ΑΠ 846/2017, Α ΤΜ., ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΟΥ 931 ΑΚ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΥΠΟΨΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Απόφαση 846 / 2017    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 846/2017 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεράσιμο Φουρλάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Αλτάνα Κοκκοβού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Π. του Σ., κατοίκου …, ατομικά και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου υιού του Σ. Π. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ορέστη Γεωργιάδη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Π. Α. συζύγου Χ. Π., κατοίκου …, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου υιού της Σ. Π. του Χ., κατοίκου …, 3) Σ. Π. του Χ., κατοίκου …, όπως εκπροσωπείται δια των ασκούντων τη γονική μέριμνα και επιμέλειά του, πρώτου και δεύτερης των αναιρεσειόντων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ορέστη Γεωργιάδη και κατέθεσαν προτάσεις. 
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κόντη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” που εδρεύει στην Αθήνα, λειτουργούντος στη Θεσσαλονίκη, δια του υποκαταστήματός του, με την επωνυμία “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Σταματόπουλο και δεν κατέθεσε προτάσεις, 3) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΗΜΙΩΝ”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ του πρώτου εναγομένου-αναιρεσίβλητου, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βλαχογιάννη και κατέθεσε προτάσεις.
Β. Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κόντη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…Α.Ε.” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Σταματόπουλο και κατέθεσε προτάσεις, 
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Π. του Σ., κατοίκου …, ατομικά και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου υιού του Σ. Π. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ορέστη Γεωργιάδη και δεν κατέθεσε προτάσεις, 2) Π. Α. συζύγου Χ. Π., κατοίκου …, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου υιού της Σ. Π. του Χ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ορέστη Γεωργιάδη και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/3/2003 αγωγή των υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσειόντων και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσιβλήτων, την από 4/4/2003 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση με ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή της υπό στοιχείο Α δεύτερης των ήδη αναιρεσιβλήτων και υπό στοιχείο Β δεύτερης των ήδη αναιρεσειόντων και την από 10/6/2003 πρόσθετη παρέμβαση της υπό στοιχείο Α τρίτης των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12775/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 2304/2006 μη οριστική και 1818/2009 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι ως άνω υπό στοιχείο Α αναιρεσείοντες και υπό στοιχείο Β αναιρεσίβλητοι με την από 22/9/2009 αίτησή τους και τους από 2/11/2009 πρόσθετους λόγους αυτής, και ο υπό στοιχείο Α πρώτος αναιρεσίβλητος και υπό στοιχείο Β πρώτος αναιρεσείων με την από 4/2/2011 αίτησή του, επί των οποίων εκδόθηκε η 161/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την 1818/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. 
Εκδόθηκε η 2252/2014 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι υπό στοιχείο Α αναιρεσείοντες με την από 12/3/2015 αίτησή τους και οι υπό στοιχείο Β αναιρεσείοντες με την από 7/1/2015 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αλτάνα Κοκκοβού ανέγνωσε την από 3/1/2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 12/3/2015 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2252/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που δέχτηκε την από το άρθρο 300ΑΚ ένσταση των δύο πρώτων αναιρεσίβλητων περί συνυπαιτιότητας του πρώτου αναιρεσείοντος στην έκταση των συνεπειών της σωματικής βλάβης, που υπέστη από τη χειρουργική επέμβαση που διενήργησε ο πρώτος αναιρεσίβλητος και την από 5/1/2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πέμπτου λόγου της από 7/1/2015 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2252/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και την απόρριψη των λοιπών. Οι πληρεξούσιοι των υπό στοιχείο Α αναιρεσειόντων και υπό στοιχείο Β αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την παραδοχή της από 12/3/2015 αιτήσεως και την απόρριψη της από 7/1/2015 αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των υπό στοιχείο Β αναιρεσειόντων και υπό στοιχείο Α αναιρεσιβλήτων, την παραδοχή της από 7/1/2015 αιτήσεως και την απόρριψη της από 12/3/2015 αιτήσεως και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 12-3-2015 αίτηση των εναγόντων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2522/2014 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και η από 7-1-2015 αίτηση των εναγομένων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων για αναίρεση της ίδιας παραπάνω απόφασης, οι οποίες ασκήθηκαν ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων, σύμφωνα το με το άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 573 του ίδιου Κώδικα. Οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές (αρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.
Α. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΑΙΤΗΣΕΩΝ Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 300 ΑΚ, προκύπτει ότι επί αγωγής αποζημίωσης, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγόμενου, ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του τυγχάνει ο ενάγων, συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου, ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και ίδιο πταίσμα του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό και θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ, καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι περιέχεται στον πρώτο περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και πρέπει, για το λόγο αυτό, να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά και το σχετικό αίτημα, όπως αυτό επιβάλλεται από το άρθρο 262 ΚΠολΔ, μη δυνάμενος να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (Ολ ΑΠ 423/1985, ΑΠ 53/2006). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ.1, 237 παρ. 1 και 3 και 269 ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 2915/2001, προκύπτει, ότι, κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, τα μέσα επίθεσης και άμυνας, δηλαδή οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, όπως είναι και εκείνοι που στοιχειοθετούν τις ενστάσεις του εναγομένου, μεταξύ των οποίων και η παραπάνω από το άρθρο 300 ΑΚ ένσταση, προβάλλονται με τις προτάσεις αυτού, που κατατίθενται το αργότερο, είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ενώ με την προσθήκη των προτάσεων, που κατατίθεται δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, μπορούν να προβληθούν νέοι ισχυρισμοί μόνο για την απόκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου, όπως είναι και η αντένσταση του ενάγοντος στην ένσταση του εναγομένου ή η επαντένσταση του εναγομένου στην αντένσταση του ενάγοντος και ότι οι προθεσμίες των είκοσι και δεκαπέντε ημερών είναι “προπαρασκευαστικές” και δεν λαμβάνεται υπόψη για τη συμπλήρωσή τους η τελευταία ημέρα, αν είναι εξαιρετέα ή Σάββατο (ΑΠ 332/2016, 1660/2014). Ακόμη περαιτέρω με το άρθρο 270 παρ. 4, 5 και 6 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το ν. 2915/2001, ορίζεται ότι το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο και αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και ότι έως τη δωδέκατη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων. Με τη διάταξη αυτή στην περίπτωση, που το δικαστήριο, πλην άλλων, κρίνει αναγκαία τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, παρέχεται η δυνατότητα διακοπής της συζήτησης της υπόθεσης για άλλη ορισμένη ημέρα και ώρα με προφορική ανακοίνωση του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Η μετά τη διακοπή αυτή δικάσιμος αποτελεί συνέχεια της διακοπείσας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή και της διαδικασίας που ακολουθείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, λόγω της ταυτότητας του νομοθετικού λόγου των άνω ρυθμίσεων (βλ σχ. ΑΠ1589/2009, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015). Πρόκειται δηλαδή για δύο δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση. Αυτό έχει ως συνέπεια, ότι δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, καθόσον οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά την αρχική συζήτηση, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Όσα δηλαδή ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της αρχικής συζήτησης, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις, όπως και όταν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης (Ολ ΑΠ 30/1997) ή κατέθεσε απλώς προσθήκη στις ήδη κατατεθείσες. Στην περίπτωση που κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κατέθεσε προτάσεις ή προσθήκη στις ήδη κατατεθείσες δεν μπορεί να περιλάβει νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αφού αυτοί πρέπει να προτείνονται στην αρχική συζήτηση με τις προτάσεις που κατατίθενται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπουν οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, καθόσον ως ημέρα συζήτησης θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της (βλ. σχ. ΑΠ884/2007), εκτός εάν επικαλεσθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ και στην προσθήκη μπορεί μόνον να περιλάβει θέματα σχετικά με το σχολιασμό των αποδείξεων και ειδικότερα της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) και ότι ο εναγόμενος ως εκκαλών, δεν μπορεί να προτείνει νέες ενστάσεις, τις οποίες δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως, ή δεν είχε προτείνει με πληρότητα, εκτός εάν πρόκειται για ενστάσεις, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης ή εάν δεν είχαν προβληθεί εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα ή αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και υπό την προϋπόθεση ότι προβάλλονται και αποδεικνύονται με ελεύθερη απόδειξη από τον προτείνοντα οι λόγοι της βραδείας προβολής (ΑΠ 999/2010). Τέλος, ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για την παρά το νόμο λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ιδρύεται και αν τα πράγματα, οι ουσιώδεις δηλαδή για την έκβαση της δίκης πραγματικοί ισχυρισμοί, θεμελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, προτάθηκαν απαραδέκτως, διότι και τα απαραδέκτως προταθέντα πράγματα εξομοιώνονται με μη προταθέντα, ενώ ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε απαράδεκτο. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 14-3-2003 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή τους οι αναιρεσείοντες, την οποία ο πρώτος άσκησε ατομικά για τον εαυτό του, αλλά και από κοινού με τη δεύτερη, ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανηλίκου υιού τους τρίτου αναιρεσείοντος, κατά των δύο πρώτων αναιρεσίβλητων, ζήτησαν αποζημίωση για περιουσιακή ζημία και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις, εξαιτίας της σωματικής βλάβης, που υπέστη ο πρώτος από αυτούς από αμελή συμπεριφορά του πρώτου αναιρεσίβλητου, ιατρού χειρουργού – ορθοπεδικού, προστηθέντος στην υπηρεσία αυτή υπό της δεύτερης αυτών, κατά τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Μετά την άσκηση της αγωγής αυτής ο πρώτος αναιρεσίβλητος άσκησε την από 4-4-2003 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση με ενωμένη σ’ αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της τρίτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία είχε ασφαλισθεί για την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης του ως ιατρού και αυτή την από 10-6-2003 πρόσθετη υπέρ αυτού και κατά των αναιρεσειόντων παρέμβασή της. Η συζήτηση της άνω αγωγής και των λοιπών δικογράφων είχε προσδιοριστεί στη δικάσιμο της 24-11-2003. Οι πρώτος και δεύτερη των αναιρεσίβλητων και εναγόμενοι με τις από 31-10-2003 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που κατατέθηκαν στη γραμματεία αυτού, όπως προκύπτει από τη σχετική επ’ αυτών επισημείωση του γραμματέα την ίδια ημερομηνία, περιορίστηκαν στην απόδοση αποκλειστικής υπαιτιότητας για τη σωματική βλάβη στον πρώτο αναιρεσείοντα-ενάγοντα, διότι “αυτός και τα πρόσωπα που τον συνόδευαν αρνήθηκαν να συγκατατεθούν στη διενέργεια δεύτερης εγχείρησης… με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί από αποκλειστική υπαιτιότητά του η υγεία του με περαιτέρω συνέπεια τη μερική διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας και της δήθεν αμέλειας της ιατρικής πράξεώς μου…” και το πρώτον με την από 3-11-2003 προσθήκη στις άνω έγγραφες προτάσεις τους προέβαλαν επικουρικώς ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του πρώτου αναιρεσείοντος, ισχυριζόμενοι ότι “πάντως… η άρνηση του αυτή… συνετέλεσε ουσιωδώς και αποφασιστικά στην αποτροπή της άμεσης και θεαματικής αποκαταστάσεως της βλάβης.
Συνεπώς, πρόκειται… για περίπτωση συμβολής του ίδιου του παθόντος στην έκταση της όποιας σωματικής βλάβης (ΑΚ 300), αφού με την προαναφερόμενη άρνησή του ο ενάγων συνετέλεσε κατά ποσοστό τουλάχιστον 80% στην έκταση της βλάβης, ώστε βασίμως να προτείνεται η παρούσα καταχρηστική ένσταση…”. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τη συζήτηση της αγωγής και των λοιπών δικογράφων στην άνω δικάσιμο (24-11-2003), μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη δήλωση των παραστάσεών τους, λαμβάνοντας υπόψη και το αίτημα των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων έκρινε αναγκαία και διέταξε, με απλή προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 4 ΚΠολΔ, τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και διέκοψε τη συζήτηση για τη μεταγενέστερη δικάσιμο της 13-12-2004, αναβάλλοντας έτσι την έκδοση της οριστικής απόφασής του, οπότε, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 12775/2005 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την άνω αγωγή ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, ενώ την απέρριψε για τους λοιπούς, χωρίς να αναφερθεί στην ένσταση συνυπαιτιότητας και, περαιτέρω, δέχτηκε εν μέρει και την παρεμπίπτουσα αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, τρίτης αναιρεσίβλητης. Στη συνέχεια οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι με την από 20-6-2005 έφεσή τους ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, πέραν άλλων, παραπονέθηκαν για την απόρριψη “σιγή” της άνω προβαλλόμενης ένστασης συνυπαιτιότητας του πρώτου αναιρεσείοντος στην έκταση της σωματικής του βλάβης. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αναίρεση υπ’ αριθ. 2252/2014 απόφασή του, που εκδόθηκε, μετά την αναίρεση με την υπ’ αριθ. 161/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου της προηγούμενης υπ’ αριθ. 1818/2009 απόφασής του, η οποία είχε εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και είχε απορρίψει την αγωγή των αναιρεσειόντων, καθώς και την παρεμπίπτουσα αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου κατά της τρίτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, δέχτηκε σε σχέση με την άνω ένσταση τα ακόλουθα: “Εξάλλου, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, προέκυψε ότι η ως άνω κατάσταση της υγείας του πρώτου κυρίως ενάγοντος (Χ. Π.), οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και του τελευταίου, καθόσον αυτός αρνήθηκε να υποβληθεί αμέσως σε επανεγχείρησή του, μετά την προαναφερθείσα πρώτη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία του προκλήθηκε η παραπάνω σωματική βλάβη, όπως του πρότεινε ο ιατρός, νευροχειρουργός, Χ. Α., που τον εξέτασε με πρωτοβουλία του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.) και διέγνωσε την δυσχερή κατάσταση της υγείας του, άρνηση, που είχε δυσμενείς συνέπειες στην ανάταξη της σωματικής του βλάβης, καθόσον η δεύτερη χειρουργική επέμβαση πραγματοποιήθηκε, λόγω της ως άνω αρνήσεώς του και της εμμονής του να τον διαβεβαιώσει ότι με τη νέα επέμβαση θα αποκατασταθεί πλήρως το πρόβλημα της υγείας του, διαβεβαίωση που δεν ήταν σε θέση να του παράσχουν οι θεράποντες ιατροί του, με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών και αφού προηγήθηκε το επιστημονικό συμβούλιο που προαναφέρθηκε, χρόνος που είναι σημαντικός και λειτούργησε σε βάρος της αποκατάστασης της παραπάνω σωματικής βλάβης, με συνέπεια την ελάχιστη βελτίωση της κινητικότητάς του, ενώ αν η επανεγχείρηση γινόταν αμέσως, κατά τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, η βελτίωση της κατάστασης της υγείας του σαφώς θα ήταν καλύτερη, οι συνέπειες δε ηπιότερες και η περιουσιακή του ζημία μικρότερη. Σύμφωνα με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και τις προαναφερθείσες σκέψεις πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, κατά ένα μέρος, η επικουρικά προβαλλόμενη ένσταση των κυρίως εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του πρώτου κυρίως ενάγοντος (Χ. Π.) στην έκταση των συνεπειών της σωματικής βλάβης του τελευταίου, να προσδιοριστεί δε η συνυπαιτιότητά του σε ποσοστό 30%. Την ως άνω ένσταση προέβαλαν οι κυρίως εναγόμενοι με την προσθήκη των προτάσεών τους που κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο την 3-11-2003, για τη συζήτηση της στρεφόμενης εναντίον τους κύριας αγωγής, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 24-11-2003, ημέρα Δευτέρα, κατά την οποία όμως αναβλήθηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο της 13-12-2004, προκειμένου να διενεργηθεί η προαναφερθείσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Με βάση τα παραπάνω η ως άνω ένσταση των κυρίως εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του πρώτου κυρίως ενάγοντος παραδεκτά (εμπρόθεσμα) προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήδη δε παραδεκτά την επαναφέρουν στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με σχετικό λόγο της κρινόμενης εφέσεώς τους… Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί πως η άνω ένσταση των κυρίως εναγομένων δεν προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή με τις προτάσεις που κατατέθηκαν είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως, επειδή μεταξύ της καταθέσεως της προσθήκης των προτάσεων των κυρίως εναγομένων (3-11-2003) και της αρχικώς ορισθείσας δικασίμου συζήτησης της κύριας ένδικης αγωγής (24-11-2003) δεν μεσολαβούν είκοσι ημέρες, καθόσον η τελευταία ημέρα της παραπάνω προθεσμίας είναι Κυριακή και κατά την κρατούσα άποψη δεν συνυπολογίζεται, ενόψει της αμφισβητήσεως για το αν συνυπολογίζεται ή όχι η ημέρα που είναι Κυριακή ή αργία πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως για την προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων, με τις οποίες υποβάλλονται οι ενστάσεις, το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκε εγκαίρως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από δικαιολογημένη αιτία (άρθ. 269 παρ. 2 περ.α’ ΚΠολΔ)”. Οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης αποδίδουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε, ότι ο πρώτος από αυτούς συνέβαλε στην έκταση των συνεπειών της σωματικής βλάβης του, κατά ποσοστό 30% και μείωσε, αντίστοιχα τις αξιώσεις του ίδιου, αλλά και του τρίτου αναιρεσείοντος, ανηλίκου τέκνου αυτού και της δεύτερης αναιρεσείουσας, χωρίς όμως να έχει πρωτοδίκως προβληθεί από μέρους των δύο πρώτων των αναιρεσίβλητων ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματός του με τις έγγραφες προτάσεις τους και περαιτέρω χωρίς επίκληση, έστω και στην έφεσή τους, με την οποία παραπονούντο για τη σιωπηρή απόρριψη της ένστασης αυτής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οποιουδήποτε λόγου βραδείας επίκλησής της από τους περιοριστικώς μνημονευόμενους στη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Από τα παραπάνω αναφερόμενα προκύπτει, ότι οι αναιρεσίβλητοι με τις έγγραφες προτάσεις τους, που υπέβαλαν στις 31-10-2003, ήτοι εμπροθέσμως, δηλαδή είκοσι και πλέον ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο στις 24-11-2003, δεν προέβαλαν ένσταση συνυπαιτιότητας του πρώτου αναιρεσείοντος στην έκταση της σωματικής του βλάβης, παρά μόνον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας αυτού, λόγω της άρνησής του να υποβληθεί άμεσα σε επανεγχείρηση, υπό την έννοια της διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας του και της αμέλειας του πρώτου αναιρεσίβλητου από την ιατρική του πράξη. Η προβολή ισχυρισμού περί συνυπαιτιότητας έγινε το πρώτον με την προσθήκη των εγγράφων προτάσεών τους, που κατατέθηκε στις 3-11-2003, πλην όμως απαραδέκτως, διότι με αυτή υποβάλλονται ισχυρισμοί μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις, δηλαδή αντενστάσεις του ενάγοντος για την αντίκρουση των ενστάσεων του εναγομένου ή επαντενστάσεις του εναγομένου για την αντίκρουση αντενστάσεων του ενάγοντος. Σε κάθε δε περίπτωση η προσθήκη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως δικόγραφο προτάσεων, διότι δεν κατατέθηκε είκοσι ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, δεδομένου ότι από την κατάθεσή της στις 3-11-2003 μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο στις 24-11-2003 δεν μεσολαβούν είκοσι ημέρες, καθόσον η τελευταία ημέρα είναι Κυριακή και δεν συνυπολογίζεται. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι υποβλήθηκε εμπροθέσμως τέτοιος ισχυρισμός εκ μέρους των αναιρεσίβλητων εκ του λόγου ότι το δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 24-11-2003, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη δήλωση των παραστάσεών τους, διέκοψε τη συζήτηση και διέταξε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 4 και 5 ΚΠολΔ, με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη μεταγενέστερη δικάσιμο της 13-12-2004, αναβάλλοντας έτσι την έκδοση της οριστικής επί της ουσίας απόφασή του, ενόψει του ότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στην περίπτωση αυτή η μετά τη διακοπή ορισθείσα δικάσιμος αποτελεί συνέχεια της διακοπείσας. Πρόκειται, δηλαδή, για επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας που ακολουθείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 254 ΚΠολΔ και δεν μπορεί να προβάλλει νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αφού αυτοί πρέπει να προτείνονται με τις προτάσεις που κατατίθενται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπουν οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, εκτός εάν επικαλεσθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ και με την προσθήκη επί των ήδη κατατεθεισών προτάσεων μπορεί μόνον να περιλάβει θέματα σχετικά με το σχολιασμό των αποδείξεων και ειδικότερα της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης. Τέτοιο ισχυρισμό, άλλωστε, δεν υπέβαλαν ούτε και με την έφεσή τους με την επίκληση επιπλέον και του λόγου της βραδείας προβολής του από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 527 ΚΠολΔ, αλλ’ απλώς με αυτή παραπονούνταν για τη σιωπηρή απόρριψη της άνω ένστασής τους περί συνυπαιτιότητας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, το Εφετείο, κρίνοντας κατά τα παραπάνω, έλαβε υπόψη του την άνω ένσταση συνυπαιτιότητας, που ήταν ουσιώδης για την έκβαση της δίκης, χωρίς να έχει προταθεί παραδεκτώς και χωρίς να κηρύξει το απαράδεκτο αυτό. Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις από τους αριθ. 8α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμοι. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχτηκε την άνω ένσταση συνυπαιτιότητας και περαιτέρω μείωσε τα επιδικασθέντα υπέρ του πρώτου και τρίτου αναιρεσείοντος κονδύλια της αποζημίωσης κατά ποσοστό 30% και προσδιόρισε το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης του πρώτου αναιρεσείοντος στο ποσό των 130.000,00 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας. Λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας των άνω λόγων αναίρεσης, παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου αυτής, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τους αριθ. 1 και 19 σχετικά με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ουσιαστική παραδοχή της άνω ένστασης.
Β. ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΑΙΤΗΣΕΩΝ Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και της αρχής της ακρόασης όλων των διαδίκων (άρθ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται και όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της, όπως είναι και οι ισχυρισμοί που απαράδεκτα (άρθ. 224 ΚΠολΔ) εισάγουν νέα ή μεταβάλλουν υπάρχουσα αγωγική βάση. Η αμέλεια, όμως, ως αόριστη νομική έννοια, παραδεκτά συγκεκριμενοποιείται με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σ’ αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής. (ΑΠ 832/2011, ΑΠ 180-181/2011, ΑΠ 1065-1066/2003). Αυτή δε η συγκεκριμενοποίηση δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη, κατά το αρθρ. 224 ΚΠολΔ, μεταβολή της βάσης της αγωγής. (ΑΠ 832/2011, ΑΠ 180-181/2011). Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο προς θεμελίωση της αμέλειας του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν με την αγωγή και συνιστούσαν, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής και συγκεκριμένα προβάλλεται ότι δέχτηκε “… ότι αυτός στην προσπάθειά του να προσεγγίσει την δισκοκήλη, δεν προέβλεψε ότι τυχόν μεγάλη πίεση στο νωτιαίο μυελό, που είναι ευγενές και ευαίσθητο όργανο, θα προκαλέσει εύκολα βλάβες σ’ αυτόν, στην ασταθή αρτηρία και τα τριχοειδή αγγεία που αρδεύουν την περιοχή και πίεσε με τα χειρουργικά εργαλεία υπερβολικά το νωτιαίο μυελό, προκαλώντας σ’ αυτόν θλάση, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε ισχαιμία του μυελού και νέκρωση των κυττάρων στο σημείο εκείνο, αυτή δε (ισχαιμία) προκάλεσε στον τελευταίο, δηλαδή τον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) σπαστική παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές, καθόσον φέρει πλέον καθετήρα κύστεως και πάνες, υπαισθησία από Θ12 νευροτόμιο και κάτω, έκτοτε δε δεν μπορεί να σταθεί όρθιος και η μετακίνησή του γίνεται μόνο με αναπηρικό αμαξίδιο, αφού η δεύτερη χειρουργική και η θεραπευτική αγωγή στην οποία ακολούθως υποβλήθηκε ελάχιστα βελτίωσαν την κατάσταση της υγείας του…”, ενώ με την αγωγή η αμελής συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος εντοπιζόταν σε εντελώς διαφορετικά στοιχεία και συγκεκριμένα α) σε εσφαλμένη διάγνωση, β) σε επιλογή αδόκιμης και μη ενδεδειγμένης μεθόδου, κατά τη χειρουργική επέμβαση και συγκεκριμένα της οπίσθιας προσπέλασης, γ) στη μη σύμπραξη ειδικού νευροχειρουργού στην επέμβαση και δ) στη λανθασμένη διενέργεια της επέμβασης, διότι τοποθέτησε τα μεταλλικά υλικά της οστεοσύνθεσης ατελώς και με ακατάλληλους χειρουργικούς χειρισμούς και προκλήθηκε σοβαρότατη βλάβη στο νωτιαίο μυελό. Τα αναφερόμενα στις αιτιάσεις του λόγου αυτού περιστατικά, που περιλαμβάνονται στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ούτε θεμελιώνεται η λήψη υπόψη μη προταθέντων ισχυρισμών, δεδομένου ότι αποτελούν περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, που θεμελιώνουν την αμέλεια του προαναφερόμενου ορθοπεδικού χειρουργού, με βάση τους αναφερόμενους στην αγωγή “λανθασμένους και ακατάλληλους χειρουργικούς χειρισμούς του πρώτου αναιρεσείοντος χειρουργού ιατρού, που προκάλεσαν τη σοβαρότατη βλάβη στο νωτιαίο μυελό του πρώτου αναιρεσίβλητου”, σε κάθε δε περίπτωση, η αμέλεια, παραδεκτά συγκεκριμενοποιείται με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς, αρκεί, όπως στην προκείμενη περίπτωση, να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας, ούτε να προσδίδεται σ’ αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με αυτό της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 8 α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ενόψει των προαναφερομένων, το Εφετείο δεν παραβίασε το δικαίωμα της ακρόασης και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη των αναιρεσειόντων, που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Σ και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, και ο ίδιος λόγος, κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του παθόντα, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνομη συμπεριφορά του δράστη, συνιστάμενη σε πράξη ή παράλειψή του, που πρέπει να είναι υπαίτια δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε (περιουσιακής ή μη). Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ ορισμένης ενέργειας ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθ. 297 και 298 του ΑΚ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία πραγμάτων, να επιφέρει το πιο πάνω αποτέλεσμα. Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας) και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, και γι’ αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε. Ειδικότερα, ευθύνη ιατρού για αμέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα: “Ο πρώτος κυρίως ενάγων, ήδη πρώτος καλών-εκκαλών-εφεσίβλητος, Χ. Π…. κατά το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2002, ηλικίας τότε τριάντα έξι (36) ετών, εμφάνισε ενοχλητικούς πόνους στο ύψος πάνω από τη μέση του (οσφυαλγία στην κατώτερη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, για να αντιμετωπίσει δε το ως άνω πρόβλημα υγείας του επισκέφτηκε διαδοχικά τα εφημερεύοντα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, του Νοσοκομείου “Γ. Παπανικολάου”, καθώς και τον ιδιώτη ιατρό, ορθοπεδικό, Π. Γ.. Όλοι οι γιατροί που τον εξέτασαν τόσο στα ως άνω νοσοκομεία όσο και ο παραπάνω ιδιώτης διέγνωσαν ότι πάσχει από οσφυοϊσχυαλγία και του συνέστησαν ανάπαυση μίας εβδομάδας, του χορήγησαν φαρμακευτική αγωγή με μυοχαλαρωτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα, σε περίπτωση δε μη υποχώρησης των συμπτωμάτων του μυϊκού πόνου του υπέδειξαν να επανεξεταστεί και να ερευνηθούν τα αίτια της παραπάνω παθήσεώς του, μέσω μαγνητικής τομογραφίας. Ο ως άνω πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.)… επειδή τα συμπτώματα της παθήσεώς του δεν υποχωρούσαν, το απόγευμα της 29ης Ιανουαρίου 2002 επισκέφτηκε τα εξωτερικά ιατρεία του “…”, την εκμετάλλευση του οποίου είχε και εξακολουθεί να έχει η δεύτερη κυρίως εναγομένη, ήδη δεύτερη των καθών η κλήση-εφεσίβλητη-εκκαλούσα… Εκεί, αφού εξετάστηκε από τον εφημερεύοντα ιατρό του ως άνω “…”, τα στοιχεία ταυτότητας του οποίου δεν προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους, διαγνώστηκαν συμπτώματα οσφυαλγίας και ριζίτικου άλγους του δεξιού κάτω άκρου, κατανομή της πρώτη ιερής ρίζης (
ΙΙ), αποφασίστηκε η εισαγωγή του (πρώτου κυρίως ενάγοντος, Χ. Π.) στο εν λόγω ιατρικό κέντρο και προγραμματίστηκε να υποβληθεί την επομένη (30-1-2002) σε έλεγχο της ως άνω παθήσεώς του με MRI – ΟΜΣΣ (μαγνητική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης), η οποία πραγματοποιήθηκε. Οι ενδείξεις της ως άνω μαγνητικής τομογραφίας εμφάνιζαν εικόνα μαλακής δισκοκήλης (πρόπτωση πηκτοειδούς πυρήνος) στο μεσοσπονδύλιο διάστημα των θωρακικών σπονδύλων 10 και 11 (Θ10-Θ11), τον δίσκο να προβάλλει προς τα πίσω κεντρικά, καταλαμβάνοντας τον πρόσθιο επισκληρίδιο χώρο και δημιουργώντας εντύπωμα στην πρόσθια επιφάνεια του νωτιαίου μυελού, ακριβώς πίσω από τη δισκοκήλη παρατηρούταν αυξημένο μαγνητικό σήμα ενδομυελικά, που ήταν ένδειξη πολύ πιθανής συμπιεστικής μυελοπάθειας, περαιτέρω δε παρατηρούταν εκφύλιση των μεσοσπονδύλιων δίσκων 04 – 05 και 05- 
ΙΙ, με σχετική ελάττωση του ύψους αυτών και ελάττωση του μαγνητικού σήματος, λόγω αφυδατώσεως, ενώ η οπίσθια κεντρική προβολή εμφάνιζε προβολή του δίσκου 05-
ΙΙ, ο οποίος δημιουργούσε ελαφρά πίεση στην πρόσθια επιφάνεια του σάκου. Την 31-1-2002 ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.), ιατρός, χειρουργός ορθοπεδικός, που προσέφερε τις ιατρικές υπηρεσίας του στο προαναφερόμενο “…” από το Σεπτέμβριο του έτους 2000, εξέτασε τον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.). Κατά την κλινική εξέτασή του διέγνωσε αταξία στη βάδιση, άλγος στην κατώτερη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, διαταραχές αισθητικότητας και καυσαλγία στα κάτω άκρα από το επίπεδο Θ 12 και περιφερικότερα, υπαισθησία Τύπου “Sela” (γεννητικά όργανα – πρωκτός), υπαισθησία στα πέλματα, που ανέβαινε μέχρι κάτω από τον ομφαλό, αύξηση επιγονατιδικού και αντανακλαστικού άμφω, σημείο Babinski θετικό αμφοτερόπλευρα και μυϊκή αδυναμία των κάτω άκρων (4 κατά την κλίμακα Frankel, όταν η απόλυτα φυσιολογική κατάσταση βαθμολογείται με 5). Προς εργαστηριακή επιβεβαίωση της ως άνω κλινικής διαγνώσεως για τον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.) υπέδειξε να γίνει έλεγχος με ΜRI-ΘΜΣΣ (μαγνητική τομογραφία θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης). Από την εργαστηριακή αυτή εξέταση διαγνώσθηκε εκτός άλλων και δισκοκήλη μεταξύ των 10 και 11 θωρακικών σπονδύλων (Θ 10 – Θ 11), με αρχόμενη μυελοπάθεια, o πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.) δε συνέστησε στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) την άμεση χειρουργική αντιμετώπιση της παθήσεώς του, στο ύψος της θωρακικής μοίρας (και όχι της οσφυϊκής, όπως μέχρι εκείνη τη στιγμή αναμενόταν από τον τελευταίο), ενώ, λόγω του ότι ενοχλούταν ο νωτιαίος μυελός, θα έπρεπε να γίνει και δισκεκτομή, με πρόταση σύγχρονης σπονδυλοδεσίας και οπίσθια σταθεροποίηση των 10 και 11 θωρακικών σπονδύλων (Θ10- Θ11) με διαυχενικές βίδες. Ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) αιφνιδιάστηκε από την εξέλιξη αυτή, την οποία δεν ανέμενε, θορυβημένος δε απευθύνθηκε τηλεφωνικά στον προαναφερθέντα ιδιώτη ιατρό Π. Γ., o οποίος παλαιότερα τον είχε χειρουργήσει, λόγω ρήξης των χιαστών συνδέσμων στο γόνατο, ζητώντας την συμβουλή του κυρίως για την επιστημονική επάρκεια και ικανότητα του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.). Ο ως άνω Π. Γ. πληροφόρησε τον πρώτο κυρίως ενάγοντα ότι είναι καλός γιατρός ο πρώτος κυρίως εναγόμενος και έτσι συγκατατέθηκε να πραγματοποιηθεί η προαναφερθείσα επέμβαση, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι επιστημονικά θεωρείται ενδεδειγμένη μέθοδος αντιμετώπισης της παραπάνω νόσου, λόγω της αρχόμενης μυελοπάθειας, που οφειλόταν στην πίεση που ασκούσε στον νωτιαίο μυελό η δισκοκήλη, προκειμένου να μην προκαλέσει αυτή στο μέλλον παραπληγία. Έτσι η παραπάνω επέμβαση προγραμματίσθηκε για την 1η Φεβρουαρίου 2002 στο χειρουργείο της Ορθοπεδικής Μονάδας του ως άνω “…”, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο κυρίως εναγόμενο (Θ. Α.), ιατρό, ορθοπεδικό χειρουργό, χωρίς την παρουσία ιατρού νευροχειρουργού, κάτι που δεν είναι, σύμφωνα με τα ιατρικώς κοινά παραδεδεγμένα, απαραίτητο, καθόσον η εν λόγω επέμβαση γίνεται, με σύμφωνη γνώμη των σχετικών ιατρικών επιστημονικών εταιρειών (ορθοπεδικών και νευροχειρουργών) είτε μόνον από ορθοπεδικούς είτε μόνον από νευροχειρουργούς είτε με συνεργασία ορθοπεδικών και νευροχειρουργών. Κατά την ως άνω επέμβαση ακολουθήθηκε από τον πρώτο κυρίως εναγόμενο (Θ. Α.) η οδός της οπίσθιας διανοίξεως του δέρματος και της οπισθοπλαγίας προσπελάσεως της σπονδυλικής στήλης, η οποία είναι μία από τις επιστημονικά ενδεδειγμένες μεθόδους. Η άλλη είναι η εμπρόσθια τομή και προσπέλαση, η κάθε μία από τις οποίες έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Μετά την τομή ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.) προέβη σε σπονδυλοδεσία των 10 και 11 θωρακικών σπονδύλων (Θ1Ο- Θ 11) με πλάκα και τέσσερις (4) διαυχενικές βίδες, διότι υπήρχε κίνδυνος, λόγω αφαιρέσεως μέρους της άρθρωσης. να δημιουργηθεί αστάθεια της σπονδυλικής στήλης, ακολούθως δε προέβη σε περιορισμένη ημιπεταλοκτομή (ΑΡ) και δισκεκτομή των 10 και 11 θωρακικών σπονδύλων (Θ 10 – Θ11), προκειμένου να αφαιρέσει τη δισκοκήλη που συμπίεζε το νωτιαίο μυελό και είχε προκαλέσει την αρχόμενη μυελοπάθεια. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η σπονδυλοδεσία επιστημονικά δεν είναι μη ενδεδειγμένη μέθοδος θεραπείας στην θωρακική μοίρα, όταν μάλιστα καταστρέφονται αρθρικές αναφύσεις, όπως στην κρινόμενη υπόθεση. Μετά το πέρας της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, που διήρκεσε δύο (2) ώρες περίπου, ο πρώτος κυρίως ενάγων οδηγήθηκε στο θάλαμο νοσηλείας, όπου διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κινήσει τα κάτω άκρα και εμφάνιζε υπαισθησία στο νευροτόμιο του θωρακικού σπονδύλου 9 (Θ9). Αμέσως ενημερώθηκε ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.), που τον είχε χειρουργήσει, ο οποίος τον επισκέφθηκε, αφού δε τον εξέτασε παρήγγειλε έλεγχο με μαγνητική τομογραφία θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης (MRl- ΘΜΣΣ), στην οποία φαινόταν η σπονδυλοδεσία, η περιορισμένη ημιπεταλοκτομή (ΑΡ), μικρό σήμα μυελοπάθειας, όπως και στην προεγχειρητική μαγνητική τομογραφία θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης (MRI – ΘΜΣΣ), αλλά και οίδημα στο ίδιο σημείο, όπου υπήρχε το σήμα, οφειλόμενο στην από την ισχαιμία βλάβη του νωτιαίου μυελού. Ακολούθως, με πρωτοβουλία του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.) επισκέφθηκε και εξέτασε τον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) ο Χ. Α., ιατρός, νευροχειρουργός, που επίσης προσέφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες στο προαναφερόμενο “…”, περί ώρα 23.00 της 1-2-2002, o οποίος, με βάση και την ενημέρωση που είχε από τους θεράποντες ιατρούς του (πρώτου κυρίως ενάγοντος) διαπίστωσε την δυσχερή κατάσταση του τελευταίου, στον οποίο πρότεινε να υποβληθεί αμέσως σε νέα χειρουργική επέμβαση για τη διάνοιξη της σκληρής μήνιγγας και την αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού. Ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) αρνήθηκε την προτεινόμενη άμεση επανεγχείρισή του, εκφράζοντας αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά της… Ενόψει της αρνήσεως του πρώτου κυρίως ενάγοντος (Χ. Π.) να υποβληθεί αμέσως σε νέα χειρουργική επέμβαση για την αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού, το πρωί της επόμενης ημέρας (2-2-2002), περί ώρα 07:00, συγκλήθηκε το επιστημονικό συμβούλιο του ως άνω “…”, όπου νοσηλευόταν ο τελευταίος, συγκροτούμενο από τους ιατρούς Π. Σ., ακαδημαϊκό, καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως πρόεδρο, Χ. Α., νευροχειρουργό, επίκουρο καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Β. Χ., χειρουργό θώρακος-καρδιάς, διδάκτορα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θ. Α., ορθοπεδικό χειρουργό (πρώτο κυρίως εναγόμενο), και Γ. Μ., αναισθησιολόγο, ως μέλη, το οποίο (επιστημονικό συμβούλιο), με την παρουσία και των συγγενών του πρώτου κυρίως ενάγοντος (Χ. Π.), έκρινε ότι είναι αναγκαίο να χειρουργηθεί για δεύτερη φορά ο τελευταίος, ο οποίος… συναίνεσε στην επανεγχείρισή του. Έτσι, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (2-2-2002) ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο χειρουργείο, όπου και αφαιρέθηκαν τα υλικά της σπονδυλοδεσίας, διότι προείχε πλέον η άμεση αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού, επιπλέον δε, επειδή θα διανοιγόταν η σκληρή μήνιγγα, ώστε να αποσυμπιεστεί ο νωτιαίος μυελός, και θα προστίθετο άλλο τεχνικό υλικό, που υπήρχε κίνδυνος, σε συνδυασμό με τις διαυχενικές βίδες, να προκαλούσε μόλυνση, διενεργήθηκε πεταλεκτομή των 10 και 11 θωρακικών σπονδύλων (Θ10-Θ11) και διάνοιξη της σκληρής μήνιγγας. Μετά την ως άνω δεύτερη εγχείριση στην οποία υποβλήθηκε ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε ελάχιστα, καθόσον μπορεί να κινεί μόνο τα δάκτυλα των κάτω άκρων του, ενώ παραμένει η σπαστική παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές και υπαισθησία από Θ12 νευροτόμιο και κάτω, με μικρές νησίδες αισθητικότητας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.), ύστερα από μετεγχειρητική νοσηλεία και θεραπεία σχεδόν τριών (3) μηνών στο ως άνω “…”, εξήλθε από αυτό την 23η Απριλίου 2002. Κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2002 έως και 23-4-2002 υποβλήθηκε, για τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του, σε ειδική αγωγή, η οποία περιλάμβανε ενδοφλέβια αντιβίωση και αποιδηματική αγωγή με κορτικοειδή, μαννιτόλη και φυσικοκινησιοθεραπεία στο άρτια οργανωμένο φυσιοθεραπευτικό τμήμα του ως άνω “…”, ακολούθως δε, το χρονικό διάστημα από 24-4-2002 έως και 18-8-2002, συνέχισε τη θεραπευτική του αγωγή, με σύσταση του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.), κυρίως με φυσικοθεραπείες στην Ορθοπεδική Πανεπιστημιακή Κλινική της Χαϊδελβέργης Γερμανίας, καθώς και την κλινική “Γαληνός”, στη Θεσσαλονίκη, το χρονικό διάστημα από 18-8-2002 έως και 15-2-2003, χωρίς όμως να παρουσιάζει περαιτέρω βελτίωση στην κινητική του κατάσταση, με αποτέλεσμα να παραμένει πολλές ώρες κλινήρης και να εξαρτάται από τρίτο πρόσωπο ακόμη και για την στοιχειώδη καθημερινή εξυπηρέτησή του. Με βάση τα παραπάνω… η προαναφερόμενη σωματική βλάβη που προκλήθηκε στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.), εξαιτίας της οποίας αυτός κατέστη ανάπηρος, οφείλεται σε υπαιτιότητα του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.), ειδικότερα δε στην αμελή συμπεριφορά που επέδειξε κατά την διενέργεια της προαναφερθείσας πρώτης χειρουργικής επέμβασης, που αυτός πραγματοποίησε μόνος του. Συγκεκριμένα, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.), ως μέσος ιατρός, ορθοπεδικός χειρουργός, κατά την διενέργεια της προαναφερθείσας πρώτης χειρουργικής επέμβασης, που αυτός πραγματοποίησε μόνος του, στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.), στην προσπάθεια του να προσεγγίσει την δισκοκήλη, δεν προέβλεψε ότι τυχόν μεγάλη πίεση στο νωτιαίο μυελό, που είναι ευγενές και ευαίσθητο όργανο, θα προκαλέσει εύκολα βλάβες σ’ αυτόν, στην ασταθή αρτηρία και τα τριχοειδή αγγεία που αρδεύουν την περιοχή, και πίεσε με τα χειρουργικά εργαλεία υπερβολικά το νωτιαίο μυελό προκαλώντας σ’ αυτόν θλάση, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε ισχαιμία του μυελού με νέκρωση των κυττάρων του στο σημείο εκείνο, αυτή δε (ισχαιμία) προκάλεσε στον τελευταίο, δηλαδή τον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) σπαστική παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές, καθόσον φέρει πλέον καθετήρα κύστεως και πάνες, υπαισθησία από Θ 12 νευροτόμιο και κάτω, έκτοτε δε δεν μπορεί να σταθεί όρθιος και η μετακίνηση του γίνεται μόνο σε αναπηρικό αμαξίδιο, αφού η δεύτερη χειρουργική και η θεραπευτική αγωγή στην οποία ακολούθως υποβλήθηκε ελάχιστα βελτίωσαν την κατάσταση της υγείας του. Οι κυρίως εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι, η προαναφερθείσα κατάσταση του πρώτου κυρίως ενάγοντος (Χ. Π.) δεν είναι αποτέλεσμα της αμέλειας του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.), αλλά αναμενόμενη επιπλοκή της ήδη υπάρχουσας προεγχειρητικά μυελοπάθειας, οφειλόμενη σε οίδημα που προκλήθηκε από την αναγκαία ιατρικά αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού με την αφαίρεση της δισκοκήλης. Ο ως άνω ισχυρισμός όμως των κυρίως εναγομένων, που προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, παραδεκτά δε επαναφέρεται στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο με σχετικό λόγο της κρινόμενης εφέσεώς τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη. Τούτο δε διότι, αν η βλάβη οφειλόταν σε οίδημα από αποσυμπίεση, που είναι πιθανόν να εμφανισθεί σε παρόμοιες εγχειρήσεις, είναι όμως μικρής εκτάσεως, θα δημιουργούσε μεν παραπάρεση, αυτή όμως θα ήταν προσωρινή, θα υποχωρούσε δε το οίδημα με την φαρμακευτική αγωγή και με την υποχώρησή του θα αποκαθίστατο η κινητικότητα των κάτω άκρων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, όπως άλλωστε φαίνεται και σε όλες τις μετεγχειρητικές μαγνητικές τομογραφίες, το σήμα που δίδεται από τη μυελοπάθεια είναι το ίδιο, στοιχείο που ουσιαστικά επιβεβαιώνει ότι η ως άνω βλάβη στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) δεν προκλήθηκε από οίδημα εξ αποσυμπιέσεως, το οποίο (οίδημα) αν ήταν τέτοιας μορφής με την πάροδο του χρόνου και την φαρμακευτική αγωγή που χορηγούταν στον παθόντα, θα είχε υποχωρήσει και θα εμφανιζόταν διαφορετικό το σήμα στις μετέπειτα μαγνητικές τομογραφίες. Ούτε όμως η προϋπάρχουσα της εγχειρήσεως μυελοπάθεια μπορούσε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από μόνη της, χωρίς έξωθεν επέμβαση, να εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσει την ως άνω βαριά σωματική βλάβη στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.). Εξάλλου, όπως φαίνεται στην μαγνητική τομογραφία θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης (MRI – ΘΜΣΣ), στην οποία υποβλήθηκε ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) αμέσως μετά την προαναφερθείσα πρώτη χειρουργική επέμβαση, οι διαυχενικές βίδες που τοποθέτησε σ’ αυτόν ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.), για την σπονδυλοδεσία, διέρχονται πλησίον του νωτιαίου μυελού και είναι πιθανόν να ενόχλησαν τα πλάγια πυραμιδικά δεμάτια, δεδομένου ότι επρόκειτο προεγχειρητικά για νωτιαίο μυελό που ήταν σε στάδιο αρχόμενης μυελοπάθειας (διαταραχή της αγγείωσης τροφικότητας του νωτιαίου μυελού), γεγονός το οποίο δεν εκτίμησε δεόντως ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.), ώστε να εντείνει περαιτέρω την προσοχή του και να είναι περισσότερο επιμελής κατά την διενέργεια της προαναφερθείσας χειρουργικής επέμβασης. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.) με την υπ’ αρ. 2727/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που κατέστη ήδη αμετάκλητη, καθόσον η ασκηθείσα κατ’ αυτής αναίρεση απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 1532/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ένοχος της ως άνω από αμέλεια σωματικής βλάβης που προκάλεσε στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.), ύστερα από ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του, μετά την έγκληση που υπέβαλε ο τελευταίος σε βάρος του. Η παραπάνω απόφαση του ποινικού δικαστηρίου φυσικά δεν παράγει οποιοδήποτε δεδικασμένο για την προκείμενη πολιτική δίκη…και ως εκ τούτου δε δεσμεύει το παρόν δικαστήριο, εντούτοις ενισχύει την κρίση του ως προς την υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας, του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.) για την πρόκληση της προαναφερθείσας σωματικής βλάβης στον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.). Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση προέκυψε ότι, η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.) εκδηλώθηκε κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων και υπηρεσιών που προσέφερε ο τελευταίος στη δεύτερη κυρίως εναγομένη…στο ιατρικό προσωπικό της οποίας είχε ενταχθεί από το έτος 2000…Με βάση τα παραπάνω… οι κυρίως εναγόμενοι υποχρεούνται, εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς, να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστησαν οι κυρίως ενάγοντες από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου κυρίως εναγομένου, η δεύτερη κυρίως εναγομένη ως προστήσασα τον πρώτο κυρίως εναγόμενο, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, συνεχίζει το Εφετείο, η βλάβη της υγείας του πρώτου κυρίως ενάγοντος (Χ. Π.) είναι πολύ σοβαρή, λαμβανομένου υπόψη ότι η προκληθείσα σ’ αυτόν σωματική βλάβη είναι βαριά, εξαιτίας της οποίας κατέστη ανάπηρος, έκτοτε δε φέρει καθετήρα κύστεως και πάνες, με υπαισθησία από Θ12 νευροστόμιο και κάτω, δεν μπορεί να σταθεί όρθιος και η μετακίνησή του γίνεται μόνο σε αναπηρικό αμαξίδιο, καθόσον η δεύτερη χειρουργική επέμβαση και θεραπευτική αγωγή στην οποία ακολούθως υποβλήθηκε ελάχιστα βελτίωσαν την κατάσταση της υγείας του, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα να επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα στο μέλλον…Εξαιτίας του γεγονότος αυτού ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) βίωσε έντονη αγωνία και θλίψη, ταλαιπωρήθηκε ψυχικά και σωματικά με την υποβολή του σε θεραπευτική αγωγή και καθημερινές επίπονες φυσιοθεραπείες για την αποκατάσταση της υγείας του, που δεν είχαν όμως το αναμενόμενο αποτέλεσμα, ψυχικές, συναισθηματικές και σωματικές καταστάσεις που θα βιώσει και στο μέλλον, καθόσον κατέστη μονίμως ανάπηρος. Επομένως… ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, το ύψος της οποίας… λαμβανομένων υπόψη: α)των συνθηκών υπό τις οποίες προκλήθηκε η ως άνω σωματική βλάβη στον πρώτο κυρίως ενάγοντα, β) του βαθμού της αμέλειας του πρώτου κυρίως εναγομένου και της προαναφερθείσας συνυπαιτιότητας του πρώτου κυρίως ενάγοντος για την κατάσταση της υγείας του, γ) της σοβαρότητας και του μεγέθους της σωματικής βλάβης του πρώτου κυρίως ενάγοντος και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε ο τελευταίος για την θεραπεία του, χωρίς να έχει αποκατασταθεί η υγεία του, δ) της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του πρώτου κυρίως ενάγοντος, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο τελέσεως της επίδικης αδικοπραξίας ήταν μνηστευμένος με τη δεύτερη κυρίως ενάγουσα… και ακολούθως τέλεσε νόμιμο πολιτικό γάμο με αυτήν, με την οποία είχε αποκτήσει ένα τέκνο, τον Σ. Π. (τρίτος κυρίως ενάγων), χωρίς ιδιαίτερα τυπικά προσόντα, απασχολούμενος περιστασιακά ως ιδιωτικός υπάλληλος, χαμηλής οικονομικής καταστάσεως, σε συνδυασμό με την προσωπική, οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του πρώτου κυρίως εναγομένου (Θ. Α.), ο οποίος είναι ιατρός, σχετικά καλής οικονομικής καταστάσεως, προσφέροντας τις ιατρικές υπηρεσίες του στη δεύτερη κυρίως εναγομένη…η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα παροχής νοσηλευτικών υπηρεσιών σε πανελλήνια κλίμακα και η οικονομική της κατάσταση είναι καλή και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000,00€)…”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο δέχτηκε τις εφέσεις των διαδίκων, εξαφάνισε εξ ολοκλήρου την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει ορισμένα από τα κονδύλια της αγωγής των αναιρεσίβλητων ως αόριστα, άλλα ως μη νόμιμα και αβάσιμα και άλλα τα είχε δεχθεί, επιδικάζοντας και διαφορετικά ποσά και στη συνέχεια δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Ειδικότερα έκρινε την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης του πρώτου αναιρεσείοντος για τη προκληθείσα στον πρώτο αναιρεσίβλητο σωματική βλάβη κατά τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης και ότι ο τελευταίος, πέραν της περιουσιακής ζημίας, που δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, καθόρισε με βάση τα αναφερόμενα προσδιοριστικά στοιχεία, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 130.000,00€. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων, στις οποίες στηρίχθηκε (άρθ. 297, 298, 330, 914ΑΚ) και κατέληξε στο παραπάνω αποδεικτικό του πόρισμα, εξειδικεύοντας τις αόριστες νομικές έννοιες της αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου αναιρεσείοντος κατά την εκτέλεση του ιατρικού του καθήκοντος στη χειρουργική επέμβαση του πρώτου αναιρεσίβλητου, που διενήργησε ως ορθοπεδικός χειρουργός και της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της προκληθείσας στον τελευταίο σωματικής βλάβης, δεχόμενο ειδικότερα ότι η αμελής συμπεριφορά έγκειται στο ότι ο πρώτος αναιρεσείων, ως μέσος ιατρός, ορθοπεδικός χειρουργός, κατά τη διενέργεια της προαναφερθείσας πρώτης χειρουργικής επέμβασης, που αυτός πραγματοποίησε, στον πρώτο αναιρεσίβλητο, στην προσπάθεια του να προσεγγίσει τη δισκοκήλη, δεν προέβλεψε ότι τυχόν μεγάλη πίεση στο νωτιαίο μυελό, που είναι ευγενές και ευαίσθητο όργανο, θα προκαλέσει εύκολα βλάβες σ’ αυτόν, στην ασταθή αρτηρία και τα τριχοειδή αγγεία που αρδεύουν την περιοχή, και πίεσε με τα χειρουργικά εργαλεία υπερβολικά το νωτιαίο μυελό, προκαλώντας σ’ αυτόν θλάση, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε ισχαιμία του μυελού με νέκρωση των κυττάρων του στο σημείο εκείνο, αυτή δε (ισχαιμία) προκάλεσε στον τελευταίο σπαστική παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές, με αποτέλεσμα έκτοτε να μη μπορεί να σταθεί όρθιος και η μετακίνησή του να γίνεται με αναπηρικό αμαξίδιο. Αντίθετα με τα όσα οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, τα άνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανεπαρκή, ασαφή και αντιφατικά και αρκούν να χαρακτηρίσουν ως αμελή τη συμπεριφορά του πρώτου αναιρεσείοντος ως ιατρού και να τη συνδέσουν αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη του πρώτου αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι το Εφετείο δεν εκθέτει πως κατέληξε στις άνω παραδοχές, πλην όμως το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο για την πληρότητα του αποδεικτικού του πορίσματος να εκθέσει στην ελάσσονα πρότασή του πλήρως και σαφώς τι αποδείχτηκε και όχι γιατί αποδείχτηκε. Περαιτέρω, η αναφορά στην απόφαση του Εφετείου, ότι η σωματική βλάβη του πρώτου αναιρεσίβλητου οφείλεται σε υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσείοντος, που επέδειξε κατά τη διενέργεια της πρώτης χειρουργικής επέμβασης, που αυτός πραγματοποίησε μόνος, δεν προκαλεί ασάφεια ως προς τις παραδοχές του σε σχέση με την αμελή συμπεριφορά του τελευταίου, ενόψει και της παραδοχής του, ότι η πραγματοποίηση της πρώτης χειρουργικής επέμβασης μόνον υπ’ αυτού, χωρίς την παρουσία ιατρού νευροχειρουργού, δεν συνιστά αμελή συμπεριφορά, διότι, κατά τα ιατρικώς παραδεδεγμένα, δεν ήταν απαραίτητη, καθόσον η αναφορά ότι αυτός πραγματοποίησε μόνος την πρώτη χειρουργική επέμβαση έγινε για λόγους ιστορικής αφήγησης και όχι για τη στήριξη αμελούς συμπεριφοράς του. Οι λοιπές δε αιτιάσεις, που προβάλλονται με τον ίδιο λόγο, πλήττουν την ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγμάτων κατά διάφορο τρόπο από εκείνο που έκρινε η προσβαλλόμενη και περαιτέρω αφορούν σε προσβολή των επιχειρημάτων του δικαστηρίου, για τη στήριξη της άνω κρίσης του, τα οποία ομοίως δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά. Επομένως, ο παραπάνω τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες με τον έκτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια, ότι, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης του πρώτου αναιρεσίβλητου στο ποσό των 130.000,00€, αφενός έλαβε υπόψη του, πέραν των άλλων προσδιοριστικών στοιχείων, ανεπίτρεπτα και την οικονομική κατάσταση της δεύτερης αναιρεσείουσας, η οποία ως προστήσασα, ευθύνεται ανεξαρτήτως πταίσματος, δηλαδή αντικειμενικά και για το λόγο αυτό η οικονομική της κατάσταση δεν λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας προσδιοριστικός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και αφετέρου παραβίασε την, από τα άρθρα 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος, απορρέουσα αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Η έρευνα του λόγου αυτού παρέλκει, μετά την παραδοχή των πρώτου και δεύτερου λόγων της προαναφερόμενης πρώτης αναίρεσης του πρώτου αναιρεσίβλητου και ενόψει της αναιρετικής τους εμβέλειας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρέθηκε, κατά το κεφάλαιό της περί χρηματικής ικανοποίησης αυτού (πρώτου αναιρεσίβλητου), καθόσον για τον προσδιορισμό της έλαβε υπόψη την απαραδέκτως προταθείσα ένσταση συνυπαιτιότητάς του στην έκταση των συνεπειών της σωματικής βλάβης του. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά (ΑΠ 273/2011), ενώ δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας για το αποδεικτικό του πόρισμα στηρίχθηκε στις προσκομισθείσες αποδείξεις, που μνημόνευσε στην απόφασή του, χωρίς να είναι ανάγκη να αξιολογεί ειδικώς το κάθε αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 2031/2007) και επίσης δεν ιδρύεται από παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ειδικότερων περιστατικών, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν δεν συμπίπτουν απολύτως, χωρίς όμως να διαφέρουν ουσιωδώς, από τα περιστατικά της αγωγής (ΑΠ 881/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δέχθηκε την υπαιτιότητα και το παράνομο της συμπεριφοράς του πρώτου αναιρεσείοντος, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο αυτής προς το επελθόν αποτέλεσμα, στα οποία στηρίζεται το αγωγικό δικαίωμα του πρώτου αναιρεσίβλητου προς αποζημίωση, ως αληθινά, χωρίς καμιά απόδειξη, καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, όπως δέχτηκε το Εφετείο, ότι ο πρώτος αναιρεσείων άσκησε υπερβολική πίεση με τα χειρουργικά εργαλεία στο νωτιαίο μυελό του πρώτου αναιρεσίβλητου, στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τη δισκοκήλη, προκαλώντας θλάση σ’ αυτόν, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε ισχαιμία και η ισχαιμία σπαστική παραπληγία, αλλά από το σύνολο αυτών (αποδεικτικών μέσων) προκύπτει ακριβώς το αντίθετο και επιπλέον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθεται από ποια αποδεικτικά μέσα το Εφετείο άντλησε την απόδειξη για τους παραπάνω πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι επιπλέον δεν προβλήθηκαν με την αγωγή. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης υπό τις άνω αιτιάσεις, από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και κατά το πρώτο σκέλος του υπό στοιχ 1α, είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, απορριπτέος ως αβάσιμος, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη και ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο, για τη συναγωγή του άνω αποδεικτικού του πορίσματος, στηρίχθηκε στα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, που μνημονεύονται σ’ αυτή (μάρτυρες, έγγραφα, δικαστικά τεκμήρια, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ένορκες βεβαιώσεις, ομολογίες), για το οποίο δεν ήταν αναγκαίο να προβεί στην ειδική αξιολόγηση καθενός. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, κατά το σκέλος υπό στοιχ 1β, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε την αρχή της δίκαιης δίκης (αρθ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ), διότι η εξέταση του αποδεικτικού υλικού δεν έγινε κατά τρόπο σύμφωνο με αυτή, αφού θεμελίωσε το αποδεικτικό του πόρισμα στις παραδοχές της υπ’ αριθ. 2727/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της ποινικής δίκης, κατά παραμερισμό των λοιπών αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζεται για ποιο συγκεκριμένο λόγο παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης. Τέλος, με τον ίδιο δεύτερο λόγο, κατά το σκέλος του με αριθ. 2, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο, ενώ για την παρούσα διαφορά απαιτείται πλήρης απόδειξη, ως υπαγόμενη στην τακτική διαδικασία, αποφάνθηκε βάσει πιθανολόγησης των ισχυρισμών των αναιρεσίβλητων σχετικά με το ζήτημα της αμέλειας του πρώτου από τους αναιρεσείοντες και της αιτιώδους συνάφειας αυτής προς τη σωματική βλάβη του πρώτου αναιρεσίβλητου, καθόσον δέχτηκε ότι “… οι διαυχενικές βίδες που τοποθέτησε σ’ αυτόν ο πρώτος κυρίως εναγόμενος (Θ. Α.), για την σπονδυλοδεσία, διέρχονται πλησίον του νωτιαίου μυελού και πιθανόν να ενόχλησαν τα πλάγια πυραμιδικά δεμάτια…” υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια του αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς την αξιούμενη από το νόμο πλήρη απόδειξη αυτών. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης κατά το προαναφερόμενο με αριθ. 2 σκέλος του είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, το Εφετείο δεν δέχτηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή και συγκεκριμένα το ζήτημα της αμέλειας του πρώτου από τους αναιρεσείοντες και της αιτιώδους συνάφειας αυτής προς τη σωματική βλάβη του πρώτου αναιρεσίβλητου, χωρίς την αξιούμενη από το νόμο πλήρη απόδειξη αυτών, δεδομένου ότι δέχτηκε ότι από όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι ο πρώτος αναιρεσείων από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, ως μέσος ιατρός ορθοπεδικός χειρουργός, κατά τη διενέργεια της πρώτης χειρουργικής επέμβασης, που αυτός πραγματοποίησε μόνος του στον πρώτο αναιρεσίβλητο, στην προσπάθειά του να προσεγγίσει την δισκοκήλη, δεν προέβλεψε ότι τυχόν μεγάλη πίεση στο νωτιαίο μυελό, που είναι ευγενές και ευαίσθητο όργανο, θα προκαλέσει εύκολα βλάβες σ’ αυτόν, στην ασταθή αρτηρία και τα τριχοειδή αγγεία που αρδεύουν την περιοχή και πίεσε με τα χειρουργικά εργαλεία υπερβολικά το νωτιαίο μυελό, προκαλώντας σ’ αυτόν θλάση, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε ισχαιμία του μυελού και νέκρωση των κυττάρων στο σημείο εκείνο, αυτή δε (ισχαιμία) προκάλεσε στον τελευταίο, δηλαδή τον πρώτο κυρίως ενάγοντα (Χ. Π.) σπαστική παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές. Η παραπάνω υπό των αναιρεσειόντων επικαλούμενη περικοπή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συνιστά παραδοχή πραγμάτων, αλλά επιχείρημα του δικαστηρίου, που αντλήθηκε από την εκτίμηση των αποδείξεων και συγκεκριμένα, όπως σ’ αυτή αναφέρεται, από τη μαγνητική τομογραφία θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, στην οποία υποβλήθηκε ο πρώτος αναιρεσίβλητος αμέσως μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση, προς επίρρωση του άνω αποδεικτικού πορίσματός του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία το δικαστήριο της ουσίας υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει να γίνεται στην απόφαση ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ’ είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης. Περαιτέρω, τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας, μεταξύ των οποίων και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε από προανακριτικό υπάλληλο στα πλαίσια της ποινικής δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εκτιμώνται από το δικαστήριο της ουσίας ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1430/2008, ΑΠ 567/2006) και δεν είναι αναγκαίο να γίνεται στην απόφαση ειδική μνεία, αλλά αρκεί η αναφορά ότι έλαβε υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, αφού από καμιά διάταξη δεν γίνεται διαστολή ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ1430/2008). Εξάλλου, κατά το άρθρο 444 αριθμ.3 του ΚΠολΔ, ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση. Στην έννοια των μηχανικών απεικονίσεων περιλαμβάνεται κάθε υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων, που πραγματοποιείται με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο. Έτσι, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 444 αρ.3 ΚΠολΔ, θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα και οι βιντεοταινίες ή βιντεοκασέτες, οι οποίες και λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο με τις προϋποθέσεις που λαμβάνεται υπόψη κάθε ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 813/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 11γ του άρθρο 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που αυτοί επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα προς απόκρουση της αγωγής και συγκεκριμένα ότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη του α) την από 13-1-2003 ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος, μετά από παραγγελία του ΙΔ πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, πραγματογνώμονα Ν. Κ., νευροχειρουργού, από την οποία προκύπτει “ότι δεν μπορεί κανείς να αποφανθεί απόλυτα για την ευθύνη του πρώτου (σημ. αναιρεσείοντα) και ότι υπήρχε οίδημα στο νωτιαίο μυελό και προεγχειρητικά, ότι το μετεγχειρητικό οίδημα ήταν αναμενόμενο για την επέμβαση που έγινε και ότι επί τη βάση της βιντεοκασέτας της δεύτερης επέμβασης ο νωτιαίος μυελός είναι σχετικά υγιής” και β) τη βιντεοκασέτα της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης, από την οποία προκύπτει ” ότι κατ’ αυτή ο νωτιαίος μυελός βρέθηκε ανατομικά ακέραιος”, δεδομένου ότι δεν μνημονεύονται τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην απόφαση και κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα αντίθετο με τις παραπάνω διαπιστώσεις, δεχόμενο ” ότι προεγχειρητικά υπάρχει μόνο σήμα μυελοπάθειας και όχι οίδημα, ότι το μετεγχειρητικό οίδημα δεν είναι το αναμενόμενο σε τέτοιες επεμβάσεις, αλλά οφείλεται σε αμέλεια του πρώτου (σημ. αναιρεσείοντος) και ότι ο νωτιαίος μυελός υπέστη κατά την πρώτη επέμβαση πολλαπλή βλάβη”. Από την περιεχόμενη, όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή βεβαίωση του Εφετείου, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πέρα από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, των οποίων γίνεται μνεία στην απόφασή του και ” από όλα γενικώς τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται… και τα δημόσια έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής δίκης… που συνεκτιμώνται…για ορισμένα από τα οποία γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά… για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία…”, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε με εκτενείς αιτιολογίες ο προς απόκρουση της αγωγής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, ήτοι την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής δίκης και αποτελεί έγγραφο, που λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, καθώς και τη βιντεοκασέτα της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης, που ομοίως αποτελεί έγγραφο, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα και για τα οποία, σημειωτέον, αρκεί η γενική αναφορά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά και αξιολόγησή τους. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται ότι τα άνω αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη, διότι αν είχαν ληφθεί υπόψη το Εφετείο θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθ. 11γ του ΚΠολΔ, κατά την αληθή νοηματική του έννοια και όχι από τον αριθ. 10, σύμφωνα με τον οποίο το Εφετείο έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα μόνον την υπ’ αριθ. 2727/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά παραμερισμό των λοιπών αποδεικτικών μέσων, καθόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει την άνω ποινική απόφαση απλώς τη συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ώστε να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται όταν το δικαστήριο προσέδωσε στα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά ορίζει γι’ αυτά ο νόμος και όχι στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 340 ΚΠολΔ, την εξουσία να εκτιμήσει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα. Κατά γενικό κανόνα τα αποδεικτικά μέσα είναι κατά νόμο ισοδύναμα και απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα καθενός, αφού τα εκτιμήσει κατά τα παραπάνω. Στον ανωτέρω κανόνα όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπου κατά νόμο προσδίδεται σε ένα αποδεικτικό μέσο μείζων αποδεικτική δύναμη, όπως είναι η δικαστική ομολογία και τα δημόσια έγγραφα, όταν αυτά αποτελούν πλήρη απόδειξη, κατά τους ορισμούς των άρθρων 438, 439 και 441 ΚΠολΔ, για όσα δηλαδή βεβαιώνονται σ’ αυτά ότι έγιναν από το συντάκτη τους ή ενώπιόν του και ο συντάκτης τους ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος για τη βεβαίωση αυτή. Αντίθετα και τα δημόσια έγγραφα λογίζονται ως ισοδύναμα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για τα αποδεικτέα γεγονότα για τα οποία δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο ανέφερε ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης είναι ισοδύναμα, εντούτοις μεταξύ αυτών μνημόνευσε και έλαβε υπόψη και “τα δημόσια έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής δίκης”, καθώς και “τις ειδικές ομολογίες των διαδίκων, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα, που κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο και στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο”, στα οποία όμως ο νόμος προσδίδει ιδιαίτερη (μείζονα) αποδεικτική δύναμη και συνεπώς δεν ήταν ισοδύναμα. Ο λόγος αυτός, καθόσον αφορά τα άνω έγγραφα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, αν και δημόσια, ήταν ισοδύναμα με τα λοιπά, αφού για τα αποδεικτέα γεγονότα δεν αποτελούσαν πλήρη απόδειξη, κατά την παραπάνω έννοια, ενώ καθόσον αφορά τις ομολογίες είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η αναφορά του ισοδυνάμου αναφέρεται μόνο στα έγγραφα, που το Εφετείο έλαβε υπόψη.
Κατά τον αριθ.16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε στην ένδικη υπόθεση την ύπαρξη δεδικασμένου από την υπ’ αριθ. 2727/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της ποινικής δίκης με κατηγορούμενο τον πρώτο αναιρεσίβλητο και εγκαλούντα και πολιτικώς ενάγοντα τον πρώτο αναιρεσίβλητο, αφού υιοθέτησε τις παραδοχές της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και ορθώς τη μη ύπαρξη δεδικασμένου για την πολιτική δίκη από την παραπάνω απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, την οποία απλώς συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση από το άρθρο 559 αρ.18 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της παραπομπής, δεν συμμορφώθηκε με την αναιρετική απόφαση, δηλαδή δεν ακολούθησε ως προς το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, τη λύση που δόθηκε από αυτόν. Το νομικό ζήτημα μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο. Δεν επιλύεται όμως νομικό ζήτημα, όταν η αναιρετική απόφαση αναιρεί την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, διότι αυτό, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι έλαβε υπόψη κάποιο αποδεικτικό μέσο, ώστε να δεσμεύει το δικαστήριο της παραπομπής και να ιδρύεται ο παραπάνω λόγος, όταν ακολούθως το δικαστήριο, συνεκτιμώντας αυτό το αποδεικτικό μέσο, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 780/2009, ΑΠ 1395/2010). Επομένως, ο όγδοος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση από τον αριθ. 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε με την υπ’ αριθ.161/2003 αναιρετική απόφαση ως προς το ζήτημα της συνεκτίμησης απλώς της υπ’ αριθ. 2727/2008 ποινικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έκρινε ότι δεν καθίστατο αδιστάκτως βέβαιο ότι είχε ληφθεί υπόψη, αφού υιοθέτησε πλήρως τις παραδοχές της, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, 4/2005).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρ. 931 ΑΚ, που ορίζει ότι “η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη του, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωσή του , αν επιδρά στο μέλλον του. Ωστόσο, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρ. 931 ΑΚ, ως μέλλον του παθόντος νοείται το οικονομικό του μέλλον και συνεπώς η αυτοτελής για την αιτία αυτή αξίωσή του αποζημίωσης, είτε πρόκειται για αναπηρία του, δηλαδή για προκαλούμενη έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου του είτε για παραμόρφωση, δηλαδή για προκαλούμενη ουσιώδη αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου του, που καθορίζεται κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής (ΑΠ 268/2008), παρέχεται για την κάλυψη περιουσιακής και μόνον ζημίας του και μάλιστα μελλοντικής. Δηλαδή δεν είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή την παραμόρφωσή του ούτε αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της συναφούς ηθικής βλάβης του, η οποία βρίσκει έρεισμα μόνο στη διάταξη του άρθρ. 932 ΑΚ και όχι στη διάταξη του άρθρ. 931 ΑΚ, αφού στην τελευταία γίνεται λόγος για αποζημίωση και όχι για χρηματική ικανοποίηση (Ολ ΑΠ 18/2008, ΑΠ 1631/2010, ΑΠ 58/2009, ΑΠ 350/2009). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε τα ακόλουθα: “…από την εν λόγω αναπηρία το μέλλον του (σημ. πρώτου αναιρεσίβλητου) καθίσταται οδυνηρό, αφού η κατάστασή του αυτή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, επηρεάζει και οπωσδήποτε επιδρά δυσμενώς, έως και καταλυτικώς, στον περαιτέρω (μελλοντικό) επαγγελματικό-οικονομικό και κοινωνικό προσωπικό του βίο, ειδικότερα δε έχει πληγεί το επαγγελματικό και κοινωνικό του μέλλον, καθόσον αδυνατεί να ασκήσει το επάγγελμα του ιδιωτικού υπαλλήλου, με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που είχε τη δυνατότητα να μετέρχεται, έστω και περιστασιακά, πριν την τέλεση σε βάρος του της επίδικης αδικοπραξίας, επαγγελματική δραστηριότητα που απαιτεί ικανότητα αυτόνομης κίνησης, την οποία δεν έχει πλέον, λόγω της άνω αναπηρίας του, αλλά και οποιαδήποτε εργασία, που απαιτεί δυνατότητα αυτόνομης κίνησης και συνεπώς μειονεκτεί και υστερεί έναντι των λοιπών προς πρόληψη προσώπων και προς παροχή οποιασδήποτε εργασίας ενδιαφερομένων, γεγονός που υποβαθμίζει ποιοτικά το μέλλον του, αφού στερείται της δυνατότητας να αναπτύξει την προσωπικότητά του δια της εργασίας του. Αλλά και το κοινωνικό του μέλλον δεν έχει καλύτερη τύχη, αφού, λόγω της ως άνω αναπηρίας του, περιορίζονται σημαντικά οι κοινωνικές επαφές, συναναστροφές και δραστηριότητές του στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά… ο πρώτος κυρίως ενάγων (Χ. Π.) πρέπει να υπαχθεί στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 931ΑΚ ρύθμιση, δικαιούμενος εντεύθεν εύλογης, για την ως βάσιμη κριθείσα ανωτέρω αιτία, χρηματικής παροχής, ανερχομένης, λαμβανομένων υπόψη αφενός του είδους και των συνεπειών της αναπηρίας και αφετέρου της ηλικίας του, στο ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000,00€)…”. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 299 και 931 ΑΚ, αφού για τον καθορισμό της αποζημίωσης, που δέχτηκε ότι οφείλουν να καταβάλουν οι αναιρεσείοντες στον πρώτο αναιρεσίβλητο, ώστε να μετριασθεί η δυσμενής για το μέλλον του επίδραση από τη συναφή αναπηρία του, συνεκτίμησε και την ανάγκη του να αποκατασταθεί η κοινωνική του απαξίωση από αυτή, ως εκ του ότι περιορίζονται σημαντικά οι κοινωνικές επαφές, συναναστροφές και οι δραστηριότητές του στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον, επιδικάζοντας έτσι αποζημίωση για μη περιουσιακή ζημία. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η αναίρεση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αφορά την αναγνώριση υποχρέωσης των αναιρεσειόντων να καταβάλουν στον πρώτο αναιρεσίβλητο ατομικά το ποσό των 45.000,00 ευρώ, ως αποζημίωση για την προξενηθείσα σ’ αυτόν από υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσείοντα αναπηρία, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει η αναίρεση να απορριφθεί. Περαιτέρω, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 2252/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που επιλήφθηκε μετ’ αναίρεση της προηγούμενης υπ’ αριθ. 1818/2009 απόφασης του, κατόπιν παραπομπής από τον Άρειο Πάγο με την υπ’ αριθ. 161/2013 απόφασή του, πρέπει η υπόθεση να κρατηθεί και να δικασθεί, κατά τα παραπάνω κεφάλαιά της για τα οποία αναιρέθηκε, από τον Άρειο Πάγο στην ουσία, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ., σε νέα όμως προς το σκοπό αυτό δικάσιμο, που θα οριστεί με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, ώστε κατ’ αυτή οι διάδικοι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή, γνωρίζοντας επακριβώς το εύρος της αναιρετικής απόφασης, να διαμορφώσουν ανάλογα τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις τους. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η απόδοση στους αναιρεσείοντες, τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης αναίρεσης, του παραβόλου των τριακοσίων (300,00) ευρώ, που καταβλήθηκε αντιστοίχως απ’αυτούς, όπως αυτό αναφέρεται στις υπ’ αριθ. 85/2015 και 4/85 εκθέσεις κατάθεσης των αιτήσεων αναίρεσης που συντάχθηκαν από τη γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων της από 12-3-2015 αίτησης, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους, κατά το σχετικό περί τούτου αίτημα αυτών, ενώ οι αναιρεσείοντες της από 7-1-2015 αίτησης πρέπει, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας, να καταδικασθούν σε αντίστοιχο μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά τους, όπως αναφέρεται στο διατακτικό ειδικότερα (άρθρ. 176, 178 παρ.1, 180 παρ 1, 183, 189 παρ.1,191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 12-3-2015 και 7-1-2015 αιτήσεις για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2522/2014 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. 
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 2252/2014 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά τα κεφάλαια που αναφέρονται στο αιτιολογικό.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση ως προς αυτά σε νέα συζήτηση ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, κατά την οποία θα επαναφερθεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων. Διατάσσει την απόδοση στους αναιρεσείοντες αντιστοίχως του παραβόλου των τριακοσίων (300,00) ευρώ. 
Καταδικάζει α) τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων της από 12-3-2015 αίτησης αναίρεσης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ και β) τους αναιρεσείοντες της από 7-1-2015 αίτησης αναίρεσης σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ