Αριθμός 5/1995
Το
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές: Βασίλειο Μποτόπουλο,
Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Απόστολο Μπότσο, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Σωκράτη Σωκρατείδη, Α’ Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου αυτού), Παναγιώτη Ζ. Φλώρο Εισηγητή, Φώτιο Στεργιόπουλο, δ’ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Γεωργίου Δεληγιάννη), Σύμβουλοι της Επικρατείας, Αθανάσιο Γκιούρα, Αρεοπαγίτη, Σωτήριο Ρίζο, α’ αναπληρωματικό μέλος (κωλυομένου του τακτικού μέλους Στυλιανού Σαρηβαλάση), Σύμβουλο της Επικρατείας, Διονύσιο Κονδύλη , α’ αναπληρωματικό μέλος
(ελλείποντος τακτικού μέλους), Νικόλαο Παραθύρα, Κωνσταντίνο
Λυμπερόπουλο, Αρεοπαγίτες, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, Αργύριο Καρρά, Καθηγητή Νομικής Σχολή Πανεπιστημίου Θράκης και Αθανάσιο
Λιακόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη και τη Γραμματέα Ελένη Κατσαρού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28
Σεπτεμβρίου 1994, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ιωάννη Νικολόπουλου, Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Ο αιτών με την από 14 Φεβρουαρίου 1994 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του με αριθμό 6/16-2-1994,
ζήτησε να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 3045/1992 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 20/1993 του Αρείου Πάγου.
Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως από τον Εισηγητή-Σύμβουλο της Επικρατείας Παναγιώτη Ζ. Φλώρο.
Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο.
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση ο
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ζητεί, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο και το αιτητικό της αιτήσεως
αυτής, την άρση αμφισβήτησης που κατά τον αιτούντα αφορά την έννοια του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και που ανέκυψε από αντίθετες αποφάσεις, υπ΄αριθμ.3045/1992 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπ΄αρίθμ.20/1993 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου.
2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περίπτ. ε’ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται ” η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου αν εκδόθηκαν γι΄αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μπορούν να εισαχθούν αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια διατάξεων μόνο τυπικών νόμων, όχι και αμφισβητήσεις ως προς την έννοια διατάξεων του Συντάγματος (ΑΕΔ 38/1989).
2ο φύλλο της αριθ. 5/1995 αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου.-
——————-
3. Επειδή, επί αιτήσεως αναιρέσεως του Υπουργού Οικονομικών κατά αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου
Χανίων, που αφορούσε την ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας η οποία προκλήθηκε στον αναιρεσίβλητο από σύγκρουση στρατιωτικού οχήματος με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο, εκδόθηκε, κατόπιν παραπομπής από το Α’ Τμήμα του, η ανωτέρω 3045/1992 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο παραθέτει τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 94 του Συντάγματος, την παρ. 1 του άρθ.1 του ν. 1406/1983, την παρ. 2 περίπτ. η’ του άρθρου 1 του ίδιου νόμου και τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι “η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια“, περαιτέρω όμως ορίζει ότι “από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος” η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται με νόμο”. Η παράγραφος 2
του ίδιου άρθρου ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “εωσότου υπαχθούν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και οι υπόλοιπες ου-σιαστικές διοικητικές διαφορές, είτε στο σύνολό τους, είτε κατά κατηγορίες, εξακολουθούν να υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια”. Η παρ. 4 περίπτ. η’ του άρθρου 1 του νόμου 1406/1983 (ΦΕΚ 182) ορίζει ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, που κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά “την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα”. Στο άρθρο 105 του Εισ.Ν. του Α.Κ. ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι “για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο
ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος”. Τέλος, στο άρθρο 106 του Εισ.Ν. του Α.Κ. ορίζεται ότι “οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους”. Περαιτέρω το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της μνημονευμένης αποφάσεώς του, τα ακόλουθα: Κατά την έννοια των άρθρων 1Ο5 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, τα οποία αναφέρονται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου “κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας”, ευθύνη του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ανακύπτει, βάσει των διατάξεων αυτών, από εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή από παραλείψεις των οργάνων των μνημονευμένων νομικών προσώπων να εκδώσουν τέτοιες πράξεις αλλά και από υλικές ενέργειες των πιο πάνω οργάνων εφόσον αυτές συνδέονται
3ο φύλλο της αριθ. 5/1995 αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου.-
——————
με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, όχι δε και όταν αποτελούν πράξεις διαχειρίσεως ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του διοικητικού οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Περαιτέρω το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, με την παραπάνω απόφασή του, ότι με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. η΄ του ν. 1406/1983 οι διαφορές από την ευθύνη του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση
κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα έχουν υπαχθεί, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και ότι οι διατάξεις αυτές, δηλαδή οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105, 106 Εισ.Ν.Α.Κ. και άρθ. 1. παρ. 2 περίπτ. η΄ του ν.1406/1983, έχουσες την έννοια που έχει παρατεθεί, δεν αντίκεινται στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος. Αντιστοίχως και αντιθέτως ο Άρειος Πάγος, με την απόφασή του 20/1993, επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως αστικού εφετείου που αφορούσε ευθύνη του Δημοσίου από σύγκρουση αυτοκινήτου του με ιδιωτικό αυτοκίνητο, αφού παρέθεσε και αυτός τις πιο πάνω κρίσιμες διατάξεις, έκρινε ότι το άρθρο 105 του Εισ.Ν. Α.Κ. αναφέρεται σε
υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας υπό την έννοια ότι οι υλικές αυτές ενέργειες “ενέχουν” άσκηση δημόσιας εξουσίας και ότι
συνεπώς η αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου από αυτοκινητιστικό ατύχημα που προξενεί όργανό του κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του δεν γεννά διαφορά που βάσει του άρθρου 1 παρ. 2 περιπτ. η’ του νόμου 1406/1983 έχει
υπαχθεί στα διοικητικά δικαστήρια, αλλά ιδιωτική διαφορά εκ του άρθρου 914 Α.Κ. και του άρθ. 4
του ΓλΝ σε συνδυασμό με τα άρθ. 71 και 922 Α.Κ., η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των αστικών δικαστηρίων. Από τις πιό πάνω αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων προκύπτει ότι γεννάται αμφισβήτηση ως προς την έννοια και τη συνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου, ήτοι των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 105 του Εισ.Ν. Α.Κ., και 1 παρ. 2 περίπτ. η’ του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα (άρθ. 94 παρ. 1) για την επέκταση της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων νόμου 1406/1983, η αμφισβήτηση δε αυτή παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 100,παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 1 του νόμου 345/1976 (ΦΕΚ 141), εισάγεται από τον Γενικό
Επίτροπο της Διοικητικής Δικαιοσύνης ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αρθεί. Μειοψήφησαν οι δικαστές Σωκράτης Σωκρατείδης,
Παναγιώτης Ζ. Φλώρος, Αθανάσιος Γκιούρας και
Διονύσιος Κονδύλης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Στην κρινόμενη υπόθεση και τα δύο
Δικαστήρια (ΣτΕ και Α.Π.) εστήριξαν την επί του θέματος της φύσεως της διαφοράς κρίση τους κυρίως στη διαφορετική ερμηνεία που έδωσαν στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος και όχι στις
λοιπές ως άνω διατάξεις (του ν. 1406/1983, των άρθρ. 105, 106 Εισ.Ν. Α.Κ. κλπ.). Αυτό προκύπτει σαφώς από την απόφαση του ΣτΕ αλλά, εμμέσως, και από την απόφαση του Α.Π. Άλλωστε, εφ΄όσον το άρθρ. 94 του Συντάγματος θέτει ως κριτήριο της δικαιοδοσίας των διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων την ύπαρ-
4ο φύλλο της αριθ. 5/1995 αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου.-
——————
ξη διοικητικής διαφορά ουσίας ή ιδιωτικής διαφοράς αντιστοίχως, λογική τούτου συνέπεια είναι ότι μόνον μετά
την διακρίβωση της εννοίας της διοικητικής διαφοράς ουσίας κατόπιν ερμηνείας του άρθρου αυτού (94 του Σ.) μπορούν να συναχθούν οι λοιπές συνέπειες. Με τα δεδομένα αυτά, εφ΄όσον δηλαδή επιχειρείται με την κρινόμενη
αίτηση να αρθεί αμφισβήτηση σχετική με την έννοια συνταγματικής διατάξεως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί και συνεπώς η αίτηση έπρεπε
να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επειδή από το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν. Α.Κ., που έχει πιό πάνω παρατεθεί, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ. 2 περίπτ. η΄) του νόμου 1406/1983, που έχει επίσης παρατεθεί, με το
οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε να υπαγάγει στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας που στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται, ότι παρά την συσταλτική διατύπωση του άρθρου
105 του Εισ.Ν. ΑΚ, που αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοια της
διατάξεως αυτής είναι ότι αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, υπαγόμενη, ήδη, μετά τον νόμο 1406/1983, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέ-χεται, βάσει της διατάξεως αυτής του άρθ. 105 Εισ.Ν. ΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου
όχι μόνο
από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων αλλά και από
υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή
εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε
προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων.
Μειοψήφησαν οι δικαστές, Απόστολος Μπότσος, Σωκράτης Σωκρατείδης, Σωτήριος Ρίζος, Διονύσιος Κονδύλης, Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος
και Αργύριος Καρράς οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Μπορεί μεν να γεννηθεί υποχρέωση του δημοσίου σε αποζημίωση κατά το άρθ. 105 Εισ.Ν. ΑΚ και από υλική πράξη οργάνου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν-διοικητική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνο όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας, είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημόσιου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ΄ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθεαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται
υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών, αρμόζον αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, ως φορείς δημόσιας εξουσίας.
Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημόσιου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθεαυτή από εξαιρετική
νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δη-
5ο φύλλο της αριθ. 5/1995 αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου.-
—————–
μοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις μνημονευμένες διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 914 ΑΚ, άρθ. 4 ΓλΝ, άρθ. 71 και 922 ΑΚ ) και συνεπώς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξ΄ άλλου η οδήγηση αυτοκινήτου από όργανο του δημοσίου προς εκτέλεση υπηρεσίας είναι υλική πράξη, που ούτε στα πλαίσια κάποιας
συγκεκριμένης έννομης σχέσης του κράτους προς τους πολίτες εντάσσεται, ούτε σε εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής, υπόκειται. Αντιθέτως και το όργανο του Δημοσίου, όταν οδηγεί αυτοκίνητο για την εκτέλεση της υπηρεσίας του, έχει κατά τον Κ.Ο.Κ. και
τις συναφείς διατάξεις τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους ιδιώτες, μετέχοντας στην οδική κυκλοφορία ισότιμα με αυτούς. Συνεπώς η αξίωση αποζημιώσεως κατά του δημοσίου από αυτοκινητιστικό ατύχημα, που διαπράττει το όργανό του κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, θεμελιώνεται στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου
και αποτελεί ιδιωτική διαφορά, για την οποία έχουν
δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια. Υπό αντίθετη εκδοχή, σε περίπτωση εγέρσεως αντιθέτων αγωγών εκ συγκρούσεως κρατικού αυτοκινήτου με αυτοκίνητο ιδιώτου, θα υπήρχε πρόδηλος κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αν εγείροντο αντίθετες αγωγές ή και αρνησιδικίας αν προκαλείτο ζημία σε τρίτο και τα μεν διοικητικά δικαστήρια έκριναν αποκλειστικώς υπαίτιο τον ιδιώτη τα δε πολιτικά τον
οδηγό του κρατικού αυτοκινήτου.
Δια ταύτα
Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις
αποφάσεις 3045/1992 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 20/1993 του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 105 του
Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και του άρθ. 1 παρ. 2 περίπτ. η΄ του νόμου 1406/1983.
Αποφαίνεται ότι η έννοια του άρθρου 1Ο5
του Εισ.Ν. ΑΚ είναι ότι η αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, υπαγόμενη ήδη μετά τον νόμο 1406/1983 (άρθ. 1 παρ. 2 περίπτ. η΄) στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέχεται, βάσει της διατάξεως αυτής του άρθ. 105 Εισ.Ν. ΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο
από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή από παραλείψεις τους προς έκδοση τέτοιων, πράξεων
αλλά και από υλικές ενέργειες των οργάνων τούτων οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26
Οκτωβρίου 1994 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 1995.-
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας