Το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2690/1999 ερμηνευόμενο ενόψει του άρθρου 10 παρ. 3 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι ως ενδιαφερόμενος νοείται όχι μόνον εκείνος που θεμελιώνει συγκεκριμένο έννομο συμφέρον αλλά και οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί το ενδιαφέρον του για τη γνώση του περιεχομένου συγκεκριμένων διοικητικών εγγράφων.
Αριθμός 94/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Α. Ράντος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ. Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρής, Α. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Χ. Λιάκουρας, Σ. Κωνσταντίνου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ιω. Ζόμπολας, Α. Σταθάκης, καθώς και ο Πάρεδρος Χρ. Λιάκουρας, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.
Α. Για να δικάσει την από 6 Φεβρουαρίου 2009 προσφυγή:
του Νικολάου Γκόντα, κατοίκου Ιωαννίνων, (Πλατεία Ανδρέα Παπανδρέου 5), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σωτ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τη Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των: 1) σιωπηρής άρνησης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, λόγω παρόδου απράκτου τριμήνου επί της 3690/10.10.2008 προσφυγής του και 2) εμπ. 48/23-9-2008 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου.
H πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 6 Απριλίου 2009 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδαφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Β. Για να δικάσει την από 26 Μαρτίου 2009 προσφυγή:
του Νικολάου Γκόντα, κατοίκου Ιωαννίνων, (Πλατεία Ανδρέα Παπανδρέου 5), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σωτ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τη Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά της 10116/18.2.2009 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
H πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 6 Απριλίου 2009 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδαφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ν. Μαρκουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του προσφεύγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνουν δεκτές οι προσφυγές και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή τους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, ο Σύμβουλος Σπυρίδων Παραμυθιώτης, τακτικό μέλος της συνθέσεως που εκδίκασε τις κρινόμενες προσφυγές, αποχώρησε από την Υπηρεσία από 1.7.2010 λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας (βλ. το περί διαπιστώσεως της εν λόγω αποχωρήσεως π.δ. της 8.7.2010, Γ΄ 647/23.7.2010). Κατόπιν αυτού, ελλείποντος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκαν τέσσερα εδάφια στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989, Α΄ 8) του ν. 3719/2008, Α΄ 241 (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 251Α/2010), του ανωτέρω τακτικού μέλους της συνθέσεως, λαμβάνει μέρος αντ΄ αυτού στην διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Ιωάννης Ζόμπολας, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή, για την άσκηση της από 6.2.2009 προσφυγής (αριθ. καταθ. 1051/6.2.2009) έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α΄ 2206706, 2206707/2009). Επίσης, και για την άσκηση της από 26.3.2009 προσφυγής (αριθ. καταθ. 1981/26.3.2009) έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικό γραμμάτιο παραβόλου Α΄ 1078239/2009).
3. Επειδή, οι προσφυγές αυτές εισήχθησαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, με πράξεις του Προέδρου (από 6.4.2009) και συμπληρώθηκαν με αντίστοιχα δικόγραφα προσθέτων λόγων (από 20.4.2010).
4. Επειδή, με την ως άνω πρώτη προσφυγή ζητείται η εξαφάνιση α) της τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως από τον Υπουργό Εσωτερικών, λόγω άπρακτης παρόδου τριμήνου, της ασκηθείσης κατά το άρθρο 143 παρ. 4 του κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α΄ 114) 3690/10.10.2008 ενδικοφανούς προσφυγής του και ήδη προσφεύγοντος, Δημάρχου Ιωαννίνων, κατά της ΕΜΠ. 48/23.9.2008 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου, με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα η πειθαρχική ποινή της αργίας 20 ημερών, και β) της εν λόγω ΕΜΠ 48/23.9.2008 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου. Εξ άλλου, με την δεύτερη προσφυγή ζητείται η εξαφάνιση της 10166/18.2.2009 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών, με την οποία απορρίφθηκε και ρητώς η ως άνω ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή.
5. Επειδή, οι προσφυγές αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης συναφείας τους.
6. Επειδή, απαραδέκτως προσβάλλεται η ανωτέρω ΕΜΠ.48/23.9.2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου, αφού ενσωματώθηκε τόσο στην ως άνω τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη της κατ΄ αυτής ασκηθείσης ενδικοφανούς προσφυγής όσο και στην τελικώς εκδοθείσα ρητή απόφαση περί απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής από τον Υφυπουργό Εσωτερικών (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 314/2007).
7. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 102 του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους. Ο έλεγχος νομιμότητας ασκείται, όπως νόμος ορίζει. Πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις που συνεπάγονται αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία, επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος ορίζει». Στο δε άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς… να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα… 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. 4…5….». Εξ άλλου, στο άρθρο 10 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζεται ότι: «1. Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο. 2… 3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει». Στο δε άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ΄ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Περαιτέρω, στο άρθρο 142 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α΄ 114) ορίζεται ότι: «1. Στους δημάρχους, αντιδημάρχους, … επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της αργίας. 2. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας μπορεί να επιβάλει στα πρόσωπα αυτά την ποινή της αργίας έως έξι (6) μηνών, αν έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση των καθηκόντων τους ή υπέρβαση της αρμοδιότητάς τους από δόλο ή βαριά αμέλεια. 3. Η ανωτέρω πειθαρχική ποινή της αργίας επιβάλλεται μετά προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας του επόμενου άρθρου. 4….» και στο άρθρο 143 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική ποινή της αργίας επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγηθεί απολογία του εγκαλουμένου ή περάσει η προθεσμία που έχει τάξει ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας με γραπτή κλήση στον εγκαλούμενο, χωρίς αυτός να έχει απολογηθεί. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες. 2. Για την επιβολή της ποινής της αργίας και τη διάρκειά της, απαιτείται σύμφωνη γνώμη συμβουλίου, το οποίο συγκροτείται κατά την πρόβλεψη της παραγράφου 7 και συντίθεται από τον πρόεδρο του Πρωτοδικείου ή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, δύο (2) πρωτοδίκες, έναν (1) υπάλληλο της Διεύθυνσης Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης της Περιφέρειας ή της Διεύθυνσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης στον οικείο νομό και έναν (1) αιρετό εκπρόσωπο της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Διοικητικό Συμβούλιό της. 3. Ο εγκαλούμενος μπορεί να εμφανίζεται αυτοπροσώπως, καθώς και με πληρεξούσιο δικηγόρο ή να εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο στο συμβούλιο και να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Το συμβούλιο συνεδριάζει σε δημόσια συνεδρίαση για την οποία συντάσσονται πρακτικά, μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να εκτιμά οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Η απόφαση εκδίδεται, ύστερα από μυστική διάσκεψη, δύο μήνες το αργότερο, αφότου το συμβούλιο έλαβε το σχετικό παραπεμπτήριο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. 4. Εκείνος που τιμωρείται έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, κατά της αποφάσεως που επιβάλλει οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες αφότου η απόφαση του κοινοποιήθηκε. Ο Υπουργός μπορεί είτε να απορρίψει την προσφυγή είτε να τη δεχτεί και να εξαφανίσει ή να μειώσει την ποινή που έχει επιβληθεί. 5. … 6. … 7. … 8. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του κοινοποιήθηκε, να προσφύγει κατά της αποφάσεως αυτής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κρίνει την υπόθεση και κατ΄ ουσία…». Τέλος, στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) ορίζεται ότι: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις… 4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται: α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο…5. …6. (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3230/2004, Α΄ 44) Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παρ. 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες».
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Φίλιππος Φίλιος, δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Ιωαννίνων και υποψήφιος Δήμαρχος κατά τις τότε επικείμενες δημοτικές εκλογές της 15.10.2006 ως επικεφαλής του συνδυασμού «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ», ζήτησε, με την 21994/6.10.2006 αίτησή του προς τον Δήμο Ιωαννίνων (του οποίου Δήμαρχος ήταν ο ήδη προσφεύγων) να του χορηγηθούν το συντομότερο δυνατόν επικυρωμένα αντίγραφα των αποφάσεων μεταδημοτεύσεων στον εν λόγω Δήμο από 1.7.2005 έως και 30.6.2006 καθώς και των δικαιολογητικών βάσει των οποίων ελήφθησαν οι αποφάσεις αυτές, προκειμένου να ασκήσει τυχόν ενστάσεις. Ο Δήμος Ιωαννίνων δεν απάντησε στην αίτηση αυτή. Στις δημοτικές εκλογές της 15.10.2006 ο ανωτέρω συνδυασμός, αναδείχθηκε δεύτερος επιλαχών με 5.910 ψήφους, ενώ επιτυχών αναδείχθηκε, με 13.762 ψήφους, ο συνδυασμός «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» με επικεφαλής τον προσφεύγοντα, ο οποίος εξελέγη και πάλι Δήμαρχος. Με την από 9.11.2006 αίτηση του Λεωνίδα Δουβανά, υποψηφίου δημοτικού συμβούλου με τον ως άνω συνδυασμό «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ», ζητήθηκε η συνδρομή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωαννίνων, προκειμένου να του χορηγηθούν τα ανωτέρω στοιχεία (τα οποία είχε ζητήσει και ο Φ. Φίλιος), προς υποστήριξη ενστάσεως που είχε ασκήσει στις 30.10.2006 ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων κατά του κύρους των δημοτικών εκλογών στο Δήμο Ιωαννίνων. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό με την 3010/10.11.2006 πράξη της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Ιωαννίνων, κατ΄ επίκληση του άρθρου 25 παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 1756/1988 (Α΄ 39), σύμφωνα με το οποίο ο εισαγγελέας πρωτοδικών «δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον…», και παραγγέλθηκε στο Δήμο Ιωαννίνων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, να χορηγήσει τα ζητούμενα έγγραφα στοιχεία. Δεν υπήρξε όμως συμμόρφωση του Δήμου προς την ανωτέρω εισαγγελική παραγγελία. Παράλληλα, ο Λ. Δουβανάς, την 1.11.2006, κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος Ιωαννίνων να του χορηγήσει αντίγραφα όλων των φακέλων μεταδημοτεύσεων και των σχετικών δικαιολογητικών, της περιόδου από 1.7.2004 έως και 30.6.2006, ώστε από την έρευνα που θα διενεργήσει να εντοπίσει τις παράνομες μεταδημοτεύσεις και να καταθέσει δικόγραφο προσθέτων λόγων επί της ως άνω ενστάσεώς του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Παρόμοια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατέθεσε και ο Φ. Φίλιος, στις 29.11.2006, ισχυριζόμενος ότι προτίθεται να υποβάλει μηνύσεις κατά όσων έχουν μεταδημοτεύσει παρανόμως, καθώς και κατά των πολιτικών και διοικητικών παραγόντων του Δήμου Ιωαννίνων που συμμετείχαν στις μεταδημοτεύσεις αυτές, και ότι προτίθεται επίσης να ζητήσει την άμεση διαγραφή των παρανόμως εγγραφέντων στα δημοτολόγια του Δήμου, για τους λόγους δε αυτούς ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος Ιωαννίνων να του χορηγήσει τα ανωτέρω στοιχεία που είχε ζητήσει και ο Λ. Δουβανάς. Με την 3515/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων κρίθηκε ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Λ. Δουβανά ήταν απορριπτέα α) προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι θεωρήθηκε ότι το δικόγραφο της ως άνω ενστάσεώς του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, όπως περιγράφεται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ήταν αόριστο, η δε αοριστία του δεν μπορούσε να θεραπευθεί με δικόγραφο προσθέτων λόγων, και β) διότι αυτή ταύτη η αίτηση ήταν αόριστη. Εξ άλλου, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Φ. Φίλιου απορρίφθηκε με την 391/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, διότι κρίθηκε ότι η αίτηση αυτή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, δεν υπήγετο στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εν τω μεταξύ, ο Φ. Φίλιος υπέβαλε στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου την από 28.11.2006 αναφορά, με την οποία του ζήτησε να παρέμβει ως εποπτεύουσα αρχή, προκειμένου να του χορηγηθούν τα στοιχεία που είχε ζητήσει από τον Δήμο Ιωαννίνων. Με το 27829/5.12.2006 έγγραφο, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου κάλεσε τον Δήμαρχο Ιωαννίνων (προσφεύγοντα) να προβεί στις νόμιμες ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, επισημαίνοντας ειδικώς ότι η τυχόν άρνηση ικανοποιήσεως του ως άνω αιτήματος πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη, σύμφωνα με την παρ. 6 του εν λόγω άρθρου 5. Ακολούθησαν τα 1424/24.1.2007 και 4337/27.2.2007 έγγραφα της Περιφέρειας Ηπείρου προς τον προσφεύγοντα, με τα οποία επεσημαίνετο ότι αυτός είχε υποχρέωση να ικανοποιήσει τα αίτημα του ως άνω δημοτικού συμβούλου, κατ΄ επίκληση και του επισυναφθέντος στο ως άνω πρώτο έγγραφο υπ΄ αριθ. 70661/28.12.2006 εγγράφου του Υπουργού Εσωτερικών, σύμφωνα με το οποίο οι δήμοι και κοινότητες οφείλουν να παρέχουν στους ενδιαφερόμενους πρόσβαση σε στοιχεία όπως τα σχετικά με τις μεταδημοτεύσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την υποστήριξη ενστάσεων που αφορούν τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2006, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατ΄ επανάληψη έχει κρίνει ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στις μεταδημοτεύσεις δεν αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και επομένως είναι προσβάσιμα διοικητικά έγγραφα κατά το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Ειδικότερα, με το ως άνω 4337/27.2.2007 έγγραφο της Περιφέρειας Ηπείρου ζητήθηκε η χορήγηση των ανωτέρω στοιχείων στον ενδιαφερόμενο δημοτικό σύμβουλο εντός προθεσμίας 10 ημερών από τη λήψη του εν λόγω εγγράφου από τον προσφεύγοντα, με την απειλή εφαρμογής εις βάρος του των περί πειθαρχικού ελέγχου διατάξεων των άρθρων 142 επ. του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Παρόμοιο έγγραφο (4552/12.3.2007) απεστάλη από την Περιφέρεια Ηπείρου προς τον προσφεύγοντα, κατόπιν της από 26.2.2007 σχετικής αναφοράς του Λ. Δουβανά, και παραγγέλθηκε να χορηγηθούν στον τελευταίο τα ζητηθέντα από αυτόν στοιχεία. Εξ άλλου, ο Φ. Φίλιος υπέβαλε, στις 2.3.2007, αναφορά και στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος, με το Φ 789/06/2009/14.3.2007 έγγραφό του, ζήτησε από την Περιφέρεια Ηπείρου, ενόψει της παραλείψεως του προσφεύγοντος να χορηγήσει τα σχετικά με τις μεταδημοτεύσεις έγγραφα, να προβεί στον πειθαρχικό έλεγχο αυτού. Ακολούθως, ο προσφεύγων με το 5171/279/2.4.2007 έγγραφό του προς τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου, ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε υποχρέωση να χορηγήσει τα ζητηθέντα έγγραφα στους Φ. Φίλιο και Λ. Δουβανά, ενόψει του ότι οι ασκηθείσες από αυτούς σχετικές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων είχαν απορριφθεί, αντιστοίχως, με τις 391/2007 και 3515/2006 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου, με το ΕΜΠ.3/29.1.2008 έγγραφό του, αφού παρέθεσε το ανωτέρω ιστορικό, κάλεσε τον προσφεύγοντα να απολογηθεί εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτόν του εν λόγω εγγράφου, λόγω του ότι αρνείτο να χορηγήσει τα ζητηθέντα αντίγραφα, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 5.2.2008. Με το ΕΜΠ.12/14.3.2008 έγγραφά του, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου διαβίβασε τον φάκελο της υποθέσεως στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 143 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), με την επισήμανση ότι ο προσφεύγων παρέλειψε να απολογηθεί. Ακολούθως, όμως, διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων είχε υποβάλει την 16/3.3.2008 απολογία του, κατόπιν δε αυτού η εν λόγω απολογία διαβιβάσθηκε στο ανωτέρω Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ΕΜΠ. 15/8.4.2008 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου. Με την απολογία του ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι α) η άρνηση χορηγήσεως των ζητηθέντων στοιχείων (αποφάσεων και φακέλων μεταδημοτεύσεων) είχε ως νόμιμο έρεισμα την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2690/1999 (Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας), διότι η ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος προϋπέθετε την γνωστοποίηση είτε αντιγράφων εκκαθαριστικών των οικείων Δ.Ο.Υ. επί φορολογικών δηλώσεων τρίτων προσώπων, η οποία απαγορεύεται από το φορολογικό απόρρητο, είτε αντιγράφων άλλων στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η μόνιμη κατοικία και τα οποία άπτονται της ιδιωτικής και οικογενειακής καταστάσεως τρίτου, αφού αναφέρονται τουλάχιστον στην διεύθυνση κατοικίας του, β) δεν είχε υποχρέωση να ικανοποιήσει το αίτημα των Φ. Φίλιου και Λ. Δουβανά ούτε κατόπιν της 3010/10.11.2006 εισαγγελικής παραγγελίας, διότι αφενός δεν είναι δυνατόν να διαταχθεί, με εισαγγελική παραγγελία, η επίδειξη εγγράφων, τα οποία εμπίπτουν στην απαγόρευση του ως άνω άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2690/1999, και αφετέρου η ως άνω εισαγγελική παραγγελία δεν έφερε αιτιολογία, γ) το αίτημα των Φ. Φίλιου και Λ. Δουβανά ήταν πρόδηλα καταχρηστικό και για το λόγο αυτό δεν έχρηζε απαντήσεως, κατόπιν των 3515/2006 και 391/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων που απέρριψαν αιτήσεις τους με τις οποίες ζητούσαν να υποχρεωθεί ο Δήμος Ιωαννίνων να τους χορηγήσει τους επίμαχους φακέλους μεταδημοτεύσεων, και δ) η άσκηση εις βάρος του πειθαρχικής διώξεως έρχεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο που απορρέει από τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις. Το ανωτέρω Πειθαρχικό Συμβούλιο, με το 1/27.6 και 3.8.2008 πρακτικό του, αφού έλαβε υπόψη και την ως άνω απολογία, γνωμοδότησε ότι έπρεπε να επιβληθεί στον προσφεύγοντα η πειθαρχική ποινή της αργίας 20 ημερών, διότι από βαρεία αμέλεια διέπραξε σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του που απέρρεαν από το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Ειδικότερα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη και ότι οι 3515/2006 και 391/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων δεν εξέτασαν την ουσία της υποθέσεως, έκρινε ότι ο προσφεύγων «αν και όφειλε, ως Δήμαρχος, να παράσχει προς τους Φίλιππο Φίλιο και Λεωνίδα Δουβανά στοιχεία για τις μεταδημοτεύσεις που έλαβαν χώρα στο Δήμο Ιωαννίνων, τη στιγμή που αμφότεροι είχαν έννομο συμφέρον ως υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές (μάλιστα ο πρώτος εξ αυτών ήταν επικεφαλής παράταξης που έλαβε μέρος στις εκλογές), εντούτοις αρνήθηκε να τους δώσει τις ζητούμενες πληροφορίες. Μάλιστα στην άρνησή του αυτή επέμεινε, παρά τη σαφέστατη παραγγελία του Εισαγγελέως να χορηγήσει τα αιτούμενα έγγραφα προς το Λεωνίδα Δουβανά…Επίσης, η παροχή των ανωτέρω πληροφοριών ουδόλως ενέπιπτε στο φορολογικό απόρρητο… Τέλος, αν και μπορούσε να απευθυνθεί προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία είχε ήδη εκδώσει ad hoc αποφάσεις, στις οποίες γινόταν σαφές ότι στους φακέλους μεταδημότευσης μπορεί να έχει πρόσβαση καθένας που έχει «έννομο συμφέρον», και σε αυτή την περίπτωση παρέλειψε να το πράξει». Κατόπιν της ανωτέρω γνωμοδοτήσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου, με την ΕΜΠ. 48/23.9.2008 απόφασή του, επέβαλε στον προσφεύγοντα την πειθαρχική ποινή της αργίας 20 ημερών «γιατί από βαρειά αμέλεια προέβη σε σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του, που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/99 και της παρ. 3 του άρθρου 100 του Κ.Δ.Κ. (Ν. 3463/2006), παρεμποδίζοντας άτομα που είχαν έννομο συμφέρον να προβούν σε έλεγχο των φακέλων μεταδημότευσης και κατά συνέπεια σε έλεγχο του κύρους των δημοτικών εκλογών που έλαβαν χώρα στο Δήμο Ιωαννίνων». Από την ως άνω απόφαση προκύπτει ότι ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου, εκτός από την παράβαση του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, στην οποία είχε στηρίξει η γνωμοδότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου την πειθαρχική ευθύνη του προσφεύγοντος, επικαλέσθηκε και παράβαση του άρθρου 100 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, το οποίο ορίζει ότι «Το δημοτικό συμβούλιο και οι εκπρόσωποι των δημοτικών παρατάξεων μπορούν να ζητούν από τον δήμαρχο και τη δημαρχιακή επιτροπή πληροφορίες και συγκεκριμένα στοιχεία, που είναι χρήσιμα για την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο δήμαρχος οφείλει να παρέχει τις πληροφορίες εντός μηνός…». Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο προσφεύγων άσκησε, κατά το άρθρο 143 παρ. 4 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, την 3690/10.10.2008 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, προβάλλοντας ισχυρισμούς αντίστοιχους με εκείνους που είχε προβάλει με την προαναφερθείσα απολογία του. Η ενδικοφανής αυτή προσφυγή αρχικώς απορρίφθηκε σιωπηρώς από τον Υπουργό Εσωτερικών δια της άπρακτης παρόδου τριμήνου από την άσκησή της, η εν λόγω δε σιωπηρά απόρριψη προσβάλλεται με την πρώτη κρινόμενη προσφυγή. Ακολούθως, εκδόθηκε η 10166/18.2.2009 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών (προσβαλλόμενη με την δεύτερη υπό κρίση προσφυγή). Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε και ρητώς η ενδικοφανής προσφυγή, κρίθηκε δε ειδικότερα ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του προσφεύγοντος συνιστά παράβαση του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (όχι δε και του άρθρου 100 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων).
9. Επειδή, με τις κρινόμενες προσφυγές προβάλλεται ότι η πειθαρχική διαδικασία έπασχε από ακυρότητα, καθόσον η κατά το ανωτέρω άρθρο 143 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006) συγκρότηση του γνωμοδοτούντος πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου με συμμετοχή και τριών εν ενεργεία δικαστών (προέδρου πρωτοδικών και δύο πρωτοδικών) αντίκειται στην παρ. 3 εδ. πρώτο του άρθρου 89 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την παρ. 2 εδ. πρώτο του ίδιου άρθρου. Τούτο, διότι το εν λόγω συμβούλιο δεν ασκεί αμιγώς πειθαρχική αρμοδιότητα, ώστε να είναι επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα η συμμετοχή σε αυτό δικαστικών λειτουργών, αλλά διοικητική αρμοδιότητα, η οποία κατά το Σύνταγμα αποκλείει τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, με την διατύπωση σύμφωνης γνώμης που ενσωματώνεται στην πειθαρχική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, η οποία υπόκειται περαιτέρω σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 143 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων ευρίσκει έρεισμα στην ειδική διάταξη του άρθρου 102 παρ. 4 εδ. τρίτο του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις που συνεπάγονται αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία, επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος ορίζει, και, επομένως, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα αντιθέσεως προς τις διατάξεις του άρθρου 89 του Συντάγματος.
10. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι κατά παράβαση της προεκτεθείσης διατάξεως του άρθρου 143 παρ. 1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006) ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου, με το ΕΜΠ 12/14.3.2008 έγγραφό του, διαβίβασε το φάκελο της υποθέσεως στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την ανακριβή επισήμανση ότι ο προσφεύγων δεν είχε απολογηθεί, ενώ το αληθές είναι ότι αυτός είχε υποβάλει την απολογία του με το 16/3.3/2008 έγγραφό του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού, κατά τα ήδη εκτεθέντα, διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι η απολογία του προσφεύγοντος είχε υποβληθεί με το ανωτέρω έγγραφο, κατόπιν δε αυτού η εν λόγω απολογία διαβιβάσθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, με το ΕΜΠ.15/8.4.2008 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου, και ελήφθη υπόψη από αυτό, όπως προκύπτει από το πρακτικό της γνωμοδοτήσεώς του (1/27.6. και 3.8.2008).
11. Επειδή, προβάλλεται επίσης ότι κατά παράβαση της ανωτέρω εκτεθείσης διατάξεως του άρθρου 143 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006) ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Ηπείρου, με την ΕΜΠ.48/23.9.2008 απόφασή του περί επιβολής πειθαρχικής ποινής στον προσφεύγοντα, έκρινε, παρά την έλλειψη σύμφωνης κατά τούτο γνώμης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ότι αυτός παρεβίασε (πέραν των διατάξεων του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) και την διάταξη του άρθρου 100 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, περί της οποίας ουδέν διαλαμβάνεται στη γνωμοδότηση του εν λόγω Συμβουλίου. Όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη 10166/ 18.2.2009 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών απορρίφθηκε και ρητώς η ασκηθείσα από τον προσφεύγοντα ενδικοφανής προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, η οποία, κατόπιν αυτού, ενσωματώθηκε στην εν λόγω υπουργική απόφαση. Με την τελευταία αυτή απόφαση δεν αποδόθηκε στον προσφεύγοντα παράβαση του άρθρου 100 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων αλλά μόνον του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Κατόπιν αυτών, ο προαναφερόμενος λόγος, ο οποίος στρέφεται κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η απόφαση αυτή ενσωματώθηκε στην ως άνω εκδοθείσα επί της ενδικοφανούς προσφυγής υπουργική απόφαση. Κατά την γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Δ. Αλεξανδρή, Γ. Ποταμιά, Φ. Ντζίμα, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου και Α. Καλογεροπούλου, προς την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού η αποδιδόμενη από τον προσφεύγοντα στην απόφαση του Γεν. Γραμμ. Περιφέρειας πλημμέλεια καλύφθηκε διά της εκδόσεως της ως άνω υπουργικής αποφάσεως.
12. Επειδή, οι λόγοι περί εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού του τελικώς αποδοθέντος στον προσφεύγοντα πειθαρχικού αδικήματος και περί πλημμελούς αιτιολογίας της επιβολής σ΄ αυτόν πειθαρχικής ποινής είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνει επί προσφυγής, όπως εν προκειμένω, εξετάζει την υπόθεση κατά το νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των αποδιδομένων στον πειθαρχικώς διωκόμενο πειθαρχικών παραπτωμάτων, εκφέρει δε δική του ουσιαστική κρίση ως προς την τέλεση των παραπτωμάτων και τη σοβαρότητά τους καθώς και ως προς την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής.
13. Επειδή, η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), ερμηνευόμενη ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 3 του Συντάγματος, που καθιερώνει υποχρέωση της Διοικήσεως να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, έχει την έννοια ότι ως ενδιαφερόμενος νοείται όχι μόνον αυτός που θεμελιώνει συγκεκριμένο έννομο συμφέρον αλλά και οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί το ενδιαφέρον του για τη γνώση του περιεχομένου συγκεκριμένων διοικητικών εγγράφων. Κατά συνέπεια, μέλος δημοτικού συμβουλίου ή υποψήφιος δήμαρχος ή δημοτικός σύμβουλος συμμετέχων σε δημοτικές εκλογές είναι άνευ ετέρου «ενδιαφερόμενος» για την πρόσβαση σε έγγραφα που αφορούν την άσκηση των αρμοδιοτήτων του συγκεκριμένου Δήμου καθώς και των οργάνων αυτού. Κατά την γνώμη όμως του Προέδρου, των Αντιπροέδρων Ν. Σακελλαρίου και Α. Ράντου και των Συμβούλων Ε. Δανδουλάκη, Ειρ. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Αλεξανδρή, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Ι. Ζόμπολα, Φ. Ντζίμα, Β. Καλαντζή και Β. Ραφτοπούλου, προς την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ερμηνευομένης ενόψει της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, ως ενδιαφερόμενος νοείται εκείνος που θεμελιώνει έννομο συμφέρον για την πρόσβαση σε συγκεκριμένα διοικητικά έγγραφα, όπως είναι ο υποψήφιος δήμαρχος ή δημοτικός σύμβουλος, ο οποίος ζητεί την πρόσβαση σε έγγραφα στοιχεία που τηρούνται στον οικείο Δήμο και είναι αναγκαία για την υποστήριξη από αυτόν λόγων ενστάσεως που αφορούν το κύρος των δημοτικών εκλογών.
14. Επειδή, εν προκειμένω, ο Φ. Φίλιος, ως δημοτικός σύμβουλος και ως υποψήφιος Δήμαρχος κατά τις τότε επικείμενες δημοτικές εκλογές, και ο Λ. Δουβανάς, ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, ήταν, ως εκ των ιδιοτήτων τους αυτών, «ενδιαφερόμενοι», κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, για την πρόσβαση στους φακέλους μεταδημότευσης που ετηρούντο στον οικείο Δήμο (Ιωαννίνων). Οι ανωτέρω, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ζήτησαν σχετικά στοιχεία (αντίγραφα των αποφάσεων μεταδημότευσης από 1.7.2005 έως και 30.6.2006 καθώς και των οικείων δικαιολογητικών) προκειμένου να στηρίξουν λόγους ενστάσεως κατά του κύρους των δημοτικών εκλογών. Ενόψει αυτών, ο προσφεύγων όφειλε, ως Δήμαρχος, να μεριμνήσει για τη χορήγηση των ζητηθέντων στοιχείων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εκτός αν συνέτρεχε, κατ΄ εξαίρεση, νόμιμος λόγος απορρίψεως του αιτήματος, οπότε, κατά την παρ. 6 του εν λόγω άρθρου 5, όφειλε να εκδώσει αιτιολογημένη απορριπτική απόφαση. Όμως, ο προσφεύγων δεν προέβη στις ανωτέρω ενέργειες και, ως εκ τούτου, διέπραξε παράβαση των καθηκόντων του που απέρρεαν από τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, είναι δε απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι οι αιτήσεις των ως άνω ενδιαφερομένων ήταν αόριστες καθόσον δεν ανέφεραν τα ονόματα των δημοτών που είχαν μεταδημοτεύσει παρανόμως και τα σχετικά στοιχεία, δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτών των ονομάτων και στοιχείων ήταν ακριβώς το αντικείμενο των αιτήσεων. Περαιτέρω, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι ο προσφεύγων δεν είχε κατά νόμον υποχρέωση να συμμορφωθεί προς την προμνησθείσα εισαγγελική παραγγελία που αφορούσε τη χορήγηση των ζητηθέντων εγγράφων, αφού η υποχρέωσή του να τηρήσει τις ανωτέρω διατάξεις υφίστατο ανεξαρτήτως της εισαγγελικής παραγγελίας. Εξ άλλου, η υποχρέωσή του αυτή υπήρχε ανεξαρτήτως της απορρίψεως ως απαραδέκτων των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων που είχαν ασκήσει οι Φ. Φίλιος και Λ. Δουβανάς προκειμένου να εξαναγκασθεί ο Δήμος Ιωαννίνων να τους χορηγήσει τα ζητηθέντα στοιχεία, είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Περαιτέρω, ο προσφεύγων επικαλείται ως νόμιμο λόγο αρνήσεως χορηγήσεως των ανωτέρω στοιχείων το απόρρητο του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου τρίτων προσώπων καθώς και το φορολογικό απόρρητο, κατ΄ επίκληση της παρ. 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, επίσης δε προβάλλει ότι για την ικανοποίηση του ως άνω αιτήματος απαιτείτο η χορήγηση πολύ μεγάλου αριθμού εγγράφων με αποτέλεσμα την υπέρμετρη απασχόληση της υπηρεσίας και την παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας της. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέοι, αφού ο προσφεύγων παρέλειψε να εκδώσει αιτιολογημένη απορριπτική απόφαση, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κατά τα ήδη εκτεθέντα.
5. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες της υποθέσεως, κρίνει ότι η κατά τα ως άνω παράβαση των καθηκόντων του προσφεύγοντος, που απέρρεαν από τις διατάξεις του άρθρου 5 (παρ. 1 και 6) του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν,. 2690/1999), ήταν σοβαρή και οφείλετο σε βαρεία αμέλεια και, επομένως, η παράβαση αυτή επισύρει την πειθαρχική ποινή της αργίας κατά το άρθρο 142 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006). Ειδικότερα, η σοβαρότητα της παραβάσεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος και η βαρεία του αμέλεια προκύπτουν από το γεγονός ότι αυτός, παρά και τις επανειλημμένες έγγραφες παραγγελίες του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, παρέλειψε να χορηγήσει τα ζητηθέντα στοιχεία ή να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση απορρίψεως του υποβληθέντος σχετικού αιτήματος, καίτοι οι ως άνω ενδιαφερόμενοι είχαν ζητήσει έγγραφα που ήταν απαραίτητα για την υποστήριξη λόγων ενστάσεως κατά του κύρους των δημοτικών εκλογών, δηλαδή για την άσκηση του κατοχυρωμένου από τα άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος δικαστικής προστασίας, πρέπει δε να απορριφθούν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα. Προβάλλεται ειδικότερα ότι δεν στοιχειοθετείται βαρεία αμέλεια του προσφεύγοντος, διότι αυτός θεωρούσε ευλόγως ότι όφειλε κατά νόμον να αρνηθεί την ικανοποίηση του αιτήματος χορηγήσεως των ως άνω εγγράφων για τους λόγους που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος αφού ο προσφεύγων παρέλειψε έστω και να απαντήσει στους ενδιαφερόμενους και να επικαλεσθεί ότι το αίτημά τους δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί για συγκεκριμένους λόγους. Κατά την γνώμη όμως των Αντιπροέδρων Ν. Σακελλαρίου και Α. Ράντου και των Συμβούλων Ι. Ζόμπολα και Β. Καλαντζή, από την όλη συμπεριφορά του προσφεύγοντος – λαμβανόμενων μάλιστα υπόψιν ότι τα αιτήματα των ως άνω υποψηφίων περί χορηγήσεως των ζητηθέντων από αυτούς στοιχείων απερρίφθησαν από τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά και των αμφιβολιών του σχετικά με το αν ήταν επιτρεπτή η όχι η χορήγηση αυτών των στοιχείων εξ άλλων διατάξεων – δεν δύναται να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετείται περίπτωση βαρείας αμελείας περί την εκτέλεση των καθηκόντων του αλλά απλή αμέλεια, συνεκτιμωμένου του γεγονότος ότι δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στη σχετική παραγγελία του Γεν. Γραμμ. Περιφέρειας για την χορήγηση των επιδίκων στοιχείων.
16. Επειδή, ενόψει της βαρύτητας του διαπραχθέντος πειθαρχικού παραπτώματος καθώς και ενόψει των συνθηκών τελέσεως αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβληθείσα στον προσφεύγοντα πειθαρχική ποινή της αργίας 20 ημερών είναι η προσήκουσα. Κατά την γνώμη όμως των Αντιπροέδρων Ν. Σακελλαρίου και Α. Ράντου και των Συμβούλων Ι. Ζόμπολα και Β. Καλαντζή, ενόψει των ως άνω συνθηκών τελέσεως του αποδιδομένου στον ήδη προσφεύγοντα πειθαρχικού παραπτώματος και λαμβανομένου υπ΄ όψιν ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω περιπτώση βαρείας αμελείας περί την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων αλλά απλής αμελείας, ο προσφεύγων πρέπει να απαλλαγεί της επιβληθείσης σ΄ αυτόν πειθαρχικής ποινής.
17. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Συνεκδικάζει τις κρινόμενες προσφυγές.
Απορρίπτει αμφότερες τις προσφυγές, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων παραβόλων.
Επιβάλλει στον προσφεύγοντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 και 9 Οκτωβρίου 2010
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας