ΕΣ 717/2022, ΠΡΩΤΟ ΤΜ. , ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΣΕΕΔΔ, ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ ΚΑΤ΄ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΕΧΕΙ ΤΟ ΣΕΕΔΔ ΚΑΤΑ ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ε.Σ

      ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

                 ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

                                           717/2022       ΤΜΗΜΑ  ΠΡΩΤΟ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2021, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος Βοΐλης, Προεδρεύων Σύμβουλος λόγω κωλύματος της Προέδρου του Τμήματος Αντιπροέδρου Μαρίας Βλαχάκη, Σταμάτιος Πουλής (εισηγητής) και Γεωργία Τζομάκα, Σύμβουλοι, Ευφροσύνη Παπαδημητρίου και Ιωάννα Ρούλια, Πάρεδροι, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ευάγγελος Καραθανασόπουλος, ως νόμιμος αναπληρωτής της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας, η οποία είχε κώλυμα.

Γραμματέας: Ολυμπία Κωνσταντακοπούλου, Γραμματέας του Πρώτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 27 Ιανουαρίου 2015 αίτηση (με Α.Β.Δ. 269/10.2.2015) του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό του Σταύρου Πολιτόπουλου του Νικολάου, ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 231 παρ. 1 του ν. 4700/2020 του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Βακαλόπουλου (Α.Μ. ΔΣΑ 31458).

Το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη διά δηλώσεως του άρθρου 231 παρ. 1 του ν. 4700/2020 του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου.

Με την αίτηση αυτή ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ζητεί να καταλογισθεί ο καθ’ ου, τέως υπάλληλος του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης με το ποσό των 50.000,00 ευρώ, διότι, σύμφωνα με την 27/Α/2014 έκθεση ελέγχου περιουσιακής κατάστασης του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.), δεν αποδείχθηκε η νόμιμη προέλευση ισόποσου περιουσιακού οφέλους που αυτός απέκτησε κατά τη διάρκεια της δημόσιας υπηρεσίας του.

Με την 1731/2016 απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση και καταλογίσθηκε ο καθ’ ου με το προαναφερόμενο ποσό.

Αίτηση του καθ’ ου για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του Τμήματος έγινε δεκτή με την 1302/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο παρόν Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Το Δικαστήριο, στις 25 Ιανουαρίου 2022, συνήλθε σε τηλεδιάσκεψη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2, με χρήση της υπηρεσίας τηλεδιάσκεψης e:Presence. gov.gr.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία και

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα ακόλουθα

1. Με την υπό κρίση αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ζητείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 του ν. 3074/2002 και 12 του ν. 3213/2003, ο καταλογισμός του καθ’ ου η αίτηση, τέως υπαλλήλου του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου με το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00 ευρώ), διότι,  σύμφωνα με την 27/Α/2014 έκθεση ελέγχου περιουσιακής κατάστασης του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, δεν αποδείχθηκε η νόμιμη προέλευση ισόποσου περιουσιακού οφέλους που αυτός απέκτησε κατά τη διάρκεια της δημόσιας υπηρεσίας του. Η αίτηση αυτή νομίμως επανεισάγεται προς εξέταση ενώπιον του παρόντος Τμήματος (άρθρο 24 παρ. 1 περ. α του ν. 4820/2021, Α΄ 130) ύστερα από την 1302/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία αναιρέθηκε η 1731/2016 απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο Τμήμα για νέα κρίση. Συνεπώς η ένδικη αίτηση, η οποία αντικρούεται με το νομίμως κατατεθέν από 5.4.2021 υπόμνημα του καθ΄ου, πρέπει να εξετασθεί ως προς αναπεμφθέν μέρος αυτής κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

2.Με τις διατάξεις του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (Α’ 309), όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση χρόνο, μεταξύ άλλων,  αφενός μεν καθορίζονται οι κατηγορίες προσώπων που υπόκεινται σε υποχρέωση υποβολής ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης (άρθρο 1), αφετέρου δε διαλαμβάνεται ότι «Με το πέρας κάθε ελέγχου (…) Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο» (άρθρο 3Β) καθώς και ότι «Σε βάρος του ελεγχόμενου καταλογίζεται χρηματικό ποσό μέχρι της αξίας περιουσιακού αποκτήματος, το οποίο απέκτησαν ο ίδιος, ο/η σύζυγός του ή το ανήλικο τέκνο του, εφόσον η προέλευση του περιουσιακού οφέλους δεν δικαιολογείται. Ο καταλογισμός γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις» (άρθρο 12). Τέλος, στο άρθρο 14 ορίζεται ότι «1. Στο Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να ανήκει ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (…) κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α΄), με εξαίρεση όσους υπαλλήλους περιλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου (…)». Περαιτέρω, με το άρθρο 2 του ν. 3074/2002, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 119 περ. 18 του ν. 4622/2019), παρέχεται η αρμοδιότητα στο συσταθέν με το ν. 2477/1997 Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) να προβαίνει, από 23.12.2008 (σχετ. άρθ. 35 παρ. 3 του ν. 3731/2008) σε έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, μεταξύ άλλων, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, οριζομένου ειδικότερα ότι «Ο ανωτέρω έλεγχος μπορεί να διενεργείται και σε υπαλλήλους που δεν είναι υπόχρεοι προς υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, όταν τούτο ήθελε κριθεί αναγκαίο από το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. Για το σκοπό αυτόν υποβάλλουν δηλώσεις τόσο για τη δική τους περιουσιακή κατάσταση όσο και για την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους. Για το περιεχόμενο των δηλώσεων, τον έλεγχο, τις ποινικές κυρώσεις και τον καταλογισμό εφαρμόζονται οι ισχύουσες, κάθε φορά, διατάξεις για τη δήλωση και τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α΄) (…)».

3. Με την 1302/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγιναν σχετικώς με τις προεκτεθείσες διατάξεις δεκτά τα ακόλουθα: Μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 35 παρ. 3 του ν. 3731/2008, οι ως άνω ειδικές διατάξεις του ν. 3213/2003, που αφορούν στους υπόχρεους σε ετήσια δήλωση περιουσιακής κατάστασης, εφαρμόζονται, λόγω της ρητής νομοθετικής παραπομπής (άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 3074/2002, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), και κατά τον αντίστοιχο έλεγχο που διενεργεί το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης στους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα, οι οποίοι δεν υποχρεούνται σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης, εφόσον ο έλεγχος κριθεί απαραίτητος και αναγκαίος από το Σώμα αυτό. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 3074/2002 παρασχέθηκε στη Διοίκηση και ειδικότερα στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. η αρμοδιότητα όπως, εφόσον “ήθελε κριθεί αναγκαίο”, ζητήσουν ατομικώς από δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς του δημόσιου τομέα να υποβάλουν την ίδια, ως προς το περιεχόμενο και τις συνέπειές της, δήλωση περιουσιακής κατάστασης με εκείνη που υποβάλλουν, κατά νομοθετική επιταγή γενικής εφαρμογής, όσοι κρατικοί λειτουργοί και υπάλληλοι υπάγονται στον τακτικό έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης κατ’ εφαρμογή του ν. 3213/2003.

Πλην, η ως άνω παρασχεθείσα προς τη διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια, ήτοι η δυνατότητα, εφόσον “ήθελε κριθεί αναγκαίο”, να υπαγάγει έναν δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο σε καθεστώς ελέγχου της περιουσιακής του κατάστασης με τους συναφείς περιορισμούς των ατομικών του ελευθεριών και εγγυήσεων, ενώ το πρόσωπο αυτό δεν κατέχει δημόσια θέση που θα δικαιολογούσε, κατά τον νομοθέτη (ν. 3213/2003), την υπαγωγή του σε καθεστώς τακτικής παρακολούθησης της περιουσιακής κατάστασης, ερμηνευόμενη υπό το φως των αρχών του κράτους δικαίου και της εγγενούς σε αυτό αρχής της αναλογικότητας των επεμβάσεων του Κράτους στη σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων ασκείται, οδηγούσα τελικώς σε καταλογισμό του ελεγχομένου, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι συντρέχουν αποδεικτικά στοιχεία που συνδέουν την αδικαιολόγητη αύξηση της περιουσίας του ελεγχομένου με την άσκηση από αυτόν των καθηκόντων του στη δημόσια υπηρεσία. Τούτο διότι, κατά σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία της κρίσιμης διατάξεως, η έννοια αυτής δεν είναι η παραχώρηση απεριόριστης εξουσίας ελέγχου στα ελεγκτικά όργανα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., ώστε κατ’ απόλυτη διακριτική ευχέρεια να υπάγουν στις ρυθμίσεις του καθεστώτος περί ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης οποιοδήποτε πρόσωπο, αλλά η μη διαφυγή από τον ως άνω έλεγχο προσώπων, τα οποία ναι μεν δεν κατέχουν θέση ή δεν ασκούν εξουσία τέτοια που να τους περιλαμβάνει στους υπόχρεους ετήσιας δήλωσης της περιουσιακής τους καταστάσεως, πλην εκ των υπαρχόντων στοιχείων προκύπτει η ανάγκη υπαγωγής τους σε παρόμοιο έλεγχο. Δεν αρκεί δηλαδή η τυχαία διαπίστωση της αύξησης περιουσίαςέστω και αν συντελέσθηκε κατά παράβαση άλλης νομοθεσίας, λ.χ. φορολογικής- για να δικαιολογηθεί η άμβλυνση των εγγυήσεων και η εφαρμογή των αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται στην ειδική νομοθεσία περί ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, αλλά απαιτείται επί πλέον ώστε να εναρμονισθεί η κατά τα ανωτέρω ευρεία διακριτική ευχέρεια με τις απαιτήσεις του κράτους δικαίου, όπως σε κάθε περίπτωση μπορεί να καταδειχθεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ των ασκηθέντων από τον ελεγχθέντα υπάλληλο δημόσιων καθηκόντων και της αδικαιολόγητης αύξησης της περιουσίας αυτού.

4. Στην υπό κρίση υπόθεση από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) διενήργησε έλεγχο στην περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου, υπαλλήλου του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, του κλάδου ΔΕ29 Οδηγών αυτοκινήτων. Σύμφωνα με την 27/Α/2014 σχετική έκθεση ελέγχου, που συνέταξαν οι διενεργήσαντες τον έλεγχο Επιθεωρητές-Ελεγκτές του Σώματος, αυτός απέκτησε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος, ύψους 50.000,00 ευρώ, του οποίου η νόμιμη προέλευση δεν δικαιολογείται, καθόσον στον ατομικό του λογαριασμό 00260189120100506506 στην Τράπεζα Eurobank εντοπίστηκε ισόποση κατάθεση, μέσω ιδιωτικής επιταγής, που πραγματοποιήθηκε στις 17.6.2009, της οποίας την προέλευση δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει. Ειδικότερα, ο καθ’ ου ισχυρίσθηκε ότι το ποσό αυτό αποτελεί «(συμπληρωματικό) τίμημα αγοραπωλησίας αστικών ακινήτων, εκ των 12091/15.6.2009 – 12096/15.6.2009 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Κρωπίας Μαρίας Πάσχου, το οποίο εκ παραδρομής δεν δηλώθηκε στις εκεί καταβολές». Περαιτέρω όπως προέκυψε από τα συμβόλαια 12091/15.6.2009 – 12093/15.6.2009 της ανωτέρω Συμβολαιογράφου ο καθ’ ου και η μητέρα του Παναγιώτα Πολιτοπούλου αγόρασαν από την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.) της Εκκλησίας της Ελλάδος τρία οικόπεδα στην περιοχή «Λιμανάκι Μαλτσινιώτη» του Δήμου Βουλιαγμένης, έκτασης 1.322,25, 1.247 και 1.430,60 τετραγωνικών μέτρων. Στη συνέχεια τα οικόπεδα αυτά, με τα 12094/15.6.2009 – 12096/15.6.2009 συμβόλαια της ίδιας συμβολαιογράφου, πώλησαν στις εταιρείες «SAVIEROENTERPRISESCOMPANYLIMITED», «INESIAENTERPRISESCOMPANYLIMITED» και «NEROLIENTERPRISESCOMPANYLIMITED», με έδρα την Κύπρο. Στις αγοραπωλησίες αυτές προέβησαν σε εκτέλεση του από 27.5.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχαν συνάψει με τις ως άνω εταιρείες, με το οποίο συμφωνήθηκε ο καθ’ ου και η μητέρα του – που βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη με την Ε.Κ.Υ.Ο. για τα ανωτέρω ακίνητα και σε βάρος τους είχαν εκδοθεί η 1816/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η 6199/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας είχαν ασκήσει αίτηση αναίρεσης – να τα αγοράσουν από την Ε.Κ.Υ.Ο., αφού πρώτα παραιτηθούν από την ασκηθείσα αναίρεση, με έξοδα και για λογαριασμό των ως άνω εταιρειών, στις οποίες ανέλαβαν την υποχρέωση, στη συνέχεια, να τα μεταβιβάσουν. Ως αντάλλαγμα για την ως άνω διαδικασία ο καθ’ ου και η μητέρα του θα εισέπρατταν το ποσό των 300.000,00 ευρώ. Σύμφωνα με τα 12094/15.6.2009 – 12096/15.6.2009 συμβόλαια πώλησης των ακινήτων από τον καθ’ ου και τη μητέρα του στις ανωτέρω εταιρείες, οι πωλητές εισέπραξαν το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 300.000,00 ευρώ με την 00008474-3/12.6.2009 επιταγή της ALPHABANK, όπως επίσης και μετρητά 96.768,00 ευρώ, σύμφωνα με το 12094/15.6.2009 συμβόλαιο, μετρητά 96.768,00 ευρώ, σύμφωνα με το 12095/15.6.2009 συμβόλαιο και μετρητά 108.118,00 ευρώ, σύμφωνα με το 12096/15.6.2009 συμβόλαιο.

5. Με την ένδικη, από 27.1.2015, αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, η οποία ρητώς παραπέμπει στην ως άνω 27/Α/2014 Έκθεση Ελέγχου Περιουσιακής Κατάστασης του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., ζητείται ο καταλογισμός του καθ’ ου με το φερόμενο ως αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος ύψους 50.000,00 ευρώ, που απέκτησε αυτός κατά τη δημόσια υπηρεσία του και αντιστοιχεί στην ως άνω ισόποση κατάθεση σε τραπεζικό του λογαριασμό, μέσω ιδιωτικής επιταγής, που πραγματοποιήθηκε στις 17.6.2009.

6.Η αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας συζητήθηκε το πρώτον ενώπιον του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 8.8.2015 και με την 1731/2016 απόφαση έγινε αυτή δεκτή και καταλογίσθηκε ο καθ’ ου με το προαναφερόμενο ποσό των 50.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, το Τμήμα έκρινε ότι ο καθ’ ου δεν απέδειξε ότι το επίμαχο ποσό των 50.000,00 ευρώ αποτελεί τίμημα της ανωτέρω συναλλαγής, όπως ισχυρίσθηκε, δοθέντος ότι σε κανένα από τα προαναφερόμενα συμβόλαια δεν αναφέρεται ότι για τις ανωτέρω αγοραπωλησίες ο ανωτέρω και η μητέρα του εισέπραξαν μέρος του τιμήματος με ιδιωτική επιταγή, όπως αναφέρεται στην επίμαχη κατάθεση των 50.000,00 ευρώ στον λογαριασμό του στην τράπεζα. Ενόψει δε του ύψους του ποσού και της απολύτως αναλυτικής αναφοράς των 12094/15.6.2009 – 12096/15.6.2009 συμβολαίων στον τρόπο καταβολής του τιμήματος απερρίφθη από το Τμήμα ο ισχυρισμός του καθ’ ου ότι υπήρξε επιπλέον τίμημα για τις αγοραπωλησίες, το οποίο εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε στα συμβόλαια. Περαιτέρω ο ισχυρισμός που προέβαλε ο καθ’ ου με το από 12.10.2015 υπόμνημά του ενώπιον του Τμήματος περί παραβίασης του, κατοχυρωμένου στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, τεκμηρίου αθωότητας, μέσω της αντιστροφής του βάρους απόδειξης σε βάρος του υποχρέου σε έλεγχο περιουσιακής κατάστασης, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι τα ποσά που έχει αποκτήσει είναι δικαιολογημένα ενόψει της καθιέρωσης μαχητού τεκμηρίου περί του αντιθέτου, απερρίφθη επίσης από το Τμήμα ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι ο καταλογισμός αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους συνιστά αποζημίωση και όχι κύρωση ποινικής φύσης και, επομένως, το τεκμήριο αθωότητας δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.

7. Ακολούθως, κατόπιν ασκήσεως από τον καθ’ ου αιτήσεως αναιρέσεως η ως άνω απόφαση του Τμήματος αναιρέθηκε με την 1302/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Ειδικότερα, με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι ενόψει της ιδιότητας του ανωτέρω ως δημοτικού υπαλλήλου του κλάδου ΔΕ29 Οδηγών Αυτοκινήτων, που δεν υπείχε ευθέως εκ του νόμου υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. -και όχι ο καθ’ ου – έφερε το βάρος να αποδείξει ότι το εντοπισθέν περιουσιακό όφελος (δηλαδή η επίμαχη κατάθεση των 50.000,00 ευρώ) προέρχεται από συναλλαγές κατά κατάχρηση της υπηρεσιακής του θέσης και ιδιότητας. Συνεπώς, εσφαλμένως το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., εν προκειμένω, δεν αναζήτησε τον αιτιώδη σύνδεσμο των δραστηριοτήτων και των εν γένει συναλλαγών του καθ΄ ου στη δημοτική υπηρεσία με την αύξηση των περιουσιακών του στοιχείων που εντοπίσθηκε. Περαιτέρω, έγινε δεκτό από την  Ολομέλεια ότι το Τμήμα εσφαλμένως απέρριψε τον προβληθέντα  ισχυρισμό περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, λόγω της αντιστροφής του βάρους της απόδειξης, χωρίς να ερευνήσει αν η διαπιστωθείσα αύξηση της περιουσίας του καθ΄ ου συνδέεται αιτιωδώς με την εκμετάλλευση της θέσης του στον δημοτικό μηχανισμό, αναπέμποντας κατά τούτο την υπόθεση για περαιτέρω έρευνα στο Τμήμα τούτο.

8. Ήδη το παρόν Τμήμα διαπιστώνει ότι ούτε από την 27/Α/2014 έκθεση περιουσιακής κατάστασης του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. ούτε από την ένδικη αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας μπορεί να συναχθεί οιαδήποτε σύνδεση μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του καθ’ ου, ήτοι της επίμαχης τραπεζικής κατάθεσης του ποσού των 50.000,00 ευρώ, και της άσκησης από αυτόν των υπηρεσιακών του καθηκόντων του στο Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης. Τέτοια δε σύνδεση της προέλευσης του ως άνω περιουσιακού οφέλους του καθ’ ου από δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη δημόσια υπηρεσία του και γενικώς τη θέση του στο δημοτικό μηχανισμό ούτε προκύπτει ούτε μπορεί να συναχθεί από τα στοιχεία του φακέλου, λαμβανομένων συναφώς υπόψιν και των καθηκόντων που ασκούσε, ήτοι ότι προσελήφθη στον προαναφερόμενο Δήμο το έτος 1982 ως εποχιακός εργάτης καθαριότητας, διορίσθηκε ακολούθως, το έτος 1986, σε μόνιμη θέση του κλάδου ΔΕ 29 Οδηγών αυτοκινήτων, υπηρέτησε δε στη θέση αυτή μέχρι και τη συνταξιοδότησή του.

9. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον εκ των υπαρχόντων στοιχείων δεν καταδεικνύεται αιτιώδης σχέση μεταξύ των ασκηθέντων από τον καθ’ ου καθηκόντων και της εντοπισθείσας αύξησης της περιουσίας του, δεν πληρούται η ειδική εκείνη προϋπόθεση που απαιτείται να συντρέχει προκειμένου να χωρήσει επιτρεπτώς ανάλογη εφαρμογή των ειδικών διατάξεων του ν. 3213/2003 και σε κατηγορίες προσωπικού, που καταρχήν δεν υπόκειται σε καθεστώς τακτικής παρακολούθησης της περιουσίας του, όπως η προϋπόθεση αυτή τέθηκε με την 1302/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αφού δεν συντρέχει η απαιτούμενη προϋπόθεση για την επιβολή του ζητούμενου με την ένδικη αίτηση καταλογισμού, η αίτηση αυτή είναι για το λόγο αυτό νόμω αβάσιμη και απορριπτέα.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 27 Ιανουαρίου 2015 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό του Σταύρου Πολιτόπουλου του Νικολάου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στις 25 Ιανουαρίου 2022, σε τηλεδιάσκεψη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020.

     Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

       Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

 

 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΟΪΛΗΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ ΠΟΥΛΗΣ
   
Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Πρώτου Τμήματος στις 3 Μαΐου 2022.

     Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
  ΜΑΡΙΑ  ΒΛΑΧΑΚΗ                                     ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΖΕΝΟΥ