ΣτΕ 1309/08, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΕΦΕΣΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ απο τον Υπουργό παιδείας υπέρ του νόμου.

ΣΤΕ

1309/2008 ΣΤΕ 
 
Εφεση υπέρ του νόμου κατά οριστικής απόφασης διοικητικού εφετείου και προθεσμία για την άσκησή της. Η απόφαση που εκδίδεται επί της έφεσης αυτής δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τους διαδίκους στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν απαιτούνται οι οριζόμενες στο άρθρο 21 παρ. 1 του πδ 18/1989 κοινοποιήσεις. Νομίμως παρίσταται στην έφεση ο διάδικος της δίκης στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων των διοικητικών αρχών που αφορούν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους, δεν υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του ΣτΕ. Παραδεκτά ασκήθηκε όμως έφεση υπέρ του νόμου από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων πριν λήξει η ετήσια προθεσμία. Με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 1771/1988 θεσπίζεται η απαγόρευση της παράλληλης εγγραφής φοιτητών σε περισσότερες της μιας σχολές ή τμήματα σχολών ΑΕΙ και απαιτείται διαγραφή από τμήμα ή σχολή στην οποία είχε προηγουμένως εγγραφεί. Η διαγραφή αυτή, σε αντίθεση με την αναστολή φοίτησης, είναι οριστική. Μετά τη διαγραφή δεν είναι πλέον δυνατή η επανεγγραφή του διαγραφέντος μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή ή το τμήμα που εισήχθη μεταγενέστερα. Αντίθετη μειοψηφία. Δεν παραβιάζεται με τη ρύθμιση αυτή η αρχή της αναλογικότητας. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η έφεση.

  
Αριθμός 1309/2008

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις Πέμπτη, 3 Μαΐου 2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Καραμιχαλέλης, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Σύμβουλοι, Δ. Μακρής, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 23 Οκτωβρίου 2006 έφεση: του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με την Ελ. Πασαμιχάλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της ……. …..-………, κατοίκου ……… (ΣΟΑ Ρεθύμνου), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Πάνο Λαζαράτο (Α.Μ. 14350), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

και κατά της υπ’ αριθμ. 17/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου A. Καραμιχαλέλη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο της εφεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία εισήχθη στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας με την από 23.1.2007 πράξη του Προέδρου του Τμήματος και η οποία ασκείται κατά νόμο χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση υπέρ του νόμου της 17/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της ……. …..-………… και ακυρώθηκαν η 312/5.10.2005 πράξη της Γενικής Συνέλευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης και η 219/25.10.2005 απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου αυτού, με τις οποίες είχε απορριφθεί αίτημα για επανεγγραφή της στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

2. Επειδή, στο άρθρο 58 παρ. 3 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι «έφεση μπορούν να ασκήσουν οι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη διάδικοι, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που κοινοποιήθηκε η απόφαση με επιμέλεια του διαδίκου και πάντως μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευσή της». Εξάλλου, με την παράγραφο 9 του άρθρου 14 του Ν. 3038/2002 (Α΄ 180) προστέθηκε στο άρθρο 58 του Π.Δ. 18/1989 νέα παράγραφος 4, η οποία ορίζει τα εξής: «Μετά την πάροδο της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, ο αρμόδιος υπουργός, ο υπουργός που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά οριστικής απόφασης του διοικητικού εφετείου, ακόμη και αν δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά μόνον υπέρ του νόμου, χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ των διαδίκων. Οι εφέσεις υπέρ του νόμου ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19».

3. Επειδή, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του Ν. 3038/2002, η θέσπιση του ενδίκου μέσου της έφεσης υπέρ του νόμου κατά των οριστικών αποφάσεων, που εκδίδονται από τα διοικητικά εφετεία στο πλαίσιο της ακυρωτικής τους αρμοδιότητας, επεβλήθη από την ανάγκη εξυπηρέτησης της ενοποιητικής αποστολής που επιτελεί η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ανάγκη αυτή κατέστη εντονότερη εξαιτίας της υπαγωγής, με τις διατάξεις του Ν. 2944/2001,στην ακυρωτική αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων υποθέσεων που εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από αυτά, οι νέες δε ρυθμίσεις στοιχίζονται, κατ’ αρχήν, με τα οριζόμενα για την αναίρεση υπέρ του νόμου. Η έφεση υπέρ του νόμου δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο, αλλά ιδιόρρυθμη δικαστική προσφυγή, η οποία αποβλέπει στην άρση νομικών σφαλμάτων χάριν της ομοιόμορφης ερμηνείας των κανόνων δικαίου και, για το λόγο αυτό, η απόφαση που εκδίδεται επί της εφέσεως υπέρ του νόμου δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τους διαδίκους στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σ.τ.Ε. 2316/2006).

4. Επειδή, ως εκ της φύσεως και των συνεπειών της έφεσης υπέρ του νόμου, δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 κοινοποίηση αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης και της πράξεως ορισμού εισηγητή και δικασίμου στους διαδίκους της αρχικής δίκης. Αν όμως ο διάδικος στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήθελε παραστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως υπέρ του νόμου, η παράστασή του είναι νόμιμη (βλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 3542/2003). Επομένως, νομίμως παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως η …… ……-…………., επί της αιτήσεως ακυρώσεως της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.

5. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 3 και 4 του Π.Δ. 18/1989 συνάγεται ότι η έφεση υπέρ του νόμου κατά αποφάσεως διοικητικού εφετείου, η οποία δεν υπόκειται κατά νόμο σε έφεση, μπορεί να ασκηθεί και πριν από την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται από το νόμο για την άσκηση εφέσεως κατά της υποκείμενης σε έφεση αποφάσεως.

6. Επειδή, η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε αρχικά με την παράγραφο 1 του άρθρου 29 του Ν. 2721/1999 (Α΄ 112) και στη συνέχεια με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 2944/2001 (Α΄ 222), ορίζει τα εξής : «Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) την εισαγωγή και κατάσταση γενικά μαθητών των παραγωγικών σχολών των υπαλλήλων της περίπτωσης α΄ του παρόντος και τις μεταβολές της κατάστασης των εφέδρων αξιωματικών, γ) την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως από τη φύση της σχέσης που το συνδέει, δ) την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους, ε)…… θ)……». Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ιδίου Ν. 702/1977, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2944/2001, ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 5Α, σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου επί αιτήσεως ακυρώσεως ή τριτανακοπής» και στο άρθρο 5Α αυτού, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2944/2001, ότι: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: α) το διορισμό ή την πρόσληψη ή τη μονιμοποίηση, τη μετάταξη, την επιλογή ή προαγωγή σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος ή Διεύθυνσης και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) το διορισμό ή τη μονιμοποίηση των στρατιωτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας, την αποστρατεία τους και την προαγωγή τους στους βαθμούς του Συνταγματάρχη και του Ταξίαρχου ή αντίστοιχους, γ) την εισαγωγή και οριστική απομάκρυνση μαθητών των παραγωγικών σχολών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου και τις μεταβολές της κατάστασης των έφεδρων αξιωματικών, δ) την εκλογή και γενικά την υπηρεσιακή κατάσταση των λεκτόρων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (πανεπιστημίων)». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων, οι οποίες εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων των διοικητικών αρχών που αφορούν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευμένους, δεν υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

7. Επειδή, εν προκειμένω, η Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία υπήρξε διάδικος στη δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, ως ασκήσασα παρέμβαση υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων, παραδεκτώς άσκησε την κρινόμενη έφεση ως έφεση υπέρ του νόμου στις 24.10.2006, δηλαδή πριν λήξει η ετήσια προθεσμία για την άσκηση εφέσεως από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου (24.3.2006), η οποία δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε στην Υπουργό, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους φοιτητές, δεν υπόκειται σε έφεση.

8. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 29 του Ν. 1268/1982 (Α΄ 87) ορίζεται ότι «η ιδιότητα του φοιτητή αποκτάται με την εγγραφή του σε Α.Ε.Ι. και αποβάλλεται με τη λήψη του πτυχίου» και στην παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου ότι: «Είναι δυνατή η αναστολή της φοίτησης με αίτηση του ενδιαφερόμενου προς το αντίστοιχο Τμήμα και μετά από έγκριση του Δ.Σ. Τμήματος. Κατά τη διάρκεια της αναστολής της φοίτησης, αίρεται η φοιτητική ιδιότητα και αναστέλλονται όλα τα σχετικά δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Η φοιτητική ιδιότητα αποκτάται με νέα αίτηση του ενδιαφερόμενου……». Εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1771/1988 (Α΄ 71) ορίζεται ότι: «Φοιτητές ή σπουδαστές σχολών ή τμημάτων σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ημεδαπής, που μετά από συμμετοχή τους σε γενικές εξετάσεις εισάγονται σε άλλη σχολή ή τμήμα σχολής, δεν μπορούν να εγγραφούν στη νέα σχολή ή τμήμα εάν προηγουμένως δε διαγραφούν με αίτηση τους από τη σχολή ή το τμήμα όπου ήδη είναι γραμμένοι. Σε αντίθετη περίπτωση η εγγραφή στη νέα σχολή ή τμήμα είναι άκυρη. Η διαγραφή τους από τη σχολή ή το τμήμα στο οποίο ανήκαν διαπιστώνεται με βεβαίωση της σχολής ή του τμήματος αυτού». Τέλος, στο άρθρο 15 του Ν. 3404/2005 (Α΄ 260/17.10.2005) ορίζεται ότι: «1. Από το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006 το ποσοστό των κατατάξεων των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ορίζεται αυτοτελώς ως ποσοστό επί του αριθμού των εισακτέων κάθε ακαδημαϊκού έτους στο Τμήμα υποδοχής, ανεξάρτητα από το ποσοστό των μετεγγραφών……4. Υπέρβαση του ποσοστού των κατατάξεων δεν επιτρέπεται. Η επιλογή των υποψηφίων για κατάταξη πτυχιούχων γίνεται με βάση το βαθμό πτυχίου ή με κατατακτήριες εξετάσεις σε τρία μαθήματα……».

9. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 9 του Ν. 1771/1988 θεσπίζεται η απαγόρευση της παράλληλης εγγραφής φοιτητών σε περισσότερες της μιάς σχολές ή τμήματα σχολών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις αυτές τίθεται ως προϋπόθεση για την εγγραφή ορισμένου προσώπου σε σχολή ή τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά από επιτυχία του στις γενικές εξετάσεις, η προηγούμενη διαγραφή του από τη σχολή ή το τμήμα, στο οποίο είναι ήδη εγγεγραμμένος. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η διαγραφή αυτή, κατ’ αντίθεση με την αναστολή φοίτησης, είναι οριστική. Επομένως, μετά τη διαγραφή φοιτητή από ορισμένη σχολή ή τμήμα κατόπιν αιτήσεώς του, προκειμένου να φοιτήσει σε άλλη σχολή ή τμήμα όπου εισήχθη μετά από επιτυχία κατά τις γενικές εξετάσεις, δεν είναι πλέον δυνατή η επανεγγραφή του στη σχολή ή τμήμα, από το οποίο διαγράφτηκε, μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή ή το τμήμα στο οποίο εισήχθη μεταγενεστέρως. Τούτο δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δυνατότητα που υπάρχει, κατά την κείμενη νομοθεσία, για εγγραφή σε ορισμένη σχολή ή τμήμα πτυχιούχων άλλων σχολών ή τμημάτων, με ή χωρίς κατατακτήριες εξετάσεις, διότι, στην περίπτωση αυτή, η εγγραφή γίνεται μέσα στο όριο του οριζόμενου από το νόμο ποσοστού των πτυχιούχων άλλων σχολών που μπορούν να εγγραφούν και, έτσι, δεν ανατρέπεται ο προγραμματισμός των σπουδών και δεν προκαλείται πτώση του επιπέδου αυτών, που πρέπει να είναι υψηλό, με την εγγραφή μη προσδιορισμένου εκ των προτέρων αριθμού πτυχιούχων άλλων σχολών, ακόμη και αν οι πτυχιούχοι αυτοί επανεγγράφονται μετά από προγενέστερη διακοπή των σπουδών τους προκειμένου να φοιτήσουν σε άλλη σχολή ή τμήμα. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Αθ. Καραμιχαλέλη, με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 9 του Ν. 1771/1988 επιδιώκεται η αποφυγή του ενδεχομένου της παράλληλης φοίτησης σε διαφορετικές σχολές ή τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της, συνεπεία αυτής, λήψης δύο πτυχίων εντός του αυτού χρονικού διαστήματος, όχι όμως και η απαγόρευση της διαδοχικής εγγραφής και φοίτησης σε διαφορετικές σχολές ή τμήματα κατά τρόπο ώστε να δημιουργείται αδυναμία επανεγγραφής ορισμένου προσώπου σε ορισμένη σχολή ή τμήμα, όπου είχε εισαχθεί και φοιτήσει στο παρελθόν, και διέκοψε τις σπουδές του προκειμένου να εγγραφεί σε άλλη σχολή ή τμήμα. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, είναι κατά νόμο δυνατή η επανεγγραφή φοιτητή σε ορισμένη σχολή ή τμήμα στο οποίο είχε φοιτήσει και διεγράφη κατόπιν αιτήσεώς του, προκειμένου να φοιτήσει σε άλλη σχολή ή τμήμα, στο οποίο εισήχθη μεταγενεστέρως κατόπιν επιτυχίας στις γενικές εξετάσεις, μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή ή τμήμα στο οποίο ενεγράφη μεταγενεστέρως. ΄Αλλωστε, δυνατότητα εγγραφής υπάρχει για τους πτυχιούχους άλλων σχολών και χωρίς προγενέστερη φοίτηση στη σχολή ή τμήμα στο οποίο επιδιώκεται να γίνει η εγγραφή, μέσα στο όριο του προβλεπόμενου από το νόμο ποσοστού εισακτέων.

10. Επειδή, στο άρθρο 16 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «όλοι οι ΄Ελληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια» και στο άρθρο 25 παρ. 1, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84) ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους……Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι «ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή».

11. Επειδή, στην περίπτωση κατά την οποία φοιτητής ή σπουδαστής σχολής ή τμήματος σχολής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής, ο οποίος διαγράφτηκε, προκειμένου να φοιτήσει σε άλλη σχολή ή τμήμα όπου εισήχθη μετά από επιτυχία στις γενικές εξετάσεις, και επιδιώκει την επανεγγραφή του μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή ή το τμήμα όπου εισήχθη μεταγενεστέρως, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας με τον κατά το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1771/1988 αποκλεισμό της επανεγγραφής του στη σχολή ή τμήμα από όπου διαγράφτηκε, αφενός μεν διότι η διαγραφή του από τη σχολή ή τμήμα, όπου είχε εισαχθεί αρχικά, οφείλεται σε δική του πρωτοβουλία, προκειμένου να εγγραφεί σε άλλη σχολή ή τμήμα της επιλογής του, αφετέρου δε διότι ο αποκλεισμός αυτός είναι αναγκαίος και δικαιολογείται από την επιδίωξη της εύρυθμης λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με την αποφυγή της ανατροπής του προγραμματισμού των σπουδών και της πτώσεως του επιπέδου αυτών, που πρέπει να είναι υψηλό, με την εγγραφή σ’ αυτά απρόβλεπτου αριθμού πτυχιούχων άλλων σχολών. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Αθ. Καραμιχαλέλη και του Παρέδρου Δ. Μακρή, ο κατά τ’ ανωτέρω αποκλεισμός παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας ως μη αναγκαίος, διότι ο σκοπός της εύρυθμης λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με την αποφυγή της ανατροπής του προγραμματισμού των σπουδών και της πτώσεως του επιπέδου αυτών με την εγγραφή σ’ αυτά απρόβλεπτου αριθμού πτυχιούχων άλλων σχολών, θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα (π.χ. με συνυπολογισμό των αιτουμένων επανεγγραφή στο ποσοστό που προβλέπεται για την εγγραφή πτυχιούχων άλλων σχολών, χωρίς να υποβληθούν σε κατατακτήριες εξετάσεις, αφού ήδη είχαν φοιτήσει στη σχολή ή τμήμα στο οποίο επιδιώκουν να επανεγγραφούν, ή με την επανεγγραφή σε άλλο ακαδημαϊκό έτος).

12. Επειδή, στην προκειμένη υπόθεση, η …… …..-……….. εισήχθη στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1998-1999. Κατόπιν αιτήσεώς της, διέκοψε τη φοίτηση στο Τμήμα αυτό, προκειμένου να εγγραφεί στο Τμήμα Φιλολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου, στο οποίο εισήχθη κατόπιν επιτυχίας της στις γενικές εξετάσεις. Μετά τη λήψη του πτυχίου της από το Τμήμα Φιλολογίας, υπέβαλε την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1251/26.7.2005 αίτηση, με την οποία ζήτησε την επανεγγραφή της στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της. Η αίτηση αυτή κρίθηκε απορριπτέα με την 312/5.10.2005 πράξη της Γενικής Συνέλευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης, με την αιτιολογία ότι είχε διαγραφεί από τα μητρώα του Τμήματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 9 του Ν. 1771/1988 και είχε απωλέσει τη φοιτητική ιδιότητα. Στη συνέχεια, η Σύγκλητος του ως άνω Πανεπιστημίου, η οποία ήταν αρμόδια να αποφανθεί επί του αιτήματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Ν. 2083/1992 (Α΄ 159), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του Ν. 2188/1994 (Α΄ 18), δεδομένου ότι η σχετική αρμοδιότητα δεν έχει ανατεθεί σε άλλο όργανο, λαμβάνοντας υπόψη την 312/5.10.2005 πράξη της Γενικής Συνέλευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος, απέρριψε, με την 219/25.10.2005 απόφασή της, την αίτηση επανεγγραφής της. Ακολούθως, η …….. …….-……… άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Χανίων κατά των ως άνω απορριπτικών της αίτησης επανεγγραφής της πράξεων. Το Διοικητικό Εφετείο Χανίων εξέδωσε την 17/2006 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση ακυρώσεως και ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, αναπέμφθηκε δε η υπόθεση στα αρμόδια όργανα του Πανεπιστημίου Κρήτης προς νέα νόμιμη κρίση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1 του Ν. 1268/1988, με τις οποίες ρυθμίζονται, κατ’ αποκλειστικό τρόπο, τα ζητήματα που συναρτώνται με την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας, ουδόλως εθίγησαν από το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1771/1988, με το οποίο προβλέφθηκε η απαγόρευση της παράλληλης εγγραφής και φοίτησης σε περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές ή τμήματα. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, η λήψη αποφοιτηρίου, στην περίπτωση που ο φοιτητής αποχωρεί από τη σχολή, στην οποία είναι εγγεγραμμένος, πριν από την ολοκλήρωση των σπουδών του, δεν έχει ως συνέπεια την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας και, ως εκ τούτου, ο φοιτητής αυτός μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει την επανεγγραφή του, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Ενόψει τούτων, το δικάσαν Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, με τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση επανεγγραφής της …… …..-………., για το λόγο ότι μετά τη διαγραφή της είχε απωλέσει τη φοιτητική της ιδιότητα, δεν ήταν νόμιμη. ΄Ετσι, όμως, κρίνοντας το Διοικητικό Εφετείο δεν ερμήνευσε ορθά τις ανωτέρω διατάξεις, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6η και 8η, στην περίπτωση κατά την οποία φοιτητής ή σπουδαστής σχολής ή τμήματος σχολής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ημεδαπής, που μετά από επιτυχία στις γενικές εξετάσεις εισάγεται σε άλλη σχολή ή τμήμα σχολής, δεν έχει δικαίωμα να επανεγγραφεί, μετά την αποφοίτησή του από το τμήμα στο οποίο εισήχθη μεταγενεστέρως, στη σχολή ή τμήμα από το οποίο διαγράφτηκε. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανισθεί υπέρ του νόμου η εκκαλούμενη απόφαση.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη έφεση.

Εξαφανίζει υπέρ του νόμου, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, την 17/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.