Περίληψη: Άρση αμφισβητήσεως ως προς την συνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου. Το μέτρο της προσωπικής κράτησης διαφέρει από τα γνήσια μέτρα εκτελέσεως διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας αλλά επί του ίδιου του προσώπου του οφειλέτη. Το εν λόγω μέτρο αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (μειοψ.).
Πρόεδρος: Γεώργιος Καλαμίδας, Πρόεδρος Αρείου Πάγου
Εισηγητής: Ιωάννης Μαντζουράνης, Σύμβουλος Επικρατείας
1. Επειδή, με την 1/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε προς άρσιν στο Ανώτατο Ειδικό, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συ-ντάγματος και 6 περ. ε΄ και 48 παρ. 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ. (ν. 345/1976, Α΄ 141) η αμφισβήτηση που ανέκυψε ως προς την συνταγματικότητα των διατά-ξεων του ν. 1867/1989 που αφορούν στην προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, λόγω αντίθεσης της ως άνω αποφάσεως της Ολομελείας του Α-ρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκαν οι διατάξεις αυτές σύμφωνες προς το Σύνταγμα, προς τις 250 και 251/2008 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες οι ίδιες διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
3. Επειδή, ο ν. 1867/1989 «προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των δια-τάξεων του Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και άλλες διατάξεις» (φ. 227), όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε τα ακόλουθα: «Άρθρο 1. … Άρθρο 2. … Άρθρο 3. … Άρθρο 4. … Στα επόμενα άρθρα ρυθμίζονται θέματα όπως η διαδικασία αντιρρήσεων (άρθρο 6), η απόλυση κρατουμένων (άρθρο 7), η κράτηση σε άλλο χώρο (άρθρο 8) και τα ένδικα βοηθήματα (άρθρο 9), ενώ στις τελικές και μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 10) ορίζονται τα εξής: «1. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου, καταργείται. 2. Όσοι κατά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτού του νόμου κρατούνται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 63 επ. του ν.δ. 356/1974 «περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων» απολύονται αυθημερόν με επιμέλεια του διευθυντή της φυλακής. Όσοι παραβαίνουν τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, εκτός από την προσωπική αστική και πειθαρχική ευθύνη, υπέχουν και ποινική ευθύνη, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. 3. Μετά την απόλυση των κρατουμένων κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατή η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου εκ νέου κίνηση της διαδικασίας προσωπικής κράτησης για το χρέος ή τα χρέη, για τα οποία είχε ήδη διαταχθεί η προσωπική τους κράτηση. Στην περίπτωση αυτή συνυπολογίζεται, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί, ο προηγούμενος χρόνος κράτησης». Στη συνέχεια, με το άρθρο 46 του ν. 2065/1992 (φ. 113), όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 33 του ν. 2214/1994 – φ. 75 – (το οποίο κα-ταλαμβάνει, κατ’ άρθρο 66 του νόμου αυτού, και την κρινόμενη υπόθεση), ο-ρίσθηκαν τα εξής: «…».
4. Επειδή, το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς εί-σπραξη δημοσίων εσόδων θεσπίσθηκε το πρώτον με το β.δ/μα της 7 (19).2.1835 και διαμορφώθηκε με διαδοχικά νομοθετήματα (ν. ΥΛΣΤ΄/1871, ν. 4845/1930 (ΝΕΔΕ), ν.δ. 356/1974 – ΚΕΔΕ -), επιβαλλόμενο υπό των αρμοδίων διοικητικών οργάνων κατά των οφειλετών αφ’ ενός μεν του Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) κατά περίπτωση. Ο θεσμός αναμορφώθηκε ριζικώς με τον ανωτέρω ν. 1867/1989 ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, επέτρεψε την επιβολή του μέτρου μόνο με δικαστική απόφαση, εκδιδόμενη κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξη οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ερύθμισε δε τις ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις επιβολής αυτού κατά τρόπο ευνοϊκότερο για τον οφειλέτη, εν σχέσει με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Οι προϋποθέσεις αυτές τροποποιήθηκαν κατά τα ως άνω τόσον όσον αφορά στα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο, όσο και προς το ΙΚΑ χρέη με το άρθρο 46 του ν. 2065/1992, εν συνεχεία δε με τα άρθρα 33 του ν. 2214/1994 και 22 του ν. 2523/1997 (φ. 179). Επακολούθησε η θέση εν ισχύϊ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, φ. 97) ο οποίος στο Πρώτο Τμήμα του Δευτέρου Μέρους του και υπό το Δεύτερο Τίτλο «Επιβολή Προσωπικής Κράτησης» (άρθρα 231-243) περιέλαβε νέα ρύθμιση του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως κατά τρόπο εν πολλοίς ανάλογο με τις ρυθμίσεις του ν. 1867/1989, όπως αυτό ίσχυε προ των τροποποιήσεών του, με σημαντικές δηλαδή αποκλίσεις από τις ρυθμίσεις των νόμων 2065/92, 2214/94 και 2523/97 (βλ. και εισηγητική έκθεση του ΚΔΔ επί του άρθρου 231, η οποία αναφέρει ότι «αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση»).
5. Επειδή, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεση κ.λ.π.), τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτη προς είσπραξη του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας, αλλά επ’ αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτη, προκειμένου να εξαναγκασθεί αυτός στη διά παντός μέσου καταβολή του οφειλομένου χρέους. Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως αντικείμενο στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε διότι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι, κατά τα ανωτέρω άρθρα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η στέρηση αυτή είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται. Τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντες την επιβολή των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι προβλεπόμενοι υπό του ποινικού δικαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται άλλωστε, το ποινικό αδίκημα της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. (άρθρ. 25 ν. 1882/1990 – φ. 43 – όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2523/1997, φ. 179). Είναι, όμως, όλων διάφορο το θέμα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά, αλλ’ ως διοικητικού μέτρου, αποβλέποντας στην άσκηση πιέσεως προς εξόφληση χρέους με χρήματα, τα οποία δεν έχει ή δεν δύναται το Δημόσιο να αποδείξει ότι έχει ο οφειλέτης. Υπό το πρίσμα τούτο, δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος, διότι αυτή προϋποθέτει ότι τόσον ο σκοπός, όσον και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξη αυτού μέσα είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτά, οπότε και ερευνάται, περαιτέ-ρω, η μεταξύ των σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέτρο, όμως, της προσωπικής κρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο απαγορεύεται, ως αντικείμενο στο Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1), κατά τα προεκτεθέντα και, για τον λόγον αυτόν, οι διατάξεις των άρθρων 1 επόμ. του ν. 1867/1989, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 46 του ν. 2065/1992 και 33 του ν. 2214/1994, είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα.
Κατά την ειδικότερη γνώμη του μέλους Γ. Παπαγεωργίου, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη βεβαιωμένων και ληξιπρο-θέσμων χρεών προς το Δημόσιο, όπως προβλέπεται από το ν. 1867/1989, όπως τροποποιήθηκε, ούτε αντίκειται καθ’ εαυτό στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος, εφ’ όσον, αφ’ ενός μεν επιβάλλεται με δικαστική απόφαση κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου προβλεπομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, αφ’ ετέρου δε αποσκοπεί στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Πλην η επιβολή του μέτρου αυτού από τον νομοθέτη παραβιάζει την υπό του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητος, διότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, αποτελούσα το έσχατο μέτρο καταναγκασμού του προσώπου, προδήλως υπερακοντίζει, εν όψει της ρυθμίσεως του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (η οποία καθιερώνει την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο ως ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση), τον επιδιωκόμενο σκοπό της αποτελεσματικής συμμορφώσεως του οφειλέτη προς τις έναντι του Δημοσίου οικονομικές του υποχρεώσεις. Υφίσταται δε ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος στην παρούσα υπόθεση, κατά την οποία ελέγχεται η συνταγματικότητα του μέτρου της προσωπικής κράτησης ως μέσου για την επιδίωξη του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, ακριβώς διότι η κρίση περί της συνταγματικότητας του μέσου αυτού, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα δεν αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, συναρτάται απαραιτήτως με το ζήτημα αν το μέσο αυτό είναι πρόσφορο και απολύτως αναγκαίο για την επιδίωξη του θεμιτού ως άνω σκοπού. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και τα μέλη Χ. Αλεξόπουλος, Β. Λυκούδης, Α. Τσόλιας και Σπ. Μητσιάλης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Οι ως άνω διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, εφ’ όσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη για χρέη προς το Δημόσιο προβλέπεται με νόμο, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος, ορίζονται τα εξής: «Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδή-ποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος». Και ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσωπική κράτηση κατά τις διατάξεις του ν. 1867/1989 διατάσσεται από το δικαστήριο για χρέη προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών ή το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές προκειμένου για παρακρατούμενος, επιρριπτόμενους φόρους και για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες ή τα τελωνεία (άρθρο 22 παρ. 5-7 του ν. 2523/1997, με τις οποίες αντικαταστάθηκε η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του ν. 2065/1992), και δεν απαγγέλλεται, μεταξύ άλλων κατηγοριών προσώπων, κατά ανηλίκων, κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κατά κληρικών παντός βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας, κατά στρατευμένων, κατά τη διάρκεια της στράτευσής τους, τριάντα ημέρες πριν από αυτήν και έξι μήνες μετά από αυτήν, κατά των προσώπων που τελούν σε πτώχευση, κατά των πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους, και κατά προσώπων που έχουν συμβληθεί ως εγγυητές ανεξάρτητα από το αν έχουν διατηρήσει το ευεργέτημα της διζήσεως ή όχι (άρθρο 4 παρ. 1 α΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, η΄ και ι΄ του ν. 1867/1989). Η προσωπική κράτηση, η διάρκεια της οποίας πάντως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος και διατάσσεται μόνο μια φορά για συγκεκριμένο χρέος (άρθρο 3 παρ. 1α ν. 1867/1989), διακόπτεται ύστερα από αίτηση του κρατουμένου και ο κρατούμενος απολύεται, αν καταβληθεί ή συμψηφιστεί το χρέος, για το οποίο επιβλήθηκε μαζί με τους τόκους, αναστέλλεται δε για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες αν αποσβεσθεί, κατά τ’ ανωτέρω, τμήμα του χρέους (άρθρο 7 παρ. 1 και 3 ν. 1867/1989). Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την απόλυση του κρατουμένου οφειλέτη, αν είναι ασθενής και υπάρχει κίνδυνος, από την παράταση της κράτησης, για την υγεία του, καθώς και τη μετάβασή του στο εξωτερικό για λόγους υγείας (άρθρο 8 ν. 1867/1989). Περαιτέρω, το στερητικό της προσωπικής ελευθερίας μέτρο, δικαιολογείται από την επιτακτική ανάγκη ικανοποίησης του ιδιαιτέρως σοβαρού δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος της είσπραξης των δημοσίων εσόδων. Η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, που αποτελεί μείζον και κρίσιμο ζήτημα για τη Χώρα, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, την ικανοποίηση των αναγκών του Κράτους και της κοινωνίας. Χωρίς την αποτελεσματική είσπραξη των δημοσίων εσόδων, το Κράτος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο σύγχρονο κοινωνικό του ρόλο με την πραγματοποίηση των αναγκαίων παροχών σε τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η απασχόληση, αλλά ούτε και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς άλλα Κράτη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν παραβιάζει και την αρχή της αναλογικότητας, αφού, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1867/1989 και ειδικότερα από την παρ. 5 του άρθρου 3, επιβάλλεται να διασφαλίζεται από το δικαστήριο η τήρηση του προσήκοντος σε κάθε περίπτωση μέτρου, σε σχέση με το σκοπό για τον οποίο το μέτρο αυτό λαμβάνεται, και να σταθμίζονται οι συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως ώστε να αποφασίζεται η προσωπική κράτηση όταν η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο μέσο, κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης. Αν το μέτρο είναι μεν πρόσφορο, αλλά δεν είναι αναγκαίο, διότι λ.χ. επαρκούν στη συγκεκριμένη περίπτωση ηπιότερα μέτρα, τότε δεν επιτρέπεται να ληφθεί. Αν πάλι ο οφειλέτης τελεί αποδεδειγμένα σε οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης της οφειλής του, το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν επιβάλλεται, α-φού θα ήταν απρόσφορο. Επίσης, οι διατάξεις του ν. 1867/1989 δεν είναι αντίθετες προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ενόψει του ότι το μέτρο της προσωπικής κράτησης επιβάλ-λεται με δικαστική απόφαση, κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου τασσομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων από το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο ο οφειλέτης μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του και να προβάλει κάθε δικαίωμά του. Εξάλλου, η προσωπική κράτηση για την εκπλήρωση απλής συμβατικής υποχρέωσης, και χωρίς τις προϋποθέσεις που τάσσονται από το ν. 1867/1989, προβλέπεται τόσο από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών – μελών του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και έχει κυρωθεί με το ν. 2462/1997, όσο και από το άρθρο 1 του 4ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με τα οποία ορίζεται, ως εξαίρεση από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κρατήσεως, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρεώση (Ολ.Α.Π. 23/2005). Σημειώνεται, ότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, ως μέτρο για την είσπραξη απαιτήσεων, προβλέπεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ. Συγκεκριμένα, το προαναφερόμενο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελευθερία και την ασφάλεια και ορίζει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακο-λούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασία: α) … β) εάν υπεβλήθη εις κανονικήν σύλληψιν και κράτησιν … εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως ωρισμένης υπό του νόμου». Τέλος, δεν μπορεί, να γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων του ν. 1867/1989, που προβλέπουν την προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της είσπραξης των δημοσίων εσόδων, χαρακτήρισε, με το άρθρο 25 του μεταγενέστερου μάλιστα ν. 1882/1990, τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης. Πράγματι, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας ή του κατοχυρούμενου από το άρθρο 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δικαιώματος κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, από μόνη την παράλληλη ισχύ των ανωτέρω ρυθμίσεων, αφού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η προσωπική κράτηση που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 1867/1989 δεν συνιστά ποινή, αλλά μέσο εκτελέσεως, οι προϋποθέσεις επιβολής της προσωπικής κρατήσεως, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτές παρατίθενται ανωτέρω, διαφέρουν από εκείνες της επιβολής της ποινής της φυλάκισης σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 1882/1990. Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο πρόσωπο, για το ίδιο χρέος, απαγγελθεί προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως και ποινή φυλακίσεως και όχι με τη γενική πρόβλεψη της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου εκτελέσεως για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο. Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι διατάξεις του ν. 1867/1989, που ρυθμίζουν την προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, δεν αντίκεινται στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις.
6. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε επί του παραπεμφθέντος με την 1/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου ζήτημα υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε με τις 250 και 251/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.