ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ
Με το άρθρο Μόνο παρ. 2 της 668/529 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής «Για τη ρύθμιση θεμάτων των Υπαλλήλων της Βουλής» , με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 88 του Κανονισμού της (ΦΕΚ Α/1.1.2005) ορίστηκε ότι : «Στους υπαλλήλους της Βουλής με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι αποχωρούν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και εφεξής από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του προβλεπόμενου από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ανώτατου ορίου ηλικίας ή χρόνου υπηρεσίας ή με αίτησή τους μετά από τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, χορηγείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, προσαύξηση δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο βασικό μισθό και στις παροχές των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 89 του παρόντος Κανονισμού που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά τον τελευταίο πριν από την αποχώρηση μήνα … Επί των ακαθάριστων αποδοχών που διαμορφώνονται ως άθροισμα του ανωτέρω προσαυξημένου βασικού μισθού και της ανωτέρω προσαύξησης των παροχών των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 89 του παρόντος Κανονισμού, καθορίζεται η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 115 του παρόντος Κανονισμού και η οποία χορηγείται και σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου. Η εν λόγω απόφαση ανακαλείται σε περίπτωση που η αποχώρηση από την υπηρεσία ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, οπότε αίρονται αναδρομικώς οι οποιεσδήποτε συνέπειες προήλθαν από αυτή».
Ο Α υπάλληλος της Βουλής είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία την 1-12-2004, οπότε με αίτησή του την 1-10-2014 στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ζήτησε να προσμετρηθεί η ως άνω προσαύξηση στη σύνταξη του με βάση την αρχή της ισότητας. Το ΓΛΚ απέρριψε την αίτηση του αυτή με την αιτιολογία ότι αφενός καταλαμβάνει μόνο όσους εξέρχονται της υπηρεσίας την 1/1/2005 , αφετέρου η αξίωση του έχει παραγραφεί. Ο Α την 61 ημέρα, Δευτέρα , από την κοινοποίηση της πράξης του ΓΛΚ άσκησε έφεση στο Ι τμήμα του ΕΣ, την οποία υπέγραφε ο ίδιος υποστηρίζοντας ότι :
Α) η ένσταση του δεν είχε παραγραφεί διότι το δικαίωμα του δεν γεννήθηκε ,
β) είναι κατάδηλη η παραβίαση της ισότητας διότι το κριτήριο του χρόνου είναι τυχαίο και συμπτωματικό και
γ) με την ως άνω απόφαση της Βουλής 668/529/2005 ετίθετο γενική αύξηση μισθών και άρα έπρεπε το ποσό της προσαύξησης αυτόματα να αναπροσαρμοσθεί στην σύνταξη του. Κατά την συζήτηση της εφέσεως του παρεστάθη με Δικηγόρο παρά πρωτοδίκαις.
Το Δημόσιο με υπόμνημα που κατέθεσε νομοτύπως υποστήριξε ότι η ένδικη έφεση είναι απαράδεκτη διότι ο εκκαλών δεν άσκησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 91 του Ν.4129/2013 ένσταση στο Α΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο Γενικός Επίτροπος πρότεινε την απόρριψη της εφέσεως σε κάθε περίπτωση λόγω πρόδηλης αντισυνταγματικότητας της 668/529/2005 αποφάσεως.
Ερωτάται : α) Είναι τυπικά παραδεκτή η έφεση του;
Β) Είναι βάσιμοι οι λόγοι εφέσεως του; Να εξεταστούν σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς του Γενικού Επιτρόπου και του δημοσίου, ανεξαρτήτως τυχόν απαραδέκτου ή αοριστίας,
Γ) Ποια πρέπει να είναι η απόφαση του Τμήματος αν υποθέσουμε ότι ήταν παραδεκτή και βάσιμη ως προς τον γ΄ λόγο η έφεση ;
Οι απαντήσεις να έχουν αντιγράψει τις μείζονες της 4932/2013 ΕΣ Ολομ.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ι. Παραδεκτό.
Ο αιτών ζητά ανακανονισμό σύνταξης και συνεπώς δεν πρόκειται για διαφορά περί την εκτέλεση ήδη κανονισθείσης σύνταξης ώστε να προαπαιτείται η άσκηση της κατά το άρθρο 91 ΚΝΕΣ (Ν.4129/2013) ενδικοφανούς χαρακτήρα ένστασης στο Α κλιμάκιο, όπως αβασίμως υποστηρίζει το δημόσιο.
Ασκείται λοιπόν έφεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο παραδεκτώς και εμπροθέσμως δεδομένου ότι η εξηκοστή ημέρα ήταν μη εργάσιμη Κυριακή και άρα παρεκτάθηκε την Δευτέρα , ημέρα ασκήσεως αυτής.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 και 31 του π.δ 1225/81 την έφεση μπορεί να υπογράφει ο ίδιος ο εκκαλών εφόσον όμως κατά την συζήτηση ενώπιον του Τμήματος παρασταθεί με δικηγόρο έστω παρά Πρωτοδίκαις. Συνεπώς παραδεκτώς ασκήθηκε η έφεση.
ΙΙ. Επί των λόγων έφεσης.
Α) Πρώτος λόγος ότι δεν έχει παραγραφεί η συνταξιοδοτική αξίωση του:
Στα άρθρα 90 και 91 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού …» (Α΄ 247), που έχουν κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, καθορίζεται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων γενικά και βοηθηματούχων του Δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα, ο οποίος αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Η εν λόγω παραγραφή αφορά σε αξιώσεις από καθυστερούμενες συντάξεις που έχουν ήδη αναγνωρισθεί υπέρ των συνταξιούχων (πρβλ. και Ολ. Ελ. Συν 976/2016, 596/2000) και δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναγνώρισης ή διάπλασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπου εφαρμόζονται μόνο οι προθεσμίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 6 και 10 του ίδιου άρθρου για την άσκηση κατά των πράξεων κανονισμού ή αναπροσαρμογής σύνταξης ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ. Ελ. Συν. 3437/2009, 1094, 1095/2013, 3858/2014).
Κατά συνέπεια από τη δημοσίευση της προαναφερόμενης απόφασης της Βουλής , ναι μεν γεννήθηκε το δικαίωμα των υπαλλήλων για την προσαύξηση του 15% στη σύνταξη που θα κανονιστεί, όμως η άπρακτη πάροδος και μόνο του χρόνου που κανονίστηκε η σύνταξη χωρίς την υποβολή αίτησης του υπαλλήλου για την χορήγηση του 15% δεν στοιχειοθετεί, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ώστε να αρχίσει η οριζόμενη στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ετήσια προθεσμία για την προσβολή της, μετά την παρέλευση της οποίας και μόνο καθίστανται οριστικά τα οικεία συνταξιοδοτικά δεδομένα. Συνεπώς, αν και ο εκκαλών υπέβαλε αίτηση για την επίμαχη αναπροσαρμογή της σύνταξης που είχε αρχικά εσφαλμένα κανονιστεί μόλις στις 1.10.2014 η οποία και ρητώς απερρίφθη με την εκκαλουμένη αρνητική πράξη , δεν ετίθετο ζήτημα οριστικότητας των συνταξιοδοτικών του δεδομένων και συνακόλουθα το ΓΛΚ μη νομίμως δεν προέβη στην εξέταση του βασίμου της αίτησης που άσκησε αυτός θεωρώντας εσφαλμένα ότι η αξίωση του είχε παραγραφεί.
Συνεπώς εφόσον δεν έχει αναγνωριστεί το πλήρες ποσό που δικαιούται ο εκκαλών δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή μη γεγεννημένης συνταξιοδοτικής αξίωσης του και ο λόγος είναι βάσιμος πλην όμως προβάλλεται αλυσιτελώς δεδομένου ότι αυτός δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του Νόμου αφού απεχώρησε προ της ισχύος του Νόμου ήτοι το 2004 και η προσβαλλόμενη ρητώς αναφέρει ότι ο Νόμος αφορά τους εξερχόμενους από 1.1.2005.
Β) Επι του δευτέρου λόγου ότι δήθεν είναι κατάδηλη η παραβίαση της ισότητας διότι το κριτήριο του χρόνου είναι τυχαίο και συμπτωματικό .
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, Συντάγματος συνάγεται δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων να χειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την χορήγηση συντάξεως ή αναπροσαρμογής αυτής. Έτσι, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η εισαγωγή με νόμο χρονικού ορίου στη παρεχόμενη από τον ΓΛΚ σύνταξη υπό την προϋπόθεση ότι αυτή δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Η ηλικία και το κριτήριο του χρόνου εξόδου από την υπηρεσία αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο, που τελεί σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο ζήτημα, το δε προβλεπόμενο όριο ηλικίας δικαιολογείται, αφενός, από τη μέριμνα για την προστασία των μεγαλύτερων σε ηλικία συνταξιούχων και αφετέρου από το γεγονός ότι, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης προέβη με την απόφαση αυτή (στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων, και με τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων) στην θέσπιση ενός ορίου ηλικίας και χρόνου εξόδου για τη συνταξιοδότηση ως σημείο αναφοράς με βάση το αύξηση της συντάξεως κατά 15% [ΣτΕ 1031/2015, Γ τμ. επταμ., αντίθετη μειοψηφία].
Εξ άλλου, η βούληση του νομοθέτη ήταν να περιορισθεί το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων μόνο στους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 2005 και εφεξής και υπό τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Το γεγονός αυτό δεν δημιουργεί ανισότητα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος εις βάρος των ήδη εξελθόντων πριν από την ημερομηνία αυτή, αφού ο χρόνος εξόδου από την υπηρεσία, ως αντικειμενικό κριτήριο, καθιστά συνταγματικώς θεμιτή τη διαφορετική αυτή μεταχείριση (βλ. αποφ. ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 820/2010 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Συνεπώς η διάκριση που τίθεται με βάση το χρόνο δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση διότι στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα , ήτοι της παρόδου του ισχύοντος για όλους χρόνου και ρυθμίζει κατά τρόπο αντικειμενικό διαφορετικές περιπτώσεις, ήτοι αυτών που αποχωρούν προ του προβλεπόμενου υπο του νόμου χρονικού ορίου και για τους οποίους ισχύουν άλλες συνθήκες και αυτών που αποχωρούν μετά.
γ) Επί του τρίτου λόγου , ήτοι ότι με την ως άνω απόφαση της Βουλής 668/529/2005 ετίθετο γενική αύξηση μισθών και άρα έπρεπε το ποσό της προσαύξησης αυτόματα να αναπροσαρμοσθεί στην σύνταξη του.
Επειδή οι προμνησθείσες διατάξεις εισάγουν ειδική συνταξιοδοτική ρύθμιση και δεν έχουν τον χαρακτήρα της γενικής αυξήσεως των μισθών. Τούτο δε διότι, με τις εν λόγω διατάξεις δεν προσαυξάνονται εφεξής με τη μορφή ποσοστιαίας αυξήσεως οι συντάξιμες αποδοχές (βασικός μισθός και επιδόματα που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή των συντάξεων) όλων γενικώς των εν ενεργεία υπαλλήλων της Βουλής, ώστε να πρόκειται για γενική αύξηση των συνταξίμων αποδοχών τους, αλλά, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που εκδίδεται ενόψει της αποχωρήσεως ενός εκάστου υπαλλήλου, χορηγείται προσαύξηση μόνο επί των συνταξίμων αποδοχών που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά τον τελευταίο, πριν την αποχώρησή του, μήνα, σε περίπτωση δε ματαιώσεως της αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο, η σχετική απόφαση του Προέδρου της Βουλής ανακαλείται, οπότε και αίρονται αναδρομικώς οι οποιεσδήποτε συνέπειες προήλθαν από αυτήν.
Συνεπώς ο λόγος είναι αβάσιμος.
Απάντηση στο υποθετικό ερώτημα «ποια θα ήταν η τύχη της εφέσεως αν εκρίνετο βάσιμος ο τρίτος λόγος»: Η έφεση θα απερρίπτετο διότι η απόφαση της Βουλής ακόμη και εάν εισήγαγε γενική αύξηση μισθών πάλι θα ήταν αντισυνταγματική διότι έπρεπε το θέμα να ρυθμιστεί με Νόμο του Υπουργού οικονομικών ειδικό για το θέμα και μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου , όπως έκρινε η υπ΄αριθμ. 4932/2013 ΕΣ Ολομ.
Η απόφαση : Στο άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Νομοσχέδια που αναφέρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και στις προϋποθέσεις της, υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών, ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αν πρόκειται για συντάξεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υποβάλλονται από τον αρμόδιο Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών. Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά δεν επιτρέπεται με ποινή την ακυρότητα να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων».
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πάγια δεχθεί (Ολομ. Ελ.Σ. 55/1967, 48671979, 69/89, 1117/1992, 1118/1996) ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή ότι η θεσπιζόμενη γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτού κατά τη διαδικασία ψήφισης συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί προνοεί για τη διαφώτιση της Βουλής κατά τη ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από τη θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή που δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων. Η τήρηση της ίδιας διάταξης αναφέρεται στα εξωτερικά τυπικά στοιχεία καταρτίσεως του νόμου και υπόκειται στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας (ΑΕΔ 4/1988, Ολομ. Ελ.Σ. 310/1985). Κατά συνέπεια, κάθε συνταξιοδοτικός νόμος που εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ανίσχυρος και δεν εφαρμόζεται λόγω αντιθέσεώς του με το Σύνταγμα. Περαιτέρω, ενόψει των μακροχρονίων δημοσιονομικών επιπτώσεων που συνεπάγονται οι συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες όχι μόνο είναι ισόβιες αλλά επιπλέον μεταβιβάζονται και στις οικογένειες των αρχικών δικαιούχων και προκειμένου να περιορισθούν στο μέτρο του κοινωνικά αναγκαίου και δημοσιονομικά εφικτού, ο συνταγματικός νομοθέτης αξίωσε, όπως οι διατάξεις που θεσμοθετούν τις παροχές αυτές και αφορούν όλους ανεξαιρέτως του υπαλλήλους και λειτουργούς του δημοσίου (πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, εκπαιδευτικούς, δικαστικούς, ιατρούς κ.λπ.) να θεσπίζονται αποκλειστικά και μόνο με ειδικό τυπικό νόμο και μάλιστα με την τήρηση μιας ειδικής σύνθετης και τυπικά αυστηρής διαδικασίας, στην οποία απαιτείται η σύμπραξη των αρμοδίων συντεταγμένων οργάνων, ήτοι του Υπουργού Οικονομικών(πρόταση νόμου), του Ελεγκτικού Συνεδρίου (γνωμοδότηση επί της πρότασης νόμου), του Κοινοβουλίου (συζήτηση και ψήφιση νόμου) και του Προέδρου της Δημοκρατίας (έκδοση και δημοσίευση του νόμου). Η συνταγματική αυτή ρύθμιση λόγω της γενικότητάς της δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση ή απόκλιση για κάποια κατηγορία υπαλλήλων, ούτε ειδικότερα για τους συνταξιούχους υπαλλήλους της Βουλής. Σε διαφορετική άλλωστε περίπτωση, θα παραβιαζόταν ως προς αυτούς η συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού θα επιτρεπόταν κατά παρέκκλιση ρύθμιση, ειδικά γι΄ αυτή την κατηγορία των συνταξιούχων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να την δικαιολογούν. Σε κάθε περίπτωση, ο συνταγματικός νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος αξιώνει την προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕλεγκτικούΣυνεδρίου επί του σχεδίου κάθε νόμου (είτε ειδικού τυπικού είτε ιδιότυπου), που πρόκειται να ψηφισθεί από τη Βουλή και που αφορά την απονομή συντάξεως ή την τροποποίηση γενικότερα της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας και δεν θέλησε να περιορίσει την τήρηση της προϋπόθεσης αυτής μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η σχετική ρύθμιση γίνεται με ειδικό τυπικό νόμο. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί ο σοβαρός δημοσιονομικός σκοπός που επιδιώκεται με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 73 του Συντάγματος και ένεκα του οποίου, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, δεν δικαιολογείται καμία εξαίρεση. Από τη χρήση δε του όρου «νομοσχέδιο» στις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να αντληθεί αποφασιστικό επιχείρημα υπέρ της αντίθετης εκδοχής, αφού ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται με τον όρο αυτό στο συνήθως συμβαίνον, ενώ στη βούλησή του προέχει ο προαναφερόμενος σκοπός, για την επίτευξη του οποίου είναι αναγκαία η απαρέγκλιτη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος αναφορικά με το σχέδιο οποιουδήποτε τύπου συνταξιοδοτικού νόμου (άρα και εκείνου του Κανονισμού της Βουλής, όταν περιέχει συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις). Με τον τρόπο αυτό, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δεν θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία της Βουλής, η οποία σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 65 παρ. 6 και 103 παρ. 6 του Συντάγματος, όσον αφορά τους υπαλλήλους της με τον Κανονισμό της μπορεί να ρυθμίζει όλα τα σχετικά με την υπηρεσιακή τους εξέλιξη θέματα, αλλά όχι τα σχετικά με τη συνταξιοδότησή τους, αφού αυτά αφενός μεν δεν άπτονται αμέσως του τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της, αφετέρου δε, πρέπει να ρυθμίζονται εντός του πλαισίου και των περιορισμών που τίθενται από τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και να μην προσκρούουν σε αυτές (βλ. και Πρακτ. 5ης Ειδ. Συν. Ολομ. Ελ.Σ./17.12.2012, 1ης Ειδ. Συν. Ολομ. Ελ.Σ./9.1.2013 επί σχεδίων νόμων που αφορούσαν σε συνταξιοδοτικά θέματα υπαλλήλων της Βουλής). Εξάλλου, οι συντάξεις των υπαλλήλων αυτών κανονίζονται με πράξεις όχι του Προέδρου της Βουλής αλλά της συνταξιοδοτικής διοίκησης (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) και οι σχετικές δαπάνες δεν βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, αλλά τον κρατικό προϋπολογισμό.