ΑΕΔ 11/2003, ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ 110 Σ. ΕΜΜΕΣΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΚΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΑΡΘΡΟΥ 57 Σ.

ΑΕΔ

Αριθμός 11/2003 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Χρίστο Γεραρή, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Κωνσταντίνο Ρίζο, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πέτρο Κακκαλή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Αθανάσιο Ράντο, Ειρήνη Σάρπ, Εισηγήτρια, Χρίστο Ράμμο, α΄ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Μαρίας Καραμανώφ), Συμβούλους της Επικρατείας, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Αρεοπαγίτες, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτη, ως μέλη και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζή, Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2003, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των: 
ΑΙΤΟΥΣΗΣ: Ελένης Αποστόλου, κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Ιωάννη Μαντζουράνη (Α.Μ. 7549) και Α. Διαμαντόπουλο (Α.Μ. 3698) δυνάμει του αριθμ. 19336 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Μαρίνας-Ελένης Μαγκλάρα. 
ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Αλέξανδρου-Λέοντος Λυκουρέζου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και διόρισε και τους δικηγόρους Νικ. Αλιβιζάτο (Α.Μ. 6976) και Φίλ. Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310). 
Η αιτούσα με την από 18 Φεβρουαρίου 2003 αίτησή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 3/18-2-2003, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. 
Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου της Επικρατείας, Ειρήνης Σάρπ. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους. 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 
Σκέφθηκε κατά νόμο. 

1. Επειδή, με την κατατεθείσα στις 18.2.2003 στην Γραμματεία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αίτηση η Ελένη Αποστόλου, εκλογέας της Α΄ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, επικαλουμένη τις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57 και της παραγράφου 7 του άρθρου 115 του Συντάγματος, ζητεί να αναγνωρισθεί η έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα του εκλεγέντος κατά τις βουλευτικές εκλογές της 9.4.2000 στην εν λόγω εκλογική περιφέρεια βουλευτή Αλεξάνδρου – Λέοντος Λυκουρέζου λόγω ασκήσεως υπ’ αυτού του δικηγορικού επαγγέλματος και μετά την 1.1.2003. 
2. Επειδή, το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι “Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται : α) … γ) Η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και 57”. Εξάλλου, ο Κώδικας περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Κώδικας Α.Ε.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141), ορίζει στο άρθρο 39 παρ. 1 ότι “Το Ειδικόν Δικαστήριον αποφαίνεται επί αμφισβητήσεων, αναφερομένων εις την έκπτωσιν βουλευτών, εις τας υπό των άρθρων 55 παρ. 2 και 57 του Συντάγματος προβλεπομένας περιπτώσεις, κατ’ αίτησιν α) … β) … γ) παντός εκλογέως εγγεγραμμένου εις τους εκλογικούς καταλόγους της εκλογικής περιφέρειας εις την οποίαν εξελέγη ο περί ου η αμφισβήτησις βουλευτής”. Η τελευταία αυτή διάταξη, με την οποία θεσπίζεται το δικαίωμα εκλογέως, εγγεγραμμένου στους καταλόγους της εκλογικής περιφέρειας στην οποία εκλέγεται βουλευτής, να ζητήσει από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο την επίλυση αμφισβητήσεως ως προς την έκπτωση του εν λόγω βουλευτή από το αξίωμά του, αποβλέπει στην εξασφάλιση της σύμφωνης με το Σύνταγμα και τους νόμους συγκροτήσεως της Βουλής, η οποία αποτελεί τον εκφραστή της κυρίαρχης λαϊκής βουλήσεως (πρβλ. Α.Ε.Δ. 34/19914358/1989). Ενόψει δε του επιδιωκομένου με την ανωτέρω διάταξη σκοπού, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 51 παρ. 2 και 60 παρ. 1 του Συντάγματος, εκ των οποίων το πρώτο ορίζει ότι οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος, και όχι τους κατ’ ιδίαν εκλογείς, και το δεύτερο ότι οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Συνεπώς, η αιτούσα, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είναι εκλογέας της Α΄ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, στην οποία εξελέγη ο καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση βουλευτής, νομιμοποιείται να ασκήσει την εν λόγω αίτηση, είναι απορριπτέος δε ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβληθείς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και επαναληφθείς με το υποβληθέν εντός της χορηγηθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας από 14.5.2003 υπόμνημα, ισχυρισμός του καθ’ ου, με τον οποίο προβάλλεται ειδικότερα ότι η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 περ. γ΄ του Κώδικα Α.Ε.Δ. αντίκειται στο Σύνταγμα, μη εναρμονιζομένη προς την καθιερουμένη από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις “ελεύθερη εντολή”. 
3. Επειδή, περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση θεωρείται εμπροθέσμως ασκουμένη, εφόσον ο ανωτέρω Κώδικας Α.Ε.Δ. (άρθρα 39 – 41) δεν προβλέπει ειδική προθεσμία για την άσκησή της (βλ. Α.Ε.Δ. 1622/20017/2002). 
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες στο φάκελο εκθέσεις επιδόσεως, έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 10 παρ. 2 και 39 παρ. 3 του προαναφερθέντος Ν. 345/1976. 
5. Επειδή, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 αναθεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 57 ως εξής : “1. Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία : α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα. β) Απολαμβάνει ειδικών προνομίων. γ) Κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα ….. δ) Ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφελείας. ε) Μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου. Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. … Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Νόμος ορίζει τις δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των βουλευτών στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας. Οι δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την ιδιότητα του υπαλλήλου ή του νομικού ή άλλου συμβούλου σε επιχειρήσεις των περιπτώσεων α΄ έως δ΄ της παραγράφου αυτής. Η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει. 2. Βουλευτές που υπάγονται στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου οφείλουν, μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με δήλωσή τους μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Αν παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή. 3. Βουλευτές που 

αποδέχονται οποιαδήποτε από τις ιδιότητες ή τα έργα που αναφέρονται σε αυτό ή στο προηγούμενο άρθρο και που χαρακτηρίζονται ότι αποτελούν κώλυμα για την υποψηφιότητα βουλευτή ή ότι είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα, εκπίπτουν από το αξίωμα αυτό, όπως νόμος ορίζει. 4. …”. Με το άρθρο δε 115 παρ. 7 του αναθεωρημένου Συντάγματος ορίσθηκε ότι “το προβλεπόμενο στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευση του προβλεπόμενου στην ίδια διάταξη νόμου και το αργότερο την 1.1.2003”. 
6. Επειδή, με τα από 21.4.2003 και 14.5.2003 υπομνήματά του ο καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση προβάλλει ότι η καθιέρωση με το άρθρο 57 του αναθεωρημένου Συντάγματος για πρώτη φορά του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του βουλευτή με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος δεν είναι νόμιμη, διότι, υπερβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 110 του Συντάγματος, το εύρος της εντολής που η προηγούμενη Βουλή είχε δώσει στην αναθεωρητική, δεδομένου ότι η Βουλή εκείνη πρότεινε την αναθεώρηση του άρθρου 57 του Συντάγματος, αφού διαπίστωσε την ανάγκη να “επανακαθορισθούν” τα ασυμβίβαστα των βουλευτών, προκειμένου, όπως όριζε η σχετική απόφασή της, να ληφθούν υπόψη “τα σύγχρονα δεδομένα ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους“, εκ τούτου συνάγεται ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν μπορούσε να καθιερώσει ασυμβίβαστα πέραν εκείνων που είτε άμεσα είτε έμμεσα σχετίζονται με το κράτος και τις “οικονομικές λειτουργίες του“. Ο ισχυρισμός αυτός, που παραδεκτώς προβάλλεται από την άποψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου της αναθεωρητικής διαδικασίας, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως, διότι η ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 57 προς το σκοπό της λήψεως υπόψη των συγχρόνων δεδομένων, ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του Κράτους, διατυπώθηκε μόνον στην εισήγηση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος προς την Ολομέλεια της Βουλής που πρότεινε την αναθεώρηση του Συντάγματος και δεν επαναλήφθηκε στην τελική απόφαση της Βουλής αυτής μετά τη διενέργεια των προβλεπομένων από την παράγραφο 2 του άρθρου 110 του Συντάγματος δύο ψηφοφοριών (βλ. Πρακτικά Ολομελείας Βουλής, Θ΄ περιόδου, Συνεδριάσεις ΡΛΕ΄ της 20 Μαϊου 1998 και ΡΞ΄ της 24 Ιουνίου 1998). Στην απόφαση αυτή της Ολομελείας της Βουλής προσδιορίζονται μόνον αριθμητικά χωρίς οποιοδήποτε λεκτικό περιορισμό οι προς αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες του επιμάχου άρθρου 57. 
7. Επειδή, από τη διατύπωση της προαναφερθείσης διατάξεως του προσδιοριζομένου στην παράγραφο 7 του άρθρου 115 ως προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης, ο οποίος αύξησε τις περιπτώσεις ασυμ- 

βιβάστων, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας διαφανής φραγμός ανάμεσα στη λειτουργία της αγοράς εν ευρεία εννοία και τη βουλευτική ιδιότητα (βλ. την εισήγηση του εισηγητή της πλειοψηφίας ενώπιον της Ολομελείας της Βουλής κατά τη συνεδρίαση ΡΚΕ΄ της 28.2.2001, σελ. 5371 των πρακτικών), θέσπισε τον κανόνα ότι η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, προς το σκοπό όχι μόνον να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία του βουλευτή, αλλά και να έχει αυτός “την άνεση, απερίσπαστος, να ασκεί τα καθήκοντά του” (βλ. την αγόρευση του ίδιου ως άνω εισηγητή κατά τη συνεδρίαση ΡΚΖ΄ της 1.3.2001, σελ. 5491 των πρακτικών). Παραλλήλως το Σύνταγμα ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τις εξαιρέσεις από τον κανόνα του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, δηλαδή να καθορίσει τις επαγγελματικές δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και να ρυθμίσει τα σχετικά με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των βουλευτών στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητος. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη της προαναφερθείσης παραγράφου 7 του άρθρου 115, προκύπτει ότι ο κανόνας του ασυμβιβάστου της ιδιότητος του βουλευτή με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος αρχίζει να ισχύει το αργότερο την 1.1.2003 (πρβλ. Α.Ε.Δ. 7/2002), ακόμη και αν δεν έχει μέχρι την ημερομηνία αυτή δημοσιευθεί νόμος, με τον οποίο να προβλέπονται επαγγελματικές δραστηριότητες συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα και να ρυθμίζονται τα προκύπτοντα από την αναστολή της επαγγελματικής δραστηριότητος των βουλευτών ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα, καθώς και ο τρόπος επανόδου στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητος. Μόνη συνέπεια της μη δημοσιεύσεως νόμου, ο οποίος θα προβλέπει επαγγελματικές δραστηριότητες συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, είναι ότι από 1.1.2003, εφαρμόζεται χωρίς εξαιρέσεις ο απαγορευτικός κανόνας της άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος από τους βουλευτές. Συναφώς για την έναρξη ισχύος του επαγγελματικού ασυμβιβάστου από την ημερομηνία αυτή δεν απαιτείται ούτε η προηγούμενη δημοσίευση νόμου που να προβλέπει τη διαδικασία για την δήλωση εκ μέρους των βουλευτών της βουλήσεώς τους να αναστείλουν την άσκηση του επαγγέλματος. Συνέπεια δε του ότι ο κανόνας του ασυμβιβάστου ισχύει το αργότερο από 1.1.2003 είναι ότι εφαρμόζεται η σχετική απαγόρευση και για τους Βουλευτές της παρούσης Βουλής, η οποία προέκυψε από τις εκλογές της 9.4.2000 και η οποία, ως αναθεωρητική, ψήφισε και την θεσπίζουσα το εν λόγω ασυμβίβαστο διάταξη. Τέλος, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 57 του Συντάγματος, βουλευτής της παρούσης Βουλής που ασκεί επάγγελμα ρυθμιζόμενο από το νόμο, όπως είναι και το δικηγορικό λειτούργημα, είχε υποχρέωση να υποβάλει μέχρι την 1.1.2003 δήλωση περί αναστολής ασκήσεως του επαγγέλματός του στον 

οικείο επαγγελματικό σύλλογο. Επομένως, όταν βουλευτής της παρούσης Βουλής δεν υπέβαλε τέτοια δήλωση αλλά συνέχισε και μετά την 1.1.2003 να ασκεί δραστηριότητα, που αποτελεί το αντικείμενο του εν λόγω επαγγέλματος (παραστάσεις ενώπιον δικαστηρίων ή αρχών, διενέργεια εξωδίκων νομικών πράξεων, παροχή γνωμοδοτήσεων ή συμβουλών κ.λπ.), συντρέχει νόμιμη περίπτωση εκπτώσεως αυτού από το βουλευτικό αξίωμα με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, έστω και αν δηλώνει ή και αποδεικνύει ότι ασκεί την ρυθμιζόμενη ειδικώς από το νόμο επαγγελματική αυτή δραστηριότητα χωρίς αμοιβή. Ενόψει των ανωτέρω είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με τα προαναφερθέντα υπομνήματα ισχυρισμοί του καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση ότι η θεσπίζουσα το επαγγελματικό ασυμβίβαστο διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του αναθεωρημένου Συντάγματος δεν μπορεί να ισχύσει, παρά το γεγονός ότι παρήλθε η προβλεπόμενη στο άρθρο 115 παρ. 7 ημερομηνία, εφόσον δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί νόμος, που αφενός μεν να προβλέπει επαγγελματικές δραστηριότητες συμβατές με την βουλευτική ιδιότητα και αφετέρου να ρυθμίζει τη διαδικασία για την εκ μέρους των βουλευτών που εμπίπτουν στο νέο ασυμβίβαστο δήλωση επιλογής μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητος ή του επαγγέλματός τους. Είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος με το δεύτερο από τα ανωτέρω υπομνήματα ισχυρισμός του καθ’ ου ότι ο κανόνας του επαγγελματικού ασυμβιβάστου δεν μπορεί να ισχύσει για τους βουλευτές της παρούσης Βουλής, λόγω αδυναμίας εφαρμογής ως προς αυτούς της προβλεπομένης από την παρ. 2 του άρθρου 57 του Συντάγματος οκταήμερης προθεσμίας αφότου η εκλογή γίνει οριστική για τη δήλωση επιλογής μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των ασυμβιβάστων προς αυτό έργων ή ιδιοτήτων. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, διότι η εν λόγω διάταξη, όπως ρητώς ορίζεται σ’ αυτήν, δεν αφορά το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, αλλά τα έργα και τις ιδιότητες του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 57. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με τα υπομνήματα του καθ’ ου ισχυρισμός ότι ο κανόνας του επαγγελματικού ασυμβιβάστου δεν μπορεί να ισχύσει για τους βουλευτές της παρούσης Βουλής, καθόσον τούτο θα αντέβαινε στην συνταγματική αρχή της προστατευ-όμενης εμπιστοσύνης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ανίσχυρη διάταξη του Συντάγματος λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ίδιου Συντάγματος, ενόψει της τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων του Συντάγματος και των εξ αυτών πηγαζουσών αρχών, που έχει ως συνέπεια ότι κάθε διάταξη του Συντάγματος εφαρμόζεται υποχρεωτικώς ως προς το ειδικώς ρυθμιζόμενο από αυτή αντικείμενο
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το από 22.12.2002 έγγραφό του ο Πρόεδρος της Βουλής κάλεσε τους βουλευτές που εμπίπτουν στο θεσπισθέν με το 

προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος ασυμβίβαστο να καταθέσουν δήλωση διακοπής του επαγγέλματός τους από 1.1.2003 στη Βουλή και τον οικείο επαγγελματικό ή επιστημονικό φορέα, του οποίου είναι μέλη. Ο καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση βουλευτής, διορισμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με την από 7.1.2003 επιστολή του προς τον ανωτέρω Πρόεδρο της Βουλής γνωστοποίησε, ότι δεν προτίθεται να προβεί σε δήλωση αναστολής ασκήσεως του επαγγέλματός του. Με το 3116/4.4.2003 δε έγγραφο του Διευθυντή του ανωτέρω Δικηγορικού Συλλόγου προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βεβαιούται ότι μέχρι την ημερομηνία που φέρει το εν λόγω έγγραφο ο καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση δεν είχε υποβάλει αίτηση αναστολής ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που προσκόμισαν τόσο η αιτούσα όσο και ο ίδιος ο καθ’ ού η αίτηση, προκύπτει ότι αυτός παρέστη μετά την 1.1.2003 ως πληρεξούσιος δικηγόρος ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει λόγος εκπτώσεως του ανωτέρω βουλευτή από το αξίωμά του, κατ’ αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως, δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι αυτός ισχυρίζεται, προσκομίζοντας σχετικώς διάφορα στοιχεία, ότι από 1.1.2003 δεν ασκεί επαγγελματική, αλλά μη αμειβόμενη δικηγορία και ότι η δωρεάν παράσταση ενώπιον δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί άσκηση επαγγέλματος. Κατά τη γνώμη, όμως, των μελών του Δικαστηρίου Κων. Ρίζου, Αθαν. Ράντου και Δημ. Γυφτάκη, η επίμαχη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος, η εφαρμογή της οποίας συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα, και μάλιστα για λόγο ο οποίος δεν προβλεπόταν κατά την ανάδειξη του ενδιαφερομένου ως βουλευτή από το εκλογικό σώμα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, διότι άλλως αλλοιώνεται ευθέως η επιλογή του εκλογικού σώματος. Η άμεση δε, από 1.1.2003, εφαρμογή της διατάξεως για την απαγόρευση ασκήσεως από βουλευτή οποιουδήποτε επαγγέλματος προϋποθέτει, πάντως, ότι δεν καταλείπεται καμία εύλογη ερμηνευτική αμφιβολία για την κατά το Σύνταγμα έννοια και το εύρος της απαγορεύσεως. Η διάταξη, όμως, αυτή, αναφερόμενη σε “άσκηση επαγγέλματος”, δεν καλύπτει, κατά το γράμμα της, περιπτώσεις ασκήσεως δραστηριοτήτων για τις οποίες δεν λαμβάνεται αμοιβή ή, πάντως, αυτές δεν ασκούνται προς πορισμό εισοδήματος, διότι, κατ’ αρχήν, η έννοια της ασκήσεως επαγγέλματος είναι σύμφυτη με την απόληψη από αυτό εισοδήματος, και μάλιστα κατόπιν συστηματικής και διαρκούς δραστηριότητος που ασκείται χάριν βιοπορισμού. Επομένως, δεν είναι επιτρεπτή η έκπτωση βουλευτή, για τον οποίο δεν αποδεικνύεται κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι ασκεί επάγγελμα με την ανωτέρω έννοια, χωρίς προηγουμένως να έχει ψηφισθεί σχετικός νόμος, ελεγκτός άλλωστε ως προς την συμπόρευσή του με το Σύνταγμα, ο οποίος θα διευκρινίζει και θα ορίζει επακριβώς την κατά την ως άνω 

διάταξη έννοια του επαγγέλματος και την διαδικασία διακριβώσεως της διακοπής της ασκήσεώς του. Χωρίς την ψήφιση του νόμου αυτού δεν επιτρέπεται, ειδικότερα, η έκπτωση βουλευτή που ασκεί οργανωμένο από τον νόμο επάγγελμα για μόνο τον λόγο ότι αυτός δεν έχει προβεί στις αναγκαίες κατά νόμο ενέργειες για την πανηγυρική εκδήλωση της προθέσεώς του να διακόψει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα ή βουλευτή ο οποίος δηλώνει ρητά, αναλαμβάνοντας και την σχετική ευθύνη, ότι προτίθεται να συνεχίσει την δραστηριότητά του χωρίς να αμείβεται. Η ερμηνεία αυτή της συνταγματικής διατάξεως δεν επηρεάζεται, εξάλλου, από την πάροδο του χρονικού σημείου της 1.1.2003, διότι ο νόμος, με τον οποίο θα καθορίζονται οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις και διαδικασία για την άμεση εφαρμογή της συνταγματικής διατάξεως, είναι διαφορετικός από τον νόμο που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 και στο άρθρο 115 παράγραφος 7 του Συντάγματος, για τον οποίο και μόνο τάσσεται το ανωτέρω χρονικό όριο και η εντεύθεν έννομη συνέπεια, διότι ο τελευταίος αυτός νόμος, η έκδοση του οποίου είναι, άλλωστε, δυνητική, και ο οποίος θα μπορούσε, βεβαίως, να εκδοθεί ενιαίως, θα ρύθμιζε το διαφορετικό ζήτημα των τυχόν συμβατών με το βουλευτικό αξίωμα επαγγελματικών δραστηριοτήτων και τα μνημονευόμενα στην αυτή διάταξη άλλα ζητήματα (ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά, τρόπο επανόδου). Συνεπώς, χωρίς την έκδοση του κατά τα προεκτεθέντα νόμου, και ενόψει των ισχυρισμών του καθ’ ου ότι δεν ασκεί ούτε προτίθεται να ασκήσει στο μέλλον επάγγελμα με την ανωτέρω έννοια, δεν είναι επιτρεπτή η έκπτωσή του και η κρινόμενη αίτηση έπρεπε να απορριφθεί. 
9. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να κηρυχθεί έκπτωτος από το βουλευτικό αξίωμα ο καθ’ ου στρέφεται η αίτηση αυτή βουλευτής. Η έκπτωση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος (ομοίως και στο άρθρο 57 παρ. 3), δεν ανατρέχει αυτοδικαίως στο χρόνο που διαπιστώνεται η άσκηση ασυμβιβάστου επαγγελματικής δραστηριότητας αλλά επέρχεται με τη δημοσίευση της παρούσης δικαστικής αποφάσεως. 
10. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει ν’ απαλλαγεί ο καθ’ ού η αίτηση από τη δικαστική δαπάνη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 3 του Κώδικα Α.Ε.Δ. 

Δια ταύτα 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. 
Κηρύσσει έκπτωτο από το βουλευτικό αξίωμα το βουλευτή της Α΄ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών Αλέξανδρο – Λέοντα Λυκουρέζο. 
Απαλλάσσει τον ανωτέρω από την δικαστική δαπάνη. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου και 3 Ιουλίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 3 Ιουλίου 2003. 

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας 

Χρίστος Γεραρής Μιχαήλ Καλαντζής