357/2020 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
Διαβατήρια. Πότε νόμος που θεσπίζει περιορισμούς στην ελεύθερη έξοδο και είσοδο στη Χώρα οποιουδήποτε Έλληνα, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Δεν χορηγείται διαβατήριο αν έχει ασκηθεί σε βάρος προσώπου ποινική δίωξη για κακούργημα ή για τα πλημμελήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ του π.δ. 25/2004. Οι ορισμοί του π.δ/τος για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση διαβατηρίου σε περίπτωση ασκήσεως, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ποινικής διώξεως, είναι συνταγματικώς ανεκτοί, ενώ δεν ασκούν επιρροή οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της ΕΕ εντός των ορίων της. Μη νόμιμη η αιτιολογία της απόρριψης του αιτήματος χορήγησης στον αιτούντα διαβατηρίου, διότι, μετά την άρση, με διάταξη του Ανακριτή, του περιοριστικού όρου της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα που είχε επιβληθεί με βούλευμα, η Διοίκηση υπεχρεούτο να χορηγήσει διαβατήριο. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης (μειοψ). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την αριθμ. 2012/2019 απόφαση του ΣτΕ. ΚΑΙ ΜΕΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ 7ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ Δ΄ΤΜΗΜΑΤΟΣ.
Αριθμός 357/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Πικραμένος, Ε. Νίκα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζος, Χρ. Ντουχάνης, Ελ. Παπαδημητρίου, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αγγ. Μίντζια, Ι. Σπερελάκης, Ρ. Γιαννουλάτου, Ι. Αργυράκη, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Δ. Βασιλειάδης, Στ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Σπερελάκης και Ρ. Γιαννουλάτου, καθώς και η Πάρεδρος Στ. Λαμπροπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 16 Οκτωβρίου 2015 αίτηση:
του ………… του …………, κατοίκου ………… Αττικής (…………), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Κυριακή Βολακάκη (Α.Μ. ………), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών και ήδη αρμοδιότητας Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παρέστη με την Ευτυχία Κασομένου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 2012/2019 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 3021/22/113/6595-β΄/9.9.2015 απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Ασφαλείας της Διεύθυνσης Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας ………… του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή, Σύμβουλο Δ. Κυριλλόπουλο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, πριν από τη διάσκεψη του δικαστηρίου για την παρούσα υπόθεση, η Πρόεδρος Αικ. Σακελλαροπούλου, η οποία είχε προεδρεύσει της συνθέσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, υπέβαλε παραίτηση από το Δικαστικό Σώμα (υπ’ αριθ. ………/27-1-2020 δήλωση παραιτήσεως). Κατόπιν αυτού, αναπληρώθηκε κατά τη διάσκεψη από τον αρχαιότερο της συνθέσεως Αντιπρόεδρο Α. Ράντο, αντιστοίχως δε, ο Σύμβουλος Ι. Σπερελάκης, αναπληρωματικό έως τότε μέλος της συνθέσεως, μετέσχε της διασκέψεως ως τακτικό μέλος (άρθρο 26 του ν. 3719/2008-Α΄ 241).
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1394800, 2989918, 2496647/2015 ειδικά έντυπα παραβόλου).
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 2012/2019 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση.
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά του αιτούντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για: α) διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, που προβλέπονται από τα άρθρα 216 και 386 Π.Κ., από δράστες που επιδιώκουν οικονομικό όφελος, β) πλαστογραφία με χρήση από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, από δράστες που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ και γ) απόπειρα απάτης από κοινού με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 1, 12, 13 γ΄, 26 παρ. 1 εδ. α΄, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 1, 3, 6 εδ. α΄, 216 παρ. 3 εδ. α΄ – 386 παρ. 3 εδ. β΄ του Ποινικού Κώδικα). Με το υπ’ αριθ. 5489/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών η επιβληθείσα προσωρινή κράτηση σε βάρος του αιτούντος αντικαταστάθηκε με τους περιοριστικούς όρους α) της απαγόρευσης εξόδου του από την Χώρα και β) της υποχρέωσης εμφάνισής του άπαξ εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του. Ακολούθως, όμως, με την υπ’ αριθ. 291/14-8-2015 διάταξη του Ανακριτή του 15ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών ήρθη ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα που είχε επιβληθεί στον αιτούντα, κατόπιν αποδοχής της από 3-8-2015 αιτήσεώς του, με την οποία προέβαλε ότι έχει εξεύρει εργασία σε εταιρεία, στα πλαίσια της οποίας έχει την υποχρέωση να μεταβαίνει σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, κατόπιν δε τούτου ο αιτών, με την από 18-8-2015 αίτησή του προς το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, ζήτησε την χορήγηση διαβατηρίου. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την από 20-8-2015 πράξη του Διευθυντού της Διεύθυνσης Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας, με την αιτιολογία ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος και, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. β΄ του π.δ. 25/2004, δεν δικαιούται την χορήγηση διαβατηρίου για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία. Κατά της πράξεως αυτής ο αιτών άσκησε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του π.δ. 25/2004 ενδικοφανή προσφυγή, η οποία απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 3021/22/113/ 6595-β/9-9- 2015 πράξη του Προϊσταμένου του Κλάδου Ασφαλείας της Διεύθυνσης Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ζητεί παραδεκτώς την ακύρωση της τελευταίας αυτής πράξεως.
5. Επειδή, στο άρθρο 5 του Συντάγματος (όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής) ορίζεται ότι: «1. … 3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος. 4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ` αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει», στη δε ερμηνευτική δήλωση, η οποία έχει τεθεί υπό το ανωτέρω άρθρο 5 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει».
6. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων, η προσωπική ελευθερία αποτελεί μεν θεμελιώδη συνταγματική αρχή, επιτρέπεται, όμως, η θέσπιση, με τυπικό νόμο ή με κανονιστική πράξη εκδιδόμενη κατ` εξουσιοδότηση τυπικού νόμου, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμών σε αυτήν. Ειδικώς δε, όσον αφορά τους περιορισμούς στην ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και στην ελεύθερη έξοδο και είσοδο σε αυτήν οποιουδήποτε Έλληνα, απαγορεύεται στο νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να θεσπίζει τους περιορισμούς αυτούς με τη μορφή των «ατομικών διοικητικών μέτρων». Με τη φράση «ατομικά διοικητικά μέτρα» ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει την ανάθεση σε όργανα της εκτελεστικής εξουσίας οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας για την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων περιοριστικών της εν λόγω ελευθερίας. Δεν μπορεί δηλαδή ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, χρησιμοποιώντας αόριστες έννοιες και γενικές ρήτρες, οι οποίες χρήζουν προσδιορισμού με συμπλήρωση, να αφήνουν σε διοικητικά όργανα περιθώρια ουσιαστικής εκτίμησης ή αξιολόγησης της συμπεριφοράς ατόμων ή της εκτίμησης ή αξιολόγησης άλλων πραγματικών δεδομένων, προκειμένου να εκδώσουν ατομική διοικητική πράξη περιοριστική της εν λόγω ελευθερίας. Συνεπώς, νόμος που θεσπίζει περιορισμούς στην ελεύθερη έξοδο και είσοδο στη Χώρα οποιουδήποτε Έλληνα, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, όταν αναθέτει στα διοικητικά όργανα τη διαπίστωση απλώς και μόνο της συνδρομής των τασσόμενων από το ίδιο το νομοθετικό κείμενο, κατά τρόπο γενικό, αλλά συγκεκριμένο και σαφή, αντικειμενικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων επιτρέπεται η έκδοση ατομικής διοικητικής πράξης περιοριστικής της εν λόγω ελευθερίας (βλ. ΣτΕ 2313/1976 Ολομ., 2858/1985, 4674 Ολομ., 378/2012, 1799/2016).
7. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 3103/2003 «Έκδοση διαβατηρίων από την Ελληνική Αστυνομία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 23) προβλέπονται τα εξής: «1. Η εποπτεία και ο έλεγχος της εφαρμογής της νομοθεσίας για τα διαβατήρια ανήκει στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Η αρμοδιότητα για την έκδοση και χορήγηση των διαβατηρίων ανατίθεται αποκλειστικά σε Κεντρική Υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας … 2. Η οργάνωση και οι ειδικότερες αρμοδιότητες της Υπηρεσίας της προηγούμενης παραγράφου καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Με όμοιο διάταγμα καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησής τους, η χρονική ισχύς τους, η παράταση της ισχύος τους, η αντικατάστασή τους, καθώς και τα θέματα που αφορούν την απώλεια ή την ακύρωσή τους. 3. …». Κατ` εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε το π.δ. 25/2004 «Προϋποθέσεις χορήγησης διαβατηρίων, χρονική ισχύς, αντικατάσταση, απώλεια και ακύρωση αυτών» (Α΄ 17), στο οποίο ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 1 «1. Διαβατήριο είναι το έγγραφο που εκδίδεται από τη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με το οποίο ο κάτοχος μπορεί νόμιμα να εξέρχεται και να εισέρχεται στη Χώρα, μέσω των καθορισμένων για το σκοπό αυτό σημείων. 2. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 30/2010 – Α΄ 68). Τα διαβατήρια είναι ατομικά και χορηγούνται σε Έλληνες πολίτες. Δεν χορηγείται διαβατήριο σε πρόσωπο που: α. Έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για πλαστογραφία, πλαστογραφία πιστοποιητικών, υπεξαγωγή εγγράφων, ψευδή ανωμοτί κατάθεση ή ψευδή δήλωση (άρθρα 216, 217, 222 και 225 Π.Κ. και άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986 – Α΄ 75), εφόσον η τέλεση αυτών σχετίζεται με την έκδοση, τη χρήση, την απώλεια ή την κλοπή διαβατηρίου, ή για αρπαγή, εμπόριο δούλων, εμπορία ανθρώπων, αρπαγή ανηλίκων, ακούσια απαγωγή, σωματεμπορία ή διακίνηση λαθρομεταναστών (άρθρα 322, 323, 323Α, 324, 327, 351 Π.Κ., άρθρο 87 παρ. 5 και 6 και 88 παρ. 1 και 2 του ν. 3386/2005, Α΄ 212). Η απαγόρευση ισχύει για 5 έτη από την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης αν πρόκειται για πλημμέλημα και για 10 έτη από την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης αν πρόκειται για κακούργημα και εφόσον και στις δύο περιπτώσεις η ποινή έχει εκτιθεί. β. Έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης α΄ και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία. γ. Εκκρεμεί σε βάρος του μέτρο απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. δ. (όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 193/2005). Έχει κηρυχθεί ανυπότακτος ή λιποτάκτης. ε. Εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή ή είναι υπόδικος και του έχει επιβληθεί προσωρινή κράτηση. 3. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση διαβατηρίου σε πολίτη που εμπίπτει σε απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου, α) σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη, αίρεται προσωρινά η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα και β) εφόσον είναι αναγκαία η μετάβασή του στην αλλοδαπή: βα) σε περίπτωση νοσηλείας στην αλλοδαπή του ιδίου ή του συζύγου ή συγγενούς αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β΄ βαθμού για σοβαρούς λόγους υγείας ββ) σε περίπτωση θανάτου ή σοβαρής ασθένειας στην αλλοδαπή του συζύγου ή συγγενούς αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β΄ βαθμού. Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται μόλις εκλείψει η αιτία για την οποία εκδόθηκε το διαβατήριο ή παρέλθει το χρονικό διάστημα προσωρινής άρσης του μέτρου, να παραδώσει αυτό προς ακύρωση στην υπηρεσία όπου κατέθεσε το αίτημα. Αν το διαβατήριο δεν παραδοθεί εντός δύο (2) μηνών από την έκδοσή του, ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση στην αρμόδια αστυνομική ή προξενική αρχή για τη χρήση του διαβατηρίου και τους λόγους μη παράδοσής του. Εφόσον η αιτία για την οποία εκδόθηκε το διαβατήριο εξακολουθεί, ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται σε νέα υπεύθυνη δήλωση, εντός δύο μηνών από την υποβολή της προηγούμενης. Αν δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, το διαβατήριο ακυρώνεται από την υπηρεσία» … Άρθρο 5 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ/τος 30/2010) «1. … 2. Εφόσον κατά τον έλεγχο από τις αρμόδιες αστυνομικές ή προξενικές αρχές διαπιστωθεί ότι σε βάρος κατόχου διαβατηρίου εκκρεμεί απόφαση απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή αδίκημα της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1, το διαβατήριο αφαιρείται και αποστέλλεται προς φύλαξη στη Διεύθυνση Διαβατηρίων της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο κάτοχος του διαβατηρίου που αφαιρέθηκε μπορεί να το παραλάβει αντιστοίχως μετά την άρση του μέτρου της απαγόρευσης εξόδου ή μετά την οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος ή τελεσίδικης αθωωτικής απόφασης. Σε περίπτωση έκδοσης τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης για τα αδικήματα της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 το διαβατήριο δεν παραδίδεται πριν την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στην ίδια διάταξη. 3. …».
8. Επειδή, στο άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ, π.δ. 258/1986, Α΄ 121), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών. 2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα και ο κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση», ενώ στο άρθρο 286 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Αν στη διάρκεια της ανάκρισης προκύψει ότι δεν υπάρχει πλέον ο λόγος για τον οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί ο ανακριτής αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του εισαγγελέα να άρει αυτά τα μέτρα ή να υποβάλει στο συμβούλιο αίτηση για την άρση τους … 2. Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους … 3. Ο ανακριτής, με γραπτή γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί με αιτιολογημένη διάταξή του να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους ή αυτούς με προσωρινή κράτηση (άρθρο 298). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ανακριτής εκδίδει και ένταλμα σύλληψης. Επίσης ο ανακριτής μπορεί με τις ίδιες διατυπώσεις να αλλάξει τους όρους που έχουν επιβληθεί με άλλους δυσμενέστερους ή επιεικέστερους». Τέλος, στο άρθρο 296 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: «Ο σκοπός των περιοριστικών μέτρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίον επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης».
9. Επειδή, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι το περιοριστικό μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα μπορεί να επιβληθεί με διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα ή με δικαστική απόφαση, αν κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την τέλεση κακουργήματος ή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, η τέλεση του οποίου επισύρει ποινή φυλάκισης τριών μηνών, ενώ, κατά την αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ/τος 25/2004, δεν χορηγείται διαβατήριο σε πρόσωπο στην περίπτωση που έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για κακούργημα ή για κάποιο από τα πλημμελήματα που αναφέρονται περιοριστικώς στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α΄ του ίδιου προεδρικού διατάγματος.
10. Επειδή, το ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζεται ήδη με την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου “σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών…” (L 158). Η οδηγία αυτή αποσκοπεί στη διευκόλυνση και στην ενίσχυση της άσκησης του πρωτογενούς ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο παρέχεται απευθείας από τη Συνθήκη (άρθρο 21 παρ. 1 της ΣΛΕΕ) στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ της 10ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση C- 33/07, της 25ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση C- 127/08, της 5ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση C-434/2009, της 17ης Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-430/10 και της 4ης Οκτωβρίου 2012 στην υπόθεση C-249/11). Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, παρ. 1, 4 παρ. 1, 2, 5 παρ. 1 και 27 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας και των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 (όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 4071/2012-Α΄ 85), 4 παρ. 1, 2 του π. δ./τος 106/2007 «Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην Ελληνική Επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους» (Α΄ 135), (διατηρηθέντος σε ισχύ με το άρθρο 139 παρ. 2 του ν. 4251/2014-Α΄ 80), με το οποίο μετεφέρθη στην εσωτερική έννομη τάξη η ανωτέρω οδηγία, αναγνωρίζεται, τόσο στους Έλληνες πολίτες, όσο και στους πολίτες των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός των κρατών μελών, το οποίο απορρέει από την ιδιότητά τους ως μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο δε περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμά τους να μεταβαίνουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής τους, όσο και το δικαίωμά τους να αναχωρούν από το τελευταίο με προορισμό άλλο κράτος μέλος, χρησιμοποιώντας ως ταξιδιωτικό έγγραφο, είτε το εν ισχύϊ δελτίο ταυτότητάς τους είτε εν ισχύϊ διαβατήριο. Πράγματι, οι θεμελιώδεις ελευθερίες, τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καθίσταντο κενές περιεχομένου αν το κράτος καταγωγής είχε τη δυνατότητα να απαγορεύει, χωρίς βάσιμη δικαιολογία, στους υπηκόους του να αναχωρούν από το έδαφός του προκειμένου να μεταβούν σε άλλο κράτος μέλος. Το δικαίωμα όμως αυτό δεν είναι απεριόριστο, αλλά ασκείται υπό τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη Συνθήκη και τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογήν της, μεταξύ των οποίων και οι διατάξεις της προαναφερθείσης οδηγίας. Ειδικότερα, το δικαίωμα των πολιτών ενός κράτους μέλους να μεταβαίνουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής τους, υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Προκειμένου δε το εν λόγω εθνικό περιοριστικό μέτρο να είναι σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο, απαιτείται, αφενός μεν η ατομική συμπεριφορά του προσώπου σε βάρος του οποίου λαμβάνεται το μέτρο να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή του κράτους μέλους, αφετέρου δε το εν λόγω περιοριστικό μέτρο να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητος (βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 17ης Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-430/10).
11. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, οι ορισμοί του π.δ/τος 25/2004 για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση από την αρμόδια διοικητική αρχή διαβατηρίου σε περίπτωση ασκήσεως, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για ορισμένα πλημμελήματα, είναι συνταγματικώς, κατ’ αρχήν, ανεκτή. Τούτο, διότι η μη χορήγηση ή η αφαίρεση αυτή λαμβάνει χώρα επί τη βάσει της αποφάσεως του δικαστικού οργάνου που άσκησε την ποινική δίωξη, εκτιμώντας, με τον τρόπο αυτό, ότι συντρέχουν οι προς τούτο, κατά τους ορισμούς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νόμιμες προϋποθέσεις και διότι, περαιτέρω, το αρμόδιο διοικητικό όργανο ουδεμία διατηρεί διακριτική ευχέρεια για την λήψη ή όχι του μέτρου αλλά υποχρεούται, εξετάζοντας απλώς, κατά δεσμία αρμοδιότητα, τη συνδρομή της προϋποθέσεως ασκήσεως ποινικής διώξεως για κακούργημα, να το λάβει. Η παρεχόμενη με τις εν λόγω διατάξεις αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου έχει, όμως, ως συνταγματικό όριο την τυχόν περαιτέρω εκφερόμενη αντίθετη κρίση του κατά το Σύνταγμα και τον νόμο αρμόδιου δικαστικού οργάνου. Εάν, δηλαδή, το δικαστικό όργανο, εκκρεμούσης της ποινικής διώξεως για το κακούργημα, χωρήσει σε περαιτέρω δικονομικές διαδικασίες και ενέργειες και κρίνει τυχόν, εν όψει των νεωτέρων δεδομένων, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα και, κατά συνεκδοχή, η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητή η εν τούτοις διατήρηση του μέτρου ευθέως εκ του νόμου ή με πράξη διοικητικού οργάνου. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, θα συνέτρεχε το άτοπο να έχει κριθεί με πράξη δικαστικού οργάνου, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, ότι δεν συντρέχουν, για μία συγκεκριμένη πράξη, τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για την διατήρηση του απαγορευτικού της ελεύθερης κυκλοφορίας έλληνα και ευρωπαίου πολίτη μέτρου, αλλά, παρά ταύτα, το μέτρο να διατηρείται σε ισχύ, και μάλιστα για αόριστο χρόνο, είτε ευθέως εκ του νόμου είτε δυνάμει διοικητικής πράξεως. Τούτο, διότι σε αμφότερες τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις έχει αρχικώς εκτιμηθεί προηγούμενο στοιχείο, δηλαδή μόνη η άσκηση της ποινικής διώξεως, ενώ, ήδη, κατά την πρόοδο της δικαστικής διαδικασίας για το αυτό κακούργημα, η αρμοδίως ενεργούσα δικαστική αρχή κρίνει επιγενομένως ότι δεν δικαιολογείται, πλέον, η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου. Άλλωστε και η υπό το άρθρο 5 παρ. 4 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση αναφέρεται ρητά σε “απαγόρευση της εξόδου με πράξη εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης”, ενώ και το ίδιο το π.δ. 25/2004 ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 3, ότι “κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση διαβατηρίου σε πολίτη που εμπίπτει σε απαγόρευση της προηγουμένης παραγράφου, α) σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη αίρεται προσωρινά η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα…”, χωρίς να συντρέχει περίπτωση στενής ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως, διότι αυτή, έστω και ως εξαιρετική, αναφέρεται σε ουσιώδη περιορισμό θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, κατοχυρούμενου από το Σύνταγμα, χωρίς μάλιστα, να περιέχει οποιαδήποτε αντίθετη γραμματική ένδειξη. Είναι δε άμοιρο νομικής σημασίας το γεγονός ότι οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις είναι διαφορετικές και εντάσσονται σε διαφορετικό σύστημα κανόνων εσωτερικού δικαίου, εφ’ όσον πάντως, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις αυτές έλκονται σε εφαρμογή στην αυτή νομική και πραγματική κατάσταση, οπότε η μεταξύ τους σχέση, και αν ακόμη ήσαν ισότιμες, θα εκρίνετο ερμηνευτικά, κατ’ εφαρμογή συνταγματικών κριτηρίων. Δεν νοείται δε, πάντως,η παράλληλη εφαρμογή τους να άγει σε αντιφατικά αποτελέσματα και, μάλιστα, να θέτει εκποδών ειδική και συγκεκριμένη επί της αυτής υποθέσεως επιγενόμενη απόφανση δικαστικού οργάνου. Ουδεμία δε εν προκειμένω ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφ’ ενός και π.δ. 25/2004 αφ’ ετέρου) αναφέρονται σε εν μέρει διαφορετικά πλημμελήματα, διότι κρίσιμα εν προκειμένω δεν είναι τα διαφοροποιούμενα αυτά πλημμελήματα, αλλά ένα και το αυτό, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποδιδόμενο κακούργημα, για τα αυτά πραγματικά περιστατικά. Ουδεμία εξ άλλου εν προκειμένω ασκούν επιρροή οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για την δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εντός των ορίων της Ενώσεως με μόνη την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, διότι εν προκειμένω κατ’ ουδένα τρόπο τίθεται το ζήτημα αυτό αλλά το διαφορετικό ζήτημα της εννοίας εθνικών συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων για τη δυνατότητα περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας ευρωπαίων πολιτών με βάση διατάξεις του εσωτερικού δικαίου. Μόνο δε αν οι εσωτερικού δικαίου αυτές διατάξεις εκρίνοντο, τυχόν, σύμφωνες με το εσωτερικό σύστημα κανόνων δικαίου, θα ανέκυπτε περαιτέρω το ζήτημα εάν είναι σύμφωνες και με τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Σ. Χρυσικοπούλου και Π. Πικραμένος και οι Σύμβουλοι Γ. Τσιμέκας, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Παπαδοπούλου, Α. Μίντζια, Ι. Αργυράκη, και Β. Ανδρουλάκης, οι οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Για τον περιορισμό του δικαιώματος εξόδου από την Χώρα ο νομοθέτης έχει θεσπίσει δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες διαδικασίες, εντασσόμενες σε διαφορετικά νομοθετήματα. Η πρώτη διαδικασία προβλέπεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών όρων που δύνανται να διατάσσονται κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, αποβλέπει δε, σύμφωνα με το άρθρο 296 του ανωτέρω Κώδικα, στη διασφάλιση ότι εκείνος στον οποίον επεβλήθησαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της τυχόν εκδοθησομένης καταδικαστικής αποφάσεως. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης δύνανται, κατά την κρίση τους, να επιβάλλουν τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα σε οποιονδήποτε κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η δεύτερη διαδικασία προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 περ. α΄ – ε΄ του π.δ. 25/2004, με τις οποίες θεσπίζονται πέντε προϋποθέσεις, (οι οποίες έχουν τον απαιτούμενο, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6 αντικειμενικό χαρακτήρα), με τη διαπίστωση της συνδρομής οποιασδήποτε εκ των οποίων, το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται, κατά δεσμία αρμοδιότητα, να μην χορηγήσει διαβατήριο. Ειδικότερα, με τη διάταξη της περ. β. της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004, η οποία έχει αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με την περ. γ΄ της ίδιας διατάξεως, προβλέπεται ότι, για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία (η οποία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από της ασκήσεως της ποινικής διώξεως για οποιοδήποτε κακούργημα και για τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της ίδιας διατάξεως ιδιαιτέρως σοβαρά και επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια πλημμελήματα έως της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου), το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται να μην χορηγήσει διαβατήριο ή να αφαιρέσει, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, το ήδη χορηγηθέν διαβατήριο. Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην πραγμάτωση της αξιώσεως της Πολιτείας προς ποινικό κολασμό σοβαρότατων αξιόποινων πράξεων, οι οποίες προκαλούν την έντονη αποδοκιμασία της ποινικής εννόμου τάξεως. Κατά την ουσιαστική κυριαρχική εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, γι’ αυτές τις βαρύτατες μορφές εγκλημάτων, εκτός από τη διάταξη του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίσει με πρόσθετες εγγυήσεις προς μείζονα διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος τον κίνδυνο ο κατηγορούμενος για ιδιαιτέρως αξιόμεμπτη συμπεριφορά, σε βάρος του οποίου υφίστανται κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, σοβαρές ενδείξεις ενοχής, να μην εμφανισθεί αυτοπροσώπως είτε στο στάδιο της ανακρίσεως, είτε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και να μην υποστεί, σε περίπτωση καταδίκης του, τον ποινικό εξαναγκασμό. Ως πρόσθετη εγγύηση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου θεσπίζεται τα ανωτέρω διοικητικό μέτρο, το οποίο, σε αντίθεση προς τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει εξατομικευμένη για τον κατηγορούμενο κρίση του αρμόδιου οργάνου της ποινικής δικαιοσύνης, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατά δεσμία αρμοδιότητα, με μόνη συνδρομή ως προϋποθέσεως της άσκησης ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ πλημμελήματα. Η προϋπόθεση δε αυτή δεν αποτελεί προϊόν κρίσεως του αρμόδιου για την χορήγηση ή αφαίρεση του διαβατηρίου διοικητικού οργάνου, αλλά των δικαστικών λειτουργών της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι, περιβαλλόμενοι με τις οικείες συνταγματικές εγγυήσεις, έχουν αποφανθεί περί της, κατά τα ανωτέρω, ασκήσεως ποινικής διώξεως των προσώπων σε βάρος των οποίων λαμβάνεται το εν λόγω διοικητικό μέτρο. Περαιτέρω, με τη διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004, η οποία έχει αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με την περ. β΄ της ίδιας διατάξεως, προβλέπεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία σε βάρος προσώπου τινος έχει επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται να μην χορηγήσει διαβατήριο ή να αφαιρέσει το ήδη χορηγηθέν διαβατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004. Συνεπώς, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων, το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα, στο οποίο αναφέρονται οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 περ. γ΄ και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, ως λόγο μη χορήγησης ή αφαίρεσης του διαβατηρίου αντιστοίχως, αφορά την απαγόρευση εξόδου από την Χώρα που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα ή με δικαστική απόφαση σε πρόσωπα κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη μόνο για πλημμελήματα άλλα από εκείνα που αναφέρονται περιοριστικώς στη διάταξη της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 περ. α΄ του π.δ. 25/2004, με την οποία προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση χορήγηση διαβατηρίου σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση η εισαγγελική διάταξη αίρεται προσωρινώς η απαγόρευση αποδημίας προσώπου τινός από την Χώρα, ερμηνευόμενη συστηματικώς με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α΄, β΄ του ίδιου π.δ/τος, έχει την έννοια ότι το διαβατήριο χορηγείται, εφόσον με εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή δικαστική απόφαση αίρεται προσωρινώς η απαγόρευση εξόδου από την Χώρα, η οποία, όμως, είχε επιβληθεί σε πρόσωπο κατά του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλημμέλημα άλλο από τα αναφερόμενα στη διάταξη της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004. Τέλος, στην περίπτωση που με εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή δικαστική απόφαση ήθελε επιβληθεί το περιοριστικό μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα σε πρόσωπο κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για κάποιο από τα πλημμελήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ του π.δ. 25/2004, τούτο έχει ως συνέπεια ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβεί ούτε σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επίδειξη του δελτίου ταυτότητός του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων της οδηγίας 2004/38/ΕΚ και του π.δ. 106/2007, που ανεφέρθησαν στη σκέψη 10, ούτε και σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης με την χρήση διαβατηρίου. Η άρση δε με εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή με δικαστική απόφαση του ανωτέρω περιοριστικού μέτρου έχει ως συνέπεια ότι το εν λόγω πρόσωπο επανακτά τη δυνατότητα να μεταβεί μόνο σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επίδειξη δελτίου ταυτότητος και όχι τη δυνατότητα να αποδημήσει σε τρίτη χώρα (εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης) με την χρήση διαβατηρίου, καθόσον, ως προς το ζήτημα αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 περ. β΄ και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, οι οποίες είναι όχι μόνο μεταγενέστερες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά και ειδικές ως προς το ζήτημα της χορήγησης και της αφαίρεσης του διαβατηρίου. Αντίθετη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η άρση του επιβληθέντος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιοριστικού μέτρου της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα, καθιστά υποχρεωτική την χορήγηση διαβατηρίου ή την επιστροφή του αφαιρεθέντος διαβατηρίου σε πρόσωπο κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ του π.δ. 25/2004, θέτει εκποδών τις προαναφερθείσες ειδικές και αυτοτελείς, σε σχέση προς την ποινική προδικασία διατάξεις του π.δ. 25/2004 και ματαιώνει τον ειδικό δημόσιο σκοπό, τον οποίον αυτές εξυπηρετούν.
12. Επειδή, υπό τα πραγματικά δεδομένα που ανεφέρθησαν στη σκέψη 4, και εν όψει των όσων έγιναν δεκτά περί της εννοίας των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων, παρίσταται μη νόμιμη η αιτιολογία της προσβαλλομένης υπ’ αριθ. 3021/22/113/6595-β΄/9-9-2015 πράξεως του Προϊσταμένου του Κλάδου Ασφαλείας της Διεύθυνσης Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία απερρίφθη, τελικώς, το αίτημα του αιτούντος να του χορηγηθεί διαβατήριο, καθόσον έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, γεγονός που απέκλειε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 25/2004, την ικανοποίηση του αιτήματός του. Τούτο δε διότι, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 291/14-8-2015 διάταξης του Ανακριτή του 15ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία ήρθη ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα που είχε επιβληθεί στον αιτούντα με το υπ’ αριθ. 5489/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η Διοίκηση υπεχρεούτο να χορηγήσει διαβατήριο στον αιτούντα. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, κατόπιν δε τούτου, παρίσταται αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 3021/22/113/6595-β΄/9-9-2015 πράξη του Προϊσταμένου του Κλάδου Ασφαλείας της Διεύθυνσης Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για τη σύνταξη του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα (1380) ευρώ για την παράσταση σε τρεις συζητήσεις της υποθέσεως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος και της Ολομελείας του Δικαστηρίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου του ίδιου έτους.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα
Σ.Τ.