ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 121/2011
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος (εισηγητής) και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι, Βασιλική Πέππα και Ελένη Σκορδά, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Κωνσταντίνος Τόλης, που αναπληρώνει νόμιμα τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας,
Γραμματέας: Σταύρος Χρονόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 11.1.2006 (με αριθμό κατάθεσης 58/20.1.2006) έφεση:
Της …, η οποία δεν παραστάθηκε.
κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα και
κατά της τεκμαιρόμενης (σιωπηρής) απόρριψης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 2620/2004 ένστασης της εκκαλούσας, πρώην τακτικής υπαλλήλου του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) και ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 10 του ν. 2703/1999, συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. με το ειδικό καθεστώς του ν. 3163/ 1955, κατά της Σ/27644/16.1.2004 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ., με την οποία απορρίφθηκε η 4490/29.12.2003 αίτησή της, με την οποία, παραπονούμενη για την αναπροσαρμογή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 2592/1998, 2606/1998 και 2470/1997 της σύνταξής της με βάση το βασικό μισθό του 19ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 2470/1997, ζητούσε την αναπροσαρμογή αυτής με βάση το βασικό μισθό του 16ου μισθολογικού κλιμακίου της ίδιας ως άνω κατηγορίας και νόμου και την καταβολή των σχετικών διαφορών σύνταξης αναδρομικά από 1.1.2001.
Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Άγγελου Κατσίμπα (ΑΜ/ΔΣΑ 9038).
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η έφεση.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ο οποίος ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Με την 1665/1998 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναπροσαρμόσθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2592/1998 και με βάση τα μισθολογικά δεδομένα των ν. 2470/1997 και 2606/1998 η σύνταξη της εκκαλούσας, πρώην τακτικής υπαλλήλου του Ο.Λ.Π., που αποχώρησε από την υπηρεσία στις 11.3.1966 και δικαιώθηκε από 12.6.1966, σύνταξη από τον προαναφερόμενο Οργανισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4210/1961 σε συνδυασμό με εκείνες των περί απονομής πολιτικών συντάξεων νόμων, με βάση το βασικό μισθό του 19ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 2470/1997. Με την 4490/29.12.2003 αίτησή της προς τη Διεύθυνση Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., η εκκαλούσα, παραπονούμενη κατά της ως άνω αναπροσαρμογής της σύνταξής της και επικαλούμενη ότι υπό την ισχύ του μισθολογικού νόμου 1505/1984 η σύνταξή της υπολογίσθηκε με βάση το βασικό μισθό του 16ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 1505/1984, ζήτησε την αναπροσαρμογή αυτής με βάση το βασικό μισθό του μισθολογικού αυτού κλιμακίου (16ου) της ΔΕ κατηγορίας του ν. 2470/1997 και την καταβολή των σχετικών διαφορών σύνταξης αναδρομικά από 1.1.2001. Με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα, επιδιώκοντας την ως άνω κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της σύνταξής της, ζητεί να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη, λόγω άπρακτης παρόδου τριμήνου, απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων επί της 2620/2004 ένστασής της κατά της Σ/27644/16.1.2004 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αίτησή της. Με την έφεση αυτή πρέπει, για λόγους οικονομίας της δίκης και ασφάλειας δικαίου, να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη και η συναφώς εκδοθείσα, μετά την άσκηση, αλλά πριν από τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, 134/2006 ρητή απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων επί της ως άνω 2620/2004 ένστασης της εκκαλούσας. Η έφεση αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 1448698 και 1774978, σειράς Α΄), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω ως προς το παραδεκτό αυτής, παρά την απουσία της εκκαλούσας, αφού αυτή, όπως προκύπτει από τις από 9.2.2010 και 25.2.2010 εκθέσεις επιδόσεως, αντιστοίχως, των …, δικαστικών επιμελητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την επίδοση των απευθυνόμενων προς την ίδια και τον νομίμως ορισθέντα αντίκλητο αυτής, αντιστοίχως, κλήσεων προς συζήτηση έχει κλητευθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (άρθρα 16, 27, 34, 39 και 65 του π.δ. 1225/1981).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1 του ν.δ. 4210/1961 (Α΄ 176) οι μόνιμοι υπάλληλοι του Ο.Λ.Π. δικαιούνται σύνταξη από τον Οργανισμό αυτό με τους όρους που αποκτούν τέτοιο δικαίωμα και οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι (παρ. 1), εφαρμόζονται δε επί των μονίμων υπαλλήλων του Ο.Λ.Π. αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί απονομής σύνταξης στους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, πλην αν άλλως ειδικώς ορίζεται με το παρόν νομοθέτημα (παρ. 2). Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 10 του ν. 2703/1999 (Α΄ 72) ορίσθηκε ότι «Το τακτικό προσωπικό του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς και του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου περί μετατροπής των Οργανισμών αυτών σε ανώνυμες εταιρείες και διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως αυτές εφαρμόζονται στο ως άνω προσωπικό με τις διατάξεις του ν.δ. 4210/1961 (Α΄ 176) και του ν. 3276/1955 (Α΄ 169) αντίστοιχα, υπάγεται στην ασφάλιση του κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962 (Α΄ 191), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, επιφυλασσομένων των διατάξεων των νόμων 2084/1992 και 2320/1995 για τους νεοασφαλιζόμενους από 1.1.1993 και εφεξής» (περ. α΄), ότι «Οι συντάξεις των συνταξιούχων πρώην υπαλλήλων των Οργανισμών που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου … βαρύνουν από την 1η Μαΐου 1999 το Ι.Κ.Α. και καταβάλλονται από αυτό» (περ. ε΄) και ότι «Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης περίπτωσης θεωρούνται εφεξής συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. και εξακολουθούν να λαμβάνουν τα ποσά των συντάξεων, που καταβάλλονταν σε αυτούς από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου Ο.Λ.Π. ή Ο.Λ.Θ., τα οποία αυξάνονται εφεξής κατά το ποσοστό αυξήσεων που χορηγούνται κάθε φορά στους συνταξιούχους πρώην τακτικούς υπαλλήλους του Ι.Κ.Α.» (περ. στ΄). Από αυτά παρέπεται, πλην άλλων, ότι οι πρώην τακτικοί υπάλληλοι του Ο.Λ.Π., που συνταξιοδοτήθηκαν από τον Οργανισμό αυτό κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, καθίστανται από 1.5.1999 συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. υπαγόμενοι στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν. 3163/1955, το δε Ι.Κ.Α., που είναι πλέον ο συνταξιοδοτικός τους φορέας, βαρύνεται με την καταβολή των συντάξεών τους και κάθε είδους συναφών παροχών ή διαφορών ακόμη και αν αφορούν σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της ως άνω ημερομηνίας (1.5.1999).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 1225/1981 διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι το Δημόσιο και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπέρ ή κατά των οποίων εκδόθηκε ή έχει συνέπειες η πράξη ή απόφαση. Παρέπεται δε ότι ως κύριοι διάδικοι στην ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκη νομιμοποιούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (Δημόσιο, ν.π.δ.δ. κ.λπ.), υπέρ ή εις βάρος των οποίων εκδόθηκε με ρητή κατ’ αρχήν αναφορά και έχει άμεσες έννομες συνέπειες η πράξη ή απόφαση που προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Ειδικότερα, όταν προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου απόφαση (ρητή ή σιωπηρή) της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3163/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 183/1973, αντικείμενο δε της δίκης που ανοίγεται είναι ο κανονισμός, ο ανακαθορισμός ή η αναπροσαρμογή σύνταξης που βαρύνει το Ι.Κ.Α., διάδικοι είναι το Ι.Κ.Α. και το φυσικό πρόσωπο που ωφελείται ή βλάπτεται αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση. Άλλωστε, το δικαστήριο δεσμεύεται από το περιεχόμενο του δικογράφου της ενώπιόν του ασκηθείσας έφεσης ως προς το πρόσωπο του εφεσίβλητου, μη δυνάμενο να μεταβάλει τούτο ή να καταστήσει διάδικο (εφεσίβλητο) και έτερο πρόσωπο, κατά του οποίου δεν στρέφεται ρητώς η έφεση ή από το οποίο κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου δεν επιδιώκεται η ικανοποίηση της ένδικης κατά περίπτωση αξίωσης (Ολ.Ελ.Συν. 216/2008). Επομένως, έφεση, με την οποία επιδιώκεται ο κατ’ αύξηση κανονισμός, ανακαθορισμός ή αναπροσαρμογή σύνταξης και η οποία στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αν και η εκκαλούσα είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α. με το ειδικό καθεστώς του ν. 3163/1955, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι ο συνταξιοδοτικός φορέας της εκκαλούσας και δεν βαρύνεται, ως εκ τούτου, με την καταβολή των επίδικων συντάξεων (βλ. σχετ. ΙΙ Τμ. 422/2009, 2783/2008, 1851/2008, 489/2008, 1823/2005, 1293/2004, 315/2000).
IV. Στην προκειμένη υπόθεση, από όλα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα, πρώην τακτική υπάλληλος του Ο.Λ.Π., που αποχώρησε από την υπηρεσία στις 11.3.1966, δικαιώθηκε, από 12.6.1966 σύνταξη από τον Οργανισμό αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4210/1961 σε συνδυασμό με εκείνες των περί απονομής πολιτικών συντάξεων νόμων. Ήδη δε, η ανωτέρω κατέστη από 1.5.1999, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 10 του ν. 2703/1999 και 11 του ν.δ. 4277/1962, συνταξιούχος του Ι.Κ.Α. με το ειδικό καθεστώς του ν. 3163/1955. Με την ένδικη έφεσή της, την οποία στρέφει μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζητεί, επιδιώκοντας την κατ’ αύξηση αναπροσαρμογή της σύνταξής της από 1.1.2001, να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη, λόγω άπρακτης παρόδου τριμήνου, απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων – με την οποία πρέπει κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη Ι) να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη και η 134/2006 ρητή απορριπτική απόφαση της ως άνω Επιτροπής – επί της 2620/2004 ένστασής της κατά της Σ/27644/16.1.2004 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε η 4490/29.12.2003 αίτησή της περί αναπροσαρμογής της σύνταξής της από 1.1.2001 με βάση το βασικό μισθό του 16ου μισθολογικού κλιμακίου της ΔΕ κατηγορίας του ν. 2470/1997. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της παρούσας δημόσιας συνεδρίασης, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., κατά του οποίου δεν στρέφεται το δικόγραφο της ένδικης έφεσης, παραστάθηκε, μετά από σχετική κλήτευσή του από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατά την παρούσα δικάσιμο και ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης λόγω μη κοινοποίησης του οικείου δικογράφου. Με βάση τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Ελληνικό Δημόσιο, κατά του οποίου στρέφεται η ένδικη έφεση, δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, αφού ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ως πρόσωπο ωφελούμενο ή βλαπτόμενο από αυτήν, ούτε η έκδοσή της επάγεται άμεσες έννομες συνέπειες υπέρ ή εις βάρος αυτού. Αντίθετα, η προσβαλλόμενη απόφαση επάγεται άμεσες έννομες (συνταξιοδοτικές) συνέπειες για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., το οποίο και μόνο θα νομιμοποιείτο παθητικώς ως εφεσίβλητο στην παρούσα δίκη, εάν το υπό κρίση δικόγραφο στρεφόταν κατ’ αυτού. Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι η κλήτευση από μέρους της Γραμματείας του Δικαστηρίου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για να παρασταθεί κατά την παρούσα δικάσιμο και η παράστασή του κατ’ αυτή δεν αρκεί για να το καταστήσει διάδικο (εφεσίβλητο) στην παρούσα δίκη, πρέπει αφενός μεν να αποβληθεί από τη δίκη το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., αφού η έφεση δεν στρέφεται κατ’ αυτού και δεν είναι, ως εκ τούτου, διάδικος στην παρούσα δίκη, αφετέρου δε να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, αφού στρέφεται μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο δεν είναι ο συνταξιοδοτικός φορέας της εκκαλούσας και δεν βαρύνεται, ως εκ τούτου, με την καταβολή των επίδικων συντάξεων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης (άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981, βλ. και άρθρο 56 παρ. 4 του π.δ. 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008).
Για τους λόγους αυτούς
Αποβάλλει το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από τη δίκη.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου. Και
Διατάσσει την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2011.