Αριθμός 799/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Αντωνόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος, Β. Κίντζιου, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Δ. Εμμανουηλίδης, Ο. Παπαδοπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αγγ. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Φ. Γιαννακού, Σύμβουλοι, Αικ. Ρωξάνα, Ειρ. Σταυρουλάκη, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ελ. Παπαδημητρίου και Β. Πλαπούτα καθώς και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 13 Οκτωβρίου 2015 αγωγή:
του Χ. Ν. Τ.., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (…….), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 1572 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης),
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τις: α) Αθηνά Αλεφάντη και β) Στυλιανή Χαριτάκη, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.
Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 2 Οκτωβρίου 2019 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 23 Οκτωβρίου 2019 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αγωγή αυτή ζητείται να καταβληθεί στον ενάγοντα αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.ΝΑΚ, για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη από τις αποφάσεις 91/2013 του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και 824/2015 του Αρείου Πάγου.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Κουσούλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον ενάγοντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τις αντιπροσώπους του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Δ. Εμμανουηλίδη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος η Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος, αναπληρωματικό, μέχρι τότε, μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του ενάγοντος, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 7.000 ευρώ ως αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που κατά τους ισχυρισμούς του υπέστη από τις αποφάσεις 91/2013 του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και 824/2015 του Αρείου Πάγου. Κατά τον ενάγοντα, με τις αποφάσεις αυτές απορρίφθηκαν, κατά πρόδηλη αντίθεση προς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91», ένδικα βοηθήματα και μέσα που είχε ασκήσει κατά της, εδρεύουσας στη Βασιλεία της Ελβετίας, εταιρείας με την επωνυμία «SWISS International Air Lines Ltd», με αντικείμενο την αποκατάσταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού, της ζημίας που είχε υποστεί λόγω ματαίωσης πτήσης, στην οποία ο ίδιος ήταν επιβάτης, εξαιτίας τεχνικής βλάβης του αεροσκάφους της ως άνω εταιρείας και της συνακόλουθης άρνησης της τελευταίας να τον αποζημιώσει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού. Εξάλλου, με την ίδια αγωγή ο ενάγων ζητεί, επιπλέον, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ίδια ως άνω αιτία.
3. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις», (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012, (Α΄ 51) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4446/2016, (Α΄ 240), ορίζονται τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες…». Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της πρότυπης ή «πιλοτικής» δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για το λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8), και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (βλ. ΣτΕ 874/2018 Ολομ., 479/2018 Ολομ., 734/2016 Ολομ., 4741/2014 Ολομ. κ.ά.).
4. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, εισήχθη δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν της από 19.9.2019 αιτήσεως του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία έγινε δεκτή με την πράξη 18/2.10.2019 της κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 Τριμελούς Επιτροπής, για να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα των ουσιαστικών προϋποθέσεων θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία και, συγκεκριμένα, από δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων όλων των βαθμών. Η πράξη αυτή της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 8.10.2019, και «ΕΣΤΙΑ», φύλλο της 9.10.2019), όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, με την από 23.10.2019 πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση εισήχθη, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
5. Επειδή, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της ευθύνης κράτους μέλους για ζημίες που υφίστανται οι ιδιώτες λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, με τις οποίες βαρύνεται το κράτος αυτό, είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση. Η αρχή αυτή ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος, τούτο δε ανεξαρτήτως του ποιά δημόσια αρχή διέπραξε την παραβίαση αυτή, τυγχάνει δε εφαρμογής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και οσάκις η επίμαχη παραβίαση οφείλεται σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης βαρύτητας του λειτουργήματος, το οποίο επιτελεί η δικαστική εξουσία ως προς την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από τους κανόνες δικαίου της Ένωσης, και του γεγονότος ότι το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο συνιστά, εξ ορισμού, το τελευταίο δικαιοδοτικό όργανο ενώπιον του οποίου οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται βάσει των κανόνων αυτών, θα θιγόταν η πλήρης αποτελεσματικότητα των εν λόγω κανόνων και θα εξασθενούσε η προστασία των δικαιωμάτων αυτών, εάν δεν παρεχόταν στους ιδιώτες η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αποκαταστάσεως της ζημίας που υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό. Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, αντιβαίνουσα σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, είναι οι εξής: α) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) η παράβαση του κανόνα αυτού να είναι κατάφωρη και γ) να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας των ιδιωτών. Η διακρίβωση συνδρομής των εν λόγω προϋποθέσεων απόκειται στα εθνικά δικαστήρια (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, σκ. 32 έως 36 και 51 έως 58, της 13ης Ιουνίου 2006, Traghetti del Mediterraneo, C-173/03, σκ. 30 έως 45, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C‑160/14, σκ. 47, της 28ης Ιουλίου 2016, Tomášová, C-168/15, σκ. 18- 23, της 29ης Ιουλίου 2019, Hochtief, 620/17, σκ. 35 έως 47, της 4ης Μαρτίου 2020, Telecom Italia, C-34/19, σκ. 67 έως 69 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την ίδια πάγια νομολογία, η αναγνώριση της ευθύνης κράτους μέλους λόγω αποφάσεων δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν συνεπάγεται, καθεαυτή, την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου μιας τέτοιας αποφάσεως (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ Köbler, σκ. 39, της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C-234/17, σκ. 58 κ.ά.), ούτε δημιουργεί την υποχρέωση του δικαστηρίου να αναθεωρήσει την απόφασή του που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, προκειμένου να λάβει υπόψη του την -διαφορετική ή αντίθετη από τη δική του- ερμηνεία κρίσιμης διατάξεως του ενωσιακού δικαίου που υιοθέτησε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2015, C-69/14, Târșia, σκ. 29, Hochtief, σκ. 55, της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Călin, C-676/17, σκ. 28, Telecom Italia, σκ. 66 κ.ά.), ούτε, τέλος, την αμφισβήτηση της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, τα οποία δύνανται, εφόσον τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να καθορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίζουν τα δικονομικά ζητήματα της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ Köbler σκ. 46 και 47, της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kantarev, C-571/16, σκ. 122 έως 125 και 129, XC κ.λπ., σκ. 22 και 23, της 15ης Μαρτίου 2017, Aquina, C-3/16, σκ. 48 κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή της αρχής της ευθύνης κράτους μέλους για αποφάσεις εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου (βλ. απόφαση του ΔΕΕ Köbler σκ. 45), ενόψει και της αναγνωριζόμενης πλέον, στο άρθρο 19 παρ. 1 εδαφ. β΄της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωσης των κρατών μελών να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Ο. Παπαδοπούλου, κατά τη γνώμη των οποίων η πιο πάνω αρχή του ενωσιακού δικαίου και η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εφαρμοσθούν σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Συντάγματος, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημιογόνες πράξεις οργάνων του, δεν καταλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την κατηγορία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων. Αποζημίωση από πράξεις της κατηγορίας αυτής, για λόγους που συνάπτονται αμέσως με τις ισοδύναμες προς την αρχή της συμμετοχής στα δημόσια βάρη συνταγματικές αρχές της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης και της συνακόλουθης ασφάλειας δικαίου, προβλέπεται ειδικώς στο Σύνταγμα, όπου και όπως ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε αναγκαίο (άρθρο 7 παρ. 4 περί ευθύνης του Δημοσίου για άδικη ποινική καταδίκη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, άρθρο 99 περί προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών για κακοδικία). Στις εν λόγω, εξ άλλου, περιπτώσεις, το Σύνταγμα διέλαβε ρητή πρόβλεψη για την έκδοση νόμου που θα ρυθμίζει τις σχετικές προϋποθέσεις, ενώ στη δεύτερη και γενικότερη από αυτές, της κακοδικίας, όρισε και ειδικό δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση του σχετικού ένδικου βοηθήματος, και συγκροτούμενο με τρόπο πρόσφορο για τη διαφύλαξη των ως άνω, περί τη Δικαιοσύνη, συνταγματικών αρχών (δικαστικοί λειτουργοί από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, καθηγητές νομικής, δικηγόροι μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου). Περαιτέρω, από το γράμμα, τη συστηματική και την τελολογία των διατάξεων αυτών, συνάγεται ότι το Σύνταγμα, ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την αποζημιωτική ευθύνη από πράξεις οργάνων της Δικαιοσύνης, δεν απέκλεισε πάντως την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τις περιπτώσεις αποζημίωσης από ζημιογόνες δικαιοδοτικές πράξεις. Τούτο όμως μόνον υπό ανάλογες προς τις ως άνω προϋποθέσεις. Εφόσον δηλαδή οι σχετικές ρυθμίσεις θεσπίζονται ως ειδικές διατάξεις νόμου, έπειτα από στάθμιση της ανάγκης αποζημίωσης προς τις προμνημονευθείσες συνταγματικές απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και εφόσον σε κάθε περίπτωση είναι πρόσφορες για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων, και δη από άποψη τόσον ουσιαστική (ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αποζημιωτικής ευθύνης) όσο και δικονομική (ιδίως ως προς την συγκρότηση του αρμόδιου δικαστηρίου). Ειδικώς, εξ άλλου, προκειμένου περί ζημιογόνων πράξεων δικαστικών οργάνων αναφορικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, οι πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις, ερμηνευόμενες σε αρμονία με την ως άνω βασική αρχή του δικαίου τούτου, δικαιολογούμενη από την ιδιαιτερότητά του, να αποζημιώνεται από το Δημόσιο και η ζημία ιδιωτών από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από εθνικά δικαστήρια, υπό τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζει σχετικώς η προαναφερθείσα πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., αντί άλλων, ΔΕΕ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C-224/01), τρέπουν κατ’ αρχήν, στην περίπτωση αυτή, την προεκτεθείσα ευχέρεια του νομοθέτη σε υποχρέωση θέσπισης αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Και πάλιν όμως οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις τελούν υπό τις ως άνω συνταγματικές προϋποθέσεις ως προς την μέριμνα για την ανεξαρτησία, το κύρος και την ευρυθμία της Δικαιοσύνης και την προσφορότητά τους προς τούτο. Προϋποθέσεις, άλλωστε, συμβατές κατ’ αρχήν και με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου (βλ. την ως άνω νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως ως προς την απαίτηση «κατάφωρης» παραβίασης του ενωσιακού δικαίου για την γένεση της ευθύνης και τη δικονομική αυτονομία των κρατών, υπό την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας).
6. Επειδή, υπό το ισχύον στην ελληνική έννομη τάξη νομοθετικό πλαίσιο αστικής ευθύνης του Κράτους από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, (άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα- Αναγκαστικού Νόμου 2783/1941, Α΄ 29, ο οποίος μεταγλωττίστηκε στη δημοτική και εξακολουθεί να ισχύει δυνάμει του άρθρου πρώτου του π.δ. 456/1984, Α΄ 164), για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας, περαιτέρω δε οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 4403/2015). Για τη δικαστική επιδίωξη των σχετικών αξιώσεων προβλέπεται (άρθρο 73 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) η άσκηση αγωγής αποζημίωσης, η οποία αποτελεί, κατ’ άρθρο 19 του ν. 1868/1989 (Α΄ 230), ένδικο βοήθημα αυτοτελές σε σχέση με την προσφυγή ή την αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 1283/1992), αρμόδια δε για την εκδίκαση των αναφυομένων από την άσκηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος διαφορών είναι τα διοικητικά δικαστήρια (άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983, Α΄182). Από τις διατάξεις αυτές παρέπεται ότι η αγωγή αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αποτελεί ένδικο βοήθημα που εξασφαλίζει πραγματική προστασία των ιδιωτών έναντι παραβιάσεων των δικαιωμάτων που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης από τα κρατικά όργανα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα εθνικά δικαστήρια. Συνεπώς, και εφόσον ο νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει ειδική διαδικασία για την επίλυση των διαφορών αυτών, η σχετική έννομη προστασία νομίμως παρέχεται με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, με ανάλογη, κατ’ αρχήν, εφαρμογή των οικείων προϋποθέσεων. Μέχρις ότου, όμως, θεσπισθεί, τυχόν, ειδική διαδικασία, η θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό διέπεται από τις προϋποθέσεις που όρισε το ΔΕΕ με την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία του και όχι από τις λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του εθνικού δικαίου, η διαφοροποίηση δε αυτή δεν προσκρούει, κατ’ αρχήν, στο δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. προεκτεθείσα απόφαση Hochtief, σκ. 48, πρβλ. ΣτΕ 4403/2015).
Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και οι Σύμβουλοι Α. Χλαμπέα, Ο. Παπαδοπούλου, Χ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης και Φ. Γιαννακού, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι απαίτηση αποζημίωσης από το Δημόσιο λόγω ζημιογόνων δικαιοδοτικών πράξεων οργάνων της δικαστικής εξουσίας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, υπό το ισχύον δίκαιο, καθώς δεν υφίσταται η αναγκαία, κατά την άποψη αυτή, νομοθετική ρύθμιση, η οποία να θεσπίζει μεν σχετική ευθύνη του Δημοσίου, όπως επιβάλλεται, κατά τα προεκτεθέντα, από το ενωσιακό δίκαιο, να ικανοποιεί όμως εκ παραλλήλου και τις, συμβατές με αυτό, αναγκαίες δε συνταγματικά, προϋποθέσεις ως προς την προστασία της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης (η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ούτε λαμβάνει σχετική μέριμνα ούτε παρίσταται πρόσφορη προς τούτο).
7. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», ενώ στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει».
8. Επειδή, το Σύνταγμα με τις προμνησθείσες διατάξεις οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο προαναφερθείς έλεγχος λαμβάνει χώρα παρεμπιπτόντως, κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, με την οποία η παρανομία αποδίδεται στα όργανα που είναι ενταγμένα στη δικαστική εξουσία και συνίσταται στην παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από αυτά. Εξ αυτών δε παρέπεται ότι, επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης. Τούτο, διότι, ενόψει του χρόνου δημοσίευσης του ν. 1406/1983, προδήλως δεν επιδιώχθηκε με τις προεκτεθείσες διατάξεις του η ανάθεση στα διοικητικά δικαστήρια των σχετικών διαφορών -τις οποίες ο νομοθέτης τότε αγνοούσε- χάριν της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, δοθέντος άλλωστε ότι η προβλεπόμενη στην παρ. 3 του άρθρου 94 του Συντάγματος ευχέρεια παρεσχέθη με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Συγκλίνουσα, εξ άλλου, κατά το αποτέλεσμα, άποψη διατύπωσαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Ο. Παπαδοπούλου, παραπέμποντας στις προηγηθείσες μειοψηφίες τους ως προς την και κατ’ αρχήν έλλειψη του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου. Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Α. Ράντος και Σ. Χρυσικοπούλου, καθώς και οι Σύμβουλοι Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Ε. Παπαδημητρίου, Α. Μίντζια, Α. Σδράκα, και Φ. Γιαννακού, με την γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα, κατά τη γνώμη των οποίων η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, και την εκδίκαση διαφορών επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας, στην οποία ανήκει το δικαστήριο αυτό, επομένως και όταν πρόκειται για απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.
9. Επειδή, εν προκειμένω, από τα διαθέσιμα στο Δικαστήριο στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Στις 27.9.2011 και περί ώρα 08:30, υπάλληλοι της εταιρείας με την επωνυμία «SWISS International Air Lines Ltd», η οποία εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας και διατηρεί γραφεία στο Χαλάνδρι Ν. Αττικής, ενημέρωσαν τους επιβάτες που επρόκειτο να ταξιδέψουν από τη Ζυρίχη προς διάφορους προορισμούς με αεροσκάφη τύπου «Jumbolino», μεταξύ δε αυτών και τον ενάγοντα, ο οποίος επρόκειτο να ταξιδέψει με την πτήση LX750 των 09:05 με προορισμό το Λουξεμβούργο, ότι οι σχετικές πτήσεις θα καθυστερούσαν προκειμένου να διεξαχθούν τεχνικοί έλεγχοι στα εν λόγω αεροσκάφη και ότι θα ενημερώνονταν περαιτέρω στις 09:15. Ακολούθως, στις 09:15 οι επιβάτες με προορισμό το Λουξεμβούργο ενημερώθηκαν ότι η πτήση των 09:05 ακυρώθηκε, μαζί με τις υπόλοιπες που ήταν προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν με τα ως άνω αεροσκάφη, και ότι θα έπρεπε να αναμείνουν την πτήση των 13:10, κλήθηκαν δε να παραλάβουν κουπόνι αξίας 20 ελβετικών φράγκων προς χρήση στα εστιατόρια του αεροδρομίου. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση και ζήτησε από την υπεύθυνη υπάλληλο την καταβολή κατ’ αποκοπή αποζημίωσης ύψους 250 ευρώ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 του Κανονισμού 261/2004, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό από την αρμόδια υπάλληλο, η οποία ισχυρίστηκε ότι δεν είχε γνώση τέτοιας υποχρέωσης. Με την από 6.12.2011 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η ως άνω εταιρεία να του καταβάλει, ως αποζημίωση των άρθρων 914, 932 και 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, το ποσό των 250 ευρώ που αντιστοιχεί στην προεκτεθείσα, κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 7 παρ. 1 του Κανονισμού 261/2004, καθώς και το ποσό των 600 ευρώ ως περαιτέρω αποζημίωση κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της παράνομης και καταχρηστικής, κατά τους ισχυρισμούς του, συμπεριφοράς της εταιρείας. Με την 91/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου η αγωγή απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι, εν προκειμένω, εφαρμοστέα ήταν η παρ. 3 του άρθρου 5 του Κανονισμού 261/2004, σύμφωνα με την οποία η αποζημίωση της παρ. 1 του άρθρου 7 δεν καταβάλλεται σε περίπτωση που ο πραγματικός αερομεταφορέας αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, από δε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η ως άνω πτήση LX750 ακυρώθηκε για καθαρά τεχνικούς λόγους και, συγκεκριμένα, για την αποκατάσταση βλάβης στα συστήματα ελέγχου του πηδαλίου (φθορά στα συρματόσχοινα εντολής του πηδαλίου) και αντικατάστασης καλωδίου των ηλεκτρονικών ενδείξεων, όπως προέκυψε από εμπιστευτικό έγγραφο του τεχνικού τμήματος της εναχθείσας εταιρείας. Η βλάβη αυτή ήταν, κατά την κρίση του δικάσαντος ειρηνοδικείου, αιφνίδια και προέκυψε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι είχε πραγματοποιηθεί προγραμματισμένη συντήρηση του αεροσκάφους, ως εκ τούτου δεν καθιστούσε τη ματαίωση της πτήσης αυθαίρετη. Περαιτέρω, το δικάσαν ειρηνοδικείο παρέθεσε και επάλληλη αιτιολογία, κατά την οποία ο Κανονισμός 261/2004 αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των επιβατών έναντι αυθαιρεσιών των αεροπορικών εταιρειών, κυρίως για την άρνηση επιβίβασης που οφείλεται στο γεγονός ότι διέθεσαν προς πώληση περισσότερες θέσεις από τη χωρητικότητα του αεροσκάφους, περίπτωση, η οποία δεν συνέτρεχε. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε την από 24.4.2014 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, προβάλλοντας παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου από το δικάσαν ειρηνοδικείο, συνισταμένη στην εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Κανονισμού, όπως παγίως ερμηνεύεται από το ΔΕΕ (με αναφορά στις αποφάσεις Wallentin- Hermann, C-549/07, και Sturgeon, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-402/07 και 432/07), σε σχέση με το κατά πόσο τα τεχνικά προβλήματα συνιστούν «έκτακτες περιστάσεις» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων. Κατά τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο, επρόκειτο για «εξοφθάλμως εσφαλμένη απόφαση… σε βαθμό συνεπαγόμενο ευθύνη του κράτους για παράβαση του δικαίου της Ένωσης από πράξεις των δικαιοδοτικών του οργάνων». Τέλος, ο ενάγων ζήτησε από τον Άρειο Πάγο την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ως προς την έννοια του άρθρου 5 παρ. 3 του Κανονισμού 261/2004, στην περίπτωση που το ανώτατο δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούσαν «έκτακτες περιστάσεις». Εξάλλου, με το από 19.5.2015 υπόμνημά του, το οποίο υπέβαλε την επομένη της κατάθεσης της έκθεσης του εισηγητή Αρεοπαγίτη περί απόρριψης της αίτησης αναιρέσεως ως απαράδεκτης κατ’ άρθρα 466 παρ. 1, 560 παρ. 1 και 577 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο ενάγων ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης δικαιολογεί περιορισμούς στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών και, εν προκειμένω, επιβάλλει τον παραμερισμό των ως άνω διατάξεων του ΚΠολΔ, κατά την έννοια των οποίων είναι απαράδεκτοι κατ’ αναίρεση λόγοι αναγόμενοι στην παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και την εξέταση επί της ουσίας της διαφοράς, η οποία αφορά σε ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του παραγώγου ενωσιακού δικαίου. Περαιτέρω δε ζήτησε, σε περίπτωση αμφιβολιών, την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με την 824/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με το σκεπτικό ότι ο μοναδικός προβληθείς αναιρετικός λόγος ήταν απαράδεκτος κατ’ άρθρα 466 παρ. 1, 560 παρ. 1 και 577 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τον συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι, κατά τις ειδικές διατάξεις περί μικροδιαφορών, όπως εν προκειμένω, δεν μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση ο προβλεπόμενος στο άρθρο 560 παρ. 1 ΚΠολΔ λόγος περί παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι κανόνες του παραγώγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ζητεί, κατά τα προεκτεθέντα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 9.000 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 7 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του Κανονισμού 261/2004, την οποία προκάλεσαν τα δικαστικά όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με την απόφαση του ΔΕΕ Wallentin-Hermann, στην υπόθεση C-549/07, έγινε δεκτό ότι το άρθρο 5 παρ. 3 του Κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι τεχνικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε σε αεροσκάφος και είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση πτήσεως δεν εμπίπτει στο περιεχόμενο της κατά τη διάταξη αυτή έννοιας των «εκτάκτων περιστάσεων». Την απόφαση δε αυτή έθεσε υπόψη του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, το οποίο την αγνόησε πλήρως. Για τον λόγο αυτό, άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι, ενόψει α) της διάστασης της νομολογίας του εν λόγω δικαστηρίου ως προς το ζήτημα του παραδεκτού προβολής λόγων αναιρέσεως σχετικών με την παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου, β) των ζητημάτων δικαίου της ΕΕ που ετίθεντο και γ) του κινδύνου να ανακύψει ζήτημα αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από πράξεις των δικαστικών οργάνων, η αίτησή του έπρεπε να εκδικαστεί κατ’ ουσίαν. Πλην, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, αγνοώντας την πτυχή της υπόθεσης που σχετίζεται με το δίκαιο της ΕΕ. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, θεμελιώνονται, κατά τον ενάγοντα, οι προϋποθέσεις αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από δικαστικές αποφάσεις που παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από το ΔΕΕ με τις αποφάσεις του Köbler και Traghetti del Mediterraneo, καθόσον: α) οι διατάξεις του Κανονισμού 261/2004, ιδίως τα άρθρα 5 και 7, απονέμουν δικαιώματα υπέρ ιδιωτών, εν προκειμένω δικαίωμα αποζημίωσης για ματαίωση πτήσης, β) υφίσταται κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της ΕΕ, ήτοι του Κανονισμού 261/2004, η οποία συνίσταται στην έκδοση απόφασης κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, εν προκειμένω προς τις αποφάσεις Wallentin-Hermann και Sturgeon ως προς το ζήτημα κατά πόσο τεχνικό πρόβλημα αεροσκάφους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της έννοιας «έκτακτες περιστάσεις», γ) υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας του (ποσού 7.000 ευρώ για υλική ζημία, το οποίο αποτελεί το άθροισμα επιμέρους κονδυλίων και, συγκεκριμένα, ποσού 400 ευρώ, το οποίο θα του επεδίκαζε το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου εάν είχε ορθά εφαρμόσει τα άρθρα 5 και 7 του Κανονισμού 261/2004, ποσού 1.000 ευρώ που αντιστοιχεί στη δικαστική δαπάνη του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που το δικαστήριο αυτό θα του επεδίκαζε εάν είχε κάνει δεκτή την αγωγή του, ποσού 2.800 ευρώ που αντιστοιχεί στη δικαστική δαπάνη της αντιδίκου του εταιρείας, στην καταβολή της οποίας καταδικάστηκε με την απόφαση του Αρείου Πάγου, ποσού 2.800 ευρώ που αντιστοιχεί στη δική του δικαστική δαπάνη ενώπιον του Αρείου Πάγου, στην οποία θα καταδικαζόταν η αντίδικός του εταιρεία εάν είχε γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσής του, καθώς και ποσού 2.000 ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης) και των ως άνω αποφάσεων του Ειρηνοδικείου και του Αρείου Πάγου.
11. Επειδή, με το ως άνω περιεχόμενο, η κρινόμενη αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου, αποδιδομένων σε αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία δεν είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 8, αρμόδια για την εκδίκασή της, ελλείψει ειδικών διατάξεων περί ρητής υπαγωγής των σχετικών διαφορών στη δικαιοδοσία τους. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή παρίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη. Οίκοθεν νοείται ότι ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 1649/1986 (Α΄ 149), καθώς και οι ταυτοσήμου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), περί δυνατότητας επανάσκησης της αγωγής ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου, οι οποίες αποβλέπουν στη θεραπεία των δυσμενών συνεπειών που έχουν οι αποφάσεις που απορρίπτουν ένδικα βοηθήματα ελλείψει δικαιοδοσίας, ενόψει του κρατούντος δικονομικού συστήματος του χωρισμού των δικαιοδοσιών (ΣτΕ 3846/1997 Ολομ.). Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας που διατυπώθηκε στη σκέψη 8, η ένδικη αγωγή παραδεκτώς ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έχει δικαιοδοσία να την εκδικάσει.
12. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ εκτίμηση όμως των περιστάσεων ο ενάγων πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Επιλύει το εισαχθέν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζήτημα, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει την αγωγή.
Απαλλάσσει τον ενάγοντα από τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2020
Ο ΠρόεδροςΗ Γραμματέας
Αθ. ΡάντοςΕλ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2021.