ΣτΕ 819/2019,Ολομ., Δεν ασκείται Τριτανακοπή σε απόφαση πιλοτικής δίκης

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 819/2019, Ολομελείας (Μείζονος)

Περίληψη:Πιλοτική δίκη(άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010). Τριτανακοπή. Άσκηση τριτανακοπής κατά αποφάσεως που εκδόθηκε επί πιλοτικής δίκης. Προς διαφύλαξη του σκοπού για τον οποίο ο νομοθέτης εισήγαγε τον θεσμό της «δίκης – πιλότου», ο νόμος ρητώς απέκλεισε τη δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας από τους δυνάμενους κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 να ασκήσουν και μη ασκήσαντες παρέμβαση στη δίκη αυτή. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ο αποκλεισμός της δυνατότητας αυτής ισχύει, πολλώ μάλλον, και για όσους δεν επιτρεπόταν η άσκηση παρεμβάσεως. Μειοψηφία. Απορρίπτει την αίτηση (τριτανακοπή).

Πρόεδρος: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος (Προεδρεύων)

Εισηγητής: Σ. Μαρκάτης, Σύμβουλος

Δικηγόροι: I. Προυσανίδης, Αγγ. Καστανά (Ν.Σ.Κ.), Α. Παπαδημητροπούλου

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, χαρακτηριζόμενη από τους αιτούντες ως τριτανακοπή, ζητείται η εν μέρει εξαφάνιση της 431/2018 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η από­φαση αυτή εκδόθηκε επί προσφυγής των τεσσάρων πρώτων των καθ’ ών η αίτηση, ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), κατά των από μηνός Σεπτεμβρίου 2014 μισθοδοτικών καταστάσεών τους, η οποία, αν και ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήχθη προς εκδίκαση
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν αιτήσεως των προσφυγόντων, με την …/23.3.2015 πράξη της κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του v. 3900/2010 Τριμελούς Επιτροπής προκειμένου να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα των διατάξεων της υποπαραγράφου ΓΙ της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και της οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με βάση τις οποίες καταβλήθηκαν σε εκείνους μειωμένες αποδοχές.

4. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι διατάξεις της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου ΓΙ της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/ 14.11.2012, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Συναφώς, με την ίδια αυτή απόφαση το Δικαστήριο όρισε ότι οι συνέπειες της διαγνώσεως της
αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της αποφάσεως του επί της ασκηθείσας προσφυγής με την επισήμανση ότι για τους ήδη ασκήσαντες την εν λόγω προσφυγή και για όσους άλλους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, με την ίδια από­φαση έγινε δεκτή η ασκηθείσα προσφυγή και ακυρώθηκαν οι προσβληθείσες μισθοδοτικές καταστάσεις, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση στη Διοίκηση προς διενέργεια των νομίμων.

5. Επειδή, οι νυν αιτούντες, ιατροί του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι υπηρετούσαν πριν από τον χρόνο δημοσιεύσεως της 431/2018 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου και οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν προσέφυγαν ατομικώς κατά των μισθοδοτικών τους καταστάσεων ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου ούτε μετείχαν στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ζητούν την εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής κατά το μέρος που όρισε ως χρονικό σημείο επελεύσεως της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας τον χρόνο δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως, υποστηρίζοντες ότι: α. ο περιορισμός της αναδρομικότητας του ακυρωτικού αποτελέσματος σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 3β. του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014, με αναλογική εφαρμογή της σχετικής διατάξεως και στις διαφορές ουσίας, δεν είναι νοητός σε περιπτώσεις, στις οποίες ο λόγος ακυρώσεως μιας διοικητικής πράξεως είναι η αντισυνταγματικότητά της, καθώς τότε υπάρχει παραβίαση του 93 παρ. 4 του Συντάγματος, σε κάθε δε περίπτωση, εν όψει των προβλέψεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο δεν μπορεί να υποχρεώσει τα δικαστήρια της ουσίας να εφαρμόσουν αντισυνταγματικό νόμο, β. ο περιορισμός της υποχρεώσεως για αναδρομική συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση μπορεί να αφορά μόνο τους αιτούντες και σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί θίγονται οι αποζημιωτικές αξιώσεις προσώπων που δεν μετείχαν στη δίκη, διαφορετική δε εκδοχή θα ήταν αντίθετη ιδίως στα άρθρα 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, γ. η επίμαχη κρίση της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως παραβιάζει την αρχή της ισότητας καθώς επιφέρει διαφορετική μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, ενώ η αρχή της ισότητας παραβιάζεται και από την άποψη ότι αντίστοιχη κρίση δεν έχει συμπεριληφθεί σε αποφάσεις επί υποθέσεων άλλων κατηγοριών προσώπων, που επίσης υπάγονται σε ειδικό μισθολόγιο και δ. ο ορισμός του χρόνου δημοσιεύσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως ως χρονικού σημείου επελεύσεως της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας στην ένδικη υπόθεση παραβιάζει αυτή την ίδια τη διάταξη της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως μπορούν να ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου ενάρξεως ισχύος της πράξεως που ακυρώθηκε και πάντως προγενέστερο του χρόνου δημοσιεύσεως της αποφάσεως.

9. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίζονται τα εξής: «1. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του ν. 4055/2012, Α΄ 51 και, στην συνέχεια, με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, Α΄ 240) Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα… Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιον του. 3. (παράγραφος προστεθείσα με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 4055/2012) Μετά την επίλυση του ζητήματος κατά τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, οι υποθέσεις των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, που θέτουν μόνο αυτό το ζήτημα, εισάγονται υποχρεωτικά προς κρίση σε συμβούλιο κατά τα άρθρα 34Α και 34Β του π.δ. 18/1989 και 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας…».

10. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις εισήχθη ο θεσμός της «δίκης – πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές
αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφ’ όσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα
γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Συμβούλιο της Επικρατείας εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις δια­τάξεις του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΦΕΚ Α΄ 8) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣτΕ Ολομ. 1118/2014, 1971/2012, 601/2012), με την δε απόφασή του μπορεί είτε να επιλύσει μόνο το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και να παραπέμψει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο είτε να δικάσει το ένδικο βοήθημα ή μέσο.

11. Επειδή, λόγω της σημασίας της επιλύσεως του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος για την διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου, ο νόμος παρέχει σε όσους έχουν εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα, την δυνατότητα να παρέμβουν στην δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και να εκθέσουν την άποψή τους για το ζήτημα αυτό. Για τον σκοπό αυτό, ο νόμος προβλέπει την δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών της πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 περί εισαγωγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Προς διαφύλαξη όμως του σκοπού για τον οποίο ο νομοθέτης εισήγαγε τον θεσμό της «δίκης – πιλότου», ο νόμος ρητώς απέκλεισε την δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας από τους δυνάμενους κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 να ασκήσουν και μη ασκήσαντες παρέμβαση στην δίκη αυτή, διασφαλίζοντας, με τον αποκλεισμό της ανακοπής ή τριτανακοπής, την οριστική επίλυση του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος και την μη επάνοδο του Συμβουλίου της Επικρατείας στα κριθέντα με την απόφασή του. Πράγματι, η «δίκη – πιλότος» θα έχανε κάθε πρακτική σημασία και θα οδηγούσε σε ατέρμονη σειρά δικών αν οποιοσδήποτε, στον οποίο, μάλιστα, παρεχόταν από το νόμο η δυνατότητα συμμετοχής στη μία αυτή δίκη και μετά την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, (αφού, έχοντας ήδη ανοίξει εκκρε­μή δίκη και έχοντας εκδηλώσει εγκαίρως το ενδιαφέρον του για την υπόθεσή του, ευλόγως του παρέχεται η δυνατότητα αυτή), επέλεγε να μη συμμετάσχει στην ειδική αυτή δίκη, επιφυλάσσοντας στον εαυτό του, ανάλογα με την έκ­βασή της, την ευχέρεια να δημιουργήσει νέα δίκη στο ανώτατο δικαστήριο, με αποτέλεσμα τη διαρκή επανεξέταση του αυτού, έχοντος ήδη επιλυθεί, ζητήματος. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ο αποκλεισμός της δυνατότητας αυτής ισχύει, πολλώ μάλλον, και για όσους δεν επιτρεπόταν η άσκηση παρεμβάσεως. Τούτο, διότι αυτοί δεν είχαν εγκαίρως ενδιαφερθεί να ασκήσουν το τυχόν δικαίωμά τους εγείροντας σχετική δίκη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, με συνέπεια να δεσμεύονται πλήρως από τα «πιλοτικώς» κριθέντα στην ειδική αυτή δίκη και να μη δύνανται να εγείρουν εκ νέου το αυτό ζήτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ασκώντας το ένδικο μέσο της ανακοπής ή τριτανακοπής κατά της «πιλοτικής» αποφάσεως. Άλλωστε, το ένδικο αυτό μέσο δεν προβλέπεται στις συγκεκριμένες ειδικές αυτές δικονομικές διατάξεις, τούτο δε το μεν είναι αναγκαίο για τη λυσιτέλεια της σχετικής «πιλοτικής» διαδικασίας, το δε είναι εκ των προτέρων γνωστό για κάθε ενδιαφερόμενο. Αν και κατά την γνώμη των Συμβούλων Ευαγ. Νίκα, Σ. Μαρκάτη, Κ. Πισπιρίγκου, Τ. Κόμβου και Β. Πλαπούτα, ο νόμος αποκλείει ρητώς την δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής κατά της «πιλοτικής» αποφάσεως του Συμβουλίου της
Επικρατείας από τους δυνάμενους κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 να ασκήσουν και μη ασκήσαντες παρέμβαση στην «πιλοτική» δίκη. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιλαμβανόμενο συγκεκριμένης διαφοράς προκειμένου να επιλύσει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, δικάζει την υπόθεση εφαρμόζοντας τους δικονομικούς κανόνες που την διέπουν και, επομένως, στην δίκη αυτή δέχεται, ως παρεμβαίνοντες, εκείνους των οποίων έννομο συμφέρον εξαρτάται από την έκβαση της δίκης, διαφορετικά, η απόφαση, την οποία εκδίδει, υπόκειται σε τριτανακοπή από αυτούς υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της (όπως αυτές των άρθρων 106-108 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) απο­κλεισμός αυτής της τριτανακοπής, κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στον νόμο για την κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 ιδιότυπη παρέμβαση, καθώς και εν όψει του σκοπού της «δίκης – πιλότου», δεν χωρεί, διότι η προβλεπόμενη από τις δικονομικές διατάξεις που διέπουν την υπόθεση τριτανακοπή παρέχεται προς διασφάλιση δικαστικής προστασίας εννόμου συμφέροντος στην συγκεκριμένη διαφορά, για την υπεράσπιση του οποίου, άλλωστε, η επίλυση του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος ενδέχεται να στερείται σημασίας. Ο δε Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς διατύπωσε γνώμη η οποία εκτίθεται στην σκέψη 13.

12. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η εν μέρει εξαφάνιση της 431/2018 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατ’ αποφάσεως η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 και η οποία, ως εκ τούτου, είναι απρόσβλητη, ακόμη και με τριτανακοπή των δυναμένων να ασκήσουν την κατά τις διατάξεις αυτές ιδιότυπη παρέμβαση – τέτοιοι, άλλωστε, δεν είναι οι αιτούντες – ή με την κατά τα άρθρα 106-108 ΚΔΔ τριτανακοπή. Απορριπτέα δε καθίσταται, προεχόντως εκ μόνου του λόγου αυτού, η ασκηθείσα υπέρ των αιτούντων παρέμβαση. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη Συμβούλων Ευαγ. Νίκα, Σ. Μαρκάτη, Κ. Πισπιρίγκου, Τ. Κόμβου και Β. Πλα­πούτα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, διότι η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσα επί προσφυγής ουσίας ιατρών Ε.Σ.Υ. κατά μισθοδοτικών καταστάσεων που αφορούσαν αποκλειστικώς αυτούς, υπόκειται μόνο στην κατά τα άρθρα 106-108 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τριτανακοπή από τρίτους που θα είχαν, κατά το άρθρο 113 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δικαίωμα παρεμβάσεως στην δίκη επί της προσφυγής αυτής και τέτοιοι δεν είναι – ούτε, άλλωστε, ισχυρίζονται ότι είναι – οι αιτούντες, των οποίων ουδέν έννομο συμφέρον εξαρτιόταν από την ακύρωση ή μη των προσβληθεισών με την προσφυγή συγκεκριμένων μισθοδοτικών καταστάσεων.

13. Επειδή, μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Όπως έχει κριθεί (βλ.ΣΕ Ολομ. 3170,1118/2014, 694/2013,1971,1619,601/2012) επί πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 το Συμβούλιο της Επικρατείας εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις. Η τριτανακοπτόμενη απόφαση (ΣΕ 431/2018) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 113 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έκανε δεκτές τις παρεμβάσεις α) της “Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.Γ.Ε.)” και β) του “Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου” κρίνοντας ότι οι παρεμβάσεις αυτές συνδέονται ευθέως με τις συνθήκες ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, ήτοι με ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος για τους ιατρούς. Για την ταυτότητα του λόγου πρέπει να γίνει δεκτή και η κρινόμενη τριτανακοπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106 παρ. 1 του ΚΔΔ, δοθέντος ότι οι τριτανακόπτοντες ιατροί του ΕΣΥ υπηρετούσαν πριν από τον χρόνο δημοσιεύσεως της ΣΕ 431/2018 αποφάσεως σε οργανικές θέσεις του κλάδου ιατρών του ΕΣΥ και, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν προσέφυγαν ατομικώς κατά των μισθοδοτικών καταστάσεων ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου ούτε μετείχαν στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. Με την κρινόμενη τριτανακοπή ζητείται η εξαφάνιση της τελευταίας κατά το μέρος που όρισε ως χρονικό σημείο επελεύσεως της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας τον χρόνο δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως. Εν προκειμένω, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 106 του Κ.Διοικ.Δ. διότι α) οι τριτανακόπτοντες βλάπτονται εν μέρει, κατά τα ανωτέρω, από την τριτανακοπτόμενη απόφαση, β) η τριτανακοπτόμενη απόφαση εκδόθηκε μεταξύ άλλων, δοθέντος ότι οι τριτανακόπτοντες δεν είχαν ασκήσει παρέμβαση στη συγκεκριμένη δίκη επειδή τότε δεν συνέτρεχαν οι δικονομικές προϋποθέσεις. Η αόριστη δε επίκληση του δημοσίου συμφέροντος ως εκ του ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση εκδόθηκε επί πιλοτικής δίκης δεν δύναται να δικαιολογήσει το απαράδεκτο της κρινόμενης τριτανακοπής επειδή τούτο θα είχε ως συνέπεια η αόριστη επίκληση του δημοσίου συμφέροντος να τίθεται υπεράνω υπερκείμενων κανόνων συνταγματικής τάξεως (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ/τος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και ρητών δικονομικών κανόνων του τυπικού νομ