Το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις της λειτουργίας της καλής πίστης στο ελληνικό δίκαιο. Διακηρύσσοντας ότι «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος», η εν λόγω διάταξη επιτελεί διττή λειτουργία: από τη μία πλευρά λειτουργεί ως γενική ρήτρα περιορισμού της υπέρμετρης χρήσης ενός δικαιώματος και, από την άλλη, εξυπηρετεί τον στόχο της ισόρροπης ρύθμισης των ιδιωτικών σχέσεων, ιδίως σε περιπτώσεις έντονης ανισότητας ισχύος ή προσχηματικής άσκησης δικαιωμάτων.
Θεμελιώδη Θεωρητικά Στοιχεία
Η θεωρητική συζήτηση γύρω από το άρθρο 281 ΑΚ επικεντρώνεται σε τέσσερις βασικές συνιστώσες:
-
Η Καλή Πίστη: Πρόκειται για θεμελιώδη αρχή που διέπει το σύνολο των ιδιωτικών σχέσεων. Ερμηνεύεται ως υποχρέωση συμπεριφοράς σύμφωνα με την εντιμότητα, την ειλικρίνεια και την αλληλοεκτίμηση που θα αναμενόταν μεταξύ συνετών και χρηστών συναλλασσομένων.
-
Τα Χρηστά Ήθη: Αποτελούν ένα κοινωνικά διαμορφούμενο πλέγμα ηθικών και κοινωνικών αντιλήψεων, οι οποίες όμως δεν ταυτίζονται με τη δημόσια τάξη. Η επίκλησή τους καθιστά αναγκαία τη στάθμιση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα της κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς.
-
Ο Κοινωνικός και Οικονομικός Σκοπός του Δικαιώματος: Το στοιχείο αυτό εισάγει τον λειτουργικό χαρακτήρα του υποκειμενικού δικαιώματος, με την έννοια ότι κάθε δικαίωμα αναγνωρίζεται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού και όχι για αυθαίρετη ή καταχρηστική χρήση.
-
Η Έννοια της “Προφανούς Υπέρβασης”: Η κρίση περί καταχρηστικότητας απαιτεί υπέρβαση των ανωτέρω ορίων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται προφανής· όχι απλώς δυνατή ή εύλογη. Η εκτίμηση αυτή ανήκει στον δικαστή, ο οποίος εξετάζει μείζονος σημασίας κριτήρια όπως η αναλογία μέσου και σκοπού, η ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων άσκησης και το αν το δικαίωμα χρησιμοποιείται προσχηματικά ή εκδικητικά.
Νομολογιακή Προσέγγιση και Σύγχρονες Τάσεις
Η ελληνική νομολογία αντιμετωπίζει με συνέπεια αλλά και ευελιξία την έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ενδεικτικά, τα αστικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει την καταχρηστικότητα:
-
Σε εργοδότη που απαιτεί υπέρογκες αποζημιώσεις από πρώην εργαζόμενο, σε αντίθεση με την αρχή της κοινωνικής προστασίας της εργασίας.
-
Σε ιδιοκτήτη που αξιώνει έξωση μισθωτή με προσχηματικό αίτημα, αποκλειστικά για να αυξήσει το μίσθωμα.
-
Σε περίπτωση μακροχρόνιας αδράνειας ασκούντος το δικαίωμα, όταν η ενεργοποίηση γίνεται κατά τρόπο αιφνιδιαστικό και σε βάρος της καλής πίστης του αντισυμβαλλόμενου.
Χαρακτηριστική είναι απόφαση Εφετείου του 2023, κατά την οποία κρίθηκε καταχρηστική η άσκηση αγωγής αποζημίωσης λόγω ψευδών δηλώσεων σε εμπορική διαπραγμάτευση, καθώς διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων είχε πλήρη γνώση της κατάστασης και ενήργησε με πρόθεση παρεμπόδισης της συναλλαγής.
Συμπεράσματα και Διδακτική Προσέγγιση
Η διδασκαλία του άρθρου 281 ΑΚ δεν περιορίζεται στην απομνημόνευση της διατύπωσης ή στη στείρα επανάληψη νομολογιακών παραδειγμάτων. Αντιθέτως, απαιτεί:
-
Κατανόηση της λειτουργίας του υποκειμενικού δικαιώματος εντός του συστήματος του ιδιωτικού δικαίου.
-
Διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής καλής πίστης.
-
Κριτική ανάλυση νομολογιακών δεδομένων και ικανότητα εφαρμογής σε πρακτικά σενάρια.
Στο πλαίσιο του Νομικού Σπουδαστηρίου, επιδιώκουμε τη συστηματική καλλιέργεια της ικανότητας των σπουδαστών να προσεγγίζουν τη νομική ύλη όχι μόνο ως αντικείμενο αποστήθισης, αλλά ως εργαλείο δικαιοπρακτικής αξιολόγησης και τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας.