ΣτΕ 982/12, Ολομ., Ακυρωτική Διαφορά η ανάδειξη των πρυτανικών αρχών των ΑΕΙ και μετά την άμεση εκλογή του ν3549/07

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 982/2012 Ολομέλεια ΣτΕ
Πρώτη δημοσίευση Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη,
www.nomikospoudastirio.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:  Ακυρωτική Αρμοδιότητα ΣτΕ :Πρυτανικές εκλογές Α.Ε.Ι  και μετά τον ν.3549/07 υπάγονται στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ διότι ο νόμος αυτός, παρά το ότι επέφερε ως μόνη αλλαγή την απευθείας εκλογή των πρυτανικών αρχών από το σύνολο του προσωπικού του ΑΕΙ και όχι εμμέσως από εκπροσώπους,  δεν μετέβαλε τη φύση των διαφορών αυτών ούτε ρητά ούτε εκ του σκοπού του.  –  Σύνθετη διοικητική ενέργεια- Τελική  πράξη : μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη η  απόφαση της Υπουργού Παιδείας με την οποία διαπιστώθηκε η εκλογή των πρυτανικών αρχών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη πράξη αυτή, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια της εκλογής ενσωματώθηκε η απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου η οποία απώλεσε την εκτελεστότητά της.- Έννομο συμφέρον :  το έννομο συμφέρον εκλείπει, όταν συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις, είτε από ρητή δήλωση του αιτούντος είτε από την όλη συμπεριφορά του, η οποία δεν καταλείπει αμφιβολίες σχετικά με την έννοιά της, ότι αυτός έχει αποδεχθεί την διοικητική πράξη, έτσι ώστε η όψιμη αμφισβήτηση της νομιμότητάς της να συνιστά αντιφατική συμπεριφορά αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη. Ενόψει των ευλόγων αμφιβολιών των αιτούντων για την νομιμότητα της συμμετοχής του διοικητικού προσωπικού στο ειδικό εκλεκτορικό σώμα, οφειλομένων στο γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του νεότερου ν. 3549/2007 δεν είναι ταυτόσημη κατά περιεχόμενο με την διάταξη του άρθρου 11 του ν. 1268/1982, την αντισυνταγματικότητα της οποίας έχει ήδη κρίνει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αποφάσεις 2805, 2808, 2810 και 2811/1984, δεν μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την ανωτέρω συμπεριφορά τους να συναχθεί σαφής και ανενδοίαστη αποδοχή της νομιμότητας της συγκροτήσεως του ειδικού σώματος εκλεκτόρων. Εξάλλου, ούτε η ανεπιφύλακτη υποβολή υποψηφιότητας στην επίμαχη εκλογική διαδικασία μπορεί να αποστερήσει τους αιτούντες από το έννομο συμφέρον προβολής του ανωτέρω λόγου ακυρώσεως, εφόσον δεν νοείται σε εκλογική διαδικασία υποβολή υποψηφιότητας με επιφύλαξη, ενώ τέλος, η μη υποβολή οποιασδήποτε ενστάσεως εκ μέρους των αιτούντων κατά την διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας δεν τους στερεί το έννομο συμφέρον να επικαλεσθούν πλημμέλειες των εκλογικών καταλόγων ή άλλων πράξεων της διαδικασίας εκλογής, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Συνεπώς, εφόσον δεν υφίσταται ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως (μειοψ).  Αρχή Ακαδημαϊκής ελευθερίας και Αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ :  Η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, ως ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, αλλά και ως θεσμική εγγύηση, ως οργανωμένη δηλαδή δραστηριότητα αναπτυσσόμενη σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζει και με μέσα που παρέχει το κράτος, μέσα στα πλαίσια της οργάνωσης και λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων . Η αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι. συνίσταται στην εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με δικά τους όργανα, της κρατικής εποπτείας περιοριζομένης μόνον στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας επί των πράξεων των πανεπιστημιακών οργάνων. Υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των δύο αυτών συνταγματικών αρχών ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εξουσίας να οργανώνει το θεσμικό πλαίσιο για την δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι. και να ορίζει τα πρόσωπα που μετέχουν στην διοίκησή τους, προβλέποντας διαφορετικό τρόπο αναδείξεως ή συμμετοχής στα όργανα, από εκείνο που ίσχυε στο παρελθόν, ενόψει και των ισχυουσών εκάστοτε στα πανεπιστήμια συνθηκών, ώστε να μπορούν αυτά να ανταποκριθούν στις εξελισσόμενες επιστημονικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, με σκοπό την ικανοποίηση των σύγχρονων και πολυεπίπεδων στόχων του πανεπιστημίου. Η έκταση των δεσμεύσεων, τις οποίες οι ανωτέρω συνταγματικές αρχές θέτουν στον κοινό νομοθέτη, διαφοροποιείται ανάλογα με την φύση του ρυθμιζόμενου θέματος. Ως εκ τούτου, όταν το ρυθμιζόμενο θέμα είναι αμιγώς διοικητικό ή έχει προεχόντως διοικητικό, και όχι επιστημονικό, χαρακτήρα δεν αντιτίθεται στο Σύνταγμα η συμμετοχή όλων των παραγόντων της πανεπιστημιακής ζωής στην λήψη της σχετικής απόφασης.. Ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, η νέα ρύθμιση της άμεσης εκλογής πρυτανικών αρχών του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007, με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 3 παρ.1 εδ.α του ν. 2083/1992, αφορά, προεχόντως, διοικητικής φύσεως θέμα. Επομένως, η ανωτέρω διάταξη, κατά το μέρος που προβλέπει την ένταξη του διοικητικού προσωπικού σε ενιαία ομάδα εκλεκτόρων μαζί με άλλες κατηγορίες προσωπικού του Α.Ε.Ι. (περ. ιιι), δεν αντίκειται στην προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος (μειοψ.).
Όχι ανατρεπτική η προθεσμία του άρθρου 63 παρ.5 του π.δ. 160/ 2008, που προβλέπει ότι η εκλογή διεξάγεται με βάση οριστικούς εκλογικούς καταλόγους και ορίζεται ότι οι εκλογικοί κατάλογοι οριστικοποιούνται ένα μήνα πριν την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών (μειοψ.).
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Αθανάσιος Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αν. Γκότσης, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, K. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ευθ. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Αντ. Σταθάκης, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Δ. Βασιλειάδης, Στ. Λαμπροπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηρ. Τσακόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Στ. Λαμπροπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ευαγγελία Κουμεντέρη.
Για να δικάσει την από 23 Ιουλίου 2010 αίτηση:
των: 1. Χριστόδουλου Ι. Στεφανάδη, 2. Ελένης Μ. Καραμαλέγκου, 3. Ιωάννη Κ. Δημητρίου και 4. Ευθυμίου Λ. Λέκκα, κατοίκων Αθηνών, οδός Πανεπιστημίου, αρ. 30, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Χρ. Πολίτη (Α.Μ. 2740), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι οι αιτούντες παραιτούνται από τους λόγους ακυρώσεως: α) περί παρανόμου αναγραφής στους εκλογικούς καταλόγους των υποψηφίων διδακτόρων (άρθρο 9 παρ. 1β και 2 του ν. 3685/2008) υπό στοιχ. 5γ αα του δικογράφου και β) περί αποδοχής από την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή του αιτήματος να ψηφίσουν φοιτητές και υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Βιολογίας, υπό στοιχ. 5β του δικογράφου,
κατά των: 1) Υπ. Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Ηλία Ψώνη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, 2) Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο παρέστη με τους: α) Π. Σπανό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) 1. δικηγόρο Σταματία Παπαδάκου (Α.Μ. 20174) και 2. δικηγόρο Ηλ. Μικρουλέα (Α.Μ. 1943), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά των παρεμβαινόντων: 1) α) Θεοδόσιου Πελεγρίνη, β) Αστέριου Δουκουδάκη, γ) Θεόδωρου Λιακάκου, δ) Θωμά Σφηκόπουλου, κατοίκων Αθηνών, οδός Πανεπιστημίου, αρ. 30, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Ν. Αλιβιζάτο (Α.Μ. 6976), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 2) επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Χρήστου Λαδά, αρ. 6, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Β. Κωστόπουλο (Α.Μ. 3840), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 3) «Ομοσπονδίας Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης», που εδρεύει στην Αθήνα, Λ. Συγγρού, αρ. 136, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αντ. Βγόντζα (Α.Μ. 4403), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 28 Ιουλίου 2010 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α΄ του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η από 9.6.2010 απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου (Έκτακτη Συνεδρίαση) και κάθε άλλη σχετική πράξη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Καρλή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων, τον εκπρόσωπο και τους πληρεξουσίους του Πανεπιστημίου και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ΄αριθμ. Α 1111341/2010 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).
2. Επειδή, με την από 9.6.2010 απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (όπως αυτή επαναλήφθηκε ορθώς την 2.7.2010), διαπιστώθηκε ότι κατά την επαναληπτική εκλογή της 9ης Ιουνίου 2010 για την ανάδειξη των πρυτανικών αρχών του ως άνω Πανεπιστημίου, η οποία διενεργήθηκε μεταξύ των δύο συνδυασμών, οι οποίοι είχαν πλειοψηφήσει κατά την αρχική εκλογή, νικητής ανεδείχθη ο συνδυασμός του υποψήφιου Πρύτανη καθηγητή Θεοδόσιου Πελεγρίνη και των υποψηφίων Αντιπρυτάνεων καθηγητών Αστέριου Δουκουδάκη, Θεόδωρου Λιακάκου και Θωμά Σφηκόπουλου, οι οποίοι εξελέγησαν στις ως άνω θέσεις για 4ετή θητεία (από 1-9-2010 έως 31-8-2014), σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007. Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την από 28-7-2010 πράξη του Προέδρου του λόγω της σπουδαιότητάς της, οι αιτούντες, ο συνδυασμός των οποίων, με επικεφαλής τον καθηγητή Χριστόδουλο Στεφανάδη, απέτυχε να εκλεγεί, ζητούν την ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης του Πρυτανικού Συμβουλίου.
3. Επειδή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδάφιο ζ΄ του ν. 1406/1983 (Α΄. 182), στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων έχουν υπαχθεί οι σχετικές με το κύρος των αρχαιρεσιών για την ανάδειξη οργάνων διοικήσεως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διαφορές. Επίσης, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 267 ότι: «Στις υπό τον ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΙΤΛΟ ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες προβλέπονται από το νόμο ως διοικητικές διαφορές ουσίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 1406/1983 συνάγεται ότι ως διαφορές περί το κύρος των αρχαιρεσιών για την ανάδειξη οργάνων διοικήσεως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες έχουν, κατ΄αρχήν, υπαχθεί, με την διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδάφιο ζ΄του ν. 1406/1983, στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων εκδικαζόμενες ως διοικητικές διαφορές ουσίας, νοούνται οι διαφορές που αφορούν στις εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων διοικήσεως επαγγελματικών ενώσεων δημοσίου δικαίου απευθείας από τα μέλη τους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1468/1990). Συνεπώς, στις διαφορές αυτές δεν περιλαμβάνονται οι αμφισβητήσεις για την ανάδειξη των πρυτανικών αρχών των Α.Ε.Ι., οι οποίες ήταν, ανέκαθεν, ακυρωτικές διαφορές υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διαφορές αυτές εξακολουθούν να υπάγονται στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και μετά την έναρξη ισχύος της διατάξεως του άρθρου 8 παρ.1 του ν.3549/2007. Τούτο δε διότι η μόνη αλλαγή που επέφερε η διάταξη αυτή στο σύστημα εκλογής των πρυτανικών αρχών, δηλαδή η εκλογή να γίνεται απευθείας από το σύνολο του προσωπικού κάθε Πανεπιστημίου και όχι, όπως στο παρελθόν εμμέσως, από εκπροσώπους κατηγοριών του προσωπικού του, δεν μετέβαλε πάντως τη φύση των σχετικών διαφορών, από ακυρωτικές σε διοικητικές διαφορές ουσίας. Ούτε άλλωστε γίνεται ειδική μνεία στο ν. 3549/2007 περί μεταφοράς των εν λόγω διαφορών στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως διοικητικών διαφορών ουσίας. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1,3 του Συντάγματος, οι διαφορές περί την εκλογή των πρυτανικών αρχών των Α.Ε.Ι υπάγονται, λόγω της αναμφηρίστου σπουδαιότητός τους, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, μη περιλαμβανόμενες στις υποθέσεις που αναφέρονται στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. ζ΄του ν.1406/1983 και του άρθρου 267 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ως διοικητικές διαφορές ουσίας. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του καθ΄ού η αίτηση Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον οποίο προβάλλεται ότι, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3549/2007 η εκλογή των οργάνων διοίκησης των Α.Ε.Ι., από έμμεση που ήταν πριν τον νόμο αυτό, κατέστη άμεση, με συνέπεια οι διαφορές που αναφύονται στο πλαίσιο των σχετικών «αρχαιρεσιών» να υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως διοικητικές διαφορές ουσίας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του ν. 1406/1983 και 267 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, πρέπει, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
4. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση πρέπει να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη η μετά την άσκηση της αιτήσεως εκδοθείσα υπ΄αριθμ. Φ.120.61/51/78696/ Β2/24.8.2010 απόφαση της Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (Γ΄ 779/25.8.2010), με την οποία, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. α΄του ν. 2083/1992, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3549/2007, διαπιστώθηκε η εκλογή των πρυτανικών αρχών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη πράξη αυτή, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια της εκλογής ενσωματώθηκε η ρητώς προσβαλλόμενη από 9.6.2010 απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου η οποία έτσι απώλεσε την εκτελεστότητά της (πρβλ. ΣτΕ 2805, 2810-11/1984 Ολ. κ.α.).
5. Επειδή, οι αιτούντες, καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι μετείχαν στην επίδικη διαδικασία εκλογής πρυτανικών αρχών με την υποβολή σχετικής υποψηφιότητας και απέτυχαν να εκλεγούν, με προφανές έννομο συμφέρον ασκούν την υπό κρίση αίτηση, παραδεκτώς δε ομοδικούν προβάλλοντες κοινούς λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους στην αυτή νομική και πραγματική βάση.
6. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, ασκούν παρέμβαση, για την διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως οι εκλεγέντες καθηγητές Θεοδόσιος Πελεγρίνης, Αστέριος Δουκουδάκης, Θεόδωρος Λιακάκος και Θωμάς Σφηκόπουλος με κοινό δικόγραφο παρεμβάσεως. Στη δίκη παρεμβαίνουν, επίσης, με ιδιαίτερα δικόγραφα, το επαγγελματικό σωματείο «Σύλλογος Διοικητικού Προσωπικού Πανεπιστημίου Αθηνών» και η «Ομοσπονδία Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης», ισχυριζόμενοι ότι βλάπτονται από την τυχόν κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007, κατά το μέρος που προβλέπει την συμμετοχή του διοικητικού προσωπικού στην διαδικασία εκλογής πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων των Α.Ε.Ι. Ο «Σύλλογος Διοικητικού Προσωπικού Πανεπιστημίου Αθηνών», που αποτελεί πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των μελών του διοικητικού προσωπικού που απασχολούνται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει, κατά το άρθρο 2.4 του καταστατικού του, ως σκοπό τη συμβολή του ως οργανωμένου πανεπιστημιακού φορέα σε συνεργασία με άλλους πανεπιστημιακούς φορείς στην εκπλήρωση της αποστολής του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει έννομο συμφέρον και παραδεκτώς παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη. Επίσης, επιτρεπτώς παρεμβαίνει στη δίκη και η «Ομοσπονδία Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης», η οποία αποτελεί δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο του διοικητικού προσωπικού των Α.Ε.Ι. και έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την συμβολή, ως οργανωμένου φορέα του Διοικητικού Προσωπικού, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες οργανώσεις των άλλων φορέων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για την αναβάθμιση και ενίσχυση των Ιδρυμάτων ώστε να ανταποκρίνονται στην κοινωνική τους αποστολή (άρθρο 2.4), τη συμπαράσταση στους Συλλόγους-μέλη της στην εκπλήρωση των σκοπών τους, στην ανάδειξη της θέσης και του ρόλου των εργαζομένων στα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (άρθρο 2.7).
7. Επειδή, στην διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 3549/2007 «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (Α΄ 69), με την οποία αντικαταστάθηκε το εδ. α της παρ.1 του άρθρου 3 του ν. 2083/1992 (Α΄159) όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 9 παρ.Β΄εδ.1 του ν. 2961/2001 (Α΄114), ορίζεται ότι: «α) Ο Πρύτανης και οι Αντιπρυτάνεις εκλέγονται από ειδικό σώμα εκλεκτόρων που απαρτίζεται από το σύνολο: ί) των μελών Δ.Ε.Π. του Πανεπιστημίου, ii) των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου και iii) των Βοηθών, Επιστημονικών Συνεργατών και Επιμελητών, των μελών του Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.Ε.ΔΙ.Π.), των μελών του Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.) και του Διοικητικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου. Το ποσοστό των ψήφων που έλαβε κάθε υποψήφιος συνδυασμός υπολογίζεται από το άθροισμα των ποσοστών επί των ψηφισάντων που έλαβε ο συνδυασμός από καθεμιά από τις τρεις κατηγορίες εκλεκτόρων, τούτων πολλαπλασιαζόμενων με τους συντελεστές βαρύτητας 0,50, 0,40 και 0,10 αντίστοιχα και ανεξάρτητα από το ποσοστό προσέλευσης της κάθε κατηγορίας εκλεκτόρων. Ειδικότερες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω προβλέπονται στον Εσωτερικό Κανονισμό του Ιδρύματος». Περαιτέρω, στα εδάφια β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 2083/1992 (Α΄159), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν. 2188/1994 (Α΄18), ορίζονται τα εξής: «β) Για την εκλογή πρύτανη και αντιπρυτάνεων καταρτίζεται ενιαίο ψηφοδέλτιο για κάθε συνδυασμό, στο οποίο περιλαμβάνονται ο υποψήφιος πρύτανης και οι υποψήφιοι αντιπρυτάνεις, τους οποίους αυτός επιλέγει και προτείνει για εκλογή. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται στο Πρυτανικό Συμβούλιο, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή του 1/10 τουλάχιστον των μελών του εκλεκτορικού σώματος. γ) Την ευθύνη διεξαγωγής της ψηφοφορίας έχει το Πρυτανικό Συμβούλιο, το οποίο, για το σκοπό αυτόν διορίζει πενταμελή εφορευτική επιτροπή από μέλη Δ.Ε.Π. του οικείου Α.Ε.Ι. δ) Η ψηφοφορία είναι μυστική. Αν κατά την πρώτη ψηφοφορία κανείς από τους συνδυασμούς δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων μελών του εκλεκτορικού σώματος ή αν υπάρξει ισοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται την επόμενη ημέρα μεταξύ των δύο συνδυασμών που πλειοψήφησαν, οπότε εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους. Σε περίπτωση νέας ισοψηφίας διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή. Μετά το πέρας της διαδικασίας εκλογής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για την εκλογή του πρύτανη και των αντιπρυτάνεων». Εξ άλλου, στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 1268/1982 (Α΄87), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2083/1992 ορίζεται ότι: «Ως πρύτανεις, αντιπρύτανεις, ……εκλέγονται καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές. …» και στην παρ.2 το ίδιου άρθρου 12 του ν 1268/1982, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ν. 3443/2006 (Α΄ 41), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η θητεία των Πρυτάνεων και Αντιπρυτάνεων είναι τετραετής.
8. Επειδή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007, η οποία, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου «ενισχύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της διοικητικής λειτουργίας των Α.Ε.Ι., καθώς προβλέπει νέα ρύθμιση της διαδικασίας εκλογής των αρχών διοίκησης των Ιδρυμάτων», καθιερώνεται σύστημα ανάδειξης των πρυτανικών αρχών με άμεση και καθολική ψηφοφορία από ειδικό εκλεκτορικό σώμα, το οποίο αποτελείται από τρεις κατηγορίες εκλεκτόρων. Η πρώτη κατηγορία απαρτίζεται από το σύνολο των μελών Δ.Ε.Π. του οικείου Α.Ε.Ι, η δεύτερη κατηγορία από το σύνολο των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, ενώ η τρίτη κατηγορία απαρτίζεται από το σύνολο όλων των λοιπών κατηγοριών προσωπικού το οποίο υπηρετεί στο Α.Ε.Ι. (βοηθοί, επιστημονικοί συνεργάτες και επιμελητές, μέλη Ε.Ε.ΔΙ.Π., μέλη Ε.Τ.Ε.Π. και διοικητικό προσωπικό), ως ενιαία ομάδα εκλεκτόρων. Το βάρος της ψήφου των μελών κάθε κατηγορίας εκλεκτόρων υπολογίζεται με την εφαρμογή ιδιαίτερων, ανά κατηγορία, συντελεστών βαρύτητας επί του αριθμού των ψηφισάντων της κατηγορίας. Έτσι, η πρώτη κατηγορία συμμετέχει στην διαμόρφωση του τελικού εκλογικού αποτελέσματος σε ποσοστό 50%, η δεύτερη σε ποσοστό 40%, και η τρίτη σε ποσοστό 10%, ανεξάρτητα από την προσέλευση των μελών κάθε κατηγορίας.
9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Την 19-3-2010 το πρυτανικό συμβούλιο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη των νέων Πρυτανικών Αρχών για την 18 Μαΐου 2010 και, σε περίπτωση επαναληπτικής εκλογής την επομένη 19 Μαΐου. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο εναπομείνας χρόνος δεν επαρκούσε για την κατάλληλη προετοιμασία του Πανεπιστημίου, το πρυτανικό συμβούλιο, με την από 13.4.2010 απόφασή του, όρισε ως νέα ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 26 Μαΐου 2010 και, σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας, την επομένη 27 Μαΐου. Ακολούθως, με την από 16.4.2010 απόφασή του, όρισε τα μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού για την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή και, με την από 21.5.2010 απόφασή του, η οποία συμπληρώθηκε με την από 28.5.2010 απόφαση, όρισε τα μέλη των επιμέρους εφορευτικών επιτροπών. Στη συνέχεια, την 26.4.2010 το πρυτανικό συμβούλιο ενέκρινε τους εκλογικούς καταλόγους για κάθε προβλεπόμενη από το νόμο κατηγορία εκλεκτόρων, ενώ με το υπ’ αρ. πρωτ. 0910021820/27.4.2010 έγγραφό του, το οποίο κοινοποιήθηκε στους Κοσμήτορες των Σχολών, τους Προέδρους των Τμημάτων, τα μέλη ΔΕΠ, τους φοιτητές, τους βοηθούς, επιστημονικούς συνεργάτες, τα μέλη Ε.Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π. και τους διοικητικούς υπαλλήλους, απέστειλε οδηγίες και διευκρινίσεις σχετικά με την ακριβή ημέρα και ώρα διενέργειας των εκλογών, την ημερομηνία και διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων, τη συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος και την εν γένει διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Στη σχετική διαδικασία εκλογής υπέβαλαν υποψηφιότητα οι συνδυασμοί των ήδη εκλεγέντων καθηγητών (στις 28.4.2010), του καθηγητή Εμμανουήλ Φραγκούλη (στις 10.5.2010), των αιτούντων (στις 14.5.2010) και του καθηγητή Θεόδωρου Φορτσάκη (στις 18.5.2010), οι οποίοι ανακηρύχθηκαν υποψήφιοι με την από 19.5.2010 απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου. Την 25-5-2010 συνήλθε εκτάκτως το πρυτανικό συμβούλιο προς αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με την διεξαγωγή των πρυτανικών εκλογών και, μετά από εισήγηση της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, αποφάσισε την μετάθεση της ημερομηνίας διενέργειας των εκλογών για την 7 Ιουνίου 2010 και, σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας, την επομένη 8 Ιουνίου. Οι εκλογές διενεργήθηκαν την 7η Ιουνίου 2010. Λόγω σοβαρών επεισοδίων που σημειώθηκαν στους χώρους οκτώ εκλογικών τμημάτων φοιτητών (βίαιη αφαίρεση καλπών, καταστροφή καλπών) το Πρυτανικό Συμβούλιο, σε έκτακτη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας αποφάσισε να επαναληφθεί η ψηφοφορία στα ανωτέρω εκλογικά τμήματα την επόμενη ημέρα (8.6.2010) και οι κάλπες των υπόλοιπων εκλογικών τμημάτων στα οποία πραγματοποιήθηκε ομαλά η ψηφοφορία, να ασφαλιστούν, να μεταφερθούν και να φυλαχθούν στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, να αποσφραγισθούν δε ταυτοχρόνως μετά το πέρας της ψηφοφορίας της επόμενης ημέρας στα ανωτέρω οκτώ εκλογικά τμήματα. Τελικώς, στις εκλογές που διεξήχθησαν την 7 και 8 Ιουνίου 2010 ο συνδυασμός των αιτούντων συγκέντρωσε, με εφαρμογή των ισχυόντων συντελεστών βαρύτητας και κατόπιν αναγωγής των ψήφων στο 100%, το 39,794% των ψήφων, ο συνδυασμός των παρεμβαινόντων το 33,204%, ο συνδυασμός του καθηγητή Θ. Φορτσάκη το 15,536% και ο συνδυασμός του καθηγητή Εμμ. Φραγκούλη το 11,466%. Με βάση τα αποτελέσματα αυτά και ενόψει του ότι κανένας συνδυασμός δεν συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, με την από 8.6.2010 ανακοίνωση του Προέδρου της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, γνωστοποιήθηκε στους εκλέκτορες ότι οι εκλογές θα επαναλαμβάνονταν την επομένη 9 Ιουνίου 2010 μεταξύ των δύο συνδυασμών που πλειοψήφησαν. Μετά το πέρας και της επαναληπτικής ψηφοφορίας, η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή, με το από 9.6.2010 πρακτικό της, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των εκλογών για την ανάδειξη νέων Πρυτανικών Αρχών του ως άνω Πανεπιστημίου, βάσει των οποίων ο συνδυασμός του καθηγητή Θ. Πελεγρίνη συγκέντρωσε την πλειοψηφία σε όλες τις κατηγορίες των εκλεκτόρων και ειδικότερα έλαβε το 54,032% των ψήφων έναντι του 45,968% που έλαβε ο συνδυασμός των αιτούντων. Ακολούθως, εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου με την οποία διαπιστώθηκε ότι ο καθηγητής Θεοδόσιος Πελεγρίνης έχει εκλεγεί Πρύτανης και οι καθηγητές Αστέριος Δουκουδάκης, Θεόδωρος Λιακάκος και Θωμάς Σφηκόπουλος έχουν εκλεγεί Αντιπρυτάνεις. Κατόπιν τούτου δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η υπ’ αρ. Φ.120.61/51/78696/Β2/24.8.2010 απόφαση της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (Γ΄ 779/25.8.2010), με την οποία διαπιστώθηκε ότι έχουν εκλεγεί οι ανωτέρω πρυτανικές αρχές με 4ετή θητεία από 1.9.2010 έως 31.8.2014.
10. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007 κατά το μέρος, που προβλέπει την συμμετοχή του διοικητικού προσωπικού των ΑΕΙ στο ειδικό εκλεκτορικό σώμα για την εκλογή πρύτανη και αντιπρυτάνεων αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος. Επίσης, προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως σχετικοί με πλημμέλειες των εκλογικών καταλόγων και γενικά της διαδικασίας των επίμαχων εκλογών. Με το από 29.9.2010 υπόμνημα του Πανεπιστημίου Αθηνών και τα δικόγραφα των παρεμβάσεων των εκλεγέντων καθηγητών και του Σωματείου «Σύλλογος Διοικητικού Προσωπικού Πανεπιστημίου Αθηνών», προβάλλεται ότι οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος προβολής των λόγων ακυρώσεως που αφορούν στην συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος και στη εκλογική διαδικασία, διότι συμμετείχαν χωρίς να διατυπώσουν κάποια επιφύλαξη και δεν υπέβαλαν προηγουμένως ενστάσεις ως προς τη νομιμότητα των επί μέρους πράξεων ή, γενικότερα, ως προς το κύρος της εκλογικής διαδικασίας. Ειδικότερα, ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, προβάλλεται ότι οι αιτούντες όχι μόνο δεν υπέβαλαν υποψηφιότητα με επιφύλαξη, αλλά αντιθέτως παρότρυναν τους διοικητικούς υπαλλήλους του Πανεπιστημίου να συμμετάσχουν στις επίδικες εκλογές προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την ψήφο τους.
11. Επειδή με τις διατάξεις των άρθρων 63-67 του π.δ/τος 160/2008 «Πρότυπος Γενικός Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας των Α.Ε.Ι.» (Α΄220), οι οποίες, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 του ν. 3549/2010, εφαρμόζονται εν προκειμένω, εφόσον το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν έχει ακόμη καταρτίσει Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας, ρυθμίζονται, οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των κανόνων εκλογής των οργάνων διοίκησης των Α.Ε.Ι. (άρθρα 3 παρ.1 εδ.α ν. 2083/1992 και 8παρ.1 ν. 3549/2007). Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 66 παρ.4 του εν λόγω π.δ/τος ορίζεται ότι: « 4. α) Ενστάσεις κατά του κύρους των εκλογών μπορεί να υποβάλει για οποιοδήποτε λόγο καθένας που ανακηρύχθηκε υποψήφιος κατά την εκλογή αυτή, αλλά δεν ανακηρύχθηκε σε θέση οργάνου διοίκησης, καθώς και κάθε εκλέκτορας εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους. β) Ενστάσεις κατά του κύρους των εκλογών μπορεί να υποβάλει κάθε εκλέκτορας ή υποψήφιος ή αντιπρόσωπος του ενώπιον της οικείας εφορευτικής επιτροπής του τμήματος ή της κεντρικής εφορευτικής επιτροπής χωρίς να διακόπτεται η ψηφοφορία. Οι ενστάσεις υποβάλλονται εγγράφως έως τη σύνταξη του πρακτικού εκλογής και καταχωρίζονται υποχρεωτικά σε αυτό. Αρμόδια για να αποφανθεί επί των ενστάσεων είναι η κεντρική εφορευτική επιτροπή στην οποία διαβιβάζονται από τις επιτροπές των εκλογικών τμημάτων μαζί με το πρακτικό εκλογής. Η απόφαση της κεντρικής εφορευτικής επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένη. γ) Λόγοι ένστασης είναι ιδίως η έλλειψη νομίμων προσόντων αυτών που ανακηρύχθηκαν σε θέση οργάνου διοίκησης ή νομικό κώλυμα ανακήρυξης τους, η παράβαση νόμου κατά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας και σφάλματα κατά τη διαλογή των ψήφων». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά την διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας αναδείξεως πρύτανη και αντιπρυτάνεων των Α.Ε.Ι., προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής ενστάσεων κατά του κύρους των εκλογών εκ μέρους των υποψηφίων. Η δυνατότητα αυτή αποσκοπεί στην έγκαιρη επίλυση όλων των ζητημάτων τα οποία ανακύπτουν κατά την εκλογή από τα έχοντα άμεση αντίληψη της διαδικασίας όργανα της οικείας ή κεντρικής εφορευτικής επιτροπής, ώστε να μην παρακωλύεται η διαδικασία και να διασφαλίζεται η εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος. Ουδόλως, όμως, συνδέεται στον νόμο η υποβολή των ενστάσεων με το μεταγενέστερο στάδιο της επιδιώξεως της δικαστικής ακυρώσεως των πράξεων της εκλογής. Επομένως, αν και προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής ενστάσεων, δεν καθιερώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου ενδικοφανής διαδικασία, η οποία αποκλείει την προβολή λόγων ακυρώσεως που δεν είχαν προηγουμένως προβληθεί με ένσταση.
12. Επειδή, περαιτέρω, το έννομο συμφέρον εκλείπει, όταν συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις, είτε από ρητή δήλωση του αιτούντος είτε από την όλη συμπεριφορά του, η οποία δεν καταλείπει αμφιβολίες σχετικά με την έννοιά της, ότι αυτός έχει αποδεχθεί την διοικητική πράξη, έτσι ώστε η όψιμη αμφισβήτηση της νομιμότητάς της να συνιστά αντιφατική συμπεριφορά αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη (πρβλ. ΣτΕ 3094/2008,917/2003, 2903/2001 κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι αιτούντες γνώριζαν τη συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος με την συμμετοχή του διοικητικού προσωπικού ήδη πριν την υποβολή της αιτήσεως υποψηφιότητάς τους, δεδομένου ότι το απερχόμενο Πρυτανικό Συμβούλιο, με το υπ’ αρ. πρωτ. 0910021820/27.4.2010 έγγραφό του, το οποίο κοινοποιήθηκε στους Κοσμήτορες των Σχολών, τους Προέδρους των Τμημάτων, τα μέλη ΔΕΠ, τους φοιτητές, τους βοηθούς, επιστημονικούς συνεργάτες, τα μέλη Ε.Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π. και τους διοικητικούς υπαλλήλους, απέστειλε οδηγίες και διευκρινίσεις σχετικά με την ακριβή ημέρα και ώρα διενέργειας των εκλογών, την ημερομηνία και διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων, τη συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος με την συμμετοχή του διοικητικού προσωπικού και την εν γένει διεξαγωγή της ψηφοφορίας, ακολούθως δε, στις 14.5.2010, οι αιτούντες υπέβαλαν υποψηφιότητα στη σχετική διαδικασία εκλογής. Εξάλλου, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι παρεμβαίνοντες, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι οι αιτούντες παρότρυναν τους διοικητικούς υπαλλήλους του Πανεπιστημίου να συμμετάσχουν στις επίδικες εκλογές προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την ψήφο τους, προσκομίζουν εκτυπώσεις από ιστοσελίδα, την οποία διαθέτει στο διαδίκτυο ο εκλογικός συνδυασμός των αιτούντων. Σε αυτές οι αιτούντες φέρονται να έχουν ζητήσει επανειλημμένως (στις 26.5.2010, 7.6.2010 και 9.6.2010) την ψήφο εμπιστοσύνης όλων των μελών του εκλεκτορικού σώματος, μεταξύ των οποίων και του διοικητικού προσωπικού, ή να τους ευχαριστούν για την ψήφο τους (14-6-2010). Όμως, ενόψει των ευλόγων αμφιβολιών των αιτούντων για την νομιμότητα της συμμετοχής του διοικητικού προσωπικού στο ειδικό εκλεκτορικό σώμα, οφειλομένων στο γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του νεότερου ν. 3549/2007 δεν είναι ταυτόσημη κατά περιεχόμενο με την διάταξη του άρθρου 11 του ν. 1268/1982, την αντισυνταγματικότητα της οποίας έχει ήδη κρίνει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αποφάσεις 2805, 2808, 2810 και 2811/1984, δεν μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την ανωτέρω συμπεριφορά τους να συναχθεί σαφής και ανενδοίαστη αποδοχή της νομιμότητας της συγκροτήσεως του ειδικού σώματος εκλεκτόρων. Εξάλλου, ούτε η ανεπιφύλακτη υποβολή υποψηφιότητας στην επίμαχη εκλογική διαδικασία μπορεί να αποστερήσει τους αιτούντες από το έννομο συμφέρον προβολής του ανωτέρω λόγου ακυρώσεως, εφόσον δεν νοείται σε εκλογική διαδικασία υποβολή υποψηφιότητας με επιφύλαξη, ενώ τέλος, η μη υποβολή οποιασδήποτε ενστάσεως εκ μέρους των αιτούντων κατά την διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας δεν τους στερεί το έννομο συμφέρον να επικαλεσθούν πλημμέλειες των εκλογικών καταλόγων ή άλλων πράξεων της διαδικασίας εκλογής, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Συνεπώς, εφόσον δεν υφίσταται ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται το Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι παρεμβαίνοντες πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Χρ. Ράμμου, Γ. Ποταμιά, Β. Αραβαντινού, Α. Σταθάκη και Κ. Πισπιρίγκου η προβολή από τους αιτούντες του λόγου περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 3549/2007 λόγω της συμμετοχής του διοικητικού προσωπικού στο ειδικό σώμα εκλεκτόρων για την ανάδειξη των πρυτανικών αρχών, ενέχει αντίφαση προς προηγούμενη συμπεριφορά τους, εφόσον από τα στοιχεία τα οποία προσκομίζουν το Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι παρεμβαίνοντες προκύπτει ότι οι αιτούντες, οι οποίοι μάλιστα ως μέλη ΔΕΠ δεν δικαιολογείται να αγνοούν ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007 (διάταξη θεμελιώδης για τον τρόπο αναδείξεως των οργάνων διοικήσεως των ΑΕΙ) παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα συνταγματικότητας, εν όψει του ότι και κατά το παρελθόν αντίστοιχη διάταξη είχε κριθεί αντισυνταγματική, αποδέχονται ως θεμιτή τη συμμετοχή των μελών του διοικητικού προσωπικού στη συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος, τους οποίους μάλιστα παρότρυναν να συμμετάσχουν στις εν λόγω εκλογές, όταν από αυτήν αρρύουν όφελος, αθέμιτη δε όταν είναι δυσμενές γι΄αυτούς το εκλογικό αποτέλεσμα. Επομένως, κατά την γνώμη αυτή, το συμφέρον των αιτούντων να προβάλλουν τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως δεν είναι έννομο.
13. Επειδή, το Πανεπιστημίου Αθηνών, με το από 3.8.2010 υπόμνημά του, και οι παρεμβαίνοντες, με τα από 20.9.2010 και 28-9-2010 δικόγραφα παρεμβάσεων, προβάλλουν ότι το ανεπίτρεπτο της συμμετοχής του διοικητικού προσωπικού στο ειδικό σώμα εκλεκτόρων προβάλλεται αλυσιτελώς από τους αιτούντες, διότι, ακόμη και αν δεν μετείχε στις εκλογές το διοικητικό προσωπικό, δεν θα μπορούσε να ανατραπεί υπέρ αυτών το εκλογικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, το Πανεπιστήμιο Αθηνών ισχυρίζεται ότι προκειμένου να ανατραπεί το εκλογικό αποτέλεσμα, ο συνδυασμός των αιτούντων θα χρειαζόταν για να εκλεγεί ποσοστό άνω του 85,33% επί των ψηφισάντων 200 «λοιπών» της τρίτης κατηγορίας εκλεκτόρων, εκτός δηλαδή του διοικητικού προσωπικού, γεγονός που δεν μπορεί να πιθανολογηθεί με βάση τους κανόνες της στατιστικής και τα αποτελέσματα των εκλογών. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο συνδυασμός με επικεφαλής τον καθηγητή Θ. Πελεγρίνη έλαβε κατά την επαναληπτική εκλογή από τις δύο πρώτες κατηγορίες του εκλεκτορικού σώματος (μέλη ΔΕΠ και φοιτητές) ποσοστό 48,633 % (27,525 + 21,108) και, αντιστοίχως ο συνδυασμός με επικεφαλής τον καθηγητή Χρ. Στεφανάδη 41,367 % (22,475 + 18,892). Το ποσοστό, επομένως, 10% που αντιστοιχεί, βάσει του οικείου συντελεστή βαρύτητας στην τρίτη κατηγορία του εκλεκτορικού σώματος ήταν καθοριστικό για το αποτέλεσμα των επίμαχων εκλογών. Τούτο διότι ενόψει της μυστικότητας της ψήφου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η κατανομή του ποσοστού αυτού στις επιμέρους υποκατηγορίες της τρίτης κατηγορίας εκλεκτόρων (διοικητικό προσωπικό και λοιποί, δηλαδή βοηθοί επιστημονικοί συνεργάτες και επιμελητές, μέλη του ΕΕΔΙΠ, και μέλη του ΕΤΕΠ). Επομένως, εφόσον ο συνδυασμός με επικεφαλής τον Χρ. Στεφανάδη έλαβε, με την συμμετοχή του διοικητικού προσωπικού, συνολικό αριθμό ψήφων από την τρίτη κατηγορία εκλεκτόρων (553), αριθμό δηλαδή ο οποίος υπερβαίνει τον αριθμό των ψηφισάντων των «λοιπών» υποκατηγοριών, πλην του διοικητικού προσωπικού (200), δεν αποκλείεται να αναλογεί στο συνδυασμό αυτό ποσοστό των «λοιπών», το οποίο υπολογιζόμενο με τον συντελεστή βαρύτητας της τρίτης κατηγορίας να μεταβάλει το δυσμενές για τους αιτούντες εκλογικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, εφόσον, δεν μπορεί να αποκλεισθεί αλλά, αντιθέτως, είναι ενδεχόμενο, με βάση τα συγκεκριμένα αριθμητικά δεδομένα, να επηρεαστεί υπέρ των αιτούντων το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα από το σταθμισμένο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας από την τρίτη κατηγορία εκλεκτόρων σε περίπτωση μη συμμετοχής των μελών του διοικητικού προσωπικού, είναι λυσιτελής η εξέταση του ανωτέρω προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των παρεμβαινόντων και του καθ΄ού η αίτηση Πανεπιστημίου Αθηνών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
14. Επειδή το Σύνταγμα στο άρθρο 16 ορίζει τα εξής: «1. Η τέχνη, η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες Χ η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. 2. … 3. … 4. … 5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους….».
15. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων η ανώτατη εκπαίδευση, σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, παρέχεται από αυτοτελή ιδρύματα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα αφενός με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών (βλ. ΣτΕ 2786/1984 Ολ.). Ειδικότερα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, ως ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, αλλά και ως θεσμική εγγύηση, ως οργανωμένη δηλαδή δραστηριότητα αναπτυσσόμενη σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζει και με μέσα που παρέχει το κράτος, μέσα στα πλαίσια της οργάνωσης και λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (βλ. ΣτΕ 4009/2000 7μ., 411/2008 7μ.). Η αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι. συνίσταται στην εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με δικά τους όργανα, της κρατικής εποπτείας περιοριζομένης μόνον στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας επί των πράξεων των πανεπιστημιακών οργάνων. Υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των δύο αυτών συνταγματικών αρχών ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εξουσίας να οργανώνει το θεσμικό πλαίσιο για την δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ 32/1990, 32/2009 7μ.), και να ορίζει τα πρόσωπα που μετέχουν στην διοίκησή τους, προβλέποντας διαφορετικό τρόπο αναδείξεως ή συμμετοχής στα όργανα, από εκείνο που ίσχυε στο παρελθόν, ενόψει και των ισχυουσών εκάστοτε στα πανεπιστήμια συνθηκών, ώστε να μπορούν αυτά να ανταποκριθούν στις εξελισσόμενες επιστημονικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, με σκοπό την ικανοποίηση των σύγχρονων και πολυεπίπεδων στόχων του πανεπιστημίου. Η έκταση των δεσμεύσεων, τις οποίες οι ανωτέρω συνταγματικές αρχές θέτουν στον κοινό νομοθέτη, διαφοροποιείται ανάλογα με την φύση του ρυθμιζόμενου θέματος. Ως εκ τούτου, όταν το ρυθμιζόμενο θέμα είναι αμιγώς διοικητικό ή έχει προεχόντως διοικητικό, και όχι επιστημονικό, χαρακτήρα δεν αντιτίθεται στο Σύνταγμα η συμμετοχή όλων των παραγόντων της πανεπιστημιακής ζωής στην λήψη της σχετικής απόφασης.
16. Επειδή, ο ν. 1268/1982 «Για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (Α΄ 87) ορίζει στο άρθρο 3 παρ.5 ότι: « Μέλη των Α.Ε.Ι. είναι το Διδακτικό – Εκπαιδευτικό Προσωπικό (Δ.Ε.Π.), το Ειδικό Διοικητικό – Τεχνικό Προσωπικό (Ε.Δ.Τ.Π.), το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό (Ε.Ε.Π.), το Διοικητικό Προσωπικό και οι προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές. (…)». Περαιτέρω, ο ν. 2083/1992 «εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης» (Α΄159) στο άρθρο 2, όπως ισχύει μετά την εν μέρει αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2188/1994 (Α΄ 18) και το άρθρο 37 του ν. 3848/2010 (Α΄ 71/19.5.2010), ορίζει ότι: «Όργανα του Α.Ε.Ι. 1.Τα όργανα του Α.Ε.Ι. είναι η Σύγκλητος, το Πρυτανικό Συμβούλιο και ο Πρύτανης. 2…» και στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. στ, όπως τα τελευταία τρία εδάφια της υποπερ.VIII προστέθηκαν με την παρ.3 άρθρ.3 του ν. 3027/2002,( Α’ 152) ορίζει ότι: « στ) Ο πρύτανης έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: Ι) Διευθύνει το Α.Ε.Ι. εποπτεύει την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών, των σχολών και των τμημάτων του, εκπροσωπεί τούτο δικαστικώς και εξωδίκως, επιβλέπει την τήρηση των νόμων και του εσωτερικού κανονισμού, είναι διατάκτης των δαπανών του Α.Ε.Ι. και μεριμνά για τη συνεργασία των οργάνων του Α.Ε.Ι., των διδασκόντων και των φοιτητών. ΙΙ) Συγκαλεί τη Σύγκλητο και το πρυτανικό συμβούλιο, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, προεδρεύει των εργασιών τους και μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεών τους. Συγκαλεί επίσης τα εκλεκτορικά σώματα για την εκλογή κοσμήτορα, καθώς και προέδρου του τμήματος όπου αυτό προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις. Μπορεί να μετέχει αυτοπροσώπως ή με έναν από τους αντιπρυτάνεις στις συνεδριάσεις όλων των συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων. ΙΙΙ) Εκδίδει τις πράξεις διορισμού του προσωπικού του Α.Ε.Ι. κατά τις διατάξεις των νόμων, χορηγεί τις άδειες απουσίας του προσωπικού και δύναται να μεταβιβάζει το δικαίωμα υπογραφής εγγράφων στους προϊσταμένους των υπηρεσιών. IV) Μπορεί να ζητήσει από οποιοδήποτε όργανο πληροφορίες για κάθε υπόθεση του Α.Ε.Ι. και να εξετάσει τα σχετικά έγγραφα. V) Συγκαλεί και προεδρεύει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, οποιουδήποτε συλλογικού οργάνου, όταν αυτό παραλείπει παρανόμως να λάβει αποφάσεις. VI) Μπορεί, ύστερα από απόφαση της Συγκλήτου, να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων, όταν συλλογικά όργανα διοίκησης των Α.Ε.Ι., αδυνατούν να λειτουργήσουν και να λάβουν αποφάσεις. VII) Προσφεύγει στο πρυτανικό συμβούλιο όταν μονομελές όργανο του Α.Ε.Ι. παραλείπει παρανόμως να λάβει αποφάσεις, οπότε τούτο αποφασίζει για την άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων από τον πρύτανη ή τον οικείο κοσμήτορα. VIII) Ο πρύτανης κατά την άσκηση των καθηκόντων του επικουρείται από δύο αντιπρυτάνεις, τον αντιπρύτανη οικονομικού προγραμματισμού και ανάπτυξης και τον αντιπρύτανη ακαδημαϊκών υποθέσεων και προσωπικού, οι οποίοι ασκούν τις αρμοδιότητες, που αναθέτει σε καθέναν από αυτούς το πρυτανικό συμβούλιο. Στα πανεπιστήμια, τα οποία είτε έχουν αριθμό Τμημάτων μεγαλύτερο των είκοσι είτε έχουν Τμήματα που λειτουργούν σε τρεις ή περισσότερες γεωγραφικές έδρες, εκλέγεται και τρίτος αντιπρύτανης…..Οι αρμοδιότητες του τρίτου αντιπρύτανη καθορίζονται, σε κάθε περίπτωση, με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου του Ιδρύματος». Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ.3 του ν. 2530/1997 (Α΄218) ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις κατά την διάρκεια της θητείας τους στα εν λόγω πανεπιστημιακά αξιώματα δύνανται να απαλλάσσονται μερικώς ή ολικώς από τα διδακτικά τους καθήκοντα με απόφαση της Συγκλήτου του οικείου Α.Ε.Ι. Όσον αφορά τον τρόπο αναδείξεως του πρύτανη και των αντιπρυτάνεων, τα άρθρα 11 παρ. 3α και 8 παρ. 4 α του ν. 1268/1982, όπως ίσχυαν αρχικώς, προέβλεπαν ότι αυτοί εκλέγονταν από ειδικό σώμα εκλεκτόρων, το οποίο απαρτιζόταν: α) από το σύνολο των μελών Δ.Ε.Π., β) εκπροσώπους των φοιτητών ίσους προς τα μέλη Δ.Ε.Π, γ) εκπροσώπους των Ειδικών Μεταπτυχιακών Υποτρόφων (Ε.Μ.Υ.) ίσους προς το 15%, δ) εκπροσώπους του Ειδικού Διοικητικού Τεχνικού Προσωπικού (Ε.Δ.Τ.Π.) ίσους προς το 5% και ε) εκπροσώπους του διοικητικού προσωπικού ίσους προς το 5% και στ) του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) ίσους προς το 5% του συνόλου των μελών Δ.Ε.Π. του Α.Ε.Ι. Με τις αποφάσεις 2805-2811/1984 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι τελευταίες αυτές ρυθμίσεις κρίθηκαν ως αντικείμενες στις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος διότι προέβλεπαν την εκπροσώπηση του καθηγητικού προσωπικού και των τριών βαθμίδων (καθηγητών, αναπληρωτών και επικούρων) σε ενιαίο σώμα με τους λέκτορες, όριζαν την εκπροσώπηση των φοιτητών χωρίς να καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος που θα εξασφάλιζε την ενεργότερη συμμετοχή του μεγαλύτερου δυνατόν ποσοστού αυτών και, επιπλέον, προέβλεπαν την συμμετοχή στο εκλεκτορικό σώμα, ως ιδιαίτερης ομάδας, εκπροσώπων του διοικητικού προσωπικού, που ασκούσε μόνον διοικητικά καθήκοντα, άσχετα προς τα επιτελούμενο στα πανεπιστήμια έργο προαγωγής και μετάδοσης της επιστήμης και της έρευνας και που δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου να επηρεάζουν την αντιπροσωπευτική εκλογή των ως άνω πρυτανικών αρχών. Και τούτο διότι, κατά τις ίδιες πάντα αποφάσεις, κατά το οργανωτικό σχήμα του ν. 1268/1982 όπως ίσχυε αρχικώς, «ο πρύτανης εκπροσωπεί ατομικώς το νομικό πρόσωπο του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και υπό την ιδιότητά του αυτή ασκεί διοικητικά καθήκοντα, ως πρόεδρος όμως της Συγκλήτου και του Πρυτανικού Συμβουλίου μετέχει, πάντως, στην άσκηση αρμοδιοτήτων αποφασιστικών για την επιστημονική και τεχνολογική τους λειτουργία, ήτοι αρμοδιοτήτων που εξέρχονται από τα αμιγή διοικητικά καθήκοντα του». Κατόπιν των ανωτέρω, με τις ως άνω αποφάσεις κρίθηκε τελικά ότι στο ειδικό εκλεκτορικό σώμα, εκτός των καθηγητών και του λοιπού Δ.Ε.Π., των εκπροσώπων των Ε.Μ.Υ. και του Ε.Ε.Π., μπορούν να μετέχουν εκπρόσωποι του Ε.Δ.Τ.Π., οι οποίοι ως εκ των αρμοδιοτήτων τους συνδέονται με το συντελούμενο στα πανεπιστήμια εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο. Παρόμοιες ρυθμίσεις, προς τις ανωτέρω του ν. 1268/1982, για την ανάδειξη του πρύτανη και των αντιπρυτάνεων, επαναφέρθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 3παρ.3 εδ.α του ν. 2083/1992. Και οι διατάξεις, όμως, αυτές, κατά το μέρος που προέβλεπαν την συμμετοχή στο ειδικό εκλεκτορικό σώμα, ως ιδιαίτερης ομάδας εκλεκτόρων, εκπροσώπων του μονίμου και επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διοικητικού προσωπικού των Α.Ε.Ι., κρίθηκαν, μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 παρ.3 περ.β του ν.2188/1994 (Α΄18),ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Γ΄Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2020/1999, 3010/2000), οι οποίες επανέλαβαν την ανωτέρω αιτιολογία των αποφάσεων της Ολομελείας. Ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ.1 (εδ. α,β) , 2 (εδ. α,β) και 3(εδ.α ,β) του ν. 2817/2000 (Α΄78), ο νομοθέτης, κινούμενος, όπως συνάγεται από την εισηγητική έκθεση του νόμου, από την ανάγκη επανεξέτασης των χαρακτηριστικών, των ρόλων και των αρμοδιοτήτων των εκτός Δ.Ε.Π. κατηγοριών προσωπικού των Α.Ε.Ι, η οποία είχε προκύψει από την εμπειρία 17 χρόνων εφαρμογής του ν. 1268/1982, καθώς και από τις σύγχρονες εξελίξεις σε ότι αφορά την οργάνωση του έργου των πανεπιστημίων και την πλέον αποτελεσματική και αποδοτική επιτέλεσή του, προέβλεψε νέες κατηγορίες προσωπικού, το Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό (Ε.Τ.Ε.Π.) τα μέλη του οποίου «παρέχουν έργο υποδομής στην εν γένει λειτουργία των Α.Ε.Ι. προσφέροντας εξειδικευμένες τεχνικές εργαστηριακές υπηρεσίες για την αρτιότερη εκτέλεση του εκπαιδευτικού, ερευνητικού και εφαρμοσμένου έργου τους», το Ειδικό και Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό (Ε.Ε.Δ.Ι.Π.), τα μέλη του οποίου «επιτελούν ειδικό ή και εργαστηριακό/εφαρμοσμένο διδακτικό έργο», ενώ, «η παροχή εξειδικευμένου έργου διοικητικής υποστήριξης» μεταφέρθηκε στο διοικητικό προσωπικό των Ιδρυμάτων, δηλαδή τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις διοικητικές, οικονομικές και τεχνικές υπηρεσίες του και όρισε ότι σ΄αυτούς ανήκει «η διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη των τομέων, των εργαστηρίων, των κλινικών και των λοιπών λειτουργικών μονάδων του τμήματος». Το εν λόγω προσωπικό τοποθετείται στις γραμματείες των οικείων Τμημάτων, προΐσταται δε αυτού διοικητικά ο Γραμματέας του οικείου Τμήματος. Το προσωπικό αυτό είναι «υπεύθυνο έναντι του αντίστοιχου Διευθυντή Τομέα, ή Εργαστηρίου ή Κλινικής κλ.π. για την ομαλή, αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία του χώρου ευθύνης του». Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ.4 του ίδιου άρθρου 13 του ν. 2817/2000 τα υπηρετούντα, κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού, μέλη Ε.Ε.Π. εντάχθηκαν αυτοδίκαια σε αντίστοιχες θέσεις Ε.Ε.Δ.Ι.Π., τα μέλη Ε.Δ.Τ.Π. εντάχθηκαν αυτοδίκαια σε αντίστοιχες θέσεις Ε.Τ.Ε.Π., (των κατηγοριών Π.Ε., Τ.Ε. ή Δ.Ε.) και είχαν, περαιτέρω, την δυνατότητα να ζητήσουν τη μετάταξή τους σε οργανικές θέσεις διοικητικού προσωπικού, ενώ όσα μέλη Ε.Δ.Τ.Π. είχαν ειδικά προσόντα και επιτελούσαν εργαστηριακό διδακτικό έργο είχαν την δυνατότητα να ενταχθούν σε αντίστοιχες θέσεις Ε.Ε.Δ.Ι.Π. Μετά ταύτα, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 εδ.α του ν. 2083/1992 για την εκλογή πρυτανικών αρχών, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ.3 εδ.α του ν. 2188/1994, αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 9 παρ.Β εδ.1 του ν. 2916/2001 (Α΄114). Ειδικότερα, με την τελευταία αυτή διάταξη ορίσθηκε ότι ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις εκλέγονται από ειδικό σώμα εκλεκτόρων που απαρτίζεται α) από το σύνολο των μελών Δ.Ε.Π. του πανεπιστημίου, β) από εκπροσώπους των φοιτητών ίσους προς το 80% των μελών Δ.Ε.Π., γ) από εκπροσώπους των Ε.Μ.Υ. και μεταπτυχιακών φοιτητών ίσους προς το 5% των μελών Δ.Ε.Π., και δ) από εκπροσώπους των βοηθών, Επιστημονικών Συνεργατών και Επιμελητών, του Ε.Ε.Δ.Ι.Π., του Ε.Τ.Ε.Π. και του διοικητικού προσωπικού, ως ενιαίας, πλέον, ομάδας προσωπικού, ίσους προς το 20% των μελών Δ.Ε.Π., οι οποίοι υποδεικνύονται από κοινού από τα αντίστοιχα συνδικαλιστικά όργανα ή από αντίστοιχες γενικές συνελεύσεις. Ακολούθως, δημοσιεύθηκε ο ν. 3549/2007 «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», o οποίος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση και τις συζητήσεις στην Βουλή, προέκρινε ένα οργανωτικό σχήμα για τα Α.Ε.Ι. περισσότερο εξωστρεφές, το οποίο λειτουργεί με αυτοτέλεια, διαφάνεια, με αποτελεσματικούς εσωτερικούς ελέγχους και κοινωνική λογοδοσία, ώστε αυτά να ανταποκριθούν στη σύγχρονη κοινωνική τους αποστολή, εναρμονιζόμενα με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές, ιδίως στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτό η αποστολή των Α.Ε.Ι. εμπλουτίζεται και εξειδικεύεται με επιπρόσθετες (έναντι του προηγούμενου καθεστώτος) αναφορές στην ερευνητική (διαπανεπιστημιακή) συνεργασία και την προαγωγή της ισότητας (άρθρο 1). Η διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια ενισχύεται με την υποχρέωση των ΑΕΙ να καταρτίσουν Εσωτερικό Κανονισμό (άρθρο 4) και να συντάσσουν τετραετή ακαδημαϊκό – αναπτυξιακό προγραμματισμό (άρθρο 5). Ενισχύονται οι διοικητικές αρμοδιότητες των πρυτάνεων, στους οποίους μεταφέρεται η αρμοδιότητα για την άσκηση του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας επί των πράξεων των εκλεκτορικών σωμάτων περί εκλογής, μονιμοποιήσεως κ.λ.π. των μελών του Δ.Ε.Π., ενώ ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ασκεί, πλέον, κατασταλτικό έλεγχο νομιμότητας, μετά την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας με την έκδοση και δημοσίευση στην ΕτΚ των πρυτανικών πράξεων διορισμού, μονιμοποιήσεως κ.λ.π. των μελών Δ.Ε.Π.των Α.Ε.Ι. (άρθρο 25). Για την έγκυρη και έγκαιρη τεχνοκρατική υποστήριξη των πανεπιστημιακών αρχών κατά τη διοικητική και οικονομική διαχείριση, προβλέπεται ειδική θέση Γραμματέα του Ιδρύματος με αυξημένες, (έναντι του προηγούμενου καθεστώτος) διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες (άρθρο 6). Προβλέπεται η δημοσιοποίηση των εγγράφων της ακαδημαϊκής και διοικητικής λειτουργίας των ΑΕΙ σε δικτυακούς τόπους και ιστοσελίδες (άρθρο 18) και ρυθμίζεται η κοινωνική λογοδοσία ενώπιον της Βουλής, με συζήτηση των πεπραγμένων τους όπως αποτυπώνονται στους ετήσιους απολογισμούς τους (άρθρο 19) .
17. Επειδή, στα πλαίσια του ανωτέρω νέου οργανωτικού σχήματος των Α.Ε.Ι. εντάσσεται και το σύστημα της άμεσης και καθολικής συμμετοχής της ακαδημαϊκής κοινότητας στην εκλογή των οργάνων διοίκησης των Α.Ε.Ι., το οποίο, δια της ενισχύσεως του δημοκρατικού χαρακτήρα της διοικητικής λειτουργίας των Α.Ε.Ι., αποβλέπει «στον περιορισμό του κομματισμού και της συναλλαγής στα πανεπιστήμια», (βλ. πρακτικά Βουλής, Ολομέλεια, συν. Β΄6.3.2008 σελ.6228). Ειδικότερα, κατά την εφαρμοζόμενη, στην προκειμένη περίπτωση, διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του εν λόγω ν. 3549/2007, η εκλογή πρύτανη και αντιπρυτάνεων γίνεται απευθείας από όλα τα, κατά την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ.5 του ν. 1268/1982, μέλη του πανεπιστημίου, στα οποία ανήκει και το διοικητικό προσωπικό των Α.Ε.Ι. Το διοικητικό προσωπικό συμμετέχει, όχι ως ιδιαίτερη ομάδα εκλεκτόρων, αλλά περιλαμβάνεται στην ενιαία τρίτη ομάδα εκλεκτόρων, μαζί με άλλες κατηγορίες προσωπικού του πανεπιστημίου, ήτοι τους βοηθούς, επιστημονικούς συνεργάτες και επιμελητές, τα μέλη του ΕΕΔΙΠ, και τα μέλη του ΕΤΕΠ, δηλαδή κατηγορίες υπαλληλικού προσωπικού, οι οποίες, ως εκ των προσόντων και, κυρίως, των προαναφερθεισών αρμοδιοτήτων τους, ασκούν έργο υποβοηθητικό της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. Για την εν λόγω ενιαία ομάδα εκλεκτόρων ο νομοθέτης προέβλεψε ένα μικρό, σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες (μέλη ΔΕΠ και φοιτητές), ποσοστό βαρύτητας της ψήφου τους, εκτιμώντας την συμβολή και των μελών της ομάδας αυτής στην εκπλήρωση του έργου και της αποστολής των Α.Ε.Ι. Εξάλλου, η, κατά την ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη, συγκρότηση του εκλεκτορικού-εκλογικού σώματος για την ανάδειξη πρυτανικών αρχών δεν είναι της ίδιας τάξεως ζήτημα με αυτό της συγκροτήσεως των συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων, όπως η Σύγκλητος και το Πρυτανικό Συμβούλιο, τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις καθοριστικές για την επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική λειτουργία του πανεπιστημίου. Ούτε είναι της ίδιας φύσεως με το ζήτημα της συγκροτήσεως των εκλεκτορικών σωμάτων για την εκλογή των μελών του Δ.Ε.Π., το οποίο άπτεται ευθέως της έρευνας και της διδασκαλίας. Και τούτο διότι η εν λόγω διαδικασία αναδείξεως πρύτανη και αντιπρυτάνεων γίνεται, κατά την ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη, όχι μέσω μιας αξιολογικής διαδικασίας, όπως τέτοια είναι η διαδικασία για την εκλογή μελών Δ.Ε.Π., αλλά μέσω μιας αμιγούς εκλογικής διαδικασίας, η οποία αποβλέπει στην ευρύτερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση των εκλεγέντων. Περαιτέρω, η απόφαση την οποία λαμβάνει το ανωτέρω εκλεκτορικό-εκλογικό σώμα, δηλαδή η ανάδειξη πρυτανικών αρχών, έχει, προεχόντως διοικητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις ως τα κορυφαία μονοπρόσωπα όργανα διοικήσεως των πανεπιστημίων, όπως συνάγεται από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. στ, του ν. 2083/1992, όπως τα τελευταία τρία εδάφια της υποπερ.VIII προστέθηκαν με την παρ.3 άρθρ.3 του ν. 3027/2002, καθώς και του άρθρου 25 του ν. 3549/2007, ασκούν, πρωτίστως, διοικητικής φύσεως αρμοδιότητες. Και μετέχουν μεν αυτοί στα συλλογικά πανεπιστημιακά όργανα, τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις και επί επιστημονικών θεμάτων (άρθρα 2 παρ. 2 εδ.α και 3 εδ.α του ν. 2083/1992) και μάλιστα στη Σύγκλητο, η οποία, μεταξύ άλλων, είναι αρμόδια για τον καθορισμό της γενικής εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής του πανεπιστημίου, την κατάρτιση και τροποποίηση του κανονισμού, την κατάρτιση και αναμόρφωση του ετήσιου τακτικού προϋπολογισμού του Α.Ε.Ι. (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β του ν. 2083/1992), την σύνταξη του τετραετούς ακαδημαϊκού – αναπτυξιακού προγράμματος του Α.Ε.Ι. (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3549/2007) και η οποία, μετά την ισχύ του ν. 2188/1994 (άρθρο 1 παρ.1 εδ. α), έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας, η συμμετοχή όμως στα συλλογικά όργανα των ανωτέρω προσώπων, τα οποία, λόγω της ιδιότητάς τους ως πανεπιστημιακών δασκάλων, μετέχουν στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής αποστολής του Α.Ε.Ι., δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως κινδύνους για την ακαδημαϊκή ελευθερία, λόγω της ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποιήσεώς τους, δηλαδή της εκλογής τους στις ανωτέρω θέσεις, πρύτανη και αντιπρυτάνεων, και από τα μέλη του διοικητικού προσωπικού σε ενιαία ομάδα μαζί με άλλους εκλέκτορες, η βαρύτητα της ψήφου της οποίας στη διαμόρφωση του τελικού εκλογικού αποτελέσματος, σύμφωνα με το ανωτέρω σύστημα εκλογής, είναι πολύ μικρή. Ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, η νέα ρύθμιση της άμεσης εκλογής πρυτανικών αρχών του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 3549/2007, με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 3 παρ.1 εδ.α του ν. 2083/1992, αφορά, προεχόντως, διοικητικής φύσεως θέμα. Επομένως, η ανωτέρω διάταξη, κατά το μέρος που προβλέπει την ένταξη του διοικητικού προσωπικού σε ενιαία ομάδα εκλεκτόρων μαζί με άλλες κατηγορίες προσωπικού του Α.Ε.Ι. (περ. ιιι), δεν αντίκειται στην προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος και ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Π. Πικραμμένος, ο Αντιπρόεδρος Αθ. Ράντος και οι Σύμβουλοι Α. Γκότσης, Γ. Παπαγεωργίου, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αντωνόπουλος, Β. Καλατζή, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, οι οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη, προς την οποία συντάχθηκε και ο Πάρεδρος ο Δ. Τομαράς: Ο Πρύτανης και οι Αντιπρυτάνεις ναι μεν αποτελούν μονοπρόσωπα όργανα διοικήσεως του πανεπιστημίου, μετέχουν, όμως, με ιδιαίτερο, μάλιστα, ρόλο, δηλαδή ως προεδρεύοντες, στη συγκρότηση των συλλογικών οργάνων του πανεπιστημίου και δη της Συγκλήτου, δηλαδή του, από τη φύση του, ανώτατου επιστημονικού και διοικητικού οργάνου του πανεπιστημίου, το οποίο είναι επιφορτισμένο με αποφασιστικές για την επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική λειτουργία του πανεπιστημίου αρμοδιότητες. Επομένως, η εκλογή των πρυτανικών αρχών μπορεί να έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στη λήψη αποφάσεων καίριων για την επιστημονική λειτουργία του πανεπιστημίου και την άσκηση αρμοδιοτήτων, οι οποίες δεν έχουν τον χαρακτήρα διοικητικής φύσεως καθηκόντων. Ως εκ τούτου, δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η υπό του κοινού νομοθέτη πρόβλεψη της συμμετοχής στην εκλογή των πρυτανικών αρχών των μελών του διοικητικού προσωπικού, το οποίο ασκεί αμιγώς διοικητικά καθήκοντα, επιβοηθητικά της κύριας λειτουργίας των Α.Ε.Ι. και δεν μετέχει στο επιτελούμενο από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας έργο της προαγωγής και της μετάδοσης της επιστήμης. Εξ άλλου, προκειμένου περί της εκλογής των μελών ανωτάτου επιστημονικού οργάνου του πανεπιστημίου, το οποίο, κατά το Σύνταγμα, απολαύει πλήρους αυτοδιοικήσεως μόνον στο μέτρο που αυτή εξυπηρετεί τον συνταγματικό σκοπό της ελευθερίας της έρευνας και της διδασκαλίας σ΄αυτό, δεν αποτελεί συνταγματικώς θεμιτό κριτήριο η τυχόν «ευρύτερη νομιμοποίηση» των εκλεγομένων, όταν αυτή επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή προσώπων εκτός του κύκλου των εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων. Πολλώ δε μάλλον, η συμμετοχή των προσώπων αυτών στην διαδικασία εκλογής ανώτατου πανεπιστημιακού οργάνου κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί από τη φύση της να θεωρηθεί ότι συμβάλλει «στον περιορισμό του κομματισμού και της συναλλαγής στα πανεπιστήμια».
18. Επειδή, στο άρθρο 29 του ν. 1268/1982 ορίζεται ότι: « η ιδιότητα του φοιτητή αποκτάται με την εγγραφή του σε Α.Ε.Ι. και αποβάλλεται με τη λήψη του πτυχίου». Εξάλλου, στο άρθρο 14 του ν. 3549/2007 ορίζεται ότι: «Ανώτατη διάρκεια φοίτησης – Τριμελείς εξεταστικές επιτροπές 1. α) Από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η ανώτατη διάρκεια φοίτησης στις προπτυχιακές σπουδές δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ελάχιστο αριθμό εξαμήνων που απαιτούνται για τη λήψη του πτυχίου, σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του τμήματος, προσαυξανόμενο κατά 100%. … β) … γ) Μετά την πάροδο της ανώτατης διάρκειας φοίτησης, ο φοιτητής ή σπουδαστής θεωρείται ότι έχει απωλέσει αυτοδικαίως τη φοιτητική ή σπουδαστική ιδιότητα. Για την απώλεια της φοιτητικής ή σπουδαστικής ιδιότητας εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη από τη Γραμματεία του οικείου Τμήματος, με την οποία βεβαιώνονται και τα μαθήματα, στα οποία ο φοιτητής ή σπουδαστής έχει εξεταστεί επιτυχώς. δ) φοιτητές ή σπουδαστές που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι εγγεγραμμένοι σε Α.Ε.Ι. της χώρας και δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη τον ελάχιστο αριθμό εξαμήνων που απαιτούνται για τη λήψη του πτυχίου, σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος, μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους μέχρι τη συμπλήρωση του ελάχιστου αυτού αριθμού εξαμήνων και πέραν αυτού επί πέντε (5) επιπλέον ακαδημαϊκά έτη. Φοιτητές ή σπουδαστές που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, έχουν ήδη συμπληρώσει τον ελάχιστο αριθμό εξαμήνων που απαιτούνται για τη λήψη του πτυχίου, σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος, μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους επί πέντε ακόμη ακαδημαϊκά έτη, αρχόμενα από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. ε) Φοιτητές ή σπουδαστές που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, έχουν ήδη υπερβεί το παραπάνω ανώτατο όριο φοίτησης, καλούνται εγγράφως από το οικείο Α.Ε.Ι. να δηλώσουν εγγράφως εάν επιθυμούν τη συνέχιση των σπουδών τους. Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους επί πέντε (5) ακόμη ακαδημαϊκά έτη, αρχόμενα από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Διαφορετικά διαγράφονται από τα μητρώα του οικείου Α.Ε.Ι. και στερούνται της φοιτητικής ή σπουδαστικής ιδιότητας. Για την απώλεια της φοιτητικής ή σπουδαστικής ιδιότητας εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη από τη Γραμματεία του οικείου Τμήματος, με την οποία βεβαιώνονται και τα μαθήματα, στα οποία ο φοιτητής ή σπουδαστής έχει εξεταστεί επιτυχώς. 2. … 3. … 4. … 5. Οι αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού ρυθμίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό λειτουργίας του ιδρύματος.». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α’ και γ’ του ν. 3549/2007, ο νομοθέτης για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των «αιωνίων» ή «χρονίων» φοιτητών, το οποίο οφείλετο στο γεγονός ότι αυτός που εγγραφόταν ως φοιτητής σε Α.Ε.Ι. διατηρούσε την ιδιότητα αυτή μέχρι την λήψη του πτυχίου του, ανεξάρτητα από τον χρόνο που μεσολαβούσε από την εγγραφή μέχρι την λήψη του (βλ. ΣτΕ 164/1993 κ.ά.) καθορίζει ως ανώτατο όριο φοιτήσεως, από το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, το διπλάσιο αριθμό εξαμήνων από εκείνον που προβλέπεται από το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του οικείου τμήματος, και προβλέπει τις συνέπειες της υπερβάσεώς του, δηλαδή την αποβολή της φοιτητικής ιδιότητας. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των εδαφίων δ’ και ε’ της παρ.1 του ανωτέρω άρθρου 14 του ν. 3549/2007 θεσπίζονται μεταβατικές ρυθμίσεις για τους φοιτητές που είχαν εγγραφεί σε Α.Ε.Ι. πριν το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008. Ειδικότερα, με το εδάφιο ε’ καθιερώνεται ειδική διαδικασία για εκείνους, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3549/2007είχαν, ήδη, υπερβεί το ανωτέρω ανώτατο όριο φοιτήσεως. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει προηγούμενη έγγραφη πρόσκληση των ενδιαφερομένων προκειμένου να δηλώσουν εάν επιθυμούν ή όχι να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Σε περίπτωση καταφατικής δηλώσεως επιτρέπεται να συνεχίσουν τις σπουδές τους επί πέντε, επιπλέον, έτη. Σε περίπτωση αρνητικής δηλώσεως οι φοιτητές διαγράφονται από τα μητρώα του οικείου Τμήματος ή Σχολής Α.Ε.Ι. και στερούνται της φοιτητικής ιδιότητας. Προς τον σκοπό αυτό εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη.
19. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται λόγος περί πλημμελείας των εκλογικών καταλόγων, με βάση τους οποίους διεξήχθη η εκλογή, διότι δεν είχε γίνει, προηγουμένως, εκκαθάριση, ώστε να μη συμπεριληφθούν σε αυτούς οι «χρόνιοι φοιτητές», οι οποίοι σύμφωνα με τις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις έχουν απωλέσει την φοιτητική ιδιότητα, με συνέπεια την ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξεως. Προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι δεν είχε γίνει καμία εκκαθάριση οι αιτούντες επικαλούνται το από 9.7.2010 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γραμματείας του Πρυτανικού Συμβουλίου, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι οι φοιτητές των εδαφίων α, β, γ και δ του άρθρου 14 του ν. 3549/2007 δεν έχουν μέχρι σήμερα προσεγγίσει το προβλεπόμενο όριο διαγραφής, η δε διάταξη του εδαφίου ε του ίδιου ως άνω άρθρου είναι πρακτικά ανεφάρμοστη. Εφόσον, όμως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 περ.ιι του ν. 3549/2007, η οποία διέπει την επίμαχη εκλογική διαδικασία αναδείξεως πρύτανη και αντιπρυτάνεων, δικαίωμα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εκλογές, έχουν όλοι όσοι διατηρούν την ιδιότητα του φοιτητή του οικείου Α.Ε.Ι., ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αόριστος, δεδομένου ότι οι αιτούντες δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, αν και είχαν απωλέσει την ιδιότητα του προπτυχιακού φοιτητή, ύστερα από την τήρηση της ανωτέρω περιγραφόμενης στο εδάφιο ε διαδικασίας, είχαν, παρά ταύτα, εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους και είχαν ψηφίσει. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν πρόκειται αληθώς περί «εκκαθαρίσεως εκλογικών καταλόγων», όπως ανακριβώς αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως. Εάν πάλι ήθελε θεωρηθεί ότι προβάλλεται ότι η επίμαχη εκλογική διαδικασία αναδείξεως πρυτανικών αρχών δεν είναι νόμιμη διότι δεν είχε προηγουμένως τηρηθεί η ανωτέρω περιγραφόμενη διαδικασία διαγραφής φοιτητών από τα μητρώα, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι προϋπόθεση για την σύνταξη των εκλογικών καταλόγων δεν αποτελεί η τήρηση της κατά το άρθρο 14 παρ.1 εδ. ε’ του ν. 3549/2007 διαδικασίας, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν αφορά θέμα διαδικασίας εκλογής, αλλά έχει ως αντικείμενο την διάρκεια των σπουδών.
20. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες προβάλλουν ότι η οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων δεν έγινε εντός της προβλεπομένης από την διάταξη του άρθρου 63 παρ. 5 του π. δ/τος 160/2008 προθεσμίας ενός (1) μηνός πριν από την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, η οποία ως προθεσμία προ γεγονότος είναι δεσμευτική. Επικουρικώς, προβάλλουν ότι ακόμη και αν η προθεσμία αυτή θεωρηθεί ενδεικτική, η οριστικοποίηση τους δεν έγινε εντός ευλόγου χρόνου, αλλά μόλις τρεις μέρες πριν την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, ώστε οι εμπλεκόμενοι και, ιδίως οι υποψήφιοι, να έχουν μόνον δύο ημέρες για να ελέγξουν και να αμφισβητήσουν την νομιμότητα εγγραφής εκλεκτόρων στους εκλογικούς καταλόγους, με αποτέλεσμα την ακυρότητα των εκλογών.
21. Επειδή, στο άρθρο 63 παρ.5 του π.δ. 160/2008 «Πρότυπος Γενικός Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας των Α.Ε.Ι.» (Α΄220) ορίζεται ότι: «Η εκλογή γίνεται με βάση τους εκλογικούς καταλόγους, τους οποίους συντάσσει η Γραμματεία του ιδρύματος και της οικείας Σχολής ή Τμήματος για κάθε προβλεπόμενη κατά νόμο κατηγορία εκλεκτόρων και εγκρίνει το Πρυτανικό Συμβούλιο ή τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα των Τ.Ε.Ι. Οι κατάλογοι αυτοί οριστικοποιούνται ένα (1) μήνα πριν την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών.» και στο άρθρο 18 παρ.1 του ν. 3549/2007 ορίζεται ότι: «1. Τα Α.Ε.Ι. της χώρας οφείλουν να ανταποκρίνονται στην υποχρέωση δημοσιότητας και διαφάνειας παρέχοντας, στον διαδικτυακό τους τόπο ή και με κάθε άλλον πρόσφορο τρόπο, κάθε δυνατή πληροφόρηση σχετικά με τα διοικητικά τους όργανα και τις αποφάσεις τους,…». Εξάλλου, στο άρθρο 9 παρ.3 του ν. 3443/2006 (Α’ 41) ορίζεται ότι: «3. Οι εκλογές για την ανάδειξη πρυτάνεων, αντιπρυτάνεων και κοσμητόρων σχολών των πανεπιστημίων….διενεργούνται αποκλειστικά κατά την περίοδο από 15 έως 31 Μαΐου του ακαδημαϊκού έτους που λήγει η θητεία τους», στο άρθρο 6 παρ.5 του ν. 1351/1983 (Α’ 56) ορίζεται ότι: «5. Η θητεία όλων των πανεπιστημιακών οργάνων αρχίζει με την έναρξη του επομένου ακαδημαϊκού έτους μετά την εκλογή τους…» και, τέλος, κατά το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1268/1982 «το ακαδημαϊκό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου και λήγει την 31η Αυγούστου του επομένου».
22. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι για την συμμετοχή των εκλεκτόρων στην ψηφοφορία κατά τρόπο διαφανή και φερέγγυο ώστε να διασφαλίζεται η ανόθευτη εκδήλωση της βούλησης τους, με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 63 παρ.5 του π.δ. 160/ 2008, προβλέπεται ότι η εκλογή διεξάγεται με βάση οριστικούς εκλογικούς καταλόγους. Ειδικότερα, οι εκλογικοί κατάλογοι συντάσσονται από την Γραμματεία του οικείου Α.Ε.Ι., για κάθε κατηγορία εκλεκτόρων, και εγκρίνονται από το πρυτανικό συμβούλιο. Ακολουθεί η οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων, ύστερα από την εξέταση τυχόν υποβληθεισών ενστάσεων εκ μέρους εκλεκτόρων ή ανακηρυχθέντων υποψηφίων. Εφόσον δεν προβλέπεται ρητώς κάποιος τρόπος δημοσιότητας, οι οριστικοί εκλογικοί κατάλογοι μπορεί να δημοσιοποιηθούν με την ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου, όπως συνάγεται από την συνδυαστική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 18 παρ.1 του ν. 3549/2007. Μετά την δημοσιοποίησή τους οι οριστικοί εκλογικοί κατάλογοι δεν υπόκεινται, πλέον, σε οιαδήποτε μεταβολή, όπως π.χ. προσθήκη ή διαγραφή ονομάτων εκλεκτόρων ή διόρθωση των επιμέρους στοιχείων τους, ούτε αυτεπαγγέλτως, ούτε κατόπιν υποβολής ενστάσεων. Τυχόν δε ασυμφωνία των οριστικών εκλογικών καταλόγων με τους καταλόγους των ψηφισάντων κατά την εκλογή μπορεί, μετά την έκδοση του εκλογικού αποτελέσματος, να ελεγχθεί είτε με ένσταση είτε δικαστικώς, εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός είναι λυσιτελής, εφόσον δηλαδή ενόψει των συγκεκριμένων αριθμητικών δεδομένων ενδεχόμενη αποδοχή του μπορεί να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, στην ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 63 παρ.5 του π. δ. 160/2008 ορίζεται ότι οι εκλογικοί κατάλογοι οριστικοποιούνται ένα μήνα πριν την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών. Όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 63-67 του ανωτέρω π.δ/τος, οι οποίες αναφέρονται στην εκλογική διαδικασία αναδείξεως των οργάνων διοίκησης των Α.Ε.Ι., προκύπτει ότι με αυτές δεν καθορίζονται άλλες, πριν την ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας, προθεσμίες, όπως προθεσμίες για την προκήρυξη των εκλογών, την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας ή την ανακήρυξη των υποψηφίων. Εφόσον, επομένως, στις ως άνω διατάξεις δεν καταστρώνεται αυστηρή τυπική διαδικασία για την διενέργεια των εκλογών, η εν λόγω προθεσμία για την οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων, καθώς, εξάλλου, και η προθεσμία για την διενέργεια των πρυτανικών εκλογών από 15 μέχρι 31 Μαΐου του ακαδημαϊκού έτους που λήγει η θητεία των απερχόμενων πρυτανικών αρχών, η οποία χαρακτηρίζεται ρητώς από την ανωτέρω εκτεθείσα διάταξη του άρθρου 9 παρ.3 του ν. 3443/2006 ως αποκλειστική, έχουν την έννοια της έντονης υπόδειξης προς τα αρμόδια πανεπιστημιακά όργανα για την ομαλή και έγκαιρη πλήρωση των δημοσίων θέσεων πρύτανη και αντιπρυτάνεων χάριν της απρόσκοπτης λειτουργίας του Α.Ε.Ι. και όχι της θέσπισης γνήσιας ανατρεπτικής προθεσμίας, η παραβίαση της οποίας θα συνεπαγόταν ακυρότητα της εκλογής. Κατά την γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου, και των Συμβούλων Κ. Ευστρατίου, Β. Καλαντζή και Β. Αραβαντινού , το χρονικό διάστημα ενός μηνός, το οποίο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 63 παρ.5 του π.δ. 160/ 2008, πρέπει να παρέλθει από την οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων μέχρι την ημερομηνία της διεξαγωγής της ψηφοφορίας αποσκοπεί στην έγκαιρη περάτωση της εκλογικής προδικασίας και την ομαλή διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Δεν νοείται, άλλωστε, συνταγματικώς η διεξαγωγή εκλογικών διαδικασιών για την ανάδειξη πανεπιστημιακών οργάνων χωρίς να έχει εγκαίρως οριστικοποιηθεί το εκλογικό σώμα, δηλαδή το σημαντικότερο στοιχείο της εκλογικής διαδικασίας. Επομένως, το ανωτέρω χρονικό διάστημα, από την φύση και τον σκοπό του, έχει χαρακτήρα αποκλειστικής προθεσμίας, η παράβαση της οποίας επάγεται ακυρότητα της εκλογής. Μειοψήφησε, επίσης, ο Συμβούλος Κ.Πισπιρίγκος, κατά την ειδικότερη γνώμη του οποίου η ως άνω προθεσμία του ενός μηνός είναι αποκλειστική ως προπαρασκευαστική μη αφορώσα αποκλειστικώς την Διοίκηση, διότι δεν έχει θεσπισθεί απλώς και μόνον χάριν προπαρασκευής της διαδικασίας της ψηφοφορίας από τα αρμόδια διοικητικά όργανα (μη απαιτουμένου, άλλωστε, ιδιαίτερα μεγάλου χρονικού διαστήματος προς τούτο) αλλά προεχόντως χάριν προπαρασκευής εκάστου μέλους του εκλογικού σώματος προς άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατόπιν ωρίμου (εντός ικανού χρόνου) αξιολογήσεως των υποψηφιοτήτων. Συνεπώς, η προθεσμία αυτή πρέπει να τηρείται, ακόμη και αν η τήρησή της συνεπάγεται μετάθεση της ψηφοφορίας σε οποιονδήποτε χρόνο.
23. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει της επικείμενης διεξαγωγής των εκλογών για την ανάδειξη νέων πρυτανικών αρχών το Μάιο του 2010, το πρυτανικό συμβούλιο με την από 25.1.2010 απόφασή του ζήτησε από όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες του Πανεπιστημίου (Γραμματεία Διοικητικού του Πανεπιστημίου και Γραμματείες των Τμημάτων) να συντάξουν τους εκλογικούς καταλόγους για κάθε προβλεπόμενη από το νόμο κατηγορία εκλεκτόρων (μέλη ΔΕΠ, προπτυχιακοί – μεταπτυχιακοί φοιτητές, βοηθοί, επιστημονικοί συνεργάτες και επιμελητές, μέλη Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΕΔΙΠ), μέλη Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (ΕΤΕΠ) και διοικητικό προσωπικό), και να αποστείλουν στη Γραμματεία του Πρυτανικού Συμβουλίου, το αργότερο μέχρι την 26-4-2010, εις τριπλούν και σε ψηφιακή μορφή, επίσημες καταστάσεις των μελών του εκλεκτορικού σώματος με αλφαβητική σειρά. Ακολούθως με την από 26 -4-2010 απόφασή του το Πρυτανικό Συμβούλιο ενέκρινε τους εκλογικούς καταλόγους για κάθε προβλεπόμενη από τον νόμο κατηγορία εκλεκτόρων. Στη συνέχεια, όμως, με το υπ’ αρ. πρωτ. 0910023266/12.5.2010 έγγραφό του, απευθυνόμενο στη Γραμματεία της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Πρύτανης επέστησε και εγγράφως την προσοχή ως προς την ορθή εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με τον αριθμό των υποψηφίων διδακτόρων, επισημαίνοντας ότι «υποψήφιοι διδάκτορες θεωρούνται μόνον όσοι έχουν επιλεγεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης με την οποία έχει ορισθεί ο επιβλέπων και η τριμελής συμβουλευτική επιτροπή παρακολούθησης του υποψηφίου». Κατόπιν αυτού, ο πρώτος των αιτούντων καθηγητής Χρ. Στεφανάδης, υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Ιατρικής Σχολής, με το υπ’ αρ. πρωτ. 8041/12.5.2010 έγγραφό του, γνωστοποίησε στον Πρύτανη ότι η αναλογία διδακτόρων ανά μέλος ΔΕΠ στην Ιατρική Σχολή είναι ίδια με άλλα Τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών, γεγονός που αμφισβήτησε στη συνέχεια ως προς το Τμήμα Βιολογίας ο υποψήφιος πρύτανης καθηγητής Εμμ. Φραγκάκης με το υπ’ αρ. πρωτ. 2333/17.5.2010 έγγραφό του. Στις 23.5.2010 το υποψήφιο πρυτανικό σχήμα του καθηγητή Θ. Φορτσάκη υπέβαλε ένσταση σχετικά με την εγκυρότητα των εκλογικών καταλόγων, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι κατάλογοι των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών δεν είναι εκκαθαρισμένοι ιδίως ως προς τους υποψήφιους διδάκτορες, ως προς τους οποίους δεν προκύπτει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παράγραφοι 1β και 2 του ν. 3685/2008, ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός διπλοεγγραφών, ότι δεν αναφέρεται ούτε αριθμός αστυνομικής ταυτότητας ούτε αριθμός μητρώου σε πολύ μεγάλο αριθμό φερομένων ως φοιτητών και ότι δεν επαρκεί ο χρόνος για τον έλεγχο από τους υποψηφίους των εκλογικών καταλόγων. Επί της ενστάσεως αυτής, στην εισήγηση της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής διατυπώθηκαν δύο γνώμες, αφενός ότι υπάρχει ανάγκη να συμπληρωθούν οι εκλογικοί κατάλογοι και να χορηγηθούν αυτοί εγκαίρως στους υποψηφίους, αφετέρου ότι πρέπει να προχωρήσει η διαδικασία και να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διαπιστώνεται η ταυτότητα κάθε εκλέκτορα. Σε έκτακτη συνεδρίαση της 25ης Μαΐου 2010, το πρυτανικό συμβούλιο αποφάσισε, τελικώς, τη μετάθεση της ημερομηνίας διενέργειας των εκλογών, την ίδια δε ημέρα αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών οι εκλογικοί κατάλογοι, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί μετά από επεξεργασία (διαγραφή διπλών εγγραφών, ψηφιοποίηση καταλόγων έντυπης μορφής, αλφαβητική ταξινόμηση και χωρισμός σε εκλογικά κέντρα) των στοιχείων που είχαν σταλεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες και είχαν εγκριθεί από το πρυτανικό συμβούλιο στις 26.4.2010 (εγγεγραμμένοι συνολικά 121.826, εκ των οποίων 2.074 μέλη Δ.Ε.Π., 117.948 φοιτητές και 1804 διοικητικοί υπάλληλοι-Ε.Τ.Ε.Π.-Ε.Ε.Δ.Ι.Π.-βοηθοί, επιστημονικοί συνεργάτες). Όμως, επειδή διαπιστώθηκε ότι στους εκλογικούς καταλόγους, κυρίως σε ονόματα μεταπτυχιακών φοιτητών ή υποψηφίων διδακτόρων υπήρχαν κενά (μη αναγραφή αριθμού μητρώου ή όνομα πατέρα) ή διπλοεγγραφές, μετά από αίτημα της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, εστάλησαν στις Γραμματείες των Τμημάτων αρχεία σε ηλεκτρονική μορφή για να συμπληρωθούν οι ελλείψεις αυτές (σχετ. το υπ’ αρ. πρωτ. 0910024669/26.5.2010 έγγραφο του, Πρύτανη απευθυνόμενο προς τους Προέδρους και τους Προϊστάμενους των Γραμματειών των Τμημάτων), με την σημείωση να μην προστεθούν νέα ονόματα. Στις 27.5.2010 παρελήφθη από τη Γραμματεία του Πρυτανικού Συμβουλίου ο κατάλογος των υποψηφίων διδακτόρων της Ιατρικής Σχολής, σε έντυπη μορφή. Ακολούθησε υποβολή επιστολών εκ μέρους υποψηφίων Πρυτάνεων, με τις οποίες ζητήθηκε ο επανέλεγχος των εκλογικών καταλόγων ιδίως ως προς τους υποψήφιους διδάκτορες της Ιατρικής Σχολής. Με το από 4.6.2010 έγγραφό του απευθυνόμενο προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών (συγκοινοποιούμενο στον Πρόεδρο της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής) ο πρώτος των αιτούντων καθηγητής Χρ. Στεφανάδης παρείχε, προς άρση παρανοήσεων, πληροφορίες για τους υποψήφιους διδάκτορες της Ιατρικής Σχολής. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το Δ.Σ. της Ιατρικής Σχολής αποφάσισε ομόφωνα στις 24.3.2010 «να αποσταλούν στο Πρυτανικό Συμβούλιο οι μηχανογραφημένοι κατάλογοι των υποψηφίων διδακτόρων από το έτος 2000-2010, επειδή θεωρείται ότι η δεκαετία αυτή αποτελεί υπέρ εύλογο χρόνο για την περάτωση της διδακτορικής διατριβής», και ότι, ως προς του υποψήφιους διδάκτορες προ του 2000, (οι κατάλογοι των οποίων εστάλησαν στην Πρυτανεία σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή), «σε περίπτωση που προσέλθει κάποιος εξ αυτών προκειμένου να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα (πιθανότης που θεωρείται σπάνια), να δίδεται βεβαίωση από την Γραμματεία της Σχολής, την ημέρα της ψηφοφορίας και να κατατίθεται από τον υποψήφιο στην ΚΕΕ προς έγκριση». Τελικώς, στις 4.6.2010 οι εκλογικοί κατάλογοι, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί, μετά την νέα επεξεργασία από τις Γραμματείες των Τμημάτων, αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών (σύνολο εγγεγραμμένων 114.417, εκ των οποίων 2.074 μέλη Δ.Ε.Π., 114.417 φοιτητές και 1804 διοικητικοί υπάλληλοι-Ε.Τ.Ε.Π.-Ε.Ε.Δ.Ι.Π.-βοηθοί, επιστημονικοί συνεργάτες). Με βάση τους εκλογικούς καταλόγους αυτούς διενεργήθηκαν οι εκλογές, στις 7, 8 και 9 Ιουνίου 2010.
24. Επειδή, από τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι εκλογικοί κατάλογοι για την διενέργεια των επίμαχων εκλογών συντάχθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Πανεπιστημίου και εγκρίθηκαν από το Πρυτανικό Συμβούλιο στις 26-4-2010. Ακολούθως, οι εκλογικοί κατάλογοι όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί μετά από επεξεργασία (διαγραφή διπλών εγγραφών, ψηφιοποίηση καταλόγων έντυπης μορφής, αλφαβητική ταξινόμηση και χωρισμός σε εκλογικά κέντρα) αναρτήθηκαν στις 25-5-2010 στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όμως, διαπιστώθηκε ότι παρέμεναν ζητήματα προς αντιμετώπιση, όσον αφορά κυρίως τα ονόματα των φοιτητών (κενά, διπλοεγγραφές), και για το λόγο αυτό επεστράφησαν στις Γραμματείες των Τμημάτων του Πανεπιστημίου προς συμπλήρωση. Μετά ταύτα, οι οριστικοί εκλογικοί κατάλογοι, με βάση τους οποίους διενεργήθηκαν οι εκλογές, αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου στις 4-6-2010. Με τα δεδομένα αυτά ο ισχυρισμός του καθ΄ού η αίτηση Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με τον οποίο από την έγκριση των εκλογικών καταλόγων από το Πρυτανικό Συμβούλιο, στις 26-4-2010, ήτοι εντός της μηνιαίας προθεσμίας πριν την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, το εκλογικό σώμα παρέμεινε αμετάβλητο, εφόσον μόνον συμπλήρωση στοιχείων εκλογέων και διαγραφή διπλών εγγραφών έγινε, η οποία δεν συνιστά μείωση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, οι οριστικοί εκλογικοί κατάλογοι δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε μεταβολή, όπως π.χ. διαγραφή διπλών εγγραφών ή συμπλήρωση στοιχείων εγγεγραμμένων, όπως, αντιθέτως, υπολαμβάνει το καθ΄ού η αίτηση Πανεπιστήμιο. Όμως, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων περί του ενδεικτικού χαρακτήρα των προθεσμιών, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, η εκλογική διαδικασία για την πλήρωση των θέσεων Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ολοκληρώθηκε εγκαίρως, ώστε οι εκλεγέντες να μπορούν να εγκατασταθούν στις θέσεις τους την 1η -9-2010, δηλαδή με την έναρξη του επομένου ακαδημαϊκού έτους μετά την εκλογή τους, οι δε αιτούντες δεν ισχυρίζονται ότι, ως συνέπεια της μη τηρήσεως του προβλεπομένου από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 63 παρ.5 του π.δ. 160/2008 χρονικού διαστήματος ενός μηνός διαταράχθηκε η ομαλή διεξαγωγή των εκλογών σε τέτοια έκταση ώστε το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν η προθεσμία αυτή είχε τηρηθεί, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτούντες ότι από την οριστική κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων στις 4-6-2010 είχαν μόνον δύο ημέρες για να ελέγξουν και να αμφισβητήσουν την νομιμότητα εγγραφής εκλεκτόρων, ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι κατά το στάδιο, το οποίο ακολουθεί την οριστική κατάρτιση των καταλόγων δεν υφίσταται πλέον δυνατότητα να αμφισβητηθούν οι εγγραφές εκλεκτόρων, όπως μπορεί να συμβεί κατά το προηγούμενο στάδιο της εκλογικής προδικασίας μέχρι την οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων. Κατά το εν λόγω στάδιο, άλλωστε, κατά το οποίο ήταν δυνατή η υποβολή ενστάσεων, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ο πρώτος των αιτούντων και επικεφαλής του συνδυασμού τους ουδεμία ένσταση υπέβαλε, αλλά μόνον εξηγήσεις, σε ενστάσεις συνυποψηφίων του, παρείχε, ως προς τον τρόπο κατάρτισης των μηχανογραφημένων καταλόγων των υποψηφίων διδακτόρων της Ιατρικής Σχολής, της οποίας ήταν Πρόεδρος. Κατά την γνώμη όμως του Προέδρου Π. Πικραμμένου, του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου, και των Συμβούλων Β. Καλαντζή, Β. Αραβαντινού, Δ. Κυριλλόπουλου, και Κ. Πισπιρίγκου, προς την οποία συντάχθηκε ο Πάρεδρος Δ. Τομαράς η οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων μπορεί να γίνει και σε χρόνο μικρότερο του ενός μηνός πριν την ημέρα διενέργειας των εκλογών εντός πάντως, ευλόγου χρόνου πριν την ημέρα αυτή. Εν προκειμένω δε το χρονικό διάστημα μόλις δύο ημερών, το οποίο μεσολάβησε από την ανάρτηση των εκλογικών καταλόγων μέχρι την διενέργεια των εκλογών δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο, εν όψει και του ότι οι δύο αυτές ημέρες ήσαν αργίες(Σάββατο και Κυριακή), ενώ οι εκλογές διενεργήθηκαν την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα. Περαιτέρω, κατά την ειδικότερη γνώμη του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου της Συμβούλου Β. Καλαντζή και του Παρέδρου Δ. Τομαρά δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω, και ακριβές υποτιθέμενο, το επιχείρημα ότι δεν ήταν πλέον, δυνατή η αμφισβήτηση της νομιμότητας εγγραφής εκλεκτόρων, διότι ο έλεγχος αυτός θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να αφορά ακριβώς το ζήτημα της συμφωνίας των, έστω οριστικοποιηθέντων, καταλόγων με εκείνους που παρουσιάσθηκαν την ώρα της εκλογής, το ζήτημα δε αυτό είναι, κατά νόμο, αδιανόητο να μην είναι ελεγκτό. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι οι κανόνες που επικαλείται η κρατήσασα γνώμη θα μπορούσαν να έχουν, ενδεχομένως, εφαρμογή, σε εκλογική διαδικασία που εκτυλίσσεται ομαλά, και όχι εν προκειμένω, όπου για το πλέον καίριο ζήτημα κάθε εκλογικής διαδικασίας, δηλαδή τον προσδιορισμό του εκλογικού σώματος, εμφιλοχώρησαν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, παρατυπίες. Μειοψήφησε, επίσης, ο Σύμβουλος Γ. Παπαγεωργίου ο οποίος διετύπωσε την ειδικότερη γνώμη ότι υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά καταλύεται εντελώς η απαίτηση του νόμου για την ύπαρξη προθεσμίας προς οριστικοποίηση των εκλογικών καταλόγων πριν την διενέργεια των εκλογών, ακόμη και αν η προθεσμία αυτή θεωρηθεί ενδεικτική.
25. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 65 παρ. 5 του π.δ/τος 160/2008 και κατά κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας εκδόθηκε η από 7.6.2010 απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου, με την οποία ορίσθηκε ως ημέρα επαναλήψεως της ματαιωθείσας ψηφοφορίας σε οκτώ εκλογικά τμήματα φοιτητών η επομένη 8η Ιουνίου 2010, με αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα ενημέρωσης άδηλου αριθμού εκλεκτόρων των ως άνω εκλογικών τμημάτων και την μη προσέλευσή τους προκειμένου να ψηφίσουν, ώστε, υπό νόμιμες συνθήκες, να είναι δυνατή η ανάδειξη του συνδυασμού των αιτούντων από την πρώτη ψηφοφορία.
26. Επειδή, στο άρθρο 65 παρ.5 του π.δ/τος 160/2008 ορίζεται ότι: «5. Εάν σε κάποιο εκλογικό τμήμα η ψηφοφορία δεν πραγματοποιήθηκε για οποιοδήποτε λόγο, αυτή επαναλαμβάνεται σε νέα ημερομηνία που δεν μπορεί να απέχει περισσότερες από έξι (6) ημέρες από τη διεξαχθείσα ψηφοφορία». Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι κατά την διενέργεια της αρχικής ψηφοφορίας της 7ης Ιουνίου 2010, λόγω σοβαρών επεισοδίων, τα οποία σημειώθηκαν στους χώρους οκτώ (4ου, 5ου, 6ου, 7ου, 8ου, 9ου, 15ου και 16ου ) εκλογικών τμημάτων φοιτητών (βίαιη αφαίρεση καλπών σε έξι εκλογικά τμήματα, καταστροφή καλπών σε δύο εκλογικά τμήματα) το Πρυτανικό Συμβούλιο σε έκτακτη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας αποφάσισε να «επαναληφθεί» η αρχική ψηφοφορία στα ανωτέρω εκλογικά τμήματα την επομένη ημέρα, 8η Ιουνίου 2010, και οι κάλπες των υπολοίπων εκλογικών τμημάτων, στα οποία είχε διεξαχθεί ομαλά η ψηφοφορία, να ασφαλισθούν, να μεταφερθούν και να φυλαχθούν στο Αρεταίο Νοσοκομείο να αποσφραγισθούν δε ταυτόχρονα την επομένη ημέρα, μετά το πέρας της ψηφοφορίας στα ανωτέρω οκτώ εκλογικά τμήματα. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη η ψηφοφορία μπορεί να διεξαχθεί οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος των έξι ημερών από τη μη πραγματοποιηθείσα ψηφοφορία, νομίμως το πρυτανικό συμβούλιο όρισε την 8η Ιουνίου 2010 για την διενέργεια της ψηφοφορίας στα συγκεκριμένα οκτώ εκλογικά τμήματα φοιτητών και ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 65 παρ.5 του π.δ/τος 160/2008, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η ανωτέρω ρύθμιση αποβλέπει στην ταχεία περάτωση της εκλογικής διαδικασίας ο καθορισμός της 8ης Ιουνίου 2010, δηλαδή της επομένης ημέρας από την μη πραγματοποιηθείσα ψηφοφορία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε καθ΄υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του πρυτανικού συμβουλίου. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος, και κατά το μέρος που προβάλλεται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας, πρέπει, επίσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
27. Επειδή, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι αναρμοδίως, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 64 παρ.1 του π.δ. 160/2008, και κατά κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας, εκδόθηκε η ανακοίνωση του Προέδρου της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, με την οποία ανακλήθηκε η από 25.5.2010 απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου και ορίσθηκε ως ημέρα επαναληπτικής εκλογής μεταξύ των δύο συνδυασμών που πλειοψήφησαν κατά την αρχική εκλογή η 9η Ιουνίου 2010. Οι παρεμβαίνοντες καθηγητές αντιθέτως, ισχυρίζονται ότι, κατά το άρθρο 64 παρ.1 του π.δ.160/2008 τη γενική ευθύνη για τη διεξαγωγή των εκλογών έχει το πρυτανικό συμβούλιο, στο πλαίσιο της οποίας ορίζει την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή την οποία καθιστά αρμόδια να αποφασίζει για κάθε σχετικό θέμα.
28. Επειδή, στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. δ του ν. 2083/1992 (Α΄159), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 εδ. α του ν. 2188/1994 (Α΄18) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «δ. ….Αν κατά την πρώτη ψηφοφορία κανείς από τους συνδυασμούς δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων μελών του εκλεκτορικού σώματος ή αν υπάρξει ισοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται την επόμενη ημέρα μεταξύ των δύο συνδυασμών που πλειοψήφησαν οπότε εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους…». Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται αυτούσια και στο άρθρο 67 παρ.1 του π.δ. 160/2008 (Α΄220). Στην προκειμένη περίπτωση από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά το πέρας της αρχικής ψηφοφορίας της 7ης και 8ης Ιουνίου 2010 και τη διαλογή των ψήφων ο Πρόεδρος της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, με το από 8-6-2010 έγγραφό του, με τίτλο «επείγουσα ανακοίνωση» γνωστοποίησε στους εκλέκτορες, αφενός μεν το αποτέλεσμα των πρυτανικών εκλογών, με βάση το οποίο κανείς συνδυασμός δεν συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία, αφετέρου δε ότι οι εκλογές θα επαναλαμβάνονταν μεταξύ των δύο συνδυασμών που πλειοψήφησαν, δηλαδή μεταξύ του συνδυασμού με επικεφαλής τον καθηγητή Χρ. Στεφανάδη και του συνδυασμού με επικεφαλής τον καθηγητή Θ. Πελεγρίνη, την επομένη 9η Ιουνίου 2010. Με τα ανωτέρω δεδομένα εφόσον ο χρόνος διεξαγωγής της επαναληπτικής ψηφοφορίας ορίζεται ευθέως από τον νόμο, ο προσδιορισμός της ημερομηνίας κατά την οποία αυτή θα λάβει χώρα γίνεται κατ΄ενάσκηση δεσμίας αρμοδιότητας. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος κατά το μέρος που προβάλλεται αναρμοδιότητα του Προέδρου της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, ως αναγόμενος στην τήρηση κανόνων εξωτερικής νομιμότητας πράξεως η οποία έχει εκδοθεί κατά δέσμια αρμοδιότητα, είναι ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, απορριπτέος ως αλυσιτελής (πρβλ. ΣτΕ 530/2003 Ολ.), ενώ κατά το μέρος που προβάλλεται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό της ημερομηνίας της επαναληπτικής ψηφοφορίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, οι ειδικότεροι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι με την ανωτέρω ανακοίνωση αναρμοδίως ανακαλείται από τον πρόεδρο της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής η από 25-5-2010 πράξη του Πρυτανικού Συμβουλίου, με την οποία είχε οριστεί ως ημέρα διενέργειας των εκλογών η 7η Ιουνίου και σε περίπτωση ανάγκης επαναληπτικής εκλογής η 8η Ιουνίου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι η από 25-5-2010 πράξη του Πρυτανικού Συμβουλίου είχε ήδη εμμέσως ανακληθεί, κατά τα προεκτεθέντα, με την από 7-6-2010 πράξη του ίδιου οργάνου καθ΄ό μέρος με αυτήν ορίσθηκε η 8-6-2010 ως ημέρα διενέργειας της μη πραγματοποιηθείσας πρώτης ψηφοφορίας σε οκτώ εκλογικά τμήματα.
29. Επειδή, τέλος οι αιτούντες, επικαλούμενοι το από 8.6.2010 έγγραφο του υποψήφιου πρύτανη καθηγητή Θ. Φορτσάκη, προβάλλουν ότι δεν λήφθηκαν μέτρα ασφαλείας κατά τη μεταφορά των καλπών μετά το πέρας των εκλογών της πρώτης ψηφοφορίας της 7ης Ιουνίου 2010, ούτε ορίσθηκε προσωπικό του Πανεπιστημίου προς τήρηση των μέτρων ασφαλείας και των οδηγιών που είχαν δοθεί, με αποτέλεσμα τρεις κάλπες να μεταφερθούν χωρίς να σφραγισθούν και χωρίς να τοποθετηθούν εντός αυτών οι εκλογικοί κατάλογοι. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι ο μέσος όρος των έγκυρων ψηφοδελτίων ανά κάλπη ανέρχεται σε (8979 : 29 εκλογικά τμήματα=) 309 ψήφους, η δε διαφορά μεταξύ του 1ου και 2ου συνδυασμού ανέρχεται σε 781 ψήφους και επομένως, είναι κρίσιμης σημασίας η λήψη υπόψη των εγκύρων ψηφοδελτίων που φέρονται ότι περιείχοντο στις εν λόγω τρεις κάλπες που κατά μέσο όρο ανέρχονται σε (309 Χ 3 =) 927. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος και αναπόδεικτος διότι στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε ποιες κάλπες και σε ποιους εκλογικούς καταλόγους αναφέρονται οι αιτούντες, ούτε προσδιορίζεται το εκλογικό ή τα εκλογικά τμήματα από τα οποία προήλθαν οι κάλπες αυτές.
30. Επειδή, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι αιτούντες παραιτήθηκαν από τους λόγους ακυρώσεως περί παρανόμου αναγραφής στους εκλογικούς καταλόγους των υποψηφίων διδακτόρων (υπό στοιχ. 5 γ. αα του δικογράφου) και περί αποδοχής από την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή του αιτήματος να ψηφίσουν φοιτητές και υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Βιολογίας (υπό στοιχ. 5 β του δικογράφου).
31. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Δέχεται τις παρεμβάσεις.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες την δικαστική δαπάνη των καθ΄ων Ελληνικού Δημοσίου και Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία ανέρχεται για κάθε ένα από αυτούς στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ, καθώς και των παρεμβαινόντων, η οποία ανέρχεται για κάθε ένα από αυτούς στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2011, 31 Ιανουαρίου 2011 και 7 Φεβρουαρίου 2011.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Π. Πικραμμένος Ε. Κουμεντέρη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2012.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Πρώτη δημοσίευση Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη,
www.nomikospoudastirio.gr