ΤρΔΠρΘεσ 21/2008
Πρόεδρος: Ε. Τσαγκαροπούλου, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγητής: Μ. Κοκοβίδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Δικηγόροι: Φ. Αντωνιάδου
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 42 παρ. 1 ν. 1140/1981, 16 παρ. 1 ν. 2042/1992, 15 ν. 1027/1980, 5 παρ. 2 ν. 3232/2005, 20 παρ. 1 Σ. ΥΑ 405/57/20.1.1982, ΥΑ Φ35/1733/1985, ΥΑ 1559/1980, 7/οικ.909/3.7.1981
Περίληψη
Για την απονομή εξωϊδρυματικού επιδόματος (άρθ. 42 παρ. 1 ν. 1140/1981), η Υγειονομική Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να διαπιστώσει εάν η πάθηση του ασφαλισμένου συνιστά παραπληγία ή τετραπληγία. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος απονομής τού επιδόματος, η Επιτροπή πρέπει να εκφέρει ειδικά αιτιολογημένη κρίση περί του αν η πάθηση επιφέρει ή όχι ίδιας μορφής αναπηρία με τις δύο αυτές ρητά κατονομαζόμενες παθήσεις, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα και το ποσοστό ιατρικής αναπηρίας τού ασφαλισμένου. Σε περίπτωση, που μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης τα υγειονομικά όργανα εμμένουν σε πλημμελώς αιτιολογημένη γνωμάτευση, τα διοικητικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να εκφέρουν κρίση επί των ως άνω ιατρικής φύσεως θεμάτων.
[…]
Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2042/1992, της ΥΑ 405/57/20.1.1982, όπως αντικαταστάθηκε από την ΥΑ Φ35/1733/1985, του άρθρου 15 του ν. 1027/1980 και της ΥΑ 1559/1980, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 15 του ν. 1027/1980, το μηνιαίο εξωϊδρυματικό επίδομα δικαιούνται όχι μόνον όσοι πάσχουν από τις ρητά αναφερόμενες στο άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 παθήσεις τής τετραπληγίας ή της παραπληγίας, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και εκείνοι που πάσχουν από ασθένειες, οι οποίες επιφέρουν, κατά την κρίση των αρμόδιων Υγειονομικών Επιτροπών, ίδιας μορφής αναπηρία με τις δύο ανωτέρω παθήσεις και έχουν ποσοστό ιατρικής αναπηρίας 67% (ΣτΕ 1076/1995, 3845/1994, 658/1993). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 15 του ν. 1027/1980, που προβλέπει τη λειτουργία Υγειονομικών Επιτροπών στο ΤΕΒΕ και 2 παρ. 1 και 2 της 1559/1980 αποφάσεως του Υφυπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ανωτέρω Διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 1027/1980 και η οποία ορίζει τα σχετικά με την αρμοδιότητα των ανωτέρω Υγειονομικών Επιτροπών, σε συνδυασμό με την προμνησθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθ. 7/οικ.909/3.7.1981 αποφάσεως του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, προκύπτει ότι οι γνωματεύσεις των εν λόγω Υγειονομικών Επιτροπών, μόνον εφόσον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες δεσμεύουν ως προς τα ιατρικής φύσεως θέματα που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους, τα ασφαλιστικά όργανα του Ταμείου και τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, διοικητικά δικαστήρια, τα οποία, σε αντίθετη περίπτωση, υποχρεούνται να αξιώσουν την ειδική αιτιολόγηση των γνωματεύσεων αυτών, αναπέμποντας, εκ νέου, την υπόθεση στην επιτροπή για διευκρίνιση και πληρέστερη αιτιολόγηση, επειδή το αναιτιολόγητο των ανωτέρω γνωματεύσεων καθιστά αναιτιολόγητες και τις αποφάσεις που στηρίζονται σε αυτές (πρβλ. ΣτΕ 1111/1996, 5445/1995, 1594/1994, 2663/1992, 1613/1991, 1017/1990, 4230/1988, 2212/1987, 3870/1986 κ.ά.). Συνεπώς, όταν υποβάλλεται αίτημα απονομής εξωϊδρυματικού επιδόματος, η οικεία Υγειονομική Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να διαπιστώσει εάν η πάθηση του ασφαλισμένου συνιστά παραπληγία ή τετραπληγία, σε περίπτωση δε που αποφανθεί αρνητικά πρέπει να εκφέρει ειδικώς αιτιολογημένη κρίση περί του αν αυτή επιφέρει ή όχι την ίδια μορφή αναπηρίας με τις δύο ανωτέρω ρητώς κατονομαζόμενες παθήσεις, προσδιορίζοντας, ταυτόχρονα, και το ποσοστό ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, καθόσον τα ζητήματα αυτά είναι ιατρικής φύσεως και ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εν λόγω Υγειονομικών Επιτροπών (πρβλ. ΣτΕ 4026/1990, 3619/1992). Ειδικώς δε, όταν τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεώνουν με προδικαστική απόφαση τα υγειονομικά όργανα του ΤΕΒΕ να αποφανθούν επί ορισμένων ιατρικής φύσεως θέματα, τα τελευταία όμως παραλείπουν την υποχρέωση αυτήν, εμμένοντας σε ελλιπώς αιτιολογημένες γνωματεύσεις, τα ως άνω δικαστήρια έχουν δύο δυνατότητες: είτε να αναπέμψουν για μια ακόμη φορά την υπόθεση ενώπιον των αρμοδίων υγειονομικών οργάνων, είτε να κρίνουν επί του αιτήματος του ενδιαφερομένου, αφού προηγουμένως εκφέρουν κρίση επί των ως άνω ιατρικής φύσεως θεμάτων, χρησιμοποιώντας τα πρόσφορα προς τούτο αποδεικτικά μέσα. Και τούτο, δύνανται να το πράξουν τα δικαστήρια, για να παρασχεθεί, τελικά, στον ασφαλισμένο η προστασία που προβλέπεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2739/1987, ΕΔΚΑ 1988. 269, 1733/1993, ΕΔΚΑ 1994. 28 κ.ά.), διότι η παράλειψη των αρμοδίων υγειονομικών Επιτροπών να γνωματεύσουν, κατόπιν μάλιστα εκδόσεως σχετικής προδικαστικής αποφάσεως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν είναι δυνατό να αποβεί τελικώς εις βάρος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου (πρβλ. ΣτΕ 3842/2004, 2161/2001, 3823/2000, 1942/1998, 2649/1996, 5445/1995, 1594/1994).
Επειδή, τέλος, στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3232/2005 (ΦΕΚ Α΄ 48) ορίζεται ότι: «Στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, υπάγονται και οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, που: α. πάσχουν από μυασθένεια – μυοπάθεια με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, β. έχουν ακρωτηριασμό κατά τα τέσσερα άκρα, από τον αστράγαλο και πάνω για τα δύο κάτω άκρα ή έχουν υψηλό μηριαίο ακρωτηριασμό των δύο κάτω άκρων ή πλήρη ακρωτηριασμό των δύο άνω άκρων ή αντίστοιχο ακρωτηριασμό τού ενός κάτω άκρου και του ενός άνω άκρου, που δεν επιδέχονται εφαρμογής τεχνητού μέλους, γ. έχουν φωκομέλεια που επιφέρει τον ίδιο βαθμό κινητικής αναπηρίας με την παραπάνω περίπτωση β΄ της παραγράφου αυτής, δ. πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας που επιφέρει παραπληγία τετραπληγία με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, ε. πλήρη ακρωτηριασμό του ενός ή κάτω άκρου με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, που δεν επιδέχεται εφαρμογής τεχνητού μέλους. Το ύψος του επιδόματος στην περίπτωση αυτήν καθορίζεται στο δεκαπλάσιο του κατώτατου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως ισχύει κάθε φορά».
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία τού φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο καθ’ ου, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1938 και συνταξιοδοτείται λόγω γήρατος από το ΤΕΒΕ από την 1.3.1998, ελάμβανε κατά το από 1.10.2001 έως 30.9.2002 χρονικό διάστημα το ειδικό εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981. Στις 4.5.2004 υπέβαλε αίτηση προς το προσφεύγον Ταμείο, προκειμένου να του χορηγηθεί και πάλι το εν λόγω μηνιαίο επίδομα. Προς τούτο παραπέμφθηκε για εξέταση στην αρμόδια Α΄βάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΤΕΒΕ στη Θεσσαλονίκη, η οποία με την …/6.10.2004 γνωμάτευσή της, αποφάνθηκε ότι αυτός παρουσιάζει «βαρειά νόσο Parkinson» και «δεν εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 1140/1981 άρθ. 42 περί χορηγήσεως εξωϊδρυματικού επιδόματος αλλά χρήζει επιδόματος συμπαράστασης» για το χρονικό διάστημα από 30.9.2002 έως 30.90.2004, για το οποίο καθόρισε το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης και της ασφαλιστικής αναπηρίας του σε 85%. Στην εν λόγω γνωμάτευση αναγράφεται, ειδικότερα, ότι από την κλινική κατ’ οίκον εξέταση του καθ’ ου από τον ελεγκτή ιατρό του ΤΕΒΕ […] προέκυψε ότι ο ασθενής, ο οποίος είναι «νομίμως κατακεκλιμένος», παρουσιάζει «τρόμο χειρών με έντονο τρόμο ιδία (δε). Έκπτωση τενοντίων αντανακλάσεων και μυϊκής ισχύος (άμφω). Δυσκαμψία αγκώνων. Π.Χ.Κ., ΦΦ αρθρώσεων. Δυσκαμψία γονάτων ΠΔΚ. Δυσκαμψία Σ.Σ.», ενώ στη σχετική στήλη «πορίσματα εξετάσεων ειδικών ιατρών» αναφέρεται η από 24.9.2004 ιατρική γνωμάτευση του προαναφερθέντος ιατρού, σύμφωνα με την οποία ο καθ’ ου «αδυνατεί να προσέλθει, αδυνατεί να αυτοξυπηρετηθεί» και στη σχετική στήλη «πορίσματα νοσοκομειακών παρατηρήσεων» μνημονεύεται η από 12.5.2004 ιατρική γνωμάτευση της Αναπλ. Καθηγήτριας νευρολογίας […] στη Γ΄ Νευρολογική Κλινική του ΑΠΘ του Γενικού Νοσοκομείου «…» σύμφωνα με την οποία ο ασθενής πάσχει από «…βραδυκινησία και διαταραχή βάδισης και ισορροπίας. Ο ασθενής δεν απαντά καλά στη φαρμακευτική αγωγή και εμφανίζει επιδείνωση στο τέλος της δόσης με σοβαρού βαθμού ακινησία. Η κατάστασή του δημιουργεί σημαντική κινητική αναπηρία». Η Β΄βάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΤΕΒΕ στη Θεσσαλονίκη, στην οποία προσέφυγε ο ασφαλισμένος κατά της προαναφερόμενης γνωματεύσεως της Α΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, με την …/2.12.2004 γνωμάτευσή της, αποφάνθηκε ότι αυτός παρουσιάζει «βαρεία μορφή νόσο του Parkinson με έντονο τρόμο στο δεξιό άνω άκρο, βραδυκινησία και διαταραχή βάδισης και ισορροπίας… δεν παρουσιάζεται παραπάρεση ή παραπληγία και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 1140/1981 άρθ. 42 και ν. 3232/2004», καθόρισε δε το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης και της ασφαλιστικής αναπηρίας του σε 80% για το χρονικό διάστημα από 30.9.2002 έως 30.9.2005. Με βάση τη γνωμάτευση αυτήν της Β΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΤΕΒΕ στη Θεσσαλονίκη, ο Διευθυντής τού Τμήματος Συντάξεων της Διευθύνσεως Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας τού εν λόγω Ταμείου στη Θεσσαλονίκη, με την …/14.1.2005 απόφασή του, απέρριψε το προαναφερόμενο αίτημα του καθ’ ου περί χορηγήσεως εκ νέου του επίδικου επιδόματος, με την αιτιολογία ότι οι παθήσεις του δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981. Η αρμόδια Τοπική Διοικητική Επιτροπή, όμως, ενώπιον της οποίας ο καθ’ ου άσκησε ένσταση με την προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε ότι οι παθήσεις του μπορούν να εξομοιωθούν με αυτές της παραπληγίας και του χορήγησε το επίδομα τετραπληγικών ή παραπληγικών για το από 30.9.2002 έως 30.9.2005 χρονικό διάστημα. Το προσφεύγον Ταμείο με την κρινόμενη προσφυγή του ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως διότι η κρίση της έρχεται σε αντίθεση με τη γνωμάτευση της Β΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής. Εξάλλου, ο καθ’ ου, με το υπόμνημα που κατέθεσε κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, ισχυρίσθηκε ότι οι ασθένειες από τις οποίες πάσχει, σε συνδυασμό με την προχωρημένη ηλικία του, έχουν επιφέρει σ’ αυτόν τις ίδιες δυσμενείς συνέπειες με τις παθήσεις της τετραπληγίας και της παραπληγίας, ήτοι ολοκληρωτική κινητική αδυναμία των άκρων, ανικανότητα να σταθεί και να μετακινηθεί και να έχει οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία με το περιβάλλον, καθιστώντας τον παράλυτο, και, συνεπώς, δικαιούται του σχετικού επιδόματος, το οποίο, άλλωστε του είχε χορηγηθεί με απόφαση του ως άνω Διευθυντή για αμέσως προγενέστερο του ενδίκου χρονικό διάστημα. Το Δικαστήριο τούτο, με την 1714/2006 προδικαστική απόφασή του, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, έκρινε ότι η πιο πάνω γνωμάτευση της Β΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη και ανέπεμψε την υπόθεση στην ίδια Υγειονομική Επιτροπή, προκειμένου να κρίνει αιτιολογημένα, αφού λάβει υπόψη όλα τα ιατρικά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένων και των από 24.9.2004 και 12.5.2004 ιατρικών γνωματεύσεων του ελεγκτή ιατρού του ΤΕΒΕ […] και της Αναπλ. Καθηγήτριας νευρολογίας […] στη Γ΄ Νευρολογικής Κλινική του ΑΠΘ του Γενικού Νοσοκομείου «…», αντιστοίχως, περί του αν οι παθήσεις «βαρειά μορφή νόσος του Parkinson με έντονο τρόμο στο δεξιό άνω άκρου, βραδυκινησία και διαταραχή βάδισης και ισορροπίας» από τις οποίες έπασχε ο καθ’ ου, σε συνδυασμό και με το υψηλό ποσοστό (80%) της ανατομοφυσιολογικής βλάβης που παρουσίαζε, επέφεραν σ’ αυτόν ή όχι ίδιας μορφής αναπηρία με τις παθήσεις της τετραπληγίας ή παραπληγίας. Σε εκτέλεση της προδικαστικής αυτής αποφάσεως προσκομίσθηκε η …/24.10.2006 γνωμάτευση της Β΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, με την οποία η Επιτροπή αυτή αποφάνθηκε ότι ο καθ’ ου «…κατά το χρονικό διάστημα 30.9.2002 έως 30.9.2005 έπασχε από Νόσο Parkinson (τρόμος χειρών κυρίως δεξιά) – Βραδυκινησία – Δυσκαμψία εξωπυραμιδικού τύπου, διαταραχές βάδισης και ισορροπίας. Η ανωτέρω πάθηση είναι χρόνιο νευροεκφυλιστικό νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος με εξελισσόμενη πορεία και δεν προκαλεί τις παθήσεις παραπάρεση – παραπληγία και τετραπάρεση – τετραπληγία που οφείλονται σε επίκτητες βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Επομένως, δεν εμπίπτει στις διατάξεις των ν. 1140/1981 και 3232/2004 περί χορηγήσεως εξωϊδρυματικού επιδόματος».
Επειδή και η προαναφερόμενη …/24.10.2006 γνωμάτευση της οικείας Β΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής κρίνεται ως πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η Επιτροπή μ’ αυτήν αποφάνθηκε απλώς ότι ο καθ’ ου «δεν εμπίπτει στις διατάξεις των ν. 1140/1981 και 3232/2004 περί χορηγήσεως εξωϊδρυματικού επιδόματος», παραλείποντας να αποφανθεί επί του ανήκοντος αποκλειστικά στην αρμοδιότητά της ζητήματος, περί του αν οι παθήσεις από τις οποίες πάσχει, ανεξαρτήτως της ονομασίας τους επέφεραν σ’ αυτόν την ίδια όπως και η τετραπληγία ή παραπληγία μορφή αναπηρίας, αφού μάλιστα λαμβάνονταν υπόψη και οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις τής κλινικής εξετάσεώς του και τα πορίσματα εξετάσεων των ειδικών ιατρών, όπως με την προαναφερθείσα προδικαστική απόφαση διατάχθηκε, η δε μνεία ότι οι ανωτέρω παθήσεις είναι χρόνιο νευροεκφυλιστικό νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος με εξελισσόμενη πορεία και δεν προκαλεί τις παθήσεις παραπάρεση – παραπληγία και τετραπληγία που οφείλονται σε επίκτητες βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος, αναφέρεται στη φύση των εν λόγω παθήσεων και όχι στη μορφή αναπηρίας που αυτές επιφέρουν. Κατ’ ακολουθία, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών και όσων έγιναν δεκτά στη μείζονα πρόταση, η εμμονή της Β΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής στη μη αιτιολόγηση της κρίσεώς της περί του αν οι παθήσεις από τις οποίες έπασχε ο καθ’ ου επέφεραν σ’ αυτόν την ίδια μορφή αναπηρίας με τις παθήσεις της τετραπληγίας ή παραπληγίας δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του και προκειμένου να παρασχεθεί σ’ αυτόν η προστασία που καθιερώνεται από άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: α) τις κατά τον κρίσιμο χρόνο παθήσεις του, όπως αυτές διαπιστώθηκαν κατά τα προαναφερόμενα και το ανερχόμενο σε 80% ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής του βλάβης, σε συνδυασμό με την προχωρημένη σχετικά ηλικία του (64 ετών), β) το ότι όπως αναγράφεται στην προγενέστερη 1689/6.10.2004 γνωμάτευση της αρμόδιας Α΄βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής από την κλινική κατ’ οίκον εξέτασή του διαπιστώθηκε ότι αυτός είναι μονίμως κατακεκλιμένος και παρουσιάζει «τρόμο χεριών με έντονο τρόμο ιδία (δε). Έκπτωση τενοντίων αντανακλάσεων και μυϊκής ισχύος (άμφω). Δυσκαμψία αγκώνων… Δυσκαμψία γονάτων…» και γ) το ότι στη σχετική στήλη πορισμάτων εξετάσεων ειδικών ιατρών τής αμέσως προαναφερθείσας γνωματεύσεως γίνεται παραπομπή στην από 24.9.2004 ιατρική γνωμάτευση του ελεγκτή ιατρού του ΤΕΒΕ, σύμφωνα με την οποία ο καθ’ ου «αδυνατεί να προσέλθει, αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί» ενώ, επιπλέον, στη σχετική στήλη «πορίσματα νοσοκομειακών παρατηρήσεων» μνημονεύεται η από 12.5.2004 ιατρική γνωμάτευση της Αναπλ. Καθηγήτριας νευρολογίας […] στη Γ’ Νευρολογική Κλινική του ΑΠΘ του Γενικού Νοσοκομείου «…», σύμφωνα με την οποία ο ασθενής πάσχει από «…βραδυκινησία και διαταραχή βάδισης και ισορροπίας. Ο ασθενής δεν απαντά καλά στη φαρμακευτική αγωγή και εμφανίζει επιδείνωση στο τέλος της δόσης, με σοβαρού βαθμού ακινησία. Η κατάστασή του δημιουργεί σημαντική κινητική αναπηρία», κρίνει (το Δικαστήριο) ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του καθ’ ου οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 και, επομένως, αυτός δικαιούταν, κατά το από 30.9.2002 έως 30.9.2005 ένδικο χρονικό διάστημα, του επιδόματος τετραπληγικών η παραπληγικών, όπως ορθά και νόμιμα έκρινε και η Τοπική Διοικητική Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφασή της. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη προσφυγή με την οποία υποστηρίζεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τέλος, το προσφεύγον Ταμείο, εκτιμωμένων των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί εν όλω από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφ. πέμπτο του ΚΔΔ).
(Απορρίπτει την προσφυγή)
Παρατηρήσεις
Με σειρά διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, οι υγειονομικές επιτροπές καθίστανται αποκλειστικά αρμόδιες για την κρίση ιατρικής φύσεως ζητημάτων, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση χορήγησης ορισμένης κοινωνικοασφαλιστικής παροχής. Ως κατεξοχήν τεχνικής φύσεως κρίσεις, οι αποφάσεις των υγειονομικών επιτροπών τοποθετούνται καταρχήν εκτός του βεληνεκούς τού δικαστικού ελέγχου ως ανήκουσες στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών [ΣτΕ 2020/2007, ΕΔΚΑ 2007. 594, 803/2006, ΕΔΚΑ 2006. 680, 1915/2005, ΕΔΚΑ 2005. 837, 300/2004, ΔιΔικ 2006. 449, 2161/2001, ΕΔΚΑ 2001. 824, 1895/2000, ΕΔΚΑ 2001. 843, ΔΕφΠειρ 159/2005, ΕΔΚΑ 2005. 541]. Ο δικαστικός έλεγχος εν προκειμένω αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο [πέραν των περιπτώσεων πλάνης περί τα πράγματα, ΣτΕ 177/1996, ΕΔΚΑ 1996. 153] και παράβασης της αρχής τής αμεροληψίας [Ι. Μαθιουδάκης, Η αρχή της αμεροληψίας της διοίκησης, 2008, σ. 177, πλαγιάρ. 246] σε δύο επίπεδα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο δικαστικός έλεγχος ασκείται με βάση το κλασικό εργαλείο τής αιτιολογίας. Οι γνωματεύσεις των υγειονομικών επιτροπών πρέπει να είναι όχι μόνον ειδικά αλλά και πλήρως αιτιολογημένες ως προς τα τιθέμενα υπ’ όψιν τους ιατρικής φύσεως ζητήματα. Ειδικά στην περίπτωση του εξωϊδρυματικού επιδόματος παραπληγίας και τετραπληγίας -όπως στη σχολιαζόμενη απόφαση- ο ειδικός χαρακτήρας τής αιτιολογίας συνίσταται στην υποχρέωση της υγειονομικής επιτροπής, εφόσον η πάθηση, που διαπιστώθηκε είναι διαφορετική από τις παθήσεις, που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθ. 42 ν. 1140/1981 (τετραπληγία – παραπληγία), να εκφέρει κρίση για το εάν η πάθηση αυτή επιφέρει ίδιας μορφής αναπηρία με τις αναφερόμενες στη διάταξη παθήσεις [ΣτΕ 2020/2007, ό.π.]. Εάν η γνωμάτευση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει τη διοικητική πράξη, ώστε η υπόθεση να καταστεί εκ νέου εκκρεμής ενώπιον των οργάνων του ΙΚΑ ή να ζητήσει από την υγειονομική επιτροπή διευκρινίσεις [ΣτΕ 3493/1996, ΕΔΚΑ 1997. 210, κ.ά. σε: Β. Μωυσίδης, Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας – Κατ’ άρθρον ερμηνεία, δ΄ έκδ., 2008, σ. 444, ο ίδιος, Κοινωνική ασφάλιση – Γενικές Αρχές – Βασικοί Κανόνες, 2003, σ. 289]. Εάν το Δικαστήριο ακυρώσει εσφαλμένα την προσβαλλόμενη πράξη, παρότι η γνωμάτευση της Επιτροπής ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, η νέα γνωμάτευση της Επιτροπής δεν είναι ληπτέα υπόψη [ΣτΕ 2018/1997, ΕΔΚΑ 2000. 504 = ΔιΔικ 2000. 1030 = ΕλλΔνη 2000. 1099]. Υφίσταται, μάλιστα, υποχρέωση ειδικότερης αιτιολογίας στην περίπτωση απόκλισης μεταξύ δύο διαδοχικών γνωματεύσεων που αποφαίνονται για τον ίδιον ασφαλισμένο και για το ίδιο χρονικό διάστημα [ΣτΕ 483/2003, ΕλλΔνη 2003. 1110]. Σε ένα δεύτερο ενδότερο επίπεδο ελέγχου, ο διοικητικός δικαστής υποκαθίσταται στην κρίση τής υγειονομικής επιτροπής. Πρόκειται για την περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφασης, η οποία ακολουθεί στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία του ΣτΕ [803/2006, ό.π., 300/2004, ό.π., κ.ά.]. Οι υγειονομικές επιτροπές οφείλουν σε κάθε περίπτωση να εκδώσουν σαφή και απαλλαγμένη από αμφιβολίες γνωμάτευση, έστω κι αν ελλείπουν τα αναγκαία στοιχεία από τον φάκελο της υπόθεσης, οπότε τα πιθανολογούν με βάση τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης και τέχνης [ΣτΕ 2020/2007, ό.π., 3130/2005, ΔιΔικ 2007. 174, 2149/2005, ΔιΔικ 2007, 493 κ.ά.]. Εάν παραλείψουν την υποχρέωσή τους αυτήν, το διοικητικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια να εκδώσει προδικαστική απόφαση για συμπλήρωση της αιτιολογίας, η μη συμμόρφωση στην οποία το καθιστά αρμόδιο να κρίνει το ίδιο επί του ζητήματος, «αφού προηγουμένως εκφέρ[ει] κρίση επί των ως άνω ιατρικής φύσεως θεμάτων χρησιμοποιώντας τα προς τούτο πρόσφορα αποδεικτικά μέσα» [ΣτΕ 3130/2005, ό.π.]. Η εξουσία υποκατάστασης του διοικητικού δικαστή στην τεχνική κρίση τής υγειονομικής επιτροπής μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης προϋποθέτει ορθό και πλήρη προσδιορισμό τού ιατρικής φύσεως ζητήματος στην τελευταία, και παράλειψη της υγειονομικής επιτροπής να απαντήσει (κατά τρόπο πλήρη και αιτιολογημένο). Διαφορετικά, εάν δηλαδή ορισμένο ζήτημα δεν ετέθη καν υπόψη της υγειονομικής επιτροπής με την προδικαστική απόφαση, το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να αποφανθεί το πρώτον επ’ αυτού [έτσι, η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα απόφαση του ΣτΕ 803/2006, ΕΔΚΑ 2006. 680, σχετικά με την υποχρέωση αναπομπής της υπόθεσης στην υγειονομική επιτροπή μετά την αναίρεση δευτεροβάθμιας απόφασης λόγω παραλείψεων στην προδικαστική απόφαση, υπέρ, όμως, της θέσης ότι ο διοικητικός δικαστής της ουσίας ερευνά τη συνδρομή ή μη κρίσιμων κατά νόμο πραγματικών περιστατικών, έστω κι αν δεν τα εξέτασε η διοίκηση, με παρουσίαση της νεότερης νομολογίας του ΣτΕ, η Χ. Μουκίου, Η εξουσία του διοικητικού δικαστή ουσίας προς υποκατάσταση στην ουσιαστική περί πραγμάτων κρίση του διοικητικού οργάνου, ΕΔΚΑ 2004. 641 επ. (650 επ.), αντιφατική χαρακτηρίζει την νομολογία του ΣτΕ στο ζήτημα αυτό ο Ν. Χατζητζανής, Ερμηνεία κατ’ άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, 2002, σ. 591, ο οποίος ειδικά για την αντικατάσταση της αιτιολογίας τής πράξης θέτει ως διπλή προϋπόθεση (ό.π., σ. 595) τον σεβασμό τόσο της πραγματικής βάσης τής πράξης όσο και του αιτήματος του ενδίκου βοηθήματος, τέλος, στο πλαίσιο του άρθ. 79 παρ. 3 ΚΔΔ, κατά τον Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, γ΄ έκδ., 2004, σ. 730, τροποποίηση της διοικητικής πράξης είναι δυνατή μόνον επί δέσμιας αρμοδιότητας ή επί διακριτικής ευχέρειας, που ασκήθηκε έστω παράνομα, εφόσον τα στοιχεία τής κρίσης προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης, όχι πάντως για νέα κρίση με βάση νέα στοιχεία]. Η δικαιοκρατική αυτή λειτουργία τής προδικαστικής απόφασης οφείλει να προστεθεί στις περιπτώσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης για την αποστολή του διοικητικού φακέλου προς το Δικαστήριο, τον οποίον η Διοίκηση παραλείπει να αποστείλει, οπότε, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ιδιώτη θεωρούνται αποδεδειγμένοι [ΣτΕ 3275/2007, 3487/2004, κ.ά.] καθώς και της προδικαστικής απόφασης περί συμπλήρωσης των αποδείξεων (κατ’ άρθ. 151 ΚΔΔ), οπότε κάμπτεται τόσο η υποχρέωση προαπόδειξης κατά το άρθ. 150 ΚΔΔ [ΣτΕ 3309/2003, ΔιΔικ 2005. 70] όσο και η απαγόρευση προσκόμισης νέων αποδεικτικών μέσων το πρώτον στο Εφετείο για πραγματικούς ισχυρισμούς προβληθέντες πρωτοδίκως [ΣτΕ 4202/2000, ΔιΔικ 2002. 574, 1020/1996, ΔιΔικ 1996. 1227, κ.ά.].
Ιάκωβος Γ. Μαθιουδάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος