατά την έννοια που δίδει η κρατήσασα γνώμη στους όρους, έννομο συμφέρον για την προσβολή τους, με συνέπεια ο κύκλος αυτός προσώπων να αποκλείεται εξ ορισμού από την δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών, γεγονός, όμως, που αντιστρατεύεται τον ως άνω συνταγματικό ορισμό. Άλλωστε, οι ανωτέρω δύο προϋποθέσεις αναγνωρίσεως εννόμου συμφέροντος έχουν από την φύση τους διαφορετικό περιεχόμενο σε κανονιστικές πράξεις απ’ ό,τι σε ατομικές.
Αριθμός 858/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2006 με την εξής σύνθεση: Π.N. Φλώρος, Aντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α. Ράντος, Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Χρ. Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.
Για να δικάσει την από 24 Νοεμβρίου 2003 αίτηση :
των : 1) Κωνσταντίνου Βλαχάκη, κατοίκου Βάρης Αττικής (οδός Αρτέμιδος αρ. 28), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημ. Μπελαντή (Α.Μ. 13652), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) Δέσποινας Σχινά, κατοίκου Βάρκιζας Αττικής (οδός Φρυνίχου αρ. 7), η οποία με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της παραιτήθηκε του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και 3) Μαρίας-Ελένης Ιατρίδου, κατοίκου Π. Φαλήρου Αττικής (οδός Άτλαντος αρ. 24), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Δημ. Μπελαντή, που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος παρέστη με την Αικ. Γρηγορίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της παρεμβαίνουσας εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαρ. Χρυσανθάκη (Α.Μ. 11855), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί το Προεδρικό Διάταγμα 250/2003 περί «Καθορισμού ποσοστού τουριστικών καταλυμάτων, που μπορούν να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται», καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ι. Μαντζουράνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας εταιρείας και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (Α 750480, 502494/2003 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η ακύρωση του π.δ/τος 250/2003 «Καθορισμός ποσοστών τουριστικών καταλυμάτων που μπορούν να μισθώνονται μακροχρονίως ή και να πωλούνται» (Α΄ 226).
2. Επειδή, η δεύτερη από τους αιτούντες, Δέσποινα Σχινά, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως με δήλωση στο ακροατήριο του υπογράφοντος αυτό δικηγόρου. Συνεπώς, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη ως προς την αιτούσα αυτήν.
3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει παραδεκτώς υπέρ του κύρους του προσβαλλομένου διατάγματος η Α.Ε. «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα».
4. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 118), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 2741/1999 (Α΄ 199), το άρθρο 39 παρ. 13 του ν. 3105/2003 (Α΄ 29), και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 3498/2006 (Α΄ 230), ορίζονται τα εξής : «Τουριστικές επιχειρήσεις. 1. Τουριστικά καταλύματα. Τουριστικά καταλύματα είναι οι τουριστικές επιχειρήσεις που υποδέχονται τουρίστες και παρέχουν σε αυτούς διαμονή και άλλες συναφείς προς τη διαμονή υπηρεσίες, όπως εστίαση, ψυχαγωγία, αναψυχή, άθληση και διακρίνονται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση 530992/1987 του Γενικού Γραμματέα του Ε.Ο.Τ. με θέμα τεχνικές προδιαγραφές τουριστικών εγκαταστάσεων (ΦΕΚ 557 Β΄), ως εξής : Α. Κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα : α. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου. β. Ξενοδοχεία τύπου ΜΟΤΕΛ. γ. Ξενοδοχεία τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων. δ. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου και επιπλωμένων διαμερισμάτων. ε. Οργανωμένες τουριστικές κατασκηνώσεις με ή χωρίς οικίσκους (ΚΑΜΠΙΝΓΚ). B. Μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα. α. Τουριστικές επιπλωμένες επαύλεις ή κατοικίες. β. Ενοικιαζόμενα δωμάτια σε συγκρότημα μέχρι 10 δωματίων. γ. Ενοικιαζόμενα επιπλωμένα διαμερίσματα. 2. … 7. Δεν θεωρούνται τουριστικά καταλύματα τα ακίνητα, τα οποία αποδεδειγμένα εκμισθώνονται εν όλω ή εν μέρει για προσωρινή διαμονή του ίδιου του μισθωτή με μίσθωμα που ορίζεται κατά μήνα, είτε συνολικά για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, εφόσον η μίσθωση υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες. Η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται : α) επί τουριστικών καταλυμάτων τα οποία ανεγείρονται και λειτουργούν επί εκτάσεων, την κυριότητα ή τη διοίκηση και διαχείριση των οποίων έχει η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.» και β) επί ενιαίων εκτάσεων άνω των τριακοσίων στρεμμάτων. Τα τουριστικά καταλύματα της παρούσας διάταξης δεν μπορεί να υπερβαίνουν το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της συνολικά δομούμενης επιφάνειας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, καθορίζεται το ποσοστό των καταλυμάτων αυτών που μπορούν να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται, καθώς και θέματα που αφορούν τη μεταβίβαση του δικαιώματος χρήσης ή κυριότητας από τους χρήστες ή κυρίους των καταλυμάτων αυτών …». Βάσει της τελευταίας αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε το προσβαλλόμενο π.δ/γμα 250/2003 (Α΄ 226), στο οποίο ορίζονται τα εξής : «Τα τουριστικά καταλύματα της παρ. 13 του άρθρου 39 του Ν. 3105/2003 (Α΄ 29) υπάγονται κατά παρέκκλιση στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 (Α΄ 4) και του Ν.Δ. 1024/1971 (Α΄ 232) και των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ., εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) Είναι Τουριστικά καταλύματα της περίπτ. Β της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993. β) Ανεγείρονται σε συνδυασμό με κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα (ξενοδοχεία) της περίπτ. Α της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993, κατηγορίας πέντε (5*) και τεσσάρων (4*) αστέρων ή/ και με εγκαταστάσεις ειδικής Τουριστικής υποδομής της παρ. 3 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, κατά τους ισχύοντες για κάθε κατηγορία τουριστικής εγκατάστασης ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης. γ) Αποτελούν ποσοστό έως 35% της συνολικά δομούμενης επιφάνειας. δ) Έχουν λάβει τις απαιτούμενες οικοδομικές άδειες και λοιπές αναγκαίες κατά νόμο εγκρίσεις για την έναρξη των οικοδομικών εργασιών του συνολικού έργου του οποίου αποτελούν τμήμα. ε) Σε περίπτωση γηπέδου εντός του οποίου υφίστανται ήδη Τουριστικές εγκαταστάσεις της ανωτέρω περίπτ. β του παρόντος άρθρου, το τμήμα του γηπέδου επί του οποίου ανεγείρονται οι νέες Τουριστικές εγκαταστάσεις πρέπει να είναι επιφανείας τουλάχιστον 300.000 τ.μ. και το ποσοστό της περίπτ. γ του παρόντος άρθρου υπολογίζεται επί της πραγματικά δομηθείσης επιφάνειας αυτού» (άρθρο 1). «1. Από το συνολικό αριθμό των τουριστικών καταλυμάτων, που υπάγονται στις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, το ποσοστό των δυναμένων να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε 35% της συνολικά δομούμενης επιφάνειας επί γηπέδων μέχρι 1.000.000 τ.μ. Το ποσοστό αυτό μειώνεται στα μεγαλύτερης έκτασης γήπεδα κατά 2% ανά 100.000 τ.μ. και ορίζεται σε 10% για γήπεδα μεγαλύτερα των 2.000.000 τ.μ. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσδιορισμός του ποσοστού των δυναμένων να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται τουριστικών καταλυμάτων, γίνεται με τον Κανονισμό που προβλέπεται στο άρθρο 3 του παρόντος. Τα ανωτέρω επιτρέπονται υπό τους ακόλουθους όρους : α) Η μίσθωση έχει διάρκεια μέχρι 60 έτη, συνάπτεται δε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 618 ΑΚ και 6 παρ. 17 του Ν. 2160/1993. Εφ’ όσον η υπολειπόμενη διάρκεια της μίσθωσης υπερβαίνει τα 9 έτη, ο μισθωτής δικαιούται να μεταβιβάσει σε τρίτους τα μισθωτικά του δικαιώματα, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του εκμισθωτή, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, υποκαθιστάμενος πλήρως στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του από τον αποκτώντα νέο μισθωτή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κοινές περί μισθωτικών κατοικιών διατάξεις. β. …» (άρθρο 2) «1. Η σύσταση των κάθετων ή και οριζόντιων ιδιοκτησιών των τουριστικών καταλυμάτων, και η σύνταξη του κανονισμού που ρυθμίζει τις σχέσεις συνιδιοκτητών μεταξύ τους και σε σχέση με την λειτουργία των τουριστικών εγκαταστάσεων που λειτουργούν στην ίδια έκταση γίνεται με συμβολαιογραφική μονομερή πράξη από τον ιδιοκτήτη του γηπέδου που εγκρίνεται από την κατά περίπτωση αρμόδια διεύθυνση Τουρισμού της οικείας Περιφέρειας από κοινού με τα αρχιτεκτονικά και λοιπά τεχνικά σχέδια και μελέτες της συνολικής τουριστικής εγκατάστασης …» (άρθρο 3).
5. Επειδή, οι αιτούντες, για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν το ως άνω π.δ/γμα, επικαλούνται, με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, την ιδιότητά τους ως ελλήνων πολιτών, ασκούντων το κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμά τους για την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι με το διάταγμα αυτό ανατρέπονται οι γενικές αρχές της χωροταξικής και πολεοδομικής οργάνωσης της Χώρας, επιδεινώνεται το οικιστικό περιβάλλον, αφού επιτρέπεται η δόμηση κατοικιών με όρους τουριστικών καταλυμάτων (με μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης) και ανατρέπεται η «οριοθέτηση» των χρήσεων γης, με συνέπεια την οικιστική και πολεοδομική αναρχία και ανομία.
6. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι : «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων τα έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Όπως, παγίως γίνεται δεκτό, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον για την τήρηση του νόμου κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, η αίτηση ακυρώσεως θα μετέπιπτε σε καθαρώς λαϊκή αγωγή, η οποία δεν θεσμοθετείται από το Σύνταγμα και το νόμο. Απαιτείται, δηλαδή, το ενδιαφέρον αυτό να είναι αυξημένο, λόγω κάποιου ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προς την προσβαλλόμενη πράξη, ατομική ή κανονιστική, ή λόγω ιδιαίτερης ιδιότητας ή κατάστασης του αιτούντος, ένεκα της οποίας ο αιτών και ο στενός ή ευρύς κύκλος πολιτών, στον οποίο τυχόν ανήκει, ενδιαφέρεται εντονότερα από τους λοιπούς πολίτες για τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως (Σ.Ε. 1051/1959 Ολ., 3606/1971, 2638/1980, 151/1993, 735/2000, 582/2001, 2258/2005, 1253/2006, 3824/2007).
7. Επειδή, κατά την κρατήσασα γνώμη, οι αιτούντες, επικαλούμενοι μόνη την ιδιότητά τους των Ελλήνων πολιτών, ενδιαφερομένων για την προστασία του περιβάλλοντος, δεν έχουν το ειδικό έννομο συμφέρον που απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για να προσβάλουν το ως άνω π.δ/γμα, αφού δεν προβάλλουν ότι ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος. Εξ άλλου, οι ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος για τα θέματα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την τελευταία αναθεώρηση (2001) του άρθρου 24 του Συντάγματος, στη νέα παρ. 1 του οποίου ορίζεται ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός». Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Αθ. Ράντος και ο Πάρεδρος Χρ. Λιάκουρας, κατά την γνώμη των οποίων, και μετά τη νέα διατύπωση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν καταλύεται η απαίτηση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, κατά τους όρους του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεων, με τις οποίες, κατά την αντίληψη του αιτούντος, επέρχεται βλάβη στο περιβάλλον. Στην ειδική, όμως, περίπτωση προσβολής κανονιστικών πράξεων, η ισχύς των οποίων εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια και με τις οποίες τίθενται γενικοί όροι και προϋποθέσεις δομήσεως, εφαρμοστέοι σε αόριστο κύκλο περιπτώσεων και δυσμενέστεροι για το περιβάλλον σε σχέση με τους μέχρι τότε ισχύοντες (λ.χ. γενική αύξηση των συντελεστών δομήσεως ή του αριθμού των ορόφων), τότε, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως του π.δ/τος 18/1989, ερμηνευομένης και εν όψει της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οποιοσδήποτε πολίτης, ισχυριζόμενος ότι οι όροι αυτοί είναι βλαπτικοί για το περιβάλλον, έχει έννομο συμφέρον προσβολής τους, προκειμένου να κριθεί ευθέως, κατά τον κανόνα, η νομιμότητά τους. Άλλως, θα απεκλείετο, κατ’ ουσίαν, παντελώς ο ευθύς έλεγχος της νομιμότητος των πράξεων αυτών από πρόσωπα ισχυριζόμενα ότι οι ως άνω πράξεις βλάπτουν το περιβάλλον, δεδομένου ότι κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει «άμεσο» και «ενεστώς», κατά την έννοια που δίδει η κρατήσασα γνώμη στους όρους, έννομο συμφέρον για την προσβολή τους, με συνέπεια ο κύκλος αυτός προσώπων να αποκλείεται εξ ορισμού από την δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών, γεγονός, όμως, που αντιστρατεύεται τον ως άνω συνταγματικό ορισμό. Άλλωστε, οι ανωτέρω δύο προϋποθέσεις αναγνωρίσεως εννόμου συμφέροντος έχουν από την φύση τους διαφορετικό περιεχόμενο σε κανονιστικές πράξεις απ’ ό,τι σε ατομικές.
8. Επειδή, περαιτέρω, οι αιτούντες, επίσης με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, προβάλλουν ότι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν το διάταγμα αυτό, με την ιδιότητα των «ιδιοκτητών οικοδομήσιμων ακινήτων σε εκτός σχεδίου περιοχές (όπως οι επίδικες)», οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση εν σχέσει προς την παρεμβαίνουσα Ε.Τ.Α. Α.Ε., η οποία, κατά τις διατάξεις του προβλεπομένου διατάγματος, μπορεί, κατά τους αιτούντες, να οικοδομεί κατοικίες προς πώληση ή μακροχρόνια εκμετάλλευση με όρους ευνοϊκότερους απ’ αυτούς με τους οποίους μπορούν να οικοδομούν οι αιτούντες ή οι λοιποί έλληνες πολίτες, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Και ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως γιατί οι αιτούντες δεν προσκόμισαν στοιχεία αποδεικνύοντα την ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών ακινήτων σε εκτός σχεδίου περιοχές.
9. Επειδή, τέλος, με το υπόμνημα που κατέθεσαν οι αιτούντες μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και εντός της χορηγηθείσης από τον Πρόεδρο προθεσμίας, επικαλούνται το πρώτον την ιδιότητά των ως κατοίκων της παραλιακής ζώνης Σαρωνικού της περιφέρειας Αττικής (Βάρης ο πρώτος και Π. Φαλήρου η τρίτη), ενδιαφερομένων για τη μη πολεοδομική επιβάρυνση της μείζονος αυτής περιοχής, εντός της οποίας υπάρχουν εκτάσεις της παρεμβαίνουσας Ε.Τ.Α. Α.Ε. (Αλυκές Αναβύσσου), στις οποίες «προετοιμάζεται η εφαρμογή της υπό κρίση ρύθμισης». Ο πραγματικός, όμως, αυτός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, προεχόντως διότι υποβλήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2 και 33 του π.δ/τος 18/1989, η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, αφορώντων ακόμη και το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να γίνεται τουλάχιστον έξι πλήρεις ημέρες προ της συζητήσεως της υποθέσεως, δηλαδή μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο είναι επιτρεπτή η κατάθεση υπομνήματος (Σ.Ε. 3664/1998, 421/1998 κ.ά.).
10. Επειδή, εν όψει της σημασίας των ανωτέρω ζητημάτων που αφορούν στο παραδεκτό της αιτήσεως, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση, με εισηγητή το Σύμβουλο Ιω. Μαντζουράνη και να οριστεί νέα δικάσιμος η 4.6.2008.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.
Ορίζει εισηγητή το Σύμβουλο Ιω. Μαντζουράνη και δικάσιμο την 4.6.2008
—————–
Παρατηρήσεις
Μία ακόμη έκφανση του γραπτού και κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα τής διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων συνιστούν και τα υπομνήματα των διαδίκων [για τις δύο αυτές αρχές, αντίστοιχα, σε σχέση με τα υπομνήματα των διαδίκων, Β. Pacteau, Contentieux administratif, 5e éd., 1999, σ. 234? G. Peiser, Contentieux administratif, 11e éd., 1999, σ. 117]. Στην ακυρωτική δίκη προβλέπεται η κατάθεση υπομνήματος (τουλάχιστον) έξι πλήρεις ημέρες πριν την συζήτηση της υπόθεσης, καθώς και μετά την συζήτηση, εφόσον το επιτρέψει ο πρόεδρος του Δικαστηρίου και εντός προθεσμίας, την οποία ο ίδιος θα τάξει [άρθ. 25 παρ. 2 π.δ. 18/1989) άλλως αυτό τυγχάνει απαράδεκτο [ΣτΕ 5847/1995? Π. Λαζαράτος, Εφαρμογές Διοικητικής Δικονομίας, Ι, Αίτηση Ακυρώσεως, γ΄ έκδ., 2002, σ. 30]. Στις διαφορές ουσίας υφίσταται επίσης η δυνατότητα υποβολής υπομνημάτων από τους διαδίκους τόσο πριν όσο και μετά την συζήτηση της υπόθεσης. Για το υπόμνημα, που προηγείται της συζήτησης δεν τίθεται εν προκειμένω ορισμένος χρονικός περιορισμός (πρβλ. Αιτιολογική Έκθεση του ν. 2717/1999, άρθ. 138) ενώ η δυνατότητα υποβολής υπομνήματος μετά την συζήτηση της υπόθεσης παρέχεται προς τον διάδικο από τον ίδιο τον νόμο -εντός τριημέρου από την συζήτηση- με δυνατότητα του αντιδίκου να υποβάλει περαιτέρω υπόμνημα αντίκρουσης εντός τριών ημερών μετά από το προηγούμενο (άρθ. 138 παρ. 1 ν. 2717/1999). Το περιεχόμενο του υπομνήματος καθορίζεται ενιαία στις ακυρωτικές διαφορές και στις διαφορές ουσίας. Κατά γενικό κανόνα, με το υπόμνημα δεν επιτρέπεται η διεύρυνση ούτε της νομικής βάσης του ενδίκου βοηθήματος με την προβολή νέων λόγων ακυρώσεως, ούτε των υποκειμενικών ή των αντικειμενικών του ορίων με την αύξηση των διαδίκων [ΣτΕ 1261/1979] ή των προσβαλλόμενων πράξεων [ΣτΕ 2517/1993, ΔιΔικ 1994. 327], αλλά μόνον η ανάπτυξη ήδη προβληθέντων ισχυρισμών των διαδίκων [Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδ., 2004, σ. 345, πλαγιάρ. 375]. Οι απαγορεύσεις αυτές εκφράζονται στην νομολογία υπό τη μορφή μίας τριάδας περιορισμών ειδικά σε σχέση με το υπόμνημα, που κατατίθεται μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. Με το υπόμνημα αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιτρέπεται ούτε η προβολή, το πρώτον, λόγων ακυρώσεως [ή αναιρέσεως, ΣτΕ 1402/2005], ούτε η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, ούτε, τέλος, η προσαγωγή, το πρώτον, αποδεικτικών στοιχείων [ΣτΕ 2276/2005, ΣτΕ 1889/1997, συναφώς, ΣτΕ 3035/2007, ΣτΕ 696/2004, ΣτΕ 2513/2003, ΣτΕ 430/2001, ΣτΕ 537/2001 κ.ά.] αλλά μόνον ανάπτυξη των εκτεθέντων κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο [ΔΕφΑθ 1150/2007, ΝΟΜΟΣ]. Με το υπόμνημα μετά την συζήτηση της υπόθεσης δεν υποβάλλονται παραδεκτά στοιχεία ούτε προς απόδειξη λόγου ανωτέρας βίας [ΣτΕ Ολ. 1913/2001, Αρμ 2001. 988 = ΝοΒ 2002. 1193 = ΔιΔικ 2002. 912] ούτε λόγου κατάργησης της δίκης [ΣτΕ 537/2001, βλ. όμως, Ι. Μαθιουδάκης, Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης κατ’ άρθρο 32 π.δ. 18/1989 και το ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχισή της, Αρμ 2007. 192 επ., 206, για την δυνατότητα υποβολής έγγραφης δήλωσης μετά την συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον προβλήθηκε σχετικός ισχυρισμός στο ακροατήριο]. Όσοι ισχυρισμοί προβάλλονται απαραδέκτως με υπόμνημα δεν είναι ουσιώδεις και δεν χρήζουν απαντήσεως από το Δικαστήριο [ΣτΕ 1194/1990, ΣτΕ 3434/1989, ΔιΔικ 1990. 920 σε Β. Μωυσίδη, Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, κατ’ άρθρο ερμηνεία – Νομολογία, 2008, σ. 638]. Το υπόμνημα αναπτύσσει απλά τους ήδη προβληθέντες λόγους χωρίς να υπάρχει δυνατότητα θεραπείας τυχόν αοριστίας τού αρχικού δικογράφου και του δικογράφου των προσθέτων λόγων με το υπόμνημα [ΣτΕ 2045/1995]. Στον κανόνα αυτόν καθιερώνονται ορισμένες εξαιρέσεις, οι οποίες σχετίζονται: α) με όσους λόγους το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, οπότε αυτό προβαίνει σε έλεγχο του λόγου ακυρώσεως ή αναιρέσεως ανεξάρτητα από την προβολή του, πολλώ δε μάλλον από την νομιμότητα της προβολής του με υπόμνημα, β) με την εκδοχή υποβολής νέων αποδεικτικών στοιχείων μετά την συμπλήρωση των αποδείξεων, τα οποία δεν είχαν υπόψη τους οι διάδικοι, οπότε νομίμως τα αποδεικτικά αυτά μέσα αντικρούονται με το υπόμνημα και προβάλλονται σχετικοί ισχυρισμοί, γ) με την περίπτωση της ενδοστρεφούς δίκης, οπότε ο καθ’ ου στρέφεται η προσφυγή διάδικος μπορεί να προβάλει αυτοτελείς ισχυρισμούς προς διατήρηση της ισχύος τής πράξης με το υπόμνημα [βλ. αναλυτικά για τις εν λόγω εξαιρέσεις, Ν. Χατζητζανής, Ερμηνεία κατ’ άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, 2002, σ. 851-2].
Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την διάκριση μεταξύ του υπομνήματος που προηγείται και αυτού που έπεται της συζήτησης της υπόθεσης. Σύμφωνα με την μείζονα πρόταση της απόφασης, πραγματικός ισχυρισμός, ο οποίος χρήζει αποδείξεως, έστω κι αν αναφέρεται σε λόγο αυτεπαγγέλτως ερευνόμενο, πρέπει να προβάλλεται με το υπόμνημα πριν την συζήτηση της υπόθεσης. Η θέση αυτή έχει δύο σκέλη. Κατά το πρώτο της σκέλος (προηγούμενη της συζήτησης προβολή του πραγματικού ισχυρισμού) αποτελεί (εύλογη) απόρροια της αρχής της προαπόδειξης [άρθ. 33 π.δ. 18/1989 για τα έγγραφα, Κ. Γώγος, Η προαπόδειξη στη διοικητική δικονομία, ΕλλΔνη 2001. 596 επ.] και του δικαιώματος άμυνας των διαδίκων, μιας και πραγματικός ισχυρισμός, που προβάλλεται το πρώτον μετά την συζήτηση ούτε να αποδειχθεί προσηκόντως είναι δυνατόν αλλά ούτε και να τύχει τυχόν αντίκρουσης από την αντίδικο πλευρά. Κατά το δεύτερο σκέλος της (προβολή του αυτεπαγγέλτως ερευνόμενου λόγου με το υπόμνημα πριν την συζήτηση) η θέση της απόφασης απαιτεί ορισμένες διευκρινίσεις. Υπόμνημα, όπως προαναφέρθηκε, κατατίθεται σύμφωνα με το άρθ. 25 παρ. 2 π.δ. 18/1989, έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν την συζήτηση. Μεταγενέστερη της προθεσμίας αυτής κατάθεση του υπομνήματος το καθιστά καταρχήν απαράδεκτο, όπως όμως υποστηρίζεται [Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, ΙΙ, 12η έκδ, 2007, σ. 185, πλαγιάρ. 555, σημ. 38], απόκειται στην ευχέρεια του Δικαστή να το λάβει υπόψη του. Ερωτάται, εάν στην περίπτωση όπου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, είναι υποχρεωτική η (εμπρόθεσμη) προβολή του με το υπόμνημα πριν την συζήτηση; Νομίζουμε πως όχι. Στην περίπτωση αυτήν αρκεί τα πραγματικά περιστατικά να αποδεικνύονται προαποδεικτικά, με προκατάθεση των σχετικών εγγράφων, ώστε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τον αυτεπάγγελτα ερευνόμενο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά.
Ιάκωβος Γ. Μαθιουδάκης
Δ.Ν., Δικηγόρ