ΕΣ 513/09, Ολομ., Παραγραφή αξίωσεως κατά ΙΚΑ

ΕΣ Ολομ

ΕλΣυν Ολ 513/2009
(παρατ. Β. Λιακόπουλος)
Πρόεδρος: Ι. Καραβοκύρης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΕλΣυν

Εισηγήτρια: Χ. Καραμαδούκη, Σύμβουλος ΕλΣυν

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γ. Σχοινιωτάκης

Δικηγόροι: Β. Σκορδάκη, Ά. Κατσίμπας

Οι κατά του ΙΚΑ αξιώσεις των συνταξιούχων του με το ειδικό καθεστώς του Ν 3163/1955  από καθυστερούμενες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα, όπως είναι και η οικογενειακή παροχή, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη η αξίωση για την καταβολή των οικείων κατά περίπτωση συνταξιοδοτικών παροχών. Όταν η συνταξιοδοτική διαφορά άγεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όχι με το αμιγώς διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικο βοήθημα της έφεσης, αλλά με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, η επιδιωκόμενη με το τελευταίο αυτό αναγνώριση ή καταψήφιση ληξιπρόθεσμης χρηματικής συνταξιοδοτικής παροχής συνεπάγεται και την υποχρέωση του καθού για καταβολή των νομίμων τόκων. Το ΙΚΑ απολαμβάνει και του κατά το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Δ/μα της 26.6/10.7.1944) προνομίου του Δημοσίου να καταβάλει, για κάθε οφειλή του τόκο, νόμιμο ή υπερημερίας, σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση και μόνο της αγωγής. Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου κατά το μέρος που καθορίζεται με αυτή το νόμιμο επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας σε 6% ετησίως είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντ ., 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν 3205/2003  και της ΚΥΑ Φ.10321/7598/367/17.5.2004 κατάργηση των εκκρεμών δικών, δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντ ., 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Διατάξεις: άρθρα 40 [παρ. 6] ΑΝ 1846/1951 , Ν 3163/1955 , 61 [παρ. 1] ΠΔ 166/2000  (και ήδη ΠΔ 169/2007 ), 26
Ν 3205/2003 , 21 ΒΔ 21.6-10.7.1944.

Ι. Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2316/2005 οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η αγωγή, που άσκησε η ήδη αναιρεσείουσα, συνταξιούχος του ΙΚΑ με το ειδικό καθεστώς του Ν 3163/1955 , με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί το ήδη αναιρεσίβλητο Ίδρυμα να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 2.694,05 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οικογενειακή παροχή λόγω γάμου που δεν της καταβλήθηκε με τη σύνταξή της κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 30.6.2002. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι η αναιρεσείουσα δικαιούται την ένδικη παροχή μόνο για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα, καθόσον αφενός μεν η σχετική αξίωσή της κατά το μέρος που αφορά το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα έχει υποπέσει, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής της (27.12.2002), στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (ΠΔ 166/2000 ), αφετέρου δε η σχετικώς ανοιγείσα δίκη κατά το μέρος που αφορά το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν 3205/2003  σε συνδυασμό με την Φ.10321/7598/367/ 17.5.2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ενώ περαιτέρω απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημά της για την καταβολή των νομίμων τόκων.

ΙΙ. Το προσωπικό που υπάγεται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ν 3163/1955 , όπως είναι οι τακτικοί υπάλληλοι του ΙΚΑ, στους οποίους αναφέρονται οι διατάξεις του νόμου αυτού, ή οι τακτικοί υπάλληλοι των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και των ΝΠΔΔ αρμοδιότητας Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, που είναι ασφαλισμένοι στον κλάδο Συντάξεων του ΙΚΑ και στους οποίους έχει επεκταθεί η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού με το άρθρο 11 του Ν 4277/1962 , δικαιούνται, κατά το άρθρο 1 του Ν 3163/1955 , σύνταξη από το ΙΚΑ, «εφαρμοζομένων αναλόγως πασών των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί απονομής συντάξεως εις τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, πλην καθ’ όσον άλλως ορίζεται δια του παρόντος νόμου». Ενόψει όμως της ρητής διατύπωσης της διάταξης αυτής, στις αναλόγως εφαρμοζόμενες για τον κανονισμό της σύνταξης των υπαγόμενων στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ν 3163/1955  του ΙΚΑ διατάξεις περί «απονομής» σύνταξης στους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους δεν περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Ν 2362/1995 , που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (ΠΔ 166/2000  και ήδη ΠΔ 169/2007 ) και αναφέρεται στην παραγραφή των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου κατ’ αυτού από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα. Τούτο δε, διότι το ΙΚΑ, που βαρύνεται με την καταβολή των ως άνω συντάξεων, εφόσον αφενός μεν εξαιρείται κατά το άρθρο μόνο του ΠΔ 437/1977  από την εφαρμογή των διατάξεων του Λογιστικού των ΝΠΔΔ (ΝΔ 496/1974 ), αφετέρου δε δεν έχουν επεκταθεί σ’ αυτό οι διατάξεις του άρθρου 91 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ΝΔ 321/1969 ) ή του άρθρου 90 του ισχύοντος Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (Ν 2362/1995 ), που ρυθμίζουν την παραγραφή των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, διέπεται (το ΙΚΑ) ως προς το θέμα της παραγραφής από τις ειδικές καταστατικές του διατάξεις. Τέτοια διάταξη είναι αυτή του άρθρου 40 παρ. 6 του ΑΝ 1846/1951 , όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 15 του Ν 4476/1965  και 7 του Ν 825/1978 , με την οποία ορίζεται ότι «Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήμα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται μετά εξ μήνας αφ’ ης κατέστησαν απαιτηταί. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων μη εισπραχθείσαι δι΄ οιονδήποτε λόγον εντός έτους παραγράφονται. … Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν». Από αυτά παρέπεται ότι οι κατά του ΙΚΑ αξιώσεις των συνταξιούχων του με το ειδικό καθεστώς του Ν 3163/1955  από καθυστερούμενες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα, όπως είναι και η οικογενειακή παροχή, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, η οποία, ελλείψει άλλης ειδικότερης διάταξης, αρχίζει σύμφωνα με τα άρθρα 250 περ. 17, 251 και 253 του ΑΚ  από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη η αξίωση για την καταβολή των οικείων κατά περίπτωση συνταξιοδοτικών παροχών (βλ. σχετ. ΣτΕ 199/2007 , 601/2006, ΑΠ 517/2003  κ.ά.). Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα, εκδικάζοντας την κατατεθείσα στις 27.12.2002 αγωγή της αναιρεσείουσας, συνταξιούχου του ΙΚΑ με το ειδικό καθεστώς του Ν 3163/1955  (πρώην τακτικής υπαλλήλου του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Εκπροσώπων και Υπαλλήλων Εργατικών Επαγγελματικών Οργανώσεων), με την οποία (αγωγή) ζητούσε να υποχρεωθεί το εναγόμενο ΝΠΔΔ (ΙΚΑ) να της καταβάλει την οικογενειακή παροχή λόγω γάμου που δεν της καταβλήθηκε με τη σύνταξή της κατά το από 1.1.1997 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα, δέχθηκε ότι η αξίωσή της αυτή, κατά το μέρος που αφορούσε το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα, υπέπεσε στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Κρίνοντας όμως έτσι το Τμήμα, υπέπεσε, κατά την ομόφωνη κρίση των μελών του Δικαστηρίου, στην αποδιδόμενη με το αναιρετήριο πλημμέλεια της παράβασης νόμου και είναι κατά τούτο αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εφάρμοσε διάταξη που δεν ήταν εφαρμοστέα στην επίδικη έννομη σχέση. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, οι κατά του ΙΚΑ αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του Ν 3163/1955  από καθυστερούμενες συντάξεις ή επιδόματα υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή που ορίζεται στο άρθρο 40 παρ. 6 του ΑΝ 1846/1951 , και όχι στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, αφού η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (Ν 2362/1995 ), που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από τη συνταγματικότητά της ή μη (βλ. σχετ. ΕλΣυν Ολ 2442/2008 ), δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που η υποχρέωση για την καταβολή των συντάξεων ή των επιδομάτων δεν βαρύνει το Δημόσιο, αλλά, όπως στην ένδικη περίπτωση, το ΙΚΑ, το οποίο, εξαιρούμενο από τις διατάξεις του ΝΔ 496/1974  και μη υπαγόμενο στις ως άνω διατάξεις του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού, διέπεται ως προς το θέμα αυτό της παραγραφής των κατ’ αυτού αξιώσεων από τις ειδικές καταστατικές του διατάξεις.

ΙΙΙ. Τόσο κατά το άρθρο 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ , οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονταν κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο συμπληρωματικώς και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούμενες αγωγές σύμφωνα με το άρθρο 123 του ΠΔ 1225/1981 , όπως ίσχυε πριν από την από 4.7.2006 αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του Ν 3472/2006 , όσο και κατά το άρθρο 75 παρ. 2 του ΚΔΔ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν 2717/1999 , στις διατάξεις του οποίου γίνεται πλέον παραπομπή μετά την ως άνω αντικατάσταση του άρθρου 123 του ΠΔ 1225/1981 , μεταξύ των κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομων συνεπειών που επέρχονται με την άσκηση και την επίδοση αγωγής για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης είναι και η τοκογονία της επίδικης απαίτησης, χωρίς μάλιστα να απαιτείται υπερημερία του οφειλέτη (άρθρο 346 ΑΚ ). Συνεπώς, όταν επιδιώκεται η αναγνώριση ή η καταψήφιση συγκεκριμένης ληξιπρόθεσμης χρηματικής συνταξιοδοτικής φύσεως απαίτησης, την ικανοποίηση της οποίας ο ενδιαφερόμενος παραδεκτά επιλέγει να επιδιώξει με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής (βλ. και ΕλΣυν Ολ 2119/2005 ), η φύση της αξίωσής του αυτής ως χρηματικής και ληξιπρόθεσμης και ο χαρακτήρας του ενδίκου αυτού βοηθήματος δικαιολογεί και επιβάλλει την τοκοφορία της απαίτησης. Άλλωστε, διατάξεις που απαγορεύουν την επιβάρυνση με τόκους των ποσών που οφείλονται για αναδρομικές συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα, όπως αυτή του β΄ εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 60 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (ΠΔ 166/2000  και ήδη ΠΔ 169/2007 ) με τον τίτλο «περιορισμοί στην αναδρομική πληρωμή συντάξεων», που έχει εφαρμογή, αφού συνδέεται με την εν γένει απονομή συντάξεων και την αναδρομική αναγνώριση οικονομικών δικαιωμάτων από συντάξεις, και προκειμένου για τις κανονιζόμενες κατά τις διατάξεις του Ν 3163/1955  συντάξεις που βαρύνουν το ΙΚΑ, είναι σύμφυτες με το σύστημα της ένδικης προστασίας που καθιερώνεται στον Συνταξιοδοτικό Κώδικα και το ένδικο βοήθημα της «έφεσης» ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. άρθρο 66 παρ. 6 του Κώδικα αυτού και άρθρο 5 του Ν 3163/1955 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ΝΔ 183/1973 ). Τούτο δε, διότι με το ένδικο αυτό βοήθημα αμφισβητείται η νομιμότητα των πράξεων ή παραλείψεων της συνταξιοδοτικής διοίκησης και επιδιώκεται η ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης κατά περίπτωση πράξης ή παράλειψης των συνταξιοδοτικών οργάνων, ώστε να διαμορφωθεί (διαπλασθεί) το ουσιαστικό περιεχόμενο του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και να καθοριστεί το ύψος της δικαιούμενης και καταβλητέας στον προσφεύγοντα (εκκαλούντα) σύνταξης. Από αυτά παρέπεται ότι, όταν η συνταξιοδοτική διαφορά άγεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όχι με το αμιγώς διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικο βοήθημα της έφεσης, αλλά με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, η επιδιωκόμενη με το τελευταίο αυτό αναγνώριση ή καταψήφιση ληξιπρόθεσμης χρηματικής συνταξιοδοτικής παροχής συνεπάγεται και την υποχρέωση του καθού για καταβολή των νομίμων τόκων (βλ. ad hoc και ΕλΣυν Ολ 27/2008 ). Ακολούθως, εφόσον το ΙΚΑ οφείλει τόκους επί των ποσών των καθυστερούμενων συντάξεων, επιδομάτων ή βοηθημάτων, που επιδικάζονται κατόπιν άσκησης σχετικών αγωγών εις βάρος του, ερευνητέο αποβαίνει το ζήτημα του «επιτοκίου» που προσδιορίζει το ύψος των οφειλόμενων αυτών τόκων. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 19 του ΑΝ 1846/1951  ορίζεται ότι «Το ΙΚΑ … απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιον», ενώ κατά μεν το άρθρο 5 του Ν 3210/1955  «το ΙΚΑ απολαύει όλων των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου, επί τούτου δε ως ενάγοντος ή εναγομένου εφαρμόζονται άπασαι αι δια το Δημόσιον εκάστοτε ισχύουσαι αντίστοιχοι διαδικαστικές διατάξεις του Κώδικος περί δικών του Δημοσίου, της Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας», κατά δε το άρθρο 21 παρ. 9 του Ν 1902/1990  «το ΙΚΑ και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν όλα τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου». Συνέπεια της πλήρους αυτής εξομοίωσης από άποψη διαδικαστικών (δικονομικών), διοικητικών και οικονομικών προνομίων του ΙΚΑ με το Δημόσιο, που καθιερώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, είναι ότι το ΙΚΑ απολαμβάνει και του κατά το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Δ/μα της 26.6/10.7.1944) οικονομικού προνομίου του Δημοσίου να καταβάλει, κατ’ εξαίρεση των γενικών περί τοκοδοσίας διατάξεων, για κάθε οφειλή του τόκο, νόμιμο ή υπερημερίας, σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση και μόνο της αγωγής, χωρίς να αρκεί η υπερημερία που επέρχεται είτε με την όχληση (άρθρο 340 ΑΚ ), είτε με την πάροδο δήλης ημέρας (άρθρο 341 ΑΚ ). Άλλωστε, το γεγονός ότι με το άρθρο μόνο του ΠΔ 305/1985  επεκτάθηκε και στους εξαιρούμενους κατά το ΠΔ 437/1977  από την εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 496/1974  ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του τότε Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (και ήδη Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων), πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ, η ομοίου ακριβώς περιεχομένου και διατύπωσης με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974  δεν καταδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη να εξαιρεθούν οι δύο αυτοί ασφαλιστικοί οργανισμοί (ΙΚΑ και ΟΓΑ) από το πλεονέκτημα, που παρέχεται στο Δημόσιο, στους λοιπούς ως άνω ασφαλιστικούς οργανισμούς και στα υπαγόμενα στις διατάξεις του ΝΔ 496/1974  ΝΠΔΔ, να καταβάλουν τις χρηματικές οφειλές τους με το μειωμένο (6% ετησίως) επιτόκιο υπερημερίας, καθόσον τόσο για το ΙΚΑ όσο και για τον ΟΓΑ ήταν περιττή τέτοιου είδους ρύθμιση (επέκταση), αφού αμφότεροι οι οργανισμοί αυτοί απολαμβάνουν του ως άνω πλεονεκτήματος (προνομίου) με βάση τις οικείες περί αυτών διατάξεις (βλ. για μεν το ΙΚΑ άρθρα 19 παρ. 1 του ΑΝ 1846/1951 , όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 5 του Ν 3210/1955  και 8 του ΝΔ 3762/1957 , και 21 παρ. 9 του Ν 1902/1990 , για δε τον ΟΓΑ άρθρα 18 παρ. 1 του Ν 4169/1961  και 29 παρ. 4 του Ν 3232/2004 ), που προβλέπουν την εξομοίωσή τους με το Δημόσιο ως προς τα διαδικαστικά (δικονομικά), διοικητικά και οικονομικά προνόμια που απολαμβάνει το τελευταίο αυτό. Από αυτά παρέπεται ότι το ΙΚΑ, απολαμβάνοντας και του οικονομικού προνομίου που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, οφείλει για κάθε χρηματική απαίτηση κατ’ αυτού νόμιμους ή υπερημερίας τόκους σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση της σχετικής αγωγής (βλ. σχετ. ΑΠ 1215/1998 , 1269/1993, ΣτΕ 692/2005 , 4743/1997, πρβλ όμως και ΑΠ 21/2008 , 22/2008, 277/2007, 115/2004). Η διάταξη όμως του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (δ/μα της 26.6/10.7.1944), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 ΕισΝΑΚ, κατά το μέρος που καθορίζεται με αυτή το νόμιμο επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας σε 6% ετησίως είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντ ., 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο δε, διότι με τη διάταξη αυτή, με την οποία καθορίζεται σε χαμηλό ύψος το επιτόκιο υπερημερίας και το νόμιμο επιτόκιο που οφείλει το Δημόσιο, και μάλιστα υποπολλαπλάσιο εκείνου που ισχύει γενικώς και οφείλεται από τους ιδιώτες, θεσπίζεται αδικαιολόγητα άνιση και προνομιακή μεταχείριση τόσο του Δημοσίου, όσο και του ΙΚΑ, που απολαμβάνει του ίδιου ως άνω οικονομικού προνομίου, έναντι των ιδιωτών αντιδίκων τους, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, αφού το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου ή, εν προκειμένω, του ΙΚΑ και γενικότερα η ανάγκη προστασίας – ενόψει των σκοπών που από τη φύση τους και τους νόμους έχουν αποστολή και έργο να εξυπηρετούν – της περιουσίας και οικονομικής κατάστασης των προσώπων αυτών, στην οποία συμβάλλουν και οι φορολογούμενοι πολίτες, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας που να δικαιολογεί την ως άνω υπέρ αυτών διαφοροποίηση στο ύψος του επιτοκίου των χρηματικών οφειλών τους. Με το νομοθετικό αυτό, άλλωστε, περιορισμό του ποσοστού του οφειλόμενου από το Δημόσιο και το ΙΚΑ τόκου επιτυγχάνεται ουσιαστικά μείωση της οφειλόμενης στον ιδιώτη αντίδικό τους αποζημίωσης, αφού αυτή όχι μόνο δεν είναι πλήρης, αλλά ούτε εύλογη, με συνέπεια να υφίσταται προσβολή του προστατευόμενου από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δικαιώματος στην περιουσία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα. Ούτε με γνώμονα την αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και της αξίωσης για πλήρη αποζημίωση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης, που έρχεται σε κατάδηλη αντίθεση αφενός μεν με την αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδικότερη εκδήλωση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας, όσο και του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος  και επιβάλλει την ίση μεταχείριση των διαδίκων ως προς τους όρους και τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματός τους αυτού, αφετέρου δε με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί η ισότητα των όπλων των διαδίκων, αλλά και με την αρχή της αναλογικότητας, που θεσπίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος  και επιβάλλει να τελούν οι τυχόν νομοθετικοί περιορισμοί των δικαιωμάτων του ατόμου σε εύλογη σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με τις οικείες διατάξεις. Και αυτό, γιατί η επιφυλασσόμενη υπέρ του Δημοσίου και του ΙΚΑ ευνοϊκή μεταχείριση ως προς την επιβάρυνση των οφειλών τους με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο έναντι του γενικώς ισχύοντος θέτει εξ ορισμού σε πλεονεκτικότερη θέση τα πρόσωπα αυτά έναντι των αντιδίκων τους, οι οποίοι παρά την προσφυγή τους ενώπιον των δικαστηρίων και την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτούς απόφασης δεν επιτυγχάνουν την πλήρη ή έστω την εύλογη αποζημίωσή τους από την καθυστερημένη εξόφληση των απαιτήσεών τους. Άλλωστε, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη προϋποθέτει τη δραστικότητα και αποτελεσματικότητα των δικαστικών αποφάσεων, η οποία δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με τον τόκο επιδικίας ή υπερημερίας, καθόσον το χαμηλό επιτόκιο, νόμιμου και υπερημερίας τόκου, που ισχύει για το Δημόσιο και το ΙΚΑ, μειώνει τη δραστικότητα των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται εις βάρος τους, αφού επιτρέπει σε αυτά (Δημόσιο και ΙΚΑ) να αγνοούν για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκτέλεση των δικαστικών αυτών αποφάσεων, χωρίς σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Συνεπώς, μη εφαρμοζόμενων ως ανίσχυρων κατά τα ανωτέρω των διατάξεων του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6./10.7.1944, το ΙΚΑ οφείλει επί των χρηματικών απαιτήσεων κατ’ αυτού τόκους, από την επίδοση της σχετικής αγωγής, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ  και το άρθρο 15 παρ. 5 του Ν 876/1979 , με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) (βλ. σχετ. Ειδ. Δικ. 1/2005, 5/2006, ΣτΕ 802/2007 , 3651/2002, ΕΔΔΑ απόφαση της 22.5.2007 – υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, πρβλ. όμως και ΑΠ 3/2006 , 363/2006, 248, 251, 252/2005, 804/2002). Κατ’ ακολουθία τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το παρεπόμενο αίτημα της τότε ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας περί νομιμότοκης καταβολής των οφειλόμενων από το εναγόμενο ΙΚΑ ποσών οικογενειακής παροχής, που διεκδικούσε με την αγωγή της, με την αιτιολογία ότι «επί συνταξιοδοτικών υποθέσεων δεν προβλέπεται η επιδίκαση τόκων για οφειλόμενες συντάξεις», υπέπεσε, κατά την ομόφωνη κρίση των μελών του Δικαστηρίου, σε παράβαση νόμου, όπως βασίμως υποστηρίζεται με την ένδικη αίτηση αναίρεσης, και είναι κατά τούτο αναιρετέα, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις αμέσως προηγούμενες σκέψεις, όταν η συνταξιοδοτική διαφορά άγεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όχι με το αμιγώς διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικο βοήθημα της έφεσης, αλλά με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, η επιδιωκόμενη με το τελευταίο αυτό αναγνώριση ή καταψήφιση ληξιπρόθεσμης χρηματικής συνταξιοδοτικής παροχής συνεπάγεται και την υποχρέωση του καθού για καταβολή των νομίμων τόκων. Μάλιστα δε οι οφειλόμενοι αυτοί τόκοι είναι υπολογιστέοι με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 293 του ΑΚ  και 15 παρ. 5 του Ν 876/1979 , με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, και όχι με το μειωμένο (6% ετησίως) επιτόκιο υπερημερίας, που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του για τις οφειλές του Δημοσίου – οικονομικό προνόμιο το οποίο απολαμβάνει κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ΑΝ 1846/1951 , όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και το ΙΚΑ – αφού η διάταξη αυτή είναι κατά το μέρος τούτο ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος , 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

ΙV. Οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 4 και 5 του Ν 2470/1997 , όπως είχαν τροποποιηθεί και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο, οι οποίες απαγορεύουν την καταβολή στο ακέραιο του της οικογενειακής παροχής και στους δύο συζύγους, όταν αυτοί είναι υπάλληλοι του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, αντίκεινται, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό (βλ. σχετ. ΑΕΔ 3/2001 , Ελ Συν Ολ 1591/2002, 153/2003, κ.ά.), στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντ . και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατά συνέπεια, ισχύει και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας που περιέχεται στην παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν 2470/1997 , σύμφωνα με τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρη την οικογενειακή παροχή, μαζί με τη σχετική προσαύξηση λόγω τέκνων, εφόσον υπάρχουν, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνουν οι ως άνω κρινόμενες ως αντισυνταγματικές διατάξεις. Τα ίδια ισχύουν αναφορικά και με τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου εν γένει, καθώς και τους συνταξιούχους του ΙΚΑ, που υπάγονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ν 3163/1955  και διέπονται από τις ισχύουσες για τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικές διατάξεις, αφού κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 6 και 8 παρ. 19 του Ν 2592/1998  σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 3163/1955 , η οικογενειακή παροχή χορηγείται και σ’ αυτούς με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που χορηγείται και στους εν ενεργεία υπαλλήλους του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ. Άλλωστε, με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 3 του Ν 3016/2002  (ΦΕΚ Α΄ 110) έπαυσαν να ισχύουν από 1.7.2002 οι ανωτέρω αντισυνταγματικές ρυθμίσεις του άρθρου 12 του Ν 2470/1997  και άρχισε να καταβάλλεται από την ημερομηνία αυτή η οικογενειακή παροχή στο ακέραιο σε όλους τους έγγαμους συνταξιούχους του Δημοσίου και τους συνταξιούχους του ΙΚΑ, που υπάγονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ν 3163/1955 , χωρίς τις διακρίσεις και τους περιορισμούς που προέβλεπαν οι διατάξεις αυτές. Περαιτέρω, ο Ν 3205/2003  «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ …» (ΦΕΚ Α΄ 297) ορίζει στο άρθρο 26 ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος και ο ακριβής χρόνος εξόφλησης των απαιτήσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, των εν ενεργεία υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ …οι οποίες απορρέουν από τη μη σύγχρονη καταβολή και στους δύο συζύγους της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου και τέκνων του άρθρου 12 του Ν 2470/1997 , κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 μέχρι 30.6.2002, είτε έχουν ασκήσει αγωγές, είτε όχι. Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι περιπτώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτές για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν έχουν εξοφληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Για το ίδιο χρονικό διάστημα οι εκκρεμείς δίκες καταργούνται. Με όμοια απόφαση θα τακτοποιηθούν και οι αντίστοιχες απαιτήσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου». Βάσει της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης εκδόθηκε και η Φ.10321/7598/367/17.5.2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας «Καταβολή αναδρομικών οικογενειακής παροχής στους συνταξιούχους των ΝΠΔΔ του Ν 3163/1955» (ΦΕΚ Β΄ 755), με την οποία ρυθμίστηκε ο τρόπος εξόφλησης των αναδρομικών απαιτήσεων των υπαγόμενων στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ν 3163/1955  συνταξιούχων, οι οποίες απορρέουν από τη μη σύγχρονη καταβολή της οικογενειακής παροχής και στους δύο συζύγους κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 μέχρι 30.6.2002. Με τις ανωτέρω διατάξεις, που έχουν γενικό χαρακτήρα και αποβλέπουν στην αποφυγή μακρών δικαστικών αγώνων για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων αυτών, δεν αποσβέννυνται οι σχετικές αξιώσεις για την καταβολή της οικογενειακής παροχής για το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα, αλλά αναγνωρίζεται η αντίστοιχη υποχρέωση του Δημοσίου ή του οικείου κατά περίπτωση ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, εν προκειμένω δε του ΙΚΑ, και ρυθμίζεται ο τρόπος και χρόνος εξόφλησης των εν λόγω απαιτήσεων. Εισάγεται, συνεπώς, με τις διατάξεις αυτές επιτρεπτή αναδρομική ρύθμιση, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου δίκες. Η δε προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές «κατάργηση των εκκρεμών δικών», έχουσα την έννοια ότι αγωγές, που έχουν ασκηθεί για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων λόγω μη χορήγησης της οφειλόμενης για το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα οικογενειακής παροχής, χάνουν πλέον, ενόψει της αναδρομικής αυτής νομοθετικής ρύθμισης περί πλήρους ικανοποίησης των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων, το αντικείμενό τους, δεν αντίκειται, κατά την πλειοψηφούσα άποψη των μελών του Δικαστηρίου, στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος , 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που διασφαλίζουν το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και το συνακόλουθο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ούτε ενέχει επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, ώστε να αντίκειται στη θεμελιώδη διάκριση των εξουσιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 26 παρ. 1 και 3, 73 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος  (βλ. σχετ. ΑΠ 808/2008 , 5/2008, 683/2007, 27/2002). Αντίθετα, κατά τη γνώμη οκτώ (8) μελών του Δικαστηρίου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 26 του Ν 3205/2003  κατά το μέρος που καταργεί τις εκκρεμείς δίκες, που έχουν ανοιχθεί για τη διεκδίκηση της οικογενειακής παροχής που δεν καταβλήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 έως 30.6.2002 κατ’ εφαρμογή των ανίσχυρων διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 4 και 5 του Ν 2470/1997 , συνιστά μη επιτρεπόμενη από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος  επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, αφού με τον τρόπο αυτό δίνεται λύση με πράξη (νόμο) της νομοθετικής λειτουργίας σε υπόθεση (διαφορά) που έχει αχθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου (δικαστηρίου) και η οποία μόνο με δικαστική απόφαση μπορεί να επιλυθεί, αφού πλέον μόνο αυτό έχει τη λειτουργική αρμοδιότητα να αποφανθεί, παραβιάζει δε και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που προστατεύει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και διεξαγωγής δίκαιης δίκης, αφού το δικαίωμα αυτό καταλύεται με την εκ των υστέρων νομοθετική κατάργηση του εκκρεμούς ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε. Κατόπιν αυτών και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά ανωτέρω, με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η σχετικώς ανοιγείσα με την ένδικη αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας δίκη πρέπει να θεωρηθεί κατά το μέρος που αφορά το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα «καταργημένη» σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν 3205/2003  σε συνδυασμό με την κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσα Φ.10321/7598/367/17.5.2004 κοινή υπουργική απόφαση, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με την ένδικη αίτηση πλημμέλεια της παράβασης νόμου με την ειδικότερη μορφή της εφαρμογής ανίσχυρης, ως αντίθετης στα άρθρα 20 παρ. 1, 26 παρ. 1, 73 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος  και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διάταξης και πρέπει κατά τούτο να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

V. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης κατά της 2316/2005 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή αφενός μεν κατά το μέρος που έγινε με αυτή δεκτό ότι η ένδικη αξίωση της τότε ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας είχε υποπέσει κατά το μέρος που αφορούσε το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα σε παραγραφή, αφετέρου δε κατά το μέρος που απορρίφθηκε το παρεπόμενο αίτημα της ίδιας περί καταβολής των νομίμων τόκων. Συνακόλουθα δε, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση της ένδικης αίτησής της (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του ΠΔ 1225/1981 ). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του ΠΔ 1225/1981 , όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 3472/2006 ).

VΙ. Μετά τη μερική αναίρεση της προσβαλλόμενης 2316/2005 απόφασης του ΙΙ Τμήματος για παράβαση νόμου, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και να δικασθεί περαιτέρω στην ουσία από την Ολομέλεια η από 23.12.2002 αγωγή της ενάγουσας, κατά το μέρος που αναιρέθηκε και ειδικότερα (α) κατά το μέρος που ζητείται με αυτή να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων να καταβάλει στην ενάγουσα την οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα και (β) κατά το μέρος που αιτείται η καταβολή νομίμων τόκων επί του συνολικά επιδικαζόμενου ποσού της οικογενειακής παροχής (άρθρα 58 παρ. 4 του ΠΔ 774/1980  και 116 του ΠΔ 1225/1981 ).

[Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Αναιρεί εν μέρει την απόφαση. Διακρατεί και δικάζει την αγωγή. Δέχεται την αγωγή κατά το μέρος που αφορά το από … έως … χρονικό διάστημα. Υποχρεώνει το εναγόμενο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ….. ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το ….. χρονικό διάστημα. Και υποχρεώνει το εναγόμενο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων να καταβάλει στην ενάγουσα τους νομίμους τόκους.]

Παρατηρήσεις

Πολλά και ενδιαφέροντα τα θέματα που τίθενται με την προσφάτως εκδοθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την ιδιαίτερα σημαντική αυτή απόφαση, κατά πρώτον διευκρινίζεται το νομοθετικό καθεστώς το οποίο διέπει την παραγραφή των αξιώσεων των υπό το ειδικό καθεστώς του Ν 3163/1955  συνταξιούχων του ΙΚΑ από καθυστερούμενες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα, όπως είναι και η οικογενειακή παροχή [16] . Ενόψει της ρητής διατύπωσης του Ν 3163/1955  και των καταστατικών διατάξεων του ΙΚΑ [17] δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή της κωδικοποιηθείσας στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διάταξης του άρθρου 90 παρ. 5 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού, με συνέπεια η ως άνω παραγραφή να ορίζεται πενταετής και να εκκινεί από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη η αξίωση για την καταβολή των προαναφερθεισών παροχών. Η ανωτέρω ομόφωνη κρίση της Ολομέλειας δεν αναιρεί την και στην παρούσα απόφαση ρητά υπομνησθείσα αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (ως προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ) αλλά και την αντίθεσή της προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [18] , δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν βρίσκει κατά τα ανωτέρω πεδίο εφαρμογής επί συνταξιούχων του Ν 3163/1955 . Εν συνεχεία, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου επαναλαμβάνει προηγούμενη κρίση της [19] σύμφωνα με την οποία με την άσκηση, παραδεκτά, της αγωγής με την οποία διώκεται η καταδίκη στην καταβολή ληξιπρόθεσμης και απαιτητής χρηματικής παροχής (όπως η οικογενειακή παροχή), επιτρεπτώς σωρεύεται και αίτημα για επιδίκαση τόκων, αφού στην προκείμενη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που προσήκουν στο ένδικο αυτό βοήθημα (της αγωγής) και όχι η απαγορεύουσα την καταβολή τόκων διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 εδ. β΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, η οποία ενεργοποιείται αποκλειστικά επί του αμιγώς διαπλαστικού ενδίκου βοηθήματος της έφεσης. Η προαναφερθείσα αναγνώριση της υποχρέωσης του καθού ΙΚΑ προς καταβολή τόκων -ενόψει ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος αγωγής με αίτημα την καταψήφιση της οφειλόμενης οικογενειακής παροχής- συμπληρώνεται από τη νομολογιακή παραδοχή ότι σε κάθε περίπτωση αφενός το ΙΚΑ απολαμβάνει και του κατά το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Δ/μα της 26.6/10.7.1944) οικονομικού προνομίου του Δημοσίου να καταβάλει, για κάθε οφειλή του τόκο, νόμιμο ή υπερημερίας, σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής αφετέρου δε ότι η έναρξη της τοκοφορίας αφετηριάζεται αποκλειστικά στην επίδοση της αγωγής [20] . Η ανωτέρω νομολογιακή θέση αποτελεί, ωστόσο, το εφαλτήριο για την πραγματικά τολμηρή και επαινετέα θέση ότι η προπεριγραφείσα δικονομική προνομία του Δημοσίου (και των ΝΠΔΔ στα οποία αυτή έχει επεκταθεί) ουδόλως συμβιβάζεται με τις αρχές της δικονομικής ισότητας, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της αναλογικότητας και του σεβασμού της περιουσίας του ατόμου, όπως αυτές κατοχυρώνονται σε συνταγματικό αλλά και υπερνομοθετικό επίπεδο. Η παραδοχή αυτή δεν μπορεί παρά να υπογραμμιστεί και να επικροτηθεί, δεδομένου ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, δεύτερο κατά σειρά μετά το αστόχως καλούμενο «Μισθοδικείο» [21] (Ειδ. Δικ. 1/2005) και προφανώς «συμμορφούμενο» προς την ΕΔΔΑ «Μεϊδάνης κατά Ελλάδος» ευθέως αναγνωρίζει ότι ο ιδιώτης ενάγων, ο οποίος δεν απολαμβάνει το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας αναφορικά με τις αξιώσεις του έναντι φορέων δημόσιας εξουσίας (εν προκειμένω έναντι του ΙΚΑ), δεν αντιμετωπίζεται ισοτίμως από τους οριοθετούντες το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του δικονομικούς νόμους. Άλλωστε, προδήλως φαλκιδεύεται η δικαστική προστασία του και η περιουσία του κατά διατάραξη, μάλιστα, της «δίκαιης ισορροπίας» την οποία επιτάσσει η εκ του ΕΔΔΑ ερμηνεία της ΕΣΔΑ, εφόσον επιτρέπεται στους ανωτέρω φορείς, χωρίς τούτο να επιτάσσεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος [22] , να αγνοούν για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκτέλεση των καταψηφιστικών δικαστικών αποφάσεων, χωρίς σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Η βαρύνουσα σημασία της παρατεθείσας απόφασης, η οποία, αν μη τι άλλο, πάντως διατρανώνει για μια ακόμη φορά την πρωτοπόρο θέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις επάλξεις του συνταγματικού ελέγχου, δεν απομειούται από την ήσσονος σημασία παραδοχή ότι η δια της νομοθετικής οδού «τακτοποίηση» των αξιώσεων των συνταξιούχων ως προς την οφειλόμενη εκ του Δημοσίου οικογενειακή παροχή και η κατάργηση των σχετικών εκκρεμών δικών (για τις εν λόγω αξιώσεις αφορώσες το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 μέχρι 30.6.2002) συνιστά επιτρεπτή αναδρομική ρύθμιση [23] ικανοποιούσα εν τοις πράγμασι τις αξιώσεις αυτές (παραδοχή η οποία, ωστόσο, αντικρούεται με πειστικά σε κάθε περίπτωση επιχειρήματα από μειοψηφία οκτώ μελών του Δικαστηρίου).

Βασίλειος Χ. Λιακόπουλος,
Δικηγόρος, ΜΔΕ Διεθνών Σπουδών
Τμήματος Νομικής Παν/μίου Αθηνών,
Σπουδαστής Εθνικής Σχολής
Δικαστικών Λειτουργών

——————————————————————————–
Υποσημειώσεις
[ 16 ]. Η οποία κατά πάγια νομολογία καταβάλλεται και στους δύο συζύγους, όταν αυτοί είναι υπάλληλοι του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, βλ. σχετ. ΑΕΔ 3/2001 , ΕλΣυν Ολ 1591/2002 , 153/2003, κ.ά.

[ 17 ]. Άρθρο 40 παρ. 6 του ΑΝ 1846/1951 .

[ 18 ]. ΕλΣυν Ολ 2442/2008 .

[ 19 ]. ΕλΣυν Ολ 27/2008 .

[ 20 ]. Χωρίς να αρκεί η υπερημερία που επέρχεται είτε με την όχληση (άρθρο 340 ΑΚ ), είτε με την πάροδο δήλης ημέρας (άρθρο 341 ΑΚ ).

[ 21 ]. Δεδομένου ότι το αυτό θέμα εκκρεμούσε στην Ολομέλεια του ΣτΕ, βλ. παραπεμπτική σε αυτήν ΣτΕ 802/2007 , Α’ Τμ. και ήδη ΣτΕ Ολ 1663/2009 .

[ 22 ]. Το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να εξομοιωθεί με το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου.

[ 23 ]. Και όχι ανεπίτρεπτη κατ’άρθρο 26 και 20 του Συντάγματος  (και 6 της ΕΣΔΑ) επέμβαση στο έργο της δικαστικής λειτουργίας.