ΑΠ 661/04,ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΕΝΕΧΥΡΟ,Ενέχυρο υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση το ενέχυρο υπάρχει από τη σύστασή του. Αντικείμενο της εκχώρησης επιτρέπεται να είναι και μελλοντική απαίτηση. Συνέπειες εκχώρησης.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Δικαστήριο:      ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:     ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:     661
Ετος:     2004
Περίληψη

Ενέχυρο -. Ενέχυρο υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση το ενέχυρο υπάρχει από τη σύστασή του. Αντικείμενο της εκχώρησης επιτρέπεται να είναι και μελλοντική απαίτηση. Συνέπειες εκχώρησης.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 661/2004

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Γεώργιο Σαραντινό και Χρύσανθο Παπούλια Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ, σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, στις 6 Οκτωβρίου 2003, με την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το διοικητή του. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ευαγγελόπουλο.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κατσαντώνη, ο οποίος δήλωσε ότι στη θέση της αναιρεσίβλητης υπεισέρχεται, ως καθολική διάδοχός της, η «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη (αρ.8391/13-9-2000 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ).

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 16-1-1991 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 679/1995, οριστική, του ίδιου Δικαστηρίου και 186/1998 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον, με την από 5-12-1998 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Σαραντινός ανέγνωσε την από 23-9-2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί εμπρόθεσμα θετική γνωμοδότηση του αρμόδιου Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προσάπτεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι, απορρίπτοντας σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος, η οποία είχε προταθεί και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας), δέχθηκε ότι το τελευταίο ήταν αρμόδιο κατά τόπον προς εκδίκαση της ένδικης, από 16-1-1991, εναντίον του, αγωγής της αναιρεσίβλητης, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας μετά από συγχώνευση, με απορρόφηση, είναι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS, AE», ενόψει της ύπαρξης υποκαταστήματος αυτού στη Λάρισα, ενώ αρμόδιο ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού αυτό, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εδρεύει, κατά τον ιδρυτικό του νόμο, στην Αθήνα. Ο παραπάνω λόγος, που είναι από τον αριθμό 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται στο αναιρετήριο), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ο από την τελευταία αυτή διάταξη λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη από το δικαστήριο κήρυξη αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας, ιδρύεται μόνο όταν πρόκειται για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα όχι δε και όταν πρόκειται για την κατά τόπον αρμοδιότητα, για την εσφαλμένη κήρυξη της οποίας το παραπάνω άρθρο δεν περιλαμβάνει λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1529/1991, ΑΠ 252/1985, ΑΠ 810/1972 και 785/1972).

ΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, ψέγεται το Εφετείο, διότι υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αοριστίας της παραπάνω αγωγής της αναιρεσίβλητης και, έτσι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε το απαράδεκτο αυτής, εξαιτίας της αοριστίας της. Στην αγωγή αυτή, όπως προκύπτει από το δικόγραφό της, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα εκθέτει τα εξής: Ότι, με βάση τις εκεί αναφερόμενες επιταγές, κατέβαλε στο εναγόμενο το συνολικό ποσό των 16.438.969 δραχμών. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε απαιτήσεις από επιστροφές διαφοράς τόκων (πριμ) εξαγωγικής δραστηριότητας της δικαιούχου ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΡΟΚΑ ΑΕ», η οποία πραγματοποιούσε τις εξαγωγές των προϊόντων της μέσω της ίδιας (ενάγουσας), με βάση τις ισχύουσες αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής. Ότι η ρηθείσα Α.Ε., με τη με αριθ. 850/19-2-1977 σύμβαση ενεχυρίασης απαίτησης, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, προς εξασφάλιση απαίτησης της τελευταίας, εκχώρησε τις απαιτήσεις της έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, από επιστροφή διαφοράς τόκων, οι οποίες θα προέκυπταν εφεξής σε αυτήν, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής. Επομένως το ανωτέρω ποσό, εφ’όσον αφορούσε σε «πριμ» εξαγωγικής δραστηριότητας της ως άνω εταιρείας «ΡΟΚΑ ΑΕ», έπρεπε να καταβληθεί στην ενεχυρούχο δανείστρια και εκδοχέα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, προς την οποία είχε γίνει η εκχώρηση των απαιτήσεων από την επιστροφή της διαφοράς τόκων, πριν από την 22-1-1982. Παρά ταύτα, όμως, το εναγόμενο ΙΚΑ απηύθυνε στην ενάγουσα τα αναφερόμενα στην αγωγή έγγραφα του υποκαταστήματός του στη Λάρισα, με τα οποία γνωστοποιούσε σε αυτήν (ενάγουσα) ότι δικαιούχος των πιο πάνω «πριμ» εξαγωγικής δραστηριότητας της «ΡΟΚΑ ΑΕ» είναι το ίδιο, το οποίο και έχει απαίτηση κατ’ αυτής, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή. Έτσι, με τα έγγραφα αυτά δημιούργησε στην ενάγουσα την πλανημένη εντύπωση ότι είχε νόμιμη υποχρέωση, να αποδώσει στον εναγόμενο τα «πριμ» εξαγωγικής δραστηριότητας της «ΡΟΚΑ ΑΕ», ανερχόμενα στο ποσό των 16. 438.969 δραχμών, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση αυτής. Επομένως, το εναγόμενο, το οποίο, αν και κλήθηκε, από 6-12-1990, να επιστρέψει στην ενάγουσα το καταβληθέν σε αυτό παραπάνω ποσό, δεν έπραξε τούτο, κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, η οποία κατέβαλε ήδη στην ενεχυρούχο δανείστρια Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό των 8.520.076 δραχμών, ενώ εκκρεμεί κατ’ αυτής (ενάγουσας) η από 17-12-1990 αγωγή της Εθνικής Τράπεζας, με την οποία αυτή επιδιώκει την καταβολή και του υπόλοιπου ποσού, από 8.654.871 δραχμές. Στη συνέχεια η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτή το ποσό των 16.438.969 δραχμών ως αχρεωστήτως καταβληθέν στο εναγόμενο. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή περιέχει όλα τα, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904, 905 ΑΚ, αναγκαία για το ορισμένο του δικογράφου αυτής στοιχεία, δηλαδή α) ότι έγινε εκούσια παροχή προς το εναγόμενο προς το σκοπό εκπλήρωσης υποχρέωσης της ενάγουσας και β) ότι η υποχρέωση αυτή ήταν ανύπαρκτη, με συνέπεια να καταστεί το εναγόμενο, χωρίς νόμιμη αιτία, πλουσιότερο από την περιουσία της ενάγουσας, δεν χρειαζόταν δε για το ορισμένο του δικογράφου της, να διαλάβει η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη σε αυτό, όπως ισχυρίζεται το αναιρεσείον, και το περιεχόμενο της, κατά τα παραπάνω, αγωγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ αυτής, δηλαδή τους σχετικούς αγωγικούς ισχυρισμούς της τελευταίας, τα θεμελιωτικά αυτών περιστατικά κλπ., ενόψει και του ότι η ένδικη αξίωση δεν εξαρτάται και δεν επηρεάζεται από την άσκηση ή όχι της εν λόγω αγωγής. Κατά συνέπεια το Εφετείο, με το να κρίνει ορισμένη την ένδικη αγωγή, απορρίπτοντας την περί αοριστίας αυτής ένσταση της αναιρεσείουσας, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη σε αυτό, με τον εξεταζόμενο λόγο, πλημμέλεια και, συνακόλουθα, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1209, 1210, 1211 και 1217 ΑΚ, συνάγεται ότι ενέχυρο μπορεί να συσταθεί και υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση. Στην περίπτωση αυτή το από το ενέχυρο προνόμιο υπάρχει από τη σύστασή του και όχι από τότε που γεννιέται η απαίτηση ή πληρούται η αίρεση. Εξ άλλου, κατά τα άρθρα 35, 36, 39 και 44 του ν.δ. 17/7-13/8/1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 Εισ. Ν. ΑΚ, αν αντικείμενο της ενεχυρίασης είναι απαίτηση ονομαστική του οφειλέτη κατά τρίτου, η ενεχυρίασή της στην εταιρεία συνεπάγεται εκχώρηση της απαίτησης από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια, η οποία δικαιούται να την εισπράξει, ως εκδοχέας, αποδίδοντας το τυχόν υπόλοιπο στον οφειλέτη. Η εκχώρηση συντελείται όταν αντίγραφο της σύμβασης ενεχυρίασης επιδίδεται στον τρίτο. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 361 και 455 ΑΚ, αντικείμενο της εκχώρησης επιτρέπεται να είναι και μέλλουσα απαίτηση, δηλαδή και εκείνη που πρόκειται να γεννηθεί από έννομη σχέση που δεν υπάρχει ακόμη, αρκεί να προσδιορίζεται επαρκώς, ώστε να μπορεί να εξατομικευθεί, το αργότερο κατά τον χρόνο της γέννησής της, οπότε η εκχώρηση τελεί υπό την νόμιμη αίρεση ότι θα γεννηθεί η απαίτηση. Όπως συμβαίνει σε κάθε εκχώρηση, έτσι και στην εκχώρηση μέλλουσας απαίτησης, κατά το άρθρο 460 ΑΚ, μετά την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη, αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμειχθεί με οποιοδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας γίνεται από τότε ο εκδοχέας. Έτσι, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση και γεννηθεί η μέλλουσα απαίτηση, δεν ασκεί καμία επίδραση, σε σχέση με το επ’ αυτής δικαίωμα του εκδοχέα, ο χρόνος εκκαθάρισής της, που, απλά, προσδιορίζει το ύψος της. Τέλος, στο άρθρο 2 του ν. 1239/1982 «Περί διακανονισμού εξοφλήσεως οφειλών από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών», ορίζεται ότι όλες οι εκκαθαρισμένες οφειλές του Δημοσίου προς επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των εξαγωγικών επιτοκίων, συμψηφίζονται υποχρεωτικά με οφειλές των επιχειρήσεων αυτών προς το ΙΚΑ, τρέχουσες ή απαιτητές δόσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλές τους προς το Δημόσιο ή άλλους τρίτους και αποδίδονται από το Δημόσιο κατευθείαν στο ΙΚΑ (παρ. 1). Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 22-1-1982 (παρ. 2) και δεν ενεργεί αναδρομικά (παρ. 2). Επομένως, δεν εφαρμόζεται αυτή στην περίπτωση που μέλλουσα κατά του Δημοσίου απαίτηση είχε ενεχυραστεί από τον δικαιούχο σε τράπεζα, γεγονός που συνεπάγεται τα αποτελέσματα της εκχώρησης, πριν δε από την έναρξη της ισχύος της παραπάνω διάταξης, είχε επιδοθεί από τον εκδοχέα στο Δημόσιο αναγγελία και αντίγραφο της σύμβασης ενεχυρίασης, διότι, από τότε, η εκδοχέας έχει γίνει αποκλειστική δικαιούχος της απαίτησης και τα επ’ αυτής δικαιώματά της δεν επηρεάζονται από την εκκαθάρισή της, η οποία προσδιορίζει μόνο το ύψος της, οποτεδήποτε και αν έγινε (ΑΠ 1471/2000, ΑΠ 1204/1994). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής: Η ενάγουσα, κατά το από 16-11-1987 μέχρι 11-2-1988 χρονικό διάστημα, με βάση τις υπ’ αριθ. 941480, 941479 και 946149 επιταγές, κατέβαλε στο εναγόμενο συνολικά το ποσό των 16.438.969 δραχμών (ήτοι 628.289, 7.290.604 και 8.520.076 δραχμές, αντίστοιχα). Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε απαιτήσεις από επιστροφές διαφόρων τόκων (πριμ εξαγωγικής δραστηριότητας) της δικαιούχου ΑΕ με την επωνυμία «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΡΟΚΑ ΑΕ», η οποία πραγματοποιούσε τις εξαγωγές των προϊόντων της μέσω της ενάγουσας, με βάση τις ισχύουσες αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής. Η ρηθείσα ΑΕ, με τη με αριθ. 850α/1977 ιδιωτική σύμβαση ενεχυρίασης απαίτησης, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, προς εξασφάλιση απαίτησης της τελευταίας, η οποία προερχόταν από χορήγηση σε αυτή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, ποσού, μέχρι την παραπάνω ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης ενεχυρίασης (19-2-1977), 110.000.000 δραχμών, εκχώρησε τις απαιτήσεις της έναντι του Ελληνικού Δημοσίου από επιστροφή διαφοράς τόκων, οι οποίες θα προέκυπταν εφεξής, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής. Με την παραπάνω σύμβαση ενεχυρίασης, η απαίτηση της εταιρείας «ΡΟΚΑ ΑΕ» προς το Ελληνικό Δημόσιο εκχωρήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω εκχώρηση γνωστοποιήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και την Τράπεζα της Ελλάδος. Επομένως από την κατά τα παραπάνω γνωστοποίηση της εκχώρησης (16-3-1977), η Εθνική Τράπεζα, ως εκδοχέας, εδικαιούτο να εισπράξει, εφόσον θα γεννιόταν, την απαίτηση της εταιρείας «ΡΟΚΑ ΑΕ» από το Ελληνικό Δημόσιο. Η ενάγουσα προέβη στην είσπραξη της επιστρεπτέας στην εταιρεία «ΡΟΚΑ ΑΕ» διαφοράς τόκων (πριμ), συνολικού ποσού 16.438.969 δραχμών, του οποίου δικαιούχος ήταν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ως ενεχυρούχος δανείστρια και εκδοχέας, προς την οποία και έπρεπε αυτό να καταβληθεί. Όμως το εναγόμενο γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι δικαιούχο του πιο πάνω ποσού διαφοράς τόκων, από 16.438.969 δραχμές, της «ΡΟΚΑ ΑΕ», είναι το ίδιο, ως έχον απαιτήσεις κατ’ αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 2 ν. 1239/1982, η δε ενάγουσα του κατέβαλε το παραπάνω ποσό. Η οφειλή, όμως, της εταιρείας «ΡΟΚΑ ΑΕ» προς την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος ανέκυψε κατά το χρονικό διάστημα από 11-1-1974 μέχρι 31-1-1977 και η σύμβαση ενεχυρίασης – εκχώρησης της απαίτησης αυτής μεταξύ των ανωτέρω καταρτίστηκε στις 19-2-1977, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1239/1982 (22-1-1982), και, πριν από την ημερομηνία αυτή, γνωστοποιήθηκε η εκχώρηση αυτή στο Ελληνικό Δημόσιο και την Τράπεζα της Ελλάδος. Επομένως, αφού η οφειλή αυτή της «ΡΟΚΑ ΑΕ» προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ανέκυψε πριν από την ισχύ του ν. 1239/1982 και η σύμβαση ενεχυρίασης ολοκληρώθηκε επίσης πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, δεν ήταν το εναγόμενο ΙΚΑ, δικαιούχο της επίδικης απαίτησης, αλλά, έστω και αν αυτή γεννήθηκε μεταγενέστερα, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ήταν υποχρεωμένη η ενάγουσα να καταβάλει το εν λόγω ποσό, όπως πράγματι έπραξε. Συνακόλουθα, με την καταβολή του ποσού των 16.438.969 δραχμών από την ενάγουσα στο εναγόμενο, το τελευταίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 1239/1982 και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή αυτό παραβίασε αυτές τις διατάξεις, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας αυτές εσφαλμένα και υποπίπτοντας, έτσι, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙV. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της αναίρεσης, κατά το α’ μέρος του, προσάπτεται επίσης στο Εφετείο η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή αυτό παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 1239/1982, με το να δεχθεί ότι η σύμβαση εκχώρησης-ενεχυρίασης που καταρτίστηκε μεταξύ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και της εταιρείας «ΡΟΚΑ ΑΕ» ασφάλιζε, όχι μόνο το, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (19-2-1977), ποσό της απαίτησης της πρώτης κατά της δεύτερης, από τη χορήγηση σε αυτή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, που ανερχόταν σε 110.000.000 δραχμές και που, άλλωστε, είχε εξοφληθεί πριν από την άσκηση της πιο πάνω, από 17-1-1990, αγωγής της εν λόγω Τράπεζας κατά της αναιρεσίβλητης, αλλά και τις επιπλέον, με αυξητικές συμβάσεις, πιστώσεις-χορηγήσεις, που ανέβασαν το ποσό αυτό σε 600.000.000 δραχμές. Η αιτίαση αυτή, όμως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο ούτε εξόφληση του ποσού των 110.000.000 δραχμών, ούτε μεταγενέστερη αύξηση αυτού σε 600.000.000 δραχμές δέχθηκε, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι, όπως το ίδιο το αναιρεσείον αναφέρει, με τη σύμβαση εκχώρησης-ενεχυρίασης (που δεν προσκομίζεται) συμφωνήθηκε ότι αυτή καλύπτει (ασφαλίζει) τα ποσά των πιστώσεων, όπως αυτά μεταγενέστερα ήθελαν αυξηθεί. Περαιτέρω, όπως σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε την ύπαρξη της από την πιο πάνω πίστωση απαίτησης της εκδοχέα-ενεχυρούχου δανείστριας Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, πρόδηλα δε και το απαιτητό αυτής (με περιοδικό ή οριστικό κλείσιμο του ανοικτού λογαριασμού), η κρίση του δε αυτή είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, αφού αφορά την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ), με συνέπεια το μέρος της εξεταζόμενης αιτίασης, για την κρίση του αυτή, να είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

Με το β΄μέρος του ίδιου λόγου, ψέγεται το Εφετείο για το ότι δέχθηκε τα αμέσως παραπάνω, σε σχέση με την ύπαρξη ασφαλιζόμενης με το ενέχυρο απαίτησης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά της εταιρείας «ΡΟΚΑ ΑΕ» και το ληξιπρόθεσμο (απαιτητό) αυτής, χωρίς να έχει ταχθεί σχετικό θέμα απόδειξης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και χωρίς να διατάξει το ίδιο, όπως, κατά συνέπεια, είχε υποχρέωση, σχετική απόδειξη. Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η πιο πάνω πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάθηκε στο Εφετείο, πέρα από το ότι είναι και αλυσιτελής, αφού, κατά τα παραπάνω, η σύμβαση εκχώρησης-ενεχυρίασης καλύπτει (ασφαλίζει) και τις πέραν του ποσού των 110.000.000 δρχ. (μεταγενέστερες της 19-2-1977) πιστώσεις, που ρητά το αναιρετήριο αναφέρεται ότι υπήρχαν (δεν είχαν εξοφληθεί), με συνέπεια να είναι περιττή η τάξη σχετικού θέματος απόδειξης. Επομένως, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, μειωμένων, όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 3 του ν. 3693/1957, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με το άρθρο 18 του Εισ. Ν ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η νομική υπηρεσία του αναιρεσείοντος διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΟλΑΠ 739/1967). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-12-1998 αίτηση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», για αναίρεση της 186/1998 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Και

Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2003. Και Δημοσιεύθηκε, στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση, στις 24 Μαΐου 2004.

    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρόεδρος:     Αθανάσιος Κρητικός
Εισηγητές:     Γεώργιος Σαραντινός
Λήμματα:     Ενέχυρο