ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ

Σημειώσεις

Σημειώσεις Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου(1η σελίδα)

 

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο

Σκανδάμης

 

Εισαγωγή: Το Κοινοτικό ή Ευρωπαϊκό Δίκαιο εν ευρεία έννοια περιλαμβάνει περισσότερα δικαιικά σύνολα, εξαιτίας της πολυπλοκότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρωτοτυπία του δικαίου αυτού έγκειται στο ότι αφορά μια υπερεθνική διακυβέρνηση που έχει ως αντικείμενο της και απευθύνεται, επιβάλλεται με νομικά μέτρα (δεσμευτικότητα και καταδικαστικότητα) σε κυρίαρχα κράτη. Δεν είναι μόνο η επιβολή μιας «εξωτερικής διακυβέρνησης» σε ένα κυρίαρχο κράτος, αλλά η επιβολή αυτής απευθείας στους υπηκόους του κράτους (μετακρατική δημόσια αρχή, μετακρατική δημόσια εξουσία). Επιπλέον η συνθήκη του Μάαστριχ έχει συμβάλλει στην θεσμική πολυπλοκότητα δημιουργώντας δύο ευρωπαϊκούς θεσμούς. Έναν που λειτουργεί με το ομοσπονδιακό σύστημα (σχήμα), με δεδομένα ομοσπονδιακά αφενός και έναν που βασίζεται στα παραδοσιακά, παλαιά ευρωπαϊκά δεδομένα, στην παλιά ευρωπαϊκή μορφή αφετέρου.

Ανακύπτει το ερώτημα αν θα προχωρήσουμε και πέρα από την ενοποίηση του οικονομικού χώρου ή δεν έχει πια σημασία η πολιτική ενοποίηση;

Για να κατανοήσει κανείς την οικονομική ενοποίηση της ευρωπαϊκής ένωσης, πρέπει να προχωρήσει παραπέρα στην κατανόηση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας σε διεθνές επίπεδο, ενός από τους παράγοντες -σε διεθνές επίπεδο- της ανεργίας.

 

Θεσμικό τμήμα: Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ευρωπαϊκή κοινότητα αποτελεί έναν διεθνή οργανισμό: μια συσπείρωση κρατών που δημιουργούν καινούρια νομική οντότητα που αποκτά και ξεχωριστή από αυτά νομική βούληση.

Όλες οι κοινότητες -και η ευρωπαϊκή- βασίζονται σε μια ιδρυτική συνθήκη η οποία είναι από νομική πλευρά μια απλή διεθνής συνθήκη. Η συνθήκη αυτή έχει μορφή καταστατικού χάρτη και επιτελεί ως προς τα μέλη συνταγματική λειτουργία (εσωτερικό δίκαιο της κοινότητας, εσωτερική νομική οντότητα). Όταν δίνεται εξουσία στα όργανα να αναπτύσσουν σχέσεις με άλλα κράτη που δεν είναι μέλη, δημιουργείται συμβατική σχέση κοινότητας – τρίτου κράτους (εξωτερικό δίκαιο του διεθνή οργανισμού, εξωτερική νομική οντότητα).

Στην παρούσα φάση υπάρχουν 4 διεθνείς οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με τη συνθήκη του Μάαστριχ (μέχρι αυτή υπήρχαν 3 διεθνείς οργανισμοί):

1)Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα – ΕΚΑΧ (1951), η οποία έχει ως αντικείμενο την οικονομική ανάπτυξη του τομέα παραγωγής και εμπορίας άνθρακα και χάλυβα αλλά και τη βελτίωση της απασχόλησης και την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των απασχολούμενων σε αυτούς τους κλάδους.

2)Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – ΕΟΚ (1957), η οποία έχει μετονομαστεί μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και καταλαμβάνει ουσιαστικά σήμερα όλο τον οικονομικό χώρο από τη διάρθρωση της μακροοικονομίας στο εσωτερικό των κρατών έως την οργάνωση των αγορών στα πλαίσια της κοινότητας.

3)Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας – ΕΚΑΕ (1957), η οποία έχει ως αντικείμενο την ίδρυση και την ανάπτυξη πυρηνικών βιομηχανιών αφενός, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου μέσα από την προσφυγή σε αυτής της μορφής την ενέργεια αφετέρου.

4)Συνθήκη του Μάαστριχ (1992) – ιδρυτική συνθήκη, η οποία προχωρά πέρα από την οικονομία στηριζόμενη σε δομές παλαιές, παραδοσιακές. Η περιπλοκότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγκειται στο ότι υπεριδρύεται των τριών προηγούμενων ευρωπαϊκών κοινοτήτων συγκεφαλαιώνοντας αυτές και προσθέτοντας και το δικό της στοιχείο ιδρύοντας, έτσι, μια ξεχωριστή νομική οντότητα (φαινόμενο της υπερίδρυσης).

Η οικονομική διάσταση υπήρξε ο κύριος και πρωταρχικός άξονας της κοινοτικής δράσης, ενώ η κοινωνική και η οικολογική υπήρξαν παρεπόμενες και συμπληρωματικές. Η συναρμογή περισσότερων στόχων, συχνά ανταγωνιστικών μεταξύ τους, θέτει δυσεπίλυτα προβλήματα ισορροπίας κατά την επιδίωξή τους.

Παρόλο που η μετονομασία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας απλώς σε Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά διεύρυνση της κοινοτικής προοπτικής, η υφιστάμενη κατανομή αρμοδιοτήτων διατηρεί τη φυσιογνωμία της ενοποίησης πρωτίστως οικονομική.

 

Φαινόμενο της υπερίδρυσης: Ο οικονομικός χώρος ρυθμίζεται προοδευτικά. Ο πολιτικός χώρος είναι το ιδιαίτερο επιπλέον χαρακτηριστικό που διαθέτει η ευρωπαϊκή ένωση ως ίδιος διεθνής οργανισμός και όχι ως συγκεφαλαιωτικός. Υπάρχει το προβάδισμα του πολιτικού χώρου που στηρίζεται στα παλιά παραδοσιακά δεδομένα στοιχειώδους συνεργασίας παρόλο που ο οικονομικός χώρος είναι μείζονος σημασίας.

 

Φαινόμενο της πολυθεσμικότητας: Αφενός παρατηρείται υπανάπτυξη στον πολιτικό χώρο (απλώς δίκαιο της ένωσης ή κοινοτικό δίκαιο) – όταν λέμε συνήθως δίκαιο εννούμε συστηματική κατάταξη νόμων, δικαιικό σύνολο. Αφετέρου παρατηρείται ιδιαίτερη ανάπτυξη του οικονομικού χώρου, ο οποίος έχει το προβάδισμα έναντι του πολιτικού χώρου. Γίνεται πλέον λόγος για μια νέα έννομη τάξη, δηλαδή ένα νέο νομικό μόρφωμα που αντιδιαστέλλεται ως προς το είδος της εσωτερικής έννομης τάξης και έρχεται να υπερισχύσει το νέο.

 

Η συνθήκη του Μάαστριχ έχει ως διεθνής οργανισμός ιδιαίτερη νομική προσωπικότητα [τα υπό 1), 2) και 3) έχουν τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική νομική οντότητα]. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (υπό 4) έχει μόνο εσωτερική νομική οντότητα (εκδίδει πράξεις).

 

Το Ελεγκτικό Συνέδριο (που ελέγχει τη δημοσιονομική διαχείριση) υπάρχει σαν όργανο μόνο στον οικονομικό και όχι στον πολιτικό χώρο.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (συναντήσεις κορυφής) υπάρχει στον πολιτικό και όχι στον οικονομικό χώρο.

 

Νομικός λόγος του ιδιόρρυθμου θεσμικού μορφώματος, κατασκευάσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (διαχωρισμός πολιτικού-οικονομικού χώρου):

Στον οικονομικό χώρο υπάρχουν νομικές αρχές οι οποίες είναι ιδιαίτερα προωθημένες και αν ίσχυαν και στον πολιτικό χώρο θα δινόταν με ερμηνεία σε ευρωπαϊκό δικαστήριο η δυνατότητα να προβεί σε αποφάσεις που δε θα ήθελαν ούτε να φανταστούν οι έννομες τάξεις των κρατών-μελών, δυνατότητα που θα οδηγούσε στην κατάλυση της κρατικής αυτονομίας και εξουσίας, στην κατάλυση των επι μέρους έννομων τάξεων.

Ως προς τον πολιτικό χώρο υπάρχει τώρα ένας ασθενής διεθνής οργανισμός. Ως προς τον πολιτικό χώρο πρόκειται όσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση για μία απλή σύμβαση Διεθνούς δικαίου.

 

Θεωρία της κοινοτικής έννομης τάξης:

Η θεωρία αυτή συγκεφαλαιώνεται σε 4 βασικές αρχές: 1.Αρχή της αυτονομίας της κοινοτικής έννομης τάξης

2.Αρχή της υπεροχής

3.Αρχή της αμεσότητας του κοινοτικού κανόνα

4.Αρχή της τυπικής (ή θεσμικής ή δικονομικής) αυτονομίας της έννομης τάξης του κράτους μέλους.

 

-Αρχή της αυτονομίας της κοινοτικής έννομης τάξης Αποτελεί γεγονός η δημιουργία μιας έννομης τάξης που βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση ως προς τη διεθνή και την εσωτερική έννομη τάξη. Αναπτύσσει δική της λογική, ανεξάρτητη από τη λογική της διεθνούς και της εσωτερικής έννομης τάξης.

Ως προς την αρχή της αυτονομίας η πιο χαρακτηριστική απόφαση του ΔΕΚ, η οποία δεν προέκυψε από αντιδικία αλλά είχε γνωμοδοτικό χαρακτήρα, προέκυψε από το ερώτημα κατά πόσο η συμφωνία συνδέσεως της Ευρωπϊκής Κοινότητας με έναν άλλο διεθνή οργανισμό (ΕΖΕΣ: Αυστρία, Σουηδία, Νορβηγία, Φιλλανδία και Λιχτενστάιν), που έλαβε χώρα το 1992 στο Πορτό της Πορτογαλίας με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (μιας ελεύθερης ζώνης συναλλαγών – free trade zone) και με ενδεχόμενη την δημιουργία κάποιου δικαστηρίου στο οποίο θα συμμετείχαν και μέλη του ΔΕΚ, θα δημιουργούσε προβλήματα ως προς την ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (συνθήκη της Ρώμης του 1957). Το αντικείμενο της συμφωνίας ήταν ότι οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόταν για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες θα ίσχυε με το ίδιο περιεχόμενο και για την ΕΖΕΣ με σκοπό τη δημιουργία ενός Κοινού Οικονομικού χώρου χωρίς να αλλάξουν τα σχήματα (διαδικασία προσομείωσης simulation).

Το ΔΕΚ προέβη σε διατύπωση της θεωρίας της αρχής της αυτονομίας του Κοινοτικού δικαίου. Διατύπωσε, δηλαδή, την γνώμη ότι δεν μπορεί να συσταθεί αυτό το μικτό δικαστήριο, γιατί θα υπήρχε ο κίνδυνος να παραβιαστούν οι αρχές του κοινοτικού δικαίου εξαιτίας της ύπαρξης των δικαστών από τις χώρες της ΕΖΕΣ, οι οποίοι κινούντο σε πλαίσιο διαφορετικό από τους Κοινοτικούς δικαστές.

 

Η αρχή της αυτονομίας έναντι της εθνικής εννόμου τάξεως υποδηλοί μια απόσπαση από αυτήν με την έννοια ότι οι σχέσεις της εθνικής με την κοινοτική έννομη τάξη θα ρυθμίζονται με αφετηρία όχι την εθνική αλλά την κοινοτική έννομη τάξη. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί την Ευρωπαϊκή Κοινότητα από άλλους διεθνείς Οργανισμούς, των οποίων οι αποφάσεις εφαρμόζονται με αφετηρία, δηλαδή με όρους, που ορίζει η κατώτερη, δηλαδή η εσωτερική, εθνική έννομη τάξη των κρατών-μελών.

 

Απαγόρευση της αρχής της αυτοδικίας (tu quoque):

Η απαγόρευση της έννοιας των αντιποίνων προκύπτει από την αρχή της αυτονομίας. Το κοινοτικό δίκαιο διαφοροποιείται ως προς αυτό το σημείο από το διεθνές δίκαιο, το οποίο δεν αποκλείει την αυτοδικία.

 

Προβληματισμός γύρω από την συνεργασία και την σύγκρουση της εθνικής με την κοινοτική έννομη τάξη

-Αρχή της υπεροχής του κοινοτικού κανόνα: Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει η βασική αρχή ότι ο διεθνής κανόνας είτε είναι προγενέστερος είτε μεταγενέστερος υπερισχύει του εσωτερικού. Ωστόσο, η εθνική έννομη τάξη είναι αυτή που καθορίζει τους όρους εφαρμογής της διεθνούς [θεωρία του μονισμού – θεωρία του δυαδισμού / κατά τη θεωρία του δυαδισμού πρέπει να γίνει μετατροπή του διεθνούς όρου (transformation) σε εθνικό για να κινητοποιηθεί η εσωτερική (εθνική) αρμοδιότητα, διαδικασία που ποικίλλει από έννομη τάξη σε έννομη τάξη / κατά τη θεωρία του μονισμού το εθνικό και το διεθνές δίκαιο κινούνται στο ίδιο πλαίσιο και ο δικαστής της εθνικής έννομης τάξης λειτουργεί, η εθνική αρμοδιότητα κινητοποιείται, εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις].

Η κοινότητα διατύπωσε άλλη ορολογία: Ενώ τη σχέση μεταξύ διεθνή και εσωτερικού κανόνα διέπει η αρχή της πρωταρχίας, τη σχέση μεταξύ κοινοτικού και εσωτερικού κανόνα διέπει η αρχή της υπεροχής.

 

Υπόθεση Costa κατά Enel: 

Ένα ειρηνοδικείο στην Ιταλία ξεκίνησε το 1962 την υπόθεση παραπέμποντας την στο ΔΕΚ για γνωμοδότηση. Ο Costa (δικηγόρος) αρνήθηκε να πληρώσει το λογαριασμό του ηλεκτρικού στην μονοπωλιακή τότε Enel, η οποία μόλις είχε αποκτήσει το μονοπώλιο με κρατικοποίηση. Ο Costa έθεσε το εξής ζήτημα: αν ήταν σύμφωνη με τη συνθήκη της Ρώμης η κρατικοποίηση (εθνικοποίηση) της επιχείρησης. Το σχετικό ζήτημα προκάλεσε τη συνεργασία των δύο δικαστηρίων με τον ειρηνοδίκη να ρωτά κατά πόσο μπορεί να ελέγξει τη «συμβατότητα» του εθνικού νόμου της κρατικοποίησης (εθνικοποίησης), που ήταν μεταγενέστερος της συνθήκης της Ρώμης, σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο. Με βάση την αρχή ότι μεταγενέστερος νόμος υπερισχύει του προγενέστερου ο ειρηνοδίκης ρώτησε αν πρέπει να ακολουθήσει το μεταγενέστερο νόμο ή αν έχει κάποια ιδιαιτερότητα επ’ αυτού η συνθήκη της Ρώμης.

Το ΔΕΚ θεμελίωσε με την απόφασή του την αρχή της υπεροχής. Η συνθήκη της Ρώμης δεν είναι συνηθισμένη συνθήκη συναλλακτικού χαρακτήρα αλλά είναι συνθήκη ίδρυσης. Συστήνει εξουσία μέσα από κοινά όργανα που δέχονται μεγάλη εξουσία – δημιουργείται μια δημόσια αρχή υπερεθνικού χαρακτήρα. Τα όργανα ασκούν εξουσία παράγοντας κανόνες που δεν απευθύνονται μόνο στα κράτη-μέλη αλλά και στους ιδιώτες (διακυβέρνηση απ’ έξω) δίνοντας σε αυτούς και τη δυνατότητα να τους επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων (αμεσότητα). Εάν ο κοινοτικός κανόνας λειτουργήσει ως διεθνής, δεν θα υπάρχει ομοιομορφία στα κράτη-μέλη ως προς την εφαρμογή. Η συνθήκη της Ρώμης είναι αυτή που ορίζει πώς θα ισχύσει ο κοινοτικός κανόνας και όχι ο εσωτερικός νομοθέτης (και θα ισχύσει με τρόπο απόλυτο).

 

Πώς προκύπτει η αρχή της υπεροχής από τη συνθήκη της Ρώμης;

Η αρχή αυτή προκύπτει από κάποιες διατάξεις όπως το άρθρο 5 και το άρθρο 189. Οι διατάξεις αυτές, ωστόσο, δεν αποτελούν ουσιαστικό έρεισμα για την αρχή της υπεροχής, η οποία τελικά προκύπτει σε ολόκληρη τη συνθήκη από την οικονομία, την τελολογία (τη νομοτέλεια) της συνθήκης. Αποτελεί σφάλμα (από την οπτική του κοινοτικού δικαίου) να θεωρείται ότι η αρχή της υπεροχής θεμελιώνεται στο εθνικό Σύνταγμα (η ελληνική νομολογία υποστηρίζει ότι θεμελιώνεται στο άρθρο Σ28), γιατί το κοινοτικό δίκαιο είναι αυτό που ορίζει τους όρους εισδοχής του στην εθνική έννομη τάξη και όχι αυτή η τελευταία.

Εκδηλώσεις – Θεμελίωση της αρχής της υπεροχής:

1)Εισδοχή του κοινοτικού κανόνα:

Οποιοσδήποτε κοινοτικός κανόνας απαγορεύεται να υποστεί λειτουργία μετατροπής [ισχύει ο μονισμός: τα εθνικά όργανα οφείλουν να αναγνωρίσουν απευθείας χωρίς να μεσολαβήσει ο εθνικός νομοθέτης, υπάρχει, βέβαια, διαδικασία μετεγγραφής]. Ως προς το αρχικό σημείο της κύρωσης της συνθήκης της Ρώμης ίσχυσε η αρχή της πρωταρχίας. Εκεί, ωστόσο, σταμάτησε και εφεξής ισχύει η αρχή της υπεροχής.

2)Ιδιοθεσία του κοινοτικού κανόνα:

Ο κοινοτικός κανόνας δεν εξομοιώνεται με νόμο, δεν έχει υπέρ- ή υποσυνταγματική, υπέρ- ή υπονομοθετική θέση, δεν λειτουργεί μέσα στην ιεραρχία της εθνικής έννομης τάξης. Είναι εκτός ιεραρχίας και ισχύει παράλληλα με τους εθνικούς συνταγματικούς και νομοθετικούς κανόνες. Δεν εντάσσεται στην ιεραρχία των εθνικών κανόνων.

3)Κατίσχυση του κοινοτικού κανόνα (υπόθεση Simmenthal): 

Ο κοινοτικός κανόνας είναι τέτοιας μορφής ώστε να φέρει τη δυνατότητα στο διάδικο να τον επικαλεστεί ενώπιον του δικαστηρίου (ακολούθως θα εξεταστεί και η αρχή της αμεσότητας).

α) τέλεια κατίσχυση: ο κανόνας έχει αμεσότητα (μπορεί να τον επικαλεστεί και ο πολίτης). β) ατελής κατίσχυση (διεθνοφανής κατίσχυση): πχ. Κανόνες που απευθύνονται στη διοίκηση της χώρας με εντολή να προβεί η τελευταία σε κάποια πράξη που ωφελεί κάποιο πολίτη. Ο πολίτης βλάπτεται από την ολιγωρία της διοίκησης, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επικαλεστεί άμεσα τον κοινοτικό κανόνα (προβλέπεται άλλη διαδικασία). Ο κανόνας είναι η αμεσότητα και η ατελής κατίσχυση είναι η εξαίρεση.

Μορφές σύγκρουσης του κοινοτικού με τον εθνικό κανόνα:

1) άμεση σύγκρουση: ο κοινοτικός κανόνας να λέει: α και ο εθνικός να λέει: β. 

2) έμμεση σύγκρουση: ο εθνικός κανόνας δε λέει κάτι που απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο αλλά εμποδίζει την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής.

 

Υποκαταστατικός χαρακτήρας της κατίσχυσης: Όταν δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση των πραγμάτων με βάση την αρχή της υπεροχής το δικαστήριο οφείλει να διατάξει αποζημίωση (υποχρέωση αποζημίωσης = υποκαταστατική υποχρέωση). Στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών δεν υπάρχει πρόβλημα. Πρόβλημα ανακύπτει στις σχέσεις ιδιώτη-κράτους όπου τίθεται το ζήτημα της δημόσιας (αστικής) ευθύνης του κράτους. Η ρύθμιση αυτής διαφέρει από κράτος σε κράτος. Και ως προς αυτό το ζήτημα έχει διατυπωθεί νομολογία.

 

Τι γίνεται με τον εθνικό κανόνα σε περίπτωση σύγκρουσης του με τον κοινοτικό; 1)Μένει συνήθως ανενεργής (απολίθωμα), αφού ο δικαστής δεν έχει τη δυνατότητα να τον καταργήσει, επομένως τον αγνοεί (αυτό συμβαίνει όταν ο εθνικός κανόνας ήταν προγενέστερος).

2)Μένει ανυπόστατος (ανύπαρκτος) – αυτό συμβαίνει σε μεταγενέστερους εθνικούς κανόνες, όταν, δηλαδ.η, το κράτος επιδεικνύει κακή ομοσπονδιακή πίστη.

Δεν θίγεται το κύρος του εθνικού κανόνα.

 

Τα παραπάνω ζητήματα της κατίσχυσης τίθενται στην υπόθεση Simmenthal. 

Το κοινοτικό δίκαιο έρχεται να μετατρέψει τον εθνικό δικαστή σε οιονεί κοινοτικό όργανο που λειτουργεί ως τοποτηρητής γα χάρη της κοινότητας και είναι σε θέση να κρίνει την εσωτερική έννομη τάξη, προκειμένου να επιβάλλει την κοινοτική ρύθμιση.

 

Περαιτέρω προβληματισμός γύρω από την αρχή της κατίσχυσης: Δυνατότητα του κράτους-μέλους να διαθέτει κάποια μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας (ο δικαστής πιθανολογεί τη βασιμότητα της αγωγής και προβαίνει σε παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας).

Το Κοινοτικό δίκαιο καθιέρωσε υποχρέωση των κρατών να έχουν έναν τέτιο μηχανισμό παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.

 

Αποτελεσματικότητα της αρχής της υπεροχής στα κράτη μέλη:

Στην Ελλάδα δέχονται ότι η αρχή της υπεροχής έχει το έρεισμα της στο άρθρο 28 του Συντάγματος και όχι στην οικονομία της συνθήκης. Ως εκ τούτου κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος (πρόκειται για μία μάλλον ιδιόμορφη εθνοκεντρική άποψη).

Στη Γερμανία (γερμανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο): Ναι μεν ισχύει η αρχή της υπεροχής αλλά το γερμανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο θα προβαίνει σε έναν έλεγχο της συνταγματικότητας του κοινοτικού κανόνα πριν επιτραπεί σε αυτόν να αναπτύξει πλήρη την υπεροχή του. Ο λόγος για αυτήν την άποψη έγκειται στον φόβο επαναφοράς σε παλαιά ναζιστικά μοντέλα ολοκληρωτικής νομοθεσίας, επιβαλλόμενα αυτή τη φορά από μία υπερεθνική εξουσία. Η σχετική θεωρητική διαμάχη διήρκεσε περίπου 2 δεκαετίες και τελικά λύθηκε με βάση την αρχή ότι ο κοινοτικός κανόνας θα σέβεται τις κοινές συνταγματικές αρχές των κρατών-μελών (ευρωπαϊκό κοινό δίκαιο / κυρίως στα ατομικά δικαιώματα).

 

Τις σχέσεις του διεθνούς δικαίου με το εθνικό δίκαιο διέπει η αρχή της πρωταρχίας.

Τις σχέσεις του κοινοτικού δικαίου με το εθνικό δίκαιο τις διέπει η αρχή της υπεροχής.

 

Διεθνής κανόνας – Κοινοτικός κανόνας

Τι γίνεται στην εθνική έννομη τάξη, όταν ο κοινοτικός κανόνας έρχεται σε σύγκρουση με το διεθνή κανόνα;

Η αφετηρία του κοινοτικού κανόνα έχει το έρεισμά της σε μια ιδρυτική συνθήκη, έχει συνεπώς ως αφετηρία το διεθνές δίκαιο. Με την υπόθεση Costa κατά Enel έρχεται το κοινοτικό δίκαιο να αποκοπεί από το διεθνές, να απομονωθεί από αυτό, να αυτονομηθεί.

Η κοινότητα σαν οντότητα αναπτύσσει δραστηριότητα και στο διεθνές πεδίο, έχει εξωτερική αρμοδιότητα. Η κοινότητα δέχεται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αφού η κοινοτική έννομη τάξη είναι υποτελής της διεθνούς έννομης τάξης. Συγχρόνως «εμπλέκεται» στη διεθνή έννομη τάξη συνάπτοντας Συμβάσεις με τρίτες χώρες.

 

Α) Προβληματική της υποτέλειας του κοινοτικού στο διεθνές δίκαιο: Διακρίνουμε τους διεθνείς κανόνες σε αναγκαστικούς και σε εθιμικούς, οι οποίοι αποτελούν ius dispositivum. Η ενδοτικότητα πρέπει να διακρίνεται από την υποχρεωτικότητα: στο βαθμό που δεν έχει συνομολογηθεί τίποτα διαφορετικό ο κανόνας ενδοτικού δικαίου είναι υποχρεωτικός όχι όμως με την έννοια ότι είναι αναγκαστικός.

Στο διεθνές δίκαιο ισχύουν δύο βασικές αρχές:

1)Αρχή tu quoque (αρχή της ανταπόδοσης, της αυτοδικίας)

2)Αρχή της αντίθετης πράξης (actus contractus): μια πράξη διεθνής μπορεί να αποτραπεί όταν οι ίδιοι οι αντισυμβαλλόμενοι εκδώσουν διαφορετική πράξη με διαφορετικό περιεχόμενο (πρόβλημα δημιουργείται όταν δεν είναι όλοι οι συμβαλλόμενοι οι ίδιοι).

Στο κοινοτικό δίκαιο θα υπήρχε ο κίνδυνος από τη λειτουργία των διεθνών αυτών αρχών ως υπερκείμενων κανόνων. Εάν εφαρμοζόταν η αρχή της αυτοδικίαςς θα είχαμε διάλυση της κοινότητας (κάτι που εξετάστηκε στα πλαίσια της αρχής της αυτονομίας) από απορρόφηση διεθνούς αρχής. Εάν πάλι εφαρμοζόταν η αρχή της αντίθετης πράξης θα μπορούσε το οικοδόμημα ως προς ένα τμήμα του ή ως προς το σύνολό του να καταργηθεί. Για αυτό η κοινότητα έρχεται και λέει το αντίθετο (και εδώ λειτουργεί η ενδοτικότητα των διεθνών αυτών αρχών): Με την αρχή της αυτονομίας απαγορεύει την ισχύ των αρχών αυτών στα πλαίσια της κοινότητας διασφαλίζοντας έτσι την ύπαρξη της κοινότητας μέσα από τη λειτουργία της ενδοτικότητας των διεθνών εθιμικών κανόνων.

Περιπτώσεις κενών του κοινοτικού δικαίου:

Το κοινοτικό δίκαιο δεν ρυθμίζει το ζήτημα της αποχώρησης κράτους-μέλους από την κοινότητα. Μοιραία το κενό θα το καλύψει το διεθνές δίκαιο ως υποχρεωτικός κανόνας, ενδοτικός μεν, αλλά υποχρεωτικός.

Περίπτωση αναπαραγωγής αυτούσιου του διεθνούς κανόνα από το κοινοτικό δίκαιο:

Π.χ. δικαίωμα εξόδου από την χώρα με μια τυπική χορήγηση διαβατηρίου.

 

Περίπτωση διεθνών συμβατικών κανόνων:

Οι διεθνείς συνθήκες διέπονται από μια βασική αρχή, την αρχή της σχετικότητας (μια συνθήκη η οποία έχει συναφθεί μεταξύ των ΗΠΑ και της Γαλλίας δεν μπορεί να δεσμεύσει την κοινοτική έννομη τάξη, γιατί είναι υπόθεση τρίτων).

Μπορεί να παρουσιαστούν οι εξής συμβατικές μορφές:

1)Κοινότητα με τρίτη χώρα

2)Κράτη-μέλη μεταξύ τους

3)Κράτος-μέλος με τρίτη χώρα

Όλες αυτές οι συμβατικές μορφές μπορεί είτε να προϋπάρχουν της κοινότητας (π.χ. BENELUX) είτε να συμβαδίζουν με αυτές.

Με αφετηρία το βασικό κανόνα ότι πρέπει να υπάρχει σύμβαση με την κοινότητα γα να εφαρμοστεί έναντι αυτής και να ισχύσει στο πλαίσιο της δημόσιο διεθνές δίκαιο (αποκλείονται οι συμβάσεις μεταξύ τρίτων) τίθεται το ερώτημα: Οι όροι της αρχής της υπεροχής που αξιώνει η κοινότητα από το εθνικό δίκαιο μπορεί να ισχύσουν και έναντι της κοινότητας με υπεροχή του διεθνούς δικαίου;

Η κοινότητα μπορεί να είναι γνήσιο συμβαλλόμενο μέρος ή να υποκαθίσταται στα κράτη-μέλη σε διεθνείς οργανισμούς (GATT) – οιονεί συμβαλλόμενο μέρος ή κοινότητα.

 

Υπόθεση International Fruit Company – IFC (δεν υπάρχει στα ελληνικά, γιατί είναι προγενέστερη της προσχωρήσεως):

Η κοινότητα εξέδωσε έναν κανονισμό που αφορούσε στην εμπορία οπωροκηπευτικών και συγκεκριμένα μήλων επιβάλλοντας περιορισμούς: στην κοινότητα θα έμπαιναν κάποιοι ποσοτικοί περιορισμοί στην κυκλοφορία μήλων από τρίτες χώρες, επειδή υπήρχε υπερπληθώρα μήλων (ποσοστώσεις στην κυκλοφορία μήλων). Η IFC επιτέθηκε στον κανονισμό χαρακτηρίζοντας τον άκυρο, γιατί ήταν αντίθετος στην GATT, κατά την οποία απαγορεύονταν οι ποσοτικοί περιορισμοί. Η προσφυγή έγινε σε εθνικό δικαστήριο, το οποίο ζήτησε γνωμοδότηση (έκανε προδικαστική παραπομπή) από το ΔΕΚ θέτοντας το ερώτημα αν είναι ή όχι άκυρος ο κανονισμός. Το ΔΕΚ έθεσε 2 όρους για να λειτουργήσει η σχέση διεθνούς-κοινοτικού κανόνα (όροι για την πρωταρχία του διεθνούς έναντι του κοινοτικού κανόνα):

1)Αρχή της σχετικότητας: για να μπορέσει να έχει επίπτωση ο διεθνής κανόνας στον κοινοτικό θα πρέπει να δεσμεύει την κοινότητα είτε ως γνήσιο μέρος είτε ως οιονεί συμβαλλόμενο μέρος (με αυτόν τον τρόπο δεν υπολογίζονται οι συμβάσεις των κρατών-μελών μεταξύ τους ή των κρατών-μελών με τρίτες χώρες).

2)Ακόμη για να κατισχύσει του κοινοτικού ο διεθνής κανόνας πρέπει να έχει τέτοιον χαρακτήρα που να δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις στους πολίτες των κρατών-μελών της κοινότητας, θα πρέπει να έχει ένα effect direct (ένα άμεσο αποτέλεσμα). Στο διεθνές δίκαιο κατά κανόνα οι διεθνείς κανόνες αφορούν μόνο τα κράτη και όχι τους πολίτες παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Ενώ στο κοινοτικό δίκαιο ισχύει το αντίθετο (αρχή αμεσότητας του κοινοτικού κανόνα).

Δε γίνεται λόγος για υπεροχή αλλά για πρωταρχία (υπό όρους του διεθνή κανόνα έναντι του κοινοτικού. Η κοινότητα αποδέχεται με μονιστικό τρόπο την αρχή της πρωταρχίας του διεθνή κανόνα αλλά με κάποιες προϋποθέσεις, βασικότερη εκ των οποίων η αμεσότητα του διεθνή κανόνα, για να μπορεί ο εθνικός δικαστής να ελέγξει τον κοινοτικό κανόνα σε σχέση με τον διεθνή και να αποδεχθεί την κατίσχυση του δευτέρου.

 

Β) Προβληματική της παρατακτικότητας της κοινότητας (των κρατών-μελών) με τρίτα κράτη (μέλη της διεθνούς κοινότητας) / Ποια θα είναι η ισχύς των συμβατικών κανόνων (κοινότητας-τρίτων) σε κοινοτικό επίπεδο:

Σενάριο πρώτο: Προγενέστερες συνθήκες που τα κράτη-μέλη είχαν υπογράψει με τρίτα κράτη (πριν την προσχώρηση). Τι συμβαίνει όταν τα κράτη-μέλη δεσμεύονται από διεθνή κανόνα που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο; Ποιος ο ρόλος της κοινότητας; Δεσμεύεται αυτή από το διεθνή κανόνα; Το άρθρο 234 της συνθήκης της Ρώμης θέτει κάποιες βάσεις χωρίς να επιλύει το πρόβλημα στην ουσία του:

1)Η αρχή pacta sunt servanda ισχύει.

2)Η ρήτρα του…

3)Θα καταβληθούν προσπάθειες να επιδειχτεί περίοδος ανοχής ως προς το κράτος-μέλος και να γίνουν διαπραγματεύσεις τρίτης χώρας με την κοινότητα για να επιλυθούν οι διαφορές.

Στο άρθρο αυτό (234) δεν διευκρινίζεται, αν η κοινότητα δεσμεύεται από προγενέστερες υποχρεώσεις που ανέλαβε κράτος-μέλος. Το ΔΕΚ αποφάσισε ότι η κοινότητα θα βοηθήσει το κράτος-μέλος να ξεπεράσει τις διαφορές αλλά ότι ως κοινότητα δεν δεσμεύεται από αυτές τις προγενέστερες συμβάσεις, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε έλεγχο του κύρους και της ισχύς του παράγωγου δικαίου, των κοινοτικών πράξεων. 

Σενάριο δεύτερο: Συμβάσεις μεταξύ κρατών-μελών της κοινότητας. Αν είναι προγενέστερες με διαφορετικό αντικείμενο, δεν ενδιαφέρουν. Αν είναι προγενέστερες με αντικείμενο την κοινότητα (BENELUX) τις απορροφά η κοινότητα. Αν είναι μεταγενέστερες με άσχετο με την κοινότητα δίκαιο, δεν ενδιαφέρουν. Αν είναι μεταγενέστερες με αντικέιμενο την κοινότητα, δεν μπορεί να είναι αντίθετες με το κοινοτικό δίκαιο. Κάθε κράτος-μέλος έχει ευθύνη απέναντι στην κοινότητα. Για αυτό σε τέτοιες συμβάσεις υπάρχει ρήτρα συμβατότητας κατά την οποία αν υπάρξει διαφορά θα λυθεί υπέρ του κοινοτικού δικαίου. Με την τεχνική αυτή της ρήτρας της συμβατότητας μπορεί εκ των προτέρων να αποφευχθεί πρόβλημα σύγκρουσης.

 

Μηχανισμός αποφυγής συγκρούσεων που μπορεί να ανακύψουν μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και διεθνούς σύμβασης, η οποία έχει υπογραφεί από την κοινότητα με τρίτη χώρα: Κατά το άρθρο 228: οποιοδήποτε όργανο ή κράτος-μέλος της κοινότητας μπορεί να ζητήσει τον έλεγχο της συμβατότητας της διεθνούς συνθήκης προκειμένου, αν υπάρχουν διαφορές, να επιλυθούν πριν από την υπογραφή της συνθήκης με περαιτέρω διαπραγματεύσεις της κοινότητας ή του κράτους-μέλους αυτής με την τρίτη χώρα.

 

Λειτουργία της κοινοτικής έννομης τάξης:

Καταστατικός χάρτης – Σύνταγμα της Κοινότητας (αφετηρία: ιδρυτικές συνθήκες ιδωμένες μέσα από τον διεθνή οργανισμό).

Μια έννομη τάξη περιέχει κανόνες δομής (δεν ορίζουν τηρητέα συμπεριφορά αλλά ορίζουν τον αρμόδιο να ορίσει τηρητέα συμπεριφορά) και κανόνες συμπεριφοράς (ορίζουν τι πρέπει να πράξουν τα υποκείμενα μιας έννομης τάξης).

Μια έννομη τάξη αποτελούμενη μόνο από κανόνες συμπεριφοράς δεν έχει την υποδομή (κανόνες δομής) για να διασφαλιστεί η συμπεριφορά. Από την άλλη, μια έννομη τάξη με κανόνες μόνο δομής οδηγεί σε αυθαιρεσία των αρμοδίων να ορίζουν την συμπεριφορά όπως αυτοί θέλουν.

Η συνθήκη της Ρώμης, η οποία αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της Κοινότητας, αποτελείται από κανόνες δομής κατά το 20%. Η εξουσία διανέμεται σε ένα πρώτο βαθμό μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών-μελών και σε ένα δεύτερο βαθμό ανάμεσα στα όργανα της Κοινότητας (αρμοδιότητα των οργάνων). Η εξουσία των οργάνων είναι πάρα πολύ μεγάλη γιατί δεν υπάρχουν πολλοί κανόνες συμπεριφοράς. Τα όργανα μπορούν να ρυθμίσουν την οικονομία βάσει κριτηρίων σκοπιμότητας (και όχι νομιμότητας) κατά το δοκούν με μεγάλη διακριτική ευχέρεια. Οι ιδρυτικές συνθήκες μοιράζουν αρμοδιότητες και οι κανόνες συμπεριφοράς είναι πάρα πολύ γενικοί και αφηρημένοι. Για αυτό γίνεται λόγος για υποβάθμιση της εσωτερικής έννομης τάξης των κρατών-μελών. Για να αντιληφθεί κανείς πως λειτουργεί η κοινοτική έννομη τάξη πρέπει να εξετάσει 2 παραμέτρους:

-Την ανάπτυξη των κανόνων δομής σύμφωνα με κανόνες εξουσιοδότησης

-Την ανάπτυξη των κανόνων συμπεριφοράς με βάση τη λογική, μέσα από την εξειδίκευση (στα πλαίσια του γενικού κανόνα εξειδικεύονται οι γενικές ρυθμίσεις / τα πλαίσια του γενικού κανόνα αποτελούν το περιθώριο, τα όρια διακριτικής ευχέρειας των οργάνων. Οι κανόνες συμπεριφοράς προσδιορίζονται από κανονισμούς, αποφάσεις κ.ο.κ. Υπάρχει στα πλαίσια της κοινότητας ένας μεγάλος αγώνας νομιμότητας.)

 

Ποιοι κανόνες καθορίζουν την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών και της κοινότητας (αναθεώρηση της συνθήκης της Ρώμης από αυτή του Μάαστριχ):

Το άρθρο 3Β περιλαμβάνει τρεις βασικούς κανόνες:

1) Παράγραφος α: «Η κοινότητα δρα μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει και των στόχων που της ορίζει η παρούσα συνθήκη». Από τα προηγούμενα προκύπτει πως ό,τι δεν παραχωρήθηκε στην Κοινότητα ρητά θεωρείται καταρχήν ότι κατά τεκμήριο ανήκει στο κράτος. Η κοινότητα λειτουργεί αυστηρά με την λογική παραχωρημένες-παρακρατημένες αρμοδιότητες. Ό,τι η κοινότητα πράττει έξω από τα όρια των αρμοδιοτήτων της είναι άκυρο.

Το πώς γίνεται η κατανομή είναι ζητούμενο με νομικό και όχι πολιτικό χαρακτήρα. Υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες κατανομής που προκύπτουν από την οικονομία της συνθήκης στο σύνολό της και δεν περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένες διατάξεις. Υπάρχει ολόκληρη μεθοδολογία διατάξεων που αποτυπώνουν τους κανόνες αυτούς. Κατά βάση αναζητείται ο τρόπος της παραχώρησης, οι κανόνες για το πως ασκείται η κατανομή της αρμοδιότητας.

2) Παράγραφος β: «Στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα δρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, μόνο εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλπόμενης δράσης να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο». Η αρχή της επικουρικότητας αναφέρεται στις περιπτώσεις που έχουμε συντρέχουσα αρμοδιότητα και όχι αποκλειστική αρμοδιότητα. Κάποιος θα πρέπει να έχει κυρίως την αρμοδιότητα και ο άλλος κατά τρόπο επικουρικό. Την κύρια αρμοδιότητα επί συντρέχουσας αρμοδιότητας έχει κατά κανόνα το κράτος-μέλος. Υπάρχει αγώνας απόδειξης, υπό την έννοια ότι το κοινοτικό όργανο πρέπει να αποδείξει ότι θα μπορέσει να ρυθμίσει το ζήτημα καλύτερα, να αποδείξει ότι έχει καλύτερη εποπτεία της κατάστασης. Η κοινότητα δεν μπορεί να παρεμβαίνει όποτε θέλει, πρέπει να παράσχει κάποια απόδειξη.

Η δεύτερη πτυχή της αρχής της επικουρικότητας έγκειται στο ότι υπάρχει ένας πολιτικός κανόνας, ο οποίος λέει ότι ούτε το κράτος-μέλος ούτε η κοινότητα είναι μάλλον ο καλύτερος ρυθμιστής. Μπορούμε, λοιπόν, να δούμε την αρχή αυτή ως ανταγωνισμό εξουσιών (εσωτερικής/εθνικής και κοινοτικής) και αυτό θα αποτελεί την οριζόντια θεώρηση. Μπορούμε ακόμα να τη δούμε από τη σκοπιά ότι καλύτερη ρύθμιση είναι η μη ρύθμιση με αφετηρία την αρχή της ελευθερίας του ανταγωνισμού και της οικονομικής ανάπτυξης και αυτό θα αποτελεί την φυγόκεντρη θεώρηση.

Υπάρχουν δυνάμεις που χρησιμοποιούν την αρχή της επικουρικότητας για να ενισχύσουν, να φέρουν και πάλι στο προσκήνιο τον παράγοντα της περιφέρειας. Καλύτερη ρύθμιση, συνεπώς, σύμφωνα με αυτές τις δυνάμεις δεν είναι ούτε η επιβαλλόμενη από το κράτος ούτε η επιβαλλόμενη από την Κοινότητα, αλλά μια ρύθμιση που δίνει λύση πιο κοντά στα συμφέροντα του πολίτη (λύση από την περιφέρεια, από την τοπική αυτοδιοίκηση).

Ανάλογα με τις επικρατούσες δυνάμεις μπορεί η αρχή της επικουρικότητας να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Μπορεί και να δίνεται πλήρης ελευθερία στον πολίτη.

3) Παράγραφος γ: «Η δράση της Κοινότητας δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της παρούσας συνθήκης». Η αρχή της αναλογικότητας αναφέρεται στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Κοινότητας θέτοντας κάποιο φραγμό μέσω της θεώρησης ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα είναι θεμιτή στο βαθμό που αυτή είναι αναγκαία και αυτό καλείται να το αποδείξει το κοινοτικό όργανο. Πολιτικός έλεγχος με βάση την αρχή της αναλογικότητας. 

 

Αρθρο 235: «Αν ενέργεια της Κοινότητας θεωρείται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς και δεν προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη οι προς το σκοπό αυτό απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο προτάσσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ομοφώνως τις κατάλληλες διατάξεις». Το άρθρο αυτό αποτελεί την θεσμική δυνατότητα να ενεργοποιηθεί η κοινοτική εξουσία για πράγματα τα οποία είναι στα πλαίσια της συνθήκης παραχώρησης αλλά για τα οποία δεν προβλέπεται τίποτε το ειδικότερο. Το άρθρο αυτό χρησιμοποιήθηκε για παράδειγμα στον τομέα του περιβάλλοντος και της αντιμετώπισης της φτώχειας ως αποθεματική κοινοτική αρμοδιότητα. Βέβαια, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ισχύει ο κανόνας της ομοφωνίας.

 

Ζητήματα από την κατανομή αρμοδιότητας: Όσο και αν είναι ακριβής η οροθετική γραμμή υπάρχουν θέματα κοντά στα όρια, στις παρυφές της οροθετικής γραμμής.

Κατά τη νομολογία του ΔΕΚ το κράτος πρέπει να ασκεί την παρακρατημένη αρμοδιότητα κατά τρόπο ώστε να μην παρεμποδίζει την παραχωρημένη αρμοδιότητα.

Η αρμοδιότητα κατανέμεται μεταξύ κοινότητας και κράτους-μέλους όχι με την μορφή γενικών θεματικών αντικειμένων. Μπορεί η Κοινότητα να έχει αρμοδιότητα να ρυθμίζει κάτι μέσα στα πλαίσια του θεματικού πλαισίου αλλά να μην έχει παράλληλα κυρωτική αρμοδιότητα. Ρύθμιση, εκτέλεση, κύρωση – αυτά τα τρία στάδια μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο διαφορετικής αρμοδιότητας. Για παράδειγμα στην Επιτροπή το κράτος είναι αμέτοχο αλλά συμμετέχει στο Συμβούλιο. Η διαφορά αυτής της αρμοδιότητας του κράτους από την παρακρατημένη αρμοδιότητα έγκειται στο ότι την ασκεί την αρμοδιότητά του συλλογικά με τα άλλα κράτη στο Συμβούλιο. Υπάρχει μια αλληλεγγύη, ένα κράτος-μέλος μέσα στο Συμβούλιο δεν μπορεί να προασπίσει το αποκλειστικό του συμφέρον (άλλο το συλλογικό, άλλο το ατομικό συμφέρον). Τα κράτη στο Συμβούλιο δεν έχουν εξατομικευμένα συμφέροντα αλλά υπερισχύει το συλλογικό συμφέρον.

 

Παραγωγή κοινοτικού κανόνα:

Οι πηγές του Κοινοτικού δικαίου προσδιορίζονται από κάποιες κατηγοριοποιήσεις που γίνονται στους κανόνες. Κατηγορίες κανόνων:

1)Πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο: είναι το δίκαιο που προκύπτει από τη συντακτική βούληση των κρατών-μελών (συνταγματικό δίκαιο) και περιλαμβάνει όλες τις ιδρυτικές συνθήκες και τις τροποποιήσεις τους (π.χ. σενάριο αποχώρησης Γροιλανδίας).

2)Παράγωγο κοινοτικό δίκαιο: αντιστοιχεί με το εσωτερικό δίκαιο του διεθνούς οργανισμού και αποτελείται από πράξεις κατά κανόνα μονομερείς που εκδίδουν τα όργανα του διεθνούς οργανισμού της Κοινότητας.

3)Εξωτερικό κοινοτικό δίκαιο: όλες οι συμβάσεις που συνάπτει η Κοινότητα ιδίω ονόματι ή ως οιονεί αντισυμβαλλόμενος με τρίτα κράτη.

4)Παραπληρωματικό κοινοτικό δίκαιο: συμβάσεις που συνάπτονται από κράτη-μέλη αποκλειστικά (δεν συμμετέχει η κοινότητα αλλά έχει στηρίξει την σχετική κίνηση) σε θέματα που ανάγονται στην κοινοτική αρμοδιότητα.

 

Η ιεράρχηση των παραπάνω κατηγοριών είναι η εξής:

1)πρωτογενές

2)εξωτερικό

3)παράγωγο

4)παραπληρωματικό

Σε περίπτωση σύγκρουσης επικρατεί ο ιεραρχικά ανώτερος κανόνας. Η ιεραρχία αυτή εξυπηρετεί σε περιπτώσεις σύγκρουσης.

 

Τύποι κανόνων:

Α) ηθικοπολιτικοί κανόνες (soft law) 

Β) επιτακτικοί κανόνες (hard law) 

 

 

Η επιταγή δεν είναι πάντοτε δυνατή σε μια υπερεθνική έννομη τάξη χωρίς κατασταλτική δύναμη. Στον χώρο της οικονομίας δεν μπορεί να επιτάσσει κανείς συμπεριφορές (κάτι τέτοιο αντίκειται στην οικονομική ελευθερία), πρέπει να πείσεις. Στο κοινοτικό δίκαιο υπάρχει λοιπόν διαφορετική αναλογία μεταξύ των κανόνων που επιτάσσουν και εκείνων που παρακελεύουν (είναι περίπου 50-50) από την ηθική έννομη τάξη (όπου οι επιτακτικοί κανόνες αποτελούν το 90% περίπου).

 

 

Οι ηθικοπολιτικοί κανόνες (soft law) δεν αποτελούν ακριβώς δίκαιο αλλά συνεπάγονται κάποιες νομικές δεσμεύσεις:

α) αυτός που λέει κάτι (προβαίνει στην παραγωγή αυτών των μη δεσμευτικών πράξεων) δεσμεύεται από αυτό που είπε

β) υπάρχει και κάποια νομιμοποίηση (να είναι η πράξη σύμφωνη με κάποιες πολιτικές αρχές και να γίνεται δεκτή από αυτόν στον οποίο απευθύνεται), θεμιτότητα. Έχουν συνεπώς κάποια σημασία οι ηθικοπολιτικοί κανόνες, γιατί νομιμοποιούν τη ρύθμιση δίνοντας τη δυνατότητα στα διάφορα όργανα να προβούν στη θέσπιση δικαίου.

 

Τόσο οι ηθικοπολιτικοί κανόνες όσο και οι επιτακτικοί διατυπώνουν μια προτροπή. Οι επιτακτικοί περιλαμβάνουν μια αρνητική κύρωση. Οι ηθικοπολιτικοί περιλαμβάνουν μια θετική κύρωση (επιβράβευση) αφού προσπαθούν να πείσουν. Η θετική αυτή κύρωση μπορεί να είναι κάποιο χρηματικό βραβείο (prim), κάποιο οικονομικό όφελος κ.ο.κ. Στην οικονομία, οι συμπεριφορές εκμαιεύονται δια της πειθούς. Η υπερεθνική διακυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίζει κυρίαρχα κράτη ως απλούς διοικούμενους, πρέπει να χρησιμοποιεί πολιτική πειθούς.

 

Γραπτές και άγραφες πηγές του κοινοτικού δικαίου:

Άγραφες πηγές (από την πηγή του δικαίου και από την περιοχή της οικονομικής επιστήμης):

-έθιμο

-γενικές αρχές

Ως προς τις γενικές αρχές υπάρχει ένα πρόβλημα από το γεγονός ότι προέρχονται από πολλές διαφορετικές έννομες τάξεις. Υπάρχουν γενικές αρχές από το οικονομικό δίκαιο αλλά και από το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο καθώς και από τα εθνικά δίκαια των κρατών-μελών (όπου όταν υπάρχει ένα κενό δεν ανατρέχεις βέβαια στην κατώτερη έννομη τάξη εκτός αν υπάρχει κάποιος κοινοτικός κανόνας μέσα από το ευρωπαϊκό κοινοδίκαιο που να νομιμοποιεί τέτοια ενέργεια: να αντλήσει δηλαδή το κοινοτικό δίκαιο κανόνες από το εθνικό δίκαιο στο βαθμό που υπάρχουν κοινοί κανόνες, κοινές συνταγματικές αρχές) αλλά και από το διεθνές δίκαιο (με την επιφύλαξη ότι εφόσον αυτές είναι ενδοτικού δικαίου, δεν έχουν αναιρεθεί από το κοινοτικό δίκαιο – π.χ. μια διεθνής αρχή που ισχύει και στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου είναι η αρχή: pacta sunt servanda.

Ως προς το έθιμο υπάρχει διάσταση στη θεωρία για το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει αυτό ως πηγή του κοινοτικού δικαίου. Κατά την κρατούσα μάλλον άποψη αποκρούεται το έθιμο ως πηγή του κοινοτικού δικαίου. Σημασία έχει το έθιμο μόνο όταν είναι contra legem και όχι όταν είναι propter legem. Το ΔΕΚ εξάλλου έχει ξεκαθαρίσει ότι contra legem δεν μπορεί να υπερισχύσει καμία πρακτική. Το κοινοτικό δίκαιο δεν αφήνει περιθώρια για την δημιουργία εθίμου.

 

Γραπτές πηγές – Ιεράρχηση:

-Πρωτογενές δίκαιο: Εμφανίζει πολυμορφία που δημιουργεί κάποια προβλήματα. Μία προβληματική αναφέρεται στο κατά πόσο μπορεί να εφαρμοστεί αναλογία μεταξύ τους (μπορεί να αντλήσει η μία από την άλλη για την πλήρωση των κενών;). Μια άλλη προβληματική αναφέρεται στην ποιότητα των κανόνων (οι προοιμιακοί κανόνες έχουν δεσμευτικότητα; το ΔΕΚ αποφάνθηκε πως ναι / τα πρωτόκολλα & οι δηλώσεις έχουν ηθικοπολιτικό χαρακτήρα (soft law), έχουν συνεπώς ή μήπως όχι κάποια δεσμευτικότητα;)

-Εξωτερικό δίκαιο: Η ιεράρχηση μεταξύ πρωτογενούς και εξωτερικού δικαίου έχει σημασία, αν η κοινότητα συνάψει μία διεθνή συνθήκη που έρχεται σε σύγκρουση με μία ιδρυτική συνθήκη. Ανακύπτει σύγκρουση που δύναται να λυθεί προς 2 κατευθύνσεις: α) να αναθεωρηθεί η ιδρυτική συνθήκη ή β) να τροποποιηθεί η διεθνής συνθήκη. Αλλιώς τα κράτη-μέλη οφείλουν να ακολουθούν την ιδρυτική συνθήκη και συνεπώς θα δημιουργηθεί διεθνής ευθύνη της κοινότητας. Διακρίνουμε ανάμεσα σε πρωτογενές εξωτερικό δίκαιο και παράγωγο εξωτερικό δίκαιο. Εξωτερικό δίκαιο είναι και αυτό που παράγει η Κοινότητα βάσει της διεθνούς συνθήκης που αυτή έχει συνάψει. Τίθεται το ερώτημα: Δεσμεύεται η Κοινότητα από το παράγωγο δίκαιο που παράγει ο διεθνής οργανισμός, στον οποίο μετέχει;

-Παράγωγο δίκαιο: Εσωτερικό δίκαιο του διεθνούς οργανισμού (σύνολο των αυταρχικών-μονομερών πράξεων των οργάνων του οργανισμού). Μεγάλο τμήμα του παράγωγου δικαίου έχει θεσμικό χαρακτήρα, ενώ το υπόλοιπο αποτελεί εφήμερο δίκαιο. Οι μονομερείς πράξεις είναι: οι κανονισμοί, οι οδηγίες, οι συστάσεις, οι γνώμες και οι αποφάσεις. Οι κανονισμοί αποτελούν το αντίστοιχο του νόμου (απρόσωπες, γενικές, υποχρεωτικές ως προς όλα τους τα σημεία ρυθμίσεις με αμεσότητα). Οι οδηγίες αποτελούν υποχρεωτικές πράξεις αλλά προσδιορίζουν μόνο τους στόχους και όχι τα μέσα επίτευξης αυτών. Αποτελούν το αντίστοιχο του πλαισίου-νόμου και έχουν ανάγκη καθετοποίησης (μετεγγραφής για να φτάσουν μέχρι τον ιδιώτη) και θετικοποίησης (να αποκτήσουν ειδικό περιεχόμενο). Οι συστάσεις και οι γνώμες δεν είναι υποχρεωτικές, αποτελούν προτρεπτικούς κανόνες (soft law). Η ιεράρχηση των μονομερών πράξεων είναι συνυφασμένη με το περιεχόμενο των κανόνων αυτών. Γενικός κανονισμός (βασικός κανονισμός) / Ειδικός κανονισμός (κανονισμός εφαρμογής ή εφαρμοστικός). Η δυναμική πλευρά του κανόνα είναι η κατανομή αρμοδιοτήτων, ενώ η στατική πλευρά του κανόνα αφορά στο περιεχόμενο του. Βάσει της ιεράρχησης γίνεται και ο έλεγχος της νομιμότητας. Πρέπει να υπάρχει νομιμότητα τόσο ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων (κατά πόσο ακολουθήθηκαν οι νομικές διαδικασίες, αν λειτούργησε σωστά η εξουσιοδότηση) – δυναμική πτυχή του ελέγχου – όσο και στο κατά πόσο ο ειδικός κανονισμός βρίσκεται στο εύρος που ορίζει ο γενικός από πλευράς περιεχομένου – στατική πτυχή του ελέγχου.

-Παραπληρωματικό δίκαιο: 1) Συμφωνίες μεταξύ κρατών-μελών (για θέματα που ανάγονται στην κοινοτική αρμοδιότητα) εναρμονιστικές του δικαίου των κρατών-μελών. Η εναρμόνιση αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη και με το παράγωγο και το εξωτερικό και το πρωτογενές δίκαιο (οποιαδήποτε σύγκρουση λύεται υπέρ των ιεραρχικά ανώτερων πηγών). Για αυτό και οι περισσότερες από αυτές τις συμβάσεις περιέχουν ρήτρα συμβατότητας.

2) Αποφάσεις των κρατών-μελών συνελθόντων εντός του Συμβουλίου (διεθνείς συμφωνίες με έντονο κοινοτικό χαρακτήρα). Ενώ το Συμβούλιο συνεδριάζει ως κοινοτικό όργανο, για θέμα που δεν περιλαμβάνεται ευθέως στην κοινοτική αρμοδιότητα αποφασίζουν τα κράτη-μέλη όχι ως μέλη του Συμβουλίου αλλά ως αυτόνομα κράτη-μέλη στα πλαίσια του Συμβουλίου – εκτός του κοινοτικού οργανισμού αλλά στα πλαίσιά του. Ούτε οι αποφάσεις αυτές μπορούν να συγκρούονται με το ιεραρχικά ανώτερο δίκαιο της Κοινότητας.

 

Οικονομία-Οικονομική πολιτική: Όλες οι ιδρυτικές συνθήκες έχουν τη μορφή ενός μάλλον οικονομικού συντάγματος. Οικονομικές αρχές, οι οποίες πριν από τη συνθήκη του Μάαστριχ απλώς ετεκμαίροντο τώρα καθορίζονται ρητώς. Η οικονομική ενοποίηση λαμβάνει χώρα σταδιακά (σταδιακή οικονομική ολοκλήρωση):

1)Πρώτη μορφή ενοποίησης αποτελεί η καθιέρωση ελεύθερης ζώνης συναλλαγών (όχι δασμοί).

2)Το επόμενο στάδιο αποτελεί η καθιέρωση δασμών έναντι των τρίτων, η καθιέρωση δηλαδή εξωτερικών οικονομικών συνόρων (τελωνειακή ένωση). Επίσης η θέσπιση της ελευθερίας εγκατάστασης και κυκλοφορίας κ.ο.κ.

3)Το τρίτο στάδιο αποτελεί η καθιέρωση μιας κοινής εσωτερικής αγοράς [δεν κυκλοφορούν μόνο ελεύθερα οι διοικούμενοι, τα προϊόντα κ.ο.κ. αλλά αίρονται και όλα τα έμμεσα εμπόδια (όπως ο Φ.Π.Α., προσδιορισμοί προδιαγραφών προϊόντων) προκειμένου να ληφθεί αβίαστα απόφαση επιχειρηματικής εγκατάστασης σε μια χώρα-μέλος (πρέπει να υπάρχει η ουδετερότητα για να ληφθεί σωστά η οικονομική απόφαση)].

4)Σε ένα τέταρτο στάδιο πρέπει να ελεγχθούν οι εξής παράγοντες: α) ότι όλοι ακολουθούν το ίδιο οικονομικό μοντέλο, την ίδια δημοσιονομική πολιτική και β) ότι όλοι έχουν το ίδιο νόμισμα.

Για να λειτουργήσει η οικονομική ολοκλήρωση χρειάζεται και κάποιους κανόνες, κάποιες αρχές. Το οικονομικό πρότυπο είναι ενιαίο και ρυθμίζεται από το άρθρο 102 Α της συνθήκης του Μάαστριχ. Το πρότυπο αυτό της οικονομικής πολιτικής είναι υποχρεωτικό και για την κοινότητα και για τα κράτη-μέλη.

 

Οι κοινοτικοί κανόνες έρχονται να προσδιορίσουν το οικονομικό πρότυπο που καθορίζεται από τις ιδρυτικές συνθήκες. Στην κοινοτική σύλληψη της οικονομίας αποκλείονται τα κρατικά ή μη μονοπώλια. Υπάρχουν μόνο τα λεγόμενα αποκλειστικά δικαιώματα με την έννοια ότι υπάρχουν κάποια προνόμια βασισμένα σε εγγυήσεις που παράσχουν τα κράτη – προνομιακή μεταχείριση του φορέα, γιατί έχει αναλάβει την υποχρέωση να παράσχει υπηρεσίες χωρίς άμεση επιδίωξη κέρδους (exclusive rights). 

 

Οι βασικές ελυθερίες που απορρέουν από το οικονομικό πρότυπο της κοινότητας είναι οι εξής:

1)αρχή της ισότητας: δεν πρέπει να γίνονται διαφορετικές μεταχειρίσεις, όλοι οι οικονομικοί φορείς πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα (απάλειψη κάθε διάκρισης).

2)Αρχή της επιχειρηματικής ελευθερίας

 

Σε αυτές τις αρχές στηρίζονται ειδικότερα δικαιώματα:

Α) δικαίωμα εγκαταστάσεως

Β) δικαίωμα κυκλοφορίας

Γ) δικαίωμα παροχής υπηρεσιών κ.ο.κ.

 

Πρέπει ωστόσο να υπάρχει κάποια εποπτεία κα να μην αφήνονται οι κανόνες να λειτουργούν αυτόματα. Εποπτεία τόσο από την πλευρά της κοινότητας όσο και από την πλευρά των κρατών-μελών που επιτυγχάνεται με τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων. Επιτελείται έτσι ένας διττός στόχος: α) μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας και β) εισαγωγή του κοινωνικού παράγοντα (ακολουθείται καπιταλισμός γερμανικού τύπου, δηλαδή, αγορά κοινωνικής οικονομίας – ασκείται και εποπτεία, και υπάρχει έντονος κοινωνικός χαρακτήρας στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος, των συνταξιούχων, των καταναλωτών κ.ο.κ. / δεν ακολουθείται καπιταλισμός αμερικάνικου τύπου).

Μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ υπάρχει διάθεση της κοινότητας να αποκτήσει κοινωνικό χαρακτήρα.

 

Παραγωγή του κοινοτικού κανόνα: Το σύστημα της παραγωγής (εξουσιοδότηση εξειδίκευση θυμίζει έντονα την κρατική εξουσία.

Ο κοινοτικός κανόνας ξεκινάει ως προς τις βασικές του εξειδικεύσεις στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου με εξουσιοδότηση των κοινοτικών οργάνων, αλλά σπάνια ολοκληρώνεται στα πλαίσια κοινότητας (συνήθως η σκυτάλη παραδίδεται στα κράτη-μέλη, η εξιδίκευση περνά στα κράτη-μέλη). Δεν πρόκειται, ωστόσο, για εθνικό δίκαιο αλλά για κοινοτικό δίκαιο. Υπάρχει η έννοια της ευελιξίας. Οι ρυθμίσεις μπορεί να είναι κοινές ως προς τον πυρήνα τους αλλά τα κράτη-μέλη (στα πλαίσια πάντα της κοινοτικής ρύθμισης) εξειδικεύουν τον κανόνα όπως ταιριάζει στο εθνικό τους δίκαιο. Αυτό ονομάζεται προσαγωγικό δίκαιο.

Η απαρίθμηση στο άρθρο 189 της συνθήκης της Ρώμης είναι ενδεικτική (κανονισμός, οδηγία, απόφαση, γνώμη, σύσταση).

Ο κανονισμός είναι «νόμος» που εκδίδεται σε περιοχές όπου η αρμοδιότητα της κοινότητας είναι αποκλειστική (π.χ. γεωργία, εμπόριο κ.ο.κ.). Δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (αρχή της δημοσιότητας και μετά από 8 ημέρες ισχύει άμεσα στα κράτη-μέλη. Ο κανονισμός αναπτύσσει άμεση ισχύ και συνεπώς δε χρειάζεται αναδημοσίευση στο κράτος-μέλος (απόλυτα μονιστικό είναι το κλίμα που επικρατεί στην κοινότητα). Η οδηγία (directive) είναι και αυτή «νόμος» ( μάλλον «πλαίσιο νόμου»). Αφήνει στα κράτη-μέλη να προσδιορίσουν τα μέσα επίτευξης των στόχων που αυτή θέτει. Η οδηγία είναι υποχρεωτική. Το κράτος θα μετεγγράψει την οδηγία (θετικοποίηση – εξειδίκευση) και ο ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν (καθετοποίηση). Η οδηγία πρέπει να είναι έτσι εξειδικευμένη ώστε να είναι δυνατό το παραπάνω στο διοικούμενο. Το κράτος ελέγχεται ως προς την ορθότητα της μετεγγραφής.