1. ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 26.11.2019

Σημειώσεις Δημοσιονομικό Δικαιοσύνη

BANNER1

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος, διακρίνονται σε : Ελεγκτικές, Γνωμοδοτικές και Δικαστικές (δικαιοδοτικές).

 
   

 

Α) Ελεγκτικές (εδάφια α΄, β΄, γ΄ και ε΄),

Στις ελεγκτικές αρμοδιότητες περιλαμβάνεται καταρχήν εκείνη του εδαφίου α΄, ήτοι «ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό».

Πρόκειται αφενός για τον προσυμβατικό έλεγχο των μεγάλης οικονομικής αξίας δημόσιων συμβάσεων και αφετέρου  για τονπροληπτικό έλεγχο των δαπανών, ενώ κατά  κάποιους συγγραφείς εντάσσεται και ο έλεγχος εκτέλεσης του προϋπολογισμού του κράτους (απολογισμός)., γνωστός ως “διαδήλωση” . Ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών  αφορά στηνομιμότητα(τυπική – ουσιαστική)καικανονικότητα (νόμιμη ανάληψη, ύπαρξη νομίμων δικαιολογητικών, μη παραγραφείσα αξίωση)αυτών και επιτρέπει, εφόσον αποβεί θετικός,την εκταμίευσητης εντελλόμενης με τον οικείο τίτλο πληρωμής – συνήθως χρηματικό ένταλμα – δαπάνης.  

Ο έλεγχος αυτός αντιδιαστέλλεται από εκείνον του εδαφίου γ΄ της ίδιας παραγράφου, ήτοι τον «έλεγχο των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο». Ο έλεγχος αυτός είναι κατασταλτικός έλεγχος, δηλαδή μετά την εκταμίευση και πληρωμή της δαπάνης που αφορά, όπως προκύπτει από το γράμμα της διάταξης, σε «λογαριασμούς» δημοσίων υπολόγων, καθώς και Ο.Τ.Α. (που ονομάζονται απολογισμοί) ή άλλων νομικών προσώπων. Ενώ ο προληπτικός έλεγχος επικεντρώνεται στο χρηματικό ένταλμα και τον διατάκτη , ο κατασταλτικός εστιάζεται στον υπόλογο , τον συνευθυνόμενο και τον αχρεωστήτως λαβόντα.

Κοινό σημείο ελέγχων όμως , το ιερό δημόσιο χρήμα, δηλαδή το χρήμα που έχει προέλευση από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και άλλους προϋπολογισμούς που στηρίζονται σε αυτόν ή έχουν προέλευση από αυτόν ή αφορούν το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο χρήμα λογίζεται ως αξία χρήματος, δηλαδή δημόσιο χρήμα είναι όχι μόνο τα χρηματόγραφα αλλά και οι τίτλοι του δημοσίου και τα υλικά του.

1. Έννοια Δημόσιου Χρήματος

Οτιδήποτε που αποτιμάται σε αντικειμενική αξία χρήματος, δηλαδή ακόμη και υλικά πράγματα, ή αξίες εφόσον

      Προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι το χρήμα που ανήκει στη κυριότητα του δημοσίου.

      Βεβαίως και εφόσον ανήκει κατά κυριότητα στο δημόσιο

      Ομοίως θεωρείται δημόσιο χρήμα και το ιδιωτικό χρήμα όταν αναμιγνύεται με το δημόσιο έστω και από λάθος κατά την διαχείριση.

Περαιτέρω εξομοιώνεται με το δημόσιο και το χρήμα κατά την ανωτέρω έννοια και διακρίσεις που αφορά τους ΟΤΑ , δημοτικό ή περιφερειακό χρήμα, τα νπδδ και τα κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου .

Με τις διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος καθιερώνεται ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, που πρέπει να ασκείται κατά τρόπο αποτελεσματικό, χάριν διασφάλισης της διαφανούς και χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, ως γενικής συνταγματικής αρχής (βλ. και άρθρα 29 παρ. 2, 79, 98 και 102 παρ. 5 του Συντάγματος).

Η έννοια του δημόσιου χρήματος, είναι κρίσιμη διότι προσδίδει σ’ αυτόν που το κατέχει και διαχειρίζεται έστω και defacto την ιδιότητα του δημόσιου υπολόγου. Η έννοια αυτή δεν λαμβάνεται μόνο με τη στενή του έννοια, δηλαδή ως του χρήματος που διαχειρίζονται μόνο   τα διάφορα όργανα του Κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, αλλά και του χρήματος που διαχειρίζονται τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κατ’ εντολή του Κράτους   ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με ειδική επιχορήγηση ή ενίσχυση από τον προϋπολογισμό τους για την εκπλήρωση δημόσιου σκοπού (βλ. Ολομ. Ε.Σ. 1039/1995, Πρακτικά 11ης Γεν.Συν./4.5.1998, ΕΣ 18/2018 , VII τμ.).

Το ενωσιακό Χρήμα

Στην περίπτωση εκτέλεσης συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, στο πλαίσιο εφαρμογής ενός Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, από δήμο ως τελικό δικαιούχο, δηλαδή το φορέα που είναι αρμόδιος για την εκτέλεση του συγχρηματοδοτούμενου έργου, με υπεύθυνο φορέα χρηματοδότησης Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και δαπάνες που βαρύνουν το Νομαρχιακό Πρόγραμμα Επενδύσεων, προκειμένου να εκτελεσθεί έργο που ανάγεται στους σκοπούς του, ως οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον τα σχετικά κονδύλια δαπανών έχουν μεταφερθεί από τον κωδικό αριθμό της σχετικής Συλλογικής Απόφασης του έργου στο λογαριασμό του τελικού δικαιούχου (δήμου) και ως εκ τούτου έχουν εισαχθεί στο προϋπολογισμό του , έχουν καταστεί δημοτικό χρήμα, προκειμένου να πληρωθούν οι δαπάνες εκτέλεσης του συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος και να εκδοθούν τα οικεία χρηματικά εντάλματα, τότε είναι δημοτικοί υπόλογοι : ο δήμαρχος, προϊστάμενος οικονομικής υπηρεσίας του οικείου δήμου, ταμίας, καθώς και τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, που ενέκριναν τυχόν μη νόμιμες δαπάνες, δηλαδή ευθύνονται ως υπόλογοι έναντι του δήμου για τα ποσά που διαχειρίστηκαν και καταλογίζονται υπέρ αυτού από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή πλέον τον Επίτροπο κατά τον έλεγχο των λογαριασμών του οικείου δήμου (ΕΣ 1637/2018 Ολομ).

Αντίθετα εάν δεν γίνει ανάμιξη με το δημοτικό χρήμα τότε θα πρέπει να εκδοθεί πράξη δημοσιονομικής διόρθωσης κατά το άρθρο 116 επ.του Δ.Λ. (τέως 96 επ. ΚΔΛ).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ.

ΤΟ ΕΣ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (98ΠΑΡ.1γ).

Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ.

Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 98§1 περ. γ’ και στ’ του Συντάγματος, το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πρωτογενώς δικαιοδοσία εκδικάσεως διαφορών που απορρέουν από τον έλεγχο των λογαριασμών εν γένει είτε ο έλεγχος αυτός διενεργείται από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είτε όχι

Η έννοια του ελέγχου των λογαριασμών είναι θεμελιώδης για τον προσδιορισμό της δικαιοδοτικής ύλης που, πρωτογενώς, εκ του Συντάγματος, υπάγεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο, συναφείς δε προς αυτήν είναι οι έννοιες της δημόσιας διαχειρίσεως, τους δημοσίου υπολόγου, του δημοσίου ελλείμματος, καθώς και του καταλογισμού του ελλειμματία υπολόγου, οι οποίες στο σύνολό τους συγκροτούν κατ’ ουσίαν τα κριτήρια εκείνα για την ανάδειξη της πλέον βαρύνουσας για τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου έννοιας του ελέγχου των λογαριασμών (ΕΣ Ολομ. 3407/2014, 1633/2006).

Συγκρίσεις του προληπτικού με τον κατασταλτικό έλεγχο

Σε αντίθεση με τον προληπτικό έλεγχο που περιορίζεται σε ορισμένες μόνο δαπάνες , ο κατασταλτικός έλεγχος περιλαμβάνει το σύνολο της διαχείρισης. Είναι έλεγχος ολοκλήρου του δημόσιου Ταμείου (απολογισμός). Για την ακρίβεια το δημόσιο δεν έχει ένα Ταμείο αλλά πολλά (ταμεία των Δ.Ο.Υ, πρεσβειών, προξενείων κλπ). Αντίθετα με τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ που έχουν ένα. Όλοι οι λογαριασμοί του δημοσίου αποτυπώνονται στον ετήσιο απολογισμό-ισολογισμό και ελέγχονται με την διαδήλωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου το επόμενο έτος.

Η ύλη του προληπτικού ελέγχου είναι τμήμα της ύλης του κατασταλτικού, ενώ δεν ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή υπάρχει ύλη του κατασταλτικού που δεν τυγχάνει προληπτικού ελέγχου.

Παράδειγμα : τα κρατικά έσοδα δεν ελέγχονται προληπτικά, η μισθοδοσία (πέραν της πρώτης), ή οι συντάξεις. Τα μεγαλύτερα κονδύλια του κρατικού προϋπ/σμού (μισθοδοσία, συντάξεις και επιχορηγήσεις δεν ελέγχονται προληπτικά.

Θεωρητικό πλεονέκτημα του προληπτικού είναι ότι προλαμβάνει την παράνομη εκταμίευση και προστατεύει το δημόσιο χρήμα πριν την εκροή του.

Αυτό δεν είναι απολύτως ορθό διότι :

α) Ο προληπτικός έλεγχος δεν καλύπτει όλες τις δημόσιες δαπάνες. Σημαντικό τμήμα αυτών εκφεύγει του προληπτικού,

β) Συνεπάγεται σπατάλη πόρων και καθυστέρηση πληρωμών, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις σε σχέση με τα προσδοκόμενα οφέλη,

γ) Δεν είναι αποτελεσματικός διότι ο δικαιούχος του συνήθως προσφεύγει στη Διοικητική ή Πολιτική δικαιοσύνη και επιτυγχάνει δεδικασμένο , έστω και προσωρινό, με αποτέλεσμα λόγω της εκτελεστότητάς του να είναι υποχρεωμένο το δημόσιο να προβεί στην πληρωμή κα μάλιστα με τόκους 6%και ενδεχομένως έξοδα εκτελέσεως.

 ΕΝΝΟΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ :  ΑΡΚΕΙ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ.

Όπως προκύπτει εκ της κατ’ αντιδιαστολήν ερμηνείας των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, η οποία (δικαιοδοσία) καλύπτει διαφορές και πέραν εκείνων που ανακύπτουν εκ του υπό του ιδίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελέγχου των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που έχουν ειδικώς υπαχθεί στον έλεγχο των δαπανών τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η κατά την περίπτωση στ΄ έννοια του ελέγχου των λογαριασμών είναι αυτοτελής της περιπτώσεως γ΄ και συνεπώς το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει δικαιοδοτική εξουσία επί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που αναφέρονται σε διαφορές από τέτοιο έλεγχο, εφόσον, όμως, το ίδιο το Σύνταγμα ή διάταξη νόμου δεν έχουν υπαγάγει ορισμένες από τις διαφορές αυτές σε άλλα δικαστήρια.

Ως λογαριασμός νοείται, όχι μόνον η λογοδοσίαως σύνολο, του υπόχρεου δημοσίου υπολόγου, αλλά και οποιαδήποτε, ανεξαρτήτως ειδικότερου τύπου, απεικόνιση των εσόδων και εξόδων δημοσίας διαχειρίσεως, ακόμη και η καταγραφή των συγκεκριμένων εκταμιεύσεων για την μισθοδοσία ενός και μόνου δημοσίου υπαλλήλου.

Στην έννοια του ελέγχου εμπίπτει επίσης και οποιαδήποτε αυτεπάγγελτη ή μη ενέργεια δημοσίας αρχής που έχει ως αντικείμενο ή συνέπεια την έστω και μερική επιβεβαίωση του ορθώς έχειν λογαριασμού δημόσιας διαχείρισης (Ολ. Ε.Σ. 1104/2007, ΕΣ 594/2016).

Ως τέτοια επιβεβαίωση νοείταιόχι μόνον η επαλήθευση των λογιστικών πράξεων που περιέχει ο λογαριασμός, αλλά και κάθε έρευνα που διεξάγεται για να διαπιστωθεί η νομιμότητα των δεδομένων, στα οποία στηρίζεται αυτός, όπως λ.χ. η έρευνα του αν έχει δικαίωμα να εισπράξει ο εκάστοτε λαβών το ποσό της εκταμιεύσεως. Κατά συνέπεια, διαφορές που απορρέουν από πράξεις (καταλογιστικές) σχετικές με την τακτοποίηση δημοσίου λογαριασμού, εάν, μετά τη διενέργεια προφανώς σχετικού ελέγχου, διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία που αυτός περιέχει, είναι εσφαλμένα ή ότι τα δεδομένα, στα οποία στηρίζεται, είναι μη νόμιμα, υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. Αποφ. Ολομ. ΕλΣ 3407/2014, 1104/2007, 565/2000).

Κατά συνέπεια για να υπάρχει δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα πρέπει να υπάρχει λογαριασμός. Δηλαδή θα πρέπει να έχει γίνει έστω και μερικά διαχειριστικός έλεγχος. Αντίθετα εάν δεν έχει λάβει χώραν διαχειριστικός έλεγχος σε λογαριασμό δεν νοείται καταλογισμός ελλείμματος με την ανωτέρω έννοια. Τυχόν εκδοθείσα «καταλογιστική» πράξη θα γεννά διαφορά αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων και όχι του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ iv τμ., 549/2016). Απαιτείται δηλαδή ο διαχειριστικός έλεγχος να είναι έλεγχος επι των εσόδων και εξόδων επι τετελεσμένων διαχειριστικών πράξεων που σχετίζονται με την εισροή ή εκροή του ταμείου ανεξαρτήτως αν τηρήθηκαν ή όχι οι κατά περίπτωση νόμιμες διαδικασίες για την πληρωμή (στην περίπτωση του εξόδου) ή την εισαγωγή στη διαχείριση (στην περίπτωση του εσόδου). Ειδικά στην περίπτωση των εσόδων, δεν δημιουργείται διαφορά από τον έλεγχο των λογαριασμών με την έκδοση απόφασης που αποτελεί απλώς τίτλο βεβαίωσης χρέους κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), δηλαδή κατατείνει στην αναζήτηση είσπραξης ενός εσόδου του Δημοσίου ή αποκεντρωμένης δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιου νομικού προσώπου εν γένει, αφού η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει τα χρηματικά διαθέσιμα αυτών, παρά μόνο τις απαιτήσεις τους έναντι τρίτων, με συνέπεια να μην υφίσταται ζήτημα δημιουργίας ελλείμματος στους οικείους λογαριασμούς (διαχειρίσεις χρηματικού) ούτε – κατά λογική ακολουθία – νόμιμος λόγος έκδοσης καταλογιστικής απόφασης για την κάλυψή του. Δηλαδή το αναζητούμενο ποσό με την «καταλογιστική» πράξη δεν απετέλεσε ποτέ ποσό εισροής στο το ταμείο και άρα αντικείμενο διαχείρισης. Συνεπώς εάν εκδοθεί «καταλογιστική» πράξη το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν μπορεί να την δικάσει αφού δεν έχει δικαιοδοσία , παρ΄εκτός εάν με ειδική διάταξη νόμου έχει υπαχθεί αυτή η συγκεκριμένη διαφορά σε αυτό.

Παράδειγμα : α) Ο καταλογισμός από το Γενικό Λογιστήριο αχρεωστήτως ληθφέντος ποσού που έλαβε στην  μισθοδοσία του ο δημόσιος υπάλληλος διότι από αυτόν δεν αφαιρέθηκε ο ΔΙΒΕΕΤ (ειδικός φόρος υπέρ τρίτων) δεν γεννά φορολογική διαφορά αλλά καταλογιστική αρμοδιότητα του ΕΣ ( Ολομ. 3407/2014 με μειοψ. ).

Β) ΝΠΔΔ όφειλε να προβεί σε κρατήσεις υπέρ του ΜΤΠΥ πλην όμως διενεργούσε δαπάνες χωρίς να προβαίνει και στις κρατήσεις επι αυτών υπέρ του ΜΤΠΥ. Τυχόν καταλογιστική πράξη που θα εκδώσει το ΜΤΠΥ είναι τίτλος βεβαίωσης κατά ΚΕΔΕ και υπόκειται στη δικαιοδοσία των ΤΔΔ. Αντίθετα εάν διενεργηθεί έλεγχος στο ταμείο του ΝΠΔΔ από αρμόδια ελεγκτικά όργανα και βρεθεί ότι οι δαπάνες διενεργούνται με την ανωτέρω πλημμέλεια , θα εκδοθεί καταλογιστική πράξη για έλλειμμα αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι ανωτέρω έννοιες του ελέγχου και του λογαριασμού εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως και στο αναιρετικό στάδιο διότι άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (ΕΣ Ολομ. 3407/2014).

Έννοια και λειτουργία λογαριασμών  – Μεθοδολογία ελέγχου λογαριασμών

            Οι λογαριασμοί συντάσσονται και τηρούνται από τους υπολόγους, δηλαδή τα πρόσωπα που έστω και χωρίς σχετική εντολή (defacto) κατέχουν και διαχειρίζονται δημόσιο και για το λόγο αυτό υπέχουν λογοδοτική ευθύνη. Οι υπόλογοι είναι υποχρεωμένοι να καταγράφουν στους λογαριασμούς τους όλες τις οικονομικές πράξεις που μεταβάλλουν τα στοιχεία τους (χρέωση – πίστωση), όπως λ.χ. η είσπραξη μιας απαίτησης (έσοδο και άρα χρέωση) ή η εξόφληση ενός χρηματικού εντάλματος (έξοδο και άρα πίστωση). Οι δημόσιοι λογαριασμοί δεν συνιστούν καταρχήν έννοια διαφορετική από την αντίστοιχη που συναντάμε στο πεδίο της Λογιστικής. 

Ειδικά όμως στο Δημόσιο Λογιστικό, με βάση τον ορισμό του δημοσίου υπολόγου (βλ. άρθρα 150 του «Δημοσίου Λογιστικού» Ν. 4270/2014, 54 του ν. 2362/1995 και 44 παρ. 2 του ν. 4129/2013), αποκτούν κομβική σημασία οι λογαριασμοί «χρημάτων», «αξιών» και «υλικού», από τον έλεγχο των οποίων πηγάζουν οι διαφορές του κατασταλτικού ελέγχου.

Ειδικότερα, ο υπόλογος χρηματικού τηρεί τον λογαριασμό «Ταμείο» (χρηματικά διαθέσιμα), που προσομοιάζει με τον λογαριασμό «38» (Χρηματικά διαθέσιμα) του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.), ο υπόλογος αξιών τηρεί τον αντίστοιχο λογαριασμό (λ.χ. παράβολα, ένσημα κ.λπ.) που προσομοιάζει με τον λογαριασμό «34» (χρεόγραφα) του Ε.Γ.Λ.Σ. και ο υπόλογος υλικού τηρεί τον αντίστοιχο λογαριασμό του συγκεκριμένου υλικού (λ.χ. υπνόσακοι), που προσομοιάζει με κάποιον από τους λογαριασμούς της 1ης ή 2ης Ομάδας του Ε.Γ.Λ.Σ., ανάλογα με το αν το υλικό προορίζεται να εξυπηρετήσει μακροχρόνια (οπότε εντάσσεται στην 1η Ομάδα – Πάγιο Ενεργητικό)  ή βραχυχρόνια (οπότε εντάσσεται στη 2η Ομάδα – Αποθέματα, που συνιστά στοιχείο του Κυκλοφορούντος Ενεργητικού) το δημόσιο νομικό πρόσωπο. Ο υπόλογος δεν αποκλείεται να τηρεί περισσότερους λογαριασμούς, κάτι που είναι σύνηθες στους διαχειριστές υλικού (αποθηκάριους) των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου τηρούνται τόσοι λογαριασμοί, όσοι και τα είδη υλικών που υπάρχουν στην αποθήκη (λ.χ. χιτώνια, τζάκετ, πυξίδες, όπλα, υπνόσακοι, κάλτσες κ.λπ.).

Είναι χρήσιμη, όσον αφορά στη λειτουργία των λογαριασμών, η ακόλουθη παρατήρηση: Αν μιλούσαμε με όρους Λογιστικής, οι παραπάνω λογαριασμοί (χρημάτων, αξιών και υλικού) αποτελούν λογαριασμούς του Ενεργητικού της οικονομικής μονάδας (του δημόσιου νομικού προσώπου) και, ως τέτοιοι, όταν αυξάνονται (δηλαδή όταν εισάγεται στη διαχείριση χρήμα, αξίες ή υλικό) χρεώνονται και όταν μειώνονται (δηλαδή όταν εξάγεται από τη διαχείριση χρήμα, αξίες ή υλικό) πιστώνονται.

            Παράδειγμα: Ο υπάλληλος Α αναλαμβάνει την 1.1.2018 το Ταμείο του Δήμου.Το πρώτο ποσό που αναγράφεται είναι το μεταφερόμενο υπόλοιπο (ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΑΜΕΙΟΥ έως 31-12-17) από χρήση 2017 το οποίο εισάγεται σε διαχείριση με Γραμμάτιο Είσπραξης (με αυτό εισάγονται τα έσοδα της προηγούμενης χρήσης) Αφού διενεργείται καταμέτρηση των υπαρχόντων χρημάτων, διαπιστώνεται ότι ανέρχεται σε 10.000 ευρώ και συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής υπογεγραμμένο από τους υπολόγους (τον Α και τον αποχωρήσαντα υπόλογο), καθώς και από τον προϊστάμενο οικονομικών υπηρεσιών του Δήμου. Τη στιγμή αυτή στο σκέλος της χρέωσης του λογαριασμού πρέπει να αναγραφεί το ποσό  των 10.000 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ο Α είναι χρεωμένος με αυτό. Ο τελευταίος διενεργεί στη συνέχεια τις ακόλουθες οικονομικές πράξεις:

Στις 5.1.2018 εισπράττει 3.000 ευρώ

και στις 22.1.2018 ακόμη 6.000 ευρώ.

Παράλληλα, εξοφλεί στις 7.1.2018 το υπ’ αριθμ. 1/2018 χρηματικό ένταλμα, ποσού 2.500 ευρώ και στις 30.1.2014 το υπ’ αριθμ. 2/2018 χρηματικό ένταλμα ποσού 4.000 ευρώ.

Στο παραπάνω παράδειγμα:

Αν στις 31.1.2019 διενεργηθεί έλεγχος στη διαχείριση του Α, θα πρέπει καταρχήν να ανευρεθεί το ποσό των 12.500 ευρώ, το οποίο προκύπτει αν από το συνολικό ποσό της χρέωσης του λογαριασμού (10.000+3.000+6.000) αφαιρεθεί το ποσό της πίστωσης αυτού (2.500+4.000).

19.000€- 6.500= ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ : 12.500€ πρέπει να έχει στη κατοχή του ο υπόλογος.

ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ Ο λογαριασμός έχει ορθώς η διαχείριση του Α έπρεπε να κηρυχθεί ορθή.

ΧΡΕΩΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗ
10.000  
3.000 2.500 για εξόφληση του υπ΄αριθμ.Χ.Ε 1/2017 χωρίς Κ.Α.Ε ή χωρίς νόμιμα παραστατικά
6.000 4.000 εξόφληση 2/2018 Χ.Ε
ΣΥΝΟΛΟ: 19.000€ ΣΥΝΟΛΟ: 6.500€

Αυτός ο έλεγχος αποτελεί και την απλούστερη μορφή, καθώς συγκρίνεται το λογιστικό υπόλοιπο – δηλαδή εκείνο που εξάγεται από τους τίτλους χρέωσης (λ.χ. γραμμάτια είσπραξης) και πίστωσης (λ.χ. χρηματικά εντάλματα), που στηρίζουν τις γενόμενες στο λογαριασμό καταγραφές – με το πραγματικό υπόλοιπο, δηλαδή εκείνο που πράγματι έχει στην κατοχή του – σε φυσική μορφή – ο υπόλογος.

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Ωστόσο, αν το ελεγκτικό όργανο σταματούσε σε αυτότότε ο έλεγχος δεν θα ήταν ολοκληρωμένος και πάντως δεν θα ανταποκρινόταν στις επιταγές του Συντάγματος (άρθρο 98) όσον αφορά στον έλεγχο από το Δικαστήριο της τήρησης της αρχής της νομιμότητας των δημοσίων δαπανών εκ μέρους της Διοικήσεως. Τούτο, διότι, δεν αρκεί η απλή καταγραφή στο λογαριασμό συγκεκριμένων εσόδων ή εξόδων, αλλά απαιτείται αυτές να απορρέουν από νόμιμες (και κατά το ουσιαστικό δίκαιο) οικονομικές πράξεις. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ : Τυπικώς λογιστικώς θα έπρεπε να πούμε ότι ΟΡΘΩΣ ΕΧΕΙΝ πλην όμως δημοσιολογιστικά μετά από έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας υπάρχει έλλειμμα 2.500 € ! Γιατί; Διότι έγινε παράνομη πληρωμή δαπάνης χωρίς να υπάρχει Κ.Α.Ε και χωρίς νόμιμα παραστατικά !

Θα πρέπει να γίνει ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ δηλαδή θα καταλήξει ο έλεγχος ότι ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ο υπόλογος στο λογαριασμό του 15.000€ ΚΑΙ ΕΧΕΙ 12.500€ = ΕΛΛΕΙΜΜΑ 2.500    και άρα     ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ 2.500 € ΚΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΥ.

Δεν αρκεί, δηλαδή, στο παράδειγμά μας ότι ο Α εξόφλησε το υπ’ αριθμ. 1/2018 χρηματικό ένταλμα, αλλά ελέγχεται επιπλέον, παρεμπιπτόντως, αν η εν λόγω δαπάνη πληροί τις προϋποθέσεις της νομιμότητας και κανονικότητας. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, αν δηλαδή το ποσό των 2.500 ευρώ ενσωματώνει μη νόμιμη δαπάνη, απορρίπτεται από το ελεγκτικό όργανο η σχετική πληρωμή – έστω και αν πράγματι έγινε – και αναμορφώνεται ο λογαριασμός του Α, που πρέπει πλέον να έχει υπόλοιπο ύψους 15.000 ευρώ (12.500 ευρώ αρχικά, πλέον 2.500 ευρώ λόγω  απόρριψης της δαπάνης). Έτσι, αν βρεθούν στο ταμείο του Α 12.500 ευρώ, θα καταλογιστούν οι υπεύθυνοι της παράνομης εκταμίευσης με το ποσό των 2.500 ευρώ.

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο καταλογισμός στην περίπτωση αυτή δεν διενεργείται σε βάρος μόνο του υπολόγου (δηλαδή του Α), αλλά περιλαμβάνει και κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται με πράξεις ή παραλείψεις του στη διενέργεια της δαπάνης, έτσι ώστε η συγκεκριμένη του συμπεριφορά να συνδέεται αιτιωδώς με το ανακύψαν έλλειμμα. Μάλιστα, ουδόλως αποκλείεται το ελεγκτικό όργανο να παραλείψει εντελώς τον καταλογισμό του υπολόγου – λ.χ. θεωρώντας ότι πλήρωσε στηριζόμενος σε διοικητικές πράξεις που πληρούν το τεκμήριο της νομιμότητας – και καταλογίζοντας αποκλειστικά τους λοιπούς εμπλεκόμενους (υπολόγους, συνευθυνομένους ή αχρεωστήτως λαβόντες). Αν θέλαμε να διακινδυνεύσουμε έναν κανόνα, θα λέγαμε ότι καταλογιστέοι σε περίπτωση ελλείμματος είναι εκείνοι που προκάλεσαν – ενδεχομένως με περισσότερες πράξεις, συνδεόμενες μεταξύ τους – το έλλειμμα, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους. 

Ο κατασταλτικός έλεγχος περιορίζεται στο λογαριασμό ταμείο και δεν επιτρέπεται να ελέγξει το λογαριασμό «απαιτήσεις». Το άρθρο 46 του ΚΝΕΣ που αναφέρει ότι ο αρμόδιος επίτροπος καταλογίζει τον υπόλογο και το έλλειμμα που προκύπτει από «παράλειψη είσπραξης» εννοεί μόνο την εξωταμειακή διαχείριση, δηλαδή την παράνομη είσπραξη δημόσιου εσόδου και την εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο και όχι την μη βεβαίωση ή είσπραξη των δημοσίων απαιτήσεων (εσόδων).

Αυτό διότι αφού δεν βεβαιώνω ποσά προς είσπραξη ως αρμόδιο κρατικό όργανο, δεν κάνω διαχείριση και άρα δεν μπορεί να υπάρξει έλλειμμα. Άλλο είναι το θέμα της αστικής ευθύνης του αρμοδίου υπαλλήλου που δεν βεβαιώνει απαιτήσεις και προκαλεί έτσι θετική ζημία στο δημόσιο. Ο Γενικός επίτροπος εφόσον τον ενάγει στο Ελεγκτικό Συνέδριο θα πρέπει να αποδείξει την ακριβή ζημία του Δημοσίου, κάτι που είναι αποδεικτικά δυσχερές, αφού και ταμειακά βεβαιωμένες να ήταν οι απαιτήσεις δεν είναι σίγουρη η εν τέλει είσπραξη τους, ακόμη και εάν εν τέλει παρεγράφησαν. Συνεπώς τα αρμόδια όργανα μόνο πειθαρχικώς και ποινικώς μπορεί να τιμωρηθούν αποτελεσματικά.

Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ.

Το ΕΣ καταλογίζει χωρίς άλλη εκ του νόμου ειδική πρόβλεψη απευθείας εκ του Συντάγματος : α) τους δημοσίους υπολόγους, β) τους υπολόγους των ΟΤΑ γ) τους υπολόγους νπδδ , διότι προεχόντως διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα (ΕΣ ολομ. 1937,1938/05 και 1039/95). Επίσης καταλογίζει τους υπολόγους ΝΠΙΔ που με ειδικό νόμο έχουν υπαχθεί στον προληπτικό του έλεγχο .

Η έννοια του υπολόγου και του δημοσίου χρήματος κατ΄επέκταση είναι συνταγματικά καθορισμένη και άρα ο απλός νομοθέτης δεν μπορεί να απαλλάξει κατηγορία προσώπων που διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα , αποχαρακτηρίζοντας την από υπόλογο. Τέτοιο παράδειγμα είχαμε πρόσφατα με την ΕΣ ΟΛΟΜ. ΓΣ 19 14.10.2015, όπου κατά πλειοψηφία η διοικητική Ολομέλεια του ΕΣ διατύπωσε την θέση ότι τα όργανα των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου όταν προβαίνουν στον έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας, την εκκαθάριση των δαπανών του Δημοσίου, καθώς και την έκδοση, υπογραφή και εξόφληση των χρηματικών ενταλμάτων του τακτικού προϋπολογισμού, ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως των χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι αποκλειστικά με μόνες τις ως άνω ενέργειές τους, χωρίς την παρεμβολή άλλου οργάνου, εκταμιεύεται το ανήκον στο Δημόσιο χρήμα, αποκτώντας τοιουτοτρόπως την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου (πρβλ. αποφ. Ολ. ΕΣ 1584/2011, 3381/2015). Επομένως, τα όργανα των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου καθίστανται, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 γ’ του Συντάγματος, δημόσιοι υπόλογοι και συνακόλουθα η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 89 του ν. 4270/2014 που ορίζει ότι οι υπάλληλοι των Υ.Δ.Ε. κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεν θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι, καίτοι όπως προεκτέθηκε, ασκούν τις ως άνω διαχειριστικής φύσεως αρμοδιότητες, αποβαίνει αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 γ΄ του Συντάγματος και στην καθιερωμένη απ’ αυτή, έννοια του δημοσίου υπολόγου (βλ. Πρακτικά Ολομ. ΕΣ 6ης Γεν. Συν./15.2.2006, όπου και μειοψηφία, με τα οποία η αντιστοίχου περιεχομένου διάταξη του 26 του ν. 3274/2004 κρίθηκε ως αντικείμενη στο ως άνω άρθρο του Συντάγματος και Πρακτικά Ολομ. 16ης Γεν. Συν./17.9.2008).

Αντίθετα η νομολογία θεωρεί υπολόγους και άλλα πρόσωπα τα οποία δεν εμπίπτουν ευθέως στην έννοια στην έννοια του άρθρου 98, θεωρώντας ότι αλλά είναι ειδικοί υπόλογοι εκ του Νόμου . Έτσι η κατηγορία των δημοσίων υπολόγων – αποχωρούντων σπουδαστών από την Σ.Σ.Α.Σ. είναι ειδική κατηγορία δημοσίων υπολόγων, ουσιωδώς διάφορη, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων και των υποχρεώσεών της, από την κατηγορία των δημοσίων υπολόγων του άρθρου 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος.

Παράλληλα η νομολογία όταν ελέγχει την διαχείριση ΝΠΙΔ κρατικής προέλευσης κάνει χρήση του όρου «διαχειριστής δημόσιας περιουσίας». εφόσον το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ιδρύεται με διάθεση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ή ενός Ο.Τ.Α. και κατατείνει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου ενδιαφέροντος με ανάπτυξη επιχειρηματικής ή παραγωγικής δραστηριότητας υπό την εποπτεία του Κράτους ή του Ο.Τ.Α., εμπίπτει στην έννοια της «δημόσιας επιχείρησης», η οποία υπό τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν παύει να αποτελεί μέρος της εν ευρεία εννοία δημόσιας περιουσίας. Τούτου δοθέντος, η υποκείμενη σχέση επί της οποίας εδράζονται οι διαφορές από καταλογιστικές πράξεις Οικονομικών Επιθεωρητών, που εκδίδονται μετά από έλεγχο της διαχείρισης δημόσιας επιχείρησης, είναι η σχέση μεταξύ δημόσιου εξωτερικού ελεγκτή και ελεγχόμενου διαχειριστή δημόσιας περιουσίας ανεξαρτήτως της νομικής προσωπικότητας του οικείου φορέα. Η δημοσίου δικαίου αυτή σχέση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την εσωτερική σχέση μεταξύ του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και των διαχειριστών του, η οποία διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. οι ως άνω διαφορές αφενός μεν άπτονται της διαφάνειας ως προς τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, που διατίθεται στις επιχειρήσεις του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. είτε με τη μορφή απευθείας επιχορήγησης είτε με τη μορφή κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου, για τον έλεγχο της οποίας το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι το κατεξοχήν εκ του Συντάγματος αρμόδιο δικαστικό όργανο, αφετέρου δε είναι συναφείς με αυτές της ευθύνης των δημοσίων υπολόγων, καθώς, ναι μεν, δεν αφορούν στον καταλογισμό ελλείμματος σε λογαριασμό δημοσίου υπολόγου, όπως η έννοια αυτού προσδιορίζεται στο άρθρο 54 του ν. 2362/1995 – ήδη άρθρο 150 ν. 4270/2014 (Α΄ 143)- , πλην όμως αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που ο ελεγχόμενος προκάλεσε με την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του στην ανήκουσα στο Δημόσιο ή τον Ο.Τ.Α. περιουσία. Η ευθύνη δε του τελευταίου, ο οποίος δεν είναι, μεν, υπόλογος κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, πλην όμως είναι «διαχειριστής δημόσιας περιουσίας», αφού, στο μέτρο της αρμοδιότητας της διαχείρισης που του έχει ανατεθεί, έχει υποχρέωση να διαθέτει τη δημόσια περιουσία για το σκοπό που αυτή εξυπηρετεί, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικότερων νόμων που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών. Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως ο κοινός νομοθέτης αναθέτει την εκδίκαση των αναφυομένων ως άνω διαφορών στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως διοικητικών διαφορών ουσίας, βάσει της ρητής επιφύλαξης του άρθρου 94 παρ. 1α΄ του Συντάγματος (ΕΣ 7788/2016, VII τμ). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο διαχειριστής δημόσιας περιουσίας είναι και υπόλογος εάν διαχειρίζεται κρατική επιχορήγηση και εν γένει ευθέως δημόσιο χρήμα. Αντίθετα είναι διαχειριστής δημόσιας περιουσίας όταν διαχειρίζεται το χρήμα αμιγώς που προέρχεται από τη δράση του ΝΠΙΔ οπότε και ευθύνεται με τις διατάξεις περί ευθύνης των διαχειριστών ανώνυμης εταιρίας (Ν. 2190/1920 αρθ. 22α§1και 2). Δηλαδή οφείλουν να δρουν με την δέουσα επιμέλεια, ήτοι με την τήρηση των κανόνων περί επιμελούς/τακτικής διαχείρισης, μέσα στο πλαίσιο που θέτει ο νόμος, το καταστατικό και οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης με στόχο την προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων, που συνίστανται κυρίως στη διατήρηση και επαύξηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά ρητή δε επιταγή του νόμου, κάθε μέλος του Δ.Σ. ανώνυμης εταιρείας ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων για κάθε πταίσμα. “Πταίσμα“, δε, κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων διαπράττουν, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 22α του κ.ν. 2190/1920, τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας όταν δεν τηρούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τους κανόνες της επιμέλειας, τους οποίους μπορεί και οφείλει, με βάση την καλή πίστη, να τηρεί ένας μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας (αμέλεια ως μορφή παράνομης συμπεριφοράς – βλ. άρθρο 330 εδ. α ΑΚ, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δικ. III, 1992, σελ. 129 επ.). Κατά συνέπεια, δεν υπέχει ευθύνη μέλος του Δ.Σ., εάν αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού οικογενειάρχη, ήτοι ότι άσκησε τα καθήκοντά του με αρτιότητα και ιδιαίτερη προσοχή επιδεικνύοντας τις ικανότητες και γνώσεις που απαιτεί το αξίωμά του . Πρόκειται, δηλαδή, για νόθο αντικειμενική ευθύνη που αντιστρέφει το βάρος της αποδείξεως, ώστε τα μέλη του Δ.Σ., και όχι η εταιρία, να πρέπει να αποδείξουν ότι κατέβαλαν την κατά νόμον επιμέλεια. Τέλος, το μέτρο της ευθύνης των διοικούντων διαφοροποιείται ανάλογα με την ιδιότητα του κάθε μέλους (διευθύνοντος συμβούλου κ.λπ.) και με τα καθήκοντα, τα οποία τους έχουν ανατεθεί (ΑΠ 1698/2013). Αντίθετα ο δημόσιος υπόλογος ευθύνεται με γνήσια αντικειμενική ευθύνη δια πάν πταίσμα κατά την διαχείριση του.

Κατά συνέπεια, βασικά προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας του δημοσίου υπολόγου κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος, εκτός των περιπτώσεων που ο νόμος απονέμει την ιδιότητα αυτή σε συγκεκριμένους λειτουργούς, είναι η διαχείριση χρημάτων, αξιών ή υλικού του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ., μετρήσιμων ή δυνάμενων να αποτιμηθούν σε χρήμα, για λογαριασμό των φορέων αυτών και η, συνυφασμένη με την διαχείριση αυτή, υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού, η οποία περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 56 παρ. 1 και 2 του ν. 2362/1995, και την υποχρέωση αναπλήρωσης του τυχόν αρμοδίως διαπιστωθέντος ελλείμματος, η απόδειξη της ύπαρξης και του ύψους του οποίου βαρύνει το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. σε συνδυασμό με την γνήσια αντικειμενική ευθύνη.

Πάντως έχει υποστηριχθεί και είδαμε  ότι η έννοια των δημοσίων υπολόγων του άρθρου 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος  είναι ευρύτερη όταν  αναφέρεται σε όσους καθίστανται υπόχρεοι για απόδοση λογαριασμού στο Δημόσιο από δημόσιο χρήμα που έλαβαν και συνεπώς, συμπεριλαμβάνει τους αποχωρούντες σπουδαστές της Σ.Σ.Α.Σ. (βλ. Ολ. Ε.Σ. 3401/2015 για όλες τις ως άνω διακρίσεις, 462/2008 Ολομ.).

Ειδικότερα η ευθύνη των ανωτέρω δημοτικών υπολόγων προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 106, 111 παρ. 2γ΄, 114 παρ. 1ε΄ του π.δ/τος 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), που ίσχυε κατά τον ανωτέρω χρόνο, και 13 παρ. 4, 14, 16, 20, 22, 23, 25, 48, 60 και 61 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 «περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ 114 Α΄, διορθώσεις ημαρτημένων σε ΦΕΚ 145 και 197 Α΄) από τις οποίες συνάγονται τα ακόλουθα:

Ο Δήμαρχος εντέλλεται, με επιμέλεια της αρμόδιας δημοτικής υπηρεσίας, την εκτέλεση της σχετικής δαπάνης, αν ανάγεται στην αρμοδιότητά του, ή εισηγείται την έγκριση αυτής από το Δημοτικό Συμβούλιο ή τη Δημαρχιακή Επιτροπή, αν πρόκειται περί θέματος της αρμοδιότητας αυτής. Στη συνέχεια προβαίνει, δια των οικείων λογιστικών υπηρεσιών, στην εκκαθάριση της δαπάνης και, αφού προηγουμένως ελέγξει τη νομιμότητά της, εκδίδει το οικείο χρηματικό ένταλμα πληρωμής. Σε περίπτωση μη νομιμότητας της δαπάνης ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το Δήμαρχο και ο προϊστάμενος της λογιστικής υπηρεσίας, ο οποίος, εκτός από την πράξη εκκαθάρισης της δαπάνης, υπογράφει μαζί με το Δήμαρχο το σχετικό χρηματικό ένταλμα, το οποίο πρέπει να αναφέρει την αιτία πληρωμής και να συνοδεύεται από τα οικεία νόμιμα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη χρηματική απαίτηση του πιστωτή. Επίσης, ο ταμίας του δήμου ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε δια ειδικώς προς τούτο εντεταλμένων οργάνων, τις εισπράξεις των εσόδων και την εξόφληση των χρηματικών ενταλμάτων του δήμου, τηρεί τους οικείους λογαριασμούς και λογοδοτεί ενώπιον των δημοτικών αρχών σε μηνιαία βάση και ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ετησίως, υπέχοντας, ως εκ της διαχειριστικής φύσης των καθηκόντων του, ευθύνη δημοσίου υπολόγου. Ο μόνος τρόπος απαλλαγής του είναι ο κατά προτεραιότητα κατασταλτικός έλεγχος (ΕΣ 1637/2018 Ολομ)..

Τέλος, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, όταν με απόφασή τους εγκρίνουν τη διενέργεια δαπανών της αρμοδιότητάς τους σε βάρος του δημοτικού προϋπολογισμού, ενεργούν πράξεις διαχείρισης των λογαριασμών του δήμου και, για το λόγο αυτό, ευθύνονται ως υπόλογοι, ακόμη και για ελαφρά αμέλεια, για κάθε διαπιστούμενο έλλειμμα, το οποίο καταλογίζεται σε βάρος τους από το αρμόδιο όργανο (Πρακτικά 8ης/7.5.2008 Γεν. Συν. Ολομ. Ε.Σ).

Τα ΝΠΙΔ

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούν κατά τους κανόνες   της ιδιωτικής οικονομίας και οι δαπάνες των οποίων δεν υπόκεινται κατ’ αρχήν σε προληπτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, η υπαγωγή τους στον κατασταλτικό έλεγχο, επιτρέπεται ρητά από το Σύνταγμα μετά την αναθεώρηση του 2001, εφόσον ρητή διάταξη νόμου τα είχε υπαγάγει στο κατασταλτικό προ της αναθεωρήσεως του 2001, όπως συνέβη με τις δημοτικές επιχειρήσεις ή τα κοινωφελή ιδρύματα για τα οποία υπάρχει ρητή πρόβλεψη από το 1942 με τις ειδικές διατάξεις είναι και αυτές των παρ. 1, 8 και 9 του άρθρου 12 του ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως». Αντίθετα για τα νπιδ που δεν είχαν υπαχθεί προ του 2001 με ειδική διάταξη κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος και στη διαχείρισή τους δεν υπάρχουν χρήματα προερχόμενα από κρατικές ή δημοτικές ενισχύσεις ή επιχορηγήσεις , αλλά είναι αμιγώς χρήματα των μελών τους, θα πρέπει να υπαχθούν με Νόμο πρώτα σε προληπτικό έλεγχο όποτε και αυτεπαγγέλτως ασκείται κατασταλτικός.

Επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από καταλογιστικές πράξεις των Οικονομικών Επιθεωρητών, οι οποίες εκδίδονται ύστερα από έλεγχο νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που διαχειρίζονται χρήματα   που προέρχονται τόσο από επιχορηγήσεις ή ενισχύσεις προερχόμενες από τον προϋπολογισμό του Κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου όσο και από αντίτιμο παροχής υπηρεσιών, η ενιαία διαχείριση των οποίων ανάγεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος, υπάγoνται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολομ. Ε.Σ. 2292/2011, 47/2009). Αν δε από τον έλεγχο των ως άνω λογαριασμών διαπιστωθεί έλλειμμα στα εν λόγω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τότε εκδίδεται πράξη καταλογισμού σε βάρος των διαχειριστών τους και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτών συνευθυνομένων, κατά της οποίας προβλέπεται η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της έφεσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1264/1942, η δε ευθύνη των διαχειριστών εξετάζεται με βάση τις διατάξεις για την ευθύνη των δημοσίων υπολόγων.

Εξάλλου, σε περίπτωση θανάτου του υπολόγου διαχειριστή ο καταλογισμός με το ποσό του διαπιστωθέντος ελλείμματος γίνεται σε βάρος των κληρονόμων του κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, δεδομένου ότι η αναγόμενη στο χρόνο επέλευσης του ελλείμματος υποχρέωση του μεταποβιώσαντος υπολόγου προς αποκατάστασή του συμπεριλαμβάνεται, ως παθητικό, στην περιουσία, η οποία, μετά το θάνατο του, περιήλθε στους κληρονόμους του (Ε.Σ. VII Τμ. 2292/2014, 1753/2012, 2663/2006).

Με το ν.1264/1942 που 
ισχύει παράλληλα με το ν.2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου 
Οικονομικών και άλλες διατάξεις», ορίζονται τα ακόλουθα: 1) στο άρθρο 1 ότι 
αντικείμενο αρμοδιότητας της στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσίας της 
Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η  επ`ονόματι του υπουργού των Οικονομικών α) 
… β) έρευνα της οικονομικής καταστάσεως των Ν.Π.Δ.Δ., αυτόνομων οργανισμών, 
ειδικών ταμείων ως και των παντός είδους αγαθοεργών και κοινωφελών ιδρυμάτων
2) στο άρθρο 4 παρ.3 ότι οι οικονομικοί επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων, 
ειδικότερα α) … β) … γ) …. δ) προβαίνουν κατόπιν εντολής του υπουργείου 
Οικονομικών στην έρευνα της οικονομικής κατάστασης των Ν.Π.Δ.Δ., Αυτόνομων Οργανισμών, Ειδικών Ταμείων, καθώς και των παντός είδους αγαθοεργών ή κοινωφελών ιδρυμάτων και ε) μετά προηγούμενη διαταγή του υπουργείου Οικονομικών ή της οικείας διοικητικής αρχής (Γενικού Διοικητή ή Νομάρχη) δύνανται επίσης να προέρχονται και στον έλεγχο της διαχειρίσεως σωματείων, συλλόγων ή άλλων ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου 3) στο άρθρο 12 α) στην παραγρ.1 ότι ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων και πας οικονομικός υπάλληλος εκτελών χρέη Οικονομικού Επιθεωρητή δημοσίων υπολόγων και νομικών προσώπων, εφόσον κατά την ενέργεια επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημόσιας ή μη διαχείρισης εκ των εν 
άρθρω 1 παρ.1 διαλαμβανομένων διαπιστώσουν την ύπαρξη ελλείμματος 
προερχομένου από έλλειψη χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει προβαίνουν στην έκδοση αιτιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ`αυτού συνευθυνομένων
  … β) στην παράγρ.6 ότι, 
προκειμένου περί καταλογιστικών αποφάσεων σε βάρος υπολόγων, διαχειριστών 
νομικού προσώπου ο Διευθυντής του ταμείου προβαίνει στη βεβαίωση του 
καταλογιζομένου ποσού … και γ) στην παράγρ.8 ότι, κατά των καταλογιστικών 
αποφάσεων των Οικονομικών Επιθεωρητών δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του 
Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Συνεπώς στα ως άνω ΝΠΙΔ, ήτοι: α) Ν.Π.Δ.Δ., β) Αυτόνομων 
Οργανισμών, γ) Ειδικών Ταμείω
ν, καθώς και δ) των παντός είδους αγαθοεργών ή κοινωφελών ιδρυμάτων , ήδη από το 1942 προβλέπεται κατασταλτικός έλεγχος και η σχετικές διαφορές ανήκουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο , αφού αυτά όταν διαχειρίζονται χρήματα , λογίζεται ότι πρόκειται για δημόσιο χρήμα (βλ. ΕΣ 1937-1938/2005 Ολομ).

Τα εξαρτώμενα από του ΟΤΑ Νομικά Πρόσωπα (δημοτικές, Νομαρχιακές, Περιφερειακές κλπ επιχειρήσεις).

Η αναθεωρημένη παράγραφος 1γ΄ του άρθρου 98 έχει την έννοια ότι από την έναρξη ισχύος της η υπαγωγή ενός νομικού προσώπου στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνεπάγεται και την υπαγωγή του στον κατασταλτικό έλεγχο. Από αυτό και μόνο δεν μπορεί όμως να δοθεί σε αυτήν αρνητική έννοια , δηλαδή δεν καθιστά αντισυνταγματικές γνωστές στον αναθεωρητικό νομοθέτη διατάξεις, με τις οποίες, πλην άλλων, ανατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο η αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών που ανακύπτουν από καταλογιστικές πράξεις των Οικονομικών Επιθεωρητών.

Τέτοιες διαφορές είναι και αυτές που αναφύονται μετά τη διενέργεια από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές του προβλεπόμενου στο π.δ. 156/2001 ελέγχου της οικονομικής κατάστασης και λειτουργίας, πέραν των Ο.Τ.Α., και όλων των εξαρτώμενων από αυτούς νομικών προσώπων (βλ. γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ 433/2011 και 299/2012) και την έκδοση πράξεων καταλογισμού τυχόν διαπιστωθείσας ζημίας σε βάρος των υπαίτιων προσώπων, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δυνάμει του άρθρου 12 παρ. 8 του ν.δ/τος 1264/1942. Και τούτο, διότι κατά πρώτον από την έκδοση των ανωτέρω καταλογιστικών πράξεων γεννάται διοικητική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 94 του Συντάγματος, καθώς πρόκειται για πράξεις διοικητικού καταναγκασμού, ήτοι για πράξεις που εκδίδονται από διοικητικό όργανο με αποφασιστική αρμοδιότητα και επιβάλλουν κυρώσεις, με σκοπό τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στον έλεγχο της ορθής διαχείρισης των εξαρτώμενων από τους Ο.Τ.Α. νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.

Περαιτέρω, εφόσον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ιδρύεται με διάθεση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ή ενός Ο.Τ.Α. και κατατείνει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου ενδιαφέροντος με ανάπτυξη επιχειρηματικής ή παραγωγικής δραστηριότητας υπό την εποπτεία του Κράτους ή του Ο.Τ.Α., εμπίπτει στην έννοια της «δημόσιας επιχείρησης», η οποία υπό τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν παύει να αποτελεί μέρος της εν ευρεία εννοία δημόσιας περιουσίας. Τούτου δοθέντος, η υποκείμενη σχέση επί της οποίας εδράζονται οι διαφορές από καταλογιστικές πράξεις Οικονομικών Επιθεωρητών, που εκδίδονται μετά από έλεγχο της διαχείρισης δημόσιας επιχείρησης, είναι η σχέση μεταξύ δημόσιου εξωτερικού ελεγκτή και ελεγχόμενου διαχειριστή δημόσιας περιουσίας ανεξαρτήτως της νομικής προσωπικότητας του οικείου φορέα.

Η δημοσίου δικαίου αυτή σχέση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την εσωτερική σχέση μεταξύ του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και των διαχειριστών του, η οποία διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Και τούτο, διότι ο έλεγχος των δημοσίων επιχειρήσεων από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές ως εξωτερικός έλεγχος εξυπηρετεί πλήρως και ευθέως τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος με μέσα δημοσίου δικαίου, σε αντιδιαστολή με την έμμεση διασφάλιση που παρέχεται μέσω του ιδιωτικού δικαίου με τη συμμετοχή του Δημοσίου ή του Ο.Τ.Α. στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες του κ.ν. 2190/1920, σε περίπτωση διαπίστωσης ζημίας για την οποία ευθύνονται οι διαχειριστές μίας επιχείρησης, η άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης με έγερση σχετικής αγωγής εναπόκειται στη βούληση του αμέσως ζημιωθέντος νομικού προσώπου της εταιρείας και όχι στη βούληση των μετόχων (βλ. ΑΠ 1888/2005).

Η έννοια του διαχειριστή δημόσιας περιουσίας ως συναφής προς αυτή του υπολόγου

Εξ’ ‘αλλου οι ως άνω διαφορές αφενός μεν άπτονται της διαφάνειας ως προς τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, που διατίθεται στις επιχειρήσεις του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. είτε με τη μορφή απευθείας επιχορήγησης είτε με τη μορφή κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου, για τον έλεγχο της οποίας το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι το κατεξοχήν εκ του Συντάγματος αρμόδιο δικαστικό όργανο, αφετέρου δε είναι συναφείς με αυτές της ευθύνης των δημοσίων υπολόγων, καθώς, ναι μεν, δεν αφορούν στον καταλογισμό ελλείμματος σε λογαριασμό δημοσίου υπολόγου, όπως η έννοια αυτού προσδιορίζεται στο άρθρο 54 του ν. 2362/1995 – ήδη άρθρο 150 ν. 4270/2014 (Α΄ 143)- , πλην όμως αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που ο ελεγχόμενος προκάλεσε με την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του στην ανήκουσα στο Δημόσιο ή τον Ο.Τ.Α. περιουσία.

Η ευθύνη δε του τελευταίου, ο οποίος δεν είναι, μεν, υπόλογος κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, πλην όμως είναι «διαχειριστής δημόσιας περιουσίας», αφού, στο μέτρο της αρμοδιότητας της διαχείρισης που του έχει ανατεθεί, έχει υποχρέωση να διαθέτει τη δημόσια περιουσία για το σκοπό που αυτή εξυπηρετεί, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικότερων νόμων που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών. Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως ο κοινός νομοθέτης αναθέτει την εκδίκαση των αναφυομένων ως άνω διαφορών στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως διοικητικών διαφορών ουσίας, βάσει της ρητής επιφύλαξης του άρθρου 94 παρ. 1α΄ του Συντάγματος και όχι του 98§1γ και στ (ΕΣ 788/2015, VII τμ., 924/2013 VI τμ).

Η ευθύνη των διαχειριστών δημοσίου χρήματος

Οι δημοτικές επιχειρήσεις, ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου διέπονται, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, από τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εμπορικού Νόμου. Ενόψει δε της ομοιότητας που οι εταιρίες αυτές φέρουν με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες του Εμπορικού Νόμου, για την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχείρησης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν. 2190/1920 (Α΄ 37) περί ανωνύμων εταιρειών, στο άρθρο 22α του οποίου, όπως ίσχυε πριν τροποποιη­θεί από το άρθρο 30 του ν. 3604/2007 (Α΄ 189), ορι­ζόταν ότι: «1. Παν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά την διοίκησιν των εταιρικών υποθέσεων διά παν αυτού πταίσμα. (…). 2. Η ευθύνη αύτη δεν υφίσταται, εάν αποδείξη ότι κατέβαλε την επιμέλειαν του συνετού οικογενειάρχου. Τούτο δεν ισχύει διά τον Διευθύνοντα Σύμβουλον της Εταιρίας, υπόχρεων εις πάσαν επιμέλειαν (…)».

Κατά την έννοιας της ως άνω διάταξης, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία είναι αρμόδια να αποφασίζουν κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, στη διαχείριση της περιουσίας της και, γενικά, στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της (άρθρο 279, π.δ. 410/1995), οφείλουν να δρουν με τη δέουσα επιμέλεια, τηρώντας τους κανόνες περί επιμελούς/τακτικής διαχείρισης, με στόχο την προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων, που συνίστανται στη διατήρηση και επαύξηση της εταιρικής περιουσίας, αλλά και στην εκπλήρωση του κοινωνικού τους σκοπού, δεδομένου ότι πρόκειται για δημοτικές επιχειρήσεις, δηλαδή να τηρούν τους κανόνες της επιμέλειας, τους οποίους μπορεί και οφείλει, με βάση την καλή πίστη, να τηρεί ένας μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας.

Κατά συνέπεια, δεν υπέχει ευθύνη μέλος του Δ.Σ., εάν αποδείξει ότι άσκησε τα καθήκοντά του με αρτιότητα και ιδιαίτερη προσοχή, επιδεικνύοντας τις ικανότητες και γνώσεις που απαιτεί το αξίωμά του. Πρόκειται, δηλαδή, για νόθο αντικειμενική ευθύνη που αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης, ώστε τα μέλη του Δ.Σ. να πρέπει να αποδείξουν ότι κατέβαλαν την κατά νόμον επιμέλεια.

Εξάλλου, το μέτρο της ευθύνης των διοικούντων διαφοροποιείται ανάλογα με την ιδιότητα του κάθε μέλους (διευθύνοντος συμβούλου κ.λπ.) και με τα καθήκοντα, τα οποία τους έχουν ανατεθεί (βλ. Ελ.Συν. Αποφ. VI Τμ. 7788/2015 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τέλος η ευθύνη των μελών του Δ.Σ. κρίνεται με βάση το εάν συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων με γνώμονα τη χρηστή και συνετή διοίκηση και τη διαφύλαξη του εταιρικού συμφέροντος, περίσταση που δεν συντρέχει όταν με τις ως άνω αποφάσεις εγκρίνεται η πραγματοποίηση δαπανών, οι οποίες δεν συνδέονται με τους σκοπούς της επιχείρησης (ΕΣ 1029/2017 VII).

Ειδικά η περίπτωση του Ερρίκος Ντυνάν

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ), σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΑΝ 552/1945 «Περί τροποποιήσεως του Ν 3711/1928 περί καταστατικού του ΕΕΣ …», «αποτελεί Σωματείον αυτοδιοικούμενον βάσει του καταστατικού αυτού, λόγω δε του επιδιωκομένου υπ’αυτού σκοπού και των περί αυτού εκ διεθνών συμβάσεων δημιουργουμένων υποχρεώσεων και σχέσεων, αναγνωρίζεται αυτώ απεριόριστος αυτονομία. Ειδικότερον, δεν δύνανται να εφαρμοστούν επ’αυτού οι διατάξεις: 1) Περί Δημοσίου Λογιστικού ή άλλαι δι’ων θα υπέκειτο υπό οιονδήποτε προληπτικόν έλεγχον … Εις το τέλος όμως εκάστου διαχειριστικού έτους οι λογαριασμοί αυτού ελέγχονται υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2) … 3) … 4) …».

Με τα Πρακτικά 3ης Γεν. Συν. ΕλΣυν Ολ/29.1.2014 (Θέμα Β΄) κρίθηκε ότι ο διαχειριστικός έλεγχος των ΝΠΙΔ, που δεν έχουν υπαχθεί με ειδική διάταξη νόμου στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος δεν αφορά μόνο στη διαπίστωση ή μη του σύννομου της διαχείρισης αλλά εκτείνεται και στην έκδοση καταλογιστικής πράξης προϋποθέτει τη διαχείριση από τα νομικά αυτά πρόσωπα δημοσίου χρήματος με τη μορφή επιχορηγήσεων για την εκπλήρωση δημόσιου σκοπού. Η διαχείριση από το νομικό πρόσωπο – λήπτη της επιχορήγησης δημοσίου χρήματος προσδίδει σ’ αυτό την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ο οποίος υποχρεούται δια των υπευθύνων οργάνων του σε απόδοση λογαριασμού για τη διαχείρισή της (ΕλΣυν Ολ 1039/1995). Ειδικά όμως ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ΝΠΙΔ. Λειτουργεί ως σωματείο κοινωφελούς σκοπού. Διαθέτει ίδιους πόρους που προέρχονται από δωρεές, ετήσιες συνδρομές των μελών του, έσοδα από εκμετάλλευση των περιουσιακών του στοιχείων που αποτελούν την ιδιωτική του περιουσία, η διοίκηση και διαχείριση της οποίας γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας ενώ δεν συνιστά δημόσιο χρήμα παρά μόνο κατά το μέρος που αφορά στην εκάστοτε δοθείσα κρατική επιχορήγηση, η διαχείριση της οποίας δημιουργεί υποχρέωση λογοδοσίας στα όργανα αυτού. Ούτε η εν τοις πράγμασι ενιαία διαχείριση των πόρων του λόγω της ανάμειξης των ποσών των ετήσιων επιχορηγήσεων με τις λοιπές προσόδους του, ούτε και η ανάληψη της κάλυψης μέρους των χρεών αυτού από το Δημόσιο, αρκούν για να προσδώσουν στην περιουσία του δημόσιο χαρακτήρα. (αντίθ.μειοψ.). Η Θέση αυτή της διοικητικής Ολομέλειας πρέπει να θεωρηθεί ειδική και αφορά μόνο το εν λόγω νομικό πρόσωπο και δεν μπορεί να επεκταθεί στις ως άνω περιπτώσεις για τις οποίες σταθερή παραμένει ως προείπαμε η νομολογία του Δικαστηρίου περί δημοσίου χρήματος απλώς ακόμη και για το χρήμα που προέρχεται από την επιχειρηματική δράση των εν λόγω νομικών προσώπων.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο εκδικάζει στα τμήματα του τις αναφυόμενες διαφορές : α)  από τις πράξεις καταλογισμού που εκδίδουν κατά των ανωτέρω προσώπων (υπολόγων, συνευθυνομένων αχρεωστήτως λαβόντων) είτε τα κλιμάκια του ΕΣ ( μετά το ν. 4055/2.4.12 οι επίτροποι) είτε τα κρατικά όργανα οικονομικής επιθεώρησης , μετά από άσκηση έφεσης των καταλογιζομένων.

β) Από τις πράξεις καταλογισμού των κρατικών οργάνων επιθεώρησης κατά υπολόγων διαχείρισης χρημάτων νπιδ εφόσον ο νόμος , που μπορεί να έχει θεσπιστεί και πριν από την αναθεώρηση του 2001, προβλέπει τον (κατασταλτικό) έλεγχο των λογαριασμών από τα κρατικά όργανα οικονομικής επιθεώρησης και την εκδίκαση των αναφυομένων διαφορών από το ΕΣ. Έτσι κρίθηκε ότι έχει αρμοδιότητα το ΕΣ να δικάσει την διαφορά που αναφύεται από τον καταλογισμό διαχειριστή σωματείου ή ιδρύματος , διότι με τον α.ν 1264 /42 αρθ. 4παρ.3 περ.ε, 12παρ.1,6 και 8 έχει αρμοδιότητα, ανεξάρτητα από το ότι το συγκεκριμένο σωματείο δεν έχει υπαχθεί στο προληπτικό έλεγχο του ΕΣ ( ΕΣ Ολομ. 1937,1938/2005). Όμως  με την ΕΣ Ολομ. 3η ΓΣ της 29-1-2014 η διοικητική ολομέλεια ότι ο έλεγχος σε σωματεία φιλανθρωπικού χαρακτήρα όπως ο Ερυθρός Σταυρός περιορίζεται μόνο στο ποσό της επιχορήγησης και δεν μπορεί  να επεκταθεί και στα χρήματα που ανήκουν στο σωματείο από εισφορές των μελών ή την εν γένει δράση του.

Κατά προτεραιότητα κατασταλτικός έλεγχος

Προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2307/1995 και αφορά χρηματικό ένταλμα Δήμου, το οποίο δεν υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο. Ειδικότερα, ο ταμίας μπορεί να αρνηθεί την εξόφληση του χρηματικού εντάλματος εκθέτοντας με ειδική αναφορά του στο Δήμαρχο τους λόγους. Αν ο τελευταίος τους απορρίψει, δίνει εντολή στον ταμία να προβεί στην εξόφληση. Ακολούθως, ο ταμίας υποβάλει το χρηματικό ένταλμα με τα δικαιολογητικά του στον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο τελευταίος, εφόσον πεισθεί για τη βασιμότητα των λόγων άρνησης εξόφλησης του ταμία – χωρίς να δύναται να προσθέσει άλλους – συντάσσει Φύλλο Μεταβολών και Ελλείψεων. Εάν το έλλειμμα δεν αναπληρωθεί, τότε ο Επίτροπος εκδίδει καταλογιστική πράξη σε βάρος των υπευθύνων προσώπων.

Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ

Αποτελεί ελεγκτική αρμοδιότητα κατά την μάλλον ορθή άποψη. Κατ΄ άλλη άποψη αποτελεί γνωμοδοτική αρμοδιότητα.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1(ε) και 79 παρ. 7 του Συντάγματος, 76 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3871/2010 «Δημοσιονομική διαχείριση και ευθύνη» (ΦΕΚ Α΄ 141), 1 παρ. ε΄ και 66 του ν. 4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (ΦΕΚ Α΄ 52) και  146 του  π.δ/τος 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304), ο έλεγχος της δημόσιας διαχείρισης, που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρώνεται με τον έλεγχο του Απολογισμού, του  Ισολογισμού (Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης) και των λοιπών Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων της Κεντρικής Διοίκησης, που πρέπει να αποστέλλονται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι το τέλος Ιουλίου του επόμενου οικονομικού έτους από εκείνο στο οποίο αφορούν: 1)  Η αρμόδια (7η) Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελέγχει τον Απολογισμό, τον Ισολογισμό (Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης) και τις λοιπές Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης, σε αντιπαραβολή προς τον Προϋπολογισμό του οικείου οικονομικού έτους και προς τα στοιχεία των μηνιαίων και ετήσιων λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων που έχουν ήδη ελεγχθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο και, λαμβάνοντας γνώση και των οικείων βιβλίων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, συντάσσει, σύμφωνα με όσα όρισε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη Συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 1976, έκθεση, την οποία, μαζί με τον Απολογισμό, τον Ισολογισμό (Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης) και τις λοιπές Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης, υποβάλλει στο Α΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. απόφαση Ολομέλειας 7818/1979, ΦΕΚ Β΄ 420).

2) Το Κλιμάκιο, επιλαμβανόμενο της έκθεσης, διατυπώνει σε σχετικό Πρακτικό τις παρατηρήσεις του επί του Απολογισμού, του Ισολογισμού (Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης) και των λοιπών Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων της Κεντρικής Διοίκησης και, στη συνέχεια, τους διαβιβάζει στο αρμόδιο (V) Τμήμα (βλ. απόφαση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 16031/1993, ΦΕΚ Β΄ 665).

3) Το Τμήμα  το οποίο, αφού προεξετάσει αυτούς, λαμβάνοντας υπόψη και τις παρατηρήσεις του Κλιμακίου, αποφαίνεται με Πράξη του, μετά προηγούμενη γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.

4) Τέλος, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία παραπέμπεται η Πράξη του Τμήματος, εκδίδει τη Διαδήλωσή της για την ορθότητα ή μη του Απολογισμούτου Ισολογισμού (Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης) και των λοιπών Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων της Κεντρικής Διοίκησης και, ακολούθως, τους επιστρέφει μαζί με τη Διαδήλωση στον Υπουργό Οικονομικών, από τον οποίο και εισάγονται στη Βουλή προς κύρωση.

Β) Γνωμοδοτικές (73 §2 και 98§1δ), :

Άρθρο 73 παρ. 2 του Σ : «Νομοσχέδια που αναφέρονται στην απονομή σύνταξης υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών, ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου»

          Η υποχρέωση τήρησης της διαδικασίας γνωμοδοτικής επεξεργασίας από το ΕΣ δεν υφίσταται για τα κοινωνικοασφαλιστικά νομοσχέδια όταν αφορούν όρους και προϋποθέσεις απονομής «σύνταξης» στους ασφαλισμένους των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

Σκοποί της διάταξης:

-Η κατά ενιαίο κι ομοιόμορφο τρόπο αντιμετώπιση των συνταξιοδοτικών θεμάτων.

-Η αρτιότερη νομοτεχνική διατύπωση των σχετικών διατάξεων.

-Η εξασφάλιση της ενότητας κατά την ανάπτυξη του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος.

-Η εναρμόνιση των κανόνων στο εσωτερικό του συστήματος.

-Η συμβατότητα των διατάξεών του με τη συνταγματική τάξη.

Η ορθή κι αντικειμενική πληροφόρηση της Βουλής για το εύρος και τις συνέπειες των προς ψήφιση συνταξιοδοτικών διατάξεων, ώστε αφενός να αποτρέπεται η θέσπιση χαριστικών κι αντίθετων με το περί δικαίου αίσθημα διατάξεων αφετέρου να μην επιβαρύνεται υπέρμετρα ο κρατικός προϋπολογισμός.

Η διαδικασία της γνωμοδότησης πρέπει να τηρείται υποχρεωτικά, διότι ναι μεν έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα για την κυβέρνηση , αλλά αποτελεί σοβαρή εγγύηση κατά των πρόχειρων και μεροληπτικών ή χαριστικών νόμων.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πάγια δεχθεί (Ολομ. Ελ.Σ. 55/1967, 48671979, 69/89, 1117/1992, 1118/1996, 4932/2013) ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή ότι η θεσπιζόμενη γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτού κατά τη διαδικασία ψήφισης συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί προνοεί για τη διαφώτιση της Βουλής κατά τη ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από τη θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή που δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων. Η τήρηση της ίδιας διάταξης αναφέρεται στα εξωτερικά τυπικά στοιχεία καταρτίσεως του νόμου και υπόκειται στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας (ΑΕΔ 4/1988, Ολομ. Ελ.Σ. 310/1985).  Πρόκειται δηλαδή για externacorporis και όχι για internacorporis . Ολ.Ε.Σ. 310/1985: «δι’ αυτού επιτάσσεται η δια το θέμα τούτο αποκλειστική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία, συνεπώς, δεν δύναται να αναπληρωθεί υπό του νομοθετικού οργάνου». Οι διατάξεις του 73 παρ. 2 του Σ πρέπει να ελέγχονται από τα Δικαστήρια . Συνταξιοδοτικός νόμος χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕΣ στερείται κύρους λόγω αντισυνταγματικότητας και δεν εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια Ολ.Ε.Σ.1576/2011.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΣ,  κάθε συνταξιοδοτικός νόμος που εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ανίσχυρος και δεν εφαρμόζεται λόγω αντιθέσεώς του με το Σύνταγμα. Περαιτέρω, ενόψει των μακροχρονίων δημοσιονομικών επιπτώσεων που συνεπάγονται οι συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες όχι μόνο είναι ισόβιες αλλά επιπλέον μεταβιβάζονται και στις οικογένειες των αρχικών δικαιούχων και προκειμένου να περιορισθούν στο μέτρο του κοινωνικά αναγκαίου και δημοσιονομικά εφικτού, ο συνταγματικός νομοθέτης αξίωσε, όπως οι διατάξεις που θεσμοθετούν τις παροχές αυτές και αφορούν όλους ανεξαιρέτως του υπαλλήλους και λειτουργούς του δημοσίου (πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, εκπαιδευτικούς, δικαστικούς, ιατρούς κ.λπ.) να θεσπίζονται αποκλειστικά και μόνο με ειδικό τυπικό νόμο και μάλιστα με την τήρηση μιας ειδικής σύνθετης και τυπικά αυστηρής διαδικασίας, στην οποία απαιτείται η σύμπραξη των αρμοδίων συντεταγμένων οργάνων, ήτοι :

α)  του Υπουργού Οικονομικών(νομοσχέδιο),

β) του Ελεγκτικού Συνεδρίου (γνωμοδότηση επί της πρότασης νόμου),

γ) του Κοινοβουλίου (συζήτηση και ψήφιση νόμου) και 

δ) του Προέδρου της Δημοκρατίας (έκδοση και δημοσίευση του νόμου).

Υπάρχει διάσταση στη νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων ως προς το αν η γνωμοδότηση αποτελεί internumcorporis των εργασιών της Βουλής και συνεπώς αν η ύπαρξη της ή μη εσωτερικό ή εξωτερικό τυπικό στοιχείο του Νόμου που υπόκειται σε δικαστική κρίση κατά το άρθρο

Νομολογία ΣτΕ και ΑΠ: η μη τήρηση κατά την ψήφιση συνταξιοδοτικού νόμου του τύπου της προηγούμενης γνωμοδότησης του ΕΣ συνιστά παράβαση μη υποκείμενη στον έλεγχο τους, διότι εμπίπτει στα εσωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου (internacorporis της Βουλής)

Νομολογία ΕΣ:Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πάγια δεχθεί (Ολομ. Ελ.Σ. 55/1967, 48671979, 69/89, 1117/1992, 1118/1996) ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή ότι η θεσπιζόμενη γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτού κατά τη διαδικασία ψήφισης συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί προνοεί για τη διαφώτιση της Βουλής κατά τη ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από τη θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή που δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων.Η τήρηση της ίδιας διάταξης αναφέρεταιστα εξωτερικά τυπικά στοιχεία καταρτίσεως του νόμου και υπόκειται στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας (ΑΕΔ 4/1988, Ολομ. Ελ.Σ. 310/1985). Κατά συνέπεια,κάθε συνταξιοδοτικός νόμος που εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη γνωμοδότηση τουΕλεγκτικού Συνεδρίουείναι ανίσχυροςκαιδεν εφαρμόζεται λόγω αντιθέσεώς του με το Σύνταγμα.

Ολ.Ε.Σ. 310/1985: «δι’ αυτού επιτάσσεται η δια το θέμα τούτο αποκλειστική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία, συνεπώς, δεν δύναται να αναπληρωθεί υπό του νομοθετικού οργάνου»

Οι διατάξεις του 73 παρ. 2 του Σ πρέπει να ελέγχονται από τα Δικαστήρια Συνταξιοδοτικός νόμος χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕΣ στερείται κύρους λόγω αντισυνταγματικότητας και δεν εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια Ολ.Ε.Σ.1576/2011.

Επίσης ανίσχυρη η προσθήκη από τη Βουλή νέων διατάξεων σε συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο, χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕΣ, εκτός αν η προσθήκη (ή η τροποποίηση της σχετικής διάταξης) είναι «συναφής» με τις διατάξεις επί των οποίων έχει ήδη γνωμοδοτήσει η Ολομέλεια (Πρακτικά 26ης Γεν.Συν.Ολ.Ε.Σ. της 7ης.12.1998)

Απόφαση ΑΕΔ 4/1988: η γνωμοδότηση του ΕΣ δεν αποτελεί internum corporis.

Δεν απαιτείται η έκδοση νόμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 73 παρ.2 του Συντάγματος, για την περίπτωση που αναπροσαρμόζεται η σύνταξη συνεπεία γενικής αύξησης των μισθών   καθόσον διατάξεις με τέτοιο χαρακτήρα είναι οι προαναφερθείσες διατάξεις των παρ.3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. (ΕΣ ολομ. 879/2016, Πρακτ. Ολομ. Ε.Σ. 24ης Γεν. Συν. της 2.10.2002, βλ. 814/2004 απόφ. Ολομ. Ελ.Συν.).

Ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 73§2 Σ το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει παγίως κρίνει ότι η θεσπιζόμενη γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτού κατά τη διαδικασία ψήφισης συνταξιοδοτικών νόμων είναι εξαιρετικής φύσεως και ιδιαίτερης σημασίας, γιατί στοχεύει στη διαφώτιση της Βουλής κατά την ψήφιση των ειδικών αυτών νόμων και την προφύλαξή της από την θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της κείμενης συνταξιοδοτικής νομοθεσίας ή δημιουργούν προνόμια για ορισμένη κατηγορία συνταξιούχων. Κατά συνέπεια, κάθε νόμος συνταξιοδοτικού περιεχομένου, ήτοι που αφορά στην απονομή συντάξεως και στις προϋποθέσεις της, ο οποίος εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να προκληθεί η σχετική προς το περιεχόμενό του γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ανίσχυρος, λόγω αντιθέσεώς του προς το Σύνταγμα και δεν εφαρμόζεται (Ε.Σ. 69/1989).  Αντίθετα εάν ο κρινόμενος νόμος είναι μισθολογικός νόμος και οι ρυθμίσεις του δεν είναι συνταξιοδοτικού περιεχομένου, δεν απαιτείται η έκδοση της προβλεπόμενης στο άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος γνωμοδότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου ( Ε.Σ. Ολομ.πρακτικά ΓΣ 24/16.12.2015, ΕΣ Ολομ. 4932/2013). Παράδειγμα : η οικογενειακή παροχή αποτελεί επίδομα που προσαυξάνει το μισθό του υπαλλήλου (Ε.Σ. Ολομ. 2377/2011) και στη συνέχεια αποτελεί παρακολούθημα της σύνταξης και όχι προσαύξηση αυτής.

Με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη η αρχή της ειδικότητας των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων, σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητας, που ελέγχεται από τα δικαστήρια, καθώς πρόκειται για ζήτημα που ανήκει στα εξωτερικά στοιχεία του νόμου, να αναγράφονται συνταξιοδοτικές διατάξεις σε νόμους το κύριο περιεχόμενο των οποίων αφορά σε άλλα, μη συνταξιοδοτικά θέματα, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται να τεθούν σε συνταξιοδοτικό νόμο άλλες διατάξεις (ΕΣ ΓΣ 5η 29.3.2017 πρακτικό). Ο σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης περί ακυρότητας της διάταξης που θεσπίζεται κατά παρέκκλιση της διαδικασίας αυτής, συνίσταται όχι σε αυτή καθαυτή τη μη αλλοίωση της τελικής μορφής του νόμου ως αμιγώς συνταξιοδοτικού, αλλά στη μη διαφυγή του ελέγχου κατά την ψήφιση συνταξιοδοτικών διατάξεων, που συνεπάγονται αναγκαίως σημαντικές δαπάνες ή ενδεχομένως υποκρύπτουν εύνοιες προς ορισμένα πρόσωπα ή ομάδες προσώπων (Ολ. Ελ.Συν. 1636/1992).

Η επιταγή του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος περί της ειδικότητας των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων για τα οποία απαιτείται η προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τηρείται ακόμη και όταν οι θεσπιζόμενες συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις εμπεριέχονται σε ιδιαίτερο (αυτοτελές) κεφάλαιο νομοσχεδίου, που περιλαμβάνει και άλλου περιεχομένου διατάξεις στα λοιπά κεφάλαιά του, υπό τον όρο όμως ότι οι συνταξιοδοτικού περιεχομένου διατάξεις έτυχαν της προηγούμενης γνωμοδότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Πρακτικά Ολ. Ελ.Συν. 1η Ειδ.Συν. της 20.2.2012 και της 2η Ειδ.Συν. της 28.3.2012 και πρακτικό 5ης ΓΣ 29.3.2017, επί πιλοτικής ένστασης αρθ.91 ΚΝΕΣ).

Νομολογία ΕΣ σχετική με τις συνταξιοδοτικού περιεχομένου διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής για το προσωπικό της : Αρχική νομολογία Ολ.Ε.Σ. 241/2009: ο Κανονισμός της Βουλής ιδιότυπος νόμος και δεν απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Σ.

Με την Ολ.Ε.Σ. 4932/2013 μεταστροφή της νομολογίας :

Η συνταγματική αυτή ρύθμιση λόγω της γενικότητάς της δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση ή απόκλιση για κάποια κατηγορία υπαλλήλων, ούτε ειδικότερα για τους συνταξιούχους υπαλλήλους της Βουλής. Σε διαφορετική άλλωστε περίπτωση, θα παραβιαζόταν ως προς αυτούς η συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού θα επιτρεπόταν κατά παρέκκλιση ρύθμιση,ειδικά γι΄ αυτή την κατηγορία των συνταξιούχων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να την δικαιολογούν.Σε κάθε περίπτωση, ο συνταγματικός νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος αξιώνει την προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕλεγκτικούΣυνεδρίου επί του σχεδίου κάθε νόμου(είτε ειδικού τυπικού είτε ιδιότυπου), που πρόκειται να ψηφισθεί από τη Βουλή και που αφορά την απονομή συντάξεως ή την τροποποίηση γενικότερα της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας και δεν θέλησε να περιορίσει την τήρηση της προϋπόθεσης αυτής μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η σχετική ρύθμιση γίνεται με ειδικό τυπικό νόμο.Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί ο σοβαρόςδημοσιονομικός σκοπόςπου επιδιώκεται με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 73 του Συντάγματος και ένεκα του οποίου,σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, δεν δικαιολογείται καμία εξαίρεση. Από τηχρήση δε του όρου «νομοσχέδιο» στις διατάξεις αυτέςδεν μπορεί να αντληθεί αποφασιστικό επιχείρημαυπέρ της αντίθετης εκδοχής, αφού ο συνταγματικός νομοθέτηςαναφέρεται με τον όρο αυτό στο συνήθως συμβαίνον,ενώ στη βούλησή του προέχει ο προαναφερόμενος σκοπός, για την επίτευξη του οποίου είναι αναγκαία η απαρέγκλιτη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος αναφορικά με το σχέδιο οποιουδήποτε τύπου συνταξιοδοτικού νόμου (άρα και εκείνου του Κανονισμού της Βουλής, όταν περιέχει συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις). Με τον τρόπο αυτό,κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη,δεν θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία της Βουλής, η οποία σύμφωνα με τα οριζόμενα σταάρθρα 65 παρ. 6 και 103 παρ. 6 του Συντάγματος, όσον αφορά τους υπαλλήλους της με τον Κανονισμό τηςμπορεί να ρυθμίζει όλα τα σχετικά με την υπηρεσιακή τους εξέλιξη θέματα,αλλάόχι τα σχετικά με τη συνταξιοδότησή τους,αφού αυτά αφενός μεν δεν άπτονται αμέσως του τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της, αφετέρου δε,πρέπει να ρυθμίζονται εντός του πλαισίου και των περιορισμών που τίθενται από τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και να μην προσκρούουν σε αυτές (βλ. και Πρακτ. 5ηςΕιδ. Συν. Ολομ. Ελ.Σ./17.12.2012, 1ηςΕιδ. Συν. Ολομ. Ελ.Σ./9.1.2013 επί σχεδίων νόμων που αφορούσαν σε συνταξιοδοτικά θέματα υπαλλήλων της Βουλής). Εξάλλου, οι συντάξεις των υπαλλήλωναυτών κανονίζονται με πράξεις όχι του Προέδρου της Βουλής αλλά της συνταξιοδοτικής διοίκησης(Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) και οισχετικές δαπάνες δεν βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, αλλά τον κρατικό προϋπολογισμό.

Γ) Δικαιοδοτικές (εδάφια στ΄ και ζ΄). 

Στοιχεία Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου

I. Η δικαιοδοσία του Ελ. Συν.

Οι απαριθμούμενες στις περιπτ. στ΄ και ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος κατηγορίες διαφορών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελ. Συν. Πρόκειται για :

     Διαφορές από την απονομή συντάξεων που κανονίζει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ήδη ΕΦΚΑ.

Πρόκειται για ισόβια περιοδική παροχή καταβαλλόμενη σε Δημόσιο Υπάλληλο (Δ.Υ) ως συνέχεια του μισθού του, κατ’ αρχήν από τον δημόσιο π/υ, αλλά μπορεί και από νπδδ κτλ. Μετά τον ΕΦΚΑ: μάλλον η επιβάρυνση του δημοσίου ταμείου δεν θ’ αποτελεί κριτήριο πλέον. Εξ άλλου δεν δίδονται αυτού του τύπου οι συντάξεις μόνο «σε δημόσιο υπάλληλο» αλλά και σε Καλλιτέχνες που δεν λαμβάνουν άλλη σύνταξη και έχουν σπουδαίο πνευματικό έργο , σε πολεμιστές και αγωνιστές της εθνικής αντίστασης κτλ. Βλ. Ν. 1846/51, 3163/1955: Οι μόνιμοι υπάλληλοι ν.π.δ.δ. έχουν το δικαίωμα επιλογής να λαμβάνουν σύνταξη είτε από το Γενικό Λογιστήριο σαν δ/υ είτε από τον φορέα τους. Εφόσον επιλέξουν το πρώτο ανήκουν στη δικαιοδοσία του ΕλΣυν, αλλά στις σχετικές δίκες μέχρι τον ΕΦΚΑ αντίδικος του εκκαλούντος συνταξιούχου ήταν ο Φ.Κ.Α και όχι το δημόσιο).

Εάν το ΝΠΔΔ μεταβάλλει καθεστώς τότε παύουν οι υπάλληλοι του να εξομοιώνονται με δημοσίους υπαλλήλους και αρμόδια πλέον τα ΤΔΔ ( παράδειγμα η μετατροπή της ΕΡΤ ).

Οι συνταξιοδοτικές διαφορές πρέπει να αντιδιαστέλλονται σαφώς από τις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές καθώς και την ασφαλιστική παροχή λόγω γήρατος που δίδουν οι ΦΚΑ στους ασφαλισμένους τους , η οποία δεν αποτελεί συνέχεια του μισθού και δεν είναι γνήσια «συνταξιοδοτική» διαφορά αλλά κοινωνικοασφαλιστική υπαγόμενη όπως όλες οι άλλες στα ΤΔΔ βλ. αρθ.7 Ν. 702/1977.

Εφόσον η συνταξιοδοτική διαφορά αφορά τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή σύνταξης εισάγεται με έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ε.Σ . Εάν αφορά την εκτέλεση κανονισθείσας σύνταξης, ένσταση στο Α’ κλιμάκιο (που έχει χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής αλλά δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της ¨Έφεσης και κατά της πράξης του Κλιμακίου ασκείται εν συνεχεία έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ε.Σ.)

Παραδείγματα:

ü  η αναπροσαρμογή των συντάξεων με βάση το νέο μισθολόγιο του 4093/2012, αφού δεν εθίγη η αρχική πράξη κανονισμού της σύνταξης, απλώς το ποσό της επανυπολογίσθηκε με βάση τον βασικό μισθό και τα επιδόματα που προβλέφθηκαν από το νέο μισθολόγιο.

ü  Το ίδιο και η περικοπή ποσού από συντάξεις, ως ποσοστό (π.χ. 15% για συντάξεις πάνω από 200 ευρώ κτλ).

ü  Το ίδιο και η οικογενειακή παροχή, αφού το επίδομα αυτό αποτελεί παρακολούθημα του μισθού ή της σύνταξης, αναλόγως της περίστασης. Ελ Συν: Μπορεί να εισαχθεί (όχι μόνο με ένσταση, αλλά) και με αγωγή, λόγω του κριτηρίου της έννομης σχέσης, της αποτελεσματικής έννομης προστασίας). Ωστόσο: Η πράξη θα πρέπει να εκδοθεί εν όσω ο ενιστάμενος έχει την ιδιότητα του συνταξιούχου, δηλαδή θα πρέπει να έχει εκδοθεί η πράξη κανονισμού σύνταξης άλλως η διαφορά προέκυπτε από αποδοχές ενέργειας· π.χ. τρίμηνο μετά την έξοδο από την υπηρεσία, στην οποία απονέμεται η οικογενειακή παροχή, χωρίς να έχει εκδοθεί η πράξη κανονισμού. Τότε, αρμοδιότητα των τδδ.

ü  Ν. 4093/2012, αποφασίζει περικοπή σύνταξης και αναδρομική επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων: εδώ κατά της πρώτης πράξης πρέπει να ασκηθεί ένσταση του άρθρου 90 ΚΝΕΣ στο Α΄ κλιμάκιο που κατατίθεται στο ΓΛΚ, διότι το προβλέπει ο ίδιος ο νόμος, ενώ κατά της ταμειακής βεβαίωσης ανακοπή στο αρμόδιο Τμήμα.

     Οι διαφορές από τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων :

Δικαιοδοσία του ΕλΣυν στην περίπτωση που ανακύπτουν διαφορές από την επαλήθευση του λογαριασμού, έστω και υπό την μορφή μιας μεμονωμένης συναλλαγής. Παράδειγμα: ο κατά προτεραιότητα κατασταλτικός έλεγχος στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ, όταν ο έλεγχος αφορά σε μία μόνο πληρωμή ή συναλλαγή.

Οι διαφορές αυτές μπορεί να αφορούν είτε πράξεις καταλογισμού ελλείμματος είτε αχρεωστήτως ληφθέντα ποσά οπότε προσβάλλονται με έφεση στο αρμόδιο τμήμα είτε μπορεί να αφορούν αγωγή του καταλογιζόμενου που κατέβαλε αχρεώστητα το καταλογιζόμενο ποσό.

Επίσης στη κατηγορία αυτοί υπάγονται και διαφορές από τον καταλογισμό δημοτικών ή εν γένει υπολόγων των ΟΤΑ καθώς και νπδδ.

Τα νομικά πρόσωπα (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τα ιδιωτικού δικαίου πρέπει να έχουν κοινωφελή σκοπό ) που είχαν υπαχθεί σε κατασταλτικό έλεγχο με ειδική διάταξη νόμου πριν την αναθεώρηση του 2001 εξακολουθούν να υπάγονται. Όλα τα νπδδ υπάγονται σε κατασταλτικό από το 1972. Αντίθετα ορισμένα μόνο νπιδ, είχαν υπαχθεί σε κατασταλτικό. Για όσα ΝΠΙΔ δεν είχαν υπαχθεί στο κατασταλτικό προ του 2001 δεν μπορεί να τους γίνει τέτοιος έλεγχος , εκτός εάν υπαχθούν με ειδικό νόμο στον προληπτικό έλεγχο.

Τα κοινωφελή Σωματεία υπάγονται με το άρθρο 12 του ν.δ. του 1264/1942, σε κατασταλτικό έλεγχο του οικονομικού επιθεωρητή όποτε και υπάγονται στη δικαιοδοσία του ΕλΣυν. Προβληματισμός διότι η ενάσκηση συνταγματικού δικαιώματος, ήτοι του συνεταιρίζεσθε (12Σ) ούτε δημόσια διαχείριση, ούτε έννομη σχέση δημοσίου δικαίου είναι αλλά φαίνεται να θεμελιώνεται από την ελεγκτική αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου δικαιοδοσία του Ε.Σ. Με τα κοινωφελή ιδρύματα είχαν εξομοιωθεί και οι δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις έως τον Καλλικράτη οπότε και υπήχθησαν σε προληπτικό έλεγχο και άρα και εκ του λόγου αυτού δικαιολογείται ο κατασταλτικός.

Περιουσίες καταλειφθείσες υπέρ κοινωφελών σκοπών (σε νπιδ, ή ακόμα και σε νπδδ, με τον όρο όμως σύσταση ιδρύματος) υπάγονται σε κατασταλτικό έλεγχο οι διαχειριστές τους που ευθύνονται με το Ν. περί ανωνύμων εταιριών.

     Οι διαφορές από την αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων νπδδ για ζημίες που προξενούν άμεσα ή έμμεσα στο Δημόσιο ή νπδδ.

Καταλαμβάνουν και το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου και οι στρατιωτικοί, μόνιμοι και έφεδροι, υπάλληλοι ΟΤΑ και λοιπών νπδδ. Προσοχή η αστική ευθύνη των αιρετών των ΟΤΑ κρίνεται βάσει του αρθ. 232 του Καλλικράτη και εκδικάζεται από το ΤρΔΕφ.

     Λοιπές διαφορές ουσίας που έχουν υπαχθεί με ειδική διάταξη νόμου στο ΕΣ λόγω του δημοσιονομικού τους χαρακτήρα (αρθ.94Σ σε συνδ. με το 98Σ).

Για παράδειγμα :

ü  οι διαφορές από το Πόθεν έσχες ή οι διαφορές από διαχειριστές δημόσιας περιουσίας.

ü  Καταλογισμός σπουδαστών στρατιωτικών και παραγωγικών σχολών: Στην ουσία, αχρεωστήτως λαβόντες. Έλαβαν για αιτία μη επακολουθήσασα. Ωστόσο, κρατούν το κυρωτικό στοιχείο του καταλογισμού. «Ειδική κατηγορία υπολόγων», χαρακτηρίστηκαν έτσι μόνο από μία απόφαση του 2008. «Περίπτωση Ράμμου»: Κανένα αποκαταστατικό στοιχείο, γι’ αυτό ΔΕφ, ως διαφορά απορρέουσα εκ της υπηρεσιακής καταστάσεως.

     Με εφαρμογή από τη νομολογία του κριτηρίου της υποκείμενης σχέσης (δηλ.: κρίσιμη η φύση της διαφοράς και όχι το είδος της αιτούμενης έννομης προστασίας κτλ. κλασική περίπτωση: αποκαταστατικός νόμος του 1985 για τους εκδιωχθέντες για λόγους κοινωνικού φρονήματος) .

Περιπτωσιολογία: αγωγές του 105 ΕισΝΑΚ και διαφορές περί την εκτέλεση, υπαγόμενες στο ΕλΣυν. Επίσης, και οι διαφορές από την εκτέλεση σύνταξης, που προσβάλλονται με ένσταση στο πρώτο κλιμάκιο και μετά με έφεση ενώπιον του Τμήματος (66 ΚΠΣΣ). Με τη νέα δικονομία του ΕλΣυν, θα προσβάλλονται όλες οι διαφορές από διοικητικές πράξεις κατ’ ευθείαν με έφεση.

Η Παραπομπή (12 ΚΔΔ): Εφόσον γίνεται από τα διοικητικά δικαστήρια δεν δεσμεύεται το ΕλΣυν, λόγω του ότι είναι δικαστήριο άλλου δικαιοδοτικού κλάδου και συνεπώς εφόσον θεωρεί ότι λανθασμένα έγινε απορρίπτει το ένδικο βοήθημά ως απαράδεκτο , αφού δεν μπορεί να κάνει αναπομπή, δεδομένου ότι το άρθρο 12 του ΚΔΔ δεν την προβλέπει.

II. Το γενικό δικονομικό πλαίσιο: Π.Δ 1225/1981 και ΚΝΕΣ από το 2013 (πριν π.δ 774/1980).

Αρθ. 123 Π.Δ 1225/1981 από το 2006 (πρίν ο ΚΠολΔ) à Αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΔΔ εφόσον όμως υπάρχει κενό του νόμου, ενώ και η εφαρμογή αυτών των διατάξεων γίνεται με τρόπο σύμφωνο και προσαρμοσμένο (ανάλογο) προς την δικονομία του Ε.Σ. Παράδειγμα : ανακοπή του 217 του ΚΔΔ ή αγωγή.

Ειδικά ζητήματα

  • Η δικονομική θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στις δίκες επί αίτησης καταλογισμού. Δικαστικός μη δικαιοδοτών λειτουργός που ενεργεί στη περίπτωση αυτή ως μη δικαιούχος διάδικος, όπως και ο σύνδικος της πτώχευσης. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται η εκπροσώπηση του Δημοσίου, κατά διαφοροποίηση των γενικών διατάξεων περί εκπροσώπησής του.

Η δικονομική θέση του υπέρ ου ο καταλογισμός νομικού προσώπου. Εφόσον το έλλειμα αφορά αυτό καθίσταται αναγκαίος ομόδικος με το Δημόσιο .Βλ. άρθρ. 8 ΠΔ 1225/1981) το οποίο όμως δεν είναι γενικής ισχύος. Π.χ. σε μια αγωγή ή σε μια ανακοπή, μη προβλεπόμενες από το 1225, ισχύουν οι ειδικότερες ρυθμίσεις. ¨Έτσι στις δίκες περί την εκτέλεση: εφόσον η ταμειακή και μόνο εξυπηρέτηση γίνεται από την Δ.Ο.Υ παθητικά νομιμοποιείται μόνο το υπερ ου ν.π.. Ειδικά μετά την σύσταση του ΕΦΚΑ και την υπαγωγή σε αυτό το Γ.Λ δημιουργείται ομοδικία του Δημοσίου κατά το άρθρο 8 του π.δ 1225 αλλά και λόγω της εγγυητικής θέσης του Δημοσίου στο σύστημα παροχής των συντάξεων καθώς και το γεγονός ότι ήταν ο αρχικός υπόχρεος της αξιώσεως. Εξ΄άλλου εάν ο ενάγων ή εκκαλών παραπονείται για αντισυνταγματικότητα Νόμου και λόγω της θέσπισης του Νόμου από το Δημόσιο . Η ευθύνη αυτή δεν αναιρείται από τη μεταφορά της αρμοδιότητας πληρωμής των συντάξεων από 1.1.2017 στον συσταθέντα με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης» (εφεξής «ΕΦΚΑ»), μεταφορά που συντελέστηκε με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. β του ν. 4387/2016 εκδοθείσα κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016 (Β΄ 4074), με την οποία ορίστηκε ότι από την ως άνω ημερομηνία (1.1.2017) καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ και αναδρομικά συντάξεων του Δημοσίου, έστω και αν ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας αυτής. Επίσης, η παθητική νομιμοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου, σε δίκες με αντικείμενο αποζημιωτικές αξιώσεις που γεννήθηκαν μέχρι τις 31.12.2016, δεν αναιρείται ούτε μετά τις 30.4.2018, οπότε και ολοκληρώθηκε – σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κ.υ.α. 2915/783/17.1.2018 (Β΄ 55), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση των άρθρων 51, 53 παρ. 2, 100 παρ. 1 του ν. 4387/2016 και 395 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5) – η μεταφορά αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών στον ΕΦΚΑ. Και τούτο, διότι, ενόψει του συνταγματικώς κατοχυρωμένου ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, της εκ του Συντάγματος εγγυητικής θέσης του Δημοσίου σ’ αυτό, της σαφούς συνταγματικής του διάκρισης, ως συνταξιοδοτικού φορέα, από τους κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος φορείς κοινωνικής ασφάλισης (βλ. σκέψεις ΙΙΙ Γ και Ε), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 51, 53 και 70 του ν. 4387/2016, συνάγεται ότι ο ΕΦΚΑ δεν συνιστά οιονεί καθολικό διάδοχο του Δημοσίου, ούτε συνεχίζει τις σχετικές δίκες αυτού, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς κοινωνικής ασφάλισης που συγχωνεύθηκαν σ’ αυτόν και απώλεσαν τη νομική τους προσωπικότητα (βλ. σχετικώς ΣτΕ 1965, 1835, 1383, 442/2018) ή κατά το σκέλος που απορροφήθηκαν από τον ΕΦΚΑ με τη μεταφορά σ’ αυτόν των κοινωνικοασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων (βλ. σχετικώς για τον ΟΓΑ, ΣτΕ 1839, 1670, 29/2018, 3326, 2128, 744/2017 και για το ΝΑΤ, ΣτΕ 1067/2018). Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη σταδιακή μεταφορά των σχετικών συνταξιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Δημοσίου στον ΕΦΚΑ με ειδικές ρυθμίσεις, όλως διακριτές από το σύστημα της εκ του νόμου οιονεί καθολικής διαδοχής, που υιοθετήθηκε για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, και χωρίς να προβλέπεται ρητώς καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι ο ΕΦΚΑ υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δημοσίου, που απορρέουν από την άσκηση των συνταξιοδοτικών του αρμοδιοτήτων (πρβλ. acontrario ΣτΕ 3436/2015, 4097/2015, 3298, 3297/2017, 1592/2010). Δοθέντος δε, ότι στις ρυθμίσεις των άρθρων 51, 53, 70 και 100 του ν. 4387/2016 και των ως άνω κ.υ.α. δεν ορίζεται κατά τρόπο ρητό, σαφή και προβλέψιμο (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 244/2017, ΣτΕ Ολ. 2649, 1738/2017, πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά., ΔΕΕ απόφ. της 18.11.2008, C– 158/07, JacquelineFörster κατά HoofddirectievandeInformatieBeheerGroep, σκ. 67, βλ. και τον ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. η΄, όπου μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται και η ασφάλεια δικαίου), ότι το Ελληνικό Δημόσιο παύει να ευθύνεται για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων και ότι αποκλειστικώς υπόχρεος προς ικανοποίηση αυτών φορέας καθίσταται πλέον ο ΕΦΚΑ, συνάγεται, τόσο υπό των φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όσο και των άρθρων 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τη προστασία της περιουσίας, όπως των συνταξιοδοτικής φύσης αξιώσεων (βλ. σκέψη ΙΙΙ Δ), ότι το Ελληνικό Δημόσιο παραμένει υπόχρεο προς ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, που γεννήθηκαν μέχρι τις 31.12.2016. Σε κάθε δε περίπτωση, με τη μεταφορά της αρμοδιότητας πληρωμής των συντάξεων στον ΕΦΚΑ, από 1.1.2017, θεσπίζεται και δική του αυτοτελής και πρόσθετη υποχρέωση καταβολής των σχετικών ποσών στους δικαιούχους, ήτοι των αποζημιωτικής φύσης αξιώσεών τους που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 31.12.2016, χωρίς να αποσβέννυται η αρχική υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου (πρβλ. άρθρο 477 του Αστικού Κώδικα περί της σωρευτικής αναδοχής χρέους, ελλείψει αντίθετης, ρητής και σαφούς ρύθμισης, βλ. ΑΠ 60/2017, 984/2006, 557/1999), με συνέπεια να ιδρύεται, για τις αξιώσεις του διαστήματος αυτού, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΦΚΑ παθητική εις ολόκληρον ενοχή, κατά τα άρθρα 481 επ. ΑΚ. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαιούχος δύναται να εναγάγει οποιονδήποτε των υπόχρεων – συνοφειλετών ή όλους μαζί ή συγχρόνως ή διαδοχικώς για το σύνολο ή για μέρος της παροχής (βλ. σκέψη IVB και ΑΠ Ολ. 1770/2014, 176/1976), μεταξύ δε αυτών γεννάται δικονομικώς σχέση απλής ομοδικίας, κατ’ άρθρο 115 παρ. 2 του ΚΔΔ, αναλόγως εφαρμοζομένου κατ’ άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981 (πρβλ. ΑΠ 245/2006, 1370/2005, ΣτΕ 1592/2010). Εξάλλου, για τις σχετικές αποζημιωτικές απαιτήσεις που γεννώνται από την εφαρμογή των οικείων συνταξιοδοτικών διατάξεων για το διάστημα από 1.1.2017 και εντεύθεν, κατά το οποίο η αρμοδιότητα πληρωμής των συντάξεων του Δημοσίου έχει μεταφερθεί στον ΕΦΚΑ, αλλά και για αντίστοιχες απαιτήσεις που γεννώνται κατά το διάστημα από 1.5.2018 και εφεξής, κατά το οποίο είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά των αρμοδιοτήτων των συντάξεων του Δημόσιου τομέα στον ΕΦΚΑ, το Ελληνικό Δημόσιο εξακολουθεί να ευθύνεται για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων και να νομιμοποιείται παθητικώς στις σχετικές δίκες. Και τούτο, τόσο λόγω της κατά τα ανωτέρω εγγυητικής του θέσης στο εν λόγω ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, που το καθιστά άνευ ετέρου διάδικο στις σχετικές δίκες, όσο και λόγω της αυτοτελούς αποζημιωτικής του ευθύνης που απορρέει από την θέσπιση διατάξεων, επί των οποίων προβάλλεται αντίθεση σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος. Η ευθύνη του δε αυτή και η αυτοτελής παθητική του νομιμοποίηση δεν αναιρούνται από την παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη του ΕΦΚΑ, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που γεννώνται από 1.1.2017, τόσο ως φορέα που έχει παγίως αναδεχθεί το βάρος πληρωμής των συντάξεων του Δημοσίου, κατά τα οριζόμενα στη σχετική κ.υ.α., όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, όσο και ένεκα της εφαρμογής των διατάξεων αυτών κατά το διάστημα αυτό από όργανά του, κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 926 του Αστικού Κώδικα (βλ. σκέψη IV και ΣτΕ Ολ. 479-481/2018, 4741/2014), ο οποίος δυνητικώς ομοδικεί και για τις αξιώσεις του χρονικού αυτού διαστήματος με το Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ άρθρο 115 παρ. 2 του ΚΔΔ, έχοντας κοινή με αυτό υποχρέωση προς ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων. (ΕΣ 1220/2019, ΙΙ τμ.).

Ειδικές περιπτώσεις που δεν νομιμοποιείται παθητικά μόνο το δημόσιο ή ως αναγκαίος ομόδικος :

  • Δεν νομιμοποιούνται ομάδες περιουσίας και ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα. Παράδειγμα : οι αυτοτελείς διαχειρίσεις όπως οι ειδικοί λογαριασμοί ΕΛΚΕ των πανεπιστημίων δεν μπορούν να είναι διάδικοι και συνεπώς νομιμοποιείται το ΑΕΙ και ομόδικος το Δημόσιο.
  • Συνταξιοδοτικές του Ν. 3163/1955, δηλαδή που εφαρμόζεται μεν η νομοθεσία περί πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων αλλά αυτές βαρύνουν άλλους ασφαλιστικούς φορείς όπως ΙΚΑ, ΟΓΑ κτλ: Παθητική νομιμοποίηση όχι του Δημοσίου αλλά μόνο των κοιν/ασφ οργανισμών. Ακόμη και παρά το ότι η τελικώς προσβαλλόμενη πράξη είναι πράξη του ΓΛΚ.

      Η Αγωγή στο ΕλΣυν όταν στρέφεται κατά ΝΠΔΔ ζημία από παράνομη πράξη του, δεν νομιμοποιείται το Δημόσιο είναι : α) είτε ευθεία όταν η αξίωση για την οποία ασκείται δεν απαιτεί έκδοση πράξης από τη διοίκηση, όπως για παράδειγμα πράξη κανονισμού ή αναπροσαρμογής , διότι στηρίζεται απευθείας στη διάταξη του Νόμου, είτε β) ερειδόμενη στο άρθρο 105 και 106 ΕιΣΝΑΚ.

Η παραγραφή είναι 5ετής σύμφωνα με το άρθρο 140 παρ. 1 4270/14 ΚΝΕΣ.

Ομοδικία

  • Απλή ομοδικία (άρθρ. 12 πδ 1225/81) – υποκειμενική σώρευση – περισσότερες δίκες. Προϋποθέτει ταυτότητα προσβαλλόμενης πράξης και είναι υπερβολικά στενό το πεδίο εφαρμογής. ¨Ετσι δεν υπάρχει ομοδικία εάν άλλη πράξη καταλογίζει τον υπόλογο και άλλη τον αχρεωστήτως λαβόντα; Στον καταλογισμό ισχύει παθητική εις ολόκληρον ενοχή και άρα αλυσιτελώς προβάλλεται ότι καταλογίστηκε μόνο ο υπόλογος χωρίς να καταλογιστούν και άλλοι εμπλεκόμενοι υπόλογοι, ή τοι καταλογίστηκε μόνο ο αχρεωστήτως κ.τ.λ.». Μία πράξη για περισσότερους καταλογιζόμενους ή αχρεωστήτως λαβόντες; Νομίμως εκδίδεται και αναλύεται σε εκεί περισσότερες πράξεις. Τότε μπορεί να ασκηθεί ενιαίο δικόγραφο και να υπάρξει ενεργητική ομοδικία. Νομολογιακά: Δέχονται τη συνδρομή ομοδικίας και στη δίκη της αναστολής (επί καταλογισμού, π.χ.) άλλως εάν δεν προσβάλλεται ενιαία πράξη χωρίζουμε (13 παρ. 2 πδ 1225/81) αφού κρίνεται μόνο η βλάβη του αιτούντος αναστολή . Πάντως λόγω της απλής ομοδικίας η κρίση είναι εξατομικευμένη για κάθε αιτούντα ακόμη και εάν σωρεύονται. Με τι παράβολο εν προκειμένω; 72 παρ. 3 ΚΝΕΣ: Στην αίτηση αναστολής, δεν είναι χρηματική διαφορά, αφού δεν αμφισβητείται το τι οφείλεται (γι’ αυτό και ο ΚΔΔ προβλέπει πάγιο παράβολο στην ανακοπή). Άρα, ο καθένας με το δικό του παράβολο, των 20 ευρώ.
  • Αντίθετα στην έφεση σε περίπτωση ομοδικίας εφόσον είναι ενοχή εις ολόκληρον καταβάλλεται ένα παράβολο, εκτός εάν πρόκειται για διαιρετή ενοχή, όπως επι κληρονόμων οπότε ο καθένας κατά το μερίδιο του καταβάλει το ανάλογο παράβολο. Αντίθετα όπου προβλέπεται πάγιο παράβολο, κάθε ομόδικος καταβάλλει το δικό του.
  • Αναγκαστική ομοδικία: Μία δίκη. Δεν προβλέπεται στο πδ 1225, στην ουσία και στην πράξη δεν εμφανίζεται ποτέ με «λογικό» τρόπο (π.χ. δήμος κατά δημάρχου, σύζυγος κατά συνταξιούχου που του αφαιρέθηκε η σύνταξη λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης (προ της καταργήσεως της όπου είχαμε μεταφορά 7/10 της σύνταξης αμετακλήτως καταδικασθέντος στη σύζυγο και τα τέκνα: ¨Ετσι Καθ’ ου, με σχέση αναγκαίας ομοδικίας: το Δημόσιο, η σύζυγος ή/και τα τέκνα.

Πρόκειται για νομολογιακή κατασκευή, βάσει των προβλεπόμενων στο νόμο. Πλέον, εισάγεται αναλογικά από τον ΚΔΔ. Περιφρουρείται με την πρόβλεψη του θεσμού της προσεπίκλησης και του δικαιώματος του μη προσεπικληθέντος ν’ ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας. Στην αναίρεση; Η Αναίρεση δε ρυθμίζεται στον ΚΔΔ. Συνεπώς αν δε στρέφεται κατά όλων των ομοδίκων, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και ‘προσεπικαλείται’ ο απολιπόμενος διάδικος από το Δικαστήριο», που αναλαμβάνει την διεκπεραίωση του δικονομικού βάρους. Νομολογιακά και μόνον, «αναλογικά» από όσα ισχύουν στην πολιτική δίκη, κόντρα στον ΚΔΔ, που ορίζει μόνο τα ως άνω.

Παρέμβαση.

Κανόνας η πρόσθετη.

Κύρια παρέμβαση; Όταν υπάρχει αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του διαδίκου.

Περιορισμός; Αφού δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός, ασκείται και το πρώτον κατ’ αναίρεσιν.

Έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος: Όχι το σωματείο, μέλος του οποίου είναι ο αιτών έννομη προστασία (ενώσεις συνταξιούχων, αποστράτων κ.τ.λ.).

Δικολογική ικανότητα

– Άθρθ. 31 πδ 1225/81. «Υπογραφή»: Η νλγια το έχει εφαρμόσει ως ότι ο διάδικος μπορεί ν’ ασκήσει μόνος του το ένδικο βοήθημα ή μέσο, αλλά στο ακροατήριο μπορεί να παρίσταται μόνο με δικηγόρο.

– Παρ. 2 άρθρ. 16 πδ 1225/81: αυτό ισχύει «μόνο αν παρασταθεί με δικηγόρο». Ωστόσο, ο δικηγόρος δεν μπορεί να ιάσει κάποιο απαράδεκτο στο ακροατήριο που ήδη έγινε .

Πληρεξουσιότητα και νομιμοποίηση πληρεξουσίου (βλ. αρθ.16 και 17 του πδ 1225).

Επιδόσεις εν γένει

Κοινοποίηση αντιγράφου του δικογράφου στον αντίδικο

– 126, 128 ΚΔΔ: Κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και της πράξης ορισμού δικασίμου, επιμελεία της γραμματείας.

– πδ 1225: Η κοινοποίηση με δικονομικό βάρος του διαδίκου. Κλήτευση: από τη Γραμματεία. Και στις δύο περιπτώσεις: απαράδεκτο συζήτησης. Άρθρ. 72 ΚΝΕΣ: ενν. ότι η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις δύο περιπτώσεις (νλγια). Πρόβλημα: Η προθεσμία υπολογίζεται από την κατάθεση του δικογράφου «και μπροστά», και όχι από τη συζήτηση «και πίσω», όπως όλες οι άλλες δικονομίες. Έτσι, στις άλλες δικονομίες, διαφυλάσσεται η δυνατότητα τήρησης του παραδεκτού της συζήτησης, ενώ με την motamot εφαρμογή του 72 ΚΝΕΣ, κάθε συζήτηση φαίνεται να είναι «απαράδεκτη».

Κλητεύσεις

– Αντιδικία του εκπροσώπου του ν.π., με το ν.π. (Ιερά Μονή και Ηγούμενος ο οποίος είναι ο μόνος μοναχός και ο ελλειμματίας, Δήμος και Δήμαρχος κλπ): Δεν απαγορεύεται η κλήτευση του ν.π. μέσω της επίδοσης κλήσης στο νόμιμο εκπρόσωπο – αντίδικο και ελλειμματία του ν.π. , εκτός αν άλλως έχει αποφασίσει το Ν.Π. Ratio: Αφ’ ενός, η ούτως ή άλλως κλήτευση του δημοσίου. Αφ’ ετέρου, σε ακραίες περιπτώσεις, η δίκη δεν θα μπορούσε να προχωρήσει καθόλου (π.χ. αντιδικία του Δήμου με ολόκληρο το δημοτικό συμβούλιο, λόγω της δημιουργίας ελλείμματος).

– ΚΔΔ: Δεν υπάρχει ούτε εκεί διάταξη που ν’ απαγορεύει την επίδοση σε πρόσωπο το οποίο σε συγκεκριμένη δίκη δρα ως εκπρόσωπος του προς ον η επίδοση. Πρβλ. άρθρ. 128, 129 ΚΠολΔ.

Δικονομικές προθεσμίες

– 45 παρ. 4 ΠΔ περί αναστολής μόνο τον Αύγουστο έρχεται σε αντιθ. Με το άρθρο 92 του ΚΝΕΣ που υπερισχύει ως νεότερο (μεσολάβησε και ο ν. 3514/2006)

– Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τον προσυμβατικό και προληπτικό έλεγχο, λόγω της αρχής της ταχείας διεξαγωγής των.

Δαπάνες της δίκης

  • Παράβολο (93 ΚΝΕΣ, 51 του 1225 και στη διάταξη περί αναίρεσης του 1225 – άρθρ. 127). Κρίσιμος χρόνος: η αρχή του χρόνου γένεσης της υποχρέωσης καταβολής του οικονομικού βάρους, δηλ. αυτός της κατάθεσης του ενδίκου μέσου. Διαχρονικό δίκαιο . Συμβατότητα της καθιέρωσης αναλογικού παραβόλου προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ΕΣ Ολομ. 555/2017) .Δεν εφαρμόζεται αναλογικά ο ΚΔΔ διότι δεν υπάρχει κενό δικαίου. Αντίθετα για την ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔΔ εφαρμόζεται το πάγιο παράβολο του ΚΔΔ. Όπως και στην αγωγή το σχετικό άρθρο 274 ΚΔΔ περί δικαστικού ενσήμου, λόγω κενού του ΚΝΕΣ.

Δίκη αναίρεσης: Όπως είναι τα πράγματα σήμερα (θεωρουμένου, δηλαδή, ως αντίστοιχου της δίκης επί εφέσεως), πρέπει να προσκομισθεί δεύτερο παράβολο, επανυπολογιζόμενο επί του «αμφισβητούμενου» ποσού στη δίκη της αναίρεσης (χωρίς φυσικά να νοείται αμφισβήτηση χρηματικού ποσού στην κατ’ αναίρεσιν δίκη).

– Συνταγματική προβληματική: στην πολιτική δίκη, με τις δαπάνες της δίκης επιβαρύνεται ο επιτιθέμενος. Στη διοικητική δίκη, ο αιτών δικαστική προστασία είναι αμυνόμενος! Συνεπώς, γιατί να επιβαρύνεται προκαταβολικά με έξοδα της δίκης; Φυσικά, άλλη η περίπτωση της άσκησης προπετούς αγωγής, που αποτελεί «επιθετικό» ένδικο βοήθημα. Πλήρεις οι διατάξεις του ΚΝΕΣ για την προθεσμία καταβολής του παραβόλου, δεν απαιτείται η αναλογική εφαρμογή του 139Α του ΚΔΔ.

-Απώτατο χρονικό σημείο προσκόμισης του μέχρι και 5 μέρες μετά τη συζήτηση, όπως ορίζεται από τη δικονομία του ΕλΣυν.

Καταλογισμός των τέκνων του θανόντος καταλογισθέντος, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου. Διαιρετή οφειλή, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου, συνεπώς έκαστος υποχρεούται να προσκομίσει το αναλογικό παράβολο που αντιστοιχεί στο ποσό με το οποίο καταλογίσθηκε.

– Ανακοπή: Εφαρμόζεται το 277 ΚΔΔ. Ωστόσο, μόνο για ό,τι δεν ορίζεται από τη δικονομία του ΕλΣυν (δηλ., για το ποσό του παραβόλου μόνο). Αντίθετα, οι κλητεύσεις (8 ημέρες πριν, κατά τη δικονομία του ΕλΣυν) και η μη ανλγ εφαρμογή του 139Α ΚΔΔ, ισχύουν και εν προκειμένω. Για το παράβολο βλέπε παραπάνω.

Αναίρεση επί ανακοπής: προσκομίζεται και πάλι το ίδιο, πάγιο, παράβολο της δίκης επί της ανακοπής (ratio: βλ. ως άνω, για την κατ’ αναίρεσιν δίκη).

Τέλος δικαστικού ενσήμου

Δεν οφείλεται σε καταψηφιστικό αίτημα σε διαφορά κάτω από 6,000 ευρώ και στις αγωγές επί συνταξιοδοτικών διαφορών, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του ΚΔΔ.

Καταψήφιση δικαστικής δαπάνης

– Πάντα με το αντίστοιχο αίτημα. Το δημόσιο (ή ο μη ασκήσας το ένδικο βοήθημα, εν γένει); Αφού δεν είναι υποχρεωτικά προφορική διαδικασία, μπορεί να υποβληθεί το αίτημα και προφορικά στο ακροατήριο.

– Για τον εκκαλούντα, πάντα στο εισαγωγικό ένδικο βοήθημα.

– Στην πράξη, ποτέ το Δημόσιο δεν καταδικάζεται για την δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος. Ούτε όμως ζητά την καταδίκη του ηττηθέντος.

Προσωρινή δικαστική προστασία (51, 112 πδ 1225/81 – σχεδόν «πραιτορικό δίκαιο»).

  • Στο ΕλΣυν, οι αναστολές συζητούνται δημόσια, στο ακροατήριο.
  • Αναστολή εκτέλεσης πράξης υποκείμενης σε έφεση: 51 πδ 1225/81: Προκύπτει υποχρέωση του δικαστηρίου να ελέγξει τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης.
  • 58 παρ. 2 πδ:. Οι καθών η αίτηση αναστολής κλητεύονται κανονικά, .
  • Περίπτωση «αρνητικών πράξεων»: Δεν χορηγείται. Ίσως, για την πληρέστερη εκπλήρωση του 20 παρ. 1 Σ, να έπρεπε να προβλεφθεί κάτι παρεμφερές με το 210 ΚΔΔ.
  • Βλάβη: Η διάταξη απαιτεί μόνο «ειδικούς λόγους» που εστιάζονται στην ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη οικονομική ή άλλη βλάβη . Αντίθετα δεν εξετάζεται, όπως στο ΣτΕ και στα διοικητικά, η απλή βλάβη σε συνδυασμό με το πρόδηλα βάσιμο του κυρίως ενδίκου βοηθήματος. Η ηθική βλάβη δεν αποτελεί αντικείμενο προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά την Ολομέλεια: επειδή η ηθική βλάβη είναι επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης, δεν δικαιολογεί την παροχή αναστολής. Εξ άλλου, η παροχή αναστολής αφορά στην εκτέλεση και όχι στην ισχύ της πράξης, συνεπώς δεν έχει σχέση με την ηθική βλάβη.
  • Αίτηση αναστολής επ΄ευκαιρία ασκηθείσης αναιρέσεως στην ολομέλεια του ΕΣ: ειδική διάταξη αρθ. 112 πδ 1225/81 δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 51. Δεν προκύπτει υποχρέωση του δικαστηρίου να ελέγξει τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της αναίρεσης. Ωστόσο, ερμηνεύεται αντιθέτως από τη νομολογία, σύμφωνα δηλαδή με το 51 του πδ 1225/81.
  • Αναστολή εκτέλεσης πράξης υποκείμενης σε ανακοπή του άρθρου 217 Κ.Δ.Δ.: Εδώ εξετάζεται και η περίπτωση της απλής βλάβης με πρόδηλη βασιμότητα λόγου της ανακοπής, λόγω αναλογικής εφαρμογής του ΚΔΔ. Πάντως η αναστολή σταματά την διαδικασία της εκτέλεσης στο συγκεκριμένο στάδιο χωρίς να ανατρέπει τα προηγούμενα στάδια Π.Χ Αναστολή κατασχετήριας έκθεσης à συνεπάγεται την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας εκτέλεσης και όχι την ανατροπή της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης.
  • Η απόφαση παράγει «Προσωρινό δεδικασμένο»: στην ουσία, η κύρια συνέπεια είναι αρνητική αφού εμποδίζεται ο αιτών να υποβάλλει με τα ίδια στοιχεία νέα αίτηση. Αντίθετα μπορεί να υποβάλλει χωρίς χρονικό περιορισμός νέα αίτηση αναστολής.
  • Αναστολή εκτέλεσης πράξης υποκείμενης σε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Δικαιοδοσία ΕλΣυν, στην περίπτωση επίσπευσης εκτέλεσης από ιδιώτη που έχει εκδόσει τίτλο εκτελεστό του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την διαδικασία των άρθρων 904 επ. του ΚΠολΔ και τον επισπεύδει κατά του Δημοσίου.

III. Τα κατ’ ιδίαν ένδικα βοηθήματα και μέσα

Η έφεση

  • Ο αληθής χαρακτήρας της έφεσης. Προσφυγή ουσίας, συνταγματικά έμμεσα προβλεπόμενη, αφού αποτελεί ένδικο βοήθημα με το οποίο ανοίγει η δίκη κατά το άρθρο 98 Σ. και όχι ένδικο μέσο. Εξέταση της ουσίας μόνο σε έναν βαθμό.
  • Έννομο συμφέρον. Ακόμη κι αν η ωφέλεια συνίσταται απλώς στη διόρθωση μιας πράξης απονομής σύνταξης, χωρίς περαιτέρω συνέπειες για την καταβαλλόμενη σύνταξη.
  • Τρόπος άσκησης της έφεσης. 52 πδ 1225/81.
  • Πρέπει να έχει ορισμένο αίτημα π.χ είναι απαράδεκτο το αίτημα για ακύρωση «Και κάθε άλλης συναφούς.
  • Εάν έως την εκδίκαση της έφεσης η διοίκηση εκδώσει νέα πράξη, που τροποποιεί την αρχική. Εξαρτάται εάν ικανοποιεί ή όχι το αίτημα του διοικούμενου η νέα πράξη. Η δίκη δεν διατηρεί το αντικείμενό της, εφ’ όσον το αίτημα του έχει ικανοποιηθεί, ακόμη και εάν ικανοποιήθηκε παρανόμως, διότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την νέα πράξη. Εάν η νέα πράξη απορρίπτει το αίτημα αν και δεν προβλέπονται οι δυνατότητες του 32 του π.δ. 18/89 , ωστόσο στην πράξη το Δικαστήριο δέχεται την προβολή νέων πρόσθετων λόγων, των δύο πράξεων θεωρουμένων ως ενιαίο όλον.
  • Στοιχεία του δικογράφου της έφεσης.
  • Προθεσμία.
    – 4055/2012: 60ημερη σε κάθε περίπτωση, για όσες πράξεις έχουν εκδοθεί μετά από την 16/9/2012. Τυχόν ειδικότερες διατάξεις που ισχύουν παράλληλα; Για παράδειγμα το αρθρ. 89 ΚΝΕΣ.

Κατά μία άποψη ο 4129/2013 είναι κωδικοποιητικός νόμος, δεν μπορεί να μεταβάλει δίκαιο. Συνεπώς, καταργούνται οι τυχόν ειδικότερες διατάξεις που ισχύουν παράλληλα. Κατά άλλη άποψη: αφορούν σε ειδικότερη κατηγορία διαφορών και συνεπώς ο ΚΝΕΣ ως μεταγενέστερη γενική νομοθετική ρύθμιση δεν τις έχει καταργήσει.

Συνταξιοδοτικές διατάξεις: μπορούν να προβλέπουν διαφορετική προσθεσμία άσκησης έφεσης. Άρθρ. 66 Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ή και σε άλλα ειδικότερα νομοθετήματα.

Το τεκμήριο κοινοποίησης του άρθρου 66 παρ. 10 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Τίθεται θέμα εάν εξακολουθεί να ισχύει το τεκμήριο κοινοποίησης; Διότι κατά μία άποψη είναι πλέον οι διατάξει ασύμβατες μεταξύ τους, αφού η νέα διάταξη του 4055, βασιζόμενη εναλλακτικά σε γνώση ή κοινοποίηση, δεν μπορεί να ισχύει παράλληλα με τεκμήριο γνώσης βασιζόμενο επί κοινοποίησης αποκλειστικά. Συνεπώς, το τεκμήριο θεωρείται ως σιωπηρώς καταργηθέν (Τμήμα). Κατ΄άλλη άποψη αποτελεί το άρθρο 66§10 του ΚΠΣΣ ειδική διάταξη . Το ζήτημα εκκρεμεί στην Ολομέλεια.

  • Μη υποκείμενες σε έφεση Πράξεις των Κλιμακίων του Ελεγκτικού Συνεδρίου:

α) Αίτηση για απαλλαγή (63 ΚΝΕΣ, αντιστ. 43 πδ 774/80). Μόνο η καταλογιστική που θα εκδοθεί επιγενομένως.

β) Πράξεις κλιμακίου εκδιδόμενες στο πλαίσιο του προληπτικού και του προσυμβατικού ελέγχου – ενδοδιοικητική διαδικασία, εσωτερικός έλεγχος, χωρίς έννομες συνέπειες για τον υπέρ ου το χρηματικό ένταλμα· εάν ανακύψει διαφορά σχετικά με την ύπαρξη ή μη απαίτησης κατά του Δημοσίου, θα κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια.

γ) Άρθρ. 1 ν. 1232/1982: Πράξη περί πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας υπαλλήλου, δεσμευτική για την υπηρεσία συντάξεων – δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, αφού εάν ανακύψει διαφορά, αυτή θα είναι ακυρωτική του 702/77.

  • Απαγόρευση δεύτερης έφεσης.
  • Πρόσθετοι λόγοι. Από την πρώτη δικάσιμο. Φορμαλιστικό, αλλά ισχύει – χωρίς καν δυνατότητα του δικαστηρίου να αναβάλει για να «νομιμοποιήσει» τυχόν μεταγενέστερη εκπρόθεσμη κατάθεση. Ωστόσο:

– Προθεσμίες κατάθεσης και επίδοσης στον αντίδικο. Κατάθεσης: 15 ημέρες πριν τη πρώτη δικάσιμο. Επίδοσης: 6 ημέρες πριν τη συζήτηση νομολογιακά . Ανάγνωση εν όψει της ratio της διάταξης, που είναι η κατάλειψη επτά πλήρων ημερών στον αντίδικο, προκειμένου αυτός να λάβει γνώση του περιεχομένου του δικογράφου. Συνεπώς: τυχόν αναβολή στην πρώτη δικάσιμο, σώζει την τυχόν εκπρόθεσμη μη κοινοποίηση, αλλά όχι την τυχόν εκπρόθεσμη κατάθεση.

– Άλλως εάν είναι απαράδεκτοι : μπορεί να ληφθούν υπ’ όψιν ως υπόμνημα.

– Ποινική απόφαση. Πώς μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν; Μόνο αμετάκλητη ως δεδικασμένο του 5 παρ. 4 του ΚΔΔ, με τις προϋποθέσεις φυσικά που ορίζονται εκεί.

  • Όρια ελέγχου της προσβαλλόμενης πράξης. Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενες νομικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης.
  • Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης στις συνταξιοδοτικές διαφορές.
  • Η σχέση της έφεσης με την αγωγή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ..

Αγωγή: μέσω του 123 πδ 1225/81.

Αυτοτέλεια αγωγής: 99 ΚΔΔ.

Στις συνταξιοδοτικές διαφορές:

Έφεση στο ΕλΣυν: Η διάταξη σαφής, επιτρέπεται μόνο «η ακύρωση ή τροποποίηση της πράξης», δεν επιτρέπεται η καταψήφιση ποσών.

Συνεπώς, η αξία της αγωγής συνίσταται ακριβώς στην ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος του διοικουμένου, η λειτουργία της συνίσταται στο ότι δημιουργεί τίτλο εκτελεστό. Βλέπε όμως την ΕλΣυν (Ολ.) 484/2018 – Στρατιωτικοί συνταξιούχοι. Αξιώσεις του συνταξιούχου για χρηματική παροχή, λόγω μη καθορισμού της σύνταξης και των συναφών δικαιωμάτων σε ορισμένο ύψος, δεν επιτρέπεται να ικανοποιηθούν σωρευτικά, με την καταβολή αναδρομικά των οφειλομένων ποσών και αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη λόγω της μη καταβολής της σύνταξης που δικαιούται. Εξουσίες του ΕΣ κατά την εκδίκαση της έφεσης. Η υπό κρίση αγωγή αποζημίωσης, εκ του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για τη ζημία που υπέστη ο ενάγων από τη μη αναπροσαρμογή της σύνταξής του, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 3016/2002, έπρεπε να απορριφθεί, διότι, κατά τη μερική αποδοχή της έφεσής του και την αναπροσαρμογή της σύνταξης για το επίδικο χρονικό διάστημα, αποκαταστάθηκε αναδρομικά η ζημία του. Εφόσον ελλείπει το κεφάλαιο της αποζημίωσης, δεν υφίσταται βάση για τον καταλογισμό τόκων. Η έφεση και η αγωγή αποζημίωσης έχουν εν προκειμένω δικονομική μόνον αυτοτέλεια και όχι ουσιαστική. Αντίθετη μειοψηφία. Επίλυση από την Ολομέλεια του υποβληθέντος από το Τμήμα προδικαστικού ερωτήματος κατά το άρθρο 108 παρ. 2 του ΠΔ 1225/1981.

Η αίτηση καταλογισμού του 68 και 69 ΚΝΕΣ

  • Ο αληθής χαρακτήρας της αίτησης καταλογισμού – ομοιάζει έντονα προς την καταψηφιστική αγωγή.
  • Άρθρ. 69 παρ. 1 ΚΝΕΣ: Η μόνη περίπτωση που η αίτηση δεν εισάγεται με αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
  • Τα αναγκαία για το ορισμένο της αίτησης καταλογισμού στοιχεία. Θετική ζημία του δημοσίου, Δόλος ή βαρεία αμέλεια του υπάλληλου και αιτιώδης σύνδεσμός.
  • Υπάλληλος που δεν ασκεί καθήκοντα υπολόγου: μπορεί να ευθύνεται μόνο αστικά κατά τις ως άνω διατάξεις.

Η αίτηση αναθεώρησης

  • Υποκείμενες σε αίτηση αναθεώρησης αποφάσεις.
  • Λόγοι αναθεώρησης. Η έννοια της «πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα» και των «νέων κρίσιμων εγγράφων» – δεν προσάπτεται πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση.
  • Δεδικασμένο: Καλύπτει το απονεμηθέν δικαίωμα και την καταλογισθείσα υποχρέωση· από άποψης πραγματικών περιστατικών, καλύπτει όσα αποτελούν το θεμέλιο της διαγνωσθείσας με την δικανική κρίση έννομης σχέσης.
  • Προθεσμία. Βλ. άαρθρο.

Η αίτηση αναίρεσης

  • Υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων.
  • Μη υποκείμενες σε αίτηση αναίρεσης αποφάσεις των Τμημάτων: οι προδικαστικές, οι αναβλητικές, οι εκδιδόμενες στο πλαίσιο του προσυμβατικού (ως μη δικαιοδοτικές).
  • 108Α παρ. 3 πδ 1225/81: δεν εκδίδονται υπό τις διατυπώσεις του άρθρ. 93 Σ, συνεπώς δεν υπόκεινται σε αίτηση αναίρεσης.
  • Προθεσμία. Προσοχή, άρθρ. 18 και 35 παρ. 2 και 3 -> ειδικές διατάξεις για τις επιδόσεις, δεν εφαρμόζεται αναλογικά ο ΚΔΔ.
  • Λόγοι αναίρεσης.
  • Κακή σύνθεση του Τμήματος. Συμμετείχε στη σύνθεση ο πάρεδρος: μέλος της σύνθεσης του Τμήματος, καλώς συμμετείχε. Αντεπίτροπος της Επικρατείας: Δεν αποτελεί καν μέλος, για ν’ αποτελεί κακή σύνθεση.
  • Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Πρέπει α) να προβληθεί από τον αντίδικο και β) να προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης – εξετάζεται μόνο το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης. Περιπτωσιολογία: μη απάντηση σε προταθέντα ισχυρισμό, προβληθέντος παραδεκτώς. Με το υπόμνημα; Στις υποθέσεις αστικής ευθύνης, απαντάμε σε όλα, αφού στην ουσία αποτελεί το βασικό του δικόγραφο. Μη λήψη υπ’ όψιν νομίμως προσκομισθέντων στοιχείων, που κατατείνουν στην απόδειξη ουσιωδών ισχυρισμών.
  • Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του διέποντος την επίδικη υπόθεση νόμου. Η διαφορά θα πρέπει να υπάρχει στο διατακτικό, άλλως η απόφαση δεν αναιρείται. Υπό το πρίσμα αυτό: ο αναιρετικός δικαστής υποχρεούται να αναζητήσει άλλο αιτιολογικό έρεισμα στην αναιρεσιβαλ-λόμενη, βάσει του οποίου αυτή μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει. Ακόμη: θα πρέπει να προσβάλλονται όλες οι αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης, άλλως οι πλημμέλειες προβάλλονται αλυσιτελώς. ΚΠολΔ: Επιτρέπεται αποκλειστικώς αντικατάσταση αιτιολογιών, μόνο στην περίπτωση που ο διάδικος (ηττηθείς ή νικήσας) επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον (κλασικό παράδειγμα: απαράδεκτο/αβάσιμο· ή: απόφαση Τμήματος αποφαίνεται ότι α) κάτι δεν είναι έλλειμμα, και β) υπάρχει αναρμοδιότητα· αυτό αποτρέπει κάθε μελλοντικό καταλογισμό, συνεπώς μπορεί να προσβληθεί μόνο η πρώτη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης λυσιτελώς).
  • Αλυσιτελώς προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
  • 3801/2009, κ.α. απαλλακτικές διατάξεις: Επιτρέπουν την το πρώτον εφαρμογή τους ακόμη και κατ’ αναίρεσιν, οδηγώντας στην αναίρεση της ελεγχόμενης απόφασης ακόμη και σε περίπτωση που δεν διαπιστωθεί σφάλμα της.

Βλ. τη διάταξη του άρθρ. 263 ΑΚ, και σύγκριση με την αντιστοίχου περιεχομένου διάταξη του άρθρ. 76 ΑΚ.