ΣτΕ 1673/09, Γ΄τμ. ,ΠΝΟΕ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ Α.10 § 1 Σ, Απο το αρθ.10 παρ. 1 του Σ και το αρθ. 4παρ.1 και 27 του ΚΔΔ δεν γεννάται υποχρεώση της διοίκησης να εκδώσει εκτελεστή απάντηση επι αναφοράς πολίτη και άρα δεν διαπράττει πνοε εάν δεν απαντα

ΣΤΕ

Αριθμός 1673/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, του Αναπληρωτή Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων που είχαν κώλυμα, Π. Καρλή, Β. Καμπίτση, Σύμβουλοι, Μ. Πικραμένος, Στ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ’ Τμήματος
Για να δικάσει :
Α. την από 27 Iουνίου 2008 (Ε 4401/30.6.2008) αίτηση:
του Ιωάννη Σ. Στράγγα, κατοίκου Αθηνών, οδός Νικήτα αρ. 7, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 4925),
κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με τον Βασιλ. Καραγιώργο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η παράλειψη του Υπουργού Δικαιοσύνης να αποφανθεί επί της από 28.3.2008 αναφοράς του.
Β. την από 15 Σεπτεμβρίου 2008 (Ε 5567/16.9.2008) αίτηση :
του Ιωάννη Σ. Στράγγα, κατοίκου Αθηνών, οδός Νικήτα αρ. 7, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 4925),
κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με τον Βασιλ. Καραγιώργο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η παράλειψη του Υπουργού Δικαιοσύνης να αποφανθεί επί της από 28.3.2008 αναφοράς του.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Καρλή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή τους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή για την άσκηση των υπό κρίση αιτήσεων καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ΄αριθμ. 997689/2008 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου για την πρώτη με αριθμό καταθέσεως Ε: 4401/2008 και υπ΄αριθμ. 1043414/2008 ειδικό γραμμάτιo παραβόλου για την δεύτερη με αριθμό καταθέσεως Ε: 5567/2008).
2. Επειδή, με την πρώτη από τις αιτήσεις αυτές, οι οποίες είναι συνεκδικαστέες ως συναφείς, όπως η εν λόγω αίτηση συμπληρώθηκε με το από 14-11-2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της παραλείψεως του Υπουργού Δικαιοσύνης να αποφανθεί επί της από 28-3-2008 αναφοράς του αιτούντος, Καθηγητή του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, της συναγομένης με την πάροδο άπρακτης προθεσμίας τριάντα ή, άλλως, πενήντα ή εξήντα ημερών από την υποβολή της. Με την δεύτερη αίτηση ζητείται η ακύρωση της ίδιας ως άνω παραλείψεως του Υπουργού Δικαιοσύνης της συναγομένης από την πάροδο άπρακτης τρίμηνης προθεσμίας από την υποβολή της ανωτέρω αναφοράς.
3. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 10 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «1. Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο.2…3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 10 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του αναφέρεσθαι προς τις αρχές, δεν επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, χωρίς δηλαδή ειδική περί τούτου διάταξη νόμου, η υποχρέωση εκδόσεως εκτελεστών διοικητικών πράξεων επί υποβολής αναφοράς πολίτη (βλ. ΣτΕ 1242,333/2007 κ.ά.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 παρ.4 του π/δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄8) είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά παραλείψεως της διοικητικής αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, εφόσον ο νόμος επιβάλλει σ΄αυτήν την υποχρέωση να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως (βλ. ΣτΕ 1041/2004, 1391/1990 κ.ά.).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, με την από 28.3.2008 αναφορά του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, (αρ. πρωτ. Γραφείου Υπουργού: 1616/1-4-2008), εξέθεσε ότι, παρά το γεγονός ότι είχε υποβάλει προς τον Πρόεδρο του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτημα (υπ΄αριθμ. Π 6879/12-11-2007) για τον κατά προτίμηση προσδιορισμό δικασίμου τριών αιτήσεων ακυρώσεώς του (με αριθμούς καταθέσεως Ε: 7277-7279/9-11-2007) κατά της παραλείψεως του Παντείου Πανεπιστημίου να του αναθέσει διδακτικό έργο για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, προκειμένου να μην καταργηθούν οι δίκες λόγω λήξεως του ακαδημαϊκού έτους, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε σιωπηρώς δια του προσδιορισμού των υποθέσεών του, με την από 28-11-2007 πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του Γ΄ Τμήματος, κατά την δικάσιμο της 4-12-2008, από τον ορισμό της οποίας προέκυπτε κίνδυνος αφενός καταργήσεως των ανωτέρω δικών και αφετέρου αποδυναμώσεως του δικαιώματός του να ασκήσει παρόμοιες αιτήσεις για τα επόμενα ακαδημαϊκά έτη. Περαιτέρω, εξέθεσε ότι με μεταγενέστερη αίτησή του (υπ΄αριθμ. Π 7798/10-12-2007) ζήτησε από τον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Γ’ Τμήματος να επανεξετάσει το αίτημά του για τον κατά προτίμηση προσδιορισμό δικασίμου και να εκδώσει τροποποιητικές πράξεις, με τις οποίες να ορίζεται δικάσιμος για τις ανωτέρω τρεις αιτήσεις ακυρώσεως εντός του ακαδημαϊκού έτους 2007-2008, ενώ με άλλη αίτησή του (υπ΄αριθμ. Π 7854/13-12-2007) προς τον ως άνω Αναπληρωτή Πρόεδρο ζήτησε όπως τέταρτη αίτηση ακυρώσεώς του (με αριθμό καταθέσεως Ε: 7979/3-12-2007), σχετική με την μη ανάθεση της διδασκαλίας μαθήματος του Τμήματος Δημοσίας Διοικήσεως του Παντείου Πανεπιστημίου στο Γενικό Τμήμα Δικαίου για το ίδιο ακαδημαϊκό έτος, συνεκδικασθεί με τις ανωτέρω τρεις αιτήσεις ακυρώσεως και ορισθεί για όλες δικάσιμος εντός του ακαδημαϊκού έτους 2007-2008, πλην, όμως, και η τελευταία αυτή αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς, με την από 9-1-2008 πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του Γ΄ Τμήματος, με την οποία ορίσθηκε η αυτή ως άνω δικάσιμος (4-12-2008). Ακολούθως, ανέφερε ότι με αίτησή του (υπ΄αριθμ. Π.7995/18-12-2007) ζήτησε από τον Προϊστάμενο της Διευθύνσεως της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας βεβαίωση περί της ημερομηνίας κατά την οποία περιήλθε η αίτηση επανεξετάσεώς του στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Γ’ Τμήματος, επί της οποίας έλαβε την απάντηση ότι οι τρεις ανωτέρω αιτήσεις ακυρώσεως, στις οποίες αναφέρεται η αίτηση επανεξετάσεως, προσδιορίσθηκαν, με την από 19-11-2007 πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του Γ΄ Τμήματος για την δικάσιμο της 4-12-2008 με εισηγητή δικαστή Σύμβουλο και βοηθό εισηγητή, ενώ επί νέας αιτήσεώς του (υπ΄αριθμ. Π 219/11-1-2008) προς τον ίδιο ως άνω Προϊστάμενο, με την οποία ζητούσε και πάλι να πληροφορηθεί την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Γ’ Τμήματος η αίτηση επανεξετάσεώς του και να του γνωστοποιηθεί εγγράφως αν και με ποια αιτιολογία ο ως άνω Αναπληρωτής Πρόεδρος ή, άλλως, ο νόμιμος αναπληρωτής του αποφάσισε την αποδοχή ή απόρριψη του διαλαμβανομένου σ΄αυτήν αιτήματος, έλαβε την απάντηση (υπ΄αριθμ. Π 219/15-1-2008) ότι τέτοια στοιχεία δεν τηρούνται στο πληροφοριακό σύστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επικαλούμενος τον κίνδυνο ματαιώσεως του δικαιώματός του για δικαστική προστασία από το ενδεχόμενο καταργήσεως των ανωτέρω δικών κατά το άρθρο 32 παρ.2 π.δ.18/1989, λόγω του μη έγκαιρου προσδιορισμού δικασίμου για την εκδίκασή τους, ζήτησε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την εξασφάλιση επαρκούς, κατ’ ουσίαν, πληροφορήσεώς του αναφορικά: ι) με το ερώτημά του περί της ημερομηνίας κατά την οποία περιήλθε στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Γ’ Τμήματος ή, άλλως, στον νόμιμο αναπληρωτή του το αίτημα για επανεξέταση της ορισθείσης δικασίμου και ιι) με το ερώτημά του αν και με ποια αιτιολογία ο Αναπληρωτής Πρόεδρος ή, άλλως, ο νόμιμος αναπληρωτής του έλαβε απόφαση περί αποδοχής ή απορρίψεως του αιτήματός του, καθώς και να προβεί σε όλες τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για την απόδοση ενδεχόμενων πειθαρχικών ευθυνών σε δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου: α) να μπορέσει να τεκμηριώσει πλήρως τον ισχυρισμό, τον οποίο προτίθεται να προβάλει κατά την εκδίκαση των ανωτέρω τεσσάρων αιτήσεων ακυρώσεως, ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 πρέπει να τύχει συσταλτικής ερμηνείας, δηλαδή να εκληφθεί ως έχουσα το νόημα ότι η δίκη καταργείται εάν έως την πρώτη συζήτηση η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να ισχύει για οποιονδήποτε λόγο μη σχετιζόμενο με πταίσμα δικαστικού λειτουργού ή δικαστικού υπαλλήλου του Δικαστηρίου, χωρίς την ανάγκη επικλήσεως και αποδείξεως ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος, και β) να ασκήσει αγωγή κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών ή δικαστικών υπαλλήλων του Δικαστηρίου σε περίπτωση που ο προαναφερθείς ισχυρισμός και οι επικουρικώς προβληθησόμενοι λόγοι ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ήδη, με τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αιτήσεις, ζητείται η ακύρωση της παραλείψεως του Υπουργού Δικαιοσύνης να αποφανθεί επί της ανωτέρω αναφοράς του αιτούντος. Μετά την άσκηση των υπό κρίση αιτήσεων, με το υπ’ αριθμ. 1616/29-9-2008 έγγραφο του Διευθυντή του Γραφείου του Υπουργού Δικαιοσύνης, που κοινοποιήθηκε στον αιτούντα, διαβιβάσθηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας η από 28-3-2008 αναφορά του αιτούντος με την παράκληση να προβεί «στην κατ’ αρμοδιότητα έρευνα του αιτήματος» ενημερώνοντας το Γραφείο Υπουργού και τον ενδιαφερόμενο. Εξάλλου, στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. οικ 113370/23-10-2008 έγγραφο των απόψεων της Α΄ Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς το Δικαστήριο αναφέρεται ότι δεν υπήρξε θετική απάντηση του Υπουργού Δικαιοσύνης επί της υποβληθείσης αναφοράς του αιτούντος, «διότι τυχόν θετική απάντηση επί του περιεχομένου της, θα σήμαινε ανεπίτρεπτη παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στην λειτουργία της Δικαιοσύνης, αρχή η οποία απορρέει από το Σύνταγμα».
5. Επειδή, ο κοινός νομοθέτης, κινούμενος στα πλαίσια των άρθρων 26 παρ.3 και 87 του Συντάγματος, δεν έχει καταστήσει τον Υπουργό Δικαιοσύνης αρμόδιο να παρέχει πληροφορίες σχετικές με τον προσδιορισμό της δικασίμου εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεων διά της εκδόσεως εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Τούτο δε δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του άρθρου 10 του Συντάγματος, με τις οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, δεν επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση, χωρίς ειδική διάταξη νόμου, η υποχρέωση εκδόσεως εκτελεστών διοικητικών πράξεων επί αναφοράς του ενδιαφερομένου. Ούτε δύναται να συναχθεί αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης να παράσχει τις ανωτέρω ζητηθείσες πληροφορίες, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αιτών, από την εν γένει εποπτεία την οποία αυτός ασκεί επί της Δικαιοσύνης, ειδικότερα δε από τον συνδυασμό των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 (περί της συγκροτήσεως της Κυβερνήσεως), 90 παρ. 3 και 4 (περί της διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης με την κρίση ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου επί θεμάτων υπηρεσιακής καταστάσεως δικαστικών λειτουργών), 91 παρ. 1 (περί εγέρσεως πειθαρχικής αγωγής κατά δικαστικών λειτουργών εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης), καθώς και των διατάξεων του άρθρου 48 του π.δ/τος 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» – Α’ 98 – (περί του τίτλου και της τάξης των υπουργείων) και του άρθρου 5 παρ.1 του π.δ/τος 36/2000 « Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης -Α΄29- (περί της διαρθρώσεως και των αρμοδιοτήτων της Διευθύνσεως Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών). Ως εκ τούτου, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να προκύψει παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας της Διοικήσεως κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 45 παρ.4 του π.δ/τος 18/1989, ή των άρθρων 4 παρ. 1 και 27 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄45) ή των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ.1 και 2 του ν.δ. 796/1971 «περί της ασκήσεως του κατά το άρθρον 20 του Συντάγματος δικαιώματος του αναφέρεσθαι» (Α΄1), αναφορικά με το διαλαμβανόμενο στην ανωτέρω αναφορά αίτημα πληροφορήσεως του αιτούντος σχετικά με τον προσδιορισμό της δικασίμου εκκρεμών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υποθέσεών του, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται.
6. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 91 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α’ 35) ορίζεται ότι: «1. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ή συμπεριφορά εν γένει του δικαστικού λειτουργού εντός ή εκτός υπηρεσίας, εφ` όσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμα του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης. 2. Οι ειδικότερες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάστασή τους ως δικαστικών λειτουργών. 3. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού συνιστούν ιδίως: α)…θ)…». Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 99 του ίδιου νομοθετήματος ορίζεται ότι: «1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι: α) ο Υπουργός της Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, β)…. 2. Ο αρμόδιος να ασκήσει τη δίωξη, όταν λάβει με οποιοδήποτε τρόπο γνώση ότι τελέστηκε από δικαστικό λειτουργό πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν πειθαρχικό παράπτωμα, υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική αγωγή, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 4. 3. Αν τα στοιχεία που προέρχονται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και όσα συλλέγει ο ίδιος δεν πιθανολογούν την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δε συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. 4. Αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας ….5…6…7…8… 9. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης έχει το δικαίωμα να ενεργεί αμέσως προκαταρκτική εξέταση. Η προκαταρκτική εξέταση είναι άτυπη και ενεργείται είτε από τον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής αγωγής είτε, με εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό ανώτερο κατά βαθμό από εκείνον που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. 10. Εκείνος που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση οφείλει να ζητήσει προφορικές ή έγγραφες εξηγήσεις από αυτόν που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. …. Για την προκαταρκτική εξέταση συντάσσεται έκθεση της οποίας το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο. 11. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν από την προκαταρκτική εξέταση καταλήξει στην κρίση ότι δεν συντρέχει λόγος να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη που κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. 12….». Περαιτέρω, στο άρθρο 104 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000, Α’ 67), ορίζονται τα εξής: «1. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, ..2…3…4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου. 5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου,… μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες. Την ίδια παραγγελία μπορούν να απευθύνουν και τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.». Στο δε άρθρο 114 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι : «1. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής, συντάσσει πειθαρχική αγωγή. 2….».
7. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης είναι αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως κατά δικαστικού λειτουργού ή δικαστικού υπαλλήλου, δεν είναι όμως άνευ ετέρου υποχρεωμένος, μετά από σχετική αναφορά, να ασκήσει πειθαρχική δίωξη αλλά μόνο αν διαπιστώσει ότι πράγματι τελέστηκε από δικαστικό λειτουργό πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα και δεν οφείλεται σε ελαφρά αμέλειά του ή αν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο. Συνεπώς, η πάροδος άπρακτης τρίμηνης προθεσμίας, ή οποιασδήποτε άλλης από τις προθεσμίες που επικαλείται ο αιτών δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της Διοικήσεως προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως αναφορικά με το διαλαμβανόμενο στην αναφορά του αιτούντος «παρεπόμενο» αίτημα για απόδοση των ενδεχόμενων πειθαρχικών ευθυνών κατά δικαστικών λειτουργών ή δικαστικών υπαλλήλων του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον από τις ανωτέρω εκτεθείσες διατάξεις δεν προκύπτει σχετική υποχρέωση του Υπουργού Δικαιοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 168/1956). Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενο το προαναφερθέν υπ΄αριθμ. 1616/29-9-2008 έγγραφο του Διευθυντή του Γραφείου του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, που κοινοποιήθηκε στον αιτούντα, διότι το έγγραφο αυτό στερείται εκτελεστότητας.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δι΄ υπομνημάτων και κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση υποβληθέν από τον αιτούντα αίτημα να αναβληθεί η εκδίκαση των υποθέσεών του μέχρις ότου υπάρξει «πόρισμα» του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αναφερομένων στο υπ’ αριθμ. 1616/29-9-2008 έγγραφο του Διευθυντή του Γραφείου του Υπουργού Δικαιοσύνης, πρέπει να απορριφθεί.
9. Επειδή, συνεπώς, οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αιτήσεις ακυρώσεως κατά της παραλείψεως του Υπουργού Δικαιοσύνης α) να αποφανθεί επί της από 28-3-2008 αναφοράς του αιτούντος προκειμένου να μη ματαιωθεί το δικαίωμά του για παροχή δικαστικής προστασίας από το ενδεχόμενο καταργήσεως της δίκης επί των αιτήσεών του περί ακυρώσεως της παραλείψεως του Παντείου Πανεπιστημίου να του αναθέσει διδακτικό έργο κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 (η επί των οποίων δίκη συνεχίζεται, όπως ήδη κρίθηκε με οριστική διάταξη της υπ’ αριθμ. 1672/2009 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας) και β) να ασκήσει πειθαρχική δίωξη, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Συνεκδικάζει τις αιτήσεις ακυρώσεως και τις απορρίπτει.
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων για τις αιτήσεις αυτές παραβόλων. Και
Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2009
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος      Η Γραμματέας του Γ’ Τμήματος