ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚ.ΠΡΑΞΗΣ
Η διοικητική πράξη καθορίζει το δίκαιο, δηλ. επιβάλει μια νομική ρύθμιση με μόνη την βούληση του διοικητικού οργάνου. Αυτό αποτελεί κατ’ αρχήν εκτέλεση του ανώτερου κανόνα δικαίου. Επιβάλλεται να ενεργεί σύμφωνα με τον νόμο.
Ο νόμος λοιπόν είναι όχι απλώς όριο αλλά και προϋπόθεση και βάση της διοικητικής πράξης. Υπό αυτή την έννοια: δηλαδή ο καθορισμός του δικαίου σε κάθε ατομική περίπτωση η διοικητική πράξη μοιάζει με δικαστική απόφαση. Διακρίνεται όμως από αυτήν διότι καθορίζει το δίκαιο σε κάθε ατομική περίπτωση χωρίς δύναμη δεδικασμένου.Το δεδικασμένο απονέμεται από τον νομοθέτη μόνο στη δικαστική απόφαση και καθορίζει το πεδίο μέσα στο οποίο οι αμφισβητήσεις των διοικούμενων επιλύονται πάγια. Αντίθετα η διοικητική πράξη είναι υπο όρους ανακλητή και προσβλητή.Συνέπεια καθορισμού δικαίου σε κάθε ατομική περίπτωση χωρίς δύναμη δεδικασμένου είναι η αμφίπλευρη δέσμευση της δημόσιας διοίκησης και του διοικούμενου που απορρέει από την διοικητική πράξη. Από την στιγμή που η διοικητική πράξη δεν έχει ανακληθεί η δημόσια διοίκηση οφείλει να τηρεί το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης σύμφωνα με την αρχή ότι δεν μπορεί να εναντιωθεί στο γεγονός που ο ίδιος δημιούργησε , ενώ ο διοικούμενος οφείλει να συμμορφώνεται με το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης. Στην αμφίπλευρη δέσμευση μεταξύ δημόσιας διοίκησης και του διοικούμενου πρέπει να αναζητείται ο πραγματικός δικαιοπρακτικος χαρακτήρας της διοικητικής πράξης ,ως εκτελεστής πράξης της δημόσιας διοίκησης
ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Σύνολο κανόνων δικαίων που καθορίζουν ειδικότερα τους τρόπους άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Ο σκοπός ειδικά της διοικητικής δίκης είναι διττός.
- ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ 75/08
- Αρθ. 8 Σ: φυσικός δικαστής + απαγόρευση εκτάκτων δικαστηρίων
- Αρθ. 20.1 Σ: δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια
- Αρθ. 26 Σ: διάκριση λειτουργιών, ανεξαρτησία δικαστικής λειτουργίας
Αρθ. 87-100 Σ: οργάνωση δικαιοσύνης
- Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, ισόβιους (αρθ. 88.1 Σ),
- Με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία (87.1 Σ).
- Οι δικαστές υπόκεινται σε ειδικές πειθαρχικές διαδικασίες, προάγονται από όργανα τα οποία στελεχώνονται από τους ίδιους (εκτός των Προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων), δεν μετατάσσονται, έχουν ειδικές αποδοχές και δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες (90)
- Οι συνεδριάσεις και οι αποφάσεις είναι δημόσιες. Οι αποφάσεις αιτιολογημένες, με αναγραφή και της μειοψηφίας (93 Σ).
- Οι δικαστές ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων – διάχυτος έλεγχος: 87.2 και 93.4 Σ.
Η Συνταγματική κατοχύρωση ειδικά του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του πολίτη έναντι της Διοίκησης
ü Άρθρο 94.1 Σ: Υπαγωγή των διοικητικών διαφορών σε διοικητική δικαιοσύνη (το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας εισάγεται ως εξαίρεση)
ü Άρθρο 95 Σ: η γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ως στοιχείο του Κράτους δικαίου.
ü Αρθ. 95.4 Σ: Υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των δικαστηρίων.
ü Αρθ. 98 Σ: Η εκδίκαση των δημοσιολογιστικών διαφορών από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
- ΙΙ. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ)
- Αρθ. 6.1 ΕΣΔΑ: δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ενώπιον ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστή.
- Αρθ. 13 ΕΣΔΑ: δικαίωμα πραγματικής προσφυγής
- Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επηρεάζει το περιεχόμενο και τον τρόπο εφαρμογής των εθνικών δικονομικών κανόνων:
– ΕΔΔΑ Procola/Λουξεμβούργο (1996): αρχή της αμεροληψίας – απαγόρευση συμμετοχής του ίδιου δικαστή σε δύο φάσεις της διαδικασίας
– ΕΔΔΑ Ένωση ιδιωτικών κλινικών/Ελλάδος (15.10.2009): καταδίκη Ελλάδος για καθυστέρηση της διοίκησης να συμμορφωθεί σε απόφαση του ΣτΕ
– ΕΔΔΑ Ροϊδάκης/Ελλάδος (2009): υπερβολική διάρκεια της εκκρεμοδικίας
– ΕΔΔΑ Πλατάκου, VARNIMA/Ελλάδος (2009): ισότητα των όπλων σε ό,τι αφορά τη διάρκεια των δικονομικών προθεσμιών
- ΙΙΙ. ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19· της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 14· της 27ης Νοεμβρίου 2001, C‑424/99, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2001, σ. I-9285, σκέψη 45· της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 39, και της 19ης Ιουνίου 2003, C‑467/01, Eribrand, Συλλογή 2003, σ. I-6471, σκέψη 61) και που έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια.
Το ΔΕΚ σέβεται περαιτέρω τη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών. Ωστόσο, παρεμβαίνει εάν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν διασφαλίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων και το δικαίωμα της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας:
Νομολογιακά παραδείγματα:
ü C-432/05 Unibet: υποχρέωση των κρατών μελών να διαθέτουν ένα αποτελεσματικό σύστημα προσωρινής δικαστικής προστασίας έως ότου το εθνικό δικαστήριο αποφανθεί για τη συμβατότητα εθνικής πράξης με το κ.δ.
ü C- 236/95 Επιτροπή/Ελλάδας : οι κανόνες για την αναστολή εκτέλεσης του άρθρου 52 π.δ. 18/89 δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ
ü C-9/90 Francovich: ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις για την αναζήτηση αστικής ευθύνης κατά κ.μ. λόγω μη προσήκουσας μεταφοράς κοινοτικού κανόνα
ü Factortame Προσωρινή δικαστική προστασία ακόμη και εάν δεν προβλέπεται σε κράτος-μέλος
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
ü Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής και αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος .Υποκείμενη αιτία η κυριότητα (ΑΕΔ 7/87, 12/1992).
ü Αντίθετα υπάγονται στο ΣτΕ εάν αφορούν αποβολή απο αρχαιολογικό χώρο. (ΣτΕ ολομ. 88/11 Σπήλαιο Πετραλώνων) και στα ΔΕΦ εάν αφορούν πρωτόκολλο αυθαίρετης κατασκευής (4479/11 Ε τμ. παρ. σε 7μ ).
ü Παραβάσεις του γειτονικού δικαίου (1003-1032 ΑΚ).
ü Πράξη πρόσληψης υπαλλήλου σε ΝΠΙΔ κρατικής μετοχικής υπόστασης εφόσον δεν μεσολαβεί διοικητική διαδικασία.
ü Μικτή ταμειακή βεβαίωση με μεγαλύτερο το βεβαιούμενο ποσό από αιτία οφειλής προς το κράτος από το ιδιωτικό δίκαιο (ΑΕΔ 18/05).
ü Διαφορές για τον καθορισμό τιμής μονάδος επί απαλλοτριώσεως.
ü Μισθώσεις ακινήτων του δημοσίου.
ü Αντίθετα παραδεκτά εισάγεται στα ΔΕΦ αγωγή του Δημοσίου κατά ιδιώτη αναδόχου έργου (ΣτΕ 1622/03, 1582/04 επι προμηθειών, 2087 05).
ü Διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να εκδοθεί από απαιτήσεις δημοσίου δικαίου (ΑΠ ολομ.1264/11). Η ανακοπή όμως του α.632 που ασκείται κατά μιας τέτοιας εσφαλμένης διαταγής πληρωμής παραδεκτά εκδικάζεται από τα Πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 18/85).Πλην όμως το πολιτικό δικαστήριο θα κάνει δεκτή την ανακοπή και θα ακυρώσει την διαταγή πληρωμής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων λόγω της φύσεως της διαφοράς (βλ. ΑΠ ολομ.1264/11).Στη περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος θα πρέπει να ασκήσει αγωγή στα διοικητικά Δικαστήρια ή εάν ήδη έχει επιτύχει αναγνωριστική τελεσίδικη απόφαση στα διοικητικά θα πρέπει να την τρέψει σε καταψηφιστική με αίτημα του προς τον Πρόεδρο του διοικητικού δικαστηρίου που εξέδωσε την αναγνωστική απόφαση, πληρώνοντας το σχετικό δικαστικό ένσημο.
Ήδη προβλέπεται με το ν.4329/15 η διαταγή πληρωμής από το Δικαστή του κατά τόπον αρμόδιου ΔΕΦ αλλά μόνο για χρηματική αξίωση μη αμφισβητούμενη ,κατά την έννοια του Κανονισμού 805/2004, πηγάζουσα από διοικητική σύμβαση που συνάφθηκε στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών που συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής(κατά την έννοια της υποπαραγράφου Ζ3 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/13).
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ü Οι διοικητικές διαφορές διακρίνονται σε ακυρωτικές και ουσίας.
ü Η διάκριση προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα μας. (βλ. αρθ. 94-95Σ).
ü Αντίθετα προβλέπεται ως εξαίρεση το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας (βλ. α. 94 παρ.3). Πχ διαφορές από ζημίες από αυτοκίνητα, τιμή μονάδος επι απαλλοτριώσεως, προσωρινή δικαστική προστασίας σε διαφορές από δημόσιες συμβάσεις που εμπίπτουν στα κατώφλια του ν. 3886/10, επι πιλοτικής δίκης το ΣτΕ μπορεί να δικάσει και ως δικαστήριο ουσίας.
ü Το Σ όμως δεν θέτει κριτήρια διάκρισης. Δεν ορίζει πότε μια διαφορά είναι ακυρωτική και πότε ουσίας ή πότε είναι ιδιωτική και πότε διοικητική. Μόνο για τις υποθέσεις Εκουσίας δικαιοδοσίας ρητά ορίζει ότι υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (α.94 παρ.2).
- Το έδαφος λοιπόν είναι ασταθές αφού δεν έχουμε aprioriκριτήρια ώστε με ασφάλεια να γνωρίζουμε πότε μία διαφορά είναι ακυρωτική ή ουσίας.
ü Ένα πρώτο ασταθές κριτήριο είναι ο απλός νομοθέτης. Ο νομοθέτης θα ορίσει, ρητά ή καθ΄ερμηνεία, οτι μια κατηγορία διαφορών ΑΠΟ ΑΤΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ είναι ουσίας. Μπορεί βέβαια να ορίσει και ότι μια κατηγορία από α.δ.π. είναι ακυρωτική. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι ασταθές το κριτήριο διότι ο νομοθέτης υπόκειται στον οριακό συνταγματικό έλεγχο των δικαστηρίων που το πρώτο που πρέπει να κρίνουν είναι η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα τους.
- Παραδείγματα της αστάθειας : Ο νομοθέτης όρισε ότι όλες οι διαφορές από την Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών είναι ουσίας και δικάζονται στο ΔΕΦ με προσφυγή. Οι ΣτΕ Ολομ. 3319/10, 617/13 έκριναν αντισυνταγματική την ρύθμιση διότι οι κανονιστικές πράξεις της ΕΕΤΤ δεν επιτρέπεται να γίνουν ουσίας από τον νομοθέτη. Με την 982/12 η Ολομ. του ΣτΕ ενέμεινε σε παλαιά νομολογία της και κρίθηκε ότι οι διαφορές από την ανάδειξη πρυτανικών αρχών στα ΑΕΙ είναι πάντα ακυρωτικές παρά την αλλαγή του νόμου περί ΑΕΙ.
ü ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : ΜΟΝΟ «ΑΣΦΑΛΕΣ» ΚΡΙΤΗΡΙΟ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣτΕ και ΑΕΔ.
- Το βρίσκετε πολύ περίπλοκο; Ποιος σας είπε ότι οι πολιτειακές και ιδίως οι δικανικές λειτουργίες στους μοντέρνους πολιτισμούς γίνεται να είναι ή θα πρέπει να είναι απλές και απόλυτα κατανοητές στους απλούς πολίτες. Ένα τέτοιο αίτημα είναι τόσο αφελές όσο το να ζητάμε από την κοινωνία να μας κάνει όλους γιατρούς ώστε να μην έχουμε την ανάγκη γιατρών. Η ανθρωπολογία του δικαίου στους σημερινούς πολιτισμούς είναι το ίδιο περίπλοκη από την Μόσχα εώς την Αθήνα και από την Αθήνα έως το Παρίσι και από εκεί εώς το Πεκίνο. Οι εθνογραφίες του δικαίου μας δείχνουν ότι όλα τα δικαστήρια του κόσμου έχουν βέβαια ένα κοινό στόχο : να ανακαλύψουν ή ίσως να εφεύρουν το μονοπάτι του δικαίου που θα μας οδηγήσει στην λύση της διαφοράς, αλλά αυτή η διαδικασία δεν είναι καθόλου απλοϊκή , καθόλου κατανοητή και καθόλου φιλική στον τουρίστα του δικαίου. Θέλει δυνατούς και πεπειραμένους ξεναγούς.
ü ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣτΕ
üΚατοχυρώνεται η ΓΕΝΙΚΗ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΤΕ για όλες τις διαφορές για τις οποίες δεν έχει προβλεφθεί η υπαγωγή τους ενώπιον των ΤΔΔ με ένδικο βοήθημα ουσίας (ΑΕΔ 2/93, ΣτΕ 2039/1988).
üΔιαφορές ουσίας είναι εκείνες τις οποίες ρητά ή καθ’ ερμηνεία ο νομοθέτης έχει χαρακτηρίσει έτσι και έχει υπαγάγει καταρχήν στα ΤΔΔ με ένδικα βοηθήματα ουσίας.
ü Ο Νομοθέτης όμως , συνεπεία της ως άνω γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας , καταρχήν δεν μπορεί να χαρακτηριστούν με γενικές ρήτρες συλλήβδην κατηγορίες ακυρωτικών διαφορών ως ουσίας (βλ. Ολ ΣτΕ 1094,95/1987 για τη αντισυνταγματικότητα του α.1 του ν.1406/83).
- Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄αριθμ. 3919/2010 απόφαση οριοθέτησε τα κριτήρια των φύσει ακυρωτικών διαφορών ειδικότερα κρίθηκε ότι :
- Το εύρος της γενικής ακυρωτικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού δεν καταλείπεται στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη και, συνεπώς, ο περιορισμός της δια της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων προς εκδίκαση στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από την άποψη της τηρήσεως των συνταγματικών ορίων.
Περαιτέρω με την ίδια απόφαση κρίθηκε, ότι ο νόμος μπορεί να αναθέτει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για συγκεκριμένες κατηγορίες .
- υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
- Η κατά τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί από το νόμο είτε ως ακυρωτική, είτε ως απόφαση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν δικαστήριο έχει, κατ’ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξεως ή του δικαιώματος, της υποχρεώσεως ή της καταστάσεως που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως.
- ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΞΑΓΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 3919/10
Ειδικότερα με την απόφαση της Ολομέλειας νομολογήθηκαν ως ενιαίο σύνολο :
α) ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ : Το εύρος της γενικής ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατοχυρώνεται στο άρθρο 95 του Συντάγματος είναι σύμφυτο με την αρχή του Κράτους δικαίου και έτσι δεν καταλείπεται στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη αλλά ελέγχεται οριακά από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
β) ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ : Ο νομοθέτης μπορεί να αναθέτει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη που βέβαια ελέγχεται οριακά από το ΣτΕ, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Δηλαδή ο νομοθέτης ασκώντας αυτή του την εξουσία μπορεί μεν να μεταφέρει ειδικές κατηγορίες υποθέσεων αλλά δεν είναι απόλυτα ελεύθερος να τους αλλάξει και την φύση. Δεν μπορεί δηλαδή από ακυρωτικές να τις μετατρέψει σε ουσίας.
γ) ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ : Έτσι με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι ότι από τα άρθρα 26 και 43 του Συντάγματος, λόγω ρητής συνταγματικής προβλέψεως, στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών διοικητικών πράξεων, η διαφορά είναι πάντα ακυρωτική αφού τυχόν εξουσία μεταρρύθμισης θα συνιστούσε θέσπιση νέας κανονιστικής διοικητικής πράξεως, από το Δικαστήριο ουσίας και όχι από τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του Συντάγματος όργανα της εκτελεστικής εξουσίας