1169/1998 ΣΤΕ (252784)
) Δικονομία διοικητική. Προϋποθέσεις παραδεκτού αίτησης ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ. Νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 27 του πδ 18/1989. Αν από λόγους ανωτέρας βίας εμποδίστηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, μπορεί να υποβληθεί αίτηση επανασυζήτησης της υπόθεσης, η οποία έχει το χαρακτήρα ενδίκου βοηθήματος και για το παραδεκτό αυτής πρέπει να καταβάλλονται, συγχρόνως με την κατάθεση του δικογράφου, τα νόμιμα τέλη και το παράβολο που αφορούν το ένδικο βοήθημα ή μέσο του οποίου ζητείται η επανασυζήτηση. Εκπρόθεσμη κατάθεση των ανωτέρω λόγω εύλογης αμφιβολίας του αιτούντος για το χαρακτήρα της αίτησης ως ενδίκου βοηθήματος. Το δικόγραφο της έφεσης με την οποία προσβάλλεται απόφαση του Διοικητικού Εφετείου που δίκασε ακυρωτική διαφορά μπορεί να υπογράφεται μόνο από τον εκκαλούντα, απαιτουμένης της παράστασης πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ανωτέρα βία ως προς τη μη παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση της έφεσης, η οποία είχε υπογραφεί μόνο από τον εκκαλούντα και αίτηση επανασυζήτησης της υπόθεσης. Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια.
Αριθμός 1169/1998 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 1998 με την εξής σύνθεση: Σ. Γιάγκας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ Τμήματος, Α. Γκότσης, Χρ. Ράμμος, Σύμβουλοι, Π. Καρλή, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι, Α. Γαϊτάνης, Γραμματέας του Γ Τμήματος. Γ ι α να δικάσει την από 30 Οκτωβρίου 1997 αίτηση : τ ο υ ……………….. κατοίκου ……………….. Αττικής (………….), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δ. Βετούλη (Α.Μ. 10289), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κ α τ ά του Υπουργού Εθνικής μυνας, ο οποίος παρέστη με την Στ. Χαριτάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να επανασυζητηθεί η από 7.2.1995 έφεσή του κατά α) του Υπουργού Εθνικής Αμύνης και β) της υπ` αριθμ. 1055/1994 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία συζητήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την δικάσιμο της 23.10.1997. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, Σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού ήδη εν αποστρατεία, ζητεί την επανασυζήτησητης από 7.2.1995 και υπ` αριθμ. καταθέσεως 2109/1995 εφέσεώς του κατά α) του Υπουργού Εθνικής Αμύνης και β) της υπ` αριθμ. 1055/1994 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη η αίτηση ακυρώσεως που ο ίδιος άσκησε κατά α) του υπ` αριθμ. 21/4.6.1993 Πρακτικού του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου Κρίσεων που επεκύρωσε το υπ` αριθμ. 41/9.10.1992 Πρακτικό του Συμβουλίου Προαγωγών του Πολεμικού Ναυτικού, δυνάμει του οποίου ο ίδιος κρίθηκε παραμένων στον βαθμό του Σημαιοφόρου κατά την τακτική κρίση έτους 1991-1992 και β) του από 16.12.1992 Προεδρικού Διατάγματος (Γ 232) δυνάμει του οποίου ο ίδιος αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Σημαιοφόρου συνεπεία της ως άνω δυσμενούς κρίσεώς του και του γεγονότος ότι η κρίση αυτή ακολούθησε δύο όμοιες κρίσεις του για τα προηγούμενα έτη 1989-1990 και 1990-1991. Η έφεση, της οποίας ζητείται η επανασυζήτηση, συζητήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την δικάσιμο της 23.10.1997 απολιπομένου του εκκαλούντος και ήδη αιτούντος, μόνου υπογράφοντος το δικόγραφο της εφέσεως. Επί της εφέσεως δε αυτής το Δικαστήριο δεν έχει δημοσιεύσει απόφαση. 2. Επειδή, με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α του Ν. 2479/1997 (Α 67/6.5.1997) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 27 του Π. Δ/τος 18/1989 (Α 8) και ορίσθηκαν τα εξής για την νομιμοποίηση του δικηγόρου, ως πληρεξουσίου του διαδίκου στην δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας: “1) Η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο. Στην περίπτωση συνυπογραφής του δικογράφου εκ μέρους του διαδίκου η υπογραφή του δικογράφου από το δικηγόρο θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του διαδίκου. Για τη Διοίκηση εφαρμόζονται οι κείμενες γι` αυτήν διατάξεις. Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου η πληρεξουσιότητα παρέχεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Οταν ο νόμος ή το καταστατικό απαιτεί για να ασκηθεί ένδικο μέσο προηγούμενη άδεια άλλου οργάνου, ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου τεκμαίρεται ότι ενεργεί με την άδεια του άλλου οργάνου. Η τυχόν έλλειψη της άδειας δεν επηρεάζει το κύρος της δίκης και δημιουργεί αποκλειστικά ευθύνη του εκπροσώπου απέναντι στο νομικό πρόσωπο. 2) Για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το ήσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη”. Περαιτέρω, με την περ. β της ίδιας παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997 προσετέθη πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 27 του Π. Δ/τος 18/1989, η οποία έχει ως εξής: “5. Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα”. 3. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, η αίτηση επανασυζητήσεως του άρθρου 27 παρ. 5 του Π. Δ/τος 18/1989 έχει χαρακτήρα ειδικού ενδίκου βοηθήματος με το οποίο ζητείται παροχή εννόμου προστασίας, για το παραδεκτό δε της αιτήσεως αυτής απαιτείται να καταβάλλονται, συγχρόνως με την κατάθεση του δικογράφου της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου, τα νόμιμα τέλη και το παράβολο εκείνου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου του οποίου ζητείται η επανασυζήτηση, κατ` ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 35 και 36 του Π. Δ/τος 18/1989 (ΣτΕ 17/1998). Στην προκειμένη περίπτωση τα νόμιμα τέλη και το παράβολο που προβλέπονται για την έφεση, κατεβλήθησαν για την κρινόμενη αίτησηεπανασυζητήσεως μετά την κατάθεση του δικογράφου της αιτήσεως αυτής στην Γραμματεία του Δικαστηρίου (βλ. διπλότυπα υπ` αριθμ. 9199395, 9199396/1998 της ΔΟΥ Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και υπ` αριθμ. Α. 201474/1998 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, που κατετέθησαν στην Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14.1.1998). Η εκπρόθεσμη, όμως, καταβολή των τελών και του παραβόλου δεν συνεπάγεται την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο της καταθέσεως του δικογράφου αυτής στην Γραμματεία του Δικαστηρίου (31.10.1997) ο αιτών ευλόγως αμφέβαλλε για τον χαρακτήρα της αιτήσεως επανασυζητήσεως ως ειδικού ενδίκου βοηθήματος και για την αναλογική εφαρμογή, επί της αιτήσεως αυτής, των άρθρων 35 και 36 του Π. Δ/τος 18/1989 (πρβλ. ΣτΕ 17/1998). 4. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 17 παρ. 4 και 66 του Π. Δ/τος 18/1989, επιτρέπεται να υπογράφεται από μόνο τον εκκαλούντα το δικόγραφο της εφέσεως με την οποία προσβάλλεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας απόφαση Διοικητικού Εφετείου που εδίκασε ακυρωτική διαφορά του άρθρου 1 του Ν. 702/1977 (Α 268), στην περίπτωση όμως αυτή απαιτείται παράσταση δικηγόρου, ως πληρεξουσίου του εκκαλούντος, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την συζήτηση της υποθέσεως, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξ άλλου, στον παριστάμενο κατά τα ανωτέρω, προς υποστήριξη της εφέσεώς του, δικηγόρο ο εκκαλών παρέχει πληρεξουσιότητα είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του Π. Δ/τος 18/1989. Ως εκ τούτου, ο εκκαλών που υπογράφει μόνος το δικόγραφο της εφέσεως, μπορεί να αναθέσει και ατύπως την υποστήριξή της σε δικηγόρο που αποδέχεται την εντολή και να αναμείνει την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, προκειμένου ο μεν ως άνω δικηγόρος να παραστεί κατ` αυτήν και να υποστηρίξει την έφεση, ο δε ίδιος να παράσχει, με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, πληρεξουσιότητα στον παριστάμενο αυτό δικηγόρο. Υπό τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι ο εκκαλών που υπογράφει μόνος το δικόγραφο της εφέσεως παραδεκτώς ζητεί την επανασυζήτησή της κατ` άρθρο 27 παρ. 5 του Π. Δ/τος 18/1989, προβάλλοντας ότι από λόγους ανωτέρας βίας εμποδίσθηκε να παραστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ο δικηγόρος, στον οποίον ο ίδιος είχε ήδη αναθέσει την υποστήριξη της εφέσεώς του και ο οποίος είχε αποδεχθεί αυτή την εντολή, διότι στην περίπτωση αυτή ο δικηγόρος μόνον παριστάμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την συζήτηση της υποθέσεως θα ηδύνατο να νομιμοποιηθεί ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος προκειμένου να μη καταστεί η έφεση απαράδεκτη κατά τα άρθρα 17 παρ. 4 και 66 του Π. Δ/τος 18/1989. Αν και, κατά την γνώμη του Προέδρου του Τμήματος, δεν λαμβάνεται υπόψη ανωτέρα βία στο πρόσωπο του αιτούντος, μόνου υπογράφοντος το δικόγραφο ή οιουδήποτε φερομένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου, αλλά, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 27 παρ. 5 του Π. Δ/τος 18/1989, η αίτηση επανασυζητήσεως προβλέπεται μόνον για την περίπτωση υπογραφής του ενδίκου μέσου από πληρεξούσιο δικηγόρο, στο πρόσωπο δε του συγκεκριμένου τούτου δικηγόρου, και όχι οιουδήποτε εκ των υστέρων προβαλλομένου ως πληρεξουσίου, κρίνεται η συνδρομή ή μη λόγων ανωτέρας βίας. 5. Επειδή, όπως ήδη εξετέθη, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ζητεί την επανασυζήτησητης από 7.2.1995 και υπ` αριθμ. καταθέσεως 2109/1995 εφέσεώς του κατά α) του Υπουργού Εθνικής Αμύνης και β) της υπ` αριθμ. 1055/1994 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία συζητήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου απολιπομένου του ιδίου, μόνου υπογράφοντος το δικόγραφο της εφέσεως, κατά την δικάσιμο της 23.10.1997, κατά την οποία ο εκκαλών δεν παρέστη διά πληρεξουσίου δικηγόρου. Με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεώς του ο αιτών προβάλλει ότι, πριν από την δικάσιμο της 23.10.1997, είχε αναθέσει την υποστήριξη της εφέσεώς του στον δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Βετούλη που είχε αποδεχθεί την εντολή και ότι ο δικηγόρος αυτός εμποδίσθηκε από λόγους ανωτέρας βίας να παραστεί κατά την συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, προκειμένου να νομιμοποιηθεί παριστάμενος ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος. Με αυτό το περιεχόμενό της η κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως είναι παραδεκτή, σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα γνώμη και, συνεπώς, θα έπρεπε να ερευνηθούν τα περαιτέρω ζητήματα αν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία ειδικώς αναφέρεται ο αιτών με το δικόγραφο της αιτήσεως, αληθή υποτιθέμενα συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας που συνέτρεξε στο πρόσωπο του δικηγόρου Δημητρίου Βετούλη, καθώς και αν η πραγματική βάση της αιτήσεως είναι στο σύνολό της αποδεδειγμένη. Αν και, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, η κρινόμενη αίτηση, έχουσα το ως άνω περιεχόμενο, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητος και της γενικωτέρας σημασίας του ανακύψαντος ζητήματος ερμηνείας της παρ. 5 του άρθρου 27 του Π. Δ/τος 18/1989, η οποία προσετέθη με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. β του Ν. 2479/1997, το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί, προς επίλυση, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. β του Π. Δ/τος 18/1989, ορίζει δε ως εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τον Σύμβουλο Αν. Γκότση. Δ ι ά τ α ύ τ α Παραπέμπει στην Ολομέλεια, προς επίλυση, το εκτεθέν στο σκεπτικό ζήτημα και. Ορίζει ως εισηγητή τον Σύμβουλο Αν. Γκότση. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 1998 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1998. Ο Πρόεδρος του Γ Τμήματος Ο Γραμματέας του Γ Τμήματος Σ. Γιάγκας Α. Γαϊτάνης
Ι.Σ.