ΣτΕ 990/06, Β τμ.,ΑΝΑΙΡΕΣΗ – ΕΠΙΔΟΣΗ : η επίδοση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης γίνεται κατά το άρθρο 195 ΚΔΔ.Επι φορολογικών στη ΔΟΥ αλλά αναίρεση ασκεί και ο Υπ. Οικονομικών.

ΣΤΕ

Αριθμός 990/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α. Συγγούνα, Κ. Βιολάρης, Σύμβουλοι, Α Σδράκα, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 23 Ιουλίου 2003 αίτηση:
του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με το Θ. Τσιρά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ – REPORTER», που εδρεύει στην Αθήνα (Ζωσιμάδων 6), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Κων/νο Κατηφόρη (Α.Μ. 10471), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ. 1656/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται η καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1656/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 3994/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρίας είχε ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 15/1997 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ι Αθηνών με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος της πρόστιμο ύψους 52.864.000 δραχμών για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ Α 43), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α 31), «Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Ιουνίου – 10ης Ιουλίου 1944 “Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΦΕΚ 139 Α), όπως τροποποιηθείσες ισχύουν, έχουν εφαρμογή και στις δικαστικές διαφορές του Δημοσίου, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές, τις υποθέσεις των περιπτώσεων ε’ και ζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α) και τις υποθέσεις της ακυρωτικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Εφετείων. …». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι επί των κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Οργανισμού των Φορολογικών Δικαστηρίων (Ν.Δ. 3845/1958, ΦΕΚ Α 149), 1 και 73 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας (Ν. 4125/1960, ΦΕΚ Α 202) και 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4486/1965 (ΦΕΚ Α 131) φορολογικών διαφορών δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του κ.δ/τος της 26.6/10.7.1944 και, συνεπώς, κοινοποιήσεις δικογράφων (στα οποία περιλαμβάνονται και οι δικαστικές αποφάσεις) και προς άλλα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, πλην του Υπουργού Οικονομικών, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, παράγουν έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων η έναρξη δικονομικών προθεσμιών (πρβλ. και ΣτΕ 876/2005 7μ., 2109/2003).
4. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α 97), ορίζει στις εφαρμοστέες εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 ότι «Το Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό Οικονομικών. Κατ’ εξαίρεση, τούτο εκπροσωπείται κατά την εκδίκαση : α) των φορολογικών εν γένει διαφορών, από την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της, …» και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 49 ότι «1. Οι επιδόσεις δικογράφων προς το Δημόσιο γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών. Τα δικόγραφα αυτά παραδίδονται : αν απευθύνονται ενώπιον δικαστηρίων της Αθήνας ή του Πειραιά, στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ενώ αν απευθύνονται ενώπιον άλλων δικαστηρίων της Χώρας, είτε στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, είτε στο κατά τόπο αρμόδιο Γραφείο Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικό Γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 2. Κατ’ εξαίρεση, στις φορολογικές εν γένει διαφορές οι επιδόσεις προς το Δημόσιο γίνονται προς την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της». Οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στην, κατ’ εξαίρεση, επί των φορολογικών εν γένει διαφορών, εκπροσώπηση του Δημοσίου από την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που, παρά το νόμο, παρέλειψε την έκδοσή της και στην προς την εν λόγω αρχή επίδοση δικογράφων.
5. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α 8) και 22 παρ. 5 του ν. 1868/1989 (Α 230) συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκείται από το δημόσιο ή τη διάδικο διοικητική αρχή μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την προς αυτούς κοινοποίηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, κατ’ άρθρο 195 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. «Οι αποφάσεις επιδίδονται στους διαδίκους, σε κυρωμένα αντίγραφα, με τη φροντίδα της γραμματείας. …».
6. Επειδή, όπως προκύπτει από την από 25.10.2002 έκθεση επίδοσης του Επιμελητή Διοικητικών Δικαστηρίων, Γεωργίου Δερμιτζόγλου, αντίγραφο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επιδόθηκε κατά την ανωτέρω ημερομηνία στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ι Αθηνών, ο οποίος είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη με την προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας πράξη (και είχε εκπροσωπήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην κατ’ έφεση δίκη). Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 24.7.2003, σε χρόνο, δηλαδή, κατά πολύ μεταγενέστερο της παρόδου της πιο πάνω εξηκονθήμερης προθεσμίας από της επιδόσεως, ασκείται εκπροθέσμως και, συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Δ ι α τ α ύ τ α
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρίας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2006
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος     Η Γραμματέας
 
Φ. Στεργιόπουλος         Π. Στεργιοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 2006.
Ο Πρόεδρος του Β’ Τμήματος  Η Γραμματέας του Β’ Τμήματος
 
Φ. Στεργιόπουλος  Μ. Μπερδεμπέ