ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ( ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ 3689 ΚΑΙ 3900)

Σημειώσεις

Σημειώσεις στη Διοικητική Δικονομία (α΄ κλιμάκιο)

 

(κ. Λαζαράτος)

Διοικητικές διαφορές ανάμεσα σε:

Δημόσιο – διαφορά- Ιδιώτης

Διαφορά: διατάραξη βιοτικών σχέσεων

Στις διοικητικές διαφορές τη διατάραξη δημιουργεί πάντα το δημόσιο.

Δημόσιο: εναγόμενος

Ιδιώτης: ενάγων

 

Διοικητική Διαφορά: διατάραξη εννόμου σχέσεως από την πλευρά του δημοσίου.

 

Δημόσιο: 

Α. Ν.Π.Δ.Δ. 

Β. Κράτος

-Κεντρικό

-Αποκεντρωμένο (περιφερειάρχες)

Γ. Ο.Τ.Α. 

-α΄ βαθμού

-β΄ βαθμού

 

*Για να είναι διοικητική η διαφορά πρέπει η διατάραξη να δημιουργείται από το δημόσιο και όταν το δημόσιο βρίσκεται πάνω από τον ιδιώτη, όταν βρίσκεται σε καθεστώς εξουσίας σε σχέση με τον ιδιώτη.

*Η διατάραξη της εννόμου σχέσεως πρέπει να συμβαίνει από την πλευρά του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας.

 

Διοικητικά Δικαστήρια

1.Συμβούλιο της Επικρατείας

2.Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια

Διοικητικό Πρωτοδικείο

Διοικητικό Εφετείο

 

-Δικάζουν διοικητικές διαφορές.

-Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια: διαφορές ουσίας.

Συμβούλιο της Επικρατείας: διαφορές ακυρώσεως.

 

Διαφορές ουσίας είναι αυτές που ο νόμος λέει ότι είναι διαφορές ουσίας ενώ ακυρωτικές διαφορές είναι όλες οι υπόλοιπες.

 

Χαρακτηριστικές διαφορές ουσίας:

1)Φορολογικές διαφορές

2)Ν.702/77 αρ. 77- Κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές.

Α. Διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως.

Β. Διαφορές που αφορούν ανάπηρους, πολεμοπαθείς, σεισμοπαθείς κ.τ.λ.

Γ. Νομοθεσία που αφορά λαϊκή στέγη και εργατική κατοικία.

Δ. Αποκατάσταση γεωργών και κτηνοτρόφων.

Ε. Ζητήματα που αφορούν υγειονομική περίθαλψη.

3)Ν. 1406/83

Α. Δημοτική και κοινοτική φορολογία.

Β. Καθορισμός των ορίων της περιφέρειας δήμων και κοινοτήτων.

Γ. Επιτάξεις

Δ. Λατομικές διαφορές.

Ε. Τα σήματα (εμπορικό δίκαιο).

ΣΤ. Σχέσεις Ο.Γ.Α. και των ασφαλισμένων.

Ζ. Το κύρος των κοινοτικών και εκλογικών διαφορών.

Η. Διαφορές που αφορούν την αστική ευθύνη του κράτους (α. 104, 105 Εις. Ν.Α.Κ.).

Θ. Αποδοχές Υπαλλήλων.

Ι. Διαφορές από διοικητικές συμβάσεις.

Ια. Διαφορές από την είσπραξη δημοσίων εσόδων.

Ιβ. Ανακοπή.

 

Ένδικα Βοηθήματα (για προσβολή διοικητικής πράξης)

-Για τ.δ.δ. :

1)Προσφυγή

2)Ανακοπή

-Για Σ.τ.Ε. :

Αίτηση ακυρώσεως

 

Π.Δ. 18/89 α. 17$2

Περιεχόμενο Δικογράφου

 

Π.χ. Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

Αίτηση Ακυρώσεως

Α. Ήμελλου του Ηλία κατοίκου Αθηνών οδός Κροίσνας 16-18 Κυψέλη.

 

Κατά 

της υπ΄αριθμ΄ ΣΤ/ΔΕ/29.10.2002 Πράξεως του Δ-του Α.Τ.

και

του ελληνικού δημοσίου όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Για τους λόγους αυτούς ζητώ

να ακυρωθεί η ως άνω προσβαλλόμενη πράξη και να δικαστεί το δημόσιο στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.

 

(Ημερομηνία)

(Σφραγίδα)

(Υπογραφή)

 

Αθήνα, 4.11.2002

Ο Πληρεξ. Δικηγόρος

υπογραφή (απαραιτήτως)

 

Α) ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ:

-Το ΣτΕ ιδρύθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1835, σε απομίμηση του

γαλλικού Conseil d’ Etat, είχε γνωμοδοτική αρμοδιότητα στα σχέδια

διαταγμάτων και λειτούργησε ως το 1844. Προβλέφθηκε πάλι από το

Σύνταγμα του 1927 και ακολούθησαν πολλές τροποποιήσεις.

 

-Η δικαιοδοσία, συγκρότηση και λειτουργία του ρυθμίζονται σήμερα στο

άρθρο Σ95, ενώ τροποποιήσεις και κωδικοποιήσεις επήλθαν με τους

Ν.702/77, Π.Δ.18/1989, Ν.2145/1993, Ν.2479/1997, Ν.2721/1999. Είναι το

ανώτατο ακυρωτικό και αναιρετικό δικαστήριο.

 

-Στη σύνθεση του ΣτΕ μετέχουν δικαστικοί λειτουργοί που απολαμβάνουν

λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας (άρθρο Σ88παρ.1). Συγκεκριμένα:

 

1)Το προεδρείο: Ο πρόεδρος έχει τη γενική διεύθυνση των εργασιών του

ΣτΕ, το εκπροσωπεί στις σχέσεις του με τις δημόσιες αρχές, προΐσταται

της Ολομέλειας και προεδρεύει σε οποιοδήποτε από τα Τμήματα. Από τους 7

αντιπροέδρους οι 6 προΐστανται ενός από τα Τμήματα Α’, Β’, Γ’, Δ’, Ε’,

ΣΤ’.

 

2)42 σύμβουλοι: Επιτελούν έργα εισηγητή και μετέχουν στις συνεδριάσεις του ΣτΕ με αποφασιστική ψήφο.

 

3)48 πάρεδροι: Μετέχουν στην επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων

με αποφασιστική ψήφο, αλλά εκτελούν και έργο εισηγητή και μετέχουν στις

συνεδριάσεις με συμβουλευτική μόνο ψήφο.

 

4)50 εισηγητές: Επικουρούν τους συμβούλους και τους παρέδρους στην

ετοιμασία και διάγνωση των υποθέσεων, αλλά δεν συμμετέχουν στις

συνεδριάσεις του δικαστηρίου.

 

5)Το προσωπικό της γραμματείας του ΣτΕ: Εκτελεί καθήκοντα γραμματέως της Ολομέλειας και του αντίστοιχου Τμήματος του ΣτΕ.

 

-Το ΣτΕ ασκεί τις αρμοδιότητές του σε Ολομέλεια ή σε Τμήματα (δικαστικός σχηματισμός): 1) Σε Ολομέλεια:

Συντίθενται από τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους, τους συμβούλους, 2

παρέδρους και το γραμματέα. Η αρμοδιότητά της καθορίζεται απευθείας από

το νόμο και είναι ειδική. Η Ολομέλεια είναι αρμόδια μόνο για: α.

υποθέσεις που εισάγονται απευθείας σε αυτή με πράξη του προέδρου λόγω

μεγαλύτερης σπουδαιότητας και, β. υποθέσεις που παραπέμπονται σε αυτή

με απόφαση ενός εκ των Τμημάτων για τον ίδιο λόγο ή επειδή το τμήμα

έκρινε ότι η εφαρμοστέα νομοθετική διάταξη είναι αντισυνταγματική.

Επίσης, λύνει τυχόν διαφωνίες μεταξύ των Τμημάτων για τις αρμοδιότητές

τους.

 

2) Σε Τμήματα (Α’, Β’, Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’): Η σύνθεση

των Τμημάτων είναι πενταμελής (ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, 4

σύμβουλοι, 2 πάρεδροι, ο γραμματέας) ή επταμελής (ο πρόεδρος ή ο

αναπληρωτής του, 2 σύμβουλοι, 2 πάρεδροι, ο γραμματέας). Η αρμοδιότητα

των Τμημάτων καθορίζεται και από το νόμο και από διατάγματα. Τα Τμήματα

Α’, Β’, Γ’, Ε’, ΣΤ’ με 5μελή σύνθεση έχουν ειδική αρμοδιότητα (είναι

δηλαδή αρμόδια μόνο για τις υποθέσεις που έχουν υπαχθεί ειδικώς σε αυτά

με τα προαναφερόμενα διατάγματα), ενώ το Τμήμα Δ’ με 5μελή σύνθεση έχει

γενική αρμοδιότητα (είναι δηλαδή αρμόδιο για κάθε υπόθεση που δεν έχει

εισαχθεί στην Ολομέλεια ή στην 7μελή σύνθεσή του απευθείας και η οποία

δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των άλλων Τμημάτων). Τα Τμήματα με 7μελή

σύνθεση εκδικάζουν υποθέσεις αρμοδιότητας της 5μελούς σύνθεσης του

ιδίου Τμήματος, που για λόγους σπουδαιότητας εισάγονται σε αυτά με

πράξη του Προέδρου του Τμήματος ή παραπέμπονται σε αυτά από την 5μελή

σύνθεση.

 

Η αναρμοδιότητα των Τμημάτων εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων.

 

-Κάθε 2 χρόνια συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειας ειδική επιτροπή,

με αρμοδιότητες την κατάρτιση ειδικής έκθεσης για τις δραστηριότητες

του ΣτΕ, στην οποία επισημαίνονται και οι οργανωτικές ή διαδικαστικές

μεταβολές της νομοθεσίας, ενώ γίνεται και διαπίστωση της συμμόρφωσης

της Διοίκησης προς τις αποφάσεις του ΣτΕ.

 

 

 

Β) ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣτΕ:

 

Η αρμοδιότητα του ΣτΕ καθορίζεται απευθείας από το Σύνταγμα στο άρθρο Σ95παρ.1:

 

1)Η ακύρωση, μετά από αίτηση, των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών

αρχών, για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου (ένδικο βοήθημα:

αίτηση ακυρώσεως),

 

2)Η αναίρεση, μετά από αίτηση, τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών

δικαστηρίων, για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου (ένδικο

βοήθημα: αίτηση αναιρέσεως),

 

3)Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σε αυτό

σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους (ένδικο βοήθημα: υπαλληλική

προσφυγή),

 

4)Η προληπτική επεξεργασία όλων των διαταγμάτων με κανονιστικό χαρακτήρα.

 

-Οι 3 πρώτες αρμοδιότητες είναι δικαστικές, ενώ η τελευταία είναι διοικητική.

 

-Άρθρο Σ95παρ.3: Με νόμο μπορεί να υπαχθεί η εκδίκαση ορισμένων

αιτήσεων ακυρώσεως σε διοικητικά δικαστήρια άλλου βαθμού (πχ διοικητικά

εφετεία) και τότε στο ΣτΕ επιφυλάσσεται η σε τελευταίο βαθμό

αρμοδιότητα (ένδικο βοήθημα: έφεση).

 

-Ο καθορισμός της ακυρωτικής αρμοδιότητας απευθείας από το Σύνταγμα

συνεπάγεται ότι η αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί να καταργηθεί με πράξεις

του νομοθετικού οργάνου, αλλά εξαιρέσεις από την αρμοδιότητα αυτή

επιτρέπονται μόνο με συνταγματικές διατάξεις.

 

-Για την αναιρετική αρμοδιότητα το Σύνταγμα παρέχει δυνατότητα

αποκλεισμού σε ορισμένες περιπτώσεις (“όπως νόμος ορίζει”/ άρθρο

Σ95παρ.1β).

 

-Εάν υπαχθεί στο ΣτΕ με αίτηση ακυρώσεως υπόθεση που δεν ανήκει στην

αρμοδιότητά του αλλά πρόκειται για ακυρωτική διαφορά που υπάγεται σε

ΔΕ, μπορεί να την παραπέμψει σε αυτό ή να την δικάσει το ίδιο. Εάν όμως

πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας, την παραπέμπει στο αρμόδιο

διοικητικό δικαστήριο.

 

 

 

Γ) Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ (Σ95παρ.1α)

 

Αίτηση ακυρώσεως= το εισαγωγικό της δίκης ένδικο βοήθημα, το οποίο

ασκείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις ενώπιον του ΣτΕ ή του αρμόδιου

διοικητικού δικαστηρίου (όπου αυτό προβλέπεται από το νόμο) και με το

οποίο επιδιώκεται η εξαφάνιση μιας διοικητικής πράξης, για ορισμένους

λόγους σχετικά με την εξωτερική ή εσωτερική νομιμότητά της. Η αίτηση

ακυρώσεως εισάγει ακυρωτική διαφορά και χωρεί κατά των διοικητικών

πράξεων και μόνο.

 

1)ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

 

α) Γενικές υποκειμενικές προϋποθέσεις: Πρέπει να συντρέχουν για την παραδεκτή άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος.

 

1.Ικανότητα δικαίου:

Δυνατότητα υποβολής αίτησης ακυρώσεως σε όλους όσους κατά το αστικό

ουσιαστικό δίκαιο έχουν ικανότητα δικαίου ή προσωπικότητα (δηλαδή

φυσικά και νομικά πρόσωπα + κυοφορούμενο +ενώσεις προσώπων χωρίς νομική

προσωπικότητα),

 

2.Ικανότητα για δικαστική παράσταση:

Δυνατότητα εκείνου που έχει ικανότητα δικαίου να επιχειρεί κάθε

διαδικαστική πράξη στο δικό του όνομα. Όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν

και δικαιοπρακτική ικανότητα και τα νομικά πρόσωπα – άρθρα 63-64 του

ΚΠολΔ. 

 

β) Ειδικές υποκειμενικές προϋποθέσεις: Αναφέρονται στον αιτούντα και σε ορισμένες ενέργειές του. Είναι οι εξής:

 

1.Η ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΝΟΜΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ: Στην περίπτωση της άσκησης

αιτήσεως ακυρώσεως, το συμφέρον συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει για

τον αιτούντα η νομική ρύθμιση (αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης

που έχει διαταραχθεί από μία διοικητική πράξη), η οποία μπορεί να

επέλθει με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης ή την ακύρωση της

παράλειψης.

 

-Για να υπάρχει έννομο συμφέρον πρέπει να συντρέχουν 2 προϋποθέσεις: α.

η προσβαλλόμενη πράξη να έχει προκαλέσει υλική ή ηθική βλάβη στον

αιτούντα, β. ο αιτών υφίσταται την βλάβη αυτή υπό ορισμένη ιδιότητα που

αναγνωρίζουν οι κανόνες δικαίου, δηλαδή υπάρχει μία ειδική έννομη σχέση

αιτούντα- προσβαλλόμενης πράξης. Το συμφέρον πρέπει να μην αντίκειται

στο δίκαιο και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας.

 

-Για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως αρκεί το απλό έννομο συμφέρον και

δεν απαιτείται η προσβολή δικαιώματος. Η έννοια του συμφέροντος είναι

ευρύτερη από την έννοια του δικαιώματος. [Εδώ στηρίζεται και η διάκριση

των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές, που συνδέονται με την προστασία

των συμφερόντων, και σε ουσιαστικές, που συνδέονται με την προστασία

των δικαιωμάτων.]

 

-Το έννομο συμφέρον είναι υλικό, όταν η βλάβη που προκαλείται από την

προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά περιουσιακά δικαιώματα και μπορεί

να αποτιμηθεί σε χρήμα, ή ηθικό, όταν η βλάβη δεν συνίσταται σε

περιουσιακή ζημία αλλά αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον

αιτούντα.

 

-Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε 3 χρονικά σημεία: α.

κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, β. κατά την άσκηση

(κατάθεση) της αιτήσεως ακυρώσεως και, γ. κατά τη συζήτησή της.

 

-Περιπτώσεις όπου εμποδίζεται η δημιουργία έννομου συμφέροντος: α. όταν

η προσβαλλόμενη πράξη είναι θετική και εκδόθηκε μετά από αίτηση του

ίδιου, β. όταν ο ίδιος ο αιτών έδωσε κατά οποιοδήποτε τρόπο την

συναίνεσή του για την έκδοση της πράξης.

 

-Περιπτώσεις όπου το έννομο συμφέρον εκλείπει μεταγενέστερα: α. για υποκειμενικούς λόγους:

διακοπή νομικού δεσμού μεταξύ αιτούντα- προσβαλλόμενης πράξης, αποδοχή

της πράξης από τον αιτούντα (η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή,

πρέπει όμως να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και να μην έγινε λόγω

νόμιμης υποχρέωσης, οικονομικής ανάγκης, παράνομης βίας ή απειλής,

καθώς και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου), β. για αντικειμενικούς λόγους:

όταν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης εξέλιπε από

διάφορους λόγους, η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίστηκε εξαρχής ή έπαψε η

ισχύς της, έληξε η προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε να προβεί σε

ορισμένη ενέργεια ο διοικούμενος.

 

-Χαρακτηριστικά του έννομου συμφέροντος: α. προσωπικό:

Ειδικός δεσμός μεταξύ αιτούντος και προσβαλλόμενης πράξης. Ο προσωπικός

χαρακτήρας του έννομου συμφέροντος αποκλείει την φύση της αιτήσεως

ακυρώσεως ως λαϊκής αγωγής. Τα νομικά πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον να

ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως όταν προσβάλλονται τα δικαιώματα είτε του

ίδιου του νομικού προσώπου είτε του συνόλου των μελών του (εφόσον η

προστασία αυτών περιλαμβάνεται στους σκοπούς του νομικού προσώπου), ΟΧΙ

όμως και όταν προσβάλλονται τα συμφέροντα μερικών από τα μέλη του. β. άμεσο:

Το έννομο συμφέρον συνδέεται απευθείας με το πρόσωπο του αιτούντος,

αφού την βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υφίσταται ο ίδιος και όχι

άλλο πρόσωπο. γ. ενεστώς: Υφίσταται κατά τη στιγμή που

εκδίδεται η πράξη, κατά τη στιγμή που ασκείται η αίτηση ακυρώσεως και

κατά τη στιγμή που εκδικάζεται αυτή.

 

 

 

2.Η ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ: Κατά κανόνα, για την άσκηση

αιτήσεως ακυρώσεως τάσσεται προθεσμία 60 ημερών (άρθρο 46παρ.1 ν.δ.

170/1973), προθεσμία που μπορεί να παραταθεί για 30 ημέρες αν ο

ενδιαφερόμενος διαμένει στο εξωτερικό. Ειδικές διατάξεις προβλέπουν

βραχύτερες ή μακρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία που δίνεται είναι

ανατρεπτική, δηλαδή μετά την πάροδό της η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται

ως απαράδεκτη. Γεγονότα από τα οποία αρχίζει η προθεσμία είναι σύμφωνα

με το νόμο:

 

Δημοσίευση στην ΕτΚ ή όπου προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις, για

τις κανονιστικές πράξεις και για τις δημοσιευτέες ατομικές (η προθεσμία

αρχίζει από την δημοσίευση μόνο για τους τρίτους). Η δημοσίευση πρέπει

να είναι πλήρης και σαφής. Όταν η χρονολογία του φύλλου της ΕτΚ και της

πραγματικής κυκλοφορίας του δεν συμπίπτουν, η προθεσμία αρχίζει από την

ημερομηνία κυκλοφορίας.

 

Κοινοποίηση Απαιτείται στην περίπτωση των ατομικών πράξεων και η

προθεσμία ξεκινά από την κοινοποίηση χωρίς να έχει σημασία αν η πράξη

δημοσιεύτηκε ή αν τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται με την έκδοση

αυτής. Η κοινοποίηση πρέπει να γίνεται με την διαδικασία που προβλέπει

ο νόμος ώστε να περιέλθει αυτή στον ενδιαφερόμενο και να αποδεικνύεται

με έγγραφο δημόσιου ή άλλου αρμόδιου οργάνου. Η κοινοποίηση πρέπει να

είναι πλήρης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικές διατάξεις σχετικές με

τους δημοσίους υπαλλήλους θεσπίζουν αμάχητο τεκμήριο ότι έγινε η

κοινοποίηση.

 

Γνώση Ισοδυναμεί με την κοινοποίηση. Για τις ατομικές πράξεις, η

προθεσμία για τους ενδιαφερόμενους αρχίζει από τη στιγμή που αυτή

περιήλθε σε πλήρη γνώση τους, όπως άλλωστε και για τους αιτούντες

τρίτους σε μη δημοσιευτέες πράξεις. Στις δημοσιευτέες πράξεις, η γνώση

θεωρείται ότι συμπίπτει με την κοινοποίηση. Νομολογία ΣτΕ: Τεκμήριο

εμπρόθεσμης άσκησης της αίτησης ακυρώσεως όταν η προθεσμία αρχίζει από

την κοινοποίηση ή τη γνώση, εάν αυτή δεν προκύπτει σαφώς από τα

στοιχεία του φακέλου. Η νομολογία έχει θεσπίσει ορισμένα τεκμήρια

πλήρους γνώσης της πράξης, πχ υποβολή προσφυγής, ένστασης ή αναφοράς

παραπόνων, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της

πράξης, κλπ.

 

-Όταν ασκείται αίτηση ακυρώσεως κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης

ενέργειας, η προθεσμία αρχίζει από τη στιγμή που θα συμπληρωθούν οι

προϋποθέσεις της παράλειψης (βλ. υποβολή αίτησης στην διοίκηση, πάροδος

προθεσμίας 3 μηνών).

 

-Σε περίπτωση ομοδικίας, η εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως

κρίνεται ιδιαίτερα για καθένα από τους ομοδίκους. Στην περίπτωση της

σύνθετης διοικητικής ενέργειας, η προθεσμία αρχίζει από την έκδοση της

τελευταίας πράξης και μαζί με αυτήν θεωρείται ότι συμπροσβάλλονται

εμπρόθεσμα και οι προηγούμενες.

 

-Για τον υπολογισμό της προθεσμίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του

αστικού δικαίου και συνεπώς η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως

ακυρώσεως αρχίζει την επομένη της ημέρας κατά την οποία συνέβη το

γεγονός που κινεί την προθεσμία (δημοσίευση, κοινοποίηση, κλπ.).

 

-Αναστολή της προθεσμίας γίνεται δεκτή μόνο για λόγους ανωτέρας βίας

(πχ βαρειά ασθένεια), η οποία εμφανίζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας

και διαρκεί μετά από αυτήν και μέχρι την άσκηση της αίτησης.

 

-Διακοπή της προθεσμίας επέρχεται με την υποβολή από τον αιτούντα απλής

διοικητικής προσφυγής ή ειδικής διοικητι&

 

 

 

 

 

 

Ο Έλεγχος της δράσης της Δημόσιας Διοίκησης

Η ελληνική τάξη προβλέπει ως συνέπεια της νομιμότητας και της προστασίας του διοικούμενου 4 τρόπους ελέγχου της Δημόσιας διοίκησης:

1.το κοινοβουλευτικό που ασκείται στην κυβέρνηση και τα μέλη της απ’ τη Βουλή μέσω:α)γραπτών αναφορών β)ερωτήσεων απλών και επίκαιρων γ)αιτήσεων κατάθεσης εγγράφων δ)επερωτήσεων απλών και επίκαιρων ε)εξεταστικών επιτροπών στ)προτάσεων εμπιστοσύνης και δυσπιστίας προς την κυβέρνηση ή μέλος της.

2.το διοικητικό που ασκείται από όργανα του κράτους ή των άλλων δημόσιων νομικών προσώπων, τέτοιος είναι:α)ο ιεραρχικός έλεγχος, ο οποίος μετά από ιεραρχική ή ειδική διοικητική προσφυγή ασκείται αυτεπαγγέλτως από όργανα του ίδιου του νομικού προσώπου β)ο έλεγχος που ασκείται μετά από άσκηση ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής γ)η διοικητική εποπτεία.

3.τον ενδιάμεσο έλεγχο που ασκείται από ανεξάρτητη διοικητική αρχή που συστήθηκε με το Ν2477/97 και ονομάζεται συνήγορος του πολίτη, ενώ έχει ήδη κατοχυρωθεί και συνταγματικά(Σ103,9).

4.το δικαστικό έλεγχο, ο οποίος ασκείται μέσω διοικητικών δικαστηρίων.

 

Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα

Το πρώτο Σύνταγμα του 1844 καθιέρωσε το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός έλεγχος της διοίκησης ανήκει κατά γενική δικαιοδοσία στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός από εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους, οι οποίοι συνιστούν ορισμένο δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας.

Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει τη δημιουργία ολοκληρωμένου συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο του οποίου οι κάθε είδους διοικητικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία τακτικών, με την ευρεία έννοια, διοικητικών δικαστηρίων. Έτσι όλες οι ακυρωτικές διαφορές υπάγονται στο ΣΕ και ορισμένες κατηγορίες σε α βαθμό στην αρμοδιότητα άλλων τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας(πλην όσων ρητά υπάγονται στο ΣΕ) ανήκουν στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του ΕΣ. Τέλος στα πολιτικά δικαστήρια ανήκει πλέον αποκλειστικά η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών και οι περιπτώσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους έχουν ανατεθεί με νόμο(εξαίρεση το 17,4Σ). Με τους νόμους 505/76 και 702/77 υπάγονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρκετές διοικητικές διαφορές(ουσίας και ακυρωτικές), ενώ η παράγραφος 2 του πρώτου άρθρου του Ν1406/83 υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όλες τις διοικητικές διαφορές που δεν είχαν ως τότε υπαχθεί, καταργώντας το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας. Έτσι τα πολιτικά δικαστήρια χάνουν την οποιαδήποτε αρμοδιότητα που είχαν στις διοικητικές διαφορές πλην της εκδικάσεως αποζημίωσης σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτροίωσης.

 

Διακρίσεις δικαστηρίων

1.Με κριτήριο την ιδιότητα των δικαστών, τα ελληνικά δικαστήρια διακρίνονται σε:α)Τακτικά(ΣΕ, ΑΠ, ΕΣ, εφετεία, διοικητικά εφετεία, πρωτοδικεία, πλημμελειοδικεία, διοικητικά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία, πταισματοδικεία) που αποτελούνται μόνο από τακτικούς δικαστές. β)ειδικά(στρατοδικεία, ναυτοδικεία, αεροδικεία) που αποτελούνται έστω και εν μέρει από δικαστές που δεν έχουν την παραπάνω ιδιότητα γ)Μικτά που συγκροτούνται από δικαστές και ενόρκους(91,1Σ). Το ΑΕΔ είναι άλλοτε τακτικό και άλλοτε ειδικό αναλόγως της σύνθεσης που έχει κάθε φορά.

2.Με κριτήριο τη δικαιοδοσία τους σε υποθέσεις ορισμένης κατηγορίας σε:α)διοικητικά β)ποινικά γ)πολιτικά.

3.Με κριτήριο τις προϋποθέσεις σύστασής τους σε:α)εκείνα που προβλέπονται από πάγιες διατάξεις διαρκούς ισχύος β)σε εξαιρετικά κατ’ εφαρμογή του 48,1δΣ, σε περίπτωση αναστολής των 96,4Σ και 97Σ και θέσης εφαρμογής του νόμου για κατάσταση πολιορκίας γ) έκτακτα.

 

Τα χαρακτηριστικά των διοικητικών δικαστηρίων

Βασικά χαρακτηριστικά τους είναι καταρχάς η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών. Η λειτουργική ανεξαρτησία νοείται απέναντι στα όργανα των δύο άλλων εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής.

Σχετικά με τη νομοθετική:α)Τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση να μην εφαρμόζουν νομοθετικές πράξεις με περιεχόμενο αντίθετο του Συντάγματος. Η κρίση για τη συνταγματικότητα των νομοθετικών πράξεων αφορά το αν έχουν εκδοθεί από τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα όργανα και αν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Δεν αφορά την τήρηση των κανόνων του Συντάγματος για τη διαδικασία της έκδοσης. β)Αποκλείεται η εξαφάνιση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων με νομοθετικές πράξεις που εκδίδονται για αυτό το σκοπό. Ένας τέτοιος νόμος είναι αντισυνταγματικός, καθώς αντιβαίνει στη διάκριση των εξουσιών.

Σχετικά με την εκτελεστική εξουσία:Οι δικαστές θα υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο, προληπτικό ή κατασταλτικό, οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου και ειδικότερα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Εξάλλου δεν νοείται παροχή οδηγιών ή συστάσεων ή διαταγών προς τους δικαστές ή τα δικαστήρια, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και την κρίση των υποθέσεων. Οι δικαστικές αποφάσεις τέλος, δεν υπόκεινται στην έγκριση οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου, ενώ τα δεδικασμένα δεσςμεύουν τη διοίκηση.

Όσον αφορά την προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών εξασφαλίζεται με τη θέσπιση εγγυήσεων σχετικών με την υπηρεσιακή τους κατάσταση όπως η ισοβιότητα και ρυθμίζονται από το 87 και 91Σ. Βασική αρχή αυτών είναι ότι οι δικαστές κρίνονται από συλλογικά όργανα για τα θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης, από τα διοικητικά όργανα ή διοικητικές αρχές.

Χαρακτηριστικά των δικαστηρίων που προκύπτουν από το Σύνταγμα είναι α)η εξασφάλιση κατά τη διαδικασία ακώλυτης ευχέρειας στους διαδίκους να αναπτύξουν τις απόψεις τους για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους(20,1Σ) β)η δημοσιότητα των συνεδριάσεων γ)η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων δ)η δημοσίευση των αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση(93,3Σ). Επίσης χαρακτηριστικά των δικαστηρίων που προκύπτουν από τη νομοθεσία είναι:α)Το δεδικασμένο που πηγάζει από τις αποφάσεις β)η αρχή ότι ασκούν τη δράση τους μετά από αίτηση των διαδίκων.

 

Έννοια και διακρίσεις των διοικητικών διαφορών

Διοικητική είναι η διαφορά η οποία προκαλείται από πράξη ή παράλειψη ενός οργάνου(με στενή και ευρεία έννοια) δημόσιου νομικού προσώπου και αφορά μια έννομη κατάσταση που διέπεται από κανόνες διοικητικού δικαίου. Οι διαφορές αυτές διακρίνονται σε ακυρωτικές και διαφορές ουσίας. Κυριότερα κριτήρια είναι:α)η έκταση του ελέγχου της διαφοράς στον οποίο το δικαστήριο υποχρεούται να προβεί β)οι συνέπειες της απόφασης. Επίσης συναφή κριτήρια είναι το αίτημα ένδικού βοηθήματος και οι λόγοι θεμελίωσής του που μπορούν να προβληθούν.

Μια διαφορά είναι ακυρωτική όταν το δικαστήριο:α)ελέγχει τη νομιμότητα μίας ατομικής ή κανονιστικής πράξης ή την παράλειψη έκδοσης μιας διοικητικής, δηλαδή εξετάζει αν η πράξη ή παράλειψη είναι σύμφωνη ή εναρμονίζεται με τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοσή της, β)διαπιστώνει την έκδοση ή τη συντέλεση παράλειψης της πράξης, χωρίς να προβαίνει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των σχετικών κανόνων, γ)απλώς και μόνο ακυρώνει την πράξη ή την παράλειψη.

-Επίσης στην ακυρωτική διαφορά αίτημα του ένδικού βοηθήματος είναι μονάχα η ακύρωση της πράξης ή παράλειψης, για τη δε θεμελίωσή του αναφέρονται λόγοι για την εξωτερική και εσωτερική νομιμότητα της πράξης. Μια διοικητική διαφορά είναι ουσίας όταν το δικαστήριο ελέγχοντας τη νομιμότητα και εξετάζοντας και εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά:α)αναγνωρίζει είτε την ύπαρξη ενός δημοσίου συμφέροντος είτε την έλλειψη ή τα όρια μιας υποχρέωσης εκείνου που ζητά δικαστική προστασία, β)διαπιστώνει ότι το δικαίωμα αυτό έχει υποστεί βλάβη ή γεννήθηκε ή ότι η υποχρέωση έχει επιβληθεί με παράνομη ενέργεια ή παράλειψη της διοίκησης, γ)προσδιορίζει την έκταση της βλάβης, δ)καθορίζει την αποκατάσταση της έννομης κατάστασης εκείνου που άσκησε το ένδικο βοήθημα σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες. Η αποκατάσταση μπορεί να συνίσταται είτε στην ακύρωση της πράξης ή παράλειψης και στην επιδίκαση σχετικής αποζημίωσης είτε μόνο στην καταψήφιση της αποζημίωσης καθώς και στην αναγνώριση ή αποκατάσταση δικαιωμάτων ή καταστάσεων των οποίων το δικαστήριο θα καθορίσει και το ακριβές περιεχόμενο.

-στις διοικητικές διαφορές ουσίας το αίτημα που υποβάλλεται με το ένδικο βοήθημα είναι είτε η ακύρωση ή τροποποίησης της πράξης ή παράλειψης είτε η καταδίκη του δημόσιου νομικού προσώπου σε παροχή. Ως λόγοι που θεμελιώνουν το αίτημα αυτό μπορούν να αναφερθούν:η αντίθεση της ενέργειας/ παράλειψης στη νομιμότητα, αλλά και τα σχετικά με τη νομική κατάσταση και τη ζημιά πραγματικά περιστατικά. Όλες οι διοικητικές διαφορές που εισάγονται στο ΣΕ και το ΔΕ με την αίτηση ακύρωσης έχουν ακυρωτικό χαρακτήρα. Όλες οι άλλες είναι διαφορές ουσίας. Επίσης οι διοικητικές διαφορές στο πλαίσιο διοικητικών συμβάσεων ή από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις των διοικητικών οργάνων είναι πάντα διαφορές ουσίας. Πάντως ο χαρακτήρας γενικά μιας διοικητικής διαφοράς ουσίας πρέπει να προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις. Η προστασία που παρέχεται στις διοικητικές διαφορές ουσίας είναι πληρέστερη από τις ακυρωτικές αφού:α)ερευνάται η ουσία της υπόθεσης, β)παρέχεται προστασία κατά οποιωνδήποτε πράξεων της διοίκησης(όχι μόνο των παράνομων), γ)δεν ακυρώνει απλά την πράξη ή παράλειψη, αλλά μπορεί να την τροποποιήσει ή να καταψηφίσει και αποζημίωση.

 

Σύγκρουση καθηκόντων(Ν345/76)βάσει 100,3Σ

Σύγκρουση καθηκόντων μπορεί να υπάρξει:α)μεταξύ διοίκησης και δικαστηρίων, β)μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών κλάδων δικαστικής εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση μια τέτοια είναι ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ όταν η διοίκηση θεωρεί ότι μια υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα της και κανένα δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία.

Προϋποθέσεις της:1)η εισαγωγή της υπόθεσης σε οποιουδήποτε είδους δικαστήριο, 2)ένα διοικητικό όργανο να θεωρεί ότι έχει μονάχα αυτό αρμοδιότητα, 3)το δικαστήριο να μην έχει εκδώσει ακόμα απόφαση ότι στερείται δικαιοδοσίας, 4)να μην έχει εκδοθεί ακόμα οριστική απόφαση. Πάντως κι αν εκδοθεί απόφαση με έφεση, αναίρεση ή άλλο ένδικο μέσο, η υπόθεση ξαναγίνεται εκκρεμής. Αντίθετα είναι ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ όταν κάποιο δικαστήριο έκρινε τελεσίδικα ότι στερείται αρμοδιότητας για μια υπόθεση και την ίδια στιγμή η διοίκηση έχει εκδώσει αρνητική πράξη ότι στερείται δικαιοδοσίας.

Στη δεύτερη περίπτωση, στη σύγκρουση καθηκόντων μεταξύ δικαστηρίων, αυτή είναι καταφατική όταν το ένα από τα 2 δικαστήρια στα οποία έχει εισαχθεί παράλληλα η υπόθεση, έχει εκδώσει απόφαση ότι έχει δικαιοδοσία, ενώ το άλλο δεν έχει αποφανθεί σχετικά, ενώ ταυτόχρονα η υπόθεση παραμένει εκκρεμής. Αντίθετα είναι αποφατική όταν και τα 2 δικαστήρια κρίνουν τελεσίδικα ότι στερούνται δικαιοδοσίας. Η άρση της σύγκρουσης καθηκόντων ανήκει κατά το Σύνταγμα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του 100 άρθρου. Η διαδικασία της άρσης της σύγκρουσης γίνεται με το ένδικο βοήθημα που ονομάζεται αίτηση για την άρση της σύγκρουσης. Στην άσκησή της νομιμοποιούνται σε περίπτωση καταφατικής σύγκρουσης διοίκησης και δικαστηρίων, μετά την απόφαση για την παρεπίμπτουσα αίτηση, εάν το δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία, ο γενικός γραμματέας περιφέρειας ή όταν η υπόθεση εκκρεμεί στο ΣΕ, ο αρμόδιος υπουργός. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις ο οποιοσδήποτε διάδικός ή διοικούμενος τον οποίο αφορά η αρνητική πράξη της διοίκησης. Η απόφαση του ΑΕΔ αποφαίνεται αποκλειστικά και μόνο ποιος έχει αρμοδιότητα για το ζήτημα και οι αποφάσεις του αυτές δεσμεύουν διοίκηση, δικαστήρια και διαδίκους.

 

Θεμελιώδεις κανόνες διοικητικής δικονομίας

1)Η τήρηση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του καθήκοντος αλήθειας, 2)αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων για έναρξη της διαδικασίας καθώς και ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, 3)αρχή της πρωτοβουλίας του δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης, 4)η ερημοδικία ή η μη προσήκουσα παράσταση δεν ασκεί επιρροή στην πρόοδο της δίκης, 5)το ανακριτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπάγγελτα την ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων(35ΚΔΔμιας) και εξετάζει τα πραγματικά στοιχεία της διαφοράς, μέσα στα όρια των αιτημάτων που του υποβλήθηκαν, ανεξαρτήτως των προτάσεων και ισχυρισμών των διαδίκων, σύμφωνα με την αρχή curia novit legem, 6)η αρχή της ισότητας των διαδίκων(ΚΔΔμιας 40), 7)η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης των διαδίκων(ΚΔΔμιας 41), 8)η δημοσιότητα της συζήτησης, 9)η προφορικότητα της συζήτησης, 10)η ειδική αιτιολόγηση των αποφάσεων, 11)η απαγγελία των αποφάσεων.

 

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

Με το άρθρο 100Σ ιδρύεται το ΑΕΔ και καθορίζεται η ειδική δικαιοδοσία του. Η οργάνωση και λειτουργία του διέπεται από τον 345/76 που εκδόθηκε βάσει του 100,3Σ και του 115,2Σ. Δεν ανήκει σε έναν από τους κλάδους της δικαιοσύνης , ούτε έχει χαρακτήρα ανώτερου δικαστηρίου από τα 3 ανώτατα(ΕΣ, ΣΕ, ΑΠ).Συγκροτείται από 11 μέλη(ανώτατοι τακτικοί δικαστές), οι 3 πρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων καθώς και από 4 αεροπαγίτες και σύμβουλοι της Επικρατείας που επιλέγονται με κλήρο από το σύνολό τους. Πρόεδρος είναι ο αρχαιότερος πρόεδρος του ΣΕ ή ΑΠ. Το άρθρο 3 του Ν345/76 προβλέπει τα σχετικά με το επικουρικό προσωπικό. Όταν το ΑΕΔ εξετάζει ζητήματα για την άρση σύγκρουσης καθηκόντων και την άρση αμφισβητήσεων 

 

 

 

Διάρθρωση και οργάνωση των διοικητικών δικαστηρίων

 

 

Τα διοικητικά δικαστήρια(ΔΔ) διακρίνονται σε:

 

 

-> Διοικητικά πρωτοδικεία(μονομελή και τριμελή)

 

 

-> Διοικητικά εφετεία(τριμελή)

 

 

Στη σύνθεση του διοικητικού δικαστηρίου περιλαμβάνεται και ο

γραμματέας. Η ολομέλεια απαρτίζεται από όλους τους δικαστές και για να

υπάρχει συγκρότηση πρέπει να είναι παρόντες περισσότεροι από τους

μισούς, όχι λιγότεροι των 3. Αν είναι 200 αρκεί να είναι 100. Οι

δικαστές των ΔΔ είναι δικαστικοί λειτουργοί.

 

 

 

 

 

Αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων

 

 

Τα διοικητικά δικαστήρια εξετάζουν όλες τις διοικητικές διαφορές

ουσίας, εκτός όσων υπάγονται στο ΣΕ και στο ΕΣ. Αν το διοικητικό

δικαστήριο κρίνει ότι η διαφορά είναι ακυρωτική την παραπέμπει στο ΣΕ ή

στο ΔΕ(ΚΔΔμίας 12,2). Αν ανήκει στη δικαιοδοσία του ΕΣ το παραπέμπει

εκεί. Αν η υπόθεση ανήκει στη δικαιοδοσία των ποινικών ή πολιτικών

δικαστηρίων, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται. Οι διοικητικές διαφορές

ουσίας που υπάγονται στα ΔΔ κατατάσσονται με βάση το αντικείμενό τους

σε:

 

 

·Διαφορές φορολογικής φύσης:α)διαφορές

σχετικά με τον καταλογισμό φόρων, δασμών, τελών, προστίμων κλπ, β)με

την επιβολή με διοικητικές πράξεις κυρώσεων για παραβιάσεις της

φορολογικής νομοθεσίας καθώς και οι διαφορές οι σχετικές με φόρους που

καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, γ)διαφορές από τη φορολογική νομολογία.

 

 

·Διαφορές λοιπές:α)αυτές

που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7παρ.1 του νόμου 702/77 και στο 1,2 του

νόμου 1406/83 β)οι σχετικές με το κύρος των εκλογών των οργάνων των

ΟΤΑ(ΚΔΔμιας 244) καθώς και με τις αρχαιρεσίες των οργάνων διοίκησης

ΝΠΔΔ σωματειακής φύσης(ΚΔΔμίας 267), γ)οι σχετικές με το κύρος, την

ερμηνεία, την εκτέλεση και τη λύση των διοικητικών συμβάσεων, δ)οι

σχετικές με την εφαρμογή του ΚΕΔΕ με πράξεις σχετικές με την είσπραξη

των απαιτήσεων του δημοσίου, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, οι οποίες πηγάζουν από σχέσεις

διεπόμενες από διατάξεις διοικητικού δικαίου(ΚΔΔμίας 217-9), ε)την

επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή ποινών, όταν ή διοικητική πράξη

εξαντλείται στη χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, στ)τη χορήγηση αδειών

ίδρυσης και λειτουργίας καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού

ενδιαφέροντος, ζ)τη χορήγηση ή αφαίρεση άδειας αυτοκινήτου, η)την

επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα

ΝΠΔΔ.

 

 

·Χρηματικές διαφορές:α)αποζημίωση για στρατ-ναυτ-αερ.

επιτάξεις, β) αποζημίωση για συμβατική ευθύνη, γ)αποζημίωση λόγω

105-106 ΕισΝΑΚ, δ)λόγω ειδικών διατάξεων, ε)λόγω αδικαιολόγητου

πλουτισμού, αρκεί η υποκείμενη να είναι σχέση δημοσίου δικαίου.

 

 

 

 

 

Η αρμοδιότητα των δικαστηρίων διακρίνεται σε:α)καθ’ ύλη, με κριτήριο το

βαθμό δικαιοδοσίας, β)κατά τόπο, με κριτήριο το δεσμό των υποθέσεων με

την περιφέρεια, μέσα στην οποία ασκεί την καθ’ ύλη αρμοδιότητα καθένα

από τα αρμόδια ομοειδή δικαστήρια.

 

 

Έτσι στα:

 

 

-> μονομελή ΔΠ υπάγονται:α)οι διαφορές σχετικά με τις κοινοτικές

εκλογές, β)διαφορές από πράξεις που εκδίδονται βάσει του ΚΕΔΕ,

γ)διαφορές για χρηματικές απαιτήσεις ως 2000000με εξαίρεση όσες

σχετίζονται με παροχή κοινωνικής προστασίας

 

 

-> τριμελή ΔΠ υπάγονται οι υπόλοιπες διαφορές ουσίας και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών

 

 

-> Δ.εφετεία υπάγονται οι εφέσεις κατά των τριμελών πρωτοδικείων, οι

διαφορές από διοικητικές συμβάσεις(6 ΚΔΔμίας) και οι αιτήσεις ακύρωσης

βάσει του άρθρου 1 Ν702/77.

 

 

Η κατά τόπο αρμοδιότητα βάσει του 7ΚΔΔμίας καθορίζεται από την έδρα της

αρχής που εξέδωσε την πράξη, με ορισμένες εξαιρέσεις(άρθρα 7,2 218,2

232 245,2 ΚΔΔμίας). Η καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα εξετάζεται

αυτεπαγγέλτως. Αν το δικαστήριο αποφανθεί πως είναι αναρμόδιο,

παραπέμπει τη διαφορά στο αρμόδιο δικαστήριο(12 ΚΔΔμίας). Βλέπε σχετικά

και τα άρθρα 10-11 ΚΔΔμίας.

 

 

 

 

 

Ένδικα βοηθήματα στα διοικητικά δικαστήρια για διαφορές ουσίας

 

 

Τα εισαγωγικά ένδικα βοηθήματα είναι στο ΔΠ ή το ΔΕ:α)η προσφυγή με

αίτημα την ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίηση μιας διοικητικής πράξης

ή παράλειψης(ΚΔΔμίας 63,1 και 68,2), β)η ανακοπή στις διαφορές για το

ΚΕΔΕ (ΚΔΔμίας 217), γ)η ένσταση στις διαφορές για εκλογές και

αρχαιρεσίες ΝΠΔΔ, δ)η αγωγή στις χρηματικές διαφορές.

 

 

Οι ένδικες προϋποθέσεις άσκησης της προσφυγής είναι:α)το έννομο

συμφέρον βάσει 64ΚΔΔμίας, β)η προθεσμία (66 ΚΔΔμίας), γ)ο χαρακτήρας

της προσβαλλόμενης πράξης:η προσφυγή χωρεί κατά ατομικών διοικητικών

πράξεων ή κατά της σιωπηρής άρνησης έκδοσης τέτοιων πράξεων από όργανα

του δημοσίου ή άλλων δημόσιων νομικών προσώπων, κατά κανόνα ΝΠΔΔ.

Μπορεί πάντως να διέπονται και από το ιδιωτικό δίκαιο πχ ΔΕΗ. Ισχύουν

τα σχετικά με την αίτηση ακύρωσης, δ)η προηγούμενη άσκηση τυχόν

ενδικοφανούς προσφυγής. Αν κάτι τέτοιο προβλέπεται, η μη πρότερη άσκησή

της, καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη(ΚΔΔμίας 63,3). Ισχύουν και εδώ τα

σχετικά με την αίτηση ακύρωσης.

 

 

Για τις ειδικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής και των

ενστάσεων ρυθμίζουν τα άρθρα 217, 219, 220, 246-9, 269-71 ΚΔΔμίας. Για

την αγωγή ισχύει ως ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της η ύπαρξη

έννομου συμφέροντος βάσει 71ΚΔΔμίας. Έννομο συμφέρον μπορεί να έχουν

και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι εκείνου που ζημιώθηκε καθώς και οι

δανειστές του(πλαγιαστική αγωγή). Αποκλείεται η αγωγή για αξιώσεις

φορολογικού εν γένει περιεχόμενου. Όταν η αξίωση που αποτελεί

αντικείμενο της αγωγής πηγάζει από παράνομη ατομική διοικητική πράξη ή

παράλειψη, η αγωγή αποζημίωσης είναι ανεξάρτητη από την προσφυγή για

την οποία αν δεν υπάρχει δεδικασμένο θα κριθεί(78ΚΔΔμίας). Αν εκκρεμεί

προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης συνεκδικάζεται(125ΚΔΔμίας).

 

 

Επίσης ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής είναι η εξάντληση

της τυχόν προβλεπόμενης από ειδικές διατάξεις διαδικασίας για την

ικανοποίηση της αξίωσης από τη διοίκηση. Ο διοικούμενος λοιπόν πρέπει

να ασκήσει πρώτα σχετική αίτηση στη διοίκηση και αν αυτή αρνηθεί, τότε

η αγωγή ασκείται παραδεκτώς. Αν δεν τηρηθεί η διαδικασία , η αγωγή

απορρίπτεται και ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τότε την αίτηση στη

διοίκηση. Η σχετική του αίτηση θεωρείται ότι υποβλήθηκε όταν ασκήθηκε η

αγωγή. Προθεσμία άσκησης δεν υφίσταται. Αρκεί να μην έχει παραγραφεί η

αξίωση.

 

 

Κατά των αποφάσεων των ΔΔ μπορούν να ασκηθούν τα εξής ένδικα μέσα, με

ειδικές προϋποθέσεις το έννομο συμφέρον, την προθεσμία και τη φύση της

προσβαλλόμενης πράξης.

 

 

Έφεση:έννομο συμφέρον για την άσκηση της έφεσης έχει κατά κανόνα

ο ηττημένος της πρώτης δίκης. Επίσης οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί

του. Στις αποφάσεις για αγωγές η έφεση έχει επικοινωτικό αποτέλεσμα.

Αυτό σημαίνει ότι ο εφεσίβλητος μπορεί ν ασκήσει στο διοικητικό

δικαστήριο του β βαθμού δικαιοδοσίας το ένδικο μέσο της αντέφεσης κατά

της απόφασης που έχει προσβληθεί με την έφεση(100ΚΔΔμίας). Με αυτή θα

προβληθούν μόνο τα κεφάλαια της απόφασης που αφορούν την έφεση. Σε

έφεση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις για αγωγές ή προσφυγές που

αφορούν χρηματικές διαφορές άνω των 200000δρχ(ΚΔΔμίας92). Για κάτω των

200000 ποσά οι αποφάσεις είναι ανέκκλητες. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η

έφεση ανεξαρτήτως ποσού στο 92,4ΚΔΔμίας. Σχετικά με την ανακοπή

ερημοδικίας βλέπε το 93ΚΔΔμίας.

 

Η έφεση έχει μεταβιβαστικό

αποτέλεσμα όπως προκύπτει απ’ το 97,1ΚΔΔμίας, καθώς η υπόθεση

εξετάζεται μόνο ως προς τα ζητήματα που προσβλήθηκαν με την έφεση.

Παράλληλα το δικαστήριο ελέγχει αυτεπάγγελτα την έλλειψη δικαιοδοσίας,

την αναρμοδιότητα, τη μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του πρωτοβάθμιου

δικαστηρίου βάσει 97,2ΚΔΔμίας.

 

 

Άλλα ένδικα μέσα είναι η ανακοπή ερημοδικίας, η αίτηση αναθεώρησης, η τριτανακοπή και η αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας.

 

 

Όσον αφορά τη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, της ανακοπής

ερημοδικίας, τη τριτανακοπής και της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας

αρχίζει από την επόμενη της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην

περίπτωση της ανακοπής ερημοδικίας και της τριτανακοπής από την πλήρη

γνώσης της. Περί των προθεσμιών βλέπε 86ΚΔΔμίας και ότι η προθεσμία

άσκησης όλων των ένδικων μέσων αναστέλλεται από 1 ως 31

Αυγούστου(61,4ΚΔΔμίας) και ειδικά για το δημόσιο από 1 Ιουλίου μέχρι 15

Σεπτεμβρίου.

 

 

 

 

 

Διαδικασία εκδίκασης διαφορών ουσίας

 

 

Η αγωγή, η προσφυγή, η ανακοπή και η ένσταση ασκούνται με δικόγραφο υπό

τους όρους του 45ΚΔΔμίας. Αν δεν περιέχει τους όρους του 45,1 και 45,5

απειλείται με ακυρότητα(46ΚΔΔμίας). Περί αγωγής βλέπε 71-3ΚΔΔμίας. Η

προσφυγή θα πρέπει να αναφέρει την πράξη ή την παράλειψη καθώς και τους

λόγους για τους οποίους ζητά την ακύρωση ή τροποποίησή της. Πάντως οι

λόγοι αυτοί δεν καθορίζονται στο νόμο. Γίνεται δεκτό πως αφορούν τον

έλεγχο της εξωτερική και εσωτερικής νομιμότητας της πράξης και την

εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη διοίκηση. Επίσης η ανακοπή

και η ένσταση καθορίζουν την προσβαλλόμενη πράξη και τους λόγους που

θεμελιώνουν το αίτημα(217, 221, 246, 249, 251, 269ΚΔΔμίας). Το ίδιο και

τα δικόγραφα των ένδικων μέσων(έφεση, αντέφεση κλπ). Τα δικόγραφα όλων

των ένδικων μέσων υπογράφονται από το δικαστικό πληρεξούσιο. Για

χρηματικές διαφορές κάτω των 200000 καθώς και για ζητήματα κοινωνικής

ασφάλισης και προσωρινής δικαστικής προστασίας μπορούν να υπογραφούν

και από τους διαδίκους. Το δικόγραφο των ένδικων μέσων θα κατατεθεί στη

γραμματεία του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη

απόφαση(126ΚΔΔμίας).

 

 

Στις περιπτώσεις της ανακοπής και της προσφυγής προβλέπεται και η

παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Μετά την άσκηση δηλαδή του

ένδικου βοηθήματος, αυτός που το ασκεί μπορεί να ζητήσει την αναστολή

της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης(69 και 228ΚΔΔμίας)κατά την

διαδικασία των 200-205ΚΔΔμίας. Μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, αυτός

που το άσκησε, οι παρεμβαίνοντες, οι ομόδικοι και το δημόσιο

καθίστανται διάδικοι. Για την προσωρινή δικαστική προστασία επί

καταψηφιστικής αγωγής βλέπε 210-215ΚΔΔμίαςΤέλος τα δικόγραφα της

έφεσης, ανακοπής ερημοδικίας, αίτησης αναθεώρησης και τριτανακοπής

κατατίθεται στο δικαστήριο, το οποίο έχει εκδώσει την απόφαση που

προσβάλλουν.

 

 

Στην περίπτωση των ένδικων μέσων, πλην της αγωγής θα πρέπει να

κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ενώ στην καταψηφιστική αγωγή και την

παρέμβαση με καταψηφιστικό αίτημα το δικαστικό ένσημο. Με εξαίρεση την

περίπτωση της έφεσης κατά των αποφάσεων ΔΠ που έχουν εκδοθεί σε αγωγές,

η προθεσμία των ένδικων μέσων καθώς και η άσκησή τους δεν αναστέλλουν

την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Μπορούν όμως οι διάδικοι να

υποβάλλουν στο δικαστήριο που εκκρεμεί η υπόθεση, αίτηση αναστολής

εκτέλεσης της απόφασης κατά τα206-209ΚΔΔμίας. Η άσκηση τέλος της αγωγής

και της προσφυγής διακόπτει την παραγραφή χρηματικών αξιώσεων κατά του

δημοσίου και των ΝΠΔΔ. Οι υπόλοιπες ουσιαστικές συνέπειες επέρχονται

απ’ τη κοινοποίηση της αγωγής και της προσφυγής.

 

 

Προσοχή! Κατά την προδικασία που αρχίζει με την κατάθεση του

ένδικου βοηθήματος, επιτρέπεται η υποβολή πρόσθετων λόγων στο ένδικο

βοήθημα ή μέσο που έχει ασκηθεί με δικόγραφο που κατατίθεται στη

γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στους άλλους διαδίκους 15

τουλάχιστον μέρες πριν την πρώτη συζήτηση(131ΚΔΔμίας). Τα περί

παρέμβασης αναφέρονται στα 112-114ΚΔΔμίας:α)στις δίκες σχετικές με

προσφυγές ή αγωγές, πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκήσει ο οποιοσδήποτε

τρίτος, προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει έννομο

συμφέρον να αποβεί η δίκη, β)στις δίκες στις σχετικές με αγωγές, κύρια

παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο τρίτος που προβάλλει τον ισχυρισμό

ότι αυτός είναι ο δικαιούχος της απαίτησης και υποβάλλει το αίτημα να

του επιδικαστεί

Η κύρια διαδικασία περιλαμβάνει τη συζήτηση στο ακροατήριο και την έκδοση της απόφασης. Η ερημοδικία δεν ασκεί επιρροή(135ΚΔΔμίας). Το αργότερο τέλος 3 ημέρες μετά την έναρξη της συζήτησης, ο διάδικος μπορεί να υποβάλλει στη γραμματεία υπόμνημα για τους ισχυρισμούς του και το πολύ 3 μέρες αργότερα ο άλλος διάδικος για να αντικρούσει αυτούς του πρώτου. Οι αποφάσεις διακρίνονται σε:α)οριστικές μετά την έκδοση των οποίων το δικαστήριο παύει να έχει αρμοδιότητα, β)προδικαστικές, με τις οποίες διατάσσονται αποδείξεις, γ)τελεσίδικες, δηλαδή είτε ανέκκλητες είτε που έχουν εκδοθεί μετά την άσκηση έφεσης.

 

Συνέπειες των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων

Βάσει 95,4Σ η διοίκηση υποχρεούται να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις. Οι συνέπειες των τελεσίδικων αποφάσεων διαφέρουν ανάλογα με το είδος της διαφοράς:

α)στην προσφυγή είναι όμοιες με τις συνέπειες της ακυρωτικής ή απορριπτικής απόφασης του ΣΕ σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως όσον αφορά την ισχύ και την έκταση του ακυρωτικού ή τροποποιητικού αποτελέσματος και το δεδικασμένο καθώς και την υποχρέωση της Διοίκησης για συμμόρφωση(196-8ΚΔΔμίας).

β)στις διαφορές που εισάγονται με αναγνωριστική ή καταψηφιστική αγωγή, οι τελεσίδικες αποφάσεις παράγουν δεδικασμένο σχετικά με το διοικητικής φύσεως ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα, μόνο υπέρ και κατά των διαδίκων και των ειδικών ή καθολικών διαδόχων και όσων μπορεί να τους ζητηθεί η εκπλήρωση της υποχρέωσης που επιβλήθηκε με την ειδική πράξη. Προϋπόθεση ύπαρξης του δεδικασμένου, η ταυτότητα της διαφοράς. Οι αποφάσεις κοινοποιούνται στους διαδίκους με την επιμέλεια της γραμματείας των δικαστηρίων που τις εξέδωσαν. Την εκτέλεση τέλος των τελεσίδικων ή προσωρινά εκτελεστών αποφάσεων καταψηφιστικών, με τις οποίες επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις, καθορίζει το 199ΚΔΔμίας με παραπομπή στον ΚΠολΔ.

 

Τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια

Με το άρθρο 9,1 του Ν1406/83 τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια έπαψαν να έχουν δικαιοδοσία σε διοικητικές διαφορές ουσίας.

 

Η αίτηση ακυρώσεως στο ΔΕ

Το τριμελές ΔΕ έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ατομικών διοικητικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν702/77. Στην αρμοδιότητα του ΔΕ υπάγονται και υπαλληλικές προσφυγές που δεν προβλέπονται από τα άρθρα 103,4Σ και 103,6Σ αλλά από το Ν2944/2001 όπως είναι:α)οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων υπηρεσιακών συμβουλίων, β)οι πράξεις των υπουργών που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή, γ)οι πράξεις των μονομελών οργάνων των ΝΠΔΔ, του διοικητή του Αγίου Όρους, των προϊσταμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών και των πρυτάνεων των ΑΕΙ, που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή.

Εξακολουθούν να υπάγονται στο ΣΕ αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν:α)το διορισμό ή την πρόσληψη δικαστικών και άλλων ανώτατων υπαλλήλων, β)την προαγωγή από ανώτερο σε ανώτατο βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας, πλην του ταξιάρχου, γ)την εκλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικώς των μελών διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ΑΕΙ, δ)την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την αναγνώρισης σπουδών της αλλοδαπής.

Δεν ανήκει στο ΔΕ η εκδίκαση υπαλληλικών προσφυγών. Οι ακυρωτικές διαφορές εισάγονται στο ΔΕ με αίτηση ακυρώσεως στην οποία εφαρμόζονται οι ίδιες διατάξεις που εφαρμόζονται και στο ΣΕ. Αν το ΔΕ κρίνει ότι είναι αναρμόδιο παραπέμπει την υπόθεση στο ΣΕ και αντιστρόφως.

Κατά των αποφάσεων του ΔΕ σε αίτηση ακυρώσεως ή τριτανακοπή χωρεί έφεση στο ΣΕ. Με νόμο είναι δυνατός ο αποκλεισμός της εφέσεως(Σ95,3). Ειδικές προϋποθέσεις για την άσκηση της έφεσης είναι:α)το έννομο συμφέρον, β)η προθεσμία η οποία είναι 60 μέρες. Αρχίζει από την κοινοποίηση στους διαδίκους. Η έφεση είναι απαράδεκτη μετά την παρέλευση ενός έτους από τη δημοσίευση, γ)ο χαρακτήρας της εφεσιβαλόμενης απόφασης ως οριστικής. Λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι προβάλλονται για πρώτη φορά κατ’ έφεση, είναι απαράδεκτοι, εκτός αν ερευνούνται αυτεπαγγέλτως από το ΣΕ.

Αν το ΣΕ δεχτεί την έφεση, η απόφαση του ΔΕ εξαφανίζεται και η υπόθεση εκδικάζεται από το ΣΕ εξαρχής. Αν το ΣΕ απορρίψει αίτηση ακύρωσης που είχε δεχθεί το ΔΕ, η πράξη αναβιώνει αναδρομικά. Η προθεσμία της έφεσης, που κατατίθεται με δικόγραφο στη γραμματεία του δικαστηρίου που είχε εκδώσει την απόφαση, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης αναστολή μπορεί πάντως να χορηγηθεί βάσει των άρθρων 52 και 65 του Διατάγματος 18/89.