Αριθμός 2168/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Οκτωβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Α. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Σ.-Κ. Μαρκάτης, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Σ. Κτιστάκη, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28 Νοεμβρίου 2008 αίτηση:
των: 1) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Bungalows Ακτή Κάτια, Π. και Κ. Μπλάνης και Σία Ο.Ε.», που εδρεύει στη Μυτιλήνη (περιοχή Κράτηγος), 2) Ευστρατίου Μπλάνη, κατοίκου Μυτιλήνης και 3) Αικατερίνης Κατσικαδέλλη, κατοίκου Κρατήγου Μυτιλήνης (Αγία Μαρίνα), οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Μαρία Καΐλα (Α.Μ. 26612), που τη διόρισαν στο ακροατήριο και η οποία δήλωσε ότι διορθώνει την επωνυμία της εταιρείας, με διαγραφή των λέξεων «& ΣΙΑ», στο ορθό «Bungalows Ακτή Κάτια Π. και Κ. Μπλάνης Ο.Ε.».
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και ήδη Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Σ. Καλαμπαλίκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Μαρίας Στεφανάκη, κατοίκου Μυτιλήνης (Κώστα Βάρναλη 3), 3) Ανδρονίκης Γέρου, κατοίκου Μυτιλήνης (Αριστείδου Δελή 7) και 4) Γεωργίου Μάρκου, ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι του: α) Ευθυμία Μάρκου-Τζανή, β) Σοφία Μάρκου του Γεωργίου και γ) Δήμητρα Μάρκου του Γεωργίου, οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1173/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή με την κρινομένη αίτηση για την οποία κατεβλήθη το κατά νόμον παράβολο (ειδικά δελτία υπ΄ αριθμ. 1003592 και 1003593 έτους 2008), ζητείται η αναίρεση της 1173/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απερρίφθη έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 25/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Με την εν λόγω απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου είχε απορριφθή αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία εζητείτο, να υποχρεωθούν το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και οι λοιποί εναγόμενοι (ήδη αναιρεσίβλητοι), εκ των οποίων οι δεύτερη και τρίτη ήσαν υπάλληλοι της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, ο δε τέταρτος συμβολαιογράφος (ήδη αποβιώσας, ως προς τον οποίον την δίκη συνέχισαν ενώπιον του Εφετείου οι κληρονόμοι του) να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον, ποσό 1.603.815 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν εξ αιτίας παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των δεύτερης τρίτης και τετάρτου εξ αυτών κατά την διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος των αναιρεσειόντων, στο πλαίσιο της οποίας οι ανωτέρω ενήργησαν, όπως προβάλλουν οι ήδη αναιρεσείοντες, κατ΄ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας που τους είχε ανατεθή από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο.
2. Επειδή η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της 7μελούς συνθέσεως του Τμήματος, κατόπιν παραπομπής της λόγω σπουδαιότητος τεθέντος ζητήματος με την 1047/2016 απόφαση του Τμήματος υπό 5μελή σύνθεση, αντίγραφα της οποίας έχουν νομίμως κοινοποιηθή προς τους διαδίκους.
3. Επειδή η κρινομένη αίτηση ασκείται απαραδέκτως, καθ΄ ό μέρος στρέφεται κατά των δευτέρας, τρίτης, τετάρτης και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων, δηλ. των Μαρίας συζ. Δ. Στεφανάκη και Ανδρονίκης συζ. Θ. Γέρου, υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης και των Ευθυμίας Μάρκου, Σοφίας Μάρκου και Δήμητρας Μάρκου, διότι με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η έφεση των αναιρεσειόντων εκρίθη απαράδεκτη, κατά το μέρος που εστρέφετο κατά των ως άνω προσώπων, κριθέντος ότι αυτοί δεν διετέλεσαν αντίδικοι των εκκαλούντων, κατά την πρωτόδικη δίκη, δεδομένου ότι, ως προς αυτούς, η αγωγή των αναιρεσειόντων είχε απορριφθή πρωτοδίκως ως απαράδεκτη, με την έφεση δε των αναιρεσειόντων δεν προεβάλλετο ισχυρισμός ως προς το κεφάλαιο αυτό της πρωτοδίκου αποφάσεως. Η κρίση δε αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν πλήσσεται με την κρινομένη αίτηση. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό η αίτηση είναι απορριπτέα. Εξ άλλου, για τον λόγο αυτό, έχει ήδη διαταχθή με οριστική κρίση της ως άνω 1047/2016 αποφάσεως του Τμήματος υπό 5μελή σύνθεση, η αποβολή των Ευθυμίας Μάρκου, Σοφίας Μάρκου και Δήμητρας Μάρκου από την δίκη.
4. Επειδή στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζεται: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής πράξεως ή από την μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων ενεργειών αυτών, εφ΄ όσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό σφάλμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Κατά την έννοια, επίσης, των ιδίων διατάξεων, ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις, που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως. Το δημόσιο δε υποχρεούται να αποκαταστήση κάθε θετική ή αποθετική ζημία, ενώ τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατά το άρθρο 932ΑΚ (ΣτΕ3839/2012). Εξ άλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενεργείας ή παραλείψεως υλικής ενεργείας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία. Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη απετέλεσε ή δεν απετέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με την ζημία ευρίσκεται η δεν ευρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγομένη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. (ΣτΕ 4100, 3839/2012 κ. ά.).
5. Επειδή, εξ άλλου, όπως έχει κριθή (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.), το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότης ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους. Περαιτέρω, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως έχει ευθεία εφαρμογή στην περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθετήσεως αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητος). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφ’ όσον δε το Σύνταγμα, κατά την προηγούμενη σκέψη, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη. Κατά την ειδικώτερη δε γνώμη της συμβούλου Ο. Ζύγουρα, περίπτωση αστικής ευθύνης του κράτους δύναται να θεμελιωθή, σε περίπτωση ζημίας τρίτου συνεπεία προδήλου σφάλματος ενεργείας οργάνου εντεταγμένου στη δικαστική εξουσία, στις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, ερμηνευομένου υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ και εφαρμοζομένου, στις περιπτώσεις αυτές, αναλόγως, εφ΄ όσον δεν προβλέπονται ένδικα βοηθήματα ή μέσα, με τα οποία να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο επαρκής δικαστική προστασία.
6. Επειδή, κατά το άρθρο 1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ν. 670/1977 «Περί Κώδικος Συμβολαιογράφων» (φ. 232 τ. Α΄): «1. Ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, καθήκον έχων: α) Να συντάσση και να φυλάσση έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά των δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων, οσάκις η σύνταξις των είναι υποχρεωτική κατά νόμον ή οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν εις ταύτα κύρος δημοσίου εγγράφου. β) Να εκδίδη απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων τούτων. γ) Να θεωρή τα εις αυτόν και επί σκοπώ αποκτήσεως βεβαίας χρονολογίας προσκομιζόμενα ιδιωτικά έγγραφα. δ) Να ενεργή πάσαν άλλην πράξιν ανατεθειμένην εις αυτόν υπό του νόμου, ως και πάσαν πράξιν συναφή προς την άσκησιν των έργων αυτού. 2. …», κατά το άρθρον 4 «1. Ο Συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου εντός της οποίας εδρεύει. 2. …», κατά δε το άρθρο 5 του ιδίου νόμου: «Ο Συμβολαιογράφος οφείλει να απέχη της συντάξεως πράξεων αντικειμένων εις τον νόμον ή τα χρηστά ήθη. 2. Ο Συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνειδήτως και αμερολήπτως. Οφείλει να επεξηγή εις τους δικαιοπρακτούντας τας δια του συντασσομένου εγγράφου αναλαμβανομένας παρ΄ αυτών υποχρεώσεις και να διαπιστώνη ότι ούτοι τελούν εν γνώσει αυτών και των αποτελεσμάτων της υπό κατάρτισιν πράξεως.». Εις το άρθρο 39 του ιδίου Κώδικος προβλέπεται: «1. Πάσα υπαίτιος και καταλογιστή πράξις ή συμπεριφορά εν γένει του Συμβολαιογράφου αντικειμένη προς τας εκ των κειμένων διατάξεων υποχρεώσεις ή ούσα ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα αυτού συνιστά πειθαρχικόν αδίκημα τιμωρούμενον κατά τας διατάξεις του παρόντος. 2. Αι υποχρεώσεις των Συμβολαιογράφων προσδιορίζονται υπό των γενικών και ειδικών διατάξεων των αναφερομένων εις την άσκησιν του λειτουργήματός των, …», εις το άρθρον 40 ότι: «Πειθαρχικά αδικήματα των συμβολαιογράφων αποτελούν: α) Πάσα παράβασις των υπό του νόμου και λοιπών κανονιστικών διατάξεων ή εγκυκλίων διαταγών επιβαλλομένων εις αυτούς καθηκόντων ή απαγγελλομένων απαγορεύσεων των συνδεομένων προς την υπηρεσιακήν κατάστασιν αυτών. β) Πάσα παράβασις των υπό του νόμου και λοιπών κανονιστικών διατάξεων επιβαλλομένων κανόνων περί ασκήσεως του λειτουργήματος των και των συναφών προς τούτο υπηρεσιακών ενεργειών. γ) … δ) Πάσα εν υπηρεσία μη αξιοπρεπής ή ασυμβίβαστος προς την ιδιότητα του Συμβολαιογράφου ως αμίσθου δικαστικού λειτουργού ενέργεια ή συμπεριφορά ήτις καταρρίπτει το κύρος αυτού ή θίγει το γόητρον του Σώματος» και εις το άρθρον 59 «Αυτοτέλεια πειθαρχικής δίκης. 1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος πάσης άλλης. 2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχικήν, Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται πάντως, εν όψει των συνθηκών της κρινομένης υποθέσεως, να διατάξη την αναστολήν μέχρι πέρατος της ποινικής δίκης. 3. Αι εν τη αμετακλήτω αποφάσει ποινικού δικαστηρίου ή βουλεύματι διαπιστώσεις περί της υπάρξεως ή ανυπαρξίας πραγματικών γεγονότων λαμβάνονται υπ΄ όψιν εν τη πειθαρχική δίκη ως εν τη ποινική 4. …».
7. Επειδή, εξ άλλου, στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζονται τα εξής: «΄Αρθρο 904. 1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου. 2. Εκτελεστοί τίτλοι είναι: α) οι τελεσίδικες αποφάσεις, καθώς και οι αποφάσεις κάθε ελληνικού δικαστηρίου που κηρύχθηκαν προσωρινά εκτελεστές, β) … γ) τα πρακτικά ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν συμβιβασμό ή προσδιορισμό δικαστικών εξόδων, δ) … ε) οι διαταγές πληρωμής … που εκδίδουν Έλληνες δικαστές, στ) … ζ) οι διαταγές και πράξεις που αναγνωρίζονται από το νόμο ως τίτλοι εκτελεστοί. … Άρθρο 927. Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή και ορίζει τον τρόπο και αν είναι δυνατό και τα αντικείμενα επάνω στα οποία θα γίνει η εκτέλεση. Αν πρόκειται για κατάσχεση, ορίζει ως υπάλληλο του πλειστηριασμού ένα συμβολαιογράφο της περιφέρειας του τόπου όπου θα γίνει η κατάσχεση. Η εντολή πρέπει να χρονολογείται και να υπογράφεται από το δικαιούχο ή τον πληρεξούσιό του. Η εντολή δίνει την εξουσία να ενεργηθούν όλες οι πράξεις της εκτέλεσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σ΄ αυτήν. … Άρθρο 959. 1. Τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται δημόσια ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. 2. … Άρθρο 969. 1. Ο πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση. Όποιος υπερθεματίζει δεσμεύεται ώσπου να γίνει καλύτερη προσφορά ή ώσπου να ματαιωθεί η κατακύρωση. 2. Έως την κατακύρωση εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει δικαίωμα να εξοφλήσει τα έξοδα και τις απαιτήσεις εκείνου που την επισπεύδει και των άλλων δανειστών που έχουν τίτλο εκτελεστό και αναγγέλθηκαν, και να αναλάβει τα πράγματα που εκπλειστηριάζονται. Εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ενεχυριάζει τα πράγματα που πλειστηριάζονται για να βρεί τα μέσα να εξοφλήσει την απαίτηση και να πληρώσει τα έξοδα. 3. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι υποχρεωμένος να τον ενεργήσει, εκτός αν συμφωνούν στη ματαίωση του ο επισπεύδων την εκτέλεση και όλοι οι αναγγελμένοι δανειστές που έχουν καταθέσει εκτελεστό τίτλο. … Άρθρο 998. 1. Το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται δημόσια ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. 2. … Άρθρο 1002. 1. Ο πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση. Ο υπερθεματιστής δεσμεύεται ώσπου να γίνει καλύτερη προσφορά ή ώσπου να ματαιωθεί η κατακύρωση. 2. Έως την κατακύρωση εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει δικαίωμα να εξοφλήσει τις απαιτήσεις εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, καθώς και τα έξοδα. Στην περίπτωση αυτή ο πλειστηριασμός ματαιώνεται και αίρεται η κατάσχεση. 3. Η παρ. 3 του άρθρου 969 εφαρμόζεται και εδώ.». Περαιτέρω, στο άρθρο 1003 ΚπολΔ ορίζεται: «1. Το ακίνητο που πλειστηριάζεται κατακυρώνεται σε εκείνον που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή κατ΄ εφαρμογή των §§ 1 και 2 του άρθρου 965. 2. …», στο άρθρο 1005 ΚπολΔ ότι: «1. Από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλλει το πλειστηρίασμα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση, και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. 2. Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός. …», στο άρθρο 1006 ότι: «1. Αν ο υπερθεματιστής καταβάλει αμέσως το πλειστηρίασμα και είναι αυτό αρκετό για να ικανοποιηθή εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 971. 2. … 3. Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, εφαρμόζονται τα άρθρα 974, 979, 980 και 1007. 4. Αν η απαίτηση του δανειστή που αναγγέλλεται στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό, η αναγγελία έχει τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση, εφόσον επιδοθεί και στον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο και αφότου αυτό σημειωθεί στο περιθώριο της εγγραφής της κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης του άρθρου 973 §§ 2 και 3 για τη δήλωση ότι άλλος δανειστής επισπεύδει τον πλειστηριασμό, πρέπει να επιδοθεί μέσα σε πέντε μέρες από την ημέρα που έγινε η δήλωση στον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο και αυτό να σημειωθεί στο περιθώριο της εγγραφής της κατάσχεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα.» και στο άρθρο 1010 ότι: «Η ανακοπή για την ακύρωση πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού ακινήτου είναι απαράδεκτη, αν δεν εγγραφεί στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή της. Σε αυτή την περίπτωση επιτρέπεται νέα ανακοπή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934».
8. Επειδή, περαιτέρω, στον ΚΠολΔ ορίζονται και τα εξής: «Άρθρο 933. 1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. 2. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την έκδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, … 3. … Άρθρο 934. 1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα, ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί, και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την επιταγή πράξη είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση και τελευταία η σύνταξη έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης. 3. … Άρθρο 938. 1. Με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης … αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. … 2. … 3. … Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. 4. … Άρθρο 939. 1. Η απόφαση που διατάζει να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση ή απόσπασμα της γνωστοποιείται στα εκτελεστικά όργανα με επιμέλεια των διαδίκων ή της γραμματείας του δικαστηρίου. Σε επείγουσες περιπτώσεις η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει από το δικαστήριο με υπηρεσιακό τηλεγράφημα ή και προφορικά, αφού το όργανο της εκτέλεσης κληθεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για να του γίνει η γνωστοποίηση και αυτό βεβαιωθεί με απλή σημείωση πάνω στην απόφαση της αναστολής. 2. … Άρθρο 940. 1. Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημιές που προξενήθηκαν από την εκτέλεση, μόνο αν αυτός ήξερε ή αγνοούσε από βαριά αμέλεια ότι το δικαίωμα δεν υπήρχε. 2. … 3. Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημιές που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα».
9. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 73 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (ΕισΝ ΚΠολΔ) ορίζεται: «1. Αγωγή κακοδικίας κατά…, συμβολαιογράφου, …, υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚπολΔ, πολυμελές πρωτοδικείο, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία. 2. … 4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις. 5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. 6. …».
10. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1005 παρ. 1, 1017 παρ. 2 ΚπολΔ και 192, 199, 513, 1198 ΑΚ προκύπτει ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση πωλήσεως, η οποία διενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση. Στην εν λόγω σύμβαση λογίζεται ως πωλητής ο επισπεύδων δανειστής και ως αγοραστής ο υπερθεματιστής, η δε πολιτεία εκπροσωπείται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που ενεργεί ως δημόσιο όργανο μετά την αίτηση παροχής εννόμου προστασίας, με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 255/2009, πρβλ. ΑΠ 1085/2013), του δανειστή που επισπεύδει τον πλειστηριασμό για το συμφέρον του, αλλά ακόμη και προς το συμφέρον όλων των δανειστών που πρόκειται να συμμετάσχουν στη διανομή του πλειστηριάσματος. Περαιτέρω, οι διατάξεις για τον πλειστηριασμό είναι κατά κανόνα δημοσίας τάξεως, αποβλέπουν δε στην παροχή εννόμου προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως, μετά από στάθμιση των συμφερόντων των δανειστών που δεν εισέπραξαν την απαίτησή τους, του οφειλέτη στον οποίο ανήκει το πλειστηριαζόμενο πράγμα και του υπερθεματιστή, ο οποίος μετέχει στην διαδικασία του πλειστηριασμού (ΑΠ 255/2009, πρβλ. ΑΠ 190/1992).
11. Επειδή, όπως έχει κριθή (ΣτΕ 959/2015 Ολ.), οι συμβολαιογράφοι ασκούν δημόσιο λειτούργημα, υπό την έννοια ότι λόγω του εμπιστευτικού του χαρακτήρα και της από απόψεως δημοσίου συμφέροντος σπουδαιότητάς του υπόκειται σε έντονη κανονιστική ρύθμιση, η οποία αφορά τόσο στην πρόσβαση όσο και στην άσκησή του, εντός, όμως, των ορίων της αρμοδιότητάς τους αυτοί διαθέτουν επαγγελματική ελευθερία και ασκούν το επάγγελμά τους υπό όρους ανταγωνισμού, επιλέγονται από τους πελάτες τους ελεύθερα, συνδέονται με αυτούς με σχέση εντολής, ευθύνονται προσωπικώς έναντι αυτών και αμείβονται με ιδιωτικές αμοιβές. Εξ άλλου, τα ανατιθέμενα στους συμβολαιογράφους καθήκοντα στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία ενεργείται βάσει εκτελεστών τίτλων, που είναι, κατά κανόνα, αποφάσεις ή πράξεις δικαστηρίων (βλ. άρθρο 904 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), ασκούνται υπό την εποπτεία του δικαστή, ο οποίος αποφαίνεται επί των αντιρρήσεων κατά των πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως κατά τα άρθρα 933 επ. του ΚΠολΔ και συνδέονται, συνεπώς, με την απονομή της δικαιοσύνης. Εν όψει των ανωτέρω, οι συμβολαιογράφοι, ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ενεργούν, ως δημόσια όργανα (βλ. σκ. 9) και, συγκεκριμένα, ως όργανα εντεταγμένα στην δικαστική λειτουργία, ως πρόσωπα, δηλαδή, βοηθητικά κατά την παροχή δικαστικής προστασίας. Επομένως, συμφώνως προς τα ανωτέρω εκτεθέντα στη σκέψη 4, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογήσε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των συμβολαιογράφων, όταν ενεργούν ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία (ζημία) μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο -εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως- σφάλμα τουςκαι εφ΄ όσον έχουν εξαντληθή από τον ζημιωθέντα τα παρεχόμενα από την νομοθεσία ένδικα μέσα και βοηθήματα προς προστασία των συμφερόντων του στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τούτο δε, ανεξαρτήτως της προβλέψεως, κατά τα ανωτέρω, στο άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ της ασκήσεως αγωγής κακοδικίας (ανωτ. σκ. 8), για την οποία απαιτείται συνδρομή δόλου ή βαρείας αμελείας του συμβολαιογράφου.
12. Επειδή εν προκειμένω από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ Α.Ε.), έχοντας κατά των εκκαλούντων – ήδη αναιρεσειόντων απαίτηση ύψους 73.503.749 δραχμών, προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση μιας ξενοδοχειακής μονάδος Β΄ τάξεως, συνιδιοκτησίας των, κειμένης επί αγροκτήματος, που βρίσκεται στη θέση «Κράτηγος» της κτηματικής περιφερείας Αγίας Μαρίνας Λέσβου. Κατόπιν εντολής της ανωτέρω εταιρείας, με το 11910/1996 πρόγραμμα δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Γεωργίου Μάρκου ορίσθηκε ημέρα πλειστηριασμού του ανωτέρω ακινήτου η 10-7-1996, πλην, όμως, ο πλειστηριασμός δεν πραγματοποιήθηκε. Στη συνέχεια, πάντα με επίσπευση της Τραπέζης, ο πλειστηριασμός ορίσθηκε να διεξαχθή στις 24-7-1996, οπότε εματαιώθη, λόγω διορθώσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, ως προς την αξία του υπό εκπλειστηρίαση ακινήτου. Στις 5-3-1997 ο πλειστηριασμός εματαιώθη πάλι λόγω καταβολής εκ μέρους των καθ΄ ών η εκτέλεση μέρους της οφειλής. Ακολούθως, έλαβε χώρα επαναπλειστηριασμός, στις 12-11-1997 και 21-1-1998, ματαιωθείς ελλείψει πλειοδότη, και τελικώς επανελήφθη στις 10-6-1998 με τιμή πρώτης προσφοράς 120.000.000 δρχ.. Στον πλειστηριασμό αυτό είχε αναγγελθή και το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, για απαίτησή του κατά της εκκαλούσης – ήδη αναιρεσειούσης Αικατερίνης Κατσικαδέλλη, ύψους 65.316 δρχ., με την με αριθμό 4942/48/10-7-1996 αναγγελία, που επεδόθη στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Γεώργιο Μάρκου, στις 10-7-1996 και ενεγράφη στον τόμο 8 και με αριθμό 145 των βιβλίων κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Μυτιλήνης, στις 18-7-1996, υπήρχε δε εγγεγραμμένη μέχρι τις 11-2-1999 (σχετικό το από 11-2-1999 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Μυτιλήνης). Στις 10-6-1998 διενεργήθηκε στο Κοινοτικό Κατάστημα της Αγίας Μαρίνας ο επισπευδόμενος από την ανωτέρω Τράπεζα πλειστηριασμός και εκπλειστηριάσθηκε το προαναφερθέν ακίνητο αντί επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος 153.100.000 δραχμών. Κατά την διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού δεν παρευρίσκοντο οι οφειλέτες. Στις 9-6-1998 η ως άνω Αικ. Κατσικαδέλλη είχε ζητήσει από τον υποδιευθυντή της ΕΤΒΑ Α.Ε. την αναστολή του πλειστηριασμού. Την ημέρα δε του πλειστηριασμού, στις 10-6-1998, η επισπεύδουσα Τράπεζα ζήτησε προφορικά από τον ανωτέρω υπάλληλο του πλειστηριασμού, δια του υπαλλήλου της Ιωάννη Αλεξίου, την ματαίωσή του, εντολή που επανέλαβε με σχετικό Fax, το οποίο απέστειλε στις 14:16 της ιδίας ημέρας. Ο υπάλληλος, όμως, του πλειστηριασμού συνέχισε τον πλειστηριασμό, ο οποίος είχε αρχίσει στις 12:00 μ.μ. και ανεδείχθη τελικός υπερθεματιστής ο ένας από τους τρεις πλειοδότες, στον οποίο κατεκυρώθη η εκπλειστηριασθείσα ξενοδοχειακή μονάς, αντί του ποσού των 153.100.000 δρχ.. Στη συνέχεια, τον μήνα Νοέμβριο του έτους 1998, ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού προσήλθε στην Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης και με βάση την με αριθ. 4942/48/10-7-1996 αναγγελία του Δημοσίου κατά της Αικατερίνης Κατσικαδέλλη, για το με αριθ. 11910/1996 πρόγραμμα πλειστηριασμού της ίδιας ξενοδοχειακής μονάδας ζήτησε από την Προϊσταμένη του αρμοδίου τμήματος να μάθει για ποιο ποσό ίσχυσε η ανωτέρω αναγγελία προκειμένου να κατατάξει ορθά το Ελληνικό Δημόσιο, στον Πίνακα δανειστών. Μετά από έρευνα των αρμοδίων υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης Μαρίας Στεφανάκη και Ανδρονίκης Γέρου στο αρχείο της υπηρεσίας, έγινε η εξής επισημείωση στον Πίνακα Χρεών (επόμενη σελίδα της ανωτέρω αναγγελίας). «Η παρούσα αναγγελία εξακολουθεί να ισχύει για ποσό δρχ. 25.000 με ημερομηνία 15-6-1998 (υπογραφή – σφραγίδα)». Το χρέος, όμως, αυτό, όπως προέκυψε, εβεβαιώθη μετά τον πλειστηριασμό της 10ης-6-1998, ήτοι στις 11-11-1998. Με αγωγή τους οι ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού, ενώ έλαβε εγκαίρως προφορική και έγγραφη εντολή από την επισπεύδουσα Τράπεζα να μην προβεί στον πλειστηριασμό, καθ΄ όσον αυτή, ως η μοναδική δανείστρια -δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλος αναγγελθείς δανειστής – και οι οφειλέτες είχαν συμφωνήσει για την ματαίωσή του, εν τούτοις, προχώρησε την διαδικασία του πλειστηριασμού και το αποτέλεσμα αυτής της παράνομης ενέργειας ήταν να ζημιωθούν αυτοί, λόγω της απώλειας της ξενοδοχειακής τους μονάδος. Ακόμη, υπεστήριξαν ότι από βαρεία αμέλεια των προαναφερομένων υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης: α) εχορηγήθη στον ανωτέρω συμβολαιογράφο η από 15-6-1998 βεβαίωση που εμφάνιζε το Δημόσιο ως αναγγελθέντα δανειστή στον πλειστηριασμό του ακινήτου τους, στις 10-6-1998, για οφειλή προς το Δημόσιο της τρίτης εκκαλούσης – ήδη αναιρεσειούσης ύψους 25.216 δρχ., η οποία (οφειλή), όμως, δεν υπήρχε κατά την ημέρα διενεργείας του πλειστηριασμού, όπως βεβαιώνεται στην με αριθ. 1363/2-3-1999 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ., η οποία επεδόθη μετά από αίτηση της τρίτης εκκαλούσης και β) ουδέν έπραξαν όταν έλαβαν το νέο πρόγραμμα πλειστηριασμού για την 10-6-1998 προκειμένου να διαπιστώσουν την ανυπαρξία χρέους προς το Δημόσιο και να ειδοποιήσουν σχετικά τον ανωτέρω υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ζήτησαν δε οι αναιρεσείοντες να τους επιδικασθή, για την ανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν, συνολικώς ποσό 1.603.815 ευρώ ή 546.499.998 δρχ., που προκύπτει από την διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας της εκπλειστηριασθείσης ξενοδοχειακής μονάδος (700.000.000 δρχ. ή 2.054.292 ευρώ) και του ληφθέντος εκπλειστηριάσματος (153.500.000 δρχ ή 450.477 ευρώ). Με την πρωτόδικη απόφαση η ανωτέρω αγωγή απερρίφθη ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι, ανεξαρτήτως αν η ανωτέρω ενέργεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, όπως περιγράφεται από τους ενάγοντες, ήταν ή όχι παράνομη, εφ’ όσον αυτός δεν ενήργησε ως όργανο του Δημοσίου, αφού δεν τελούσε σε οργανικό δεσμό με αυτό, το Δημόσιο δεν ευθύνετο σε αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και, περαιτέρω, ότι, εφ΄ όσον το Ελληνικό Δημόσιο δεν ενεφανίζετο ως αναγγελθείς δανειστής στον πραγματοποιηθέντα την 10-6-1998 πλειστηριασμό, ούτε είχε οποιαδήποτε εμπλοκή σε αυτόν δια των ανωτέρω υπαλλήλων του και η εμπλοκή τούτων συνέβη πολύ αργότερα, όταν είχε ήδη λάβει χώρα το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι η πραγματοποίηση του πλειστηριασμού της 10-6-1998, δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου πράξεως και επελθούσης ζημίας. Έφεση των αναιρεσειόντων απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικώτερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι κατά την έννοια του άρθρου 105 ΕιΝΑΚ «σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 του Αστικού Κώδικα, το Δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, όταν οι πράξεις ή παραλείψεις αυτές τελούνται ή σημειώνονται κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί και τελούν σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας ή γίνονται κατά κατάχρηση αυτής και συντρέχει συγχρόνως και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της επελθούσης ζημίας πράγμα που συμβαίνει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής η συμπεριφορά αυτή κατά το χρόνο και υπό τους όρους, υπό τους οποίους συνέβη, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, (χωρίς) τη μεσολάβηση έκτακτου και ασυνήθιστου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία… Περαιτέρω, το Δημόσιο ευθύνεται μόνον από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, συλλογικών ή μη τα οποία υπάγονται στην διοικητική ιεραρχία της εκτελεστικής εξουσίας και τελούν σε εξάρτηση από την εξουσία αυτή και ως εκ τούτου, μπορεί αυτή να επεμβαίνει ρυθμιστικά, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί.» Περαιτέρω, εδέχθη ότι «σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2830/2000 «Κώδιξ Συμβολαιογράφων» …, ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός. Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός πρέπει να θεωρηθεί ότι αποβλέπει στην έξαρση της δημοσίας σημασίας του λειτουργήματος του συμβολαιογράφου λόγω των εκ της ασκήσεως αυτού σημαντικότατων συνεπειών επί των νομικών σχέσεων των πολιτών και όχι για να αποδοθεί στους συμβολαιογράφους η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου με την τεχνική έννοια… . Το Δημόσιο δεν ευθύνεται σε αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες φυσικών προσώπων που δεν έχουν οργανικό δεσμό με το δημόσιο ή με νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι». Ειδικώτερα δε, έκρινε ότι ο συμβολαιογράφος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, δεν ενεργεί ως όργανο του Δημοσίου, διότι δεν συνδέεται οργανικά με το τελευταίο, εφόσον ούτε στη διοικητική ιεραρχία της εκτελεστικής εξουσίας υπάγεται ούτε τελεί σε εξάρτηση από την εξουσία αυτή και, συνεπώς, από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του δεν γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Περαιτέρω, ως προς αποδιδόμενες από τους αναιρεσείοντες παράνομες παραλείψεις των οργάνων της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν, την 10-6-1998, οπότε διενεργήθη ο ένδικος πλειστηριασμός ίσχυε η 4942/18-7-1996 αναγγελία του Δημοσίου για χρέος της τρίτης των αναιρεσειόντων προς το Δημόσιο, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90) εκ της αναβολής ή ματαιώσεως του πλειστηριασμού δεν επηρεάζεται η ισχύς της αναγγελίας, ήταν δε αυτή εγγεγραμμένη στο Υποθηκοφυλακείο Μυτιλήνης, πλην όμως ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού, όπως προκύπτει από την 14352/10-6-1998 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του ανωτέρω ακινήτου, που συνέταξε ο ίδιος, δεν επεκαλέσθη την ύπαρξη της εν λόγω αναγγελίας του Δημοσίου, για τη συνέχιση της διαδικασίας του πλειστηριασμού, παρά το αίτημα για τη ματαίωσή του, που υπεβλήθη από την επισπεύδουσα τράπεζα, και, ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της τυχόν υπάρξεως ευθύνης των ανωτέρω υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης να ενημερώσουν τον Υποθηκοφύλακα και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για τη μη ύπαρξη του ανωτέρω χρέους, οι παραλείψεις τους αυτές δεν συνδέονται αιτιωδώς με τη διενέργεια του ανωτέρω πλειστηριασμού, εκ του οποίου προεκλήθη η ζημία την οποία επεκαλούντο οι αναιρεσείοντες και συνεπώς δεν γεννάται ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση. Με τις σκέψεις αυτές το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων.
13. Επειδή, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι δεν ανακύπτει εν προκειμένω ευθύνη του Δημοσίου εκ των πράξεων και παραλείψεων των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ Μυτιλήνης, μη στοιχειοθετουμένης της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ενεργειών των εν λόγω υπαλλήλων και της ζημίας των αναιρεσειόντων, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι, κατά τα ανελέγκτως κατ΄ αναίρεσιν γενόμενα δεκτά από το δικάσαν δικαστήριο πραγματικά περιστατικά, εν προκειμένω ο πλειστηριασμός της ξενοδοχειακής μονάδος των αναιρεσειόντων εχώρησε με επίσπευση της ΕΤΒΑ, κατ΄ εντολή και για λογαριασμό της οποίας ενήργησε ο συμβολαιογράφος, όχι δε με επίσπευση και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου.Περαιτέρω, όμως, εν όψει όσων εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 4, 9 και 10, το δικάσαν δικαστήριο, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες (σκ. 5-8) διατάξεις του Κώδικος περί Συμβολαιογράφων και του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, κρίνοντας ότι δεν γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του συμβολαιογράφου, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν ενεργεί ως όργανο του Δημοσίου, διότι δεν συνδέεται οργανικά με το τελευταίο, εφόσον ούτε στη διοικητική ιεραρχία της εκτελεστικής εξουσίας υπάγεται ούτε τελεί σε εξάρτηση από την εξουσία αυτή. Τούτο δε, διότι εν προκειμένω, ναι μεν ο συμβολαιογράφος ενεργούσε για λογαριασμό της ΕΤΒΑ, ως επισπευδούσης τον πλειστηριασμό δανειστρίας, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, όμως, ενεργούσε, κατά τα προεκτεθέντα, ως δημόσιο όργανο, κατ΄ ενάσκηση αρμοδιοτήτων εντασσομένων στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και, επομένως, θα μπορούσε να θεμελιωθή αστική ευθύνη του Δημοσίου, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνη εν μέρει δεκτή και να αναιρεθή, αντιστοίχως, ήτοι κατά το μέρος που το δικάσαν δικαστήριο εδέχθη ότι δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου εκ των ενεργειών του ανωτέρω συμβολαιογράφου, ως οργάνου του πλειστηριασμού, η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθή στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα νόμιμη κρίση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των 2ης, 3ης, 4ης, 5ης και 6ης των αναιρεσιβλήτων, ήτοι των Μαρίας συζ. Δ. Στεφανάκη, Ανδρονίκης συζ. Θ. Γέρου, Ευθυμίας Μάρκου, Σοφίας Μάρκου και Δήμητρας Μάρκου.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση και αναιρεί εν μέρει την 1173/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς προς νέα κρίση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου την δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων ύψους 920 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 2016.
Ο Πρόεδρος του Α´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Α´ Τμήματος
Α. ΓκότσηςΒ. Ραφαηλάκη
./.