ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ 2
ΑΠΟΦΑΣΗ 2227/2006
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2006, με την ακόλουθη σύνθεση: Ιωάννης Μπαλαφούτης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Φλωρεντία Καλδή (εισηγήτρια) και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Σύμβουλοι, Αντώνιος Κατσαρόλης και Δημήτριος Κοκοτσής, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Παραστάθηκε η ασκούσα καθήκοντα Αντεπιτρόπου Σύμβουλος Άννα Λιγωμένου, ως νόμιμη αναπληρώτρια του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,
Γραμματέας : Μιράντα Μαχαλεκίδου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορία ΠΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 10.6.2005 (αριθμός κατάθεσης στο βιβλίο δικογράφων 115/24.3.2005) έφεση :
Της …, κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Διονυσίας Τζουβαλοπούλου (Α.Μ.: …/Δ.Σ.Α)
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου και
κ α τ ά της 1869/2004 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.).
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η έφεση. Και
Την Αντεπίτροπο της Επικρατείας, η οποία πρότεινε την απόρριψη της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με την κρινόμενη έφεση, όπως αναπτύσσεται με το από 9.5.2006 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ακύρωση της προσβαλλόμενης 1869/6.7.2004 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) με την οποία απορρίφθηκε η από 4.2.2004 ένσταση της εκκαλούσας, τέως Ειδικής Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, κατά της 137681/26.11.2003 πράξης της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., απορριπτικής αιτήματός της για αναπροσαρμογή της σύνταξής της με βάση τις αποδοχές του μονίμου Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 17 του ν. 3149/2003. Η κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα, για την οποία κατατέθηκε το προσήκον παράβολο (με τα σειράς Α΄ 887294 και 887295 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙ. Με την παρ. 2 του άρθρου 73 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: «Νομοσχέδιο που αναφέρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και στις προϋποθέσεις της υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αν πρόκειται για συντάξεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υποβάλλονται από τον αρμόδιο Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών. Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά, δεν επιτρέπεται, με ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων». Όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Δικαστήριο τούτο, η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη γνωμοδοτική αρμοδιότητά του κατά τη διαδικασία ψηφίσεως συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί προνοεί για τη διαφώτιση της Βουλής κατά την ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από τη θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της κείμενης συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή που δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων. Η τήρηση της διατάξεως αυτής, η οποία, όπως δέχθηκε και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την 4/1998 απόφασή του, αναφέρεται στα εξωτερικά τυπικά στοιχεία καταρτίσεως του νόμου, υπόκειται στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, κάθε νόμος συνταξιοδοτικού περιεχομένου που εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη, σχετική προς το περιεχόμενό του, γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είναι συνταξιοδοτικώς ανίσχυρος και δεν εφαρμόζεται (Ολ. Ε.Σ. 450/1995, 1636/1992 κ.ά ΙΙ Τμ. 1829/2005, 2180/2003 κ.ά).
ΙΙΙ. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ.1041/1979 και ήδη π.δ.166/2000) ορίζει στο άρθρο 9 τα εξής: «1. Ως μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά (…) 2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας (…) όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις (…) 3. (…) 5. Σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός της παραγράφου 2 ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, αυξάνονται ανάλογα και οι συντάξεις, κάθε δε άλλου είδους παροχές που καταβάλλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους είτε με μορφή επιδόματος, είτε με μορφή εξόδων παράστασης, είτε με μορφή εξόδων κίνησης, είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού τους, δεν αποτελούν αύξηση του βασικού μισθού και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη. 6. (…)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η σύνταξη του υπαλλήλου ή λειτουργού του Δημοσίου, η μισθολογική εξέλιξη του οποίου συνδέεται με τον εκάστοτε κατεχόμενο βαθμό, κανονίζεται, ανακαθορίζεται ή αναπροσαρμόζεται με βάση το μηνιαίο βασικό μισθό του βαθμού τον οποίον έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο κατά το χρόνο εξόδου του από την υπηρεσία, προσαυξημένο με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Κρίσιμος, συνεπώς, χρόνος για τον προσδιορισμό του συντάξιμου μισθού του υπαλλήλου είναι ο χρόνος εξόδου του από την υπηρεσία με την έννοια ότι δεν μπορούν καταρχήν να μεταβληθούν μεταγενέστερα τα προσδιοριστικά της μισθολογικής και βαθμολογικής του κατάταξης στοιχεία (πρβλ. ΙΙ. Τμ. 897/2002). Περαιτέρω, κάθε νόμιμη μεταβολή του βασικού μισθού και του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας των εν ενεργεία υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, επηρεάζει αμέσως και το συντάξιμο μισθό των αντιστοίχου βαθμού ήδη συνταξιούχων, ο οποίος αναπροσαρμόζεται με βάση τα μεταβληθέντα μισθολογικά δεδομένα, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας τους.
IV. Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 1566/1985 (φ. 167 Α΄) επανιδρύθηκε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Π.Ι.) του ν.δ. 4379/1964, ενώ με το άρθρο 25 αυτού έγινε η διάρθρωση του κυρίου προσωπικού αυτού σε τρεις βαθμούς, με ανώτερο αυτό του Συμβούλου, ακολουθούμενο από αυτόν του μονίμου Παρέδρου και του επί θητεία Παρέδρου, συνδέθηκαν δε οι αποδοχές τους με αυτές των βαθμίδων καθηγητών Α.Ε.Ι., δηλαδή καθηγητή, αναπληρωτή καθηγητή και επικούρου καθηγητή Α.Ε.Ι., αντιστοιχούντων στις ως άνω τρεις βαθμίδες του κυρίου προσωπικού του Π.Ι.. Ακολούθησε η έκδοση του π.δ/τος 468/1989 (φ. 204 Α΄), με την παρ. 2 του άρθρου 1 του οποίου συστάθηκε και τετάρτη βαθμίδα θέσεων του κυρίου προσωπικού του Π.Ι., αυτή των Ειδικών Παρέδρων προσωποπαγών θέσεων, οι αποδοχές των οποίων ορίστηκαν αντίστοιχες με αυτές των επικούρων καθηγητών Α.Ε.Ι. (άρθρ. 1 παρ. 4 π.δ/τος 468/1989). Στη συνέχεια, εκδόθηκε ο ν. 2530/1997 (φ. 218 Α΄), με την παρ. 2 του άρθρου 16 του οποίου αποσυνδέθηκαν οι αποδοχές του κύριου προσωπικού του Π.Ι. από αυτές των καθηγητών Α.Ε.Ι. και με το άρθρο 18 του ιδίου νόμου καθορίστηκε αυτοτελές μισθολόγιο του προσωπικού του Π.Ι., διαμορφουμένου του βασικού μηνιαίου μισθού αυτού σε τρεις διαβαθμίσεις: α. του Συμβούλου, β. του Μονίμου Παρέδρου και γ. ενιαίως του Παρέδρου με θητεία και του Ειδικού Παρέδρου. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο ν. 3027/2002 (φ. 152 Α΄), στο άρθρο 6 παρ. 5 περ. α΄ του οποίου ορίστηκε ότι «Οι προσωποπαγείς θέσεις Ειδικών Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, οι οποίοι κατέχουν τις θέσεις αυτές για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από επτά έτη και έχουν προϋπηρεσία Σχολικού Συμβούλου επίσης μεγαλύτερο από επτά έτη, μετατρέπονται αυτοδικαίως σε προσωποπαγείς θέσεις Μονίμων Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της ειδικότητάς τους, οι οποίες καταργούνται μετά την αποχώρησή τους για οποιονδήποτε λόγο, από την υπηρεσία», ενώ στο άρθρο 13 παρ. 17 του ν. 3149/2003 (φ. 141 Α΄), ορίστηκε ότι «Στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 του ν. 3027/2002 υπάγονται και όσοι υπηρετούν, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ή υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3027/2002, σε θέσεις Ειδικών Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ανεξάρτητα εάν έχουν προϋπηρεσία σε θέσεις Σχολικών Συμβούλων». Με τις τελευταίες, δηλαδή, αυτές διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 5 περ. α΄ του ν. 3027/2002 και 13 παρ. 17 του ν. 3149/2003 μετατράπηκαν, υπό προϋποθέσεις, οι προσωποπαγείς θέσεις των υπηρετούντων Ειδικών Παρέδρων κατά την έναρξη ισχύος των δύο ως άνω νόμων, δηλαδή στις 28.6.2002 και 10.6.2003, σε προσωποπαγείς θέσεις Μονίμων Παρέδρων, αναβαθμιζόμενες κατ’ αυτόν τον τρόπο μισθολογικά, ενώ συγχρόνως για τους υπηρετούντες Ειδικούς Παρέδρους η μετατροπή αυτή των κατεχομένων από αυτούς θέσεων σε θέσεις ανώτερης βαθμίδος, αυτή των Μονίμων Παρέδρων, συνιστά προαγωγή. ΄Όπως δε παγίως δέχεται το Δικαστήριο τούτο, προαγωγή του υπαλλήλου σε βαθμό ανώτερο, που γίνεται μετά την απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε επηρεάζει τις συντάξιμες αποδοχές του, εφόσον βεβαίως ουδέποτε ο συνταξιούχος έφερε τον ανώτερο αυτό βαθμό, εκτός εάν η προαγωγή αυτή έγινε σε συμμόρφωση δικαστικής αποφάσεως ή προς επανόρθωση παρανομίας που έγινε σε βάρος του ήδη συνταξιούχου από τη Διοίκηση, ή βάσει διατάξεων που ίσχυαν μέχρι το χρόνο της απομακρύνσεώς του από την υπηρεσία και ήταν υποχρεωτικές για τη Διοίκηση ή βάσει συνταξιοδοτικού νόμου (Ολ. Ε.Σ. 952/2000, ΙΙ Τμ. 1829/2005). Εξάλλου οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 5 περ. α΄ του ν. 3027/2002 και 13 παρ. 17 του ν. 3149/2003 οι οποίες πάντως δεν έχουν αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση ορισμένης κατηγορίας υπαλλήλων, αυτής των Ειδικών Παρέδρων, και δεν θεσπίζεται με αυτές γενική αύξηση μισθών, ώστε να λειτουργήσει η «αυτοδίκαιη» αύξηση των συντάξεων κατά το άρθρο 9 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση οι ως άνω διατάξεις δεν παράγουν συνταξιοδοτικά αποτελέσματα, για το λόγο ότι περιέχονται σε διοικητικό νόμο και όχι σε αμιγώς συνταξιοδοτικό, ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή, χωρίς να έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος διαδικασία, χωρίς δηλαδή προηγούμενη σχετική γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το γεγονός, δε, ότι από 28.6.2002 οι θέσεις των Ειδικών Παρέδρων του Π.Ι. μετατράπηκαν σε θέσεις Μονίμων Παρέδρων και συνεπώς όσοι πρώην Ειδικοί Πάρεδροι αποχωρούν από την υπηρεσία μετά την έκδοση των ως άνω νόμων, συνταξιοδοτούνται πλέον με βάση το μισθό του βαθμού Μονίμου Παρέδρου, βαθμό που φέρουν και μισθό που ελάμβαναν κατά την αποχώρησή τους, δεν δημιουργεί ανισότητα, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, σε βάρος των ήδη εξελθόντων πριν την ισχύ των νόμων τούτων, αφού το στοιχείο του χρόνου εξόδου από την υπηρεσία, ως αντικειμενικό κριτήριο, καθιστά συνταγματικώς θεμιτή τη διαφορετική αυτή μεταχείριση και η σχετική ρύθμιση δεν αντίκειται σε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (πρβλ. Ολ. Ε.Σ. 2366/2004, Ε.Δ.Κ.Α. 2005, 210, ΙΙ Τμ. 1829/2005, 1308/2004 κ.ά.).
V. Στην υπό κρίση υπόθεση από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η εκκαλούσα διορίστηκε στην Παιδαγωγική Ακαδημία … με βαθμό καθηγητή (Α΄κατηγορίας) στις 26.1.1966. Στις 25.9.1989 κατέλαβε αυτοδίκαια προσωρινή προσωποπαγή θέση Ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, βάσει του π.δ. 468/1989 και αποχώρησε από την υπηρεσία στις 30.9.1999, λόγω παραίτησης. Με την 18595/29.10.1999 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. κανονίστηκε σ’ αυτήν μηνιαία σύνταξη, πληρωτέα από 1.1.2000, με βάση την από έτη 33-08-05 συνολική συντάξιμη υπηρεσία της και το βασικό μισθό του Ειδικού Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, προσαυξημένο κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Με την από 21.10.2003 αίτησή της προς την 42η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η εκκαλούσα ζήτησε την αναπροσαρμογή της σύνταξής της με βάση το βασικό μισθό του Μονίμου Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 17 του ν. 3149/2003. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 137681/03/26.11.2003 πράξη του Διευθυντή της Διεύθυνσης αυτής, κατά της οποίας η εκκαλούσα υπέβαλε την από 4.2.2004 ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων. Ήδη η εκκαλούσα στρέφεται με την υπό κρίση έφεσή της κατά της προσβαλλόμενης απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω ένσταση και ζητεί την ακύρωσή της, επικαλούμενη, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου: 1) αντισυνταγματικότητα της εξαίρεσης των αποχωρήσαντων Ειδικών Παρέδρων από τη νέα ρύθμιση του ν. 3149/2003 άλλως, ότι η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α., και 2) ότι η μετατροπή των θέσεων των υπηρετούντων κατά την έναρξη ισχύος των ν. 3027/2002 και 3149/2003 Ειδικών Παρέδρων σε θέσεις Μονίμων Παρέδρων συνιστά μεταβολή του μισθού τους, που επηρεάζει αμέσως και τις συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η έκδοση συνταξιοδοτικού νόμου. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, νομίμως απορρίφθηκε από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. η ως άνω ένσταση της εκκαλούσας και οι προβαλλόμενοι λόγοι με την έφεσή της είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, διότι: 1) Η διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση των αποχωρησάντων πριν την ισχύ των ν. 3027/2002 και 3149/2003, Ειδικών Παρέδρων του Π.Ι. οι οποίοι δεν έλαβαν ποτέ το βαθμό του Μονίμου Παρέδρου, σε σχέση με τους Ειδικούς Παρέδρους που απεχώρησαν μετά την ισχύ των ως άνω νόμων, των οποίων οι θέσεις είχαν μετατραπεί, πριν την έξοδό τους από την υπηρεσία σε θέσεις Μονίμων Παρέδρων (προαγωγή), με περαιτέρω συνέπεια την καλύτερη μισθολογική και συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, δεν δημιουργεί ανισότητα σε βάρος των εξελθόντων από την υπηρεσία πριν την ισχύ των ως άνω νόμων, ούτε τελεί σε αντίθεση προς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος (πρβλ. ΙΙ Τμ. 523/2005) ή το άρθρο 1 του 1ου Π.Π.Ε.Σ.Δ.Α. με το οποίο προστατεύονται μόνο οι ήδη γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (Ολ. Ελ.Συν. 2274/1997, 1317/2001, ΙΙ΄ Τμ. 550/2000 κ.ά.) και 2) Οι προαναφερόμενες διατάξεις των ν. 3027/2002 και 3149/2003 δεν καθιερώνουν γενική αύξηση μισθών του προσωπικού του Π.Ι., ώστε να είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, με συνέπεια να επηρεαστούν αμέσως και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων Ειδικών Παρέδρων, καθώς και της εκκαλούσας, αλλά μεταβάλλουν τη βαθμολογική κατάσταση συγκεκριμένης κατηγορίας Ειδικών Παρέδρων (με προϋπηρεσία κ.λπ), και συνεπώς δεν έχουν συνταξιοδοτικά αποτελέσματα, αφού δεν αποτελούν ρυθμίσεις ειδικού συνταξιοδοτικού νόμου. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει ν’ απορριφθεί η ένδικη έφεση, με την οποία υπστηρίζονται τα αντίθετα, ως νόμω αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 61 παρ. 3 π.δ/τος 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 10.6.2005 έφεση της …, κατά της 1869/2004 απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2006.
Δημοσιεύθηκε δε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2006.