ΣτΕ 156/2022 Α τμ. 7μ, Το ne bis in idem δεν ισχύει επι αγωγής κατ΄ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ

ΣΤΕ

ΣτΕ 156/2022 Α΄ Τμ. (7μελές)

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος.
Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος.
Δικηγόροι: Σπ. Λάλας, Λ.-Μ. Τσιμπογιάννης.

Κατά την έννοια του άρθ. 5 ΚΔΔ, το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει αν υπάρχει ή όχι αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ για παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου του με βάση τις διατάξεις των άρθ. 105106 ΕισΝΑΚ, δεν δεσμεύεται από απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία το πιο πάνω φυσικό πρόσωπο (όργανο του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) έχει κριθεί αθώο ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αντίστοιχου με την παράνομη πράξη ή παράλειψη για την οποία αποδίδεται ευθύνη στο Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ, υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει την αθωωτική αυτή απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τούτο δε δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητώς, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας.
Η έλλειψη ταυτότητας διαδίκων μεταξύ της προηγηθείσας ποινικής δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής δίκης, έλλειψη η οποία καθιστά μη εφαρμοστέα την αρχή ne bis in idem στην τελευταία αυτή δίκη, δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στη διοικητική δίκη που έπεται της αμετάκλητης αθώωσης του ενδιαφερομένου. Η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ, αν υφίσταται ο απαιτούμενος κατά τα ανωτέρω σύνδεσμος μεταξύ της διοικητικής δίκης, που αφορά την αστική ευθύνη του Δημοσίου ή του ΝΠΠΔ από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων τους, και της ποινικής δίκης που καταλήγει στην έκδοση τελικής απόφασης περί αθώωσης των οργάνων αυτών.
Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται με βάση τις διατάξεις των άρθ. 105106 ΕισΝΑΚ, διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό αλλά αμιγώς αποζημιωτικό – αποκαταστατικό χαρακτήρα, αφού στο δίκαιο της αποζημίωσης πρωταρχικός σκοπός είναι η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ζημιωθείς.

7. Με την κρινόμενη αίτηση πλήσσονται οι εξής κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης: α) Ότι το αμετάκλητο 855/2007 βούλευμα (με το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάνθηκε να μην απαγγελθεί κατηγορία σε βάρος δύο γιατρών του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου και συγκεκριμένα κατά του Δ.Σ. και του Γ.Σ. για ανθρωποκτονία από αμέλεια με την αιτιολογία ότι οι ανωτέρω δύο ιατροί «ενώ γνώριζαν ότι η αφαίρεση του καλοήθους όγκου από τον εγκέφαλο της ασθενούς ήταν επέμβαση που εγκυμονούσε κινδύνους για τη ζωή της, δεν φρόντισαν ώστε να υπάρχει μετά το πέρας της επέμβασης διαθέσιμο κρεβάτι στην ΜΕΘ του νοσοκομείου, ώστε να μεταφερθεί αυτή αμέσως σε περίπτωση επιπλοκών…») ήταν δεσμευτικό για το διοικητικό πρωτοδικείο ως προς τη μη τέλεση της ως άνω παράλειψης από τα ανωτέρω πρόσωπα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, με συνέπεια να είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η αγωγή κατά το μέρος που με αυτή οι αναιρεσείοντες ζητούσαν χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας της πιο πάνω παράλειψης, και β) Ότι από την από 18.11.2003 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης που είχε συνταχθεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας καθώς και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας προέκυπτε ότι δεν είχαν λάβει χώρα οι λοιπές (πλην της παράλειψης προγραμματισμού κλίνης στη ΜΕΘ) παράνομες πράξεις και παραλείψεις, τις οποίες οι ενάγοντες απέδιδαν στους ίδιους καθώς και σε άλλους ιατρούς του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου, με συνέπεια να είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η αγωγή των αναιρεσειόντων και κατά το μέρος που με αυτή επιδίωκαν να θεμελιώσουν την αγωγική τους αξίωση στις ως άνω πράξεις και παραλείψεις.

8. Όσον αφορά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι αυτό δεσμευόταν από το πιο πάνω αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη διότι η πιο πάνω διάταξη δεν ήταν εφαρμοστέα στην υπό κρίση περίπτωση. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και απαλλακτικά βουλεύματα αφορά μόνο τις διοικητικές διαφορές που ανακύπτουν κατόπιν επιβολής διοικητικής κύρωσης λόγω διάπραξης διοικητικής παράβασης και επομένως, η επίμαχη ρύθμιση δεν εφαρμόζεται επί διαφοράς, όπως η προκείμενη, που έχει ανακύψει κατόπιν άσκησης αγωγής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και αφορά αστική ευθύνη ΝΠΔΔ προς αποζημίωση (πρώτος λόγος αναίρεσης του εισαγωγικού δικογράφου). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω και για τον επιπλέον λόγο ότι αποτελεί διάταξη με ουσιαστικό και όχι δικονομικό χαρακτήρα, κατά τα ρητώς δε οριζόμενα στο άρθρο 32 του ν. 4446/2016, άρχισε να ισχύει στις 22.12.2016. Προβάλλουν ειδικότερα οι αναιρεσείοντες ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 4446/2016 ρυθμίζει ζητήματα δεδικασμένου και, ως εκ τούτου, έχει ουσιαστικό και όχι δικονομικό χαρακτήρα και δεν έχει κατ’ αρχήν αναδρομική ισχύ. Επομένως, κατά τους αναιρεσείοντες, στην προκείμενη δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της ένδικης αγωγής στις 4.6.2008, δηλαδή προτού αρχίσει να ισχύει η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 του ν. 4446/2016, εφαρμογή είχε η προϊσχύσασα διάταξη της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, που δεν προέβλεπε δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και απαλλακτικά βουλεύματα. Συνεπώς, κατά τους αναιρεσείοντες, εσφαλμένως δέχθηκε το διοικητικό εφετείο ότι η ανωτέρω διάταξη, ως δικονομικού χαρακτήρα, ήταν εφαρμοστέα ως εκ του χρόνου συζήτησης της αγωγής τους ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου στις 16.6.2017, προσδίδοντας ανεπιτρέπτως αναδρομική ισχύ στη διάταξη αυτή (τρίτος και τέταρτος λόγος αναίρεσης). Προβάλλεται επίσης ότι η αναδρομική ισχύς που προσέδωσε το δικάσαν δικαστήριο στη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 4446/2016 παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης αυτής. Ισχυρίζονται ειδικότερα οι αναιρεσείοντες ότι, χωρίς να υπάρχει δικαιολογητικός λόγος, αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι αγωγές αποζημίωσης που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 17 του ν. 4446/2016 αλλά συζητήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής στις 22.12.2016 από τις αγωγές που επίσης ασκήθηκαν πριν από τις 22.12.2016 αλλά συζητήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή. Ομοίως αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση, κατά τους αναιρεσείοντες, υφίσταται μεταξύ των διαδίκων που ασκούν αγωγές με βάση τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, για τις οποίες ισχύει ο ΚΔΔ και άρα και η επίμαχη διάταξη, και των διαδίκων που ασκούν αγωγές ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, διεπόμενες από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος δεν περιέχει αντίστοιχη ρύθμιση με αυτή του άρθρου 17 του ν. 4446/2016. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής επί αγωγών που έχουν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος της έχει ως αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση την αναδρομική κατάργηση του υφιστάμενου κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής περιουσιακού δικαιώματός τους να λάβουν χρηματική ικανοποίηση (πέμπτος λόγος αναίρεσης). Τέλος, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 197 § 3 του ΚΔΔ περί δεδικασμένου έγινε δεκτό ότι από το 855/2007 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών απορρέει δεδικασμένο, διότι η απαλλακτική κρίση του πιο πάνω Συμβουλίου αφορούσε φυσικά πρόσωπα και όχι το νομικό πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου, οι δε αναιρεσείοντες δεν είχαν διατελέσει διάδικοι στην πιο πάνω ποινική διαδικασία (δεύτερος λόγος αναίρεσης). Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι για τα νομικά ζητήματα που τίθενται με τους ανωτέρω λόγους αναίρεσης δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο τελευταίος όμως λόγος αναίρεσης (δεύτερος λόγος κατά τη σειρά δικογράφου) με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή της § 3 του άρθρου 197 του ΚΔΔ, όπως και ο ισχυρισμός του άρθρου 53 § 3 του π.δ. 18/1989 κατά το μέρος που τον αφορά στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθούν. Και τούτο, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει σκέψη σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης της § 3 του άρθρου 197 του ΚΔΔ, αφού το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι το 755/2007 απαλλακτικό βούλευμα ήταν δεσμευτικό γι’ αυτό ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ και όχι τη διάταξη της § 3 του άρθρου 197 του ΚΔΔ, η οποία ορίζει τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου από τις τελεσίδικες και ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (έναντι των διαδίκων, των διαδόχων και των τρίτων από τους οποίους σύμφωνα με το νόμο μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης) και, συνεπώς, δεν ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη περίπτωση που αφορούσε τη δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από την απόφαση ποινικού δικαστηρίου και ορθώς δεν εφαρμόστηκε από το διοικητικό εφετείο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας νομολογίας προβάλλεται αβασίμως ως προς το τιθέμενο με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης ζήτημα αν η διάταξη της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ είναι δικονομικού ή ουσιαστικού χαρακτήρα, διότι με την 951/2018 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κριθεί ότι η διάταξη αυτή είναι δικονομικού χαρακτήρα και, επομένως, καταλαμβάνει τις υποθέσεις που συζητούνται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μετά την έναρξη ισχύος της. Επομένως, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Ο ίδιος, όμως, ισχυρισμός προβάλλεται βασίμως ως προς το τιθέμενο με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ζήτημα αν η πιο πάνω διάταξη με την οποία προβλέπεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από αθωωτικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων ή από απαλλακτικά βουλεύματα είναι εφαρμοστέα σε δίκες που ανακύπτουν κατόπιν άσκησης αγωγής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, διότι για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 12 § 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς ως προς τον λόγο αυτό αναίρεσης, με τον οποίο τίθεται το ανωτέρω νομικό ζήτημα. Δεδομένου δε ότι ασκείται παραδεκτώς και κατά τα λοιπά, είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς το βάσιμο αυτής.

10. Στην § 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις». Περαιτέρω, στην § 2 του ίδιου άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυσε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ορίζεται ότι: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται, επίσης, από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων, καθώς και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη». Όπως παγίως έχει κριθεί, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει αν υπάρχει ή όχι αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου του με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ δεν δεσμεύεται από απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία το πιο πάνω φυσικό πρόσωπο (όργανο του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) έχει κριθεί αθώο ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αντίστοιχου με την παράνομη πράξη ή παράλειψη για την οποία αποδίδεται ευθύνη στο Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ, υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει την αθωωτική αυτή απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τούτο δε δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητώς, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. ΣτΕ 1140/2017, 572/2013, 1900, 2026/2009, 1873, 2845, 3380/2007, 4306/2005).

11. Ακολούθως, η § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ αντικαταστάθηκε με το πιο πάνω άρθρο 17 του ν. 4446/2016, το οποίο ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από 22.12.2016, ορίζοντας πλέον τα εξής: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης». Επομένως, στη νέα § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ επαναλαμβάνεται ο κανόνας της δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη. Περαιτέρω, όμως, προστίθεται ως νέα ρύθμιση ο κανόνας ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4446/2016 και τη σχετική με τον νόμο αυτό έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής προκύπτει ότι η § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 προς τον σκοπό της εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της § 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, Α΄ 256) και της § 1 του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (7ο ΠΠ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με τον ν. 1705/1987, Α΄ 89), όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Μνημονεύονται δε στην μεν αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού η απόφαση της 13.7.2010 του ΕΔΔΑ, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, στην οποία αποτυπώνεται η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το τεκμήριο της αθωότητας που κατοχυρώνεται με το πιο πάνω άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ, στη δε έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής η απόφαση της 30.4.2015 του ΕΔΔΑ, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, η οποία αποτυπώνει τη νομολογία του ίδιου δικαστηρίου για την αρχή ne bis in idem που συνάγεται από το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το τεκμήριο της αθωότητας.

12. Στην § 1 του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Η κατοχυρούμενη στη διάταξη αυτή αρχή αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης για διοικητική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές να έχουν ποινικό χαρακτήρα με βάση τα τρία κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ (απόφαση της 8.6.1976, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας), κατ’ εφαρμογή των οποίων ως «ποινικές» μπορούν να θεωρηθούν και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα με βάση το αν η σχετική νομοθετική διάταξη που προβλέπει την παράβαση και την κύρωση ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, τη φύση της παράβασης και, τέλος, τη φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν την ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι το ίδιο σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης [βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολομ., 951/2018 7μ., απόφαση της 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453/12, 42941/12, 9028/13)]. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό αλλά αμιγώς αποζημιωτικό – αποκαταστατικό χαρακτήρα, αφού στο δίκαιο της αποζημίωσης πρωταρχικός σκοπός είναι η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ζημιωθείς.

13. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας την § 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, στην οποία ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του…», έχει δεχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξη αυτής δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά επεκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το ίδιο πρόσωπο που αθωώθηκε, δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερομένου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 27ης.9.2007 Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγής 35522/04), της 12ης.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφυγής 25424/09), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/06), της 30ης.4.2015 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453/12, 42941/12 και 9028/13), της 3ης.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ. προσφυγής 61985/12)]. Συνεπώς, από τη διάταξη της § 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Περαιτέρω, αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 897/2021, 138/2021951/2018 7μ. και ΑΠ 4/2020 Πλήρους Ολ., 83/2021). Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη [πρβλ. ΣτΕ 297/2019, 951/2018 7μ., 434, 167-169/2017 7μ., 1992/1996 7μ., 2403/2015, ΑΠ Ολ. 4/2020, βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ της 12ης.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφυγής 25424/09), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/06), της 30ης.4.2015 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (αριθ. προσφυγών 3453/12, 42941/12 και 9028/13)]. Προκειμένου δε να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, απαιτείται η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ’ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι. Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει μεταξύ της ποινικής διαδικασίας που καταλήγει σε αθώωση ή απαλλαγή του κατηγορουμένου ως προς πράξεις ή παραλείψεις που επέφεραν βλάβη στο θύμα και της δικαστικής διαδικασίας αστικής φύσης που ανοίγεται όταν το θύμα διεκδικεί αποζημίωση για τη ζημία ή βλάβη που υπέστη εξαιτίας των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων. Συγκεκριμένα, ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται είτε η αστική αξίωση συνδέεται ευθέως με τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις [βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 11ης.5.2003 Υ. κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 56568/00) και Ringvold κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 34964/97), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/06), της 11ης.2.2014 Vella κατά Μάλτας (αρ. προσφυγής 69122/10)], είτε εμμέσως, ως απότοκο αυτών [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ. προσφυγής 61985/12 και ΑΠ 4/2020 σε πλήρη Ολομέλεια)], είτε όταν ενάγεται τρίτος, ο οποίος καθίσταται υπόχρεος δυνάμει διάταξης νόμου να καταβάλει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη προσώπου το οποίο τεκμαίρεται αθώο κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ΕΣΔΑ [βλ. απόφαση της 12ης.4.2012 Lagardère κατάΓαλλίας (αρ. προσφυγής 18851/07)]. Συνεπώς, ηέλλειψηταυτότηταςδιαδίκωνμεταξύτηςπροηγηθείσας ποινικής δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής δίκης, έλλειψη η οποία καθιστά μη εφαρμοστέα την αρχή ne bis in idem στην τελευταία αυτή δίκη [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ και Γιαννετάκης κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγής 29829/05) και ΣτΕ 2256, 1833/2020, 175/2018, 1992/2016 7μ.], δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στη διοικητική δίκη που έπεται της αμετάκλητης αθώωσης του ενδιαφερομένου.

14. Ενόψει των ανωτέρω, από τη διάταξη της § 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ, αν υφίσταται ο απαιτούμενος κατά τα ανωτέρω σύνδεσμος μεταξύ της διοικητικής δίκης, που αφορά την αστική ευθύνη του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων τους, και της ποινικής δίκης που καταλήγει στην έκδοση «τελικής» απόφασης περί αθώωσης των οργάνων αυτών. Για τη διαπίστωση αν υφίσταται ο σύνδεσμος αυτός λαμβάνεται υπόψη ότι η αθώωση του φυσικού προσώπου – οργάνου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ επηρεάζει άμεσα το τελευταίο, αφού η επιδίωξη των δημόσιων σκοπών του επιτυγχάνεται μέσω των οργάνων του. Παρέπεται ότι στην περίπτωση αυτή το εναγόμενο Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας που απορρέει από την αθώωση του οργάνου του όσον αφορά τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που αντιστοιχούν στις αποδιδόμενες από τον ζημιωθέντα πράξεις ή παραλείψεις [πρβ. την απόφαση της 12ης.4.2012 Lagardère κατάΓαλλίας (αρ. προσφυγής 18851/07)]. Στηνειδικότερηπερίπτωσημάλισταπουενάγεταινοσοκομείο, τοτελευταίομπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο αθωότητας ιατρού του, ο οποίος έχει αθωωθεί ή απαλλαγεί από ποινικά αδικήματα αντίστοιχα με τις αποδιδόμενες στο εναγόμενο πράξεις ή παραλείψεις, διότι η εκ μέρους του νοσοκομείου παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της ζωής και της υγείας κατά τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνο με το άρθρο 21 § 3 του Συντάγματος συνδέεται άμεσα με την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική αξιοπιστία των φυσικών προσώπων, στα οποία το νοσοκομείο έχει αναθέσει την εκπλήρωση του ανωτέρω δημόσιου σκοπού (πρβλ. ΑΠ Ποιν. 468/2017), το δε νοσοκομείο υποχρεούται να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των φυσικών αυτών προσώπων – οργάνων του (πρβλ. την πιο πάνω απόφαση Lagardère κατάΓαλλίας). Κατάταήδηδεεκτεθέντα, ηεφαρμογήτουτεκμηρίουτηςαθωότηταςδενσυνεπάγεταιαποδεικτικήδέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ, όργανο του οποίου είναι το πρόσωπο που αθωώθηκε, και, συνακολούθως, σε κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής.

15. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις σκέψεις 11 έως 14, η διάταξη της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, κατά το μέρος της με το οποίο θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, αφορά μόνο τις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην σκέψη 12, και όχι κάθε δίκη που αφορά καταλογισμό χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που θεσπίζει τη σχετική υποχρέωση δημόσιου δικαίου, αφού στις τελευταίες αυτές δίκες δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem (βλ. ΣτΕ 897/2021 που αφορά περίπτωση επιβολής δασμών και φόρων). Τούτο προκύπτει σαφώς από τον επιδιωκόμενο με τη θέσπιση της διάταξης αυτής σκοπό, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες, συνίσταται στην εναρμόνιση του εθνικού δικονομικού δικαίου με την προπαρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς την αρχή ne bis in idem, κατ’ εφαρμογή της οποίας η αμετακλήτως περατωθείσα ποινική διαδικασία επιδρά καθοριστικώς στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. σκέψη 12) και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν συνεπάγεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση (βλ. σκέψεις 13 και 14). Προκύπτει επίσης και από τη γραμματική διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση». Συνεπώς, η ρύθμιση της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ.

16. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, στην προκείμενη περίπτωση, εσφαλμένως το διοικητικό εφετείο έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι δεσμευόταν από το 855/2007 αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών όσον αφορά την αποδιδόμενη στους προαναφερόμενους δύο ιατρούς του εναγόμενου – αναιρεσίβλητου νοσοκομείου παράλειψη να εξασφαλίσουν εκ των προτέρων κλίνη ΜΕΘ προκειμένου να μεταφερθεί σ’ αυτήν η συγγενής των αναιρεσειόντων αμέσως μετά την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης και εσφαλμένως το δικαστήριο αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν υποχρεωμένο να απορρίψει ως αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων κατά το μέρος που είχε ως πραγματική βάση την πιο πάνω παράλειψη. Τούτο διότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τους αναιρεσείοντες, η διάταξη της § 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ κατά το μέρος που προβλέπει τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και από τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία βουλεύματα δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος της με το οποίο πλήσσεται η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τη δέσμευση του δικάσαντος δικαστηρίου από το 755/2007 απαλλακτικό βούλευμα αναφορικά με την παράλειψη των ιατρών Δ.Σ. και Γ.Σ. να προγραμματίσουν ώστε να υπάρχει διαθέσιμη κλίνη στη ΜΕΘ του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου αμέσως μετά το πέρας της χειρουργικής επέμβασης στην αποβιώσασα ασθενή.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Επέκταση των υποκειμενικών ορίων του τεκμηρίου αθωότητας στην αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου

Το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 § 2 ΕΣΔΑ, 48 § 1 ΧΘΔΕ, 14 § 2 ΔΣΑΠΔ, 5 § 2 ΚΔΔ εδ. β΄, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθ. 17 του ν. 4446/2016 και ισχύει), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εγγυήσεις της ποινικής δίκης. Ως διαδικαστική εγγύηση στο πλαίσιο της ποινικής δίκης αφορά ζητήματα κατανομής του βάρους απόδειξης, μη εφαρμογής τεκμηρίων ενοχής του κατηγορουμένου κ.λπ.[1] μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του, ενώ υπό την δεύτερη πτυχή του δεν επιτρέπει να τίθεται εν αμφιβόλω το αποτέλεσμα αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, σε οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη δικαστική ή διοικητική διαδικασία, που αφορά το ίδιο πρόσωπο και συνδέεται κατ’ ουσίαν με την ποινική δίκη, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης. Η δέσμευση, βέβαια, του μεταγενεστέρως επιλαμβανόμενου δικαστηρίου δεν είναι απόλυτη, αλλά έχει την έννοια ότι αυτό υποχρεούται να την συνεκτιμήσει κατά τρόπο ειδικό, ώστε εφόσον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστηρίου να μην καταλείπονται εύλογες αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης[2].

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και Συμβουλίου της Επικρατείας, για να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας, απαιτείται, περαιτέρω, ταυτότητα προσώπων μεταξύ των δύο διαδικασιών, αλλά και ταυτότητα της παράβασης στις δύο διαδικασίες, ως ιστορικό γεγονός[3].

Με την σχολιαζόμενη απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας διευρύνει για πρώτη φορά τα υποκειμενικά όρια της εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας ιατρών δημόσιου νοσοκομείου σε υπόθεση που αφορούσε αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου στο αναιρετικό στάδιο, κάνοντας δεκτό ότι το Δημόσιο δύναται να επικαλεστεί την αθωωτική ποινική απόφαση των εν λόγω ιατρών, με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως ότι δεν τελέσθηκε η αποδιδόμενη σε αυτούς παράλειψη, στην μεταγενέστερη δίκη της αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Και τούτο διότι, η αθώωση των ανωτέρω προσώπων επηρεάζει άμεσα το Δημόσιο, καθώς η επιδίωξη των δημοσίων σκοπών του επιτυγχάνεται μέσω των οργάνων του[4]. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, με παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ Lagardère[5] και Fleischner[6], αιτιολογεί την κρίση του ότι η έλλειψη ταυτότητας διαδίκων μεταξύ της προηγηθείσας ποινικής και της διοικητικής δίκης δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, όταν ενάγεται τρίτος που καθίσταται υπόχρεος να καταβάλει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη προσώπου, η αθωότητα του οποίου αμφισβητήθηκε, κατά παράβαση του άρθ. 6 § 2 της ΕΣΔΑ, είτε δυνάμει διάταξης νόμου είτε κατ’ έμμεσο τρόπο. Η νομολογιακή αυτή στροφή, που άγει στην κατ’ αποτέλεσμα ορθή θεώρηση της εξάρτησης της (αποζημιωτικής) ευθύνης του Δημοσίου από την τέλεση ή μη της άδικης πράξης ή παράλειψης εκ μέρους του οργάνου του, είναι διαχρονικά γνωστή στο ποινικό δίκαιο ως «θεωρία της εξαρτημένης ευθύνης», η οποία προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 48 του Ποινικού Κώδικα και 469 του Κώδικα Ποινικής Δικονομία, που αφορούν, αφενός, την εξαρτημένη ευθύνη του συμμετόχου και του ηθικού αυτουργού από την τέλεση της κύριας πράξης εκ μέρους του αυτουργού[7] και το επεκτατικό αποτέλεσμα της βελτίωσης της θέσης του κατηγορουμένου κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου και στους συγκατηγορουμένους του, υπό τις εκεί προϋποθέσεις[8]. Η θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου, ενώ έχει κριθεί αμετάκλητα από τα ποινικά δικαστήρια ότι δεν έχει τελεσθεί η άδικη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του, θα συνιστούσε πράγματι ένα νομικό και δικαιοπολιτικό absurdum. Τούτο όμως ισχύει, λογικά, για την περίπτωση κάθε υπαλλήλου[9] ως οργάνου του Δημοσίου, γι αυτό η επάλληλη αιτιολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που αναφέρεται στην παροχή υπηρεσιών υγείας υψυλού επιπέδου από νοσοκομείο, ως άμεσα εξαρτώμενης από την επιστημονική επάρκεια και αξιοπιστία των φυσικών προσώπων που τις παρέχουν, ως εκπλήρωση δημοσίου σκοπού, εγείρει προβληματισμό διότι δημιουργείται η εντύπωση ότι η ευθύνη του Δημοσίου εξαρτάται, τελικά, από τις γνώσεις και τις ικανότητες των οργάνων του, πράγμα που δεν συνδέεται ούτε με το τεκμήριο αθωότητας, του οποίου σε κάθε περίπτωση δεν είναι φορέας το Δημόσιο, ούτε με την αντικειμενική αποζημιωτική ευθύνη του τελευταίου.

Δεδομένου ότι διαφαίνεται από το σκεπτικό της απόφασης, να εξαρτάται η αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από την τέλεση της πράξης εκ μέρους των οργάνων του, το δεύτερο σημαντικό ζήτημα που αναφύεται είναι η αναγκαιότητα επέκτασης του τεκμηρίου αθωότητας, a fortiori και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στις περιπτώσεις των αλληλεγγύως συνευθυνομένων φυσικών προσώπων, ως εκπροσώπων ή διαχειριστών νομικών προσώπων.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά και του ΕΔΔΑ, δεν υφίσταται ταυτότητα προσώπων όταν η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αφορά φυσικό πρόσωπο-νόμιμο εκπρόσωπο εταιρείας και η διοικητική κύρωση επιβλήθηκε σε βάρος του νομικού προσώπου[10], άρα δεν έλκεται σε εφαρμογή το τεκμήριο αθωότητας. Αντίστοιχα, έχει κριθεί ότι εκ συμφέροντος τρίτου επικαλείται το νομικό πρόσωπο την αμετάκλητη αθώωση του εκπροσώπου του ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, λόγω της παραπάνω έλλειψης ταυτότητας διαδίκων[11]. Ενίοτε μάλιστα απορρίπτονται από τα Δικαστήρια της ουσίας για τον λόγο αυτό οι κύριες παρεμβάσεις κατ’ άρθρο 113 § 1 ΚΔΔ, των νομίμων εκπροσώπων νομικών προσώπων σε δίκες που αφορούν οφειλές των τελευταίων προς το Δημόσιο[12].

Όπως έχει κριθεί[13], η εταιρεία ως δικαιϊκό πλάσμα δεσμεύεται από τις πράξεις του εκπροσώπου της, του οποίου η βούληση συνιστά στην πραγματικότητα την βούληση του νομικού προσώπου, εφόσον ανάγεται εντός του κύκλου των σκοπών του.

Συνεπώς, κατά λογική αναγκαιότητα θα πρέπει η παραπάνω διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του τεκμηρίου αθωότητας να μην περιορισθεί στην αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου, αλλά να επεκταθεί και στις ποινικής φύσεως διοικητικές υποθέσεις, σε περιπτώσεις που έχει κριθεί αμετακλήτως ότι η αποδιδόμενη παράβαση δεν τελέσθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου.

Ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου θα μπορεί τότε να ασκήσει παρέμβαση στη ανοιγείσα δίκη που αφορά το νομικό πρόσωπο και να προβάλει, μεταξύ άλλων[14], και το τεκμήριο αθωότητας στο πρόσωπό του. Έτσι θα αποφευχθούν άτοπα και ασύμβατα με το δίκαιο αποτελέσματα που οδηγούν περαιτέρω και σε ελλείμματα δικαστικής προστασίας.

Μαρία Κιτσάκη

ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου


Προηγούμενο      


[1] Μ.-Α. Κωστοπούλου, Το τεκμήριο αθωότητας (άρθ. 6 § 2 ΕΣΔΑ), ΕΣΔΑ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Λ.-Α. Σισιλιάνου, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σ. 253.

[2] ΣτΕ 1713-1714/2014, 2403/2015, 1992/2016 7μ., 2503/2016, 167-169/2017 7μ., 434/2017. Περισσότερα για το τεκμήριο αθωότητας βλ. αντί πολλών, Χ. Δετσαρίδη, Το τεκμήριο αθωότητας, η αρχή ne bis in idem και η εφαρμογή του άρθρου 5 § 2 ΚΔΔ, Μια νομική σχέση που πρέπει να εφαρμόζεται με ευρύτητα. ΔιΔικ 6/2020, σ. 913 επ., Κ. Σαμαρτζή, Η (μη) δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου της αποζημίωσης από αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και η ενότητα της έννομης τάξης-Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 156/2022, ΝοΒ Μάρτιος-Απρίλιος 2022, τ. 3, σ. 627 επ.

[3] Βλ. ΣτΕ 896/2021 σκ. 9, 175/2018, ΣτΕ Ολ. 4662/2012, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 94, 103 και 104, ΕΔΔΑ 18.10.2016, 21107/07, Alkasi κατά Τουρκίας, σκέψεις 25-28.

[4]Σκ. 14 της σχολιαζόμενης απόφασης. Βλ. και αρθρα 105106 ΕισΝΑΚ για την αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, πρέπει να έχει προέλθει από όργανο του Δημοσίου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.

[5] ΕΔΔΑ, Lagardère κατάΓαλλίας, αποφ. της 12 Απριλίου 2012, με την οποία κρίθηκε ότι το τεκμήριο αθωότητας του θανόντος επεκτείνεται στους κληρονόμους του, οι οποίοι είναι κατά νόμο υπόχρεοι αστικών αποζημιώσεων.

[6] ΕΔΔΑ, Fleischner κατά Γερμανίας, αποφ. της 3 Οκτωβρίου 2019, όπου εξετάσθηκε η φερόμενη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας σε διαδικασία αστικής αποζημίωσης που συνδεόταν εμμέσως προς την ποινική δίωξη η οποία είχε προηγηθεί και έπαυσε.

[7] Στο ισχύον ποινικό σύστημα, η συμπεριφορά του συμμετόχου ή του αυτουργού δεν έχουν ποινικό ενδιαφέρον αν δεν βεβαιώνεται ότι έχει τελεσθεί η κύρια άδικη πράξη, καθώς αυτές έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Πρβλ. ενδεικτικά ΑΠ 80/2021, ΑΠ 48/2020, AΠ 690/1996, Υπεράσπιση 1996, σ. 551. Βλ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εμβάθυνση στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008.

[8] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 164/2021219/2021 για το επεκτατικό αποτέλεσμα για αντικειμενικούς λόγους, όπως το μη αξιόποινο της πράξεως, το κατ’ ουσίαν ανύπαρκτο της κατηγορίας, όχι για λόγους που αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο.

[9] Υπό την έννοια του άρθρου 13 περ. α΄ του ΠΚ.

[10] ΕΔΔΑ αποφ. της 6.12.2007 Γιαννετάκη-Μεταφορική, ΣτΕ 479/20172002/2017479/2017, 3338/2013 κ.ά. 3968/2014, ΔΕφΙωαν 75/2022, ΔΠρΘεσ 9622/2019.

[11] ΣτΕ 175/2018, σκ 8.

[12]Βλ. ΔεφΙωαν 75/2022, ΔΠρΘεσ 9622/2019. Έτσι, όμως, προκαλείται ολοσχερώς έλλειμμα δικαστικής προστασίας, καθώς ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν δύναται να αποτρέψει την σε βάρος του δημιουργία δεδικασμένου (197 § 3 εδ. 3 ΚΔΔ) κατ’ άλλο τρόπο. Βλ. και υποσημ. 15 κατωτέρω.

[13] Πρβλ. ΟλΣτΕ 671 /2010 σκ. 6, 839, 840/2011, 1326/2013 σκ. 6, 708/2008, 2242/1997 κ.α.

[14] Ο νόμιμος εκπρόσωπος, εφόσον δεν καθίσταται υποκείμενο της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή κατά της πράξεως της φορολογικής αρχής με την οποία προσδιορίζεται ο οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος αλλά δύνανται, κατά τη σύμφωνη με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος ερμηνεία των άρθρων 217 § 1 και 219 § 1 ΚΔΔ, να ασκήσει ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποιήσεως, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η εκδοθείσα σε βάρος της εταιρείας ταμειακή βεβαίωση, και να προβάλει λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως του Δημοσίου, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της εταιρείας κατά της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξεως, (βλ. ΣτΕ 2267/2016, 844/2012, πρβλ. ΣτΕ 708/2008, 2712/2002).