1.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε ΤΜΗΜΑ 2018

Νομολογία Διοικητικό Δικαιοσύνη

ΝΑ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΥΧΝΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΒΑΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ

 

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αριθμός 96/2018

ΕΓΚΡΙΣΗ ΑΛΛΑΓΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΠΛΗΣΙΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ , ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΘΕΛΕΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΥΠ. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.

Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ14/ 46738/ 2321/ 11.5.2012 απόφασης του Υφυπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των ήδη αιτούντων για αλλαγή χρήσης αγροτεμαχίου, του οποίου φέρονται ιδιοκτήτες, από χώρου λειτουργίας καταστημάτων, γραφείων και χώρων συνάθροισης κοινού σε χώρο λειτουργίας μικτού πρατηρίου υγρών καυσίμων με συνεργείο αυτοκινήτων και καταστήματα. Το αγροτεμάχιο αυτό ευρίσκεται επί της παλαιάς εθνικής οδού (Π.Ε.Ο.) Λαμίας – Στυλίδας, στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Λαμιέων της Περιφερειακής Ενότητας Φθιώτιδας, Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, το ως άνω δε αίτημα απορρίφθηκε για λόγους προστασίας από έμμεση βλάβη του παρακείμενου κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου στη θέση «Πλατάνια» Μεγάλης Βρύσης.

Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι επεμβάσεις πλησίον αρχαιολογικού χώρου επιτρέπονται μόνο ύστερα από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για τις οικοδομικές εργασίες η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται αν η απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτόν είναι τέτοια ώστε να μη κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη στον αρχαιολογικό χώρο. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση εκτέλεσης έργου πλησίον αρχαιολογικού χώρου, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση αυτού στα ακίνητα μνημεία τα οποία, κατά το άρθρο 2 περ. γ΄ του ν. 3028/2002, περιέχονται (ή υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται) στον αρχαιολογικό χώρο, δηλαδή σε αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου (βλ. ΣτΕ 1449/2016, 4060/2015, πρβλ., για εκτέλεση έργου πλησίον μνημείου, 5476/2012, 4541/2009, κ.ά). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις αξιολόγηση εκ μέρους του Υπουργού Πολιτισμού λαμβάνει χώρα και σε περίπτωση αιτήματος έγκρισης αλλαγής χρήσης ακινήτου πλησίον αρχαιολογικού χώρου, η οποία συνεπάγεται την εγκατάσταση εμπορικής επιχείρησης και την τοποθέτηση σχετικών εγκαταστάσεων.

6. Επειδή, κατά τα προαναφερόμενα, η ενιαία ιδιοκτησία των αιτούντων ευρίσκεται πλησίον του κηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου, αλλά εκτός των ορίων του, μεταξύ δε αυτού και της εν λόγω ιδιοκτησίας παρεμβάλλεται η διερχόμενη στο σημείο εκείνο παλαιά εθνική οδός (Π.Ε.Ο), η οποία ήδη αποτελεί, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, βασική πύλη εισόδου της πόλης της Λαμίας για τα οχήματα που κινούνται επί του αυτοκινητοδρόμου Αθηνών – Θεσσαλονίκης, ο οποίος επίσης διέρχεται από το όριο του αρχαιολογικού χώρου και κατά μήκος τόσο της Β΄ όσο και της Α΄ Ζώνης του. Ενόψει τούτου, όπως δέχθηκε και η αρχαιολογική υπηρεσία (4988/10.10.2011 έγγραφο της ΙΔ΄ Ε.Κ.Π.Α.), η λειτουργία πρατηρίου υγρών καυσίμων στην ιδιοκτησία των αιτούντων δεν θα προκαλέσει περαιτέρω επιβάρυνση, αφού, άλλωστε, με προηγούμενη, από 13.12.2010, απόφαση του Υπουργού, εκδοθείσα ομοίως κατόπιν γνωμοδοτήσεως του ΚΑΣ, είχε επιτραπεί η κατασκευή κτιρίων που θα εξυπηρετήσουν και άλλες εμπορικές δραστηριότητες και, μάλιστα, κατ’ αποδοχή ιεραρχικής προσφυγής των αιτούντων κατά προηγουμένων αντιθέτων αποφάσεων της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, αναφερόμενος ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού σε έμμεση βλάβη του ανωτέρω αρχαιολογικού χώρου από τη λειτουργία του εν λόγω πρατηρίου υγρών καυσίμων και συνεργείου αυτοκινήτων και απορρίπτοντας, με αντίθετη μάλιστα υπηρεσιακή εισήγηση, το αίτημα να επιτραπεί η λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών εκτός του κηρυχθέντος ως άνω αρχαιολογικού χώρου, επί της Π.Ε.Ο. και πλησίον του αυτοκινητοδρόμου (Π.Α.Θ.Ε. Θεσσαλονίκης – Αθήνας), δεν αιτιολόγησε, όπως όφειλε, την προσβαλλόμενη απόφασή του, η οποία εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, ενόψει και του ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, λειτουργούν στην περιοχή, και μάλιστα εντός του κηρυχθέντος ως άνω αρχαιολογικού χώρου, πλήθος δραστηριοτήτων βιομηχανικών και εμπορικών (σφαγεία, βιομηχανικές μονάδες, αλλά και πρατήρια υγρών καυσίμων), ορισμένες δε από τις δραστηριότητες αυτές έχουν αδειοδοτηθεί και από την αρχαιολογική υπηρεσία. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει η αίτηση των αιτούντων να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Αριθμός 383/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

5. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 71 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 46 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88) και του άρθρου 114 παράγραφοι 1, 2, 3 και 6 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), όπως η μεν παράγραφος 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 5 του ν. 2880/2001 (Α΄ 9) η δε παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 2145/1993, οι οποίες ρυθμίζουν το ζήτημα της ανεγέρσεως αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασών και δασικών εκτάσεωνπροϋπόθεση για την νομιμότητα της εκδιδόμενης διαταγής κατεδάφισης αυθαιρέτου κτίσματος είναι, μεταξύ άλλων, η διαπίστωση της ανέγερσής του εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας έκτασης. Η σχετική κρίση της Διοικήσεως πρέπει, ενόψει των συνεπειών της (επιβολή ειδικής αποζημίωσης για την διατήρηση του αυθαιρέτου και υποχρεωτική κατεδάφιση αυτού), να είναι πλήρως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 3719/20131155/2009 κ.ά). Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, ερμηνευόμενων ενόψει και της αρχής του ενιαίου της Διοίκησης, δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η κατεδάφιση κτίσματος ανεγερθέντος βάσει σχετικής οικοδομικής αδείας, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί. Κατ’ ακολουθίαν τούτου, στην περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων αυτών, το μέτρο της κατεδάφισης επιβάλλεται από την δασική αρχή μόνον μετά την ανάκληση ή την ακύρωση της οικοδομικής αδείας (ΣΕ 1439/20162213/20153719/20132386/2011 κ.ά.).
9. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι μη νομίμως απορρίφθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση ο προβληθείς λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη κατασκευή δεν ήταν αυθαίρετη δεδομένου ότι έχει ανεγερθεί δυνάμει της νόμιμης και μη ανακληθείσας 222/1968 οικοδομικής άδειας του Πολεοδομικού Γραφείου Χαλκίδας, προς τούτο δε ο εκκαλών επικαλείται αντίθεση της εκκαλουμένης με τις 318/2005, 2883/2006 και 3998/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον σχετικό λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο διότι, ενόψει των στοιχείων του φακέλου που παραθέτει, δεν προκύπτει ότι η εν λόγω οικοδομική άδεια αφορά την επίμαχη αυθαίρετη κατασκευή. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο ως άνω λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν συνδέεται με συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή με ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού δικαίου, που μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή, αλλά συνάπτεται αποκλειστικώς με την, κατ’ εκτίμηση των συντρεχόντων πραγματικών περιστατικών,αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης σχετικά με το αν το εν λόγω κτίσμα ανεγέρθηκε δυνάμει οικοδομικής άδειας ή όχι (βλ. ΣτΕ πρβλ. 11931730/2016). Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την έφεση.

 

Αριθμός 384/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

6. Επειδή, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία προβλέπει την υποβολή αιτήσεως θεραπείας κατ’ ατομικής διοικητικής πράξεως, δεν νοείται αίτηση θεραπείας κατά κανονιστικής πράξεως με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση αυτής, έστω για λόγους νομιμότητας (ΣτΕ 1585/2016), δεδομένου ότι η Διοίκηση, η οποία είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση, δεν υποχρεούται να τροποποιεί ή να ανακαλεί τις εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου κανονιστικές πράξεις της (ΣτΕ 573590/20164244-7/20141018/20131818/2007). Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (ΣτΕ 1018/2013) και δεν έχει εκτελεστό χαρακτήραΣυνεπώς και η προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση ανακλήσεως ή τροποποιήσεως του κανονιστικού περιεχομένου του π. δ/τος της 6.3.2003, κατά το μέρος αυτού, με το οποίο καθορίστηκε περιοχή, στην οποία περιλαμβάνεται το ακίνητο των αιτούντων, ως ζώνη πρασίνου περιορισμένων χρήσεων, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, η δε υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΣτΕ 1585/2016 7μ., 590/2016573/20164244 – 4247/20141018/20131818/2007).

Εξάλλου, οι αιτούντες, οι οποίοι επικαλούνται την ιδιότητα του ιδιοκτήτη έκτασης που περιλαμβάνεται σε περιοχή ή ζώνη προστασίας της φύσης για την οποία καθορίστηκαν περιορισμοί στις χρήσεις γης με π.δ. εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986, έχουν αξίωση προς αποζημίωση, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1986. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με την υποβολή αιτήσεως στη Διοίκηση, με την οποία οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επιδιώξουν την αναγνώριση του γεγονότος ότι έχει επέλθει ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας τους κατά τον προορισμό της και, περαιτέρω, τον καθορισμό του τρόπου της αποζημίωσής τους με την ανταλλαγή της έκτασής τους με έκταση του Δημοσίου ή την παραχώρηση κατά χρήση δημόσιας έκτασης σε παραπλήσια περιοχή για ανάλογη χρήση ή εκμετάλλευση ή την καταβολή εφάπαξ ή περιοδικής αποζημίωσης ή τη μεταφορά συντελεστή δόμησης σε άλλη ιδιοκτησία. Η Διοίκηση δε υποχρεούται να εξετάσει το σχετικό αίτημα και, εάν συντρέχει περίπτωση, να το ικανοποιήσει.


Αριθμός 385/2018 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄
ΕΝΙΑΥΣΙΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 58 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989, ορίζεται ότι: «Έφεση μπορούν να ασκήσουν οι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη διάδικοι, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που κοινοποιήθηκε η απόφαση με επιμέλεια του διαδίκου και πάντως μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευσή της». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η παρέλευση της ετήσιας προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως, που αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου, αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου, ανεξαρτήτως, δηλαδή, του ζητήματος αν και πότε έλαβε χώρα κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής, έχει δε θεσπισθεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου, ειδικότερα, να διαφυλαχθεί η σταθερότητα στις σχέσεις Διοικήσεως και διοικουμένων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου επί της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 1780-1/2006 Ολομ., 336/2017304/20164511/20153091/20142984/2014). Για το λόγο δε αυτό η προβλεπόμενη στην ανωτέρω διάταξη ενιαύσια προθεσμία δεν είναι δεκτική αναστολής ή παρεκτάσεως (ΣτΕ 1780-1/2006 Ολομ., 336/20173091/20144921/20131092/20111811/2008). Εξάλλου, η θεσπιζόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη ενιαύσια προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως είναι εύλογη, ενόψει και του ενδιαφέροντος που πρέπει οι διάδικοι να επιδεικνύουν για την πορεία της υποθέσεώς τους και, κατά τούτο, δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΣτΕ 304/2016, 4511/2015, 2798/2015, 3091/2014, 2983/2014, πρβλ. Σχετικώς Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -Ε.Δ.Δ.Α.-, απόφαση της 26.5.2011, Legrand κατά Γαλλίας, σκέψη 34, πρβλ. ΣτΕ 2815/2012, 271/2008). Περαιτέρω, όπως έχει γίνει δεκτό από το Ε.Δ.Δ.Α., δεν θίγεται, άνευ ετέρου, η αποτελεσματικότητα ενός ενδίκου βοηθήματος ή μέσου με την πρόβλεψη στην εσωτερική έννομη τάξη ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί με την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης, καθό μέρος τούτο αποτελεί μια επιλογή του νομοθέτη που είναι σύμφωνη με τα γενικώς ισχύοντα σ’ αυτήν την έννομη τάξη [βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -Ε.Δ.Δ.Α.-, απόφαση επί του παραδεκτού -decision- της 1.10.2013, Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε. κατά Ελλάδος, σκ. 28, 47-48), προκειμένου δε περί της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ως αφετηρίας ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκων μέσων στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, εν προκειμένω του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως και της εφέσεως, βλ. σχετικώς: άρθρο 53 παρ. 1 εδ. τρίτο π.δ. 18/1989, άρθρο 94 παρ. 2 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 Α΄ 97), πρβλ. άρθρο 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 ΚπολΔ (π.δ. 503/1985, Α΄ 182)].
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας της κρινομένης υποθέσεως, η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του δικάσαντος δικαστηρίου στις 10.11.2015. Από την επομένη της δημοσιεύσεως αυτής, από της οποίας ο εκκαλών είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως (βλ. ΣτΕ 304/20164511/20152984/2014), κινήθηκε η ενιαύσια προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως, η οποία έληξε στις 11.11.2016. Η γενόμενη δε, κατά την ημερομηνία αυτή (11.11.2006), με επιμέλεια της Γραμματείας του δικάσαντος δικαστηρίου, κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως στον παραστάντα ενώπιον του δικαστηρίου αυτού πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, (βλ. τη σχετική έκθεση επιδόσεως της δικαστικής υπαλλήλου του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων Μαρίας Καραβασίλη), δεν κίνησε εκ νέου την προθεσμία για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, η οποία ασκήθηκε στις 9.1.2017, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει, για το λόγο αυτό, να απορριφθεί.

Αριθμός 618/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΑΞΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

2. Eπειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση: α) της με αριθ. πρωτ. 2765/6.6.2016 αποφάσεως της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, με την οποία εγκρίθηκε η χορήγηση άδειας χρήσεως του καταστήματος «Θάλασσα», στη θέση «Ματζάκουρα» της Τοπικής Κοινότητας Αγίου Ανδρέα Δήμου Πύργου, Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, εντός του αρχαιολογικού χώρου του Αγίου Ανδρέα Κατακώλου, ως χώρου υγειονομικού ενδιαφέροντος και β) του υπ’ αριθ. 4/26.5.2016 πρακτικού, με το οποίο το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Δυτικής Ελλάδας γνωμοδότησε υπέρ της χορηγήσεως άδειας χρήσεως του ανωτέρω καταστήματος.

3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων η Ευγενία Παπαδοπούλου, η οποία φέρεται να έχει την εκμετάλλευση του ανωτέρω καταστήματος.

6. Επειδή, ο αιτών ασκεί την κρινόμενη αίτηση επικαλούμενος την ιδιότητα του κυρίου, νομέα και κατόχου όμορου προς το κατάστημα της παρεμβαίνουσας ακινήτου. Η παρεμβαίνουσα, όμως, αμφισβητεί την ιδιότητα αυτή του αιτούντος και, επομένως, και την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού, προβάλλοντας ότι ο αιτών δηλώνει κάτοικος Γλυφάδας και ότι με το υπ’ αριθ. 39.977/12.12.1995 συμβόλαιο γονικής παροχής, μεταβίβασε την ιδιοκτησία του στις θυγατέρες του, διατηρώντας για τον εαυτό του το δικαίωμα οικήσεως, χωρίς να αποδεικνύει με ποιό τρόπο θίγεται το δικαίωμα αυτό. Περαιτέρω, με το υπόμνημα που κατέθεσε μετά τη συζήτηση, επικαλείται την υπ’ αριθ. 1126/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πύργου και τα οικεία πρακτικά, βάσει των οποίων ο αιτών, μετά την άσκηση της κρινομένης αίτησης, είχε καταθέσει ενόρκως, ως μάρτυρας, ότι δεν είναι εκείνος πλέον ιδιοκτήτης, αλλά οι θυγατέρες του και ότι ο ίδιος διαμένει σε ξενοδοχείο όταν επισκέπτεται την περιοχή. Τέλος, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η όποια βλάβη του αιτούντος δεν προέρχεται από την προσβαλλόμενη πράξη αλλά από την άδεια λειτουργίας του καταστήματος. Όμως, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ενόψει του ότι ο αιτών φέρεται, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε (συνεκτιμωμένου και του ανωτέρω συμβολαίου γονικής παροχής), να έχει εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, ευρισκόμενο σε μικρή απόσταση από το κατάστημα της παρεμβαίνουσας, (όπως προκύπτει από το υπάρχον στο φάκελο της υποθέσεως φωτογραφικό υλικό), ασκεί με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση, προβάλλοντας ότι με την έγκριση της χρήσεως του συγκεκριμένου καταστήματος με την προσβαλλόμενη πράξη θα υποστεί βλάβη υλική και ηθική (άρθρο 57 Α.Κ), αφού θα συνεχισθεί η από εικοσαετίας και πλέον υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης και απόλαυσης της περιουσίας του από άποψη αισθητική, ακουστική, πολιτιστική κλπ. (πρβλ ΣτΕ 1814/2016, 3764/2015, 3173/2012 575/2012, 2133/2003). Συνεπώς, όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της παρεμβαίνουσας είναι απορριπτέοι.

7. Επειδή, όπως έχει κριθεί, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και των λοιπών πολιτιστικών στοιχείων αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας (ΣτΕ 655/20173004/2015978/2012). Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων και του χώρου που είναι αναγκαίος για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική, και λειτουργική ενότητα (ΣτΕ 3004/20153735/2013569/2012). Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, κάθε επέμβαση επί και πλησίον αρχαίου ή εντός αρχαιολογικού χώρου, ή ιστορικού τόπου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και στην ανάδειξή του, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων ευρημάτων και επί τη βάσει των δεδομένων της αρχαιολογικής επιστήμης απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση των αρχαίων (ΣτΕ Ολομέλεια 676/20053454/2004, ΣτΕ 655/20173004/2015575/2012569/2012). 

8. Επειδή, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 “…..

9. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες ερμηνεύονται ενόψει και της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που εισάγεται με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, επιβάλλεται στη Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο για την προστασία των αρχαίων και νεωτέρων μνημείων. Η προστασία αυτή, όπως έχει εκτεθεί, συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου (ΣτΕ 3064/20153004/2015575/2012). Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, επεμβάσεις εντός αρχαιολογικού χώρου, κηρυχθέντος, μάλιστα, όπως εν προκειμένω, και ως τοπίου φυσικού ιδιαίτερου κάλλους βάσει του Κ.Ν. 5351/32, οι οποίες αποτελούν ειδικότερη περίπτωση επεμβάσεως πλησίον αρχαίου μνημείου, (ΣτΕ 415/2017 1378/2016, 293/2010), επιτρέπονται μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίουεφόσον δεν επέρχεται κίνδυνος άμεσης ή έμμεσης βλάβης όχι μόνο ενός ή περισσοτέρων από τα σωζόμενα μνημεία, εμφανή ή μη, αλλά και του ελεύθερου χώρου που τα περιβάλλει (πρβλ ΣτΕ 3064/20153004/2015569/20123723/2005565/2005). Περαιτέρω, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκρισή του για την εκτέλεση ενός έργου ή για την ανάπτυξη μίας δραστηριότητας πλησίον αρχαίων μνημείων, έγκριση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση αδειών άλλων διοικητικών αρχών (ΣτΕ 3004/20154460/2005), αξιολογεί τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας αυτής και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που η δραστηριότητα θα έχει στα ακίνητα μνημεία και στον αναγκαίο για την ανάδειξή τους χώρο, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της αρχαιολογικής νομοθεσίας (ΣτΕ 415/20171378/2016569/2012). Η κρίση δε του Υπουργού Πολιτισμού πρέπει, για να είναι πλήρης, να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων μνημείων, (β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου ή της μέλλουσας να επιχειρηθεί δραστηριότητας και (γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας επί των αρχαίων και του περιβάλλοντος αυτά χώρουΗ αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου και, ιδίως, από τη γνωμοδότηση του αρχαιολογικού συμβουλίου, η οποία συνοδεύει την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (πρβλ ΣτΕ 415/2017569/2012). Στην περίπτωση του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων, προστατευτέο στοιχείο συνιστά και η ανεμπόδιστη θέαση αυτών, αλλά και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους. Συνεπώς, πρέπει να ερευνάται και εάν η απόσταση του έργου από το μνημείο ή η σχέση του με αυτό, ενόψει των μορφολογικών του στοιχείων είναι τέτοια, ώστε να διασφαλίζεται η αναλλοίωτη έποψη του μνημείου και η ακεραιότητα του αναγκαίου για την ανάδειξή του σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα του περιβάλλοντος χώρου (ΣτΕ 3004/20153735/2013).
11. Επειδή, από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η έννοια του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι ευρεία και περιλαμβάνει μία σειρά από επιχειρηματικές δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια υγεία, οι οποίες, στην ειδικότερη περίπτωση των καταστημάτων που έχουν ως αντικείμενο την παρασκευή, διάθεση τροφίμων και ποτών, διαχωρίζονται σε επιμέρους κατηγορίες, οι οποίες υπόκεινται, από την κείμενη νομοθεσία, σε συγκεκριμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις και στην υποχρέωση τηρήσεως συγκεκριμένων προδιαγραφών όσον αφορά στις εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό τους, ανάλογα με το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας και τη δυναμικότητα της επιχειρήσεως. Συνεπώς, ενόψει των διαφοροποιήσεων αυτών, σε περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα εγκρίσεως, κατά τα εκτεθέντα στην ένατη σκέψη, δραστηριότητας πλησίον αρχαίου μνημείου ή εντός αρχαιολογικού χώρου, με αντικείμενο που εμπίπτει στις ανωτέρω περιπτώσεις, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της ζητούμενης, κατά περίπτωση, με την αίτηση του ενδιαφερομένου, ειδικότερης επιχειρηματικής δραστηριότητας, προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις αυτής επί των υπαρχόντων μνημείων, εμφανών ή αφανών, καθώς και επί του περιβάλλοντος αυτά χώρου.

12. Eπειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη πράξη, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπ’ αριθ. 7 γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων (πρακτικό συνεδρίασης 4/26.5.2016), και στην με αριθ. πρωτ. 2568/20.5.2016 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας προς το Συμβούλιο αυτό. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, για την έγκριση της χορηγήσεως της άδειας στην παρεμβαίνουσα, ελήφθη υπόψη από τη διοίκηση το αίτημα της παρεμβαίνουσας, το γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος με χρήση καφέ μπαρ, εστιατόριο, αναψυκτήριο, εντός της ζώνης Β1 του αρχαιολογικού χώρου κάστρου Αγ. Ανδρέα Κατακώλου, το γεγονός ότι η χρήση του χώρου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος προϋπήρχε της κηρύξεως των ζωνών του αρχαιολογικού χώρου καθώς και το ότι, κατά τις πραγματοποιηθείσες αυτοψίες της Υπηρεσίας Δόμησης Πύργου και της ίδιας της ανωτέρω Εφορείας στο κατάστημα της παρεμβαίνουσας, διαπιστώθηκε η αφαίρεση του συνόλου των αυθαιρέτων κατασκευών που υπήρχαν στο παρελθόν. Κατόπιν τούτων, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ενέκρινε τη χορήγηση άδειας χρήσης του καταστήματος της παρεμβαίνουσας ως χώρου υγειονομικού ενδιαφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση δεν θα είναι οχλούσα για το αρχαιολογικό περιβάλλον. Με τον τρόπο, όμως, αυτό, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία δόθηκε, υπό την ανωτέρω προϋπόθεση, έγκριση για χρήση “χώρου υγειονομικού ενδιαφέροντος”, δηλαδή για χρήση που αντιπροσωπεύει, κατά ήδη εκτεθέντα, μία ευρύτατη κατηγορία διαφορετικών εξ επόψεως αντικειμένου δραστηριοτήτων, δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς. Και τούτο διότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την οποία δεν υφίστανται θεσμοθετημένες χρήσεις γης, δεν περιγράφονται ούτε τα προστατευόμενα μνημεία στην περιοχή, ούτε, οι κατασκευές και το σύνολο εν γένει των εγκαταστάσεων που συγκροτούν το επίδικο κτίσμα, ενώ, δεν προσδιορίζεται η σχέση αυτών προς τα προστατευόμενα μνημεία (λ.χ η απόσταση, κλίση εδάφους) και, κυρίως, δεν εκτιμώνται, ενόψει των ανωτέρω κρίσιμων στοιχείων, σε συνδυασμό και με το σύνολο των χρήσεων, την έγκριση των οποίων ζητούσε η παρεμβαίνουσα (καφέ – μπαρ – κέντρο διασκέδασης – εστιατόριο – αναψυκτήριο), οι επιπτώσεις της λειτουργίας του συγκεκριμένου καταστήματος στα προστατευόμενα μνημεία και στον περιβάλλοντα χώρο αυτώνΑντιθέτως, αντί να διατυπωθεί, εν όψει των προεκτεθέντων, κρίση για τις κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως επιπτώσεις από τη συγκεκριμένη χρήση του επίδικου καταστήματος ως «χώρου υγειονομικού ενδιαφέροντος» στα μνημεία και στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος έχει κηρυχθεί και τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους), δηλαδή για την κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, πρόκληση ή όχι οχλήσεως από την εν λόγω χρήση στο αρχαιολογικό περιβάλλον της περιοχής, τάσσεται με την προσβαλλόμενη πράξη, ως προϋπόθεση για την λειτουργία του καταστήματος με την ανωτέρω -γενικώς, άλλωστε, προσδιοριζόμενη («χώρος υγειονομικού ενδιαφέροντος»)- χρήση, ότι στο μέλλον αυτή “δεν θα είναι οχλούσα για το αρχαιολογικό περιβάλλον της περιοχής”. Είναι, συνεπώς βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, όσον αφορά στις επιπτώσεις της ασκούμενης από την παρεμβαίνουσα δραστηριότητας στα μνημεία και στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο. Εξάλλου, τα αναφερόμενα στην έκθεση απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο για την κρινόμενη αίτηση, (έγγραφο με αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/
Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Αριθμός 619/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΚΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ
ΟΤΑΝΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΜΕΤΑ

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 2765/6.6.2016 απόφαση της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, 2) η υπ’ αριθμ. 4/26.5.2016 γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Δυτικής Ελλάδος και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

3. Eπειδή, κατά την ίδια δικάσιμο της 8ης Μαρτίου 2017, που συζητήθηκε η κρινόμενη αίτηση, συζητήθηκε αίτηση ακυρώσεως άλλου διαδίκου, στρεφόμενη επίσης κατά της με αριθ. πρωτ. 2765/6.6.2016 αποφάσεως της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας και του υπ’ αριθ. 4/26.5.2016 πρακτικού του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Δυτικής Ελλάδας. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 618/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ακυρώθηκε η με αριθ. πρωτ. 2765/6.6.2016 απόφαση της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, η οποία κρίθηκε ως η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη, από πλευράς εκτελεστότητας, πράξη. Κατόπιν τούτου, η ανοιγείσα με την κρινόμενη αίτηση δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του π. δ/τος 18/1989 (Α 8), η δε ασκηθείσα παρέμβαση δεν έχει πλέον αντικείμενο (ΣτΕ Ολομ. 1750/2016, ΣτΕ 1911/2016, 704/2016, 2313/2006).

4. Επειδή, το άρθρο 39 παρ. 2 του ανωτέρω π. δ/τος 18/1989 ορίζει ότι σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης για οποιονδήποτε λόγο δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη. Η διάταξη, όμως, αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν το γεγονός, που συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης, είναι μεταγενέστερο της συζητήσεως της υποθέσεως. Διότι, στην περίπτωση αυτή, εφόσον το εν λόγω γεγονός δεν είναι γνωστό κατά το χρόνο συζητήσεως στον αιτούντα, η εμμονή του στην πρόοδο της δίκης και τη συζήτηση της υποθέσεως δεν παρίσταται αδικαιολόγητη και, συνεπώς, δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή, εάν το ένδικο μέσο ή βοήθημα ασκείται παραδεκτώς, επιδικάζεται δικαστική δαπάνη υπέρ του αιτούντος (ΣτΕ Ολομ. 1750/2016, ΣτΕ 1911/2016, 704/2016).

Αριθμός 923/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπα παραβόλου 1325618, 3744522/2013), ζητείται η ακύρωση της απόφασης ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ ΔΝΣΑΚ/85057/12670/867/17.6.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την οποία δεν χαρακτηρίσθηκε ως μνημείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 3028/2002, ισόγεια κατοικία επί των οδών Μικρουλέα 20 και Κολοτούρου, στο Δήμο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης.
4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που, αφενός, αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, και, αφετέρου, συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύει, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, η οποία μπορεί να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αρχιτεκτονική αξία τους, όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής ή έχουν διακριθεί από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, στην αξία τους από πολεοδομική άποψη, προκειμένου π.χ. για μεμονωμένο κτίσμα ή για κτηριακό συγκρότημα που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ιστορικής φάσης στην εξέλιξη του οικισμού ή συμβάλλει στην ανάδειξη της εικόνας του αστικού τοπίου, ή, τέλος, στην ιστορική αξία τους, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεώτερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και του οποίου η διατήρηση συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Για το χαρακτηρισμό ακινήτου ως μνημείου δεν απαιτείται να συντρέχουν όλα τα κριτήρια που μνημονεύονται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3028/2002, αλλ’ αρκεί προς τούτο η συνδρομή έστω και ενός από αυτά. Περαιτέρω, κατά το χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δεδομένου ότι η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Τέλος, η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας, όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό (ΣτΕ 3050/2004, 1100/2005, 3611, 3763/2007, 2341/2009, 1871/2010, 1720/2012, 4820, 4916/2013, 1940/2014 κ.α.).
5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στις 9.6.2010 υπεβλήθη ενώπιον της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (Δ.Ν.Σ.Α.Κ.) του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού αίτηση με αντικείμενο το χαρακτηρισμό μιας ισόγειας κατοικίας επί των οδών Μικρουλέα αρ. 20 και Κολοτούρου, στο Δήμο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, ως νεωτέρου μνημείου [αίτηση υπ΄ αριθμ. πρωτ. 54186/1199/9.6.2010]. Η αίτηση υπεβλήθη από ιδιώτη, κάτοικο Αθηνών, ιδιοκτήτη όμορης οικοδομής [επί της οδού Κίου 39], ο οποίος υποστήριξε ότι το κτίσμα αποτελούσε χαρακτηριστικό και αυθεντικό δείγμα προσφυγικής κατοικίας της δεκαετίας του 1920, συνοδευόταν δε, μεταξύ άλλων στοιχείων, από το παραχωρητήριο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης…..7. Επειδή, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η μεταγενέστερη της σιωπηρής απόρριψης ρητή αρνητική πράξη της Διοίκησης μπορεί να προσβληθεί και αυτοτελώς. Επομένως, το γεγονός ότι, σύμφωνα με το προπαρατεθέν ιστορικό της υπόθεσης, τα αιτούντα νομικά πρόσωπα γνώριζαν τη συντέλεση της σιωπηρής απόρριψης του αιτήματος για την κήρυξη του επίδικου ακινήτου ως μνημείου με την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας από την υποβολή του (:9.6.2010), και αληθές υποτιθέμενο, δεν καθιστά απαράδεκτη ή εκπρόθεσμη την κρινόμενη αίτηση, η οποία στρέφεται κατά της νεώτερης, από 17.6.2013, ρητής απόρριψης του αυτού αιτήματος και ασκήθηκε εμπροθέσμως την 1η.11.2013. Ούτε ασκεί επιρροή στο παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης το γεγονός ότι ο ιδιώτης που είχε υποβάλει την αίτηση κήρυξης της συγκεκριμένης κατοικίας ως μνημείου, μη περιλαμβανόμενος μεταξύ των αιτούντων, είχε ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης του εν λόγω αιτήματος, από την οποία ακολούθως παραιτήθηκε. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τα σωματεία με την επωνυμία “Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού” και “Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας”, η πρώτη των οποίων έχει ως καταστατικό σκοπό “να τονώνει το ενδιαφέρον και την πεποίθηση του κοινού για την αξία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς (ιστορικής, καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής)” και “να συμβάλλει, με κάθε νόμιμο μέσο, στην προστασία και την ορθή διαχείριση της φυσικής και ανθρωπογενούς κληρονομιάς της χώρας” και η δεύτερη τη “διατήρησ[η] της μνήμης των … αλησμονήτων και αλυτρώτων Ελληνικών Πατρίδων” (βλ. ΣτΕ 2535, 3016/2015).

8. Επειδή, σύμφωνα με την αιτιολογία που περιέχεται στη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και στηρίζει την προσβαλλόμενη μη κήρυξη της οικίας στην οδό Μικρουλέα 20 ως νεωτέρου μνημείου, το συγκεκριμένο κτήριο, που ανάγεται στην περίοδο των τελευταίων 100 ετών, δεν έχει, ως μεμονωμένο κτίσμα, χωρίς καμία σχέση με τα όμορα κτήρια, ιδιαίτερη πολεοδομική σημασία, ούτε διαθέτει ιδιαίτερη ιστορική αξία, ως δείγμα προσφυγικής κατοικίας Πρέπει, υπό τα δεδομένα αυτά, να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως. Αν και, κατά την γνώμη του Συμβούλου 
Θ. Αραβάνη, η προσβαλλόμενη άρνηση κηρύξεως της επίδικης προσφυγικής οικίας ως διατηρητέας έχρηζε ειδικότερης αιτιολογίας. Ειδικότερα, από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι οι προσφυγικές κατοικίες, και τα μνημεία εν γένει, τυγχάνουν προστασίας μόνο εφ’ όσον αποτελούν σύνολο και όχι μεμονωμένα, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι σε μικρή απόσταση από το επίμαχο κτίριο σώζονται και άλλα κτίρια, της ίδιας περίπου εποχής, με τα οποία μπορεί κατά τα υπάρχοντα στοιχεία να αποτελέσει διατηρητέο σύνολο.

Αριθμός 925/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1. η υπ’ αριθμ. ΣΗΥΑ 26879/4.8.2016 Δήλωση Υπαγωγής σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις της Εταιρείας «WIND ΕΛΛΑΣ- Τηλεπικοινωνίες ΑΕΒΕ», 2. η υπ’ αριθμ. Μι/411/13093/2016/10.11.2016 Θετική Γνωμάτευση της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Ε.Ε.Α.Ε.), 3. η υπ’ αριθμ. 23171/Φ610/23.1.2017 απόφαση του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, 4. η υπ’ αριθμ. 5481/5.8.2016 απόφαση της Διεύθυνσης Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου Αιγάλεω και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
1. Επειδή
, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της ΣΗΥΑ26879/4.8.2016 δήλωσης υπαγωγής σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της εταιρείας «WIND ΕΛΛΑΣ Τηλεπικοινωνίες ΑΕΒΕ» που αφορά στη κατασκευή κεραίας σταθμού κινητής τηλεφωνίας στη θέση ΑΙΓΑΛΕΩ ΛΙΟΥΜΗ, επί της οδού Μνησικλέους 23 στο Δήμο Αιγάλεω, β) της υπ’αριθμ. Μι/411/13093/2016/10.11.2016 θετικής γνωμοδότησης της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας για την παραπάνω κεραία, γ) της 23171/Φ610/23.1.2017 απόφασης του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, με την οποία χορηγήθηκε στην ανωτέρω εταιρεία άδεια κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς στην εν λόγω θέση και δ) της 5481/5.8.2016 απόφασης της Διεύθυνσης Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου Αιγάλεω που αφορά την ίδια κεραία.

2. Επειδή, το άρθρο 78 παρ. 1 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/ 10.4.2012), που ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζει ότι κατά των ατομικών πράξεων της Ε.Ε.Τ.Τ. που δεν αφορούν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ασκείται αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου (ΣτΕ 3250/2017, 4147/2015 κ.ά.). Εξάλλου, οι κατά το άρθρο 24α του Ν. 2075/1992 (ΦΕΚ 129 Α΄) πράξεις έγκρισης δομικών κατασκευών σταθμών ραδιοεπικοινωνίας (πρβλ. ΣτΕ 4286/1999) ή κεραιών κινητής τηλεφωνίας (πρβλ. ΣτΕ 2549/2005, 2593/2003) επέχουν θέση οικοδομικής αδείας και, επομένως, αρμόδια για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ΄ του Ν. 702/1977, όπως τελικώς αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2944/2001, τα Διοικητικά Εφετεία (ΣτΕ 506/2007 σε Συμβούλιο, 3782/2004). Συνεπώς, η τρίτη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία χορηγήθηκε στην εταιρεία «WIND ΕΛΛΑΣ Τηλεπικοινωνίες ΑΕΒΕ» άδεια κατασκευής κεραίας σταθμού ξηράς καθώς και η τέταρτη προσβαλλόμενη 5481/5.8.2016 απόφαση της Διεύθυνσης Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου Αιγάλεω περί έγκρισης της ίδιας κεραίας, υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί η κρινόμενη αίτηση ως προς τις δύο αυτές πράξεις. Στο δικαστήριο δε αυτό ανήκει η κρίση περί της νομιμοπoίησης των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού της αιτήσεως, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των ως άνω πράξεων (άρθρ. 34 παρ. 2 
ν. 1968/1991). Κατά το λοιπό μέρος, η αίτηση αυτή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ.1430969, 3164402, 3164103 και 5179216/2017 ειδικά έντυπα παραβόλου) αρμοδίως εκδικάζεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας και είναι, περαιτέρω, εξεταστέα.

. Επειδή, η ΣΗΥΑ26879/4.8.2016 δήλωση που υπέβαλε η εταιρεία «WIND ΕΛΛΑΣ Τηλεπικοινωνίες ΑΕΒΕ», περί υπαγωγής της σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, η οποία αποτελεί μέρος του φακέλου που η ίδια κατέθεσε στην ΕΕΤΤ για την έκδοση της άδειας εγκατάστασης κεραίας (βλ. και τις διατάξεις του άρθρου 8 του 
ν. 4014/2011 και της Κ.Υ.Α. 198015/ΕΥΠΕ-ΥΠΕΚΑ/4.5.2012, Β΄ 1510), δεν αποτελεί, αυτή και μόνη, πράξη διοικητικής αρχής ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, η πρώτη αυτή προσβαλλόμενη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (ΣτΕ 524/2017). Περαιτέρω, απαραδέκτως προσβάλλεται και η υπ’αριθμ. Μι/411/3093/2016/10.11.2016 θετική γνωμοδότηση της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, η οποία, ως γνωμοδότηση, στερείται εκτελεστότητας.

Αριθμός 1052/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

5. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 45), προβλέπεται ότι “1. Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους”. Σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτελεί ειδική έκφραση της αρχής του Κράτους Δικαίου (βλ. ΣτΕ 2243/2011 επτ.), αποτυπώνεται δε και στο παραπάνω άρθρο του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, τα όργανα της Διοίκησης, είτε ενεργούν ατομικώς είτε ως μέλη συλλογικού οργάνου, πρέπει να παρέχουν εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, ώστε να δημιουργείται στους πολίτες πεποίθηση για το αδιάβλητο των πράξεων που εκδίδονται από αυτά, δεν παρέχουν δε εγγυήσεις αμεροληψίας όχι μόνον όταν έχουν προσωπικό συμφέρον από την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης ή ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους, αλλά και όταν, γενικότερα, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και, κατά συνέπεια, προειλημμένη γνώμη για τη συγκεκριμένη υπόθεση.(ΣτΕ 420/2011 επτ., 150/2011 επτ.). Όπως, όμως, έχει κριθεί, δεν δημιουργείται υπόνοια μεροληψίας από την έκφραση της γνώμης μέλους συλλογικού οργάνου κατά την άσκηση των καθηκόντων του (ΣτΕ 3220/2012, 4611/2009, 676/2005 Ολομέλεια κ.ά.), ενώ, εξάλλου, η συμμετοχή σε συλλογικό όργανο διοικητικού οργάνου, το οποίο, έχει εκδώσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, διοικητική πράξη, στην οποία ερείδεται η ελεγχόμενη από το συλλογικό όργανο εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν επηρεάζει, αφ’ εαυτής, την σύνθεση του συλλογικού αυτού οργάνου (πρβλ. ΣτΕ 3427/2011, 4611/2009, 4287/2012, 3757/2007 επτ.).

6. Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως για πλημμελή σύνθεση της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων, τον οποίο είχε πρωτοδίκως προβάλει με το υπόμνημά του ο εκκαλών, ενόψει του ότι α. το εν λόγω όργανο συνεδρίασε με τρία μέλη, χωρίς να προκύπτει ότι κλήθηκε νομίμως και το τέταρτο μέλος αυτού ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, β. στην Επιτροπή μετέσχε ως μέλος ο Βασίλειος Σχοινάς, ο οποίος είχε συμμετάσχει και στη σύνταξη του 10/2006 πρωτοκόλλου, με το οποίο τμήμα του κτιρίου χαρακτηρίσθηκε ως επικινδύνως ετοιμόρροπο, με αποτέλεσμα ο υπάλληλος αυτός να κρίνει ανεπίτρεπτα δύο φορές το ίδιο ζήτημα, δηλαδή ότι τα επίδικα κτίσματα ήταν δύο και όχι ένα ενιαίο. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, ότι η Επιτροπή συνεδρίασε με παρόντα μόνο τα τρία από τα τέσσερα μέλη της, χωρίς να προκύπτει ότι κλητεύθηκε νομίμως και το τέταρτο μέλος της ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, δεν ήταν αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος, εφόσον συνδέεται με πραγματικό το οποίο δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ 1209/2011, 2973/2007, 2364/2006, 2126/1990, 225/1986), απαραδέκτως δε προεβλήθη με υπόμνημα, και, ως εκ τούτου, νομίμως απορρίφθηκε, ως μη ουσιώδης, από το Εφετείο χωρίς ειδικότερη αιτιολογία

Αριθμός 1258/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

. Επειδή, με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστέθηκε περίπτωση ιβ΄ στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) και ορίσθηκε ότι υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου αιτήσεις ακυρώσεως κατά ατομικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας που διέπει «τη χορήγηση αδειών: 1) για την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας 2) …». Περαιτέρω, με το άρθρο 48 παρ. 3 του ίδιου ν. 3900/2010 προστέθηκε παράγραφος 4Α στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) και ορίστηκε ότι «υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, εκδικαζόμενες σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται: α) από την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικής εγκατάστασης και την κυκλοφορία προϊόντων …».

Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν έχουν μεταφερθεί στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και εξακολουθούν, καταρχήν, να υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας οι πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί ιδρύσεως και λειτουργίας βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων (ΣτΕ 1093/2015, 804/2014 κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 59/2017 επταμ., 801/2016), και μάλιστα όταν η σχετική βιομηχανική και βιοτεχνική δραστηριότητα προϋποθέτει, κατά το νόμο, περιβαλλοντική αδειοδότηση (ΣτΕ 4991/2013, 1746/2012, 4488/2011 επταμ.). Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη πράξη διακοπής λειτουργίας βιομηχανικής μονάδας, η οποία, μάλιστα, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, λειτουργεί βάσει εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων, υπάγεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Αριθμός 1264/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

3. Επειδή, οι αιτούντες, επικαλούμενοι εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου, τμήμα του οποίου εμπίπτει εντός του ως άνω καθορισθέντος παλαιού αιγιαλού, ασκούν με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση. Ενόψει δε του χρόνου δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης πράξεως (2.6.2014) και του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως (30.7.2014), αυτή ασκείται σε κάθε περίπτωση εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣΕ 706, 803, 3998/2014, 4496-9/2012, 4513/2009 κ.ά.), με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2971/2001 καθιερώνεται διοικητική διαδικασία οριοθετήσεως της δημοσίας κτήσεως, η οποία προκύπτει από την μετατόπιση της ακτογραμμής προς την θάλασσα. Συγκεκριμένα, εάν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη βαθμιαία υποχώρηση της θαλάσσης, η οικεία Επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού επί τη βάσει των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 6 του ν. 2971/2001 στοιχείων. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπιδέκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν κατελαμβάνετο από τις αναβάσεις των χειμερίων κυμάτων, τούτο, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς την θάλασσα, καθίσταται τμήμα της δημοσίας κτήσεως. Λόγω του χαρακτήρος της αυτού η ως άνω διαδικασία δύναται, κατ’ αρχήν, να αναχθεί σε οιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις οι οποίες είχαν δημιουργηθεί κατά το παρελθόν, εθέσπισε ένα χρονικό όριο έως το οποίο μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, στο σύνολό της, προ του έτους 1884 και, στην έκταση μεταξύ του σήμερον υφισταμένου και του ως άνω παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους αυτού, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημοσία κτήση. Εάν δε τμήμα μόνον της νέας χερσαίας ζώνης έχει δημιουργηθεί προ του έτους 1884 και, στο τμήμα αυτό του παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους αυτού, η οριογραμμή παλαιού αιγιαλού δεν μπορεί να καθορισθεί με τρόπο που να περιλαμβάνει και το ως άνω τμήμα. Εάν όμως δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί κρίσιμο, κατά νόμον, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξεως η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού. Εξ άλλου, η κρίση της Διοικήσεως για την διαμόρφωση παλαιού αιγιαλού και για τον χρόνο δημιουργίας του πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε τεκμηριωμένες επιστημονικώς ενδείξεις ή σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, των μαρτυρικών καταθέσεων (βλ. ΣτΕ 1391/2016, πρβλ. ΣτΕ 4913/2013, 3912/2012, 4513/2009 κ.ά.). Κατά την διαδικασία δε καθορισμού των ορίων του παλαιού αιγιαλού τα αρμόδια όργανα πρέπει να εκφέρουν ιδία κρίση επί των τιθεμένων ζητημάτων και να συνεκτιμούν τα προσκομιζόμενα από τους ενδιαφερομένους σχετικά στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1353/2016, πρβλ. ΣΕ 2089/2007, 2539/2000, 3153/1999 κ.ά.).

Αριθμός 1302/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

10. Επειδή, από τις ανωτέρω εκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι η έκθεση ελέγχου, στην οποία αποτυπώνονται τα ευρήματα της αυτοψίας των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, προκειμένου να δοθεί στη συνέχεια η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να τοποθετηθούν/απολογηθούν, και η οποία ενδέχεται να καταλήξει είτε σε βεβαίωση παράβασης, είτε σε βεβαίωση μη παράβασης, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Ούτε εξάλλου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη η ενδεχομένως εκδιδομένη βάσει της έκθεσης αυτοψίας πράξη βεβαίωσης παράβασης των Επιθεωρητών. Και τούτο διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος είναι επιφορτισμένοι με αμιγώς ελεγκτικές αρμοδιότητες, οι δε πράξεις τους περιορίζονται στην παράθεση των διαπιστώσεων του κατά τα ανωτέρω ελέγχου, κατόπιν συνεκτιμήσεως της απολογίας των ενδιαφερομένων και δεν επάγονται αυτοτελώς έννομες συνέπειες. Διάφορο είναι το ζήτημα ότι οι τυχόν διαπιστωθείσες παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενδέχεται να επισύρουν κυρώσεις σε βάρος των υποχρέων ή να δρομολογήσουν έτερες διοικητικές διαδικασίες με πράξη της εκάστοτε αρμόδιας Αρχής (πρβλ. ΣτΕ 4565/2013, βλ. και ΣτΕ 1784/2015). Συνεπώς, τα κατά τα ως άνω προβαλλόμενα από τους παρεμβαίνοντες σχετικά με το τεκμήριο νομιμότητας των ανωτέρω “πράξεων”, της ΕΥΕΠ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
11. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει ότι πάσχει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως καθ’ ό μέρος ερείδεται στην (όπως οι παραβάσεις αριθμούνται στην πράξη βεβαίωσης παράβασης της ΕΥΕΠ) “παράβαση 1η” περί της κατασκευής του έργου επί γηπέδου που διασχίζεται από υδατόρεμα χωρίς προηγούμενη οριοθέτησή του και θέσπιση όρων για την προστασία του, διότι οι διαπιστώσεις των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος έρχονται σε αντίθεση με την κρίση της αποφάσεως 1943/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς τα ρέοντα επιφανειακώς ύδατα εντός του χώρου κατασκευής του ΧΥΤΑ ελήφθησαν υπόψη κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αλλά και τα ύδατα αυτά δεν πληρούν, επ’ ουδενί, τις προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστούν ως υδατόρεμα. Συνακόλουθα, η αιτούσα παραπονείται, επίσης ότι οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος αναφέρουν ότι απαιτείται η οριοθέτηση των εντοπισθέντων υδάτων σύμφωνα με το ν. 3010/2002, μολονότι αυτός έχει ήδη αντικατασταθεί από το ν. 4258/2014.

12. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, το άρθρο 24 του Συντάγματος επιβάλλει στο κράτος την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ουσιώδες στοιχείο του οποίου αποτελούν τα υπό διάφορες ονομασίες “ρεύματα”, δηλαδή οι πτυχώσεις της επιφάνειας της γης, μέσω των οποίων συντελείται κυρίως η προς την θάλασσα απορροή των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς, και τα οποία αποτελούν φυσικούς αεραγωγούς και οικοσυστήματα (με την χλωρίδα και την πανίδα τους) με ιδιαίτερο μικροκλίμα. Εξάλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό, το κράτος υποχρεούται να διατηρεί τα πάσης φύσεως υδρορεύματα στην φυσική τους κατάσταση προς διασφάλιση της ελεύθερης ροής των υδάτων, αποκλείεται δε κάθε αλλοίωση της φυσικής τους κατάστασης, επίχωση ή κάλυψη της κοίτης τους ή τεχνητή επέμβαση στα σημεία διακλαδώσεώς τους. Συνεπώς, η εκτέλεση τεχνικών έργων πλησίον του ρέματος επιτρέπεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη επιτέλεση της εν λόγω φυσικής τους λειτουργίας. Για να εξασφαλιστεί ο σκοπός αυτός απαιτείται, πριν από την εκτέλεση των τεχνικών έργων πλησίον ρέματος, ο καθορισμός της οριογραμμής τους σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του ν. 880/1979 (ΦΕΚ Α΄ 58), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3010/2002 (ΦΕΚ Α΄ 91), ώστε η μελετώμενη επέμβαση να γίνεται ενόψει της υπάρξεως του ρέματος. Κατ’ ακολουθίαν, ο καθορισμός των οριογραμμών του ρέματος αποτελεί κατά νόμο προϋπόθεση για την έκδοση πράξεων χωροθετήσεων και εγκρίσεων περιβαλλοντικών όρων έργου ή δραστηριότητας που βρίσκεται πλησίον ρέματος (βλ. ΣτΕ 2752/2013, 4531/2009 κ.ά.).

Αριθμός 1307/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, ο οποίος φέρεται ιδιοκτήτης αγροτεμαχίου που ευρίσκεται στη θέση «Κιζίλ-τεπέ» της κτηματικής περιφέρειας Ρόδου και εμπίπτει εντός των ορίων της ζώνης Α΄ προστασίας του αρχαιολογικού χώρου Ροδινίου Ρόδου, ζητεί την ακύρωση της αρνήσεως της Διοικήσεως, κατόπιν της από 9.5.2011 αιτήσεώς του προς την ΚΒ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (με αρ. πρωτ. 2565/17.5.2011) και της από 24.5.2011 αιτήσεώς του προς τους Υπουργούς Πολιτισμού και Τουρισμού και Οικονομικών (με αρ. πρωτ. 4668/30.5.2011 και 4622/27.5.2011, αντιστοίχως), να απαλλοτριώσει το ανωτέρω ακίνητό του και να του καταβάλει σχετική αποζημίωση.

3. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 24 προς τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, με τις οποίες προστατεύεται η ιδιοκτησία, προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως είναι η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου· ο προορισμός αυτός περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από τον νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Τα ακίνητα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών. Οι οικιστικές περιοχές καθορίζονται βάσει της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, τα δε εντός αυτών ακίνητα προορίζονται να δομηθούν σύμφωνα με τους ισχύοντες σε κάθε περιοχή κανόνες. Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν, μόνο εφόσον τούτο επιτρέπεται από τον νόμο και υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δομήσεως εντός των οικιστικών περιοχών. Το τελευταίο στοιχείο επηρεάζει μειωτικά την αξία τους (ΣτΕ 2034-2036/2011 Ολομ., 2165/2013 7μ., 815/2016 κ.ά.),

5. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 815/2016 κ.ά.), κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων εν όψει των ορισμών του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, ο χαρακτηρισμός ιδιωτικής εκτάσεως ως αρχαιολογικού χώρου ή η ύπαρξη εντός ή πλησίον αυτής αρχαίων μνημείων, χωρίς να κινηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος η διαδικασία απαλλοτριώσεως της εκτάσεως, δεν γεννά, κατ’ αρχήν, υποχρέωση της Διοικήσεως είτε να εκδώσει πράξη περί άρσεως της δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας είτε να απαλλοτριώσει την έκταση είτε να προβεί σε απευθείας εξαγορά της, αλλά μόνον υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, σε περίπτωση ουσιώδους, κατά τις περιστάσεις, περιορισμού ή στερήσεως της κατά προορισμό χρήσεως της ιδιοκτησίας. Υποχρέωση απαλλοτριώσεως γεννάται, κατ’ εξαίρεση, μόνον στην περίπτωση που το ακίνητο ευρίσκεται εντός ζώνης απολύτου προστασίας και εντός αυτού υπάρχουν ορατά υπολείμματα αρχαίων μνημείων ή μνημεία που αποκαλύπτονται μετά από ανασκαφική έρευνα (άρθρο 13 παρ. 2), καθώς και στην περίπτωση που εγκρίνεται η καταβολή αποζημιώσεως που προσεγγίζει την αξία του ακινήτου (άρθρο 19 παρ. 7). Η ίδια υποχρέωση γεννάται και στην περίπτωση που αναιρείται η κατά προορισμό χρήση ακινήτου που ευρίσκεται εντός των ορίων ζώνης απολύτου προστασίας κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου (άρθρο 17 παρ. 2).

6. Επειδή, από το συνδυασμό των προαναφερθέντων άρθρων 18 και 19 του ν. 3028/2002 συνάγεται ότι, προκειμένου περί ακινήτου, στο οποίο, για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, έχουν επιβληθεί περιορισμοί και άλλου είδους δεσμεύσεις, ο ιδιοκτήτης αυτού δύναται να ζητήσει την απαλλοτρίωση αυτού ή καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη στέρηση της χρήσεως και την απομείωση της αξίας του βαρυνόμενου ακινήτου, λόγω του περιορισμού των δυνατοτήτων αξιοποιήσεως και εκμεταλλεύσεώς του, υποβάλλοντας σχετική αίτηση, στην οποία πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να αναφέρει, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία: (α) την κατά προορισμό χρήση του ακινήτου, τη δυνατότητα εκμεταλλεύσεώς του και τους περιορισμούς δομήσεως που ισχύουν τόσο κατά τον χρόνο κτήσεώς του όσο και κατά τον χρόνο επιβολής των περιορισμών της αρχαιολογικής νομοθεσίας, όπως επίσης, και τις επιτρεπόμενες, μετά την επιβολή των περιορισμών, χρήσεις του ακινήτου, (β) την τυχόν προηγουμένως ρητώς εκφρασθείσα ή προκύπτουσα βούληση του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευση του ακινήτου καθ’ ορισμένο τρόπο, δυναμένη, μάλιστα, να συναχθεί και από τη χρήση αυτού κατά το προγενέστερο της υποβολής της αιτήσεώς του χρονικό διάστημα, (γ) την εν γένει συμπεριφορά της Διοικήσεως και, συγκεκριμένα, την κατόπιν ενεργειών της δημιουργία εύλογης προσδοκίας στον ιδιοκτήτη του βαρυνόμενου ακινήτου ότι μπορεί να το εκμεταλλευθεί καθ’ ορισμένο τρόπο καθώς και (δ) εκτίμηση της αξίας του ακινήτου πριν και μετά την επιβολή του περιορισμού. Εξ άλλου, πρόσφορα στοιχεία για την απόδειξη των ισχυρισμών αυτών είναι οι τίτλοι ιδιοκτησίας του ακινήτου, σχετικά τοπογραφικά διαγράμματα, μέσω των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η θέση του ακινήτου, ιδίως, εν σχέσει με τα αρχαία μνημεία και τον αρχαιολογικό χώρο και με παρακείμενους οικισμούς ή άλλες περιοχές αναπτύξεως οικονομικών εν γένει δραστηριοτήτων και, τέλος, φορολογικά ή άλλου είδους στοιχεία εκτιμήσεως της αντικειμενικής και της εμπορικής αξίας του δεσμευόμενου ακινήτου (πρβλ. ΣτΕ 815/2016 κ.ά.).

8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτησή του ο αιτών, στρεφόμενος κατά της ως άνω αρνήσεως της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το αίτημά του για κίνηση διαδικασίας απαλλοτριώσεως του επίμαχου ακινήτου και για καταβολή σε αυτόν σχετικής αποζημιώσεως, αναφέρει ότι το ακίνητο αυτό ευρίσκεται εντός της ζώνης των 500 μέτρων από τον οικισμό της πόλεως Ρόδου και, συνεπώς, είναι, κατά την πολεοδομική νομοθεσία, άρτιο και οικοδομήσιμο (δόμηση και κάλυψη κυρίων χώρων 200 τ.μ. ανά 2.000 τ.μ., πλέον 15% δομήσεως ημιυπαίθριων χώρων, μέγιστος αριθμός ορόφων 2 και μέγιστο ύψος οικοδομής 7,5 μ.), ότι το εν λόγω ακίνητο είναι λόγω της θέσεώς του όλως προνομιακό και έχει αξία πρωτίστως οικοπεδική και όχι αποκλειστικώς αγροτική. Εν όψει τούτων, ο αιτών, με την κρινόμενη αίτηση, προβάλλει ότι η πλήρης στέρηση από τη Διοίκηση της δυνατότητας δομήσεως του ως άνω ακινήτου συνιστά ουσιώδη περιορισμό και στέρηση της κατά προορισμό χρήσεως αυτού, ως εκ τούτου δε, η άρνηση της Πολιτείας να κινήσει, όπως υποχρεούται, τη νόμιμη διαδικασία απαλλοτριώσεώς του και να καταβάλει σ’ αυτόν τη νόμιμη χρηματική αποζημίωση ισοδυναμεί με de facto απαλλοτρίωση, η οποία αντίκειται στο δικαίωμα προστασίας της περιουσίας, σύμφωνα και με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., κατά την οποία, εφόσον η κείμενη νομοθεσία προβλέπει ρητώς τη δομησιμότητα του ακινήτου, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να αγνοήσει το στοιχείο αυτό, επικαλούμενος απλώς τον «προορισμό» κάθε ακινήτου που ευρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως. Επίσης, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ανωτέρω άρνηση της Διοικήσεως συνιστά σαφή παραβίαση του άρθρου 19 του ν. 3028/2002.

9. Επειδή, με τις από 9.5.2011 και 24.5.2011 αιτήσεις του προς τη Διοίκηση ο αιτών χαρακτήρισε το επίμαχο ακίνητο ως αγρό, δεν αναφέρθηκε στη βούλησή του και στη δυνατότητα να ανοικοδομήσει επ’ αυτού ή σε εκτίμηση της αξίας του, ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε σχετικό με τα εν λόγω ζητήματα στοιχείο, όπως απαιτείται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 6. Εφόσον, λοιπόν, οι ως άνω αιτήσεις του αιτούντος δεν είχαν τα στοιχεία που ήταν κατά νόμον αναγκαία για την τεκμηρίωση του αιτήματός του για κίνηση της διαδικασίας απαλλοτριώσεως του ακινήτου και αποζημιώσεως του αιτούντος, νομίμως αρνήθηκε η Διοίκηση την ικανοποίηση του εν λόγω αιτήματος, ως εκ τούτου δε, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ανωτέρω προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, ενώ δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αρνήσεως ο ισχυρισμός του αιτούντος, που προβάλλεται το πρώτον με την κρινόμενη αίτηση (και μάλιστα χωρίς επίκληση και προσκομιδή συγκεκριμένων στοιχείων), ότι το επίμαχο ακίνητο -το οποίο ακόμη και στην κρινόμενη αίτηση χαρακτηρίζεται ως «αγρός»- έχει πρωτίστως οικοπεδική αξία και ότι η πλήρης στέρηση της δυνατότητας δομήσεώς του συνιστά στέρηση της κατά προορισμό χρήσεώς του. Εξ άλλου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου και σχετικό φωτογραφικό υλικό προκύπτει η ύπαρξη στο επίμαχο ακίνητο παλαιάς διώροφης κατοικίας της περιόδου της Τουρκοκρατίας, της οποίας, μάλιστα, η επισκευή εγκρίθηκε υπό όρους το έτος 1982, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι δεν υφίσταται υπερκείμενο κτίσμα στο ακίνητό του.

Αριθμός 1425/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται να ακυρωθούν: α) η 
υπ’ αριθμ. οικ. 96145/20.12.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης (Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ.), με την οποία ανακλήθηκε η υπ’ αριθμ. 3335/28.1.1998 απόφαση του τότε Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (Γ.Γ.Π.Κ.Μ.) περί παραχωρήσεως στον αποβιώσαντα αιτούντα αγροτεμαχίου, με σκοπό την ανέγερση και λειτουργία σταβλικών εγκαταστάσεων κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.δ. 221/1974 και β) η υπ’ αριθμ. 467/22624/2.4.2014 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ.), με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η από 6.2.2014 προσφυγή του αποβιώσαντος αιτούντος κατά της ως άνω υπ’ αριθμ. οικ. 96145/20.12.2013 απόφασης του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ.
3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, η παραχώρηση κοινοχρήστων εκτάσεων σε κτηνοτρόφους για την ανέγερση σταβλικών εγκαταστάσεων κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ. 221/1974 (Α΄ 368), οι οποίες αποβλέπουν στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, δεν έχει αποκαταστατικό χαρακτήρα, οι δε πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού, όπως είναι οι προσβαλλόμενες πράξεις που αφορούν ανάκληση πράξεως παραχώρησης εκτάσεως με σκοπό την ανέγερση σταβλικών εγκαταστάσεων, ανήκουν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ειδικότερα, του Ε΄ Τμήματος, στο οποίο υπάγονται οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας, μεταξύ άλλων, για την ίδρυση και λειτουργία κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του 
π.δ. 361/2001 (Α΄ 244) (βλ. ΣτΕ 1384/2016, 3040/2015, 2886/2012, 4442/2009).

6. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι οι πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του ν.δ. 221/1974 εκδίδονται ήδη, δυνάμει των άρθρων 10 παρ. 8 του ν. 2503/1997 και 
280 του ν. 3852/2010, από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η ισχύς δε αυτών -και, εντεύθεν, η δυνατότητα προσβολής τους με ένδικα βοηθήματα ή διοικητική προσφυγή- αρχίζει, κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 2503/1997, από την περιέλευσή τους στον Υπουργό Γεωργίας (ήδη δε Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων). Η προθεσμία, όμως, προσβολής των εν λόγω πράξεων, οι οποίες δεν είναι δημοσιευτέες, με την προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 αρχίζει -μετά, βεβαίως, την ως άνω περιέλευσή τους στον Υπουργό- από την κοινοποίησή τους ή τη γνώση τους από τον ενδιαφερόμενο, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του τελευταίου αυτού άρθρου, η εμπρόθεσμη δε προσβολή των πράξεων τούτων με την προσφυγή αυτή διακόπτει, κατά το άρθρο 46 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτών (βλ. ΣτΕ 3452/2015).

7. Επειδή, εν προκειμένω, με την πρώτη προσβαλλόμενη από 20.12.2013 απόφαση του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ. «ανακλήθηκε» η υπ’ αριθμ. 3335/28.1.1998 απόφαση του Γ.Γ.Π.Κ.Μ. περί παραχωρήσεως της επίμαχης εκτάσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν.δ. 221/1974, λόγω μη τηρήσεως των όρων της παραχώρησης. Κατά της προσβαλλόμενης αυτής αποφάσεως -η οποία άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 2503/1997, από την περιέλευσή της στον ΥΠ.Α.Α.Τ. στις 7.1.2014 (όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. 33/989/9.1.2014 έγγραφο)- αυτός άσκησε εμπροθέσμως, εφόσον δεν προκύπτει κοινοποίησή της σε αυτόν (ή, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, γνώση της), προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 (αριθμ. πρωτ. 9694/7.2.2014), δια καταθέσεως στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, η προσφυγή δε αυτή απορρίφθηκε με την δεύτερη προσβαλλόμενη 
υπ’ αριθμ. 467/22624/2.4.2014 απόφαση του ΥΠ.Α.Α.Τ. που εκδόθηκε εντός της σχετικώς προβλεπόμενης στο άρθρο 8 του ν. 3200/1955 εξηκονθήμερης προθεσμίας. Υπό τα προεκτεθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε, σε κάθε περίπτωση, εμπροθέσμως στις 2.6.2014, ήτοι την 61η ημέρα (Δευτέρα) από την έκδοση της αποφάσεως του ανωτέρω Υπουργού, και ως προς τις δύο προσβαλλόμενες πράξεις. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση, ασκούμενη και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα.
8. Επειδή, οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ. 221/1974, με τις οποίες παραχωρούνται κοινόχρηστες εκτάσεις σε κτηνοτρόφους για την ανέγερση σταβλικών εγκαταστάσεων, αποβλέπουν αποκλειστικά στην πραγματοποίηση του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, ενόψει δε αυτού, η υλοποίηση του σκοπού της παραχώρησης, δηλαδή η ανέγερση και λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών, συνιστά την κατά τον νόμο προϋπόθεση για τη θεμελίωση και τη διατήρηση εμπράγματων δικαιωμάτων στην έκταση που παραχωρήθηκε (πρβλ. ΣτΕ 1384/2016, 110/2014), για το λόγο δε αυτό, η μη υλοποίηση του σκοπού της παραχώρησης συνεπάγεται την ανάκληση αυτής, ειδικότερα δε η παράβαση των όρων της εκμεταλλεύσεως της παραχωρουμένης εκτάσεως οι οποίοι καθορίζονται στην περί παραχωρήσεως απόφαση συνεπάγεται, κατά ρητή πρόβλεψη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, την έκπτωση του παραχωρησιούχου (ή του εξ αυτού έλκοντος δικαιώματα) από την παραχωρούμενη έκταση.
11. Επειδή, περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται υπέρβαση της πενταετίας που προβλέπεται από το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 
(Α΄ 12) για την ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων, προεχόντως διότι εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ. αφορά σε “ανάκληση” της από 28.1.1998 πράξεως παραχωρήσεως (κατ’ ουσίαν, σε έκπτωση του παραχωρησιούχου) όχι λόγω νομικής πλημμελείας της πράξεως αυτής, αλλά λόγω μη εκπληρώσεως όρου υπό τον οποίο τελούσε η παραχώρηση. Εξ άλλου, ο λόγος ακυρώσεως περί εκδόσεως της πράξεως του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ. χωρίς την τήρηση του τύπου της προηγουμένης ακρόασης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι, κατά την έννοια του νόμου, η διαπίστωση της μη συμμόρφωσης του παραχωρησιούχου προς τους τασσόμενους από το νομοθέτη και την πράξη παραχώρησης όρους, συνεπάγεται, κατά δεσμία αρμοδιότητα και βάσει αντικειμενικών δεδομένων, την έκδοση πράξεως εκπτώσεως του παραχωρησιούχου, ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του, και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε υποχρέωση της Διοικήσεως να καλέσει τον αιτούντα σε προηγούμενη ακρόαση (βλ. ΣτΕ 3452/2015, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2199/2004, 3104/2002). Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ. εκδόθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος, διότι η κατάχρηση δικαιώματος, αναφερόμενη στην άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων, δεν γίνεται δεκτή στο δημόσιο δίκαιο (βλ. ΣτΕ 2733/2013, 2960/2005, 1641/2004 κ.ά.). Τέλος, αβασίμως προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως η παράβαση εγκυκλίου του Υπουργείου Α.Α.Τ.

Αριθμός 1599/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

4. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις, αν και εκδόθηκαν από διαφορετικά όργανα και με αυτοτελείς διαδικασίες, είναι συναφείς, εφόσον, η δεύτερη από αυτές αναφέρεται στο προοίμιο της πρώτης (με στοιχ. 17) ως νόμιμο έρεισμά της, είναι δε, πάντως, οι πράξεις αυτές αρρήκτως συνδεδεμένες μεταξύ τους και κατατείνουν στην εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού (πρβλ. ΣτΕ 1983/2017). Ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές παραδεκτώς συμπροσβάλλονται.