2179/2009 ΣΤΕ
Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων. Η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία του ΚΑΑΑ, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται από τη συνδρομή νομικών και πραγματικών γεγονότων, τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά στο στάδιο πραγματοποιήσεως αυτής. Η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται από το ισχύον κατά το χρόνο της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος της αποδοχής ή της απορρίψεως του σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου. Η επίδικη αναγκαστική απαλλοτρίωση κηρύχθηκε υπό την ισχύ του άρθρου 2α του αν.ν. 1739/1939 και η σιωπηρά απόρριψη των αιτήσεων ανάκλησης συντελέσθηκε υπό την ισχύ του Ν. 2882/2001. Συνεπώς το νομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η πράξη απορρίψεως του ανωτέρω αιτήματος και επί τη βάσει του οποίου θα κριθή η νομιμότητα αυτής είναι ο Ν. 2882/2001. Ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, της οποίας ο σκοπός έχει εκπληρωθή με τη χρησιμοποίηση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, δεν είναι δυνατή, ενώ το ακίνητο δύναται να διατεθεί ελευθέρως από τα υπέρ ων η απαλλοτρίωση πρόσωπα. Οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ΚΑΑΑ δεν προσκρούουν ούτε στο Σύνταγμα ούτε και στο άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Δεν υφίσταται παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού αποκλείεται ευχέρεια της διοικήσεως να αποφασίσει εάν θα αποδώσει ή όχι το ακίνητο στον πρώην Ιδιοκτήτη του, μετά την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτριώσεως. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
Αριθμός 2179/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Καραμανώφ, K. Ευστρατίου, Σύμβουλοι, Α. Χλαμπέα, Φρ. Γιαννακού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος.
Για να δικάσει την από 15 Ιουνίου 2004 αίτηση:
του σωματείου με την επωνυμία “…….. ………….. ………………. ………… ……..” (…………), που εδρεύει στο Ελληνικό Αττικής, το οποίο δεν παρέστη αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Μακαρονίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με την Νικολίτσα Πολιτικού, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3) Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Μακαρονίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν Σωματείο επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρά απόρριψη, λόγω παρέλευσης τρίμηνης προθεσμίας από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, των με αριθμ. πρωτ. 303/15.01.2004, 2143/15.01.20074 και 363/15.01.2004 αιτήσεών του και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Καραμανώφ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή με την υπό κρίσιν αίτηση για την άσκηση της οποίας κατετέθη το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 752714, 699827/04) ζητείται η ακύρωση της σιωπηράς απορρίψεως από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών Επικοινωνιών τριών αντίστοιχων αιτήσεων με τις οποίες το αιτούν Σωματείο ζήτησε την ανάκληση της συντετελεσμένης αναγκαίας απαλλοτριώσεως ακινήτων συνολικής εκτάσεως 210.000 τ.μ. περίπου, η οποία είχε κηρυχθεί με το από 17 Μαρτίου 1950 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 82).
2. Επειδή το αιτούν σωματείο έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως, εφ’ όσον σκοπός του είναι σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του, μεταξύ άλλον, η διεκδίκηση του δικαιώματος ανάκλησης των αποφάσεων περί του συνόλου των απαλλοτριώσεων των κτημάτων που περιλαμβάνονται στο σύνολο της πρώην εκτάσεως του αεροδρομίου Ελληνικό. (βλ. ΣΕ 3290/2009 Ολ.)
3. Επειδή, όπως προκύπτει από το στοιχείο του φακέλλου, με το από 17.3.1950 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 82) εκηρύχθη αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου εμβαδού 210.000 τ.μ. περίπου υπέρ του Δημοσίου για την επέκταση της ζώνης προσγειώσεως του Αεροδρομίου Ελληνικού. Η ανωτέρω απαλλοτρίωση συνετελέσθη με διαδοχικές παρακαταθέσεις των σχετικών αποζημιώσεων (βλ. υπ’ αριθμ. Α 18291/16.7.1953, ΦΕΚ Παράρτημα 75/1953, Α 22956/14.9.1953, ΦΕΚ Παράρτημα 97/1953 και Α 6663/12.3.1954 ΦΕΚ Παράρτημα 22/1954 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών). Μετά την έκδοση της υπ‘ αριθμ. Δ3/Α/23766/5390/20.6.2002 αποφάσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β΄ 778) περί καταργήσεως του Κρατικού Αερολιμένα Αθηνών, το αιτούν σωματείο υπέβαλε αντιστοίχως στους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών τις υπ’ αριθμ. 303/15.1.2004, 2143/15.1.2004 και 363/15.1.2004 αιτήσεις με τις οποίες εζήτησε την ανάκληση του ως άνω από 17.3.1950 β. δ/τος με την αιτιολογία ότι έπαυσε ο δημόσιος σκοπός χάριν του οποίου είχε γίνει η απαλλοτρίωση. Οι αιτήσεις απερρίφθησαν σιωπηρώς από τους ανωτέρω Υπουργούς, και κατά της σιωπηράς αυτής απορρίψεως ασκείται ήδη παραδεκτώς η υπό κρίσιν αίτηση.
4. Επειδή, στο άρθρο 29 παρ. 4 του Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ΦΕΚ Α΄ 17/6.2.2001) ορίζονται τα εξής: «Επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις από τις οποίες διέπονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος». Εξ άλλου, κατά το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου «η ισχύς του Κώδικα, που κυρώνεται με το άρθρο πρώτο αρχίζει μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η διαχρονικού δικαίου ρύθμιση δεν αφορά στην ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, διότι η εν λόγω ανάκληση δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο της κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητος της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής. Αντιθέτως, η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται από τη συνδρομή νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενέργειες της Διοικήσεως κλπ), τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά στο στάδιο πραγματοποιήσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται, κατά τις γενικές αρχές περί διοικητικών πράξεων, από το ισχύον κατά το χρόνο της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος της αποδοχής ή της απορρίψεως, ρητής ή τεκμαιρομένης, του περί ανακλήσεως αιτήματος του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, η μεν αναγκαστική απαλλοτρίωση των ακινήτων που φέρονται να ανήκουν στα μέλη του αιτούντος Σωματείου εκηρύχθη με το από 17.3.1950 β. δ/γμα, υπό την ισχύ του άρθρου 2α του αν.ν. 1739/1939, κωδικοποιηθέντος με το Β.Δ. της 29/30.4.1953 (ΦΕΚ Α΄ 109), η δε σιωπηρά απόρριψη των από 15.1.2004 αιτήσεων του και νυν αιτούντος Σωματείου για την ανάκληση αυτών συνετελέσθη μετά την πάροδο τριμήνου, δηλαδή υπό την ισχύ του Ν. 2882/2001. Κατά συνέπειαν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το νομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η πράξη απορρίψεως του αιτήματος του αιτούντος Σωματείου και επί τη βάσει του οποίου θα κριθή η νομιμότης αυτής είναι ο τελευταίος Ν. 2882/2001. (ΣΕ 3290/2005 Ολ.).
5. Επειδή, στην παρ. 1 άρθρου 12 του Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ΦΕΚ Α΄ 17) ορίζονται τα εξής: 1. «Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, δ) επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ε) οργανισμών κοινής ωφέλειας δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. Το απαλλοτριωμένο ακίνητο δύναται να διατεθεί ελεύθερα, εάν ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ανάκληση ή δεν απαντήσει μέσα σε τρείς μήνες από τη λήψη σχετικής πρόσκλησης. Εάν το απαλλοτριωμένο ακίνητο χρησιμοποιήθηκε πραγματικά για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε και μεταγενεστέρως μόνον έπαψε για οποιονδήποτε λόγο να χρησιμοποιείται, τότε θεωρείται ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και δεν είναι δυνατή η ανάκληση αυτής. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο δύναται να διατεθεί ελεύθερα». Κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων, ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, της οποίας ο σκοπός έχει εκπληρωθή δια της χρησιμοποιήσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, δεν είναι δυνατή, ενώ το ακίνητο δύναται να διατεθή ελευθέρως από τα υπέρ ων η απαλλοτρίωση «πρόσωπα» (Δημόσιο, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α., δημόσιες επιχειρήσεις). Οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν ούτε στο περί προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε και στο άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) καθ’ όσον, με την καταβολή της αποζημιώσεως και την χρησιμοποίηση του ακινήτου για τον σκοπό της απαλλοτριώσεως, η ιδιοκτησία έχει μεταστή στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση και ο αρχικός κύριος έχει αποξενωθή από αυτήν.
6. Επειδή, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι α) ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι η κρίση του αιτήματος ανακλήσεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2α του Α.Ν. 1731/1939, οι οποίες προβλέπουν περιπτώσεις ανακλήσεως συντετελεσμένων απαλλοτριώσεων υπέρ του Δημοσίου και όχι σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 2882/2001, β) ο λόγος ακυρώσεως ότι, οι διατάξεις της παρ. 1 άρθρ. 12 Ν. 2882/2001 αντιβαίνουν στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επίσης αβάσιμος είναι και ο λόγος ακυρώσεως, περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας, διότι εσφαλμένως υπολαμβάνει ότι ανήκει κατά νόμον στην διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως να αποφασίσει εάν θα αποδώσει ή όχι το ακίνητο στον πρώην Ιδιοκτήτη του, μετά την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτριώσεως ενώ κατά νόμον αποκλείεται τέτοια δυνατότητα της Διοικήσεως.(ΣΕ 3290/2005 Ολ.).
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο αιτούν Σωματείο την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου ανερχόμενη στο ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2008
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Ο Γραμματέας Ε. Γαλανού Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Ιουνίου 2009.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος Ε. Γαλανού Β. Ραφαηλάκη Π.Β.