Αριθμός απόφασης: 464/2018
Γ.Α.Κ. 41874/2010
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 29Ο
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2017, με δικαστή την Ευαγγελία Παυλίδου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Φιλιππία Θωμοπούλου, δικαστικό υπάλληλο.
Γ ι α να κρίνει την αγωγή, με χρονολογία καταθέσεως 21.12.2010,
τ η ς ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΙΔΩΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΧΑΡΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και έδρα στον Ασπρόπυργο Αττικής (θέση Πάτημα), που εκπροσωπείται νομίμως από τον Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου και παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της, Γεωργία Βαϊναλή,
κ α τ ά: 1. του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος λογίζεται ότι παρέστη με την, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ, δήλωση της δικαστικού πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Παρασκευής Μίληση, 2. του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων» (ΤΑΧΔΙΚ), που εκπροσωπείται νομίμως από τον Πρόεδρο του Διοικητικού του Συμβουλίου και λογίζεται ότι παρέστη με τη δήλωση της ίδιας δικαστικού πληρεξουσίας, 3. του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας» (ΟΚΧΕ) και ήδη ανώνυμη εταιρεία «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε.» (ΕΚΧΑ ΑΕ), που εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου και παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της, Πηνελόπη Μπούκα και 4. του Υποθηκοφύλακα Αμαρουσίου, που δεν παρέστη.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παρέστησαν ζήτησαν τα αναφερόμενα στα πρακτικά και, συγκεκριμένα, η δικηγόρος της ενάγουσας εταιρείας ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή της, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των τριών πρώτων εναγομένων, δεδομένης της παραιτήσεώς της ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, ενώ η δικηγόρος της τρίτης εναγόμενης εταιρείας ζήτησε προθεσμία τριών ημερών, προκειμένου να προσκομίσει τα στοιχεία για τη νομιμοποίησή της, η οποία και της χορηγήθηκε. Μετά από τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν ν ό μ ο:
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. 16963359095712150083 ηλεκτρονικό παράβολο).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση κηρυσσόμενη προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλουν, εντόκως από της επιδόσεώς της, τα εξής ποσά: α) το πρώτο εναγόμενο Δημόσιο, το ποσό των 3.000 ευρώ, β) το δεύτερο εναγόμενο ΤΑΧΔΙΚ, το ποσό των 1.750 ευρώ, γ) ο τρίτος εναγόμενος ΟΚΧΕ, 1.000 ευρώ και δ) ο τέταρτος και τελευταίος των εναγομένων Υποθηκοφύλακας, 2.900 ευρώ. Το συνολικό αυτό ποσό των 8.650 ευρώ, που ζητείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), αντιστοιχεί σε αναλογικά δικαιώματα που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατέβαλε αχρεωστήτως, για την εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης, στο πλαίσιο του από 24.12.2007 ομολογιακού της δανείου με το πιστωτικό ίδρυμα της «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΕ».
3. Επειδή, ως προς τον τέταρτο εναγόμενο Υποθηκοφύλακα Αμαρουσίου έχει υποβληθεί η υπ’ αριθ. Χ26813/10.10.2017 δήλωση παραιτήσεως από τη δικηγόρο της εταιρείας, Γεωργία Βαϊναλή, με ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα από τον Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου και Διευθύνοντα Σύμβουλό της. Η παραίτηση δε αυτή οφείλεται στην ικανοποίηση της κατ’ αυτού αξιώσεως της ενάγουσας, όπως αυτή ισχυρίζεται στο από 17.10.2017 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά της. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, η παρούσα δίκη πρέπει να καταργηθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 142 παρ. 1 περ. β΄ και 143 παρ. 2 περ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97).
4. Επειδή, μετά από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, στη θέση του τρίτου εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του «Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας» (ΟΚΧΕ) έχει υπεισέλθει η ανώνυμη εταιρεία «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε.» (ΕΚΧΑ ΑΕ), η οποία, ως καθολικό διάδοχός του, συνεχίζει αυτοδικαίως την παρούσα δίκη, βάσει του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4164/2013 (Α΄ 156). Υπό τα δεδομένα αυτά, η παρούσα συζήτηση εχώρησε νομίμως, οπότε η αγωγή πρέπει να εξετασθεί ως προς τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την παραδεκτή άσκησή της.
5. Επειδή, ο ν. 3156/2003 (Α΄ 157) προβλέπει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Ομολογιακό είναι το δάνειο που εκδίδεται από ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στην Ελλάδα (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους ορούς του δανείου …», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του ίδιου νόμου: «Για κάθε εγγραφή σύστασης ή μεταβίβασης ή άρση ή διαγραφή εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή σημειώσεων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο, μητρώο ή κτηματολόγιο και για την καταχώριση των συμβάσεων των άρθρων 10 και 11, καταβάλλονται μόνο πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων εκατό ευρώ (100), αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης ή τέλους».
6. Επειδή, ακόμη, κατά το άρθρο 3 του ν. 325/1976 (Α΄ 125): «Διά την … εγγραφήν υποθήκης ή προσημειώσεως υποθήκης … πλέον των εν άρθρ. 2 του παρόντος παγίων δικαιωμάτων, οι Άμισθοι Υποθηκοφύλακες εισπράττουσι παρά των αιτούντων, μέχρι ποσού 10.000 δραχμών οκτώ τοις χιλίοις, από ποσού δέκα χιλιάδων μέχρι είκοσι χιλιάδων δραχμών έξ (6) τοις χιλίοις και πέραν του ποσού τούτου πέντε τοις χιλίοις». Περαιτέρω, το ύψος των αναλογικών αυτών δικαιωμάτων αυξήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88) και, εν συνεχεία, με την παρ. 2 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθ. 100132/22.8.1996 (Β΄ 721) ΚΥΑ. Ακολούθησε ο ν. 2644/1998 (Α΄ 275), που στο άρθρο 4 παρ. 2 περ. β΄, όπως αυτό ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 3481/2006 (Α΄ 162), προβλέπει ότι: «Τα αναλογικά δικαιώματα που εισπράττονται από τα υποθηκοφυλακεία σύμφωνα με τα άρθρα 3, 5 και 12 του ν. 325/1976 … κατά τη μεταβατική περίοδο λειτουργίας τους ως Κτηματολογικών Γραφείων, εισπράττονται αυξημένα κατά ποσοστό ένα επί τοις χιλίοις (1 ‰), το οποίο και αποδίδεται στον Ο.Κ.Χ.Ε. …».
7. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, όπως κυρώθηκε με τον ν. 4125/1960 (Α΄ 202) και μεταγλωττίσθηκε με το π.δ. 331/1985 (Α΄ 116): «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται διαφορές που αναφύονται: α) από τον καταλογισμό των φόρων, δασμών, τελών και συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου …». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 του ν.δ/τος 4486/1965 (Α΄ 131): «Η αληθής έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας είναι ότι εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών Φορολογικών Δικαστηρίων υπάγονται και αι διαφοραί, αι αναφυόμεναι μεταξύ Φορολογούσης Αρχής και φορολογουμένου: [α) έως δ) …] ε) δια την επιστροφήν φόρων, τελών, εισφορών κλπ. …». Ελλείψει δε διατάξεως για τον ορισμό της φορολογικής διαφοράς στον ως άνω Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι ρυθμίσεις αυτές των άρθρων 1 και 73 ΚΦΔ, καθώς και της ανωτέρω ερμηνευτικής τους διατάξεως, εξακολουθούν να ισχύουν, κατά το άρθρο 285 παρ. 1 ΚΔΔ (βλ. ΣτΕ 3363/2013).
8. Επειδή, ο εν λόγω ΚΔΔ ορίζει στο μεν άρθρο 2 ότι: «Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκασή τους έχει ανατεθεί με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια», στο δε άρθρο 63 παρ. 1 ότι: «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή». Ακολούθως, ως προς το ένδικο βοήθημα της αγωγής, το άρθρο 71 προβλέπει, στην τέταρτη παράγραφό του, τα εξής: «Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αγωγή είναι απαράδεκτη αν πρόκειται για αξίωση φορολογικού εν γένει περιεχομένου».
9. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι τα αναλογικά δικαιώματα που καταβάλλονται για την εγγραφή υποθήκης, ή και προσημειώσεώς της αποτελούν ιδιαίτερο δημοσιονομικό βάρος που εμπίπτει στην, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ ΚΦΔ, έννοια των συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου. Συνεπώς, οι διαφορές που αναφύονται από την αμφισβήτησή τους είναι φορολογικές και, εντεύθεν, λόγω του χαρακτήρα τους αυτού, εισάγονται ενώπιον των αρμόδιων τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αποκλειστικά με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση αγωγής για την αναζήτηση τέτοιων αναλογικών δικαιωμάτων, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων (βλ. ΔΕφΑθ 5568/2017, 4667/2017, 3418/2017, 2804/2017, 2853/2016, 2019/2013, πρβλ. ΣτΕ 342/1992).
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, με την υπ’ αριθ. 9092/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που καταχωρίσθηκε στις 11.2.2008 στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου, με αριθμό 1035, διετάχθη, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, μέχρι του ποσού του 1.000.000 ευρώ, σε τρία διαμερίσματα και μία υπόγεια αποθήκη- γκαράζ στα Βριλήσσια Αττικής, που φέρετο να ανήκουν στους Σταύρο και Νικόλαο Μέρμηγκα και τη Δήμητρα Καρκαλάτου. Η προσημείωση αυτή ενεγράφη σε εξασφάλιση του από 24.12.2007 προγράμματος εκδόσεως κοινού ενυπόθηκου ομολογιακού δανείου, ύψους 750.000 ευρώ, με εκδότρια την ενάγουσα εταιρεία «Μέρμηγκας ΑΕΒΕ» και ομολογιούχο δανειστή της, το πιστωτικό ίδρυμα της «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΕ». Για την εγγραφή της εν λόγω προσημειώσεως υποθήκης στα ανωτέρω ακίνητα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το συνολικό ποσό των 8.873,12 ευρώ, που αναλύεται σε: α) 3.000 ευρώ, υπέρ του πρώτου εναγόμενου, Ελληνικού Δημοσίου, β) 1.750 ευρώ, υπέρ του δευτέρου εναγόμενου, ΤΑΧΔΙΚ, γ) 1.000 ευρώ, υπέρ του ΟΚΧΕ και ήδη ΕΚΧΑ ΑΕ και δ) 2.900 ευρώ, υπέρ του Υποθηκοφύλακα Αμαρουσίου, πλέον του πάγιου τέλους των 123,12 ευρώ. Ως προς τον τελευταίο δε αυτή ισχυρίζεται ότι, εξαιρέσει του οφειλόμενου πάγιου τέλους, της έχει ήδη επιστρέψει το σχετικό ποσό, ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα εταιρεία ζητεί, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να της επιστραφούν και τα λοιπά ποσά, που, κατά την εκτίμηση του εισαγωγικού της δικογράφου και μετά από τη μερική παραίτησή της, ανέρχονται στο ποσό των 5.750 ευρώ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το προεκτεθέν άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003, για την εγγραφή (και) της προσημειώσεως υποθήκης απαιτείται η καταβολή μόνον πάγιου δικαιώματος, ύψους 100 ευρώ και όχι αναλογικού. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών της, εκτός από την προαναφερθείσα σύμβαση ομολογιακού δανείου, την απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και το πιστοποιητικό για την καταχώρισή της στο κτηματολογικό γραφείο, αυτή προσκόμισε, στις 10.10.2017 και: α) την υπ’ αριθ. Β001035/11.2.2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του Υποθηκοφύλακα Αμαρουσίου, Γεώργιου Φλώρου, για την είσπραξη ποσού αποδοτέου στο Δημόσιο, ύψους 8.873,12 ευρώ, στο όνομα: «Στ. Μέρμιγκας», καθώς και β) τις υπ’ αριθ. 1725Β΄/4.1.2011, 1760Β΄ και 1761Β΄/10.1.2011 εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Αγγελικής Ματσάγκου, για την επίδοση της αγωγής στους τρεις εναγόμενους. Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενη ενέργειά του, στις 28.9.2017 συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Τμήματος, με άλλη σύνθεση, η υπό Γ.Α.Κ. 41890 προσφυγή, που η ενάγουσα είχε ασκήσει την ίδια ημέρα της 21.12.2010, αμφισβητώντας την καταβολή αναλογικών δικαιωμάτων για την εγγραφή των αυτών προσημειώσεων υποθήκης.
11. Επειδή, με το ανωτέρω περιεχόμενο, η υπό κρίση αγωγή επιδιώκει την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων αναλογικών δικαιωμάτων, ήτοι την ικανοποίηση φορολογικής, εν γένει, αξιώσεως. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 9, το ένδικο αυτό βοήθημα ασκείται απαραδέκτως, κατά το άρθρο 71 παρ. 4 ΚΔΔ. Τούτο δε ανεξαρτήτως της αποδείξεως των ζητούμενων ποσών και του προσώπου που τα κατέβαλε. Εξ άλλου, με δεδομένη την από 21.12.2010 προσφυγή της ενάγουσας, που εκκρεμεί ενώπιον του ίδιου Τμήματος, το παρόν Δικαστήριο κρίνει αλυσιτελή την τυχόν ερμηνεία του εισαγωγικού της δικογράφου. Απορριπτομένης δε της αγωγής ως απαράδεκτης, δεν ερευνάται και η παθητική νομιμοποίηση των εναγόμενων και, ιδίως, του δεύτερου εξ αυτών ΤΑΧΔΙΚ, που προβάλλει σχετικούς ισχυρισμούς, στην από 19.8.2016 έκθεση απόψεών του.
12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς, όμως, να επιβληθούν εις βάρος της ενάγουσας εταιρείας τα δικαστικά έξοδα των τριών πρώτων εναγομένων, που δεν διατύπωσαν σχετικό αίτημα, κατά το άρθρο 275 παρ. 7 ΚΔΔ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΕπιστροφήΑποθήκευση
Μεγέθυνση 100%