10. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ 10.7.2017

Σημειώσεις Διοικητικό ΝΣΚ

 

BANNER1

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Έννομο Αγαθό :  Η ιδιοκτησία που είναι γνήσιο ατομικό δικαίωμα και θεσμική εγγύηση και συνεπώς η προστασία του αποτελεί υποχρέωση του κράτους και όχι διακριτική ευχέρεια. Η παράλειψη λήψεως προστατευτικών μέτρων γεννά αστική ευθύνη του κράτους.

Προστατεύεται τόσο στην παραδοσιακή μορφή της ως εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας επί ακινήτου αλλά και κινητού όσο και οι ενοχικές μορφές της (ΑΠ Ολ. 40/98 έτσι και ΕΣΟλομ 2828/04 αλλά όχι και το ΣτΕ). Η διάταξη του άρθρου 17 του Σ διευρύνεται χάρη στο πρώτο πρόσθετο πρωτ. της ΕΣΔΑ έτσι ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών δικαιωμάτων έτσι ώστε να μιλάμε όχι για απλώς προστασία  μόνο των τεσσάρων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ( κυριότητα, ενέχυρο, δουλείες, υποθήκη) της ιδιοκτησίας, αλλά εν γένει της περιουσίας, δηλαδή προστατεύονται  ακόμη και  άυλα αγαθών, όπως η φήμη, η πελατεία της επιχειρήσεως, τα ενοχικά δικαιώματα που αποτιμώνται σε χρήμα κ.α

Βασική απόφαση η ΕΔΔΑ 23.9.82 Sporrong & Lonnroth κατά Σουηδίας η οποία διαμόρφωσε 3 κανόνες :

α) προστασία όλων των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ,

β) της περιουσίας και

γ) τα κράτη μπορούν να περιορίσουν τα ως άνω δικαιώματα ,  αυτοπεριοριζόμενα όμως από τις ως άνω αρχές   και ιδίως από την έννοια της δημόσιας ωφέλειας και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου.

Ειδικές μορφές ιδιοκτησίας προστατεύονται στο άρθρο 18 του Σ όπως λατομεία, ύδατα κ.α

Φορείς: τα φυσικά πρόσωπα αλλά και τα νομικά πρόσωπα μη κρατικής προέλευσης.  Για τα νπδδ το ΣτΕ δέχεται ότι δεν προστατεύονται (3096/01), ενώ ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι στα συνταγματικά κατοχυρωμένα νπδδ πχ ΟΤΑ προστατεύεται η ιδιωτική τους περιουσία (1062/2004).

Λοιποί Περιορισμοί :  α) Επίταξη, β) δήμευση (7παρ.3), αναδασμός (18παρ.4) (= αναδιανομή με ορθολογικό τρόπο των αγροτικών εκτάσεων).

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Το νδ 797/71  είναι ο παλαιός κώδικας απαλλοτριώσεων, ο  νέος είναι ν.2882/01 και  καταλαμβάνει και απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν με τον παλαιό κώδικα  ex nunc από 17-9-2001, τελευταίες τροποποιήσεις είχαμε με το ν. 4024/11 και 4070/12.

Η απαλλοτρίωση είναι καθολικός περιορισμός που πλήττει συνολικά τον πυρήνα του δικαιώματος της κυριότητας και τον μεταβάλει σε ενοχικό δικαίωμα πλήρους αποζημιώσεως.

Έννοια : Είναι ατομική  διοικητική πράξη με την οποία  αφαιρείται η ιδιοκτησία από ιδιώτη  έναντι πλήρους  και δικαστικά καθοριζόμενης αποζημίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας. Δεν μπορεί να την επιβάλλει ιδιώτης ενώ μπορεί να κηρυχθεί και υπέρ ιδιώτη. Όταν οι δημοτικές επιχειρήσεις αποχέτευσης προβαίνουν σε απαλλοτρίωση θεωρούνται ΝΠΔΔ (δηλαδή είναι διφυούς χαρακτήρα ΣτΕ 108/91).

Στην έννοια περιλαμβάνεται και η De facto  ή κατ΄ αποτέλεσμα απαλλοτρίωση στην οποία ο θιγόμενος ιδιώτης έχει αποζημιωτική κατ΄άρθρο 105 ΕισΝΑK αξίωση κατά του κράτους.

Διάκριση από τους απλούς περιορισμούς της κυριότητας :  Δεν υπάρχει ενιαίο κριτήριο. Εφόσον ο περιορισμός αφαιρεί τις βασικές λειτουργίες της κυριότητας ανάλογα με το σκοπό του πράγματος  (θεωρία της μείωσης της ουσίας) και έτσι συνεπάγεται μη ανεκτή θυσία για τον κύριο ( Γερμανική θεωρία του βάρους) είναι απαλλοτρίωση.

ΑΛΛΑ ΕΙΔΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ

  1. Η πολεοδομική και ειδικότερα η ρυμοτομική απαλλοτρίωση

  Πολεοδομική είναι η απαλλοτρίωση, που πραγματοποιείται για πολεοδομικούς σκοπούς, δηλαδή, για τη δημιουργία οδών, πλατειών, κοινόχρηστων χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κτλ) και γενικά των κοινόχρηστων χώρων που κρίνονται αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς, οικοπέδων που κρίνονται αναγκαία για ανέγερση δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και για εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων έργων κοινής ωφέλειας.

Το προεδρικό διάταγμα, που εγκρίνει το σχέδιο πόλεως, στο οποίο καθορίζονται κοινόχρηστοι χώροι, δηλαδή χαράσσονται ρυμοτομικές γραμμές, αποτελεί την πράξη επιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Ρυμοτομική είναι επομένως η απαλλοτρίωση, που κηρύσσεται με μόνη την πράξη έγκρισης ή τροποποίησης του σχεδίου πόλεως και στοχεύει στη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, χωρίς να απαιτείται να εκδοθεί ιδιαίτερη πράξη απαλλοτρίωσης, των ακινήτων, που θα δημιουργήσουν τους κοινόχρηστους αυτούς χώρους. Επίσης, ρυμοτομική είναι και η απαλλοτρίωση, που πραγματοποιείται με δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, πέραν εκείνων που αποκτώνται με την εισφορά σε γη, μέσα στην περιοχή του γενικού πολεοδομικού σχεδίου, υπό το καθεστώς του  ν.1337/1983.

Ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του ν. 1337/1983, με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως των χώρων αυτών (Σ.τ.Ε. 2142/2003, 603, 604/2008). [Οι πράξεις εγκρίσεως ή τροποποιήσεως σχεδίου πόλεως καθό μέρος περιέχουν ρυμοτομικές ρυθμίσεις, με τον προσδιορισμό των οικοδομήσιμων και των κοινόχρηστων χώρων, δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα (3117/2004, 2753/1994, 412/1993, 2281/1992)].

Ο καθορισμός ακινήτων ως χώρων για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφελείας δεν συνεπάγεται την κήρυξη της απαλλοτριώσεως των ακινήτων αυτών. Απαιτείται να ακολουθήσει άλλη πράξη κηρύττουσα την απαλλοτρίωση, κατά της οποίας, όμως, δεν μπορούν να προβληθούν λόγοι αφορώντες την επιλογή του ακινήτου για τον συγκεκριμένο σκοπό.

Εκτός από τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες διέπονται από την πολεοδομική νομοθεσία, οι άλλες απαλλοτριώσεις διέπονται, ως προς την διαδικασία κηρύξεως, την συντέλεση και τις προϋποθέσεις για την άρση, από τον Κώδικα Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (ΦΕΚ Α΄ 17). 

 II. Η απαλλοτρίωση υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων

 Ειδικώς οι απαλλοτριώσεις, που κηρύσσονται υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, ρυθμίζονται από τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, ο οποίος προβλέπει τόσο τους λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. Σ.τ.Ε. 2178/2004), όσο και την διαδικασία για την κήρυξη της απαλλοτριώσεως. Ο Κώδικας Απαλλοτριώσεων Ακινήτων εφαρμόζεται συμπληρωματικά  στις απαλλοτριώσεις υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων συμπληρωματικά, για όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται από τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα (βλ. άρθρο 29 παρ. 9 του εν λόγω Κώδικα Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, το οποίο ορίζει ότι «Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που επιβάλλονται : α) … β) υπέρ Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού γ) … κηρύσσονται σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τις απαλλοτριώσεις αυτές. Για τα μη ρυθμιζόμενα από τις παραπάνω ειδικές διατάξεις ζητήματα εφαρμόζονται συμπληρωματικώς οι διατάξεις του παρόντος κώδικα», βλ. Σ.τ.Ε. 2486-7/2006, 3304/2011). Ήδη ισχύει ο νέος Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (Α΄ 114) [βλ. ως προς την απαλλοτρίωση άρθρα 211, 212]

 Η αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων, πραγματοποιείται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, σε αστικά ή αγροτικά ακίνητα.

Ενδεικτικά (η πλήρης πρόβλεψη των λόγων κοινής ωφέλειας παρατίθεται στο άρθρο 211 του ν.3463/2006 (ΦΕΚ Α’ 114), αναφέρεται, ότι οι απαλλοτριώσεις αυτές κηρύσσονται για τη διάνοιξη, τη διεύρυνση, τη διαμόρφωση και την κατασκευή δημοτικών και κοινοτικών οδών και οδών που συνδέουν έναν Δήμο ή μία Κοινότητα με εθνική ή επαρχιακή οδό, για την ύδρευση, για την εκτέλεση έργων σχετικών με την άρδευση, την αποξήρανση, την αποστράγγιση, τη διευθέτηση ρευμάτων, για τη δημιουργία ή την επέκταση πλατειών, κήπων, αλσών, δενδροστοιχιών, αθλητικών γηπέδων και άλλων κοινόχρηστων χώρων, με επιφύλαξη των διατάξεων, που ρυθμίζουν την κήρυξη απαλλοτριώσεων για την εφαρμογή εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως, για τη λήψη και μεταφορά υλικού που χρησιμεύει για την εκτέλεση δημοτικών και κοινοτικών έργων, για την ίδρυση ή την επέκταση κοιμητηρίου, για τη συντήρηση ή τη διαφύλαξη ακινήτων που έχουν ιστορική ή παραδοσιακή αξία, για την εναπόθεση απορριμμάτων, για την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Η απαλλοτρίωση κηρύσσεται, μέσα στη διοικητική περιφέρεια του Δήμου ή Κοινότητας, όπου βρίσκεται το ακίνητο με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα ημερών από την έκδοσή της, σε μία ημερήσια εφημερίδα του νομού και κοινοποιείται στον καθ’ ου εφόσον είναι γνωστός, με δημοτικό, κοινοτικό ή δημόσιο όργανο, που συντάσσει αποδεικτικό κοινοποίησης. Εφόσον εκδόθηκε νόμιμα η απόφαση,  δημοσιεύεται το πλήρες κείμενο αυτής, με φροντίδα του Δήμου ή της Κοινότητας μια φορά σε μία ημερήσια εφημερίδα, που εκδίδεται στο νομό. Αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα, η δημοσίευση γίνεται σε δύο εβδομαδιαίες ή δεκαπενθήμερες εφημερίδες. Με τη δημοσίευση ή τις δημοσιεύσεις αυτές ολοκληρώνεται η διαδικασία κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Οι διατάξεις που κάθε φορά ισχύουν για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις του Δημοσίου εφαρμόζονται και στις απαλλοτριώσεις υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, εφόσον δεν είναι αντίθετες με τις διατάξεις του ν.3463/2006.

ΠΟΤΕ ΥΠΑΡΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

Ι. ΕΠΙ  ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Υποχρέωση της Διοικήσεως να αποδεχθεί αίτηση για την κήρυξη απαλλοτριώσεως ακινήτου, στο οποίο έχουν επιβληθεί περιορισμοί υπαγορευόμενοι από σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όπως για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος, συντρέχει μόνον αν οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί συνεπάγονται την ολική και οριστική στέρηση της χρήσεως του ακινήτου κατά τον προορισμό του. Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση απαγορεύσεως δομήσεως σε αρχήθεν εκτός σχεδίου περιοχή, δηλαδή σε περιοχή με κατά προορισμό χρήση την αγροτική, κτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλλευση, καθώς και την αναψυχή του κοινού, διότι η απαγόρευση αυτή δεν επιφέρει ολική και οριστική στέρηση της εξουσίας διαθέσεως της ιδιοκτησίας και δεν συνιστά απαλλοτρίωση. Διάφορο είναι το θέμα της τυχόν επιδιώξεως αποζημιώσεως στο βαθμό που οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά επαχθείς για τους ιδιοκτήτες (Σ.τ.Ε. 982/2005, Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στην κήρυξη απαλλοτριώσεως ακινήτου στην Χερσόνησο Σπιναλόγκας της Κοινότητας Ελούντα του Νομού Λασιθίου, που έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος και τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Την αίτηση άσκησε η ιδιοκτήτρια εταιρεία, στην οποία δεν είχε επιτραπεί η ανέγερση στο ακίνητο ξενοδοχειακού συγκροτήματος.]

ΙΙ. ΕΠΙ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ

Σύμφωνα  με την ΣτΕ 1058/12, Ε΄. 7μ., υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να προβεί βάσει του άρθρου 50 του Ν. 998/79 σε απαλλοτρίωση δασικών εκτάσεων που  είχαν αποκτηθεί προ του Συντάγματος του 1975 (11.6.1975) και είχε εγκριθεί η  μετατροπή τους σε οικιστική περιοχή νομίμως προ της ισχύος του νόμου 998/79 , ήτοι προ της 29/12/79.

Ανακοίνωση σχεδιαζομένης απαλλοτριώσεως.

Για την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απαιτείται ανακοίνωση της υπηρεσίας που προτείνει την απαλλοτρίωση, στην οποία να αναφέρεται ο σκοπός της απαλλοτριώσεως και να προσδιορίζεται η απαλλοτριωτέα έκταση ή η ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται αυτή. Με την ανακοίνωση καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να προβούν σε προσφορά ή υπόδειξη κατάλληλων για τον σκοπό της απαλλοτριώσεως ακινήτων. Η ανακοίνωση δημοσιεύεται σε μια ημερήσια εφημερίδα, παραλλήλως τοιχοκολλάται στο κατάστημα του δήμου ή της κοινότητας, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται τα απαλλοτριωτέα ακίνητα. Η δημοσίευση της ανακοινώσεως και η τοιχοκόλληση γίνεται ένα τουλάχιστον μήνα πριν τη δημοσίευση της πράξεως κηρύξεως της απαλλοτριώσεως. Ανακοίνωση δεν απαιτείται προκειμένου περί απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται για την κάλυψη στρατιωτικών και έκτακτων κοινωνικών αναγκών (άρθρο 3 παρ. 5 ν. 2882/2001). [παρόμοια διάταξη στο άρθρο 212 παρ. 4 του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα]

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

Προϋποθέσεις :

α) Δημόσια ωφέλεια : η ευρύτερη ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου είναι εντονότερη  από το γενικό συμφέρον της παρ. 1 του άρθρο 17 Σ, όπως και δεν εξισώνεται με την ωφέλεια του δημοσίου (=δημόσιο συμφέρον) διότι στοχεύει όχι στην εξυπηρέτηση του δημοσίου αλλά του κοινωνικού συνόλου.

Β) νομοθετική πρόβλεψη κατά την οποία η διοίκηση δρα καταρχήν με διακριτική ευχέρεια. Ως νόμος νοείται και η κανονιστική πράξη. Η πράξη πρέπει να αιτιολογείται τουλάχιστον από το φάκελο ως προς το σκοπό που επιδιώκεται, να εξειδικεύεται η ανάγκη που εξυπηρετείται με την απαλλοτρίωση. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κρίσιμο όριο.

Αρμόδια Όργανα :

Α) Ο ΓΓΠ (μετά το 2010 Ο Γ.Γ.Αποκεντρωμένης Διοίκησης)  για έργα που δεν έχουν ενταχθεί στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ)  έως 100.000 μ2, καθώς και για τις συμπληρωματικές απαλλοτριώσεις ανεξάρτητα των μ2.

Β) Στις λοιπές περιπτώσεις   με συναπόφαση  ο καθύλη αρμόδιος Υπουργός και ο Υπουργός Οικονομικών.

Γ) Εάν είναι υπέρ νπδδ  ο εποπτεύον Υπουργός.

Δ) Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όταν ο αρμόδιος από το σκοπό της απαλλοτρίωσης Υπουργός και ο Υπουργός Οικονομικών θεωρούν ότι η απαλλοτρίωση αφορά έργο μεγάλης σημασίας.

Βλ. ειδικότερα α. 1 ΚΑΑΑ

Τρόπος και χρόνος κήρυξης

Χρονικό σημείο κήρυξης της απαλλοτρίωσης είναι η ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης, που κηρύσσει την απαλλοτρίωση, στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ).  Εάν πρόκειται για ρυμοτομικό σχέδιο, ως ημερομηνία κήρυξης θεωρείται η ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος έγκρισης ή τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου 

Από τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης η απαλλοτρίωση θεωρείται ότι κηρύχθηκε.

Στη συνέχεια ένα αντίγραφο της απόφασης κήρυξης της απαλλοτρίωσης διαβιβάζεται από την αρχή που την εξέδωσε (Κτηματική Υπηρεσία ή Δ/νση Δημόσιας Περιουσίας) στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών και στον αρμόδιο Προϊστάμενο Κτηματολογικού Γραφείου για να την καταχωρήσουν.

Επίσης, σε περίπτωση που η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, η Κτηματική Υπηρεσία του Νομού στον οποίο βρίσκεται η έδρα της Περιφέρειας αποστέλλει στο αρμόδιο από το σκοπό της απαλλοτρίωσης Υπουργείο, αντίγραφο της απόφασης κήρυξης της απαλλοτρίωσης και στο Υπουργείο Οικονομικών αντίγραφο της εν λόγω απόφασης μαζί με δύο αντίτυπα του οικείου κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα.

Η πράξη κήρυξης είναι ατομική ή ατομική γενικού περιεχομένου προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο Στ΄ τμήμα του ΣτΕ ή το Ε΄ επι ρυμοτομικών –πολεοδομικών απαλλοτριώσεων.

Κατ’ άρθρα 5 παρ. 1 περ. ε΄ και 6 του π.δ/τος 361/2001 (ΦΕΚ Α΄ 244), αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων οποιασδήποτε διoικητικής αρχής, με τις οποίες κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων, υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΣΤ΄ Τμήματος του Σ.τ.Ε., με την εξαίρεση των περιπτώσεων κατά τις οποίες πράξεις εκδιδόμενες κατ’ εφαρμογή και κατά την ιδιαίτερη διαδικασία που προβλέπεται στη νομοθεσία για την χωροταξία, την πολεοδομία και την δόμηση γενικά συνεπάγονται την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων, οπότε οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Σ.τ.Ε. (Σ.τ.Ε. 2178/2004 Ολομ., 508, 509/2007. Η 508/2007 αφορούσε άρνηση ανακλήσεως απαλλοτριώσεως, η οποία είχε κηρυχθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1952 και του ν.δ/τος 2185/1952, τα οποία επέτρεπαν αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατά παρέκκλιση των προστατευτικών της ιδιοκτησίας συνταγματικών διατάξεων, για τον σκοπό της αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων).  

Αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεως με την οποία κηρύσσεται απαλλοτρίωση ακινήτου κατά την δημοτική νομοθεσία, υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΣΤ΄ Τμήματος (Σ.τ.Ε. 2178/2004 Ολομ., βλ και  Σ.τ.Ε. 1081/2012 Στ΄επταμελούς συνθέσεως που έκρινε ότι δεν υπάγονται στο ΔΕΦ contra στη  υπ’ αριθ. 3304/2011 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος).

Αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων, με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή απ’ ευθείας εξαγοράς ακινήτου, εντός του οποίου υπάρχουν μνημεία, για την προστασία των μνημείων αυτών, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, διότι οι διαφορές αυτές ανακύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, των αρχαιοτήτων και των μνημείων (άρθρα 18 και 19 του ν. 3028/2002) και όχι από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (βλ. Σ.τ.Ε. 568/2009, 1892, 2754/2008, 982/2005).

Η εξηκονθήμερη  προθεσμία για τους ιδιοκτήτες αρχίζει από την επομένη της επιδόσεως της αποφάσεως ή της πλήρους γνώσεως .

Η οριζόμενη στο άρθρο 5 παρ. 2 του προϊσχύσαντος του Κώδικα Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ν.δ/τος 797/71 (ΦΕΚ Α΄ 1) τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αρχίζει, προκειμένου για θιγομένους ιδιοκτήτες, όχι από τη δημοσίευση της πράξεως αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από την κοινοποίηση σ’ αυτούς ή τη γνώση καθ’ οιονδήποτε τρόπο της πράξεως αυτής (ΣΕ 1675/2004, 39/2003, 1208, 4159/2000).

Η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης υπό το καθεστώς ισχύος του Κώδικος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001), είναι, του Κώδικος αυτού μη προβλέποντος ειδική προθεσμία, εξηκονθήμερη, αρχίζει δε, προκειμένου για τρίτους και όχι για τους θιγόμενους ιδιοκτήτες, από τη δημοσίευση της πράξεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Σ.τ.Ε. 1889/2006 Ολομ., 1712/2009).

Κατ’ άρθρα 29 παρ. 9 του ν. 2882/2001, 274 και 275 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995) η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως που κηρύσσει αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ δήμων και κοινοτήτων είναι 60 ημερών και αρχίζει για εκείνον που αφορά η απαλλοτριωτική πράξη όχι από την δημοσίευση αυτής, αλλά από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της πράξεως αυτής ή από την κατ’ άλλον τρόπον πλήρη γνώση αυτής από αυτό μετά την δημοσίευσή της (Σ.τ.Ε. 2486-7/2006 Ολομ.).

Η κατ’ αρχήν μη κίνηση της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά ανυποστάτου πράξεως αποβλέπει στην προστασία του διοικουμένου από την μετά την πάροδο μακρού ενδεχομένως χρόνου εις βάρος του εφαρμογή της πράξεως αυτής, την οποία δεν μπορούσε να προσβάλει εγκαίρως, εφόσον, ελλείψει γνωστοποιήσεώς της δια της δημοσιεύσεως, την αγνοούσε. Ο δικαιολογητικός, όμως, αυτός λόγος δεν συντρέχει στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εγνώριζε την πράξη αυτή και το περιεχόμενό της πλήρως σε χρόνο απέχοντα πλέον της νόμιμης προθεσμίας από την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής. Συνεπώς, αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, που ασκήθηκε μετά τέσσερα περίπου έτη από την γνώση της πράξεως αυτής από την αιτούσα, είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανυπόστατη ως μη δημοσιευθείσα νομίμως [βλ. Σ.τ.Ε. 598/2006, 2009/2005 (και οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούν απαλλοτρίωση κηρυχθείσα κατά τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, η σχετική με την οποία πράξη δημοσιεύθηκε σε ημερήσια εφημερίδα), πρβλ. και Σ.τ.Ε. 3619, 3620, 3622 και 3625/2005].

 Δεν χωρεί αναστολή εκτελέσεως εάν δεν έχει υποβληθεί πράξη προσδιορισμού τιμής μονάδας (ΣτΕ 689/2002).

Η απόφαση κηρύξεως απαλλοτριώσεως υπέρ Ο.Τ.Α. πρέπει να δημοσιευθεί σε ημερήσια εφημερίδα του νομού (άρθρο 212 παρ. 7 του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ίδια ρύθμιση και υπό τον προηγούμενο Κώδικα άρθρο 275 παρ. 7 π.δ. 410/1995), ενώ η εκδιδόμενη κατά τον ν. 2882/2001 απόφαση κηρύξεως απαλλοτριώσεως πρέπει να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 1 παρ. 2 του ν.2882/2001).

Η κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 275 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995, ΦΕΚ Α΄ 231) κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση όχι απλής περιλήψεως, αλλά αυτουσίου του κειμένου της σχετικής αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου στην εφημερίδα που εκδίδεται στο νομό, όπως ειδικότερα προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου 275, η κατά τον τρόπο δε αυτό δημοσίευση αποτελεί συστατικό τύπο της νομίμου υποστάσεως της αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η παράλειψη του οποίου συνεπάγεται το ανυπόστατο αυτής. Εξάλλου, στο αυτουσίως δημοσιευόμενο κείμενο της απαλλοτριωτικής αποφάσεως πρέπει να μνημονεύονται, επίσης επί ποινή ανυποστάτου της πράξεως αυτής, ως συστατικά στοιχεία της, α) η απαλλοτριούμενη έκταση κατά θέση και εμβαδόν, β) οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες, γ) το πρόσωπο υπέρ του οποίου κηρύσσεται η απαλλοτρίωση κα δ) ο σκοπός δημοσίας ωφελείας, ο οποίος επιδιώκεται με την απαλλοτρίωση (βλ. Σ.τ.Ε. 2060, 4020/1996, 4315/1998, 4160/1999, 4, 2826, 3536/2000, 569, 1063, 2063, 2542, 3280/2001, 1531/2003, 1678/2004, 2009/2005).

Για την νόμιμη υπόσταση πράξεως περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δεν απαιτείται να περιλαμβάνονται στο δημοσιευμένο στην εφημερίδα κείμενο αυτής στοιχεία όπως η σύνθεση του οργάνου, το οποίο έλαβε τη σχετική απόφαση, η πλειοψηφία, με την οποία ελήφθη η απόφαση αυτή, τα μειοψηφήσαντα και τα απόντα μέλη, ή οι προς το όργανο αυτό εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά αρκεί να περιλαμβάνονται στο κείμενο αυτό εκείνα μόνον τα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για να προσδιορισθεί η υπό απαλλοτρίωση έκταση, ο σκοπός της απαλλοτριώσεως και το πρόσωπο υπέρ του οποίου αυτή κηρύσσεται, ώστε να είναι σε θέση ο θιγόμενος από την απαλλοτρίωση να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την προστασία των εννόμων συμφερόντων του (αποτεινόμενος στις αρμόδιες υπηρεσίες για να λάβει γνώση του φακέλλου της υποθέσεως, ο οποίος αφορά την απαλλοτρίωση και από την μελέτη του οποίου θα προκύψουν ενδεχόμενες πλημμέλειες, και να ασκήσει στη συνέχεια αίτηση ακυρώσεως).

Η νομολογία δέχεται ότι αρκεί να προκύπτουν τα ανωτέρω ελάχιστα στοιχεία κατά τρόπο αναμφίβολο και δεν χρειάζεται να διατυπώνονται πανηγυρικά. Έτσι κρίθηκε ότι έχει νόμιμη υπόσταση πράξη Δημοτικού Συμβουλίου περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφόσον προκύπτει σαφώς από το δημοσιευθέν στον τύπο κείμενο της πράξεως, στο οποίο αναφέρεται ότι η δαπάνη αποζημιώσεως των απαλλοτριουμένων ακινήτων βαρύνει τον προϋπολογισμό του Δήμου, ότι η απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ του εν λόγω Δήμου και  δεν καθιστά δε ανυπόστατη την πράξη το γεγονός ότι δεν αναφέρεται και ρητώς ότι η επίμαχη απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ του Δήμου τούτου. Εξάλλου, στο δημοσιευμένο κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου αναφέρεται ρητώς ο λόγος δημόσιας ωφέλειας, για τον οποίο κηρύσσεται η απαλλοτρίωση (το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε «την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης … για την ανέγερση του βρεφονηπιακού σταθμού και … για την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων»), δεν χρειαζόταν δε να παρατίθενται στο κείμενο αυτό οι ειδικότεροι λόγοι που επιβάλλουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την κατασκευή των ανωτέρω εγκαταστάσεων, δηλαδή η αιτιολογία της πράξεως περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως, ενόψει μάλιστα του ότι η επίμαχη έκταση έχει αφορισθεί για το συγκεκριμένο σκοπό με το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο (Σ.τ.Ε. 598/2006).

Η δημοσίευση του κτηματολογικού πίνακα και του διαγράμματος δεν επιβάλλεται ούτε από τις γενικές  διατάξεις ούτε από άλλη ειδική διάταξη.  Παρόμοια δημοσίευση απαιτείται µόνο για τα διαγράμματα των πολεοδομικών απαλλοτριώσεων, τα οποία πρέπει να δημοσιευθούν μαζί µε τα διατάγματα για έγκριση της επέκτασης ή της τροποποίησης των σχεδίων πόλεων, σύμφωνα µε το άρθρο 3 παρ. 2 ν.δ. 17.7.1923, σε συνδυασμό µε το β.δ. 1/16 Φεβρουαρίου 1833, επειδή αποτελούν ουσιώδη στοιχεία των απαλλοτριώσεων, που κηρύσσονται µε βάση αυτά, μιας και σ’ αυτά απεικονίζονται οι οικοδομικές γραμμές, οι ρυμοτομικές και οι υπόλοιπες διευθετήσεις.

Η παράλειψη ή η εσφαλμένη δημοσίευση στοιχείων της πράξης απαλλοτρίωσης επάγεται την ακυρότητά της, εφόσον πρόκειται για ουσιώδη στοιχεία της.  Γι’ αυτό επιβάλλεται η αναδημοσίευσή της, έτσι ώστε να αρχίσουν τα έννομα αποτελέσματα, που απορρέουν από αυτή.

Μη δημοσιευθείσα προσηκόντως απόφαση περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακυρώνεται, εάν έχει ήδη εφαρμοσθεί, όπως όταν έχει εκδοθεί απόφαση περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημιώσεως. [Βλ. την Σ.τ.Ε. Ολομ. 87/2011, με την οποία έγινε δεκτό ότι κανονιστικές πράξεις, οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί, είναι μεν ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Μεταφερόμενη η άποψη αυτή στις δημοσιευτέες ατομικές πράξεις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι ακυρωτέες, για λόγους ασφαλείας του δικαίου ακόμη και αν δεν έχουν εφαρμοσθεί. Το ότι αυτό εννοεί η ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας συνάγεται και από τη δεύτερη μειοψηφία, που δέχεται ότι ακυρωτέα είναι η μη δημοσιευθείσα πράξη, όταν έχει ήδη εφαρμοσθεί ή έχει εκδηλωθεί σαφής πρόθεση της Διοικήσεως να την εφαρμόσει.]

H αιτιολογία της απόφασης για την κήρυξη  της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης .

Για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης δεν αρκεί να μνημονεύεται απλά η φράση του νόμου «για λόγο δημόσιας ωφέλειας».  Η αιτιολογία της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης, επειδή δεν επιβάλλεται ειδικά από το νόμο, δεν απαιτείται να προκύπτει πλήρως από το σώμα της πράξης, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται περιληπτικά συγκεκριμένος λόγος δημόσιας ωφέλειας.  Αποτελεί, όμως, αυτή ουσιώδη τύπο, η παράβαση του οποίου παρέχει νόμιμο λόγο ακύρωσής της.  Εάν λείπει η αιτιολογία, η διοίκηση έχει την υποχρέωση να ανακαλέσει την πράξη της.

Για την κήρυξη απαλλοτριώσεως, δηλαδή, απαιτείται να συντρέχει λόγος δημοσίας ωφελείας που να προβλέπεται από διάταξη νόμου. Ο Κώδικας δηλαδή Απαλλοτριώσεων δεν προβλέπει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, προς εξυπηρέτηση των οποίων επιτρέπεται η κήρυξη απαλλοτριώσεως (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 : «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, … εφόσον επιτρέπεται από το νόμο, για δημόσια ωφέλεια, κηρύσσεται …»). Η κατασκευή οδών π.χ. ανάγεται σε σκοπό δημοσίας ωφελείας για τον οποίο επιτρέπεται, κατ’ άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, η απαλλοτρίωση των προς τούτο αναγκαιούντων ακινήτων με το άρθρο 23 του Π.Δ. της 25/28.11.1929 (βλ. Σ.τ.Ε. 4159/2000, 809/2005).

Το ότι από τον νόμο επιτρέπεται η κήρυξη απαλλοτριώσεως για ορισμένο σκοπό δημοσίας ωφελείας δεν σημαίνει ότι απαλλάσσεται η Διοίκηση από την υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί παρίσταται αναγκαία η κήρυξη της απαλλοτριώσεως στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Κατ’ άρθρο 274 του π.δ/τος 410/1995, η διάνοιξη ή διαπλάτυνση δημοτικής ή κοινοτικής οδού συνιστά σκοπό δημοσίας ωφελείας, χάριν του οποίου επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων. Η εκτίμηση της συνδρομής των όρων που συνιστούν τη δημόσια ωφέλεια στη συγκεκριμένη περίπτωση και ειδικότερα η εκτίμηση για την έκταση του αναγκαίου χώρου και η επιλογή της θέσεως του ανήκουν στην ουσιαστική εκτίμηση της Διοικήσεως. Δοθέντος, όμως, ότι η πράξη κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως συνιστά μέτρο επαχθές που συνεπάγεται ακούσια στέρηση της ιδιοκτησίας, η Διοίκηση υποχρεούται να αιτιολογεί τις σχετικές πράξεις της με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων από τα οποία, παρατιθέμενα στην ίδια την πράξη απαλλοτριώσεως ή συναγόμενα από τον φάκελο, να προκύπτει η ανάγκη λήψεως του επαχθούς αυτού μέτρου, καθώς και ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο λιγότερο επαχθή για τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωμένου ακινήτου τρόπο (Σ.τ.Ε. 2368/1999, 2088/1998).

Θα πρέπει να προσεχθεί όμως ότι πολλές φορές οι επιλογές της διοίκησης στηρίζονται σε προγενέστερες ατομικές διοικητικές πράξεις που καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας, εφόσον δεν προσβάλλονται στην ακυρωτική δίκη κατά της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Έτσι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα της χαράξεως οδού, στην κατασκευή της οποίας αποβλέπει η κηρυσσόμενη απαλλοτρίωση, και προβάλλεται ότι αναιτιολογήτως και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοικήσεως προκρίθηκε η συγκεκριμένη χάραξη της οδού αυτής, ενώ έπρεπε να έχει γίνει διαφορετική χάραξή της και να μη καταλαμβάνει το ακίνητο της αιτούσης εταιρίας, στο οποίο λειτουργεί η επιχείρησή της, να συνεπάγεται δε μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι δεν αφορούν πλημμέλειες της προσβαλλομένης πράξεως περί κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, αλλά προγενέστερης πράξεως, με την οποία τροποποιήθηκε το γενικό πολεοδομικό σχέδιο του οικείου Δήμου και καθορίσθηκε η συγκεκριμένη χάραξη της επίμαχης οδού (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1475/2004). Η απόφαση δε αυτή περί τροποποιήσεως του γενικού πολεοδομικού σχεδίου δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση, διότι συνάγεται τεκμήριο πλήρους γνώσεως αυτής εκ μέρους της αιτούσης σε χρόνο απέχοντα περισσότερο από εξήντα ημέρες από την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως (Σ.τ.Ε. 809/2005).

Η διοικητική πράξη για την απαλλοτρίωση είναι άκυρη, εάν στερείται παντελώς αιτιολογίας ή εάν έχει ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία.  Η εσφαλμένη, όμως, αιτιολογία της πράξης για την απαλλοτρίωση ως προς το όνομα  του ιδιοκτήτη ή την περιγραφή του ακινήτου, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της πράξης, επειδή η νομιμότητα της κρίνεται από το διατακτικό της. Έτσι η εσφαλμένη μνεία του ονόματος του ιδιοκτήτη ή η πλήρης παράλειψή του ή ο ελλιπής ή εσφαλμένος προσδιορισμός του κτήματος, εφόσον δεν δημιουργείται αμφιβολία για το πράγμα που απαλλοτριώνεται, δεν επηρεάζει το κύρος της πράξης της απαλλοτρίωσης, διότι αυτή αφορά «το πράγμα ανεξαρτήτως του προσώπου του μέχρι τότε κυρίου».

ΟΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΕΣ ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ.

ΤΗΡΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ .

Της αποφάσεως περί κηρύξεως απαλλοτριώσεως πρέπει να προηγείται η διαδικασία που προβλέπει η νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος για την κατασκευή έργου, όταν η απαλλοτρίωση αφορά έργο που εμπίπτει στην νομοθεσία αυτή, (χωροθέτηση, έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή σήμερα ΑΕΠΟ), καθώς και ο αναγκαίος πολεοδομικός σχεδιασμός.

Για την έναρξη πραγματοποιήσεως έργου κατατασσομένου στην πρώτη κατηγορία απαιτείται η προηγουμένη κατάρτιση σχετικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η έκδοση αποφάσεως εγκριτικής των περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ).

Ως έναρξη δε πραγματοποιήσεως του έργου θεωρείται, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 1650/1986, όχι μόνον η υλική ενέργεια εκτελέσεως του έργου, αλλά και η έκδοση οιασδήποτε διοικητικής πράξεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη της κατασκευής του έργου (από ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα), όπως η διοικητική πράξη, με την οποία κηρύσσεται απαλλοτρίωση ακινήτων αναγκαίων για την εκτέλεση του έργου (Σ.τ.Ε. 1090/1993, 3544/1996, 4115/1999, 2479/2001, 2146/2002, 3076/2004). Η παράλειψη εκδόσεως αποφάσεως περί εγκρίσεως όρων προ της κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, προς την οποία εξομοιούται η δια της δικαστικής αποφάσεως ακύρωση της αποφάσεως αυτής, καθιστά και την περί κηρύξεως απαλλοτριώσεως πράξη ακυρωτέα (Σ.τ.Ε. 1573/2001).

Συνεπώς, απόφαση περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, της εκδόσεως της οποίας προηγήθηκε απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχει την μορφή ερωτηματολογίου του Πίνακος 3 του άρθρου 16 της προαναφερθείσης 69269/5387/1990 κοινής υπουργικής αποφάσεως, είναι ακυρωτέα, διότι  εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί, για το έργο στο οποίο αφορά, πράξη εγκρίσεως μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που να έχει τα κατά τις διατάξεις του ν. 1650/1986 απαιτούμενα χαρακτηριστικά της ολοκληρωμένης και συστηματικής επιστημονικής μελέτης (βλ. Σ.τ.Ε. 2792/2006).

Από τα άρθρα 3 και 4 παρ. 1, 2α και 2β του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3010/2002 (ΦΕΚ Α΄ 91), και τα άρθρα 3, 4, 5 και 6 της ΚΥΑ ΗΠ. 15393/2332/5.8.2002 (ΦΕΚ Β΄ 1022) και 8 και 9 της ΚΥΑ ΗΠ 11014/703/Φ.104/14.3.2003 (ΦΕΚ Β΄ 332) συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση έργου οδοποιίας που αφορά δημοτικές και κοινοτικές οδούς, εκτός σχεδίων πόλεων ή ορίων οικισμών, καθώς και εντός των ορίων παραδοσιακών οικισμών, εφόσον δεν προβλέπονται από σχέδιο πόλεως, το οποίο έργο κατατάσσεται στην υποκατηγορία 3 της δεύτερης (Β) κατηγορίας έργων του άρθρου 3 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002, απαιτείται, κατ’ αρχήν, να τηρηθεί προηγουμένως η διαδικασία υποβολής περιβαλλοντικής εκθέσεως ή προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης και της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (Σ.τ.Ε. 2486-7/2006 Ολομ.).

Με το άρθρο 24 του Συντάγματος προστατεύεται το φυσικό περιβάλλον και, σε συνάφεια με την προστασία αυτή, επιτάσσεται ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, ουσιώδες στοιχείο του οποίου είναι το οδικό δίκτυο, υποκείμενο, λόγω της διασυνδέσεως των επί μέρους υποσυστημάτων του και της ιεραρχήσεώς τους, σε συνολικό σχεδιασμό, βάσει των οικείων νομίμων κριτηρίων, έτσι ώστε να καθίσταται και τούτο βιώσιμο. Τούτου έπεται ότι το οδικό δίκτυο υπόκειται σε συνολικό σχεδιασμό και διαχείριση τόσο σε επίπεδο εθνικών ή επαρχιακών οδών, όσο και σε επίπεδο μονάδας τοπικής αυτοδιοικήσεως, προκειμένου για δημοτικές ή κοινοτικές οδούς. Στη διαχείριση περιλαμβάνεται και ο εκσυγχρονισμός του οδικού δικτύου, μεταξύ άλλων, δηλαδή, και η τροποποίησή του με τη διάνοιξη νέας ή την κατάργηση υπάρχουσας οδού, προκειμένου τούτο να προσαρμοσθεί προς νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Σε κάθε περίπτωση τα κριτήρια σχεδιασμού και διαχειρίσεως του οδικού δικτύου πρέπει να είναι σαφή, εξειδικευμένα και να συνδέονται προς τα υπόλοιπα στοιχεία του χωροταξικού σχεδίου. Εξάλλου, το οδικό δίκτυο ενός ΟΤΑ δεν αποτελεί τοπική του υπόθεση, εφ’ όσον συνάπτεται τόσο με το υπόλοιπο δίκτυο της χώρας, όσο και με την προστασία των γεωσυστημάτων του φυσικού χώρου, τα οποία αποτελούν στοιχείο της εθνικής φυσικής κληρονομιάς. (βλ. Σ.τ.Ε. 2486-7/2006 Ολομ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79 (που προήλθε από το άρθρο 1 του π.δ. της 24.4/3.5.1985 και το άρθρο 1 του Π.Δ. 20/30.8.1985), 89 (που προήλθε από το άρθρο 2 του Π.Δ. 20/30.8.1985 και το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Δ. 14/23.2.1987) και 91 (που προήλθε από το άρθρο 4 του Π.Δ. 20/30.8.1985) του κεφαλαίου Β΄ του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας» (Π.Δ. της 14/27.7.1999 Δ΄ 580), καθώς και των άρθρου 19 παρ. 2 και 25 παρ. 9 περίπτ. β΄ του ν. 2508/1997 (ΦΕΚ Α΄ 124), συνάγεται ότι για την πολεοδόμηση οικισμού μέχρι 2.000 κατοίκων, ο οποίος έχει δημιουργηθεί μέχρι την ισχύ του ν. 1337/1983 και δεν προϋφίσταται του 1923, στερείται δε σχεδίου πόλεως, έχει χαρακτηρισθεί παραδοσιακός και του οποίου τα όρια δεν έχουν καθορισθεί σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, απαιτείται σύνταξη πολεοδομικής μελέτης που εγκρίνεται με Προεδρικό Διάταγμα και εντάσσεται στο πλαίσιο γενικότερου πολεοδομικού σχεδιασμού που απεικονίζεται στα χωροταξικά σχέδια των νομών, στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο και τις συναφείς μελέτες οι οποίες περιέχουν, πλην άλλων, εκτίμηση των αναγκών σε κοινόχρηστους χώρους. Συνεπώς, καταρχήν, επί του ανωτέρω μέχρι 2.000 κατοίκων οικισμού απαιτείται, κατά τους κανόνες της ορθολογικής χωροταξίας, ευρύτερος πολεοδομικός σχεδιασμός με την κατάρτιση σχεδίου πόλεως. Εξάλλου, επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω γενικότερου συνολικού σχεδιασμού, η έγκριση τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου προς καθορισμό, μεταξύ άλλων, κοινοχρήστων χώρων, η όλως εξαιρετική όμως αυτή ρύθμιση περιορίζεται σε αντιμετώπιση όλως εντετοπισμένων και εξαιρετικών αναγκών σε κοινόχρηστους χώρους που δεν εξέρχονται των ορίων παλαιών οικισμών και δεν μπορεί να περιλάβει γενικότερη διαμόρφωση κοινοχρήστων χώρων. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης μη νομίμως προβαίνουν σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για τη δημιουργία οδών σε οικισμό με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, εφόσον προηγουμένως δεν έχει συνταγεί πολεοδομική μελέτη που εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα και εντάσσεται στο πλαίσιο γενικότερου πολεοδομικού σχεδιασμού, προϋπόθεση για την έγκριση της οποίας είναι ο καθορισμός των ορίων του οικισμού σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας. Τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από την υποχρέωση τηρήσεως διαδικασίας προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, η οποία αποβλέπει σε περιβαλλοντική αδειοδότηση και όχι σε πολεοδομικό σχεδιασμό (βλ. Σ.τ.Ε. 2486-7/2006 Ολομ.).

Ο σχεδιασμός του οδικού δικτύου λαμβάνει κατ’ αρχήν χώρα, ως προς τις γενικές κατευθύνσεις αυτού, σε επίπεδο τουλάχιστον περιφέρειας και αποτελεί ουσιώδες και αναπόσπαστο τμήμα του οικείου περιφερειακού χωροταξικού σχεδίου, δεδομένου ότι δεν νοείται σχεδιασμός οδικού δικτύου ανεξάρτητος και ασύνδετος προς τις χρήσεις γης, τις οποίες προβλέπει το χωροταξικό τούτο σχέδιο. Οίκοθεν νοείται ότι το περιφερειακό αυτό σχέδιο εναρμονίζεται προς τις αρχές και κατευθύνσεις του εθνικού χωροταξικού σχεδίου. Η εξειδίκευση του ως άνω περιφερειακού οδικού δικτύου γίνεται τουλάχιστον σε επίπεδο νομού από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, ο οποίος, ως όργανο όχι της τοπικής αυτοδιοικήσεως, αλλά της κεντρικής διοικήσεως, λαμβάνει μέριμνα για την προσαρμογή αυτού προς τις τοπικές συνθήκες, αλλά και την εναρμόνισή του προς το συνολικό οδικό δίκτυο της περιφέρειας. Η εξειδίκευση στο επίπεδο αυτό περιλαμβάνει κάθε πράξη σχεδιασμού, διαχειρίσεως και εκσυγχρονισμού του οδικού δικτύου και περιλαμβάνει την διάνοιξη, κατάργηση, διαπλάτυνση κ.ο.κ. οδών, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, οποιαδήποτε επέμβαση στο οδικό δίκτυο, οσονδήποτε περιορισμένη, έχει επιπτώσεις επί των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και την οικιστική, τουριστική κ.λπ. ανάπτυξη. Το τελικό στάδιο της υλοποιήσεως του ως άνω σχεδιασθέντος οδικού δικτύου γίνεται σε επίπεδο οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως πρώτου βαθμού με την έκδοση των αναγκαίων για την εφαρμογή του διοικητικών πράξεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 746/2007, 1679/2008). Eιδικώς επί οικισμών μέχρι 2000 κατοίκων, οι οποίοι προϋφίστανται του 1923, οι κανόνες της ορθολογικής χωροταξίας επιβάλλουν, σε περίπτωση που παρίσταται αναγκαία γενικότερη διαμόρφωση κοινοχρήστων χώρων εντός του οικισμού, τον ευρύτερο πολεοδομικό σχεδιασμό με την κατάρτιση πολεοδομικής μελέτης, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του οικείου χωροταξικού σχεδίου. Αλλά και, σε περίπτωση που απαιτείται η αντιμετώπιση όλως εντετοπισμένων και εξαιρετικών αναγκών, που δεν εξέρχονται των ορίων του παλαιού οικισμού, όπως, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός νέων κοινοχρήστων χώρων ή η τροποποίηση ήδη υφισταμένων προς προσαρμογή σε νέες ανάγκες και απαιτήσεις αποκλειστικώς του παλαιού οικισμού, και πάλι οι κανόνες της ορθολογικής χωροταξίας επιβάλλουν, για την αντιμετώπιση των αναγκών αυτών, την έγκριση, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω γενικότερου συνολικού σχεδιασμού, τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου και δεν επιτρέπουν την λήψη της σχετικής με την δημιουργία ή την τροποποίηση των κοινοχρήστων χώρων – όσο περιορισμένη και αν είναι η επέμβαση σε αυτούς – αποφάσεως από τον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του κατά πόσο δικαιολογείται η συνέχιση της υπάρξεως οικισμών χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως, εν πάση περιπτώσει δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την εφεξής επέμβαση στους κοινόχρηστους χώρους ενός τέτοιου οικισμού χωρίς προηγούμενο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και την διαιώνιση της δημιουργίας κοινοχρήστων χώρων αποσπασματικά, χωρίς προηγούμενο συνολικό σχεδιασμό, προς αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών που ανακύπτουν κάθε φορά και μετά από εκτίμηση τοπικών μόνον συνθηκών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως μη νομίμως προβαίνουν σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για την δημιουργία, την διαπλάτυνση κ.λπ. οδών ή άλλων κοινοχρήστων χώρων σε οικισμούς προϋφισταμένους του 1923, διότι το ζήτημα τούτο έχει σχέση με τον σχεδιασμό του οδικού δικτύου, με ζήτημα δηλαδή το οποίο υπάγεται, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα της κεντρικής διοικήσεως και όχι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως (Σ.τ.Ε. 786, 787, 952/2008, πρβλ. Σ.τ.Ε. 747/2007, 2486-7/2006, 3/2002).

 ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΗΡΥΞΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

 1. Κτηματολογικός πίνακας και διάγραμμα

Για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης απαιτείται η σύνταξη αλλά όχι και η δημοσίευση  :

α) Κτηματολογικού διαγράμματος που απεικονίζει την έκταση που θα απαλλοτριωθεί και τις μερικότερες ιδιοκτησίες που περιλαμβάνει και

β) Κτηματολογικού πίνακα, που εμφανίζει τους εικαζόμενους ιδιοκτήτες των ακινήτων, που απαλλοτριώνονται, το εμβαδόν, καθώς και όλα τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των συστατικών, κατασκευών, εγκαταστάσεων κ.λπ., που βρίσκονται σε αυτά, ώστε να μπορεί η διοίκηση να κρίνει από τον όλο φάκελο το νόμιμο και το κοινωνικά σκόπιμο και ωφέλιμο για την έκδοση της πράξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.  Πάντως τυχόν παράλειψη μνείας στον κτηματολογικό πίνακα των ευρισκομένων στο υπό απαλλοτρίωση ακίνητο κτισμάτων δεν επηρεάζει το κύρος της πράξεως περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 809/2005). Η ατελής όμως περιγραφή των κτηματολογικών στοιχείων σε ουσιώδη σημεία μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (διότι ο νομοθέτης θέλει η διοίκηση να έχει πλήρη γνώση για τη θέση, το εμβαδόν, τον προορισμό και τα υπόλοιπα γνωρίσματα των απαλλοτριούµενων ακινήτων.  Η γνώση της διοίκησης είναι ουσιώδης τύπος της διαδικασίας για την πράξη της κήρυξης της απαλλοτρίωσης .Τυχόν επουσιώδεις ανακρίβειες των κτηματολογικών στοιχείων δεν αποτελούν λόγο ακύρωσης της πράξης απαλλοτρίωσης (ΣτΕ 492/19920).

Από τις διατάξεις του Κώδικα απαλλοτριώσεων ( τότε ν.δ/τος 797/1971) προκύπτει ότι υφίσταται υποχρέωση των οργάνων του Δημοσίου, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγείται της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, να αποτυπώσουν ακριβώς τα τμήματα των απαλλοτριωμένων ακινήτων, τα οποία απομένουν εκτός της απαλλοτριουμένης εκτάσεων και των οποίων η αξία απομειούται ή εκμηδενίζεται λόγω της απαλλοτριώσεως και, συνεπώς, οι σχετικές με το θέμα αυτό αγωγές αποζημιώσεως υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Σ.τ.Ε. Α΄ Τμήμα 12/2010).

Η δηµοσίευση του κτηµατολογικού διαγράµµατος και του κτηµατολογικού πίνακα στο ΦΕΚ δεν επιβάλλεται (ΟλΣτΕ 1272/70, ΝοΒ 1971/98, ΟλΣτΕ 3394/70, ΝοΒ 1971.906). Επίσης η αναγραφή του κτηµατολογικού πίνακα πάνω στο κτηµατολογικό διάγραµµα δεν απαγορεύεται (ΟλΣτΕ 3597/74, ΝοΒ 1975.986)

Για να είναι αιτιολογηµένη η πράξη της διοίκησης, µε την οποία κηρύσσεται η απαλλοτρίωση, όλα τα παραπάνω πρέπει να προκύπτουν από το φάκελο που αποστέλλεται στο Υπουργείο Οικονοµικών από τον αρµόδιο, σύµφωνα µε το σκοπό της απαλλοτρίωσης, Υπουργό.

Από το φάκελο της απαλλοτρίωσης και κυρίως από τον κτηµατολογικό πίνακα και το διάγραµµα, θα κριθεί η απαλλοτριούµενη έκταση, η οποία και θα αποτελέσει το αντικείµενο της διαδικασίας για τον προσδιορισµό της αποζηµίωσης και την αναγνώριση των δικαιούχων.

Με το άρθρο 275 παρ. 3 του π.δ/τος 410/1995 καθιερώνεται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας των δημοτικών και κοινοτικών απαλλοτριώσεων η σύνταξη αφενός μεν : α) κτηματολογικού διαγράμματος, αφετέρου δε, β) κτηματολογικού πίνακα και τέλος γ)  μελέτης ή προμελέτης ή προκαταρκτικής μελέτης του έργου που τυχόν πρόκειται να εκτελεσθεί. Τα ανωτέρω πρέπει να συντάσσονται πριν από την συνεδρίαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, στην οποία αποφασίζεται η κήρυξη της συγκεκριμένης απαλλοτριώσεως και περαιτέρω, πρέπει απαραίτητα να γίνεται στο σώμα της αποφάσεως περί απαλλοτριώσεως μνεία του διαγράμματος και του πίνακα, καθώς και της μελέτης με όλα τα ειδικά προσδιοριστικά τους στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός τους, η χρονολογία τους και το όνομα του συντάκτη τους (βλ. Σ.τ.Ε. 1765/2006).

2. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Κατ’ άρθρο 38 παρ. 6 του π.δ/τος 410/1995, της κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δημοτικών και κοινοτικών ακινήτων από την Διοίκηση απαιτείται να προηγείται γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Η γνωμοδότηση αυτή δεν προβλέπεται ως σύμφωνη. Συνεπώς, η τυχόν αρνητική γνωμοδότηση του Ο.Τ.Α. δεν εμποδίζει την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δημοτικού ή κοινοτικού κτήματος (Σ.τ.Ε. 3451/1998 Ολομ.).

3.ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Κατ’εξαίρεση, για την κήρυξη κατεπειγουσών ή ειδικής φύσης απαλλοτριώσεων, αντί του κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος, απαιτείται διάγραµµα οριζοντιογραφίας που να εμφανίζει την απαλλοτριούµενη έκταση. Η κήρυξη της απαλλοτρίωσης ως κατεπείγουσας ανάγεται στην ελεύθερη εκτίμηση της διοίκησης, η οποία δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει το χαρακτηρισμό της

Η παρ. 2 του άρθρου 2 ν.δ. 797/71 προβλέπει τη δυνατότητα κήρυξης απαλλοτρίωσης για την εκτέλεση έργων οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ή θεραπείας έκτακτων κοινωνικών αναγκών, µε απλό διάγραµµα οριζοντιογραφίας, το οποίο πρέπει να εικονίζει την απαλλοτριωτέα έκταση χωρίς τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία θα περιλάβανε κανονικά το κτηματολογικό διάγραµµα και ο κτηματολογικός πίνακας. 

Για το νομότυπο της απαλλοτρίωσης αυτής δεν απαιτείται, σύμφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 2 και η προϋπόθεση του στοιχείου του κατεπείγοντος της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (παρόλο που µάλλον αυτός είναι ο λόγος της θέσπισής του) ή η δημοσίευση του διαγράμματος της οριζοντιογραφίας στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Πρέπει, όμως, στην απόφαση κήρυξής της να γίνεται μνεία της µη τήρησης των υπόλοιπων όρων ή προϋποθέσεων και να ορίζεται και η προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να συνταχθούν ο κτηματολογικός πίνακας και το κτηματολογικό διάγραµµα.  Η προθεσμία αυτή δεν υπερβαίνει το εξάμηνο και μπορεί να παραταθεί για ένα ακόμη εξάμηνο µε απόφαση των Υπουργών, που κήρυξαν την απαλλοτρίωση, διαφορετικά θεωρείται ότι έχει ανακληθεί αυτοδίκαια η απαλλοτρίωση, οπότε και θα εφαρμοσθούν κατά αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 11 ν.δ. 797/71.

4. ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

Η Κτηµατογράφηση εντάσσεται στο κεφάλαιο αναγνώρισης των δικαιούχων αποζημίωσης, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και αποβλέπει στον έλεγχο, τη διόρθωση και την τυχόν αναγκαία συμπλήρωση των κτηματολογικών στοιχείων, µε βάση τα οποία κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση.

Η Κτηµατογράφηση αποτελεί αναγκαία τεχνική προϋπόθεση για τη δικαστική αναγνώριση των δικαιούχων.  Στην πραγματικότητα αποτελεί επανάληψη, ενδεχομένως έλεγχο και συμπλήρωση της πρώτης τοπογραφικής εργασίας και συγχρόνως σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα, σε συσχετισμό µε την εφαρμογή των τίτλων ιδιοκτησίας.

Η σημασία της Κτηµατογράφηση είναι καθοριστική, διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο στηρίζεται, κυρίως, σε αυτή για την αναγνώριση των δικαιούχων και επειδή η απόφασή του είναι τελεσίδικη και αμετάκλητη.

Η ζημία του ιδιοκτήτη από τα τυχόν σφάλματα του κτηματολογικού πίνακα, του διαγράμματος και της κτηματογράφησης μπορεί να αξιωθεί δικαστικά κατά την κρατούσα νοολογία, µόνο µε τη χρονοβόρα τακτική αγωγή κατά του δημοσίου, σύμφωνα µε το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, επειδή ο μηχανικός της κτηματογράφησης θεωρείται όργανο του δημοσίου.

5. ΣΦΑΛΜΑΤΑ, ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ, ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ, ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Η κλήτευση των διαδίκων στη δίκη της απαλλοτρίωσης γίνεται µε βάση τα στοιχεία, που προκύπτουν από τον κτηματολογικό πίνακα και το διάγραµµα.  Η δίκη κατά την κρατούσα νοολογία διεξάγεται νόμιμα µε αυτούς, που εικάζονται ως διάδικοι στα τοπογραφικά στοιχεία οι οποίοι και θεωρούνται «ενδιαφερόμενοι» στη δίκη της απαλλοτρίωσης.

Ο ιδιοκτήτης, που δεν µμνημονεύεται στον κτηματολογικό πίνακα και δεν καλείται στη δίκη, αν δεν λάβει γνώση της για να παρέμβει, βλέπει να αφαιρείται η ιδιοκτησία του, χωρίς να μετέχει στη δίκη προσδιορισμού της αποζημίωσης, επειδή αντί γι’αυτόν αναφέρεται στα κτηματολογικά στοιχεία ως ιδιοκτήτης και καλείται στη δίκη ο προκτήτοράς του ή πρόσωπο άσχετο ή το ακίνητό του αναφέρεται ως άγνωστου ιδιοκτήτη.

Αλλά και η ανακριβής εγγραφή του εμβαδού και των συστατικών στοιχείων της ιδιοκτησίας κατά τη σύνταξη των τοπογραφικών στοιχείων και, κυρίως, κατά την κτηµατογράφηση, συνεπάγεται πολλές ανωμαλίες στη διαδικασία, καθυστερήσεις πληρωμών, δίκες και γενικά κοινωνικό κόστος δυσανάλογο µε την ορθή αποτύπωση, που απαιτείται κατά τον προσδιορισμό των κτηματολογικών στοιχείων.  Στις περιπτώσεις αυτές, θεωρείται ότι η συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται µε την κατάθεση της αποζημίωσης, σύμφωνα µε τον αρχικά ελλιπή και ανακριβή πίνακα και ότι ο ιδιοκτήτης έχει το δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση µε καταψηφιστική αγωγή, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ από το δημόσιο για παράνομες πράξεις των οργάνων του.

Κατά τον Κων/νο Χοροµίδη θεωρείται ορθότερη η άποψη, που επιτρέπει µετά από νέα αίτηση τον καθορισμό της αποζημίωσης των συστατικών ή γενικά της ιδιοκτησίας, που δεν περιλήφθηκε στον αρχικό κτηματολογικό πίνακα ή και των συστατικών, για τα οποία παρέλειψαν οι διάδικοι να ζητήσουν καθορισμό ή των συστατικών, για τα οποία το δικαστήριο, παρόλο που ζητήθηκε από τους διαδίκους, εσφαλμένα παρέλειψε να καθορίσει αποζημίωση .Αντίθετα, η λύση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ επιτυγχάνει τη στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς πλήρη αποζηµίωση και οδηγεί τον ιδιοκτήτη σε ατέρμονα δικαστικό αγώνα για τη δικαίωσή του, µε πληθωρισµένο νόμισμα, µε αποτέλεσμα πολλές φορές να παραιτείται από την αποζημίωση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ.

Συστατικά, Παραρτήματα

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου συνεπάγεται σύμφωνα µε το άρθρο 3 ν.δ. 797/71 την αυτοδίκαιη απαλλοτρίωση και των συστατικών του κατά το άρθρο 953 ΑΚ, ανεξάρτητα από το αν αυτά περιλήφθηκαν στην απόφαση για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης. 

Αντικείμενο της πράξης απαλλοτρίωσης μπορεί να είναι και διαιρετή ιδιοκτησία, οριζόντια (ν. 3741/29) ή κάθετη (ν.δ. 1024/71), χωρίς να είναι αναγκαίο να μνημονεύεται για το κύρος της και το ποσοστό συνιδιοκτησίας κάθε ορόφου ή μέρους του ορόφου.

Θα πρέπει να παρατηρηθεί εδώ ότι από τα άλλα παρακολουθήματα του πράγματος και τα παραρτήματα (άρθρο 956 ΑΚ), ορισμένα συνάπτονται στενά πολλές φορές µε το πράγμα, µε σκοπό τη διαρκή οικονομική εξυπηρέτησή του.  Έτσι, ο αποχωρισμός τους από το κύριο πράγμα (ακίνητο) αναιρεί την οικονομική ενότητα του πράγματος ή την αξία του ίδιου του παραρτήματος, µε αποτέλεσμα να καθίσταται ελλιπής (µη πλήρης) η αποζημίωση, που επιδικάζεται για την απαλλοτρίωση, αν δεν συμπεριλαμβάνει και αυτά, δηλαδή αποζημίωση γι’αυτά ή έστω αποζημίωση για τη δαπάνη µμεταφοράς τους, η οποία άλλωστε οφείλεται και κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύµβασης της Ρώμης πρέπει να καθορίζεται.  Αντίθετα έκρινε ο ΑΠ 560/2009.

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ως συγκεκριμένη πολιτειακή πράξη είναι απρόσωπη (in rem).  ∆εν στρέφεται, δηλαδή, κατά του προσώπου του ιδιοκτήτη ή του εμπράγματου δικαιούχου, αλλά κατά ορισμένου πράγματος, του οποίου επιδιώκει τη μεταβολή της νομικής κατάστασης µε την εναλλαγή στα πρόσωπα του ιδιοκτήτη ή του δικαιούχου του εμπράγματου δικαιώματος, ανεξάρτητα από το ποιος είναι αυτός.

Επειδή η αναγκαστική απαλλοτρίωση αφορά το πράγμα ανεξάρτητα από το πρόσωπο του κυρίου ή του δικαιούχου, είναι έγκυρη η απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης και παρά την πλήρη παράλειψη του ονοματεπώνυμού ή τα τυχόν σφάλματα, που παρεισέφρησαν κατά την αναγραφή του ονόματος του κυρίου ή του δικαιούχου στην απόφαση ή στον κτηματολογικό πίνακα ή στο διάγραμμα.

Η κυριότητα του πράγματος, που απαλλοτριώνεται, αποκτάται µε πρωτότυπο τρόπο από τον υπερού η απαλλοτρίωση µε τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.  Η κτήση της κυριότητας µε την προϋπόθεση βέβαια της συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, επέρχεται χωρίς τη θέληση του κυρίου του πράγματος, αφού αυτή αντικαθίσταται από τη μονομερή πράξη της διοίκησης.  Λόγω του πρωτότυπου τρόπου, η κτήση της κυριότητας επέρχεται ανεξάρτητα από την κατάσταση που υπήρχε πριν εξαλείφονται, δηλαδή, όλα τα δικαιώματα των τρίτων (εμπράγματα και ενοχικά) στο πράγμα.

 2. Χρόνος κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση θεωρείται ότι κηρύσσεται, σύμφωνα µε το άρθρο 5 παρ. 1 ν.δ. 797/71, από τη δημοσίευση της απόφασης κήρυξής της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.  Επίσης, σύμφωνα µε το άρθρο 7 παρ. 1 α.ν. 1731/39, ως χρόνος κήρυξης θεωρείται ο χρόνος δημοσίευσης της πράξης της απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.

Η πράξη της διοίκησης, που δεν δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ, δεν επιφέρει την κήρυξη της απαλλοτρίωσης και είναι απαράδεκτη καταρχήν η εναντίον της αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ αλλαά μετά την ΣτΕ ολ. 87/11 είναι παραδεκτή η αίτηση ακυρώσεως για την αναγνώριση του ανυποστάτου για λόγους ασφάλειας δικαίου .Στις περιπτώσεις απαλλοτριώσεων για την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, ως χρόνος κήρυξης για τα ακίνητα, που προορίζονται για κοινόχρηστοι χώροι (οδοί, πλατείες, αλσύλλια κλπ.), θεωρείται ο χρόνος δημοσίευσης του διατάγματος, µε το οποίο εγκρίνεται ή τροποποιείται το ρυμοτομικό σχέδιο.

Για τα ακίνητα, όμως, τα οποία µε το διάταγμά της ρυμοτομίας ή µε το τροποποιητικό αυτού διάταγμα προορίζονται για ειδικές χρήσεις, σύμφωνα µε τα άρθρ. 2 παρ. 1β, άρθρ. 29 και άρθρ. 30 του ν.δ. 17.7.1923 (δημόσια κτίρια, σχολεία, γυμναστήρια, κ.λπ.), το διάταγμα της ρυμοτομίας δεν αποτελεί πράξη κήρυξης της απαλλοτρίωσης, αλλά παρέχει νόμιμο λόγο για την κήρυξή της.  Χρόνος κήρυξης της απαλλοτρίωσης αυτών είναι ο χρόνος δημοσίευσης στο ΦΕΚ της απόφασης, µε την οποία κηρύσσονται ως απαλλοτριωτέα.

3.Βεβαίωση καλύψεως της απαιτούμενης για την απαλλοτρίωση δαπάνης:

Κατ’ άρθρα 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ. 7 του ν. 2882/2001, στην απόφαση κηρύξεως απαλλοτριώσεως πρέπει να δικαιολογείται ειδικώς η δυνατότητα καλύψεως της δαπάνης που απαιτείται για την συντέλεσή της.

 Η κήρυξη, όμως, απαλλοτριώσεων βάσει της πολεοδομικής νομοθεσίας για την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων δεν υπάγεται στην κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 3 παρ. 7 του ν. 2882/2001 υποχρέωση να δικαιολογείται ειδικώς στην απόφαση κηρύξεως της απαλλοτριώσεως η δυνατότητα καλύψεως της δαπάνης που απαιτείται για την συντέλεσή της. Καθόσον για την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων θεσπίζεται από την νομοθεσία ειδική διοικητική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία καθορίζεται για ποια έκταση ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δικαιούται αποζημιώσεως, ο υπόχρεος για την καταβολή της αποζημιώσεως και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η αντιστοιχούσα στις ιδιοκτησίες, κατ’ επιταγή του άρθρου 24 παρ. 3-5 του Συντάγματος, εισφορά σε γη, δεδομένου ότι από την εισφορά αυτή εξαρτάται το ύψος της τυχόν οφειλομένης αποζημιώσεως και ο τρόπος εκπληρώσεως της σχετικής υποχρεώσεως, πριν δε τηρηθεί η συνάδουσα προς τη φύση των εν λόγω απαλλοτριώσεων ειδική αυτή διαδικασία, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν κατ’ αρχήν οφείλεται χρηματική αποζημίωση και, σε καταφατική περίπτωση, ποιος είναι υπόχρεος για την καταβολή της και το πιθανολογούμενο ύψος της (βλ. και άρθρα 30 επ. του ν.δ/τος της 17.7/16.8.1923, άρθρα 8, 9 και 12 του ν. 1337/1983). Εξάλλου, από το γεγονός ότι στο προοίμιο ρυμοτομικού διατάγματος αναγράφεται ότι από τις κανονιστικές του διατάξεις δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού του οικείου Ο.Τ.Α. δεν υπάρχει παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, εφόσον η θεσπιζόμενη με τη συνταγματική αυτή διάταξη υποχρέωση δεν καταλαμβάνει τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, ούτε παράβαση του άρθρου 29Α του ν. 1558/1985, διότι το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή μόνο στις κανονιστικές πράξεις, και, συνεπώς, η σχετική ρήτρα του προοιμίου του προσβαλλομένου διατάγματος, στην οποία αναφέρεται ότι από τις κανονιστικές του διατάξεις δεν προκαλείται δαπάνη, νομίμως περιορίζεται στο κανονιστικό μέρος του διατάγματος, δηλαδή στις διατάξεις περί καθορισμού όρων και περιορισμών δομήσεως, δοθέντος ότι οι πράξεις εγκρίσεως ή τροποποιήσεως σχεδίου πόλεως, καθό μέρος περιέχουν ρυμοτομικές ρυθμίσεις, με τον προσδιορισμό των οικοδομήσιμων και των κοινοχρήστων χώρων, δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα (Σ.τ.Ε. 2753/1994 Ολομ., 412/1993 Ολομ., 2281/1992 Ολομ.). (Σ.τ.Ε. 3117/2004 επταμελούς).

Βεβαίωση ως προς το ύψος της δαπάνης και τον τρόπο καλύψεώς της πρέπει να μνημονεύεται υποχρεωτικά στο προοίμιο της πράξεως κηρύξεως απαλλοτριώσεως και κατά το άρθρο 212 παρ. 5 περ. ε΄ του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. 

Σε περίπτωση πάντως επανακήρυξης την απαλλοτρίωσης θα πρέπει να αναγράφεται ο τρόπος καταβολής της αποζημιώσεως και να αιτιολογείται γιατί δεν συντελέστηκε η πρώτη απαλλοτρίωση.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ

(Άρθρο 7) Τρόποι συντέλεσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

Κατά την έννοια του άρθρου 17 του Συντάγματος και του ν.δ/τος 797/1971, η συντέλεση της απαλλοτριώσεως επέρχεται είτε με την καταβολή της αποζημιώσεως στον δικαιούχο είτε με την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποιήσεως για την παρακατάθεση της οφειλομένης αποζημιώσεως, εφ’ όσον όμως η δημοσίευση αυτή διενεργηθή μέσα στην τασσόμενη από το Σύνταγμα προθεσμία του ενός και ημίσεος έτους από την δημοσίευση της οικείας δικαστικής αποφάσεως. Άλλως, σε περίπτωση, δηλαδή, δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως αυτής μετά την παρέλευση του κρίσιμου χρόνου, αυτή δεν επάγεται την έγκυρη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, η οποία, ως εκ τούτου, θεωρείται αυτοδικαίως αρθείσα.

Ως χρόνος δε δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως αυτής θεωρείται είτε η ημερομηνία την οποία φέρει το φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, σε περίπτωση κατά την οποία αυτή συμπίπτει με την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου, δηλαδή με την ημέρα κατά την οποία έγινε δυνατή η ελεύθερη διάθεση αντιτύπων του φύλλου σε κάθε ενδιαφερόμενο, είτε, σε περίπτωση κατά την οποία δεν συμπίπτει η ημερομηνία την οποία φέρει το φύλλο με την ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του, η τελευταία αυτή ημέρα. Τούτο, διότι μόνο με την ερμηνεία αυτή εξασφαλίζεται η αξίωση του συντακτικού νομοθέτη για την έγκαιρη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, η οποία, στην περίπτωση αυτή, εκδηλώνεται με τον καθορισμό της τελευταίας ημέρας του δεκαοκταμήνου που ακολουθεί την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως ως απώτατου χρονικού σημείου έγκυρης συντελέσεως της απαλλοτριώσεως. Δεν αρκεί δε, για τους λόγους αυτούς, η νομική τυχόν ευχέρεια γνώσεως του περιεχομένου του οικείου φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, διά της αναζητήσεως αυτού ή του δοκιμίου σε τηρούμενο φάκελο, εφ’ όσον η πραγματική κυκλοφορία του φύλλου και η συνακόλουθη δυνατότητα ελεύθερης διαθέσεώς του σε κάθε ενδιαφερόμενο γίνεται, πάντως, σε μεταγενέστερο χρόνο, με συνέπεια να επέρχεται έμμεση υπέρβαση του, αποκλειστικού κατά το Σύνταγμα, ανωτέρω χρονικού ορίου. Και ναι μεν κατά τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 7 του ν. 301/1976, εφ’ όσον κεκυρωμένο αντίγραφο του ηλεγμένου και θεωρημένου δοκιμίου έχει καταχωρηθή σε υπηρεσιακό φάκελο προσιτό στο κοινό, το αντίστοιχο φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως τεκμαίρεται αμαχήτως ότι κυκλοφόρησε την ημερομηνία που φέρει το φύλλο, έστω και αν δεν έχει πράγματι κυκλοφορήσει κατά την ημέρα αυτή, οι διατάξεις όμως αυτές δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως για την παρακατάθεση της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, στην οποία κρίσιμη είναι μόνον η ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου (ομοίως και Α.Π. 706/1994). Σ.τ.Ε. 2527/2003 Ολομ.

Συντέλεση της απαλλοτρίωσης, με την οποία μεταβιβάζεται η κτήση της κυριότητας της απαλλοτριούμενης έκτασης ή του συσταθέντος επ’ αυτής εμπράγματου δικαιώματος στον υπέρ ού η απαλλοτρίωση, επέρχεται κατά τους οριζόμενους με το άρθρο αυτό τρόπους.

Είτε πρόκειται για απευθείας καταβολή της αποζημίωσης στους δικαιούχους είτε για παρακατάθεσή της στο Τ.Π. & Δανείων, αυτή πρέπει να εκκαθαρίζεται με τη σύνταξη κατάστασης στην οποία θα αναφέρονται χωριστά, με βάση τα στο σύνολο της αποζημίωσης κατά ιδιοκτησία.

Επίσης η καταβολή της αποζημίωσης στο δικαιούχο ή η παρακατάθεση δεν πρέπει να εξαρτάται από κανένα όρο ή δέσμευση χωρίς να υπάρχει νόμιμο δικαίωμα καθόσον η προσθήκη όρων ή δεσμεύσεων στην εντολή της πληρωμής ή στην πράξη σύστασης παρακαταθήκης συνεπάγεται την μη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.

Μεταβάλλεται το πρόσωπο του κυρίου κατά πρωτότυπο τρόπο χωρίς να απαιτείται μεταγραφή.  Ο ενυπόθηκος δανειστής αποκτά προνόμιο επί της αποζημίωσης αλλά μπορεί να παραιτηθεί  κατ΄άρθρο 1325 ΑΚ. Ο υπερθεμάτισης δεν γίνεται κύριος εάν πριν την μεταγραφή της κατακυρωτικής έκθεσης συντελεστεί η απαλλοτρίωση και μάλιστα δεν έχει ούτε ενοχική αξίωση. Η μίσθωση λύνεται χωρίς εφαρμογή του 614 ΑΚ. Εάν ο μισθωτής κατέβαλλε μισθώματα μετά την συντέλεση τα αναζητά με 904.Τελείται με την καταβολή στο δικαιούχο της πλήρους αποζημίωσης (αρθ.7 ΚΑ) ή με την παρακατάθεση  εντός 18 μηνών από της δημοσίευσης της απόφασης για την προσωρινή αποζημίωση (  ΑΠ825/08) εκτός εάν πριν είχε εκδοθεί η οριστική  όποτε η συντέλεση επέρχεται με την καταβολή της οριστικής αποζημίωσης (ΣτΕ Ολομ. 1000/07). Πρέπει να καταβληθεί και δικηγορική αμοιβή. Εξαίρεση μόνο στα έργα γενικότερης σημασίας. Η δημοσίευση στο ΦΕΚ της πράξης παρακατάθεσης συντελεί την απαλλοτρίωση εντός του 18μήνου.

Σ.τ.Ε. 1000, 1001/2007 Ολομελείας : Ο συνταγματικός νομοθέτης, αποβλέποντας στην ταχεία και έγκαιρη πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτριώσεως, αρκέσθηκε στην καταβολή της προσωρινής αποζημιώσεως μέσα στην προθεσμία του ενός και ημίσεως έτους από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. Τούτο δε διότι η απόφαση για τον προσωρινό προσδιορισμό, ενόψει της φύσεως της σχετικής διαδικασίας, εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ η απόφαση που προβαίνει στον οριστικό καθορισμό απαιτεί μακρότερη, σύμφωνα με όσα συνήθως συμβαίνουν στην πράξη, χρονική διαδρομή. Έτσι, εφόσον εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση προβεί στην παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως, σύμφωνα με τους όρους του νόμου, μέσα στην δεκαοκτάμηνη προθεσμία από την δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως, επιτυγχάνει την συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Είναι δε, ως προς τούτο, αδιάφορος αν μετά την ως άνω παρακατάθεση εκδοθεί δικαστική απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Η συγκατάβαση, όμως, αυτή του συνταγματικού νομοθέτη παρίσταται αλυσιτελής, όταν, πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως, έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που προβαίνει στον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί πια να επέλθει συντέλεση της απαλλοτριώσεως με παρακατάθεση της προσωρινής μόνο αποζημιώσεως, γιατί έτσι θα κατεστρατηγείτο η συνταγματική επιταγή για καταβολή πλήρους αποζημιώσεως που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος. Άλλωστε, η αντίθετη εκδοχή θα είχε ως συνέπεια να μπορεί να αναπτύσσει έννομες συνέπειες – και μάλιστα στον χώρο συνταγματικά προστατευομένου δικαιώματος – δικαστική απόφαση που έπαυσε πια να ισχύει ύστερα από την ευδοκίμηση ενδίκου μέσου, στρεφομένου κατ’ αυτής. Συνεπώς, εάν πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημιώσεως έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η συντέλεση της απαλλοτριώσεως επέρχεται μόνο με την καταβολή της οριστικής αποζημιώσεως.

Σ.τ.Ε. 1467/2008 Ολομελείας : Από τα άρθρα 18 και 19 του ν.δ/τος 797/1971 προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους της δίκης του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημιώσεως ασκήσει εμπρόθεσμη αίτηση οριστικού προσδιορισμού της, ο αντίδικός τους μπορεί να ασκήσει αντίθετη αίτηση με τις προτάσεις του υπό τους όρους του άρθρου 19 παρ. 4, η οποία, όμως, είναι εξεταστέα από το δικαστήριο του οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως μόνο κατά το μέρος που αναφέρεται στα κεφάλαια της κύριας αιτήσεως ή τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά. Εξάλλου, εφόσον ο διάδικος, ο οποίος ζήτησε τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, δεν ήγαγε ενώπιον του αρμοδίου για τον προσδιορισμό αυτό δικαστηρίου ορισμένα από τα κεφάλαια της αιτήσεως για προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, με συνέπεια να στερούνται της δυνατότητας ο μεν αντίδικός του να αγάγει παραδεκτώς το αντικείμενο των κεφαλαίων αυτών προς οριστικό προσδιορισμό με την ανταίτησή του, το δε δικαστήριο του οριστικού προσδιορισμού να επιληφθεί του αντικειμένου αυτού αυτεπαγγέλτως, η προσδιορισθείσα ως προς το αντικείμενο αυτό προσωρινή αποζημίωση οριστικοποιείται και είναι οπωσδήποτε καταβλητέα, προκειμένου να συντελεσθεί η απαλλοτρίωση. Η αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία μετά την έκδοση της αποφάσεως του εφετείου, για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημιώσεως παύει, σε κάθε περίπτωση, να ισχύει, στο σύνολό του, ο προσωρινός προσδιορισμός της αποζημιώσεως, ανεξάρτητα, δηλαδή, αν η αίτηση οριστικού προσδιορισμού αποζημιώσεως και, κατ’ επέκταση, η σχετική απόφαση του εφετείου αφορά όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως προσωρινού προσδιορισμού ή μόνον ορισμένα από αυτά, δεν ευρίσκει έρεισμα στο ν.δ. 797/1971 και, επομένως, τυχόν αποδοχή της αιτήσεως οριστικού προσδιορισμού αποζημιώσεως από το εφετείο δεν έχει ως συνέπεια την «εξαφάνιση» της αποφάσεως προσωρινού προσδιορισμού και, μάλιστα, ως προς όλα της τα κεφάλαια, ακόμη, δηλαδή, και αυτά που δεν αμφισβητήθηκαν με την αίτηση οριστικού προσδιορισμού αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση περί προσωρινού προσδιορισμού της αποζημιώσεως ισχύει παράλληλα με εκείνη περί οριστικού προσδιορισμού και εφαρμόζεται κατά το μέρος που δεν επικαλύπτεται από την τελευταία.

Επί κηρύξεως απαλλοτριώσεως ακινήτου, η μη καταβολή στους δικαιούχους της δικαστικώς καθορισθείσης αποζημιώσεως εντός του διαστήματος του ενός και ημίσεως έτους από της δημοσιεύσεως της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, επάγεται αυτοδικαίως άρση της επιβληθείσης απαλλοτριώσεως χωρίς εν τω μεταξύ να θίγονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των δικαιούχων της αποζημιώσεως. Ενόψει τούτου, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν συντελέσθηκε η επίμαχη απαλλοτρίωση, λόγω παρόδου απράκτου του ως άνω χρονικού διαστήματος του ενός και ημίσεως έτους, η κρινόμενη αίτηση, στρεφόμενη κατά της πράξεως ορισμού κτηματογράφου, προς τον σκοπό κτηματογραφήσεως των εκτάσεων που αφορούσε η εν λόγω απαλλοτρίωση και αναγνωρίσεως των δικαιούχων αποζημιώσεως, στερείται πλέον αντικειμένου και, συνεπώς, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη κατ’ άρθρο 32 παρ. 2 π.δ/τος 18/1989 (Σ.τ.Ε. 1577, 1578/2007 Ολομ.).

Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Κατά κανόνα χρηματική αλλά μπορεί και είναι και σε είδος με την συναίνεση του κυρίου (17παρ2 μετά την αναθ.2001 και 7παρ.3 ν.2882/01). Μεταφορά συντελεστή δόμησης καταρχήν είναι αντισυνταγματική , εκτός εάν αφορά κυρίους ακινήτων που υπάγονται στο άρθρο 24 παρ.6 του Συντάγματος, υποχρεωτική απαλλοτρίωση ακινήτου λόγω αρχαιοτήτων  (ΣτΕ Ολομ. 6070/96).

Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης. Πλήρης είναι  εκείνη που αντιπροσωπεύει την πραγματική αξία και όχι την υποκειμενική του απαλλοτριούμενου,  δηλαδή πρέπει να διερευνάται η πραγματική  αξία με βάση τις τιμές άλλων ακινήτων παρόμοιων καθώς και των συστατικών και παραρτημάτων τους.  Για τα εκτός σχεδίου  πρέπει να εξετάζεται και το γεγονός της μελλοντικής ένταξης (ΑΠ ολομ.1109/81, βλ. και αρθ. 4 ΚΑ). Κατά παλαιότερη νομολογία  ερευνάτο η ζημία του κυρίου από την στέρηση του πράγματος  (θεωρία της αποκατάστασης).  Η αξία του ακινήτου δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός δεκτικό ομολογίας κατ΄άρθρο 352 ΚΠολΔ από τον υπόχρεο (ΑΠ1138/04). Περιλαμβάνονται και τα αυθαίρετα (ΜΠΧαλκίδας 618/78,ΕΔνη,σ. 492,1979). Το δικαστήριο εφόσον υποβληθεί αίτημα θα πρέπει να προσδιορίσει την αξία των συστατικών ακόμη και εάν δεν τα περιλαμβάνει ο κτηματολογικός πίνακας ο οποίος θα συμπληρωθεί εκ των υστέρων.

 Γεννάται αστική ευθύνη του δημοσίου από λάθος κατά μέτρηση των μ2 του ακινήτου ενώ δεν γεννάται από την μη αποτύπωση των συστατικών του (ΣτΕ 12/10, Α τμ.). Στην έννοια της αποζημίωσης περιλαμβάνονται και τα έξοδα μεταφοράς και επανεγκατάστασης, αλλά όχι kaiτα διαφυγόντα κέρδη. Κρίσιμος χρόνος κατά την παλιά άποψη  για τον υπολογισμό της  αξίας ήταν ο χρόνος από την δημοσίευση της απαλλοτρίωσης και έως την συζήτηση της προσωρινής τιμής (ΑΠ Ολομ.1109/81) , δηλ. δεν υπολογιζόταν τυχόν  αύξηση της τιμής που οφείλετο εξαιτίας της απαλλοτρίωσης (17 παρ3 Σ).

Μετά την αναθεώρηση  βλ. το άρθρο 17παρ.2.Σ, αλλά υπάρχει αμφισβήτηση εάν καταλαμβάνει και τις απαλλοτριώσεις έως 6-5-2001. Δηλαδή η αξία που έχει κατά το χρόνο συζήτησης της  προσωρινής τιμής ή  εάν απευθείας ζητηθεί οριστική, της αξίας που έχει κατά το  χρόνο της οριστικής. Αν η αξία της οριστικής συζητηθεί μετά από εάν χρόνο από την οριστική τότε λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο συζήτησης της οριστικής

 Το άρθρο 13 του ΚΑ όπως τροποποιήθηκε  από το αρθ.128 του ν. 4070/12 προβλέπει ιδιαίτερη  αποζημίωση για το εναπομείναν τμήμα ακόμη και εάν έχουμε ελάχιστη μείωση και όχι όταν καθίσταται άχρηστο όπως πρόβλεπε ο παλαιός κώδικας. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί μέχρι τον οριστικό προσδιορισμό άλλως είναι απαράδεκτη.

Απαράδεκτος ο λόγος περί αντισυνταγματικότητας του αμάχητου τεκμηρίου ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών , διότι η αποζημίωση αποτελεί δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων :

Άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 653/1977 (ΦΕΚ Α΄ 214) : «1. Προκειμένου περί διανοίξεως εκτός σχεδίου πόλεων εθνικών οδών πλάτους καταλήψεως μέχρι τριάκοντα μέτρων, οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται εκάστης πλευράς υποχρεούνται εις αποζημίωσιν ζώνης πλάτους δεκαπέντε μέτρων, δια συμμετοχής των εις τας δαπάνας απαλλοτριώσεως των καταλαμβανομένων υπό των οδών τούτων ακινήτων. … 3. Ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου θεωρούνται εκείνοι των οποίων τα ακίνητα αποκτούν πρόσωπον επί των διανοιγομένων οδών». Λόγος ότι ο αμάχητος χαρακτήρας του θεσπιζομένου με την διάταξη αυτή τεκμηρίου (ότι δηλαδή ωφελούνται από την απαλλοτρίωση οι ιδιοκτήτες των απαλλοτριουμένων προς διάνοιξη οδών ακινήτων και ότι, ως εκ τούτου, θα αυτοαποζημιωθούν) είναι αντίθετος προς το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι απαράδεκτος προβαλλόμενος κατά πράξεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, διότι η αιτίαση αυτή δεν αφορά την νομιμότητα της εν λόγω πράξεως, αλλά συνδέεται με τον καθορισμό της αποζημιώσεως, για την οποία αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια (Σ.τ.Ε. 653/2006, 3141/1987, 492/1992, 4159/2000, 3530/2002, 3751, 3752/2003, επίσης πρβλ. Α.Π. Ολομ. 10, 11/2004).

Πράγματι οι ανωτέρω διατάξεις έχουν κριθεί ότι είναι αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 25.3.1999, υπόθ. 31423/96, Παπαχελάς κατά Ελλάδος, της 15.11.1996, υπόθ. 19385/92, Κατικαρίδης κλπ. κατά Ελλάδος, κ.ά.). Συνεπώς οι παρόδιοι ιδιοκτήτες μπορούν να ανταποδείξουν στο καθορισμό τιμής μονάδας στα πολιτικά δικαστήρια ότι δεν ωφελούνται από την διάνοιξη της οδού αλλά ότι ζημιόνωται από την απαλλοτρίωση του ακίνητου τους.

Παρακατάθεση αποζημίωσης, Μεταγραφή – Συνέπειες συντέλεσης, Παραγραφή

Αρθρα 8, 9 και 10

Η απαλλοτρίωση συντελείται με την παρακατάθεση της αποζημίωσης στο κατά τόπο αρμόδιο Ταμείο παρακαταθηκών και Δανείων.

Η αποζημίωση παραγράφεται  υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση εντός 5ετίας από της δημοσίευση της κατάθεσης (39). Αντίθετα υπέρ του ταμείου η παραγραφή είναι 15 έτη (αρθ.17νδ 21.3/3.4.1926).Οι διαφορές από την παρακατάθεση επιλύονται στο Μονομελές Πρωτοδικείο με ασφαλιστικά μέτρα (19).

 Μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης όταν υπέρ ού αυτή είναι το Δημόσιο αρμόδια να ενεργήσει για τη μεταγραφή της απόφασης κήρυξης αυτής είναι η Κτηματική Υπηρεσία με την εισήγηση της οποίας κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση στην περίπτωση που η απαλλοτρίωση έχει γίνει με απόφαση του Γ.Γ.Π. ή η Κτηματική Υπηρεσία του νομού στον οποίο βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση στις λοιπές περιπτώσεις.

Ανάκληση και άρση μη συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης .

Αρθρο 11

Με το άρθρο αυτό :  

α) καθιερώνεται η υποχρεωτική ανάκληση της απαλλοτρίωσης ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου (και όχι αυτοδικαίως) που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε 4 έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως με εξαίρεση τις απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς και

 β) επαναλαμβάνεται η συνταγματική επιταγή (άρθρο 17) της αυτοδίκαιης άρσης στην περίπτωση που η απαλλοτρίωση δεν συντελεστεί εμπρόθεσμα. Δηλαδή μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης της προσωρινής τιμής μονάδας και σε περίπτωση απευθείας οριστικής από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης, άλλως αίρεται αυτοδικαιως.


Και στις δύο περιπτώσεις (ανάκλησης ή άρσης των απαλλοτριώσεων) δεν επιτρέπεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη να κηρυχθεί νέα απαλλοτρίωση του ιδίου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό πριν περάσει 1 έτος από την ανάκληση ή άρση, εξαιρουμένων όμως  των απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών, για την ανέγερση νοσοκομείων και σχολικών κτιρίων, για την ανοικοδόμηση οικισμών που έχουν πληγεί από θεομηνίες, για στρατιωτικούς σκοπούς ή αρχαιολογικούς σκοπούς και στις λοιπές περιπτώσεις απαλλοτριώσεων υπέρ του Δημοσίου Ν.Π.Δ.Δ., ΟΤΑ Α και Β βαθμού οργανισμών κοινής ωφέλειας, κοινωφελών Ιδρυμάτων και Δημοσίων Επιχειρήσεων, εάν η ανάκληση ή άρση αφορά τμήμα μόνο της έκτασης που δεν υπερβαίνει το 20% του συνολικού εμβαδού της.

Η προθεσμία του έτους για την επανακήρυξη της απαλλοτρίωσης, μετά την αυτοδίκαιη άρση της, αρχίζει αφ` ότου επήλθε το αποτέλεσμα και όχι από της ημερομηνίας έκδοσης της βεβαιωτικής Πράξης και η ετήσια προθεσμία διπλασιάζεται εάν η ανάκληση ή η άρση επαναληφθεί.

Επίσης στο άρθρο 29 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. – 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος…. – 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2, από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές… 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον ΑΝ 1731/1939 ή στο ΝΔ 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου».

Για την έκδοση από την αρμόδια αρχή βεβαίωσης περί αυτοδίκαιης άρσης δεν απαιτείται η προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης. Αυτό προκύπτει από την ερμηνεία των  άρθρων 17 παρ. 2 του Συντ ., 7 παρ. 1 και 11 παρ. 3 και 4 του ως άνω Κώδικα.

Εξ άλλου έχει κριθεί (ΣτΕ 3908/2007 επταμ.) ότι ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), κανόνας της αυτοδίκαιης άρσεως των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντελέσεώς τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημιώσεως ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων.

Η κατ’ άρθρο 11 του ν.δ/τος 797/1971 διοικητική διαδικασία ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσεως απαλλοτριώσεως επί ακινήτου, αποβλέπουσα στην προστασία της ιδιοκτησίας από επιβαρύνσεις, που υπερβαίνουν το κατά το Σύνταγμα ανεκτό όριο, κινείται, κατ’ αρχήν, από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, υπέρ του οποίου τάσσεται. Συνεπώς, ο αιτούμενος την άρση απαλλοτριώσεως λόγω παρόδου απράκτων των κατά νόμο χρονικών ορίων συντελέσεώς της, πρέπει, με την προς την Διοίκηση αίτησή του, να υποβάλλει και τα αποδεικτικά της ιδιοκτησίας του στοιχεία, τα οποία, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά τυχόν υπάρχοντα σχετικά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, άγουν στο συμπέρασμα ότι ο αιτών φέρεται, κατ’ αρχήν, ως κύριος του αντιστοίχου ακινήτου και νομιμοποιείται, επομένως, στην υποβολή του αιτήματος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι, κατ’ αρχήν, επίκαιρα, να τείνουν, δηλαδή, στην απόδειξη της κυριότητος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση δε μη επαρκούς αποδείξεως ή αμφισβητήσεως της κυριότητος του αιτούντος, η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελεγκτή, περαιτέρω, ως προς την νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της από το τυχόν επιλαμβανόμενο της υποθέσεως αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Εξάλλου, το τελευταίο αυτό δικαστήριο, οφείλει, στο πλαίσιο της κατά νόμο υποχρεώσεώς του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, να εξετάζει εάν, με βάση τα προσκομιζόμενα ή υφιστάμενα στοιχεία, αυτός φέρεται ως κύριος του επιμάχου ακινήτου, υποχρεούμενο, στην περίπτωση αυτή, να συνεξετάσει και αντίστοιχους καταλλήλως τεκμηριούμενους αντίθετους ισχυρισμούς των λοιπών διαδίκων (Σ.τ.Ε. 672, 2214/2006).

Το διοικητικό πρωτοδικείο, επιλαμβανόμενο προσφυγής κατ’ αρνήσεως της Διοικήσεως να ανακαλέσει μη συντετελεσμένη απαλλοτρίωση λόγω μη καταβολής της δικαστικώς καθορισθείσης αποζημιώσεως εντός ενάμισι έτους από τον καθορισμό της, ερευνά αν ο ασκήσας την προσφυγή πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, η έρευνά του, όμως, δεν μπορεί να επεκταθεί  και σε άλλα θέματα, όπως αν ο ενδιαφερόμενος έχει αναγνωρισθεί ως δικαιούχος της καθορισθείσης αποζημιώσεως (Σ.τ.Ε. 2365/2008).

Όταν υπόχρεος προς καταβολή της αποζημιώσεως είναι ιδιώτης, ο δε καθ’ ου η απαλλοτρίωση ισχυρίζεται ότι δεν κατεβλήθη σ’ αυτόν η αποζημίωση εντός του οριζόμενου στο Σύνταγμα χρονικού διαστήματος, το σχετικό αίτημα διαπιστώσεως της αυτοδικαίως επελθούσης άρσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως μπορεί να υποβάλλεται απ’ ευθείας στο δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται να υποβληθεί προηγουμένως περί τούτου αίτημα στην Διοίκηση, η οποία, άλλωστε, δεν ήταν υπόχρεη καταβολής της αποζημιώσεως, αλλά είχε περιορισθεί στην κήρυξη της απαλλοτριώσεως. Στην οικεία δε δίκη, όπου παθητικώς νομιμοποιείται, κατ’ αρχήν, ο υπόχρεος εις καταβολή της αποζημιώσεως ιδιώτης και στην οποία η Διοίκηση καλείται, πάντως, να μετάσχει ως διάδικος, το δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος της εμπρόθεσμης καταβολής από τον ιδιώτη της αποζημιώσεως και, εντεύθεν, της διατηρήσεως ή μη της απαλλοτριώσεως, δεν εξετάζει δε, κατ’ αρχήν, ζητήματα αναγόμενα σε ενέργειες της Διοικήσεως για την καταβολή της αποζημιώσεως (Σ.τ.Ε. 1776/2006 επταμελούς).

Κατά την έννοια των άρθρων 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 11, 13 παρ. 3, 17 παρ. 1, 18 παρ. 1, 24 παρ. 3 και 5 και 26 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 797/1971, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως τμήματος ακινήτου, ως εκ της οποίας το απομένον στον ιδιοκτήτη τμήμα υφίσταται σημαντική μείωση της αξίας του, για να επέλθει η συντέλεση της απαλλοτριώσεως πρέπει να καταβληθεί στον ιδιοκτήτη ή να κατατεθεί υπέρ αυτού και η δικαστικώς καθορισθείσα, ενόψει της μειώσεως αυτής, ιδιαίτερη αποζημίωση. Συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αιτήσεως για τη βεβαίωση της αυτοδικαίας ανακλήσεως απαλλοτριώσεως λόγω μη καταβολής της αποζημιώσεως εντός ενός και ημίσεως έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί του  προσωρινού προσδιορισμού της, υποχρεούται να ερευνήσει αν κατατέθηκε η δικαστικώς προσδιορισθείσα ιδιαίτερη αποζημίωση για τη μείωση της αξίας του απομένοντος στον ιδιοκτήτη μετά την απαλλοτρίωση εδαφικού τμήματος. Ενόψει τούτου, στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο μη νομίμως απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέντα κατά την παρούσα διαδικασία και δεν ερεύνησε κατ’ ουσίαν τον ουσιώδη ισχυρισμό που είχε προβάλει με την αίτησή του ο αναιρεσείων, ότι δεν κατατέθηκε αποζημίωση για το ένα εκ των δύο τμημάτων (εμβαδού 3.135,81 τ.μ.) του ακινήτου του (αρχικού εμβαδού 6.455,81 τ.μ.) που απέμειναν εκτός της απαλλοτριώσεως, αν και με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου είχε καθορισθεί ιδιαίτερη αποζημίωση για τα απομένοντα στους ιδιοκτήτες μετά την απαλλοτρίωση εδαφικά τμήματα, μεταξύ άλλων, εμβαδού από 2.501 έως 3.500 τ.μ. (Σ.τ.Ε. 653/2006).

Σ.τ.Ε. Ολομέλεια 603, 604/2008 (απαγόρευση της τμηματικής άρσης της απαλλοτρίωσης): Ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α΄), με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών. Εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που είχε κηρυχθεί υπό την ισχύ του Ν.Δ. 797/1971, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης περί του καθορισμού της, συντελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2882/2001, (7.5.2001 σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου), αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης, με την οποία ο ενδιαφερόμενος ζητεί να ακυρωθεί η παράλειψη αυτή και να βεβαιωθεί η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, εφαρμοστέες δε είναι, και κατά τα λοιπά, οι διατάξεις του ίδιου Κώδικα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1980/2005 Ολομ.), οι οποίες διέπουν τις εν λόγω διαφορές, υπαγόμενες, κατά τα ανωτέρω, στην αρμοδιότητα του εν λόγω διοικητικού πρωτοδικείου. Σύμφωνα με το σύστημα πολεοδόμησης του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α΄), την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, η οποία συνιστά την πράξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των ακινήτων, που καθορίζονται με τη μελέτη ως κοινόχρηστοι χώροι, ακολουθεί η σύνταξη πράξης εφαρμογής. Με την πράξη αυτή, καθορίζονται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα δε με όσα προβλέπονται, ειδικότερα, στο άρθρο 48 παρ. 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν και διατάξεις του ως άνω Ν. 1337/1983 (άρθρο μόνο του από 14.7.1999 Πρ. Δ/τος – ΦΕΚ 580 Δ΄), τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης και προσδιορίζονται από κοινωφελείς χώρους, τακτοποιούνται οικόπεδα μη άρτια ή τμήματα ιδιοκτησιών μεγαλύτερα από την οφειλόμενη εισφορά γης και προβλεπόμενα από την πολεοδομική μελέτη ως χώροι κοινόχρηστοι ή κοινωφελών εγκαταστάσεων ή τμήματα της εισφοράς σε γη, εφόσον δεν είναι πολεοδομικώς αξιοποιήσιμα και, εάν δεν μπορούν να τακτοποιηθούν, προσκυρώνονται σε γειτονικά ή συνενώνονται για τη δημιουργία ενιαίων αδιαίρετων οικοπέδων ή τμήματα διηρημένης ιδιοκτησίας. Κατά τη διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης, διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικώς επελθούσης άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή και, εφόσον πρόκειται για ρυμοτομική απαλλοτρίωση, κηρυχθείσα υπό το καθεστώς του Ν. 1337/1983, τροποποίησης της οικείας πολεοδομικής μελέτης με σκοπό την αποδέσμευση ακινήτου, απαλλοτριωθέντος για ρυμοτομικούς λόγους, δεν είναι εξεταστέα παράπονα του θιγομένου ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, σχετιζόμενα καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την προηγηθείσα πράξη εφαρμογής, όπως το ζήτημα αν το αποδοθέν στον ιδιοκτήτη έναντι της οφειλόμενης σ΄ αυτόν αποζημιώσεως άλλο ακίνητο είναι ισάξιο με το τμήμα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, για την αποζημίωση του οποίου έχει αποδοθεί. Τα παράπονα αυτά εξετάζονται από τη Διοίκηση κατά το στάδιο που προηγείται της κυρώσεως της πράξεως εφαρμογής, κατά το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 5 περ. γ΄ του Κ.Β.Π.Ν., οι ιδιοκτήτες δικαιούνται να υποβάλουν ενστάσεις, προτείνοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, τους οποίους, εφόσον είναι ουσιώδεις, η κυρούσα την πράξη εφαρμογής διοικητική αρχή, οφείλει να ερευνήσει ειδικώς, ενώ, κατά τα λοιπά, οι ιδιοκτήτες δικαιούνται πάντοτε, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 48 παρ. 3 του Κ.Β.Π.Ν., να προσφύγουν στα οικεία δικαστήρια, αμφισβητώντας το ισάξιο του αποδιδομένου ακινήτου έναντι του απαλλοτριωθέντος. Ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντέλεσής τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, όπως συνάγεται τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ ρυμοτομικών και λοιπών απαλλοτριώσεων, όσο και από το γεγονός ότι, ενώ η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Κ.Α.Α.Α. ρητώς εξαιρεί, μεταξύ άλλων, τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις από το κανόνα της αυτοδίκαιης ανάκλησης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, λόγω μη υποβολής αιτήσεως δικαστικού καθορισμού της αποζημιώσεως ή μη καθορισμού της εξωδίκως εντός τετραετίας από την κήρυξή τους, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 11 δεν διαλαμβάνει παρόμοια εξαίρεση από τον προαναφερόμενο κανόνα της αυτοδίκαιης άρσης στις παραπάνω περιπτώσεις. Περαιτέρω από τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν αποκλείεται μεν η τμηματική εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και, ήδη, υπό το πολεοδομικό καθεστώς του Ν. 1337/1983, των πολεοδομικών μελετών, η δυνατότητα όμως αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι συντελούνται πλήρως, εντός της τασσόμενης από τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. προθεσμίας του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των ιδιοκτησιών που εμπίπτουν στην έκταση, ως προς την οποία η πολεοδομική μελέτη εφαρμόζεται, έστω και τμηματικώς. Ειδικότερα, από τον προναφερόμενο συνταγματικό κανόνα συνάγεται ότι η ζημία που προκαλείται από την απαλλοτρίωση του συνόλου ιδιοκτησίας ενιαίας κατά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως και δεκτικής αξιοποιήσεως κατά τον προορισμό της ως τοιαύτης, ανορθούται πλήρως μόνον όταν η αποζημίωση καλύπτει το ανωτέρω ενίαιο σύνολο αυτής ως τοιούτο. Τούτου δε έπεται ότι μόνο η απόδοση άλλης έκτασης, έναντι της ορισθείσης αποζημίωσης, στον ιδιοκτήτη ρυμοτομουμένου ακινήτου, μετά την εκ μέρους του καταβολή της εισφοράς σε γη που αναλογεί στην ιδιοκτησία του, δεν επιφέρει τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφόσον δεν καταβληθεί ταυτοχρόνως ή, πάντως, εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας του ενός και ημίσεως έτους και η τυχόν υπολειπόμενη αποζημίωση χρηματική ή άλλη, ώστε να είναι αυτή πλήρης. Συνέπεια δε τούτου είναι να καθίσταται, στην περίπτωση αυτή, επιβεβλημένη η άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στο σύνολό της, είναι δε άλλο το ζήτημα της τύχης του ακινήτου, το οποίο έχει αποδοθεί στον ιδιοκτήτη του ρυμοτομηθέντος έναντι της αποζημίωσης, την οποία αυτός δικαιούται. Η πλήρης και ανεμπόδιστη εφαρμογή του εν λόγω συνταγματικού κανόνα απετέλεσε, άλλωστε, μέλημα και του κοινού νομοθέτη, ο οποίος με το άρθρο 48 παρ. 7 περ. α και β και Κ.Β.Π.Ν. προέβλεψε αφενός μεν ότι η μεταγραφή της κυρωτικής της πράξης εφαρμογής απόφασης του Νομάρχη δεν επιφέρει στις οικείες ιδιοκτησίες μεταβολές, για την επέλευση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες στη νομοθεσία περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων («Ν.Δ. 797/1971») διαδικασίες, αφετέρου δε ότι τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής δεν μπορούν να καταληφθούν παρά μόνον εφόσον έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις. Τούτο δε διότι η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προϋποθέτει την καταβολή αποζημιώσεως, αναφερομένης σε ακέραιο το απαλλοτριωμένο ακίνητο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4359/1976 Ολομ. 3607/1974 Ολομ. κ.ά.), εφόσον αυτό συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, δεκτική αξιοποίησης με το μορφή της αυτή στο σύνολό της, από την οποία ο ιδιοκτήτης πορίζεται κατά το χρόνο κήρυξής της απαλλοτρίωσης ή προσδοκά να αποκομίσει τη νόμιμη ωφέλεια, η δε απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία συνιστά, κατά κανόνα, ενιαίο σύνολο, διαφοροποιούμενο ουσιωδώς του αθροίσματος των επιμέρους τμημάτων, στα οποία θα μπορούσε αυτή να κατακερματισθεί. Εξάλλου, η αναγνώριση της δυνατότητας τμηματικής συντέλεσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενιαίας ιδιοκτησίας με συνέπεια, την τμηματική άρση της απαλλοτρίωσης, μόνο, δηλαδή, κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συντελεσθεί, πέραν του γεγονότος ότι θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη μέρους της ενιαίας ιδιοκτησίας του, ενδεχομένως, αμελητέας πλέον αξίας, και ότι, η απόδοση αυτή θα ήταν, άλλωστε, δυσχερής ή και αδύνατη, αφού δεν είναι, κατά κανόνα, δυνατόν να εξατομικευθεί το συγκεκριμένο τμήμα της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, με συνέπεια να μην καταβληθεί τελικώς στον ιδιοκτήτη παρά μερική αποζημίωση, κατά παράβαση της προαναφερόμενης συνταγματικής διάταξης, δεν θα εναρμονιζόταν εντέλει ούτε με τη συνταγματική επιταγή της χωροταξικής και πολεοδομικής αναδιάρθρωσης της Χώρας, αφού, και αν ακόμη το τμήμα της ενιαίας ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, μπορούσε να εντοπισθεί και να αποδοθεί αυτό και μόνο στον ιδιοκτήτη, η μερική άρση θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη και τη δυνατότητα κατάληψης από αυτόν ενός ή περισσότερων διάσπαρτων τμημάτων κοινοχρήστου χώρου, ο οποίος, όμως, οφείλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, να είναι, καταρχήν, ενιαίος και αδιάσπαστος, χωρίς να παρεμβάλλονται επιμέρους χώροι άλλων προορισμών και χρήσεων.

Εξάλλου, τα ρυμοτομικά σχέδια και οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται κατά ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η σημασία της πράξης αυτής και οι επιπτώσεις της τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον, όσο και στο συμφέρον των πληττομένων ιδιοκτητών επιβάλλουν, σύμφωνα, άλλωστε, με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, την έκδοση αντίθετης πράξης από την ίδια αρχή σε κάθε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την ανάκληση ή άρση της. Για τους ίδιους λόγους, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που βεβαιώνει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α., επιβάλλεται αντίστοιχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως με σχετική ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής, αφού με τη θέσπιση της διαδικασίας του ανωτέρω άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α. ο νομοθέτης απέβλεψε στην παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, για να τερματίσει την αδράνεια της Διοίκησης και να επιτύχει την αποδέσμευση του ακινήτου του από τα ρυμοτομικά βάρη, όχι δε και στην τροποποίηση των πολεοδομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία έγκρισης και τροποποίησης των ρυμοτομικών σχεδίων. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, ο ιδιοκτήτης απαλλοτριωθέντος ακινήτου μπορεί, σε περίπτωση μη συντέλεσης της δικαστικής απόφασης περί προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, να επιδιώξει δικαστική προστασία για την αποδέσμευση του ακινήτου του κατά πρώτον με την υποβολή αίτησης για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης ή της πράξης, με την οποία η οικεία διοικητική αρχή αρνείται ρητώς την έκδοση παρόμοιας πράξης, καθώς και με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της παράλειψης της αρμόδιας διοικητικής αρχής να αποδεσμεύσει την ιδιοκτησία του δια τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης. Η ισχύουσα μέχρι τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων νομοθεσία διέκρινε σαφώς μεταξύ των δύο αυτών δικαστικών διαδικασιών, υπάγοντας τις σχετικές διαφορές στη δικαιοδοσία διαφορετικών δικαστηρίων. Έτσι, η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης ή ανάκλησης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ανήκε στη δικαιοδοσία του (πολιτικού) Εφετείου, δυνάμει των άρθρων 11 παρ. 4 και 19 – 22 του Ν.Δ. 797/1971 και, στη συνέχεια, περιήλθε, ως διοικητική διαφορά ουσίας, στην δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου, κατά τα κριθέντα με την 83/1997 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ήδη δε, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., τη σχετική αρμοδιότητα έχει το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Αντιθέτως, από την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, καθιστούσε επιβεβλημένη η μη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ανέκυπτε ακυρωτική διαφορά, υπαγομένη στην αρμοδιότητα αρχικώς του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη συνέχεια, σύμφωνα με τα άρθρα 29 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α΄) και 1 παρ. 1 του Ν. 2944/2001 (ΦΕΚ 222 Α΄), στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου και, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 21.12.2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 288 Α΄), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2990/2002 (ΦΕΚ 30 Α΄), στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή, και πάλι του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου. Έτσι, το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, έχει ήδη καταστεί αρμόδιο για τη διάγνωση των διαφορών που γεννώνται στο πλαίσιο αμφοτέρων των παραπάνω διαδικασιών, δηλαδή, τόσο για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης ή της πράξης, με την οποία η οικεία διοικητική αρχή αρνείται ρητώς την έκδοση παρόμοιας πράξης, όσο και για την ακύρωση της παράλειψης της αρμόδιας διοικητικής αρχής να τροποποιήσει το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ή την πολεοδομική μελέτη. Υπό τα δεδομένα αυτά, και την έννοια του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., ερμηνευομένου υπό το φως της αρχής της οικονομίας της δίκης, δεν συντρέχει, πλέον, λόγος διεξαγωγής δύο δικών, η κάθε μία από τις οποίες θα αφορούσε στις παραπάνω αντίστοιχες ενέργειες, στις οποίες υποχρεούται να προβεί η Διοίκηση για την αποδέσμευση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αφού και η βεβαίωση της επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης θα καθιστά υποχρεωτική, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, την τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, με την οποία παρέχεται πλήρης έννομη προστασία στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και ικανοποιείται τελικώς το αίτημα αποδέσμευσης του ακινήτου αυτού. Είναι, εξάλλου, κατά τούτο, αδιάφορο το γεγονός ότι, υπό το προϊσχύσαν του Κ.Α.Α.Α. νομοθετικό καθεστώς, οι διαφορές αυτές είχαν διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή ως προς την παράλειψη ή τη ρητή άρνηση της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της μη συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης είχαν το χαρακτήρα διοικητικών διαφορών ουσίας, ως προς δε την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην ενδεικνυόμενη τροποποίηση του οικείου σχεδίου πόλεως, το χαρακτήρα ακυρωτικών διαφορών. Περαιτέρω, οι εν λόγω διοικητικές διαφορές, οι οποίες ήδη, υπό την ισχύ του Κ.Α.Α.Α., μπορεί να άγονται ενώπιον του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου είτε μόνον ως προς την παράλειψη ή τη ρητή άρνηση έκδοσης βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης, είτε μόνον ως προς την υποχρέωση της Διοίκησης να τροποποιήσει το οικείο σχέδιο πόλεως ή την πολεοδομική μελέτη είτε, τέλος, ως προς αμφότερα τα ζητήματα αυτά, αν με τη σχετική αίτηση του ιδιοκτήτη επιδιώκεται ταυτοχρόνως τόσο η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, όσο και η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, οργανώνονται από το νόμο ως διοικητικές διαφορές ουσίας, εκδικαζόμενες, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 1, εφαρμόζεται κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι δε εκδιδόμενες σχετικώς αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το ως άνω άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α. ως ανέκκλητες, υπόκεινται μόνο στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2754/1994 Ολομ.). Άλλωστε, δεν θα ήταν νοητό οι διαφορές αυτές να αποτελούν, κατά το ένα σκέλος τους, διαφορές ουσίας και, κατά το άλλο, ακυρωτικές διαφορές και οι σχετικές αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου να υπόκεινται, κατά το μέρος που επιλύουν διαφορά ουσίας, στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και, κατά το μέρος που επιλύουν ακυρωτική διαφορά, σε έφεση. Το γεγονός δε ότι οι εν λόγω διαφορές εκδικάζονται, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., ως διοικητικές διαφορές ουσίας στο σύνολό τους, ακόμη, δηλαδή, και ως προς την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί σε τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, η οποία, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, εκδικαζόταν ανέκαθεν κατά το παρελθόν ως ακυρωτική διαφορά, δεν συνεπάγεται τη δυνατότητα του αρμόδιου τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου να προβεί το ίδιο στην προσήκουσα ρυμοτομική ρύθμιση, αλλά, αν γίνει δεκτή η αίτηση του θιγομένου ιδιοκτήτη να ακυρωθεί η παράλειψη της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, το δικαστήριο οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου, αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, α) είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, β) εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση, είτε, τέλος, γ) να θεωρήσει ότι η ιδιοκτησία αυτή παραμένει, για νόμιμο λόγο (π.χ. δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού ή ρέματος κ.λπ.), εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού, οπότε και δεν υποχρεούται σε εισφορά γης και χρήματος.

Σ.τ.Ε. 3908/2007 επταμελούς συνθέσεως Ε΄ Τμήματος : Ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσεως των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντελέσεώς τους εντός ενός και ημίσεως έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημιώσεως ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων (βλ. και ΣΕ 4586/2005 επτ.). Εξ άλλου, κατά το νόμο (βλ. άρθρα 44 και 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας [Κ.Β.Π.Ν.], που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. της 14/27.7.1999 [Δ΄ 580]), τα ρυμοτομικά σχέδια και οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται κατά ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση σχετικής πράξεως από την αρμόδια διοικητική αρχή. Ενόψει της σημασίας της πράξεως αυτής και των επιπτώσεών της τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον όσο και στο συμφέρον των θιγομένων ιδιοκτητών επιβάλλεται για λόγους ασφαλείας του δικαίου, σύμφωνα, άλλωστε, και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης πράξεως από την ίδια αρχή σε κάθε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιτάσσουν την ανάκληση ή την κατάργησή της (ΣΕ 4586/2005 επτ. κ.ά.). Ως εκ τούτου, μετά την έκδοση διοικητικής ή δικαστικής αποφάσεως που βεβαιώνει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α., επιβάλλεται αντίστοιχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, με σχετική ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής, αφού με τη θέσπιση της διαδικασίας του ανωτέρω άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α. ο νομοθέτης απέβλεψε στην παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, για να τερματίσει την αδράνεια της Διοικήσεως και να επιτύχει την αποδέσμευση του ακινήτου του από τα ρυμοτομικά βάρη, και όχι στην τροποποίηση των πολεοδομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία εγκρίσεως και τροποποιήσεως των ρυμοτομικών σχεδίων (ΣΕ 4586/2005 επτ. κ.ά.). Περαιτέρω, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το αίτημα εκδόσεως βεβαιωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη άρση, οφείλει, πάραυτα και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να βεβαιώσει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον, με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση, ενόψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, που, όπως προεκτέθηκε, προβλέπει την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως σε περίπτωση μη καταβολής της δικαστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως για τον προσδιορισμό της, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του [π.χ. όταν πρόκειται για ακίνητο με δασικό χαρακτήρα, εντός αιγιαλού, σε ζώνη προστασίας ρέματος κ.λπ.] και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικιστικού συνόλου και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται [π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λπ.], αφετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, ιδίως δε εάν συντρέχει σοβαρή ανάγκη για δημιουργία κοινοχρήστου ή κοινωφελούς χώρου, και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται αποσπασματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα ανέτρεπαν ουσιώδεις επιλογές του πολεοδομικού σχεδιασμού, τέλος δε, την πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, (α) να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή (β) να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, η δυνατότητα άμεσης αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών, ή (γ) να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν (πρβλ. ΣΕ 4586/2005 επτ.). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, της τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Συνεπώς, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας με την τροποποίηση του σχεδίου δεν επιτρέπεται να εκδοθεί οικοδομική άδεια. Εξ άλλου, κατά την ανωτέρω εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί της δυνατότητας ή μη αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με την οποία συναρτάται η δυνατότητα επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως, πρέπει, επίσης, να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποιήσεως του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, η κρίση για τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων και στοιχείων, ιδίως δε για το πολεοδομικώς αναγκαίο ή μη της διατηρήσεως του κοινοχρήστου ή του κοινωφελούς χώρου, πρέπει να εκφέρεται και από τα όργανα αυτά. Βλ. επίσης Σ.τ.Ε. 289, 843/2009

Σ.τ.Ε. 843/2009 (πλήρως αιτιολογημένη η αδυναμία εξευρέσεως  πόρων για την καταβολή της αποζημιώσεως) : Κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί αδυναμίας αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, πρέπει να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Αόριστη δήλωση του οικείου ΟΤΑ, περί αδυναμίας αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν αρκεί για να προσδώσει νόμιμο έρεισμα στη μετατροπή του ακινήτου σε οικοδομήσιμο χώρο, αλλά η σχετική κρίση πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα στοιχεία οικονομικής διαχειρίσεως, από τα οποία να προκύπτει η πραγματική αδυναμία εξοικονομήσεως ή εξευρέσεως χρημάτων για την απόκτηση του συγκεκριμένου χώρου, συνεκτιμωμένων των προτεραιοτήτων για την απόκτηση άλλων χώρων προς εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δηλαδή και για την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ύστερα από σχετική ακυρωτική απόφαση, όπως άλλωστε σε κάθε περίπτωση τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως, πρέπει να τηρείται η προβλεπόμενη στο άρθρο 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας διαδικασία, δηλαδή η ανάρτηση του σχεδίου στο δημοτικό κατάστημα, η γνωστοποίηση της τροποποιήσεως δια του τύπου και η εκδίκαση των ενστάσεων που τυχόν υποβάλλονται. (βλ. μειοψηφία, κατά την οποία δεν επιτρέπεται, υπό το Σύνταγμα του 1975/2001,η τροποποίηση σχεδίου πόλεως προς ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως λόγω μη συντελέσεώς της εξ αιτίας «οικονομικής αδυναμίας» του οικείου Ο.Τ.Α. να καταβάλει τη σχετική αποζημίωση, δεδομένου ότι, εν αδυναμία του Ο.Τ.Α., η σχετική δαπάνη βαρύνει το Δημόσιο).

Σ.τ.Ε. 963, 3908/2007, 289/2009 : Η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές γίνονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξ άλλου, αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όσο και τις ατομικές πράξεις, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει αρρήκτως αυτές τις κατηγορίες πράξεων. Οι αρμοδιότητες, όμως, εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί ομοίως να επιχειρείται με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, όργανα (βλ. ΣΕ 3661/2005 Ολομ.). Περαιτέρω, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως ή η αναθεώρηση πολεοδομικής μελέτης είναι, κατ’ αρχήν, όλως εντετοπισμένη όταν αφορά είτε ένα ακίνητο είτε μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων, έστω και εάν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. (βλ. ΣΕ 2399/2001, 463/2001 κ.ά.). Ακόμη, όμως, και αν η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης αφορά ένα ακίνητο και περιορίζεται σε ένα οικοδομικό τετράγωνο, δεν θεωρείται εντετοπισμένη για τον καθορισμό του αρμόδιου για την έγκρισή της οργάνου, εφόσον με τα δεδομένα της περιοχής συνιστά πολεοδομική παρέμβαση με ευρύτερες επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση του Δήμου. Συνεπώς, τέτοιας σημασίας και εκτάσεως επεμβάσεις στο σχέδιο πόλεως δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε άλλα όργανα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας και μόνο με προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης στην περίπτωση αυτή.

Η σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει μη συντελεσμένη ρυμοτομική απαλλοτρίωση με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου συντελείται με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως σε οποιοδήποτε από τα όργανα αυτής, τα οποία έχουν κατά τις σύμφωνες προς το Σύνταγμα διατάξεις την αρμοδιότητα τροποποιήσεως σχεδίου πόλεως (Σ.τ.Ε. 3128/1993, 135, 2671/1999). Συνεπώς, δεν συντελείται τοιαύτη σιωπηρά άρνηση όταν το αίτημα άρσεως της απαλλοτριώσεως υπεβλήθη σε αρχή, η οποία, κατά το Σύνταγμα, δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα εγκρίσεως ή τροποποιήσεως πολεοδομικών σχεδίων, όπως είναι οι Ο.Τ.Α., οι οποίοι, κατ’ ακολουθίαν, δεν νομιμοποιούνται παθητικώς σε δίκη ανοιγόμενη με αίτηση ακυρώσεως που στρέφεται κατά της φερομένης ως συντελεσθείσης σιωπηρής αρνήσεώς τους (Σ.τ.Ε. 3628/2006).

Στην περίπτωση που για την έκδοση της οικείας διοικητικής πράξεως είναι κατά νόμο συναρμόδια δύο ή περισσότερα διοικητικά όργανα, η προθεσμία, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας συντελείται η παράλειψη της Διοικήσεως να άρει την απαλλοτρίωση, κινείται, λόγω της αρχής της ενότητας της Διοικήσεως, από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως σε οποιοδήποτε συναρμόδιο όργανο, δεδομένου ότι αυτή πρέπει να διαβιβασθεί περαιτέρω και στα λοιπά (πρβλ. ΣτΕ 3128/1993 7μ., 768/2005, 1203-5/2009 7μ. κ.α.), τούτο δε ενόψει και της γενικής αρχής του διοικητικού δικαίου που αποτελεί ήδη ρύθμιση του άρθρου 4 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κατά την οποία, αίτηση απευθυνομένη σε αναρμόδιο όργανο παραπέμπεται στο αρμόδιο (βλ. ΣτΕ 1753/2003, 203, 1497/2006, 1203-5/2009). 

Σ.τ.Ε. 4113/2009 ΣΤ΄ Τμήματος [Προσβάλλεται πράξη απορριπτική αιτήσεως του αιτούντος περί ανακλήσεως αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία είχε κηρυχθεί αναγκαστική απαλλοτρίωση του εξ αδιαιρέτου ½ μεριδίου κτήματος, φερομένου ως ανήκοντος στον δικαιοπάροχο του αιτούντος.] 6. Επειδή, το άρθρο 17 του Συντάγματος 1952 όριζε τα εξής: «Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης πλήρους αποζημιώσεως…». Εξάλλου, το άρθρο 104 του ιδίου Συντάγματος όριζε τα εξής: «Προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων επιτρέπεται επί μίαν τριετίαν από της ισχύος του παρόντος αναγκαστική απαλλοτρίωσις των κατωτέρω κατηγοριών αγροτικών κτημάτων κατά παρέκκλισιν του άρθρου 17 του Συντάγματος, ως νόμο θέλει ορίσει α)… β)… γ) Κτηνοτροφικών εκτάσεων πέραν των χιλίων τουλάχιστον στρεμμάτων ή, εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι κτηνοτρόφος, των υπερβαινουσών την απαιτουμένην έκτασιν προς κάλυψιν των σημερινών αυτού αναγκών ή των προ του έτους 1940, ως νόμος θέλει ορίσει… Η αποζημίωσις ορίζεται εις μεταλλικάς δραχμάς πάντοτε δια της δικαστικής οδού ουδέποτε μικροτέρα του ενός τρίτου της αξίας του απαλλοτριουμένου κτήματος κατά τον χρόνον της καταλήψεως και καταβάλλεται προ ή μετ` αυτήν είτε κατά δόσεις, είτε εις χρεόγραφα, ως νόμος θέλει ορίσει». Ενόψει της συνταγματικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε το ν.δ. 2185/1952 (ΦΕΚ Α΄ 217), το οποίο όρισε, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1: «Προς αποκατάστασιν ακτημόνων κατά την έννοιαν του Αγροτικού Κώδικος καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων κατά την έννοιαν της περί αποκαταστάσεως κτηνοτρόφων Νομοθεσίας ορίζονται τα κάτωθι: 1)… 3) Επιτρέπεται συμφώνως τω άρθρω 104 του Συντάγματος η αναγκαστική απαλλοτρίωσις αγροτικών κτημάτων ανηκόντων εις φυσικά πρόσωπα και πάσης φύσεως νομικά πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου και Ιδρύματα». Aρθρο 2: «Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις κηρύσσεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας εκδιδομένης μετά γνώμην του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Εποικισμού και δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2… 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση θεωρείται συντελεσθείσα από της χρονολογίας της δημοσιεύσεως της ως άνω Υπουργικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου της εκδικάσεως του κτήματος υπό της κατά το άρθρο 71 του Αγροτικού Κώδικος Επιτροπής Απαλλοτριώσεων». Άρθρο 6: «Άμα τη δημοσιεύσει της περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως Υπουργικής αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως περιέρχονται άνευ άλλης διατυπώσεως εις την κυριότητα και την νομήν του Δημοσίου πάσαι αι εκτάσεις του κτήματος μεθ` όλων των κτισμάτων πλην των εξαιρέσεων των άρθρων 18, 20, 29 και 30 του παρόντος. Άρθρο 12: «1. Η υπό του άρθρου 71 του Αγροτικού Κώδικος προβλεπομένη Επιτροπή Απαλλοτριώσεων καθορίζει τας εν εκάστω κτήματι απαλλοτριωτέας και εξαιρετέας της απαλλοτριώσεως εκτάσεις και ασκεί άπασαν εν γένει την εκ του Κώδικος τούτου και του περί αποκαταστάσεως κτηνοτρόφων απορρέουσαν αρμοδιότητά της και επί των κατ` εφαρμογήν του παρόντος Νόμου απαλλοτριώσεων. 2. …». Άρθρο 23: «1. Άμα τη κηρύξει της απαλλοτριώσεως του κτήματος, επιτροπή αποτελουμένη εκ του Διευθυντού της Διευθύνσεως Γεωργίας του Νομού, του Γεωπόνου προϊσταμένου του παρ` αυτή Α΄ Τμήματος και του Προϊσταμένου του παρά τη ιδία Διεύθυνσει Τμήματος Εποικισμού ή του ασκούντος καθήκοντα Προϊσταμένου, καθορίζει δια πράξεώς της, κατά την κρίσιν της τους δικαιουμένους κατά Νόμον αποκαταστάσεως, εις τους οποίους, συγκροτουμένους εις Αναγκαστικόν Συνεταιρισμόν Αποκαταστάσεως Ακτημόνων Καλλιεργητών παραδίδει την χρήσιν της υποκειμένης εις απολλοτρίωσιν εκτάσεως του κτήματος διαχωρίζουσα προχείρως αυτήν από της εξαιρουμένης, μετ` ακρόασιν του ιδιοκτήτη και του Συνεταιρισμού. Περί του ανωτέρω διαχωρισμού συντάσσεται πρωτόκολλον. Συνεταιρισμός δύναται να μη συγκροτηθή εάν οι δικαιωθέντες αποκαταστάσεως είναι ολιγώτεροι των δέκα πέντε. Εν τοιαύτη περιπτώσει η παράδοσις της χρήσεως γίνεται προς αυτούς ατομικώς…». Άρθρο 28: «1. Υπόκεινται εις αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν και παραχώρησιν προς αποκατάστασιν ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων α)… β) Αι εις τα φυσικά Πρόσωπα και τα Νομ. Πρόσωπα Ιδιωτ. Δικαίου ανήκουσαι κτηνοτροφικαί εκτάσεις, πλην των εξαιρέσεων του άρθρου 29». 2. Κτηνοτροφικαί εκτάσεις κατά τον παρόντα Νόμον νοούνται αι ανεπίδεκτοι γεωργικής πλην δεκτικαί μόνον κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως εκτάσεις δασώδους ή μη μορφής μετά των απαραιτήτων δια την συντήρησιν της κτηνοτροφίας παρακολουθημάτων (ποδιές, γεννολείβαδα κ.λπ.). Τυχόν παρεμβαλλόμεναι μικραί καλλιεργήσιμοι ή καλλιεργούμεναι εκτάσεις δεν αναιρούσι τον χαρακτήρα του κτήματος ως κτηνοτροφικού. Κτηνοτροφικαί εκτάσεις δασώδους μορφής νοούνται αι εκτάσεις περί ων αι περ. 2 και 3 του άρθρου 45 του Ν. 4173/29 περί δασικού Κώδικος». Άρθρο 29: «1. Επί κτηνοτροφικών κτημάτων ανηκόντων εις φυσικά και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου της κατά το άρθρον 28 απαλλοτριώσεως εξαιρείται συνεχής ει δυνατόν έκτασις χιλίων στρεμμάτων κατ` ιδιοκτήτην. Η εξαιρουμένη έκτασις καθορίζεται υπό της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων κατά τρόπον ώστε, αύτη, ως και η απαλλοτριουμένη να καθίσταται, κατά το δυνατόν, αυτοτελώς εκάστη κτηνοτροφικώς εκμεταλλεύσιμος. Δια την ανωτέρω εξαίρεσιν των χιλίων στρεμμάτων πλείονες εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήται θεωρούνται ως εις ιδιοκτήτης… 2. Εάν ο ιδιοκτήτης ή συνιδιοκτήτης ή συνιδιοκτήται Φυσικά Πρόσωπα ή Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, εκμεταλλεύονται το κτήμα δι` ιδίων ποιμνίων, πλην της ανωτέρω κατά την ηγουμένην παρ. εκτάσεως εξαιρείται επί πλέον και η τυχόν όλως απαραίτητος, κατά την κρίσιν της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, έκτασις δια την συντήρησιν των κατά την 1ην Ιανουαρίου 1952 ζώων των ή των ζώων τα οποία ούτοι κέκτηντο αποδεδειγμένως κατά μέσον όρον κατά την διετίαν 1938-1940, εφ` όσον τα τελευταία ταύτα είναι περισσότερα των κατά την 1ην Ιανουαρίου 1952 ζώων… 3. … 4. Εξαιρούνται επίσης της απολλοτριώσεως αι εις τον ιδιοκτήτην ανήκουσαι πάσης φύσεως μόνιμοι και στερεάς κατασκευής κτηνοτροφικαί ή άλλου είδους εγκαταστάσεις (κτίσματα), πλην των απαραιτήτων δια την εκμετάλλευσιν του κτήματος υπό της ολότητος των αποκαθισταμένων, ως και αι κατοικίαι μετά του απαραιτήτου κατά την κρίσιν της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων γύρωθεν χώρου 5. Εξαιρούνται ωσαύτως της απαλλοτριώσεως τα επί κτηνοτροφικών εκτάσεων κείμενα ακίνητα, περί ων τα άρθρα 14, 15 και 16 του Αγροτικού Κώδικος». Aρθρο 32: «1. Οι αναγνωρισθέντες υπό της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ως δικαιούμενοι αποκαταστάσεως, εφ` όσον υπερβαίνουν τους 6 συγκροτούνται εις Αναγκαστικόν Συνεταιρισμόν αποκαταστάσεως ακτημόνων κτηνοτρόφων εις ον και παραδίδεται η χρήσις του κτήματος κατά τας διατάξεις του άρθρου 23 αναλόγως εφαρμοζομένας». Aρθρο 33: «1. Από της κατά το άρθρον 32 παραδόσεως της χρήσεως εις τον Συνεταιρισμόν και μέχρι της καταβολής εις τον ιδιοκτήτην της οφειλομένης αυτώ αποζημιώσεως οφείλεται υπό του Συνεταιρισμού αποζημίωσις χρήσεως καθοριζομένη και καταβαλλομένη κατά τας διατάξεις του άρθρου 24 αναλόγως εφαρμοζομένας…». Aρθρο 35: «Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις του Κώδικος περί αποκαταστάσεως κτηνοτρόφων εφαρμόζονται επί πάσης περιπτώσεως μη ρυθμιζομένης διαφόρως δια του παρόντος Κεφαλαίου». Άρθρο 39: «1. Η δια της κατά τον άρθρον 104 του Συντάγματος απαλλοτρίωσιν οφειλομένη αποζημίωσις ορίζεται εις το εν τρίτον της τρεχούσης αξίας του απαλλοτριουμένου κτήματος κατά τον χρόνον της κατά τα άρθρα 23 και 32 καταλήψεως αυτού και καθορίζεται εις μεταλλικάς δραχμάς… 2. Η αποζημίωσις καθορίζεται δι` αποφάσεως του κατά τόπον αρμοδίου Πρωτοδικείου… 3. Η κίνησις της διαδικασίας ενεργείται είτε αυτεπαγγέλτως υπό του Προέδρου των Πρωτοδικών, μετά την κοινοποίησιν αυτώ της κατά το άρθρον 74 της αποφάσεως της Επτροπής Απαλλοτριώσεων, ότε ούτος προσδιορίζων την δικάσιμον κλητεύει νομίμως το Δημόσιον και τους ενδιαφερομένους, είτε υπό των ιδιοκτητών, είτε υπό του Δημοσίου». Εξάλλου, το άρθρο 117 του ήδη ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι: «1. Οι νόμοι που εκδόθηκαν έως την 21.4.1967 κατ` εφαρμογήν του άρθρου 104 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952, θεωρούνται ότι δεν είναι αντίθετοι προς το παρόν Σύνταγμα και διατηρούνται σε ισχύ».

7. Επειδή, η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται, κατά τις γενικές αρχές περί διοικητικών πράξεων, από το ισχύον κατά τον χρόνο της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος αποδοχής ή απορρίψεως, ρητής ή τεκμαιρομένης, του περί ανακλήσεως αιτήματος του ενδιαφερομένου (Ολ. Σ.τ.Ε. 1982/2005 κ.ά.). Εν προκειμένω η μεν αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου του δικαιοπαρόχου του αιτούντος κηρύχθηκε με την υπ` αριθμ. Ε/5394/30.3.1954 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ Β΄ 73) κατ` εφαρμογή των διατάξεων του Ν.Δ/τος 2185/1952, η δε απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος για την ανάκλησή της (19.7.1999) έλαβε χώρα υπό το κράτος ισχύος του Ν.Δ. 797/1971.
Κατά συνέπεια το νομοθετικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η απόρριψη αυτή και επί τη βάσει του οποίου θα κριθεί η νομιμότητα της είναι το Ν.Δ. 797/1971 (πρβλ. Σ.Ε. 3557/2006 κ.ά.). 8. Επειδή κατά το άρθρο 12 παρ. 2 και 3 του Ν.Δ. 797/1971, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συντέλεσης της προσβαλλομένης παραλείψεως της Διοίκησης να ανακαλέσει την επίδικη απαλλοτρίωση, δηλαδή όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 19 του άρθρου 6 του Ν. 2160/1993 (Φ.Ε.Κ. 118 Α΄), «2. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, γ) επιχειρήσεων που ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και δ) οργανισμών κοινής ωφέλειας, δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. Το απαλλοτριωμένο ακίνητο δύναται να διατεθεί ελευθέρως, εάν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ανάκληση ή δεν απαντήσει μέσα σε τρεις μήνες από τη λήψη της σχετικής απόφασης… 3. Συντελεσμένη απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση όσων υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο, ανακαλείται υποχρεωτικώς, ύστερα από αίτηση του καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, η οποία υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση πενταετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εφόσον μέσα στην πενταετή αυτή προθεσμία το απαλλοτριωμένο δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή δεν έχει συντελεσθεί προς τούτο μέρος των απαιτούμενων εργασιών το οποίο υπερβαίνει, κατ` αξία, το ένα τρίτο…».

Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης υπέρ του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού ή υπέρ επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή οργανισμών κοινής ωφέλειας, αφίεται, από το νόμο, στην διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως, η οποία δεν υποχρεούται να κινήσει, επί υποβολής περί τούτου αιτήσεως του πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, την διαδικασία περί ανακλήσεως της συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ασχέτως, κατ` αρχήν, του χρονικού διαστήματος το οποίο παρήλθε από της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, δεδομένου ότι ο νόμος δεν τάσσει, σχετικώς, χρονικό περιορισμό. Και τούτο, για να εξασφαλισθεί, εν όψει της σημασίας, της ποικιλίας και της ευρύτητας των αναγκών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, των επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. και των οργανισμών κοινής ωφελείας, η αναγκαία για την κάλυψή τους χρονική άνεση. Οι ανωτέρω, όμως, διατάξεις, δεν αποκλείουν την υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την συντετελεσμένη απαλλοτρίωση, όταν εκδηλώθηκε σαφώς και ανενδοιάστως βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθέντος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε μακρό, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα και η Διοίκηση ή, εν γένει, εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλο σκοπού δημοσίας ωφελείας (Σ.Ε. 1980, 1981/2005 Ολ. κ.ά.). Εξάλλου, εφόσον κατά γενική αρχή του δικαίου, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως ή παραλείψεως κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου εκδόσεως ή εκδηλώσεώς της αντιστοίχως, πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα του χρόνου εκδηλώσεως της προσβαλλομένης παραλείψεως δεν λαμβάνονται υπόψη (Σ.Ε. 3557/2006 κ.ά.). 9. Επειδή κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η διάρκεια του ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτριώσεως, εξαρτάται, μεταξύ άλλων, εκ της φύσεως του σκοπού αυτής. Ειδικώς προκειμένου περί των κηρυσσομένων κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952 αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, για την εκτίμηση του εύλογου χρόνου πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψιν αφ` ενός μεν ο εξαιρετικός χαρακτήρας των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες εισάγουν σοβαρή παρέκκλιση από τους περί προστασίας της ιδιοκτησίας ορισμούς του ιδίου Συντάγματος, αφ` ετέρου δε ο άμεσος, επιτακτικός και επείγων χαρακτήρας του σκοπού δημοσίας ωφελείας των απαλλοτριώσεων αυτών, ο οποίος συνίσταται στην ανακούφιση της γεωργικής και κτηνοτροφικής τάξεως εκ της δεινής εξαθλιώσεως, στην οποία είχε περιαγάγει αυτήν ο πόλεμος, η κατοχή και η συνεπεία αυτών αφαίμαξη της κρατικής οικονομίας, και ο οποίος δεν ηδύνατο να επιτευχθεί άλλως, ειμή δια της θεσπίσεως της ειδικής μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 104 (βλ. εισηγητική έκθεση του εκτελεστικού της ως άνω συνταγματικής διατάξεως ν.δ/τος 2185/1952). Για τον λόγο, άλλωστε, αυτό η μεν εξαιρετική διάταξη του άρθρου 104 είχε όλως περιορισμένο χρόνο εφαρμογής (τριετία), η δε πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε. ερμηνεύει τις διατάξεις του ν.δ/τος 2185/1952 και 104 του Συντάγματος 1952 κατ` απόκλιση από την γενική αρχή ότι το απαλλοτριωτέο ή μη των υπό απαλλοτρίωση εκτάσεων κρίνεται από την πραγματική κατάσταση που υφίσταται κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως, αξιώνει δε όπως η καταλληλότης των απαλλοτριωθεισών δυνάμει του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952 εκτάσεων για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση διατηρείται και κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής, κατά την οποία και μόνον αποκτώνται δικαιώματα επί της συγκεκριμένης εκτάσεως, διότι, άλλως, θα διατίθεντο εκτάσεις προς σκοπό διάφορο από εκείνον που επιδιώκεται με τις διατάξεις περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2284/66, Ολ., 112-3/63 Ολ. 858/2000, 2924-5/85, 280/76, 2915/04, 575/80, 2002/77 κ.ά.). Η αυτή αρχή ισχύει και προκειμένω περί των δικαιούχων της αποκαταστάσεως, διότι η διάταξη του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952 αναγνωρίζει μόνον την αποκατάσταση ακτημόνων οι οποίοι υπάρχουν ήδη κατά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως, όχι δε και ακτημόνων οι οποίοι πρόκειται να εμφανιστούν στο μέλλον και μάλιστα μετά την πάροδο της τριετούς χρονικής ισχύος της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως (πρβλ. Σ.Ε. 277/1956 Ολ. 1105/1955 Ολ. 2040/1992 7μ.). Τέλος, εάν ο σκοπός της κηρυχθείσης βάσει της εξαιρετικής αυτής διατάξεως, απαλλοτριώσεως δεν εκπληρώθηκε, ούτε είναι πλέον εφικτό να εκπληρωθεί, ανακύπτει η υποχρέωση ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως, δεδομένου ότι εάν, εν όψει των πραγματικών συνθηκών, δεν υπάρχει πλέον πεδίο εφαρμογής του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952, ισχύει η θεσπιζομένη από το άρθρο 17 του ισχύοντος Συντάγματος συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας (βλ. Σ.Ε. 2040/1992 7μ.). 10. Επειδή εκ των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως (19.7.1999) ο σκοπός της επιμάχου απαλλοτριώσεως δεν είχε πραγματοποιηθεί, αφού, κατά τα εκτεθέμενα στη σκέψη 5, όχι απλώς δεν είχε λάβει χώρα οριστική εγκατάσταση των κληρούχων σε εδαφικώς προσδιορισμένους κλήρους, αλλά ούτε καν διανομή της συνολικής εκτάσεως του επικοίνου κτήματος. Τοιαύτη εγκατάσταση δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα ούτε καν στο μικρό τμήμα 218,817 στρεμμάτων, το οποίο έλαβε διαιρετά κατ` αξία το Δημόσιο κατόπιν της υπ` αριθμ. 679/1988 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί μερικής διανομής του ακινήτου, αφού με την προμνημονευθείσα 558/1995 γνωμοδότησή του, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του Υπουργείου Γεωργίας περί της τηρητέας πορείας, δεδομένου ότι η δικαστική εμπλοκή του θέματος εμπόδισε τη Διοίκηση να προβεί στις ενέργειες της οριστικής εγκαταστάσεως των δικαιούχων κτηνοτρόφων σύμφωνα με το Ν.Δ. 2158/52, απεφάνθη ότι η διαδικασία αποκαταστάσεως των ακτημόνων μικροκτηνοτρόφων στο τμήμα αυτό τελεί υπό τον όρο της συνδρομής των προϋποθέσεων του Κώδικα Αποκαταστάσεως Κτηνοτρόφων, δηλαδή την ύπαρξη ακτημόνων κτηνοτρόφων τόσο κατά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως όσο και κατά την εφαρμογή της σήμερα, καθώς και την ύπαρξη εκτάσεων που δεν στερούνται ούτε απώλεσαν μεταγενεστέρως τον χαρακτήρα της κτηνοτροφικής γης, εν πάση δε περιπτώσει η υπ` αριθμ. 147/30.12.1999 απόφαση της Β΄ Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ανατ. Αττικής, με την οποία έγινε διαχωρισμός της εκτάσεως των ως άνω 218,517 στρεμμάτων που δικαιούται το Δημόσιο από την μερίδα του αιτούντος εξεδόθη μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Με τα δεδομένα αυτά, το χρονικό διάστημα των 45 ετών που μεσολάβησε από την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου του αιτούντος μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντός του οποίου η Διοίκηση προέβη μεν σε διάφορες ενέργειες εντασσόμενες στα πλαίσια της διαδικασίας αποκαταστάσεως, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε αυτήν, κρίνεται μακρό, πέραν του ευλόγου, και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία εξεδηλώθη ρητή άρνηση της Διοικήσεως να άρει την ανωτέρω απαλλοτρίωση, είναι μη νόμιμη και για το λόγο αυτό, βασίμως προσβαλλόμενο, πρέπει να ακυρωθεί.

ΠΡΟΪΣΧΥΣΑΝ ΔΙΚΑΙΟ.

Το άρθρο 11 παρ. 2 του ΝΔ 797/1971 (ΦΕΚ Α΄ 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν 212/1975 (ΦΕΚ Α΄ 252), προέβλεπε, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους, χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλομένη αποζημίωση, και, ειδικότερα, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες κηρύσσονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται, αν παρέλθει οκταετία.

Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του Ν 1337/1983 (ΦΕΚ Α΄ 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ΝΔ 797/1991 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της.

Στις Ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις κηρυχθείσες υπό την ισχύ του ΝΔ 797/1971 και πριν από την κατάργησή του με το Ν 1337/1983  ήταν αναγκαία η ύπαρξη δικαστικής απόφασης.Το άρθρο 11 παρ. 2 του ΝΔ 797/1971 (ΦΕΚ Α΄ 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν 212/1975 (ΦΕΚ Α΄ 252), προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους, χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλομένη αποζημίωση, και, συγκεκριμένα ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων, ανακαλούνται, αν παρέλθει οκταετία. Με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 36 του Ν 1337/1983 (ΦΕΚ Α΄ 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ΝΔ 797/1971, και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδικαίας ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της (ΣτΕ 3464/2009)

Έχει κριθεί (ΣτΕ 78/2009 , 1203/2009 κ.λπ.) ότι κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1, 2, 4 και 8 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ) απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1.2.1971 και εφεξής διέπονται από τον νόμο αυτό, από την έναρξη της ισχύος του. Ειδικότερα (ΣτΕ 2365/2008 , Ολ 603/2008) κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εφόσον η παράλειψη της διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που είχε κηρυχθεί υπό την ισχύ του ΝΔ 797/1971, συντελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν 2882/2001 , (7.5.2001 σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου), εφαρμοστέες είναι, οι διατάξεις του ίδιου Κώδικα, οι οποίες διέπουν τις εν λόγω διαφορές (ΣτΕ 4586/2005 , πρβλ. ΣτΕ Ολ 1980/2005 ).

Άρα από τον νέο ΚΑΑΑ δεν  προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους . Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, όπως και οι περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της (ΣτΕ 3464/2009 , πρβλ. ΣτΕ 263/1995 , 642/1998, 3269/2003 κ.ά.).

ΚΗΡΥΞΗ ΕΚ ΝΕΟΥ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ Ή ΤΗΝ ΑΡΣΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ

Κατά το άρθρο 11 παρ. 6 του ν. 2882/2001 [όπως το πρώτο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 3β του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, ΦΕΚ Α΄ 226] «Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα έξι μηνών [η διάταξη, όπως είχε αρχικώς, πριν από το ν. 4024/2011, προέβλεπε ένα έτος] από την ανάκληση ή την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν επιτρέπεται, χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη, η κήρυξη νέας απαλλοτρίωσης του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό. Εάν η ανάκληση ή άρση επαναληφθεί, η προθεσμία αυτή διπλασιάζεται. … Οι κατά τα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου προθεσμίες για την κήρυξη νέας απαλλοτρίωσης δεν ισχύουν : α) προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών, β) προκειμένου περί απαλλοτριώσεων για ανέγερση νοσοκομείων και σχολικών κτιρίων, για ανοικοδόμηση οικισμών που έχουν πληγεί από θεομηνίες, καθώς και για στρατιωτικούς ή αρχαιολογικούς σκοπούς και γ) (όπως η περίπτωση γ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 5 του ν. 3986/2011) προκειμένου περί των λοιπών απαλλοτριώσεων υπέρ του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, οργανισμών κοινής ωφέλειας, κοινωφελών ιδρυμάτων και δημοσίων επιχειρήσεων, εάν η ανάκληση ή άρση της απαλλοτρίωσης αφορά τμήμα μόνο της έκτασης το οποίο δεν υπερβαίνει το 20% του συνολικού εμβαδού αυτής. Ειδικά προκειμένου περί απαλλοτριώσεων συντελεσμένων ή μη που έχουν κηρυχθεί οποτεδήποτε υπέρ και με δαπάνες του Ε.Ο.Τ., εφόσον η αξιοποίηση της υπολειπόμενης απαλλοτριωθείσας έκτασης καθίσταται δυσχερής σύμφωνα με τον σκοπό της απαλλοτρίωσης μετά την ανάκληση ή άρση της απαλλοτρίωσης οιωνδήποτε τμημάτων αυτής, ανεξάρτητα της έκτασης που αυτά καταλαμβάνουν. Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ του εδαφίου αυτού [άρα όχι και στην περίπτωση γ΄] πρέπει να βεβαιώνεται στο προοίμιο της πράξης κήρυξης της νέας απαλλοτρίωσης η πρόβλεψη της απαιτούμενης γι’ αυτήν δαπάνης. Εάν η απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης ακυρωθεί δικαστικώς ή ανακληθεί διοικητικώς ως παράνομη, επιτρέπεται η κήρυξη απαλλοτρίωσης του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό, με τις νόμιμες προϋποθέσεις και διαδικασία, χωρίς την προθεσμία του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου».

ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΑ ΑΡΣΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΘΟΡΙΣΘΕΙΣΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ

Α.Ε.Δ. 26/2010 : 4. Επειδή, κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η αποζημίωση που ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια για αναγκαστική απαλλοτρίωση «… καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως». Περαιτέρω, το ν.δ. 797/1971 (ΦΕΚ Α΄ 1) όριζε στο άρθρο 11 τα εξής: «1. Αναγκαστική απαλλοτρίωσις, μη συντελεσθείσα, … εντός ενός και ημίσεος έτους από της εκδόσεως της προσδιοριζούσης προσωρινώς ή οριστικώς την αποζημίωσιν δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται ως αυτοδικαίως ανακληθείσα. Ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής της οριστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως, ο υπέρ ου η τοιαύτη απαλλοτρίωσις δικαιούται εις επίσχεσιν του απαλλοτριωθέντος μέχρις επιστροφής της τυχόν καταβληθείσης προσωρινής αποζημιώσεως. 2. … 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 212/1975, ΦΕΚ Α΄ 252). Η κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αυτοδικαίως επερχομένη ανάκλησις αναγκαστικής απαλλοτρίωσεως θεωρείται μη γενομένη, εις ην περίπτωσιν, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από της εκπνοής των εν τοις παραγράφοις ταύταις προθεσμιών, ο καθ` ου η απαλλοτρίωσις υποβάλλει εις την Διεύθυνσιν Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών έγγραφον δήλωσιν, περί του ότι επιθυμεί την περαιτέρω διατήρησιν της απαλλοτριώσεως. 4. Ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα ταύτην αρχή υποχρεούται όπως εντός διμήνου εκδώση πράξιν, βεβαιούσαν την επελθούσαν ανάκλησιν και δημοσιευομένην δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήση, κατά την υπό των άρθρων 19 έως και 22 του παρόντος οριζομένην ειδικήν διαδικασίαν περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοσιν δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσης την ανάκλησιν, καλουμένου εις την δίκην του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωσις και του Δημοσίου. …». 5. Επειδή, με την υπ` αριθ. 3689/2009 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κατά της ………. , έγιναν δεκτά τα εξής: Η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971 – κατά την οποία η αυτοδικαίως επερχόμενη άρση της απαλλοτριώσεως θεωρείται μη γενομένη, αν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση εντός έτους από την πάροδο ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ` ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως του δικαστηρίου, υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτριώσεως – έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε περίπτωση υποβολής της ως άνω εγγράφου δηλώσεως, από την οποία και μόνο συνάγεται, σαφώς και χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες, η επιθυμία του καθ` ου η απαλλοτρίωση και δικαιουμένου να ζητήσει την βεβαίωση της αυτοδικαίας άρσεώς της για διατήρηση της απαλλοτριώσεως. Αντιθέτως, ο Άρειος Πάγος, με την υπ` αριθ. 7/2007 απόφασή του, δέχθηκε τα εξής, καθ` ερμηνεία της αυτής ως άνω διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971: Από την εκ μέρους του καθ` ου η απαλλοτρίωση έγερση αγωγής για επιδίκαση της αποζημιώσεως μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την πάροδο της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, που τάσσεται στον υπόχρεο για καταβολή της με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 11 του ν.δ/τος 797/1971, συνάγεται σαφώς η βούλησή του να μην ασκήσει το δικαίωμα, που θεσπίσθηκε για το συμφέρον του, να καταστήσει δηλαδή ανίσχυρη την απαλλοτρίωση επικαλούμενος την αυτοδίκαιη ανάκλησή της, αλλά η βούλησή του να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση, οπότε η άρση θεωρείται ως μη γενόμενη, έστω και αν αυτός δεν υπέβαλε την ανωτέρω δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών, αφού η υποβολή αυτής απαιτείται για την ενημέρωση του Υπουργείου προς έκδοση σχετικής πράξεως για ανάκληση της απαλλοτριώσεως, που έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα δεδομένα, στοιχειοθετείται περίπτωση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια της ίδιας διατάξεως τυπικού νόμου, και συγκεκριμένα εκείνης του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 212/1975, για την άρση της οποίας είναι αρμόδιο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά την έννοια των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ του Κώδικα περί του εν λόγω Δικαστηρίου. 6. Επειδή, ενόψει της απόλυτης διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημιώσεως εντός της προβλεπομένης σε αυτήν προθεσμίας του ενάμισι έτους, «η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως», η κατ` εξαίρεση του κανόνος αυτού θεσπιζομένη με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971 ρύθμιση – η οποία, άλλωστε, δεν επαναλήφθηκε με τον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΦΕΚ Α΄ 17) – πρέπει να ερμηνευθεί στενώς, υπό την έννοια ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτριώσεως, λόγω μη συντελέσεώς της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ` ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται μη γενομένη μόνον στην περίπτωση που ο καθ` ου η απαλλοτρίωση υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτριώσεως εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω τασσομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας του ενάμισι έτους. Και τούτο διότι μόνον από την υποβολή της δηλώσεως αυτής συνάγεται σαφώς και χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες, τόσο για τον καθ` ου όσο και για τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση, η βούληση του πρώτου, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει και την βεβαίωση περί της αυτοδικαίας άρσεώς της, για διατήρηση της απαλλοτριώσεως, ώστε να αίρεται, για λόγους ασφαλείας του δικαίου, κάθε αμφιβολία ως προς την νομική κατάσταση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Συνεπώς, εάν δεν έχει υποβληθεί η ανωτέρω έγγραφη δήλωση, δεν ασκούν καμία επιρροή στην ήδη επελθούσα, κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος και την σύμφωνη προς αυτό διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν.δ/τος 797/1971, αυτοδικαία άρση της απαλλοτριώσεως ενέργειες όχι μόνον του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, όπως παρακατάθεση της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, αλλά και ενέργειες, δικαστικές ή εξώδικες, του καθ` ου η απαλλοτρίωση, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά την πάροδο της προβλεπομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας, όπως είναι η έγερση αγωγής προς επιδίκαση της οφειλομένης λόγω της απαλλοτριώσεως αποζημιώσεως ή η συνέχιση σχετικής δίκης, που άρχισε πριν από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, χωρίς να γίνει επίκληση της επελθούσης αυτοδικαίως άρσεως της απαλλοτριώσεως, ή και η είσπραξη αποζημιώσεως. Ενόψει τούτου, και εάν ακόμη έχουν λάβει χώρα τέτοιες ενέργειες εντός έτους από την πάροδο ενάμισι έτους από την δικαστικό καθορισμό της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, ο καθ` ου η απαλλοτρίωση δεν κωλύεται να υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο, με την οποία να ζητεί την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της απαλλοτριώσεως και την βεβαίωση της εν λόγω άρσεως. Κατά την γνώμη, όμως, των μελών του Δικαστηρίου Δ. Παπαντωνοπούλου και Χ. Κούσουλα, κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, από την εκ μέρους του καθ` ου η απαλλοτρίωση έγερση αγωγής για επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της απαλλοτριώσεως μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την πάροδο της τασσομένης για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, ή από την εκ μέρους του συνέχιση σχετικής δίκης, που είχε αρχίσει πριν από την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας, ή την είσπραξη αποζημιώσεως εντός έτους μετά την πάροδο του δεκαοκταμήνου, συνάγεται σαφώς η βούλησή του να μην ασκήσει το δικαίωμα, που θεσπίσθηκε για το συμφέρον του, να καταστήσει δηλαδή ανίσχυρη την απαλλοτρίωση επικαλούμενος την αυτοδίκαιη ανάκλησή της, αλλά η βούλησή του να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση, οπότε η άρση θεωρείται ως μη γενομένη, έστω και αν αυτός δεν υπέβαλε την προβλεπομένη από την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.δ/τος 797/1971 έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών. Και τούτο διότι η υποβολή της δηλώσεως αυτής απαιτείται για την ενημέρωση του Υπουργείου προς έκδοση της σχετικής πράξεως για ανάκληση της απαλλοτριώσεως, η οποία έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα, και δεν προβλέπεται ως αποκλειστικός τρόπος δηλώσεως της βουλήσεως του καθ` ου η απαλλοτρίωση προς διατήρηση αυτής. Συνεπώς, αν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση έχει προβεί σε ενέργειες, από τις οποίες συνάγεται η βούλησή του να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση, παρά την μη συντέλεσή της εντός ενάμισι έτους από τον δικαστικό καθορισμό της οφειλομένης γι` αυτήν αποζημιώσεως, δεν μπορεί πλέον να επικαλεσθεί την αυτοδίκαιη άρση αυτής λόγω παρόδου άπρακτης της εν λόγω προθεσμίας και να ζητήσει την βεβαίωσή της από το αρμόδιο δικαστήριο. 7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, αίρεται η αμφισβήτηση ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 212/1975, που ανέκυψε μεταξύ της υπ` αριθ. 3689/2009 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ` αριθ. 7/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, υπέρ της γνώμης, που διατυπώθηκε με την απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δια ταύτα Αποφαίνεται ότι η έννοια της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 212/1975, είναι ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτριώσεως, λόγω μη συντελέσεώς της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ` ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται μη γενομένη μόνον στην περίπτωση που ο καθ` ου η απαλλοτρίωση, εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενάμισι έτους, υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτριώσεως.

Βλ. ήδη άρθρο 11 παρ. 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, ΦΕΚ Α΄ 226) : «3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας.  Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 [εννοείται προφανώς : της παρούσης παραγράφου] εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012.»

ΆΡΣΗ ΣΥΝΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΣ

Σ.τ.Ε. 228/2009 επταμελούς συνθέσεως ΣΤ΄ Τμήματος : Προκειμένου περί αιτήσεως ακυρώσεως ασκηθείσης υπό ιδιοκτήτου ακινήτου και αφορώσης σε διαφορά στρεφομένη περί το ακίνητο αυτό, έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης έχουν όχι μόνον οι καθολικοί διάδοχοι του ιδιοκτήτου, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι αυτού, στους οποίους μετεβιβάσθη εκκρεμούσης της δίκης το επίμαχο ακίνητο. Ενόψει τούτων, σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως εντασσομένης στη διαδικασία ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως ακινήτου, η οποία ασκείται από τον τέως ιδιοκτήτη αυτού, ο οποίος στηρίζει το έννομο συμφέρον του όχι πλέον σε δικαίωμα κυριότητος, αλλά σε δικαίωμα προσδοκίας ανακτήσεως της κυριότητος του ακινήτου, νομιμοποιούνται να ζητήσουν την συνέχιση της δίκης όχι μόνον οι καθολικοί διάδοχοι του τέως ιδιοκτήτου, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι αυτού, στους οποίους μετεβιβάσθη, εκκρεμούσης της δίκης, το εν λόγω δικαίωμα προσδοκίας.

Κατά το άρθρο 31 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 (Φ.Ε.Κ. Α/1-1-1971) “Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των από της ενάρξεως της ισχύος αυτού και εφεξής κηρυσσομένων αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Αναγκαστικαί απαλλοτριώσεις κηρυχθείσαι προ της ενάρξεως ισχύος του (σ.σ. αλλά μη συντελεσθείσες) παρόντος εξακολουθούν διεπόμεναι υπό των μέχρι τούδε κειμένων διατάξεων”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 32 του ν.δ. 797/1971 “η ισχύς του παρόντος άρχεται μετά τριάκοντα ημέρας από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως”, δηλαδή από 31-1-1971.

Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αυτή δεν αφορά στην ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, διότι η εν λόγω ανάκληση δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο της κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητος της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής. Αντιθέτως, η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται εκ της μεσολαβήσεως νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενέργειες της Διοικήσεως κ.λπ) τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά στο στάδιο υλοποιήσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται, κατά τις γενικές αρχές περί διοικητικών πράξεων, από το ισχύον κατά τον χρόνον της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος αποδοχής ή απορρίψεως, ρητής ή τεκμαιρομένης, του περί ανακλήσεως αιτήματος του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, η μεν αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου της αιτούσης εκηρύχθη με την Α 1046/289/22.1.1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού (ΦΕΚ 23Δ/28.1.1971) υπό το κράτος ισχύος του άρθρου 2α΄ του αν.ν. 1731/39, κωδικοποιηθέντος με το β.δ. της 29/30.4.1953, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του αν.ν. 162/1967  (Α΄ 177) και το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 181/1969 (Α΄ 82), η δε τεκμαιρόμενη απόρριψη του από 2.2.1994 αιτήματος της αιτούσης για την ανάκληση αυτής έλαβε χώρα στις 3.5.1994, ήτοι υπό το κράτος ισχύος του ν.δ. 797/1971 (ΦΕΚ 1Α΄). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το νομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η σιωπηρά απόρριψη του αιτήματος της αιτούσης και επί τη βάσει του οποίου θα κριθεί η νομιμότης αυτής είναι το ν.δ. 797/1971 (βλ. Σ.τ.Ε. 1982/2005 Ολομ.).

Ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, που κυρώθηκε με τον Ν. 2882/2001 (Α΄ 17), ορίζει στο άρθρο 29 ότι : «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. . . . 4. Επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις από τις οποίες διέπονταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος . . . 5. . . . 6. . . . 7. . . . 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου . . .». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1.2.1971 και εφεξής διέπονται από τον νόμο αυτό, από την έναρξη της ισχύος του, και ως προς τα παρεπόμενα της κηρύξεώς τους θέματα. Συνεπώς, η ανάκληση μιας τέτοιας απαλλοτριώσεως που ήδη συντελέσθηκε, διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του νόμου τούτου (Σ.τ.Ε. 1980-1/2005, 4586-7/2005). Επίσης, το νομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η πράξη απορρίψεως αιτήματος ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως και επί τη βάσει του οποίου θα κριθή η νομιμότης αυτής είναι ο Ν. 2882/2001, εφόσον αφορά μεν αναγκαστική απαλλοτρίωση, που κηρύχθηκε υπό την ισχύ του άρθρου 2α του αν.ν. 1739/1939, κωδικοποιηθέντος με το Β.Δ. της 29/30.4.1953 (ΦΕΚ Α΄ 109), η απόρριψη, όμως, του αιτήματος για την ανάκληση έγινε υπό την ισχύ του Ν. 2882/2001 (βλ. Σ.τ.Ε. 3289-91/2005 Ολομ.).

Κατά το άρθρο 12 παρ. 2 και 3 του ν.δ. 797/1971, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συντέλεσης της προσβαλλόμενης παράλειψης της Διοίκησης (3.5.1994) να ανακαλέσει την επίδικη απαλλοτρίωση, δηλαδή όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 19 του άρθρου 6 του ν. 2160/1993 (Φ.Ε.Κ. 118 Α΄), “2. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, γ) επιχειρήσεων που ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και δ) οργανισμών κοινής ωφέλειας, δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. Το απαλλοτριωμένο ακίνητο δύναται να διατεθεί ελευθέρως, εάν ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ανάκληση ή δεν απαντήσει μέσα σε τρεις μήνες από τη λήψη της σχετικής απόφασης. …3. Συντελεσμένη απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση όσων υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο, ανακαλείται υποχρεωτικώς, ύστερα από αίτηση του καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, η οποία υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση πενταετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εφόσον μέσα στην πενταετή αυτή προθεσμία το απαλλοτριωμένο δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή δεν έχει συντελεσθεί προς τούτο μέρος των απαιτούμενων εργασιών το οποίο υπερβαίνει, κατ΄ αξία, το ένα τρίτο…”. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης υπέρ του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού ή υπέρ επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ ή οργανισμών κοινής ωφέλειας, αφίεται, από το νόμο, στην διακριτική εξουσία της Διοικήσεως, η οποία δεν υποχρεούται να κινήσει, επί υποβολής περί τούτου αιτήσεως του πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, την διαδικασία περί ανακλήσεως της συντετελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ασχέτως, κατ΄ αρχήν, του χρονικού διαστήματος το οποίο παρήλθε από της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, δεδομένου ότι ο νόμος δεν τάσσει, σχετικώς, χρονικό περιορισμό. Και τούτο, για να εξασφαλισθεί, εν όψει της σημασίας, της ποικιλίας και της ευρύτητας των αναγκών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, των επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. και των οργανισμών κοινής ωφελείας, η αναγκαία για την κάλυψή τους χρονική άνεση. Οι ανωτέρω, όμως, διατάξεις, δεν αποκλείουν την υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την συντετελεσμένη απαλλοτρίωση, όταν εκδηλώθηκε σαφώς και ανενδοιάστως βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθέντος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε μακρό, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα και η Διοίκηση ή, εν γένει, εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλου σκοπού δημοσίας ωφελείας. Υπό την έννοια δε αυτή ερμηνευομένη η εν λόγω διάταξη, δεν αντίκειται στο προστατεύον την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η μη θέσπιση συγκεκριμένης προθεσμίας πραγματοποιήσεως του σκοπού των ως άνω απαλλοτριώσεων, καθώς και η δυνατότητα μεταβολής του αρχικού τους σκοπού, συνεπάγονται και τη δυνατότητα μεταβολής του φορέως της απαλλοτριώσεως εντός του κύκλου των ως άνω προσώπων, δεδομένου, άλλωστε, ότι εντός του κύκλου αυτού δεν ασκεί κατά νόμο καμιά επιρροή το νομικό πρόσωπο του φορέα της συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1982/2005 Ολομ.).

Άρθρο 12 του κυρωθέντος με τον ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων : «1. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ : α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, δ) επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ε) οργανισμών κοινής ωφέλειας δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης . . . Εάν το απαλλοτριωμένο ακίνητο χρησιμοποιήθηκε πραγματικά για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε και μεταγενεστέρως μόνον έπαψε για οποιονδήποτε λόγο να χρησιμοποιείται, τότε θεωρείται ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και δεν είναι δυνατή η ανάκληση αυτής. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο δύναται να διατεθεί ελεύθερα. 2. Συντελεσμένη απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση όσων υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο, ανακαλείται υποχρεωτικώς, ύστερα από αίτηση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, η οποία υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση πενταετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εφόσον μέσα στην πενταετή αυτή προθεσμία το απαλλοτριωμένο δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή δεν έχει εκτελεσθεί προς τούτο μέρος των απαιτούμενων εργασιών το οποίο υπερβαίνει, κατ’ αξίαν, το ένα τρίτο. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση τις μελέτες που έχουν  υποβληθεί και έχουν εγκριθεί. Η παράγραφος 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή . . .».

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού ή υπέρ επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ ή οργανισμών κοινής ωφελείας, αφίενται, από το νόμο, στην διακριτική εξουσία της Διοικήσεως, η οποία δεν υποχρεούται να κινήσει, επί  υποβολής περί τούτου αιτήσεως του πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, την διαδικασία περί ανακλήσεως της συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ασχέτως, κατ’ αρχήν, του χρονικού διαστήματος το οποίο παρήλθε από της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, δεδομένου ότι ο νόμος δεν τάσσει, σχετικώς, χρονικό περιορισμό. Και τούτο, για να εξασφαλισθεί, εν όψει της σημασίας, της ποικιλίας και της ευρύτητας των αναγκών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, των επιχειρήσεων και των οργανισμών κοινής ωφελείας, η αναγκαία για την κάλυψή τους χρονική άνεση. Οι ανωτέρω, όμως, διατάξεις δεν αποκλείουν την υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την συντελεσμένη απαλλοτρίωση, όταν εκδηλώθηκε σαφώς και ανενδοιάστως βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθέντος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε μακρό, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα και η Διοίκηση ή, εν γένει, εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλου σκοπού δημοσίας ωφελείας. Υπό την έννοια δε αυτή ερμηνευομένη η εν λόγω διάταξη, δεν αντίκειται στο προστατεύον την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η μη θέσπιση συγκεκριμένης προθεσμίας πραγματοποιήσεως του σκοπού των ως άνω απαλλοτριώσεων, καθώς και η δυνατότητα μεταβολής του αρχικού τους σκοπού, συνεπάγονται και τη δυνατότητα μεταβολής του φορέως της απαλλοτριώσεως εντός του κύκλου των ως άνω προσώπων, δεδομένου, άλλωστε, ότι εντός του κύκλου αυτού δεν ασκεί κατά νόμο καμιά επιρροή το νομικό πρόσωπο του φορέα της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως σε αντίθεση με την μη συντελεσμένη απαλλοτρίωση (Σ.τ.Ε. 1980-1/2005 Ολομ.,  1211/2007 Ολομ.).

Κατά γενική αρχή του δικαίου, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως ή παραλείψεως κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου εκδόσεως ή εκδηλώσεώς της, αντιστοίχως. Συνεπώς, πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα του χρόνου εκδηλώσεως της προσβαλλομένης παραλείψεως δεν λαμβάνονται υπόψη. Τούτο δε ισχύει και ως προς την άρνηση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως. Συνεπώς, επί προσβολής αρνήσεως ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, δεν μπορούν να ληφθούν  υπόψη και πραγματικά στοιχεία μέχρι της συζητήσεως της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως (Σ.Ε. 1980-2/2005 Ολομ., 1581/2009).

Κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του κυρωθέντος με τον ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ανάκληση συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, της οποίας ο σκοπός έχει εκπληρωθή δια της χρησιμοποιήσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, δεν είναι δυνατή, ενώ το ακίνητο δύναται να διατεθή ελευθέρως από τα υπέρ ων η απαλλοτρίωση «πρόσωπα»  (Δημόσιο, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α., δημόσιες επιχειρήσεις). Οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν ούτε στο περί προστασίας της ιδιοκτησίας άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε και στο άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθ΄ όσον, με την καταβολή της αποζημιώσεως και την χρησιμοποίηση του ακινήτου για τον σκοπό της απαλλοτριώσεως, η ιδιοκτησία έχει μεταστή στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση και ο αρχικός κύριος έχει αποξενωθή από αυτήν (βλ. Σ.τ.Ε. 3289-91/2005 Ολομ.).

Η ανάκληση συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αποτελεί εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου από της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως και δεν εντάσσεται στην νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, ούτε αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής, αλλά εξαρτάται εκ της μεσολαβήσεως νομικών και πραγματικών γεγονότων, τα οποία επισυμβαίνουν κατά το στάδιο υλοποιήσεως του σκοπού αυτής. Η εν λόγω διαδικασία, η οποία καταλήγει στην έκδοση ανακλητικής της απαλλοτριώσεως αποφάσεως και κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από την Διοίκηση, είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου τέως ιδιοκτήτη, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την επιστροφή της καταβληθείσης στον ιδιοκτήτη αποζημιώσεως, νομίμως αναπροσαρμοζόμενης κατά το προβλεπόμενο στον νόμο σύστημα υπολογισμού αυτής. Συνεπώς, η απόφαση καθορισμού του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως αποτελεί αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοση της αποφάσεως περί ανακλήσεως της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως και, ως εκ τούτου, είναι διοικητική πράξη, της οποίας η νομιμότης, όπως άλλωστε, και η τυχόν παράλειψη εκδόσεως, ελέγχεται ακυρωτικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. 2292/2008 επταμελούς συνθέσεως ΣΤ΄ Τμήματος, 3491/2008). Εξάλλου, η ανάκληση συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δεν συνιστά περίπτωση γνησίας ανακλήσεως, δηλαδή αναδρομικής άρσεως των συνεπειών της περί απαλλοτριώσεως αποφάσεως εξαιτίας νομικών ή πραγματικών σφαλμάτων που εμφιλοχώρησαν κατά την έκδοσή της, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως προς επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση επί τη βάσει του τότε ισχύοντος νομικού και πραγματικού καθεστώτος. Αντιθέτως, η ανάκληση αποτελεί νέα και αυτοτελή διοικητική πράξη, οι προϋποθέσεις εκδόσεως της οποίας, μεταξύ των οποίων και η επιστροφή της καταβληθείσης αποζημιώσεως, λαμβάνονται υπ’ όψιν και εκτιμώνται επί τη βάσει του νομικού καθεστώτος το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (Σ.τ.Ε. 2492/2008, 228/2009 επταμελούς συνθέσεως ΣΤ΄ Τμήματος). Συνεπώς, αβάσιμοι λόγοι ότι η επιστρεπτέα από τον αιτούντα αποζημίωση έπρεπε να έχει υπολογισθεί επί τη βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που ίσχυε κατά τον χρόνο συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, διότι, άλλως, παραβιάζεται το άρθρο 17 παρ. 7 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Σ.τ.Ε. 2492/2008). Πλην όταν η πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως εκδίδεται στο πλαίσιο της συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς ακυρωτική απόφαση του Σ.τ.Ε., οφείλει να διέπεται από το νομικό καθεστώς, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως ή συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως. Συνεπώς, εφόσον οι προσβαλλόμενες πράξεως, με τις οποίες καθωρίσθη η επιστρεπτέα αποζημίωση λόγω ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, εντάσσονται στη διαδικασία ανακλήσεως της εν λόγω απαλλοτριώσεως, η οποία λαμβάνει χώρα σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Σ.τ.Ε., εφαρμοστέο νομικό καθεστώς για τον υπολογισμό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως είναι το ισχύον κατά το χρόνο συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως της Διοικήσεως να άρει την επίμαχη απαλλοτρίωση (1994), τούτο δε είναι το Ν.Δ. 797/1971. Επομένως, μη νομίμως οι προσβαλλόμενες πράξεις έλαβαν υπ’ όψιν τον δείκτη τιμών καταναλωτή του χρόνου εκδόσεώς τους (2006), ενώ όφειλαν να λάβουν υπ’ όψιν τον αντίστοιχο δείκτη του χρόνου, κατά τον οποίο συνετελέσθη η ακυρωθείσα με την απόφαση του Σ.τ.Ε. παράλειψη της Διοικήσεως (1994) (Σ.τ.Ε. 228/2009 επταμελούς συνθέσεως).

Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α΄ 152), ορίζει ότι «Η επιστρεπτέα αποζημίωση καθορίζεται με βάση τον χρόνο έκδοσης της σχετικής γι’ αυτήν απόφασης σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου [η οποία αφορά τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του απαλλοτριουμένου ακινήτου για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως], στα οποία περιλαμβάνεται και η τυχόν επαύξηση της αξίας του ακινήτου από εκτελεσθείσες σε αυτό εργασίες και γενικά μεταβολές από τον υπέρ ου η ανακαλούμενη απαλλοτρίωση. …». Το εδάφιο αυτό, πριν αντικατασταθεί, είχε ως εξής : «Η αναπροσαρμογή της επιστρεπτέας αποζημίωσης ενεργείται με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή, που καταρτίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, και εξευρίσκεται δια πολλαπλασιασμού της αποζημίωσης που εισπράχθηκε από τον καθ` ου η απαλλοτρίωση επί το λόγο (Τ2/Τ1) του δείκτη τιμών καταναλωτή του χρόνου της έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεmέας αποζημίωσης (Τ2) και του χρόνου είσπραξης της αποζημίωσης από το δικαιούχο (Τ1)».

Με την υπ’ αριθ. 1187/2014 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος επταμελούς συνθέσεως κρίθηκε (επί τριτανακοπής) ότι για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, σε περίπτωση ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως, λαμβάνεται υπόψη ο δείκτης τιμών καταναλωτή του χρόνου εκδόσεως της πράξεως περί καθορισμού της αποζημιώσεως. Το ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση στην Ολομέλεια και δικάσθηκε τον Ιούνιο 2014. Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη απόφαση.

Έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά αρνήσεως ανακλήσεως συντετελεσμένης απαλλοτριώσεως ο φερόμενος ως καθολικός διάδοχος κατά ποσοστό 1/3 των πρώην ιδιοκτητών (που ήταν δηλαδή ιδιοκτήτες κατά τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως), υπό την έννοια ότι, ως εκ της εν λόγω ιδιότητάς του, έχει δικαίωμα προσδοκίας ανακτήσεως της κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, διότι, εάν δεν είχε απαλλοτριωθεί το εν λόγω ακίνητο, θα ήταν, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτης του κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου [βλ. Σ.τ.Ε. 3321, 4023/2010, πρβλ. Σ.τ.Ε. 622/2006, 1589/2007, 1581/2009].

ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

Α. Η εξέλιξη στην πολεοδομική νομοθεσία και διαδικασία

Πολεοδομικά καθεστώτα

           Η ένταξη ή επέκταση των περιοχών και η πολεοδόμηση των οικισμών της χώρας ρυθμίζονται κυρίως με τα εξής πολεοδομικά καθεστώτα:

 α) του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 για επεμβάσεις σε υπάρχοντα εγκεκριμένα σχέδια (π.χ. τροποποιήσεις) ή σχέδια μικρής σημασίας (π.χ. τοπικά ρυμοτομικά) ή επείγοντα χαρακτήρα,

β) του ν.947/1979 για τις οικιστικές περιοχές, που αναπτύσσονται με ενεργό πολεοδομία και αστικό αναδασμό,

γ) του ν.1337/1983, όπως συμπληρώθηκε  με το ν.2508/1997, όσον αφορά τις οικιστικές περιοχές (περιοχές ένταξης ή επέκτασης), που αναπτύσσονται με κανονιστικούς όρους δόμησης και αφορούν χρήση γης την κύρια κατοικία,

δ) του π.δ. της 16/30-8-1985, όπως συμπληρώθηκε με το ν. 2242/1994, που αφορά την πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας και

ε) του π.δ. της 20/30-8-1985 για την πολεοδόμηση και επέκταση των οικισμών της χώρας με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους.

Το πρώτο πολεοδομικό καθεστώς αφορά κυρίως πολεοδομικές επεμβάσεις (τροποποιήσεις – αναθεωρήσεις) σε εγκεκριμένα ήδη σχέδια πόλεων. Οι επεμβάσεις αυτές υλοποιούνται με πράξεις ρυμοτομίας, προσκύρωσης, τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης. Επίσης οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται και για την έγκριση τοπικών ρυμοτομικών σχεδίων.

Τα δυο ως άνω δεύτερο και τρίτο πολεοδομικά καθεστώτα, που έχουν σχεδόν την ίδια δομή και λειτουργία, αποτελούν τους τρεις τρόπους πολεοδομικής ανάπτυξης, δηλαδή τους κανονιστικούς όρους δόμησης, την ενεργό πολεοδομία και τον αστικό αναδασμό.

Η πολεοδομική επέμβαση σε υπάρχοντα ήδη σχέδια πόλεων γίνεται κατεξοχήν με το πολεοδομικό καθεστώς του ν.δ. της 17-7/16-8-1923. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η επέμβαση με τα δυο προαναφερθέντα καθεστώτα και σε υπάρχοντα ήδη σχέδια πόλεων ή οικισμούς που υπάρχουν πριν από το 1923 εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 του ν.1337/1983 και ήδη του άρθρου 15 του ν.2508/1997.Πρόκειται για περιοχές εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμών προ του 1923, που είναι πολεοδομικά προβληματικές και συγκεκριμένα περιοχές για τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης α` της παραγράφου 3 του άρθρου 8 ή περιοχές που εντάχθηκαν στο σχέδιο με τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν έγινε εφαρμογή του σχεδίου στο μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής για οποιονδήποτε λόγο.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΛΕΩΣ

 Κατά την έννοια του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 σχέδιο πόλεως είναι το διάγραμμα με τον τυχόν ειδικό πολεοδομικό κανονισμό, που έχει εγκριθεί από τη Διοίκηση με διάταγμα για να διέπει πολεοδομικά την πόλη ή τον οικισμό και να καθορίζει σε κλίμακα πόλεως ή οικισμού ή τμήματός τους ή ζώνης ειδικής χρήσεως ή μεμονωμένου σημείου τους και σε κάθε συγκεκριμένη θέση τους ειδικούς όρους δόμησης, τους κοινόχρηστους και δομήσιμους χώρους (κοινωφελείς και ιδιωτικούς) και τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης σε κάθε τμήμα ή ζώνη οικισμού.

Ως σχέδιο πόλεως νοείται αυτό, που εγκρίνεται αρχικώς αλλά και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του. Σκοπός του είναι να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη του οικισμού, που ρυθμίζει και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης των κατοίκων του. Επειδή, στο πέρασμα των χρόνων, υπήρξε – και εξακολουθεί – τάση μετακίνησης του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα και πάντως προς τις μεγαλύτερες οικιστικές ενότητες, οι πολεοδομικά οργανωμένες περιοχές χρειάστηκε να αφομοιώσουν την γύρω από αυτές οικιστική ανάπτυξη, με τη δημιουργία δικτύων, που θα εξυπηρετούν όλους τους κατοίκους, που κατείχαν ιδιοκτησίες σε αυτές αλλά παράλληλα χρειάστηκε να  ληφθεί μέριμνα για την προστασία του οικιστικού και φυσικού περιβάλλοντος. Είναι λοιπόν δυνατό το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως, που έχει καταρτιστεί σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, να τροποποιείται ή να αναθεωρείται, προκειμένου να συμπεριλάβει τις αλλαγές που έχουν συμβεί γύρω από αυτό. Όμως η δυνάμει των άρθρων 3 και 70 του ν.δ. της 17-7/16-81923, ενεργούμενη τροποποίηση εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως πρέπει, κατά την έννοια αυτών, να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση κοινής ανάγκης και στην αρτιότερη πολεοδομική διαρρύθμιση της πόλης .

          Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΗΣ.

Τροποποίηση του σχεδίου πόλεως είναι η μεταβολή μέρους του περιεχομένου του π.χ. μετατροπή οικοδομήσιμου χώρου σε κοινόχρηστο και μπορεί να γίνεται και σε μικρότερη κλίμακα, οπότε είναι εντοπισμένη. Αναθεώρηση είναι η τροποποίηση, που επεκτείνεται σε όλη την έκταση του σχεδίου πόλεως. Πλέον ο πολεοδομικός σχεδιασμός εξαιτίας της ραγδαίας οικιστικής ανάπτυξης και της δημιουργίας των μεγάλων πόλεων, απαιτεί ευρύτερο πολεοδομικό σχεδιασμό, που να καταλαμβάνει περιοχές πέραν αυτών, που έχουν ενταχθεί στην περιορισμένη έκταση ενός σχεδίου πόλεως. Ο ευρύτερος αυτός σχεδιασμός, στο πλαίσιο του ν.1337/1983 προβλέπει σε πρώτο επίπεδο την κατάρτιση του γενικού πολεοδομικού σχεδίου, και σε δεύτερο επίπεδο την κατάρτιση πολεοδομικής μελέτης. Το σχέδιο πόλεως ως κλίμακα και μέσο πολεοδομικού σχεδιασμού έχει καταστεί, στο πλαίσιο του ανωτέρω νόμου, του ν.2508/1997, που διέπει το ρυθμιστικό σχέδιο και της μεταγενέστερης πολεοδομικής νομοθεσίας, απλώς τμήμα της πολεοδομικής μελέτης ως δεύτερης φάσης της σύνθετης διαδικασίας κατάρτισης του παραπάνω πολεοδομικού σχεδιασμού.

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΥΠΟ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ Ν.1337/1983

  Το πολεοδομικό καθεστώς του ν.1337/1983 εφαρμόζεται από της ισχύος του, καταρχήν, για κάθε πολεοδομική επέμβαση με κανονιστικούς όρους δόμησης, που αφορά τη δημιουργία νέου ή την επέκταση υπάρχοντος οικισμού, που έχει αναπτυχθεί με σχέδιο σύμφωνα με το ν.δ. της 17-7/16-8-1923 ή οικισμού που προϋπάρχει του ν.δ. αυτού. Ειδικότερα, ο νόμος αυτός αφορά : Α) την επέκταση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, Β) την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και την επέκταση οικισμών μεταγενέστερων του 1923, που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου (συνήθως αυθαίρετων οικισμών) και Γ) την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο περιοχών για εξυπηρέτηση άλλων χρήσεων πλην κατοικίας. Η διαχείριση των κοινοχρήστων χώρων (δρόμοι, πλατείες κτλ.) περιλαμβάνει την απόκτηση και τη διάθεσή τους στην κοινή χρήση των πολιτών.

ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ Η ΕΙΣΦΟΡΑ ΣΕ ΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.1337/1983 «Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923. Για την εισφορά σε γη και χρήμα εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του νόμου αυτού. Για τις περιπτώσεις ζωνών αστικού αναδασμού και ενεργού πολεοδομίας εφαρμόζονται επίσης αντίστοιχα και οι διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου αυτού.» Από αυτή την παράγραφο προκύπτει, ότι  οι ιδιωτικό χώροι (οικόπεδα) που καταλαμβάνονται από το πολεοδομικό σχέδιο για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, είναι από την έγκριση του σχεδίου αυτού, δηλαδή από την έκδοση του προεδρικού διατάγματος έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης, ρυμοτομούμενοι. Η παράγραφος επομένως αυτή παραπέμπει στα άρθρα 30 επ. του ν.δ. της 17-7/16-81923. Η απόκτηση όμως των παραπάνω χώρων δε γίνεται καταρχήν σύμφωνα με τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση εφαρμογής των σχεδίων πόλεων κατά τη διαδικασία του ν.δ. της 17-7/16-8-1923, αλλά με την εφαρμογή του θεσμού της εισφοράς σε γη. Αν όμως πρόκειται για ρυμοτομούμενο τμήμα κοινόχρηστου χώρου, που δεν μπορεί για οποιοδήποτε λόγο να αποκτηθεί με εισφορά σε γη, ή αν είναι αναγκαίο να αποκτηθούν κοινόχρηστοι χώροι επιπλέον αυτών, που αποκτώνται με εισφορά γης, τότε θα εφαρμοστούν οι σχετικές περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης διατάξεις Τη συνταγματική επιταγή για εισφορά σε γη και χρήμα εξειδικεύει και υλοποιεί το άρθρο 9 του ν.1337/1983 και το άρθρο 21 του ν.2508/1997 Στην πράξη η συνδυασμένη εφαρμογή προβλέψεων των δυο αυτών διατάξεων δεν κατέστη εφικτή σε σημείο, που να εξαλείψει τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις ιδιοκτησιών και τις δημιουργούμενες εντάσεις ανάμεσα σε ιδιοκτησία και περιβάλλον. Σύμφωνα με Ειδική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη τα κυριότερα προβλήματα συνίστανται σε σοβαρές καθυστερήσεις για την κήρυξη απαλλοτρίωσης και την καταβολή αποζημίωσης, σε μακροχρόνια δέσμευση της ιδιοκτησία χωρίς προηγούμενη κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και σε προσωρινή ή οριστική στέρησης της χρήσης ακινήτων χωρίς να καταβληθεί ή χωρίς να καταβληθεί εγκαίρως η νόμιμη αποζημίωση. Οι καταστάσεις αυτές συμβαίνουν στην περίπτωση ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, δέσμευσης, ακινήτων για κοινωφελείς χώρους ή για αρχαιολογικούς σκοπούς ή για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με επίκληση ως δικαιολόγησής τους την προστασία άλλοτε του οικιστικού, άλλοτε του πολιτιστικού και άλλοτε του φυσικού περιβάλλοντος.

ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

 Το γενικό πολεοδομικό σχέδιο (ΓΠΣ) αποτελεί τη γενική πρόταση αναφορικά με το πώς θα οργανωθούν οι πολεοδομικές ενότητες, η οποία διατυπώνεται αφού εκτιμηθούν οι οικιστικές ανάγκες και οι επιπτώσεις των πολεοδομικών ρυθμίσεων στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον γι’ αυτό και περιλαμβάνει, καταρχήν, γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις ως προς τα θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού και, κατ’ εξαίρεση, ειδικές ρυθμίσεις συνδεόμενες αρρήκτως με τα παραπάνω θέματα Το γενικό πολεοδομικό σχέδιο καταρτίζεται για την επέκταση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, καθώς και οικισμών, που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, για την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και την επέκταση οικισμών μεταγενέστερων του 1923, που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, και για την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο περιοχών για την εξυπηρέτηση άλλων χρήσεων εκτός από κατοικία. Καλύπτει όλες τις πολεοδομημένες ή προς πολεοδόμηση περιοχές ενός τουλάχιστον δήμου ή κοινότητας. Οι επεκτάσεις και εντάξεις αυτές αναφέρονται σε περιοχές κύριας κατοικίας και εφαρμόζονται σε οικισμούς, που έχουν πληθυσμό πάνω από 2.000 κατοίκους. Γίνονται κατά οργανικές πολεοδομικές ενότητες (γειτονιές) σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης. Οι επεκτάσεις γίνονται κυρίως σε πυκνοδομημένες περιοχές καθώς και στις αραιοδομημένες ή αδόμητες, που μαζί με τις πυκνοδομημένες ολοκληρώνουν μία ή περισσότερες πολεοδομικές ενότητες οργανικά συνδεδεμένες με τον υπάρχοντα πολεοδομικό ιστό της πόλης ή του οικισμού. Επίσης, γίνονται και σε αδόμητες περιοχές πόλεων ή οικισμών για να καλύψουν τις ανάγκες ανάπτυξής τους. Στις ανωτέρω πολεοδομικές ενότητες μπορεί να υπάγονται και τμήματα εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923. Οι παραπάνω επεκτάσεις δεν επιτρέπονται εφόσον είναι αντίθετες με τους όρους προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαφύλαξη της γεωργικής γης ψηλής παραγωγικότητας Το ΓΠΣ περιλαμβάνει τους απαραίτητους χάρτες, σχέδια, διαγράμματα τα όρια της κάθε πολεοδομικής ενότητας, της περιοχής επέκτασης, την υποδιαίρεση της περιοχής επέκτασης σε ζώνες πυκνοδομημένες, αραιοδομημένες ή αδόμητες, τη γενική εκτίμηση των αναγκών των πολεοδομικών ενοτήτων σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις ή ενισχύσεις στον τομέα της στέγης, τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης των πολεοδομικών ενοτήτων, η οποία σε συνάρτηση με τις παραπάνω ανάγκες, αναφέρεται στις χρήσεις γης, τα κέντρα, το κύριο δίκτυο κυκλοφορίας, την πυκνότητα και το μέσο συντελεστή δόμησης και περιλαμβάνει τις τυχόν απαγορεύσεις δόμησης και χρήσης, την επιλογή των τρόπων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης με τον καθορισμό των αντίστοιχων ζωνών και την εκτίμηση των αναμενόμενων επιπτώσεων στο περιβάλλον. Το ΓΠΣ εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που περιλαμβάνει την πρόταση της μελέτης και συνοδεύεται από τους σχετικούς χάρτες. Η απόφαση με σμίκρυνση των χαρτών δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελεί την πράξη αναγνώρισης της περιοχής ως οικιστικής Οι γενικές κατευθύνσεις και οι ειδικές ρυθμίσεις, που περιέχει το γενικό πολεοδομικό σχέδιο ως πρώτο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, είναι δεσμευτικές για την πολεοδομική μελέτη, η οποία συνιστά το δεύτερο επίπεδο σχεδιασμού αλλά και για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με βάση τις διατάξεις του ν.δ. της 17-7-/16-81923 σε περιοχή, η οποία έχει πολεοδομηθεί κατ’ εφαρμογή αυτού, αλλά περιλαμβάνεται σε μεταγενέστερο ΓΠΣ, που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1337/ 1983, αφού και η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εντάσσεται στο δεύτερο επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος οφείλει να κινείται εντός των πλαισίων που έχει χαράξει το ΓΠΣ.

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

ΕΝΑΡΞΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ : Η διαδικασία σύνταξης της πολεοδομικής μελέτης κινείται από τον οικείο δήμο ή κοινότητα ή από τους ενδιαφερόμενους δήμους ή κοινότητες από κοινού ή από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων μετά από σχετική ενημέρωση του δήμου ή της κοινότητας. Η μελέτη εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του ΓΠΣ και εξειδικεύει τις προτάσεις και τα σχετικά προγράμματά του. Εκπονείται βάσει τοπογραφικού και κτηματογραφικού διαγράμματος.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ : Περιέχει, ιδίως, την οριστικοποίηση των ορίων των προς πολεοδόμηση ζωνών του ΓΠΣ, τις χρήσεις γης και τους σχετικούς περιορισμούς απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις, τα διαγράμματα δικτύων υποδομής, τους προβλεπόμενους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και οικοδομήσιμους χώρους, τους όρους και περιορισμούς δόμησης, την κατά προσέγγιση έκταση γης, που προκύπτει από τις εισφορές σε γη και την πρόταση κατανομής της σε κοινόχρηστα και κοινωφελή.

ΑΠΟ ΤΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ :  Α) από το πολεοδομικό σχέδιο, που συντάσσεται με βάση το τοπογραφικό και κτηματογραφικό διάγραμμα,

Β) τον πολεοδομικό κανονισμό και

Γ)  την έκθεση, που περιγράφει και αιτιολογεί τις προτεινόμενες από τη μελέτη ρυθμίσεις

ΤΥΠΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ:Η πολεοδομική μελέτη εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ύστερα από γνωμοδότηση του ΣΧΟΠ του νομού και του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/16.8.1923.

Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να υποβάλλεται ταυτόχρονα με τη μελέτη του ΓΠΣ. Επίσης, είναι δυνατό να αναφέρεται στο σύνολο των περιοχών του ΓΠΣ ή και σε τμήμα του, το οποίο πρέπει πάντως να αποτελεί πολεοδομική ενότητα ή ζώνη άλλων χρήσεων.

Ενστάσεις που τυχόν ανατρέπουν βασικά σημεία του ΓΠΣ και γίνονται αποδεκτές, συνεπάγονται την αναμόρφωση και νέα έγκριση του σχεδίου αυτού.

ΠΡΑΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

  Μετά την εκπόνηση και έγκριση τα πολεοδομικής μελέτης, με τη διαδικασία, που θεσπίζει το σύστημα του ν.1337/1983, ακολουθεί το στάδιο εφαρμογής του (ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ).

 Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του νόμου αυτού με τη σύνταξη, κύρωση και μεταγραφή της πράξης εφαρμογής. Αντίθετα, το σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 υλοποιείται με πράξεις ρυμοτομίας, προσκύρωσης, τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης.

Περιεχόμενο της  πράξης εφαρμογής αποτελεί ένα σύνολο ενεργειών προκειμένου να αποκτηθεί η γη και να διατεθεί για τους σκοπούς της παρ. 8 του άρθρου 8 του ως άνω νόμου και κυρίως για την απόκτηση των κοινόχρηστων και κοινοφελών χώρων καθώς και να υλοποιηθεί ο σχηματισμός των οικοδομικών τετραγώνων (ιδιοκτησιών), όπως αυτά προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Αυτό επιτυγχάνεται με την πραγματοποίηση των εισφορών σε γη και χρήμα καθώς και με τις απαιτούμενες τακτοποιήσεις και προσκυρώσεις οικοπέδων και ρυμοτομήσεις ακινήτων. Δηλαδή η πράξη εφαρμογής περιλαμβάνει το περιεχόμενο των πράξεων ρυμοτομίας, προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 και επιπλέον πραγματοποιεί την εισφορά σε γη, αποτελεί το υπόβαθρο για την εισφορά σε χρήμα, προσδιορίζει τις εκτάσεις, που καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους κτλ. Γενικά περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες, που απαιτούνται για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης. Η πράξη εφαρμογής είναι συνυφασμένη με το θεσμό της εισφοράς σε γη. Δηλαδή, η πράξη αυτή συντάσσεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ιδιοκτησία συμμετέχει με εισφορά σε γη στην πολεοδομική ενεργοποίηση μιας περιοχής (οικιστικής). Ο θεσμός της πράξης εφαρμογής και εισφοράς σε γη προβλέπεται μεταξύ άλλων για τις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του ν.1337/1983, όπως συμπληρώθηκε με το ν.2508/1997. Η πράξη εφαρμογής συντάσσεται για την περιοχή ή τμήμα της, που αναπτύσσεται ή αναμορφώνεται μόνο με κανονιστικούς όρους δόμησης. Επειδή αφορά θέμα ειδικό ή τοπικό κυρώνεται από τον οικείο Νομάρχη (πλόεν ΓΓΑΠΔιοίκησης), μετά την παρέλευση της 15μερης προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεων από τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Λόγω των συνεπειών, που συνεπάγεται σε υφιστάμενα εμπράγματα δικαιώματα, μεταγράφεται στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο. Με τη μεταγραφή της η πράξη καθίσταται οριστική και αμετάκλητη, καθόσον αμέσως μετά από αυτήν ο οικείος Δήμος/Κοινότητα όπως και το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με αυτή και περιέρχονται σε αυτούς, εφόσον βέβαια έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις. Η απόφαση αυτή του Νομάρχη δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθότι δεν προβλέπονται τέτοιες διατυπώσεις.

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

Οι απαλλοτριώσεις (αναγκαστικές, πολεοδομικές – ρυμοτομικές, υπέρ δήμων και κοινοτήτων δεν κηρύσσονται κατά την ίδια διαδικασία, με ίδιες πράξεις ή κατά το ίδιο χρονικό σημείο. Αναλόγως του σκοπού που επιδιώκουν υπάγονται σε συγκεκριμένες διατάξεις και διέπονται από διαφορετική φιλοσοφία.

Υπό το καθεστώς του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, δηλαδή αυτή, που επιβάλλεται για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων κηρύσσεται με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του προεδρικού διατάγματος, με το οποίο εγκρίνεται, αναθεωρείται, τροποποιείται ή επεκτείνεται το ρυμοτομικό σχέδιο (ή σχέδιο πόλεως) καθώς επίσης και των συνοδευτικών διαγραμμάτων αυτού, δηλαδή ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με τις πράξεις αυτές (έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου) ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών, όπως έχει παγίως κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τα αυτά ισχύουν και για το προεδρικό διάταγμα, με το οποίο εγκρίνεται η πολεοδομική μελέτη και τα σχετικά διαγράμματα, που τη συνοδεύουν, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση υπό το καθεστώς του ν.1337/1983.

Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, δηλαδή η πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και των οικισμών της χώρας οποιουδήποτε μεγέθους κατά τρόπο, που να εξυπηρετεί τη λειτουργικότητα και την ανάπτυξή τους και να επιτυγχάνει την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως σ’ αυτούς, έχει ευρύτερες συνέπειες, που δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλά επεκτείνονται σ’ ολόκληρη την επικράτεια, η έγκριση, και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακος, και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος «Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δομήσεως και χρήσεων) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως), διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρυθμίσεως να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό, μέρος αυτής, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της» Αντιθέτως, η υπουργική απόφαση, με την οποία υπό το καθεστώς  του   ν.1337/1983 εγκρίνεται το γενικό πολεοδομικό σχέδιο, ως πρώτο και γενικό στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού μιας περιοχής, είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, καθόσον όλες οι προβλέψεις του ακόμη και οι βασικές, μπορεί να ανατραπούν κατά τη διαδικασία έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης με την άσκηση ενστάσεων. Ακολούθως επιτρεπτά ανατίθεται σε άλλα πλην, του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν γενικότερο χαρακτήρα. Η όλως εντοπισμένη τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων, ομοίως, μπορεί να επιχειρείται με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό αλλά ενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον  νόμο όργανα. Ωστόσο, η εντοπισμένη τροποποίηση ενός σχεδίου πόλεως ή μιας πολεοδομικής μελέτης παύει να διατηρεί τον ειδικότερο χαρακτήρα της όταν αφορά προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις σε αυτή την περίπτωση πρέπει να διενεργούνται με προεδρικό διάταγμα .

Όσον αφορά στην υποχρέωση να δικαιολογείται ειδικώς στην απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης, που απαιτείται για τη συντέλεσή της, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ. 7 του ν.2882/2001, δεν υφίσταται αυτή, όταν κηρύσσονται απαλλοτριώσεις βάσει της πολεοδομικής νομοθεσίας για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των προαναφερθέντων άρθρων σε συνδυασμό με το άρθρο 29 παρ. 5 και 9 του ν.2882/2001. Αυτό συμβαίνει, διότι τέτοια υποχρέωση «δεν προσήκει στη φύση των ανωτέρω απαλλοτριώσεων και στην προβλεπόμενη κατά νόμο αντίστοιχη διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων θεσπίζεται από την νομοθεσία ειδική διοικητική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία καθορίζεται για ποιά έκταση ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δικαιούται αποζημιώσεως, ο υπόχρεος για την καταβολή της αποζημιώσεως και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η αντιστοιχούσα στις ιδιοκτησίες, κατ’ επιταγή του άρθρου 24 παρ. 3 – 5 του Συντάγματος, εισφορά σε γη, δεδομένου ότι από την εισφορά αυτή εξαρτάται το ύψος της τυχόν οφειλόμενης αποζημιώσεως και ο τρόπος εκπληρώσεως της σχετικής υποχρεώσεως. Πριν δε τηρηθεί η συνάδουσα προς τη φύση των εν λόγω απαλλοτριώσεων ειδική αυτή διαδικασία, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν κατ’ αρχήν οφείλεται χρηματική αποζημίωση και, σε καταφατική περίπτωση, ποιος είναι υπόχρεος για την καταβολή της και το πιθανολογούμενο ύψος της.

Υποχρέωση για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης σε επίπεδο ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης συντρέχει όταν πρόκειται για επανεπιβολή ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται η άρνηση της διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή βάρος ακινήτου.

 Περίπτωση απόκτησης μεταβολής ιδιωτικών ακινήτων  σε  κοινόχρηηστα, χωρίς κήρυξη και συντέλεση απαλλοτρίωσης, είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 415 του κ.β.π.ν., που κωδικοποίησε το άρθρο 28 του ν.1337/1983. Σύμφωνα με αυτό ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσης, που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι, που ανήκουν στον οικείο δήμο ή κοινότητα και δεν οφείλεται για αυτούς καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Αυτό συμβαίνει υπό την προϋπόθεση, ότι οι χώροι αυτοί προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι και η κοινοχρησία αυτή είναι αποτέλεσμα της ρητής ή συναγομένης εμμέσως από ενέργειές του, βούλησης του ιδιοκτήτη ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση, που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο με ανοχή του ιδιοκτήτη.

Στο άρθρο 2 του ν.δ. 17-7/16-8-1923 προβλέπεται, ότι τα σχέδια πόλεως καθορίζουν τα αναγκαία οικόπεδα για την ανέγερση δημόσιων δημοτικών και θρησκευτικών κτηρίων και για την εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων έργων κοινής ωφέλειας, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ως άνω διατάγματος, τα παραπάνω κτήρια απαγορεύεται να ανεγερθούν σε οικοδομήσιμα κατά το σχέδιο πόλεως οικόπεδα, που όμως δεν προορίζονται για αυτό το σκοπό. Εφόσον δεν προβλέπει το σχέδιο θέσεις για αυτά τα κτήρια ή κριθούν αυτές ακατάλληλες, επιβάλλεται, προηγουμένως, να τροποποιηθεί το σχέδιο για να καθορίσει τις κατάλληλες θέσεις. Αν πάλι δεν υπάρχει εγκεκριμένο σχέδιο, απαιτείται για τον καθορισμό των θέσεων αυτών η προηγούμενη έγκρισή του, έστω και σε περιορισμένη για αυτές τις θέσεις, έκταση. Ο καθορισμός, «κατά την έγκριση ή τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου, χώρων για την ανέγερση κτιρίων δημοσίων, δημοτικών και γενικώς κοινής ωφελείας δεν συνιστά και πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης τους, όπως συμβαίνει για τους χώρους που χαρακτηρίζονται από το ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι, αλλά παρέχει την δυνατότητα να κηρυχθεί, κατά τις οικείες διατάξεις, η απαλλοτρίωσή τους με ιδιαίτερη πράξη. Εξάλλου, ο καθορισμός αυτός, αν και επιφέρει ουσιώδη περιορισμό των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτου, αφού συμφώνα προς το άρθρο 37 παρ. 3 εδάφιο δεύτερο του πιο πάνω ν.δ/τος, συνεπάγεται απαγόρευση διάθεσης του χώρου για άλλο σκοπό, αποτελεί, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα δέσμευση της ιδιοκτησίας, εκτός αν διατηρείται επί χρονικό διάστημα το οποίο υπερβαίνει τα εύλογα, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, όρια χωρίς να προωθείται η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης οπότε ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει, ύστερα από σχετική αίτηση του ιδιοκτήτου, τον περιορισμό αυτό. Περαιτέρω ο πιο πάνω καθορισμός ενεργείται αποκλειστικά επί τη βάσει πολεοδομικών κριτηρίων που ανάγονται στην υγιεινή, ασφάλεια, κυκλοφορία, οικονομία και αισθητική, καθώς και στην αρτιότερη πολεοδομική διαρρύθμιση της πόλεως. Πρέπει, κατ’ ακολουθία, η οικεία διοικητική πράξη να είναι ειδικώς αιτιολογημένη από την ως άνω άποψη, ιδίως όταν πρόκειται για εντοπισμένη τροποποίηση, ώστε να είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας της Διοικήσεως. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 1515/2008, 5247/1996, 1996/1994, 1985/1994 κ.ά.). Ειδικότερα, ο καθορισμός χώρου στο ρυμοτομικό σχέδιο ως κατάλληλου για την ανέγερση δημοσίου, δημοτικού ή κοινής εν γένει ωφελείας κτιρίου γίνεται επί τη βάσει πολεοδομικών κριτηρίων και πρέπει κατ’ αρχήν να αιτιολογείται από την άποψη της ανάγκης ανέγερσης του κτιρίου και της καταλληλότητας του χώρου. Ειδικότερη αιτιολογία ως προς την επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έναντι άλλων δεν απαιτείται, εκτός εάν είχαν προβληθεί από τους ενδιαφερομένους ουσιώδεις ισχυρισμοί ενώπιον του οργάνου το οποίο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως.   Με την πράξη έγκρισης πολεοδομικής μελέτης, η οποία εκδίδεται κατά τη διαδικασία του ν.1337/1983 μπορεί να τροποποιηθεί το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, που έχει εκδοθεί υπό το καθεστώς και κατά τη διαδικασία, που προβλέπει το ν.δ. 17-7/16-8-1923, καθώς η πρώτη πράξη έχει ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο και επιφέρει αν και με διαφορετικό τρόπο, τα ίδια αποτελέσματα, δηλαδή τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, με την πράξη έγκρισης, τροποποίησης κτλ. ρυμοτομικού σχεδίου.

Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποτελεί μονομερή άσκηση της εξουσίας του κράτους ως imperium, που αποβλέπει στην κοινωνική ωφέλεια, στο γενικό συμφέρον. Είναι επαχθής, ατομική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου, που εναπόκειται στη διακριτική εξουσία της διοίκησης Κηρύσσεται για δημόσια ωφέλεια, που προβλέπεται με νόμο, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, όπου βρίσκεται το ακίνητο και αν πρόκειται για έργα, που δεν έχουν ενταχθεί στο ΠΕΠ, εφόσον η προς απαλλοτρίωση έκταση είναι μεγαλύτερη από 100.000 τ.μ. κηρύσσεται με κοινή απόφαση του αρμοδίου εκ του σκοπού της απαλλοτρίωσης Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, ενώ όταν πρόκειται για απαλλοτριώσεις μεγάλης σημασίας, κατά την κρίση του αρμοδίου εκ του σκοπού της απαλλοτρίωσης Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, η απαλλοτρίωση μπορεί να κηρύσσεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ

 Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση συντελείται, όπως προκύπτει από το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή του το 2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του ν.2882/2001 με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης, ότι η αποζημίωση, η δικαστική δαπάνη και η αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων κατατέθηκε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Χρόνος δημοσίευσης αυτής της γνωστοποίησης θεωρείται η ημερομηνία την οποία φέρει το φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όταν αυτή συμπίπτει με την πραγματική  κυκλοφορία του φύλλου, δηλαδή με την ημέρα κατά την οποία έγινε δυνατή η ελεύθερη διάθεση αντιτύπων του φύλλου σε κάθε ενδιαφερόμενο ή όταν δε συμπίπτει με αυτή, θεωρείται η ημέρα της πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου Ο συνταγματικός νομοθέτης θέσπισε τη διαδικασία προσωρινού καθορισμού αποζημίωσης ως προϋπόθεση της συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, επειδή από της φύση της εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα και δίνει τη δυνατότητα για ταχεία και έγκαιρη πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Ωστόσο αν πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης έχει στο μεταξύ εκδοθεί απόφαση, που προσδιορίζει οριστικά την αποζημίωση, μόνο με την καταβολή της τελευταίας συντελείται η απαλλοτρίωση, διότι διαφορετικά θα καταστρατηγούνταν η συνταγματική επιταγή για καταβολή πλήρους αποζημίωσης, που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος.

Η καταβολή της οριστικής αποζημίωσης στην περίπτωση αυτή προκειμένου να συντελεστεί η απαλλοτρίωση, πρέπει να γίνει μέσα σε ενάμιση έτος από τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις αναβίωση της προθεσμίας αυτής από τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης και μάλιστα αντιστρατεύονται προς το σκοπό των διατάξεων αυτών, της ταχείας, δηλαδή, καταβολής του δικαστικώς προσδιορισθέντος ποσού της αποζημίωσης.

Η ΠΡΑΞΗ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗΣ: Για να υποβληθεί στο δικαστήριο αίτημα προσωρινού ή οριστικού καθορισμού αποζημίωσης, απαιτείται προηγουμένως να συνταχτεί πράξη τακτοποίησης από την αρμόδια κατά τόπο πολεοδομική υπηρεσία. Μόνο μετά την τελεσιδικία της πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης δικαιούνται αυτοί, που έχουν έννομο συμφέρον να κινήσουν ή να μετάσχουν στη διαδικασία κήρυξης της απαλλοτρίωσης, να ζητήσουν το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης για τους κοινόχρηστους χώρους και τα τμήματα, που προσκυρώνονται Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης, να ανταποκρίνεται στην αξία, που είχε το ακίνητο κατά το χρόνο της συζήτησης στο  δικαστήριο για τον προσωρινό (ή σε περίπτωση  αιτήματος απευθείας οριστικού προσδιορισμού για τον οριστικό) προσδιορισμό της αποζημίωσης ενώ πλέον, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και εφόσον συναινεί ο δικαιούχος μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος κυρίως με τη μορφή της παραχώρησης κυριότητας ή δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου. Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση σε περίπτωση περισσοτέρων υποχρέων αποζημίωσης, επέρχεται όταν ο ιδιοκτήτης λάβει ολόκληρη την οφειλόμενη αποζημίωση. Δε συντελείται  με καταβολή μέρους μόνο της αποζημίωσης γιατί αυτή κατά το Σύνταγμα δεν είναι πλήρης και δεν νοείται μερική συντέλεση με μερική καταβολή αποζημίωσης. «Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται ενιαία με την καταβολή της αποζημίωσης ολόκληρου του απαλλοτριούμενου ακινήτου, ώστε να μπορέσει ο ιδιοκτήτης με αυτή να αποκτήσει ισάξιο ακίνητο». Κατά το άρθρο 4 του ν.2882/2001 η απαλλοτρίωση της κυριότητας του ακινήτου επιφέρει αυτοδικαίως και την απαλλοτρίωση κάθε κτίσματος, κατασκευής και δέντρου, που υπάρχει πάνω σ’ αυτό και κάθε άλλου συστατικού του πράγματος, κατά τα άρθρα 93 και επόμενα του Αστικού Κώδικα.

«Ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση δεν υπόκειται σε κανέναν φόρο, κράτηση ή τέλος για την αποζημίωση που εισπράττει».

Η μερική συντέλεση της απαλλοτρίωσης  συγκεκριμένης ιδιοκτησίας, που απαγορεύεται, είναι έννοια διαφορετική από την τμηματική εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Η  τελευταία είναι επιτρεπτή κατά το νόμο και το Σύνταγμα  και οφείλεται στην αδυναμία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης να βρουν τα αναγκαία χρηματικά ποσά. Είναι, επομένως δυνατή η συντέλεση της απαλλοτρίωσης για την εφαρμογή των ρυμοτομικών σχεδίων, για ορισμένες μόνο από τις πολλές απαλλοτριούμενες διαιρετές ιδιοκτησίες, όμως αυτή πρέπει να αφορά το σύνολο της κάθε διαιρετής ιδιοκτησίας ή το ακέραιο του απαλλοτριούμενου πράγματος γιατί τότε μόνο η αποζημίωση είναι πλήρης και παρέχει τη δυνατότητα αντικατάστασης του πράγματος με ισάξιο. Από τις διατάξεις περί συντέλεσης της απαλλοτρίωσης και περί εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, επιτρέπεται η τμηματική εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και υπό το καθεστώς του ν.1337/1983 των πολεοδομικών μελετών, υπό την προϋπόθεση, ότι εντός της προθεσμίας ενάμιση έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού αποζημίωσης, που ορίζουν τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των ιδιοκτησιών, που εμπίπτουν στην έκταση, ως προς την οποία το σχέδιο πόλεως/η πολεοδομική μελέτη εφαρμόζεται, έστω και τμηματικώς, συντελείται πλήρως. Από το προαναφερθέν άρθρο του Συντάγματος συνάγεται, «ότι η ζημία, που προκαλείται από την απαλλοτρίωση του συνόλου ιδιοκτησίας ενιαίας κατά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως και δεκτικής αξιοποιήσεως κατά τον προορισμό της ως τοιάυτης, ανορθούται πλήρως μόνον όταν η αποζημίωση καλύπτει το ανωτέρω ενιαίο σύνολο αυτής ως τοιούτο». Εξάλλου η αναγνώριση   της δυνατότητας τμηματικής συντέλεσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενιαίας ιδιοκτησίας με συνέπεια, την τμηματική άρση της απαλλοτρίωσης, μόνο, δηλαδή, κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συντελεσθεί, πέραν του γεγονότος ότι θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη μέρους της ενιαίας ιδιοκτησίας του, ενδεχομένως, αμελητέας πλέον αξίας, και ότι, η απόδοση αυτή θα ήταν, άλλωστε, δυσχερής ή και αδύνατη, αφού δεν είναι, κατά κανόνα, δυνατόν να εξατομικευθεί το συγκεκριμένο τμήμα της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, με συνέπεια να μην καταβληθεί τελικώς στον ιδιοκτήτη παρά μερική αποζημίωση, κατά παράβαση της προαναφερόμενης συνταγματικής διάταξης, δε θα εναρμονιζόταν εντέλει ούτε με τη συνταγματική επιταγή της χωροταξικής και πολεοδομικής αναδιάρθρωσης της Χώρας, αφού, και αν ακόμη το τμήμα της ενιαίας ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, μπορούσε να εντοπισθεί και να αποδοθεί αυτό και μόνο στον ιδιοκτήτη, η μερική άρση θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη και τη δυνατότητα κατάληψης από αυτόν ενός ή περισσότερων διάσπαρτων τμημάτων κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος, όμως, οφείλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, να είναι, καταρχήν, ενιαίος και αδιάσπαστος, χωρίς να παρεμβάλλονται επιμέρους χώροι άλλων προορισμών και χρήσεων Η απαλλοτρίωση είναι δυνατό να καταλαμβάνει ολόκληρο ή μέρος ενός ακινήτου, οπότε και καταβάλλεται αντίστοιχα αποζημίωση για ολόκληρο ή μέρος του ακινήτου αυτού.

Ωστόσο στην περίπτωση κατά την οποία αφαιρείται από ένα ακίνητο ένα μέρος και το εναπομείναν καθίσταται μειωμένης αξίας π.χ. επειδή πλέον δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, τότε το μέρος αυτό αποζημιώνεται ιδιαίτερα με την ίδια διαδικασία αποζημίωσης του απαλλοτριούμενου μέρους Η ιδιαίτερη αυτή αποζημίωση θεσπίστηκε τόσο υπό το καθεστώς του ν.δ.797/1971 (άρθρο 13 παρ. 4) όσο και υπό αυτό του ν.2882/2001 (άρθρο 13 παρ. 4), μόνο που στην πρώτη περίπτωση το εναπομείναν τμήμα έπρεπε να έχει υποστεί σημαντική υποτίμηση της αξίας αυτού, ενώ στη δεύτερη , δηλαδή με τον ισχύοντα ΚΑΑΑ αρκεί η αξία του τμήματος που απομένει να έχει απλώς μειωθεί. Το αίτημα για την χορήγησή της υποβάλλεται μαζί με την κύρια αίτηση προσδιορισμού της αποζημίωσης. Πρέπει δε, να καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο τμήμα, αλλιώς δε συντελείται η απαλλοτρίωση.

 Αναφορικά με τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις σχετική είναι η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 10 του ν.1577/1985 (ΓΟΚ) που ορίζει, ότι: «Το Δημόσιο και οι Δήμοι ή οι Κοινότητες, όταν επισπεύδουν την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου, αποζημιώνουν και τα μη άρτια και μη οικοδομήσιμα τμήματα των ρυμοτομουμένων οικοπέδων που απομένουν μετά τη ρυμοτομία, εκτός εάν οι ιδιοκτήτες δηλώσουν, έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο για τον καθορισμό της προσωρινής τιμής μονάδας ότι δεν επιθυμούν την αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή, τα παραπάνω μη άρτια και μη οικοδομήσιμα οικόπεδα βαρύνονται με ενδεχόμενη αποζημίωση λόγω παροδιότητας». Είναι δυνατή η καταβολή ιδιαίτερης αποζημίωσης στην περίπτωση, που το εκτός απαλλοτρίωσης τμήμα του οικοπέδου είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, αν για άλλους λόγους επήλθε η μείωση της αξίας του (π.χ. σχήμα, ελάχιστη οικοδομήσιμη επιφάνεια) ή από λόγους, που οφείλονται στην εκτέλεση του έργου της απαλλοτρίωσης (π.χ. ανισόπεδος κόμβος, αερογέφυρα, διατάξεις για τα όρια ασφαλείας των διανοιγόμενων δρόμων). Στο σημείο αυτό, σημαντικό είναι να αναφερθεί, ότι είναι απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης για τη συντέλεση απαλλοτρίωσης προς εφαρμογή σχεδίου πόλεων, εάν δεν προσαχθούν α) πιστοποιητικά ιδιοκτησίας, βαρών και κατασχέσεων στο απαλλοτριούμενο καθώς και πιστοποιητικό για τυχόν εγγραφές στο βιβλίο διεκδικήσεων ή σχετική βεβαίωση, β) έκθεση της αρμόδιας επιτροπής, που περιγράφει την κατάσταση του απαλλοτριωμένου ακινήτου και των συστατικών του και τυχόν ιδιαίτερες συνθήκες αυτού και εκτιμάται η αξία του και το ύψος της τυχόν οφειλόμενης ιδιαίτερης αποζημίωσης και γ) η πράξη αναλογισμού ή πράξη εφαρμογής.  Η έννοια της πράξης εφαρμογής έχει αναλυθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η πράξη αναλογισμού, η έννοια της οποίας αναλύεται κατωτέρω, είναι μέρος όχι της κήρυξης αλλά της διαδικασίας εξέλιξης και ολοκλήρωσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Όπως έχει  αναφερθεί και ανωτέρω, ο καθορισμός στο εγκεκριμένο σχέδιο των οδών και πλατειών, των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κτλ) και γενικά των κοινόχρηστων χώρων, που κρίνονται αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς, χορηγεί δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω δημόσιας ωφέλειας των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους αυτούς. Ενεργείται ως εξής: Η αρμόδια υπηρεσία, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή και ενεργώντας αυτεπάγγελτα, συντάσσει πράξη αναλογισμού, με την οποία καθορίζονται τα απαλλοτριωτέα ακίνητα σε πρόχειρο κτηματολογικό διάγραμμα και ο αναλογισμός της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων. Για τη σύνταξη της πράξης προσκαλούνται οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες των απαλλοτριωτέων ακινήτων να υποδείξουν τα όρια των ιδιοκτησιών τους. Πριν από τη σύνταξη της πράξης αναλογισμού πρέπει να προηγείται η τακτοποίηση των οικοπέδων, με βάση την οποία θα συντάσσεται αυτή, εκτός εάν εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τη σύνταξη της πράξης πριν την τακτοποίηση. Σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν ο τρόπος αναλογισμού είναι συναφής με την τακτοποίηση μπορεί να συντάσσεται κοινή πράξη για τον αναλογισμό και την τακτοποίηση, με ανάλογη εφαρμογή σε συνδυασμό των σχετικών διατάξεων. Η πράξη αναλογισμού εκτίθεται για ορισμένο χρόνο στα γραφεία της υπηρεσίας, που τη συνέταξε. Κατά αυτής μπορούν να υποβληθούν ενστάσεις στον οικείο νομάρχη, που αποφασίζει αμετάκλητα επί της πράξης και των τυχόν ενστάσεων που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής, είτε επικυρώνοντας είτε ακυρώνοντας την πράξη. Αυτοί που προβάλλουν δικαίωμα κυριότητας επί των απαλλοτριωτέων ακινήτων, στα οποία αναφέρεται η πράξη, που κυρώθηκε, προσφεύγουν στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο και ζητούν τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης, που πρέπει να καταβληθεί με βάση την πράξη, και ο οποίος γινόταν αρχικά σύμφωνα με τη διαδικασία του ν.δ. 797/1971 και αργότερα του ν.2882/2001. Υπόχρεοι προς καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτων, που καταλαμβάνονται από τους προβλεπόμενους από το εγκεκριμένο σχέδιο κοινόχρηστους χώρους είναι ο δήμος ή η κοινότητα και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες, δηλαδή αυτοί, των οποίων τα οικόπεδα έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν με προσκυρώσεις ή τακτοποιήσεις πρόσωπο στον κοινόχρηστο χώρο, στον οποίο περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέο ακίνητο. Όταν επισπεύδεται από το Δημόσιο η διάνοιξη ή διεύρυνση κοινόχρηστων χώρων, που προβλέπονται από εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, αντί των στοιχείων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 277 του κ.β.π.ν. (άρθρο 32 του ν.δ. και από τις διατάξεις του ν.δ.17-7/16-8-1923) και αυτές του 797/1971 και πλέον 2882/2001, (δεν τηρείται καταρχήν η διαδικασία της σύνταξης πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης) συντάσσονται κτηματολογικό διάγραμμα, κτηματολογικός πίνακας και έκθεση προεκτίμησης.

Τακτοποίηση είναι η ανταλλαγή εδαφικών τμημάτων μεταξύ των ιδιοκτητών τους με σκοπό τα τακτοποιητέα οικόπεδα να αποκτήσουν διάταξη, που να ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες και το σκοπό χρησιμοποίησής τους. Επιβάλλεται όταν το τακτοποιητέο εδαφικό τμήμα, ύστερα από τη ρυμοτόμηση παύει να έχει το απαιτούμενο πρόσωπο ή βάθος ή όταν δε διαθέτει κατάλληλη μορφή ή δε βρίσκεται στην κατάλληλη θέση.

Η προσκύρωση αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας.

Είναι η ατομική διοικητική πράξη με την οποία αφαιρείται μονομερώς η κυριότητα ακινήτου από τον παλαιό ιδιοκτήτη και αποδίδεται στο νέο, όταν το ακίνητο μετά τη ρυμοτόμηση καθίσταται μη οικοδομήσιμο διότι παύει να είναι άρτιο ή αποκτά σχήμα ακανόνιστο ή ακατάλληλη θέση ή είναι μη τακτοποιητέο. Πραγματοποιείται προκειμένου να προστατευτεί ο παλαιός ιδιοκτήτης, στον οποίο εξαιτίας της ρυμοτόμησης παραμένει τμήμα γης οικονομικά πλέον άχρηστο εφόσον δε μπορεί να οικοδομηθεί ή να τακτοποιηθεί. Αποτελεί μορφή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης γιατί διενεργείται με αποζημίωση του παλαιού ιδιοκτήτη και επιβάλλεται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή στη δημιουργία άρτιων και οικοδομήσιμων οικοπέδων με σκοπό την καλύτερη οικοδομική αξιοποίηση των οικοδομήσιμων χώρων μέσα στο πλαίσιο των πολεοδομικών αναγκών και συνθηκών της περιοχής.

Δ. ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΣΗ

 Όπως ορίζει το Σύνταγμα και ο ν.2882/2001 αν μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης ή σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού της, από τη δημοσίευση της τελευταίας αυτής απόφασης, δε συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση, τότε αυτή αίρεται αυτοδικαίως. Στην περίπτωση αυτή μέσα σε τέσσερεις μήνες από τη λήξη του ενός και μισού έτους, η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον δεν εκδοθεί μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία η σχετική πράξη ή εκδοθεί πράξη, που την αρνείται, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η αρνητική απάντηση ή η παράλειψη της διοίκησης και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης. Τόσο η προαναφερθείσα πράξη της διοίκησης όσο και η σχετική δικαστική απόφαση, μεταγράφονται στο Υποθηκοφυλακείο, που υπάγεται το ακίνητο, με επιμέλεια του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη. Ο κανόνας της αυτοδίκαιης αυτής άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντέλεσής τους μέσα στην προαναφερθείσα προθεσμία, που θεσπίζεται με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του ν.2882/2001 ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Αυτό συνάγεται τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ ρυμοτομικών και λοιπών απαλλοτριώσεων, όσο και από το γεγονός ότι το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.2882/2001 θεσπίζει τον κανόνα της αυτοδίκαιης ανάκλησης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων μόνο λόγω μη υποβολής αιτήσεως δικαστικού καθορισμού της αποζημιώσεως ή μη καθορισμού της εξωδίκως εντός τετραετίας από την κήρυξή τους και ρητά ορίζει ότι δεν ισχύει επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Αντίθετα  σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, δεν προβλέπεται παρόμοια εξαίρεση στη προαναφερόμενη περίπτωση που δεν καθορίστηκε δικαστικά η αποζημίωση αλλά δεν συντελέστηκε εντός ενάμισι έτους από τον δικαστικό καθορισμός της προσωρινής τιμής μονάδας. Η πράξη έγκρισης τόσο του σχεδίου πόλεως υπό το καθεστώς του ν.δ.17-7/16-8-1923 όσο και της πολεοδομικής μελέτης υπό το καθεστώς του ν.1337/1983, αφορά στο γενικό συμφέρον καθώς επηρεάζει τη μορφολογία και την εξέλιξη του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο ζουν περισσότεροι άνθρωποι, αλλά επιφέρει δραστικές συνέπειες και στα συμφέροντα των ιδιοκτητών των ακινήτων που απαλλοτριώνονται. Επιβάλλεται, επομένως για λόγους ασφαλείας του δικαίου, σύμφωνα, άλλωστε, και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης πράξεως από την ίδια αρχή σε κάθε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιτάσσουν την ανάκληση ή την κατάργησή της. Επιβάλλεται επομένως να εκδώσει η αρμόδια αρχή, πράξη με την οποία να τροποποιείται το σχέδιο πόλεως μετά την έκδοση της προαναφερθείσας δικαστικής απόφασης, αφού ο νομοθέτης με τη θέσπιση της διαδικασίας του άρθρου 11 παρ. 4 του ν.2882/2001 ο νομοθέτης «απέβλεψε στην παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, για να τερματίσει την αδράνεια της Διοικήσεως και να επιτύχει την αποδέσμευση του ακινήτου του από τα ρυμοτομικά βάρη, και όχι στην τροποποίηση των πολεοδομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία εγκρίσεως και τροποποιήσεως των ρυμοτομικών σχεδίων».

         Υπό το καθεστώς του α.ν.1731/1939 (όπως κωδικοποιήθηκε από το β.δ. της 29/30 Απριλίου 1953, ΦΕΚ Α’ 109) και σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν.δ.  2934  της  22/27-7-54 (ΦΕΚ Α’ 162) «Περί τροποποιήσεως  των περί σχεδίων πόλεων  κλπ διατάξεων   και  ειδικών  τινών διατάξεων σχετικών προς την ανοικοδόμησιν των σεισμοπλήκτων Ιονίων Νήσων», σύμφωνα με το οποίο ισχύουν, για τις ως άνω απαλλοτριώσεις οι γενικές  περί απαλλοτριώσεων  διατάξεις του  α.ν. 1731/39 εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτό, η απαλλοτρίωση, που δε συντελούνταν μέσα σε μια τετραετία από τον κήρυξή της θεωρούνταν αυτοδικαίως ανακληθείσα. Ακολούθως, επί απαλλοτριώσεων, που κηρύχθηκαν από την ισχύ του και εφεξής δηλαδή από 1-2-1971 εφαρμοζόταν το ν.δ.797/1971. Η παρ. 2 του άρθρου 11 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.212/1975 (ΦΕΚ Α’ 252) όριζε, ότι θεωρείται  ως  αυτοδικαίως  ανακληθείσα η αναγκαστική απαλλοτρίωση εφόσον εντός τριετίας από την κήρυξή της (και εντός τετραετίας όταν αφορά εκτέλεση έργων μείζονος σημασίας) δεν έχει καθοριστεί δικαστικώς ή εξωδίκως η προσωρινή ή οριστική αποζημίωση, καθώς και ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση προς εφαρμογή σχεδίων  πόλεων θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα, εφόσον  η παραπάνω αποζημίωση δεν έχει καθοριστεί εντός οκταετίας από την κήρυξη αυτής. Με την παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 1337/1983 (ΦΕΚ Α’ 33) εξαιρέθηκαν από το θεσμό της αυτοδίκαιης ανάκλησης, μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή τους, οι απαλλοτριώσεις για εφαρμογή σχεδίων πόλεων. Η ρύθμιση όμως αυτή ισχύει μόνο για τις απαλλοτριώσεις, που κηρύχθηκαν υπό την ισχύ του ν.δ.797/1971. Εφόσον υπό την ισχύ αυτού εντός οκταετίας από την κήρυξή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προς εφαρμογή σχεδίων  πόλεων και μέχρι την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 2 του ν1337/1983 δεν είχε καθοριστεί δικαστικώς ή εξωδίκως η προσωρινή ή οριστική αποζημίωση, ήταν δυνατή η ανάκλησή της λόγω παρόδου της οκταετίας. Η απαλλοτρίωση, που δεν έχει συντελεστεί, υπό το καθεστώς του ν.2882/2001, είναι δυνατό να ανακληθεί από τη Διοίκηση δυνητικά ή υποχρεωτικά. Δυνητικά, ολικά ή μερικά ανακαλείται από την αρχή, που την κήρυξε τηρώντας τη διαδικασία, που ακολούθησε για την κήρυξη. Υποχρεωτικά, ανακαλεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση η αρχή, που την κήρυξε, εφόσον το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος, που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα χρόνια από την κήρυξη δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη αν γίνει αφού παρέλθει έτος από το τέλος αυτής της τετραετίας και πάντως αφού δημοσιευτεί απόφαση, που καθορίζει την αποζημίωση. Η ανακλητική πράξη εκδίδεται μέσα σε τέσσερεις μήνες από την υποβολή της αίτησης και δημοσιεύεται στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει (ΣτΕ 2482/2009, 3933/2009) , ότι εν όψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος……» .

ΣΤ. ΠΡΑΞΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

 Η Διοίκηση, όταν εξετάζει αίτημα του ιδιοκτήτη να εκδώσει απόφαση, που να βεβαιώνει την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης και  διαπιστώνει, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις, είτε όταν της επιδίδεται δικαστική απόφαση, που ακυρώνει την άρνησή της να ικανοποιήσει το αίτημα που της υπέβαλε ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριούμενου ή ρυμοτομούμενου ακινήτου «οφείλει, τηρώντας τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να βεβαιώσει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον, με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Η υποχρέωση αυτή της Διοίκησης προκύπτει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του [π.χ. όταν πρόκειται για ακίνητο με δασικό χαρακτήρα εντός αιγιαλού, σε ζώνη προστασίας ρέματος κ.λπ.] και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικιστικού συνόλου και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται [π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λπ.], αφετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, ιδίως δε εάν συντρέχει σοβαρή ανάγκη για δημιουργία κοινοχρήστου ή κοινωφελούς χώρου, και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται αποσπασματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα ανέτρεπαν ουσιώδεις επιλογές του πολεοδομικού σχεδιασμού, τέλος δε, την πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, (α) να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή (β) να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, η δυνατότητα άμεσης αποζημιώσεως         των     θιγομένων           ιδιοκτητών,    ή        (γ)      να   καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν (πρβλ. ΣΕ 4586/2005 επτ.).

Όταν η αρμοδιότητα τροποποιήσεως του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, η κρίση για τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων και στοιχείων, ιδίως δε για το πολεοδομικώς αναγκαίο ή μη της διατηρήσεως του κοινοχρήστου ή του κοινωφελούς χώρου, πρέπει να εκφέρεται και από τα όργανα αυτά. Από την προηγούμενη περιγραφή της διαδικασίας, που οφείλει να ακολουθήσει η διοίκηση, γίνεται αντιληπτό, ότι αφού εκδοθεί η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου (ή του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ αναίρεση), που ακυρώνει την άρνηση ή παράλειψη της διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτοδικαίως οικοδομήσιμο, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί η αρμοδιότητα της διοίκησης να τροποποιήσει το σχέδιο πόλεως με έναν από τους παραπάνω τρόπους, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8) ως αρχή αρμοδία και υπόχρεος για την τυπική κατά τα ανωτέρω, άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως εντός τριμήνου από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως, νοείται όχι μόνον ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων αλλά και ο  Νομάρχης, ο Έπαρχος, καθώς και ο οικείος Δήμος. Είναι δε αδιάφορο για την  κίνηση της προθεσμίας και την εκπλήρωση της υποχρεώσεως της Διοικήσεως σε ποια  από αυτές κατατίθεται η αίτηση του ενδιαφερομένου, δεδομένου ότι αυτή πρέπει μεν  να διαβιβασθεί περαιτέρω και να περιέλθει στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο,  χωρίς όμως εντεύθεν να επηρεάζεται η έναρξη και η κίνηση της προθεσμίας. Έναντι του ενδιαφερομένου η Διοίκηση υπέχει την υποχρέωση να άρει την ρυμοτομική  απαλλοτρίωση, και επομένως η υποχρέωσή της γεννάται αμέσως μόλις οχληθεί  οποιοδήποτε από τα μνημονευθέντα, κατ’ αρχήν, αρμόδια όργανα

Η ΕΠΑΝΥΠΟΒΟΛΗ.

 Όπως έχει παρατηρηθεί, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας και εφαρμογής των οικείων διατάξεων, η Διοίκηση παρά τις ακυρώσεις, με δικαστικές αποφάσεις, αρνήσεων της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις ακινήτων, δηλαδή χαρακτηρισμού τους, με πράξη εγκρίσεως ή τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου, ως κοινοχρήστων χώρων, ή να βεβαιώσει την αυτοδίκαιη ανάκλησή τους λόγω άπρακτης παρόδου του εκάστοτε τασσομένου χρονικού διαστήματος εντός του οποίου έπρεπε αυτές να συντελεσθούν, επανέρχεται και εκδίδει νέα διατάγματα, με τα οποία επιβάλλει την απαλλοτρίωσή τους για τους ίδιους λόγους. Κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σε περίπτωση που εκδοθεί τέτοια δικαστική απόφαση, η Διοίκηση δεν κωλύεται να επιβάλει, με την ενεργούμενη κατά τις διατάξεις περί σχεδίων πόλεως τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, νέα αναγκαστική απαλλοτρίωση του αυτού ακινήτου για τον εφεξής χρόνο. Η ευχέρεια, όμως, αυτή προϋποθέτει :

1) αφενός μεν την ύπαρξη προθέσεως και δυνατότητος για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης,

2)  αφετέρου δε την ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης χάριν της οποίας επιβάλλεται η επιχειρούμενη ρύθμιση.

Η συνδρομή και των δύο αυτών προϋποθέσεων πρέπει να ερευνάται τελικώς από το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα στο θέμα αυτό και η σχετική κρίση του πρέπει να έχει πλήρη και ειδική αιτιολογία, που μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (Σ.τ.Ε. 2142/2003, 3642/1998, 5905/1995, 3311/1989, 3807/1987, 3284/1986 κ.ά.). Για την έρευνα, πάντως, της συνδρομής περιπτώσεως σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης που επιβάλλει την εκ νέου απαλλοτρίωση του ακινήτου και σοβαρής προθέσεως και δυνατότητος άμεσης περαιώσεως της διαδικασίας συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν αποκλείεται να συνεκτιμάται και η συμπεριφορά της Διοικήσεως κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από την αρχική επιβολή της απαλλοτρίωσης μέχρι την ακύρωση της άρνησής της να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, αλλά και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης.

 Η επανεπιβολή, ρυμοτομικής αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να άρει προηγούμενη αναγκαστική απαλλοτρίωση του ίδιου ακινήτου ή να βεβαιώσει την αυτοδίκαιη ανάκληση της τελευταίας, δεν είναι αντίθετη με τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της οικονομικής δυνατότητας άμεσης συντέλεσηςτης νέας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και της συνδρομής σοβαρών πολεοδομικών λόγων, που υπαγορεύουν την εν λόγω επανεπιβολή. Αντιθέτως, μάλιστα, δεν θα ήταν νόμιμος ο αποχαρακτηρισμός του ακινήτου από τη Διοίκηση, με μόνη την έκδοση  ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς, δηλαδή, η Διοίκηση να ρυθμίσει εκ νέου πολεοδομικώς το ακίνητο, το οποίο κατέστη πολεοδομικώς αρρύθμιστο μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου, αφού, όμως, εξετάσει προηγουμένως, μεταξύ άλλων, και την, τυχόν, συνδρομή πολεοδομικών λόγων, οι οποίοι θα επέβαλλαν την επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.

 Η κήρυξη νέας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ιδίου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό δεν επιτρέπεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη πριν περάσει ένα έτος από την ανάκληση ή την άρση της, προθεσμία που διπλασιάζεται εάν η άρση ή η ανάκληση επαναληφθεί . Εφόσον όμως πρόκειται για απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών (καθώς επίσης και για ανέγερση νοσοκομείων και σχολικών κτιρίων, για ανοικοδόμηση οικισμών που έχουν πληγεί από θεομηνίες, καθώς και για στρατιωτικούς ή αρχαιολογικούς σκοπούς και προκειμένου περί των λοιπών απαλλοτριώσεων υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, Ο.Τ.Α. Α’ και Β’ βαθμού, οργανισμών κοινής ωφέλειας, κοινωφελών ιδρυμάτων και δημοσίων επιχειρήσεων, εάν η ανάκληση ή άρση της απαλλοτρίωσης αφορά τμήμα μόνο της έκτασης το οποίο δεν υπερβαίνει το 20% του συνολικού εμβαδού αυτής) η επανεπιβολή τους επιτρέπεται χωρίς την υποχρέωση τήρησης της ανωτέρω προθεσμίας, που ισχύει επί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΩΝ ΧΩΡΩΝ : Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και στη διασφάλιση των βέλτιστων δυνατών όρων διαβίωσης. Όταν τροποποιείται πολεοδομική μελέτη ή ρυμοτομικό σχέδιο επιτρέπεται να αναδιατάσσονται οι κοινόχρηστοι χώροι,  υπό τον όρο ότι δεν θα μειώνεται η έκτασή τους, δεδομένου αυτοί, όπως και οι χώροι πρασίνου, αποτελούν βασικό στοιχείο του πολεοδομικού σχεδιασμού, η δε πρόβλεψη και διαμόρφωσή τους, καθώς και η έκταση, το εύρος και η διάταξή τους συνιστούν ουσιώδη και καθοριστικό παράγοντα για τη θεραπεία των κοινών αναγκών, της λειτουργικότητας, της αισθητικής και της εν γένει φυσιογνωμίας των πόλεων και, κατ’ ακολουθίαν, η διατήρηση των χώρων αυτών έχει πρωταρχική σημασία για την προστασία του αστικού περιβάλλοντος. Δεδομένου, μάλιστα, ότι για τον αποχαρακτηρισμό του κοινόχρηστου χώρου αρκεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, ενώ για τη μετατροπή οικοδομήσιμου χώρου σε κοινόχρηστο απαιτείται επιπλέον και η συντέλεση της οικείας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, στη ρυμοτομική πράξη, με την οποία αναδιατάσσονται οι κοινόχρηστοι χώροι, πρέπει να περιλαμβάνεται ρήτρα, με την οποία η κατάργηση κοινόχρηστου χώρου να συναρτάται με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης για τη δημιουργία του προβλεπόμενου νέου κοινόχρηστου χώρου.

Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΗΣ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗΣ.

 Όταν έχει εγκαταλειφθεί ή δεν έχει καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί ο σκοπός για το οποίο συντελέστηκε η απαλλοτρίωση, μέσα σε εύλογο χρόνο, η τελευταία ως ατομική διοικητική πράξη, δεν καθίσταται παράνομη από αυτό και μόνο το γεγονός, αλλά απολαμβάνει του τεκμηρίου νομιμότητας. Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, που έχει συντελεστεί είναι δυνατόν να ανακληθεί. Ελλείψει ειδικότερων διατάξεων, που να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία πραγματοποίησής της, αυτή διέπεται, όπως προκύπτει και από το συνδυασμό των παρ. 5 και 9 του άρθρου 29 με το άρθρο 12 του ν.2882/2001, από τις διατάξεις του τελευταίου το οποίο ρυθμίζει την ανάκληση της συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Κατά το προαναφερθέν άρθρο,  τόσο η ολική ή μερική δυνητική όσο και η υποχρεωτική ανάκληση επιβάλλονται με απόφαση της αρχής, που κήρυξε την απαλλοτρίωση, ύστερα από επιστροφή της αποζημίωσης, που καταβλήθηκε, αναπροσαρμοσμένης, στο βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης. Η ανακλητική απόφαση μεταγράφεται, με επιμέλεια κάθε ενδιαφερομένου, στα βιβλία μεταγραφών και μόνο μετά από αυτήν ανακτάται, από τον καθ’ ου η απαλλοτρίωση, κάθε εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου. Κατά τα οριζόμενα στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 12 του ν.2882/2001, η συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση, που κηρύχθηκε υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού, επιχειρήσεων, που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οργανισμών κοινής ωφέλειας, δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει, ότι αυτή δεν είναι αναγκαία για να εκπληρωθεί ο αρχικός ή άλλος σκοπός, που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας, υπό την προϋπόθεση, ότι ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης αποδέχεται, την ανάκληση και, συνεπακόλουθα, την επιστροφή της αποζημίωσης, που έχει λάβει. Η ανάκληση δεν είναι δυνατή εφόσον το ακίνητο, που απαλλοτριώθηκε, έχει πράγματι χρησιμοποιηθεί για το σκοπό, που απαλλοτριώθηκε αν και μεταγενέστερα έπαψε να χρησιμοποιείται, διότι θεωρείται, ότι ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας έχει πραγματοποιηθεί. Υποχρεωτική, αντιθέτως, είναι η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, που κηρύχθηκε υπέρ ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εξαιρουμένων των προαναφερθέντων, αν μέσα σε πενταετία από τη συντέλεση, το ακίνητο δε χρησιμοποιήθηκε για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή δεν έχει εκτελεστεί μέρος των εργασιών, που σε αξία υπερβαίνει το ένα τρίτο, εφόσον το ζητήσει ο αρχικός ιδιοκτήτης μέσα σε ένα έτος από την παρέλευση της παραπάνω πενταετίας.

          Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί η 1980/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ερμηνεύοντας τις προαναφερθείσες διατάξεις , δέχεται ότι ναι μεν η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, που κηρύχθηκε υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού ή υπέρ επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ ή οργανισμών κοινής ωφελείας, αφίεται, από το νόμο, στην διακριτική εξουσία της Διοικήσεως, η οποία δεν υποχρεούται να κινήσει, επί  υποβολής αίτησης του πρώην ιδιοκτήτη, την διαδικασία, ασχέτως, κατ’ αρχήν, του χρονικού διαστήματος το οποίο παρήλθε από της συντελέσεως της απαλλοτρίωσης, δεδομένου ότι ο νόμος δεν τάσσει, σχετικώς, χρονικό περιορισμό. Και τούτο, για να εξασφαλισθεί, εν όψει της σημασίας, της ποικιλίας και της ευρύτητας των αναγκών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, των επιχειρήσεων και των οργανισμών κοινής ωφελείας, η αναγκαία για την κάλυψή τους χρονική άνεση». Καταλήγει όμως στο συμπέρασμα, ότι οι διατάξεις αυτές «δεν αποκλείουν την υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την συντελεσμένη απαλλοτρίωση, όταν εκδηλώθηκε σαφώς και ανενδοιάστως βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το απαλλοτριωθέν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας, καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθέντος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε μακρό, πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα και η Διοίκηση ή, εν γένει, εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτριώσεως ή άλλου σκοπού δημοσίας ωφελείας. Υπό την έννοια δε αυτή ερμηνευομένη η εν λόγω διάταξη, δεν αντίκειται στο προστατεύον την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, η μη θέσπιση συγκεκριμένης προθεσμίας πραγματοποιήσεως του σκοπού των ως άνω απαλλοτριώσεων, καθώς και η δυνατότητα μεταβολής του αρχικού τους σκοπού, συνεπάγονται και τη δυνατότητα μεταβολής του φορέως της απαλλοτριώσεως εντός του κύκλου των ως άνω προσώπων, δεδομένου, άλλωστε, ότι εντός του κύκλου αυτού δεν ασκεί κατά νόμο καμιά επιρροή το νομικό πρόσωπο του φορέα της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως σε αντίθεση με την μη συντελεσμένη απαλλοτρίωση». Η ίδια ερμηνεία έχει δοθεί, από το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο, επί των αντιστοίχων διατάξεων (άρθρο 12 παρ. 2,3) του ν.δ.797/1971Απαλλοτριώσεις, που κηρύχθηκαν από 1-2-1971 και εφεξής, διέπονται από το ν.2882/2001, από την έναρξη της ισχύος του, και ως προς τα παρεπόμενα της κήρυξής τους θέματα, συνεπώς και ως προς την ανάκλησή τους, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 1,2,4 και 8 του άρθρου 29 του νόμου αυτού Όπως έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύοντας το άρθρο 31 παρ. 1 και 32 του ν.δ. 797/1971, το πρώτο δεν αφορά στην ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης «διότι η εν λόγω ανάκληση δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά τον χρόνο κηρύξεως αυτής νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητος της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί την συνήθη κατάληξη αυτής. Αντιθέτως, η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτριώσεως είναι και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται εκ της μεσολαβήσεως νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενέργειες της Διοικήσεως κ.λπ.), τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά στο στάδιο υλοποιήσεως αυτής. Κατά συνέπειαν, η κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων ανακλήσεως της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως πρέπει να διέπεται, κατά τις γενικές αρχές περί διοικητικών πράξεων, από το ισχύον κατά τον χρόνον της εκφοράς της νομοθετικό καθεστώς, ο οποίος είναι ο χρόνος αποδοχής ή απορρίψεως, ρητής ή τεκμαιρομένης του περί ανακλήσεως αιτήματος του ενδιαφερομένου.

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα του χρόνου εκδήλωσης της προσβαλλόμενης με αίτηση ακύρωσης άρνησης ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης δε λαμβάνονται υπόψη στην κρίση περί της νομιμότητάς της, καθώς κατά γενική αρχή του δικαίου αυτή κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου εκδήλωσής της.

Θ. ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ.

Το δαιδαλώδες πλαίσιο νομοθετημάτων σε επίπεδο τόσο αναγκαστικής όσο και ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, από την εποχή θεσμοθετήσεώς τους μέχρι και τώρα, έχει δημιουργήσει πληθώρα ζητημάτων προς επίλυση από τη διοίκηση και τελικά από τα δικαστήρια. Αποδέκτης των πολύπλοκων διαδικασιών καθορισμού των εκτάσεων, που αφαιρούνται, του χρόνου συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, του καθορισμού της αναλογούσης αποζημίωσης είναι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος καταλήγει να εμπλέκεται σε χρονοβόρους δικαστικούς αγώνες και διαμάχες με το κράτος, στην προσπάθειά του να διασφαλίσει τα δικαιώματά του. Οι ενδεχόμενες δίκες, που μπορεί να προκύψουν από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης ή την επαναπόκτηση της ιδιοκτησίας από τον αρχικό ιδιοκτήτη είναι οι ακόλουθες:

1). Κατά της απόφασης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ( όπως και κατά της  πράξης επιβολής επίταξης) ασκείται αίτηση ακύρωσης στο ΣΤ’ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ όταν πρόκειται για απαλλοτρίωση για πολεοδομικούς σκοπούς, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, όταν δηλαδή προσβαλλόμενη πράξη είναι το π.δ. έγκρισης, τροποποίησης, επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης, αρμόδιο για την εκδίκαση της σχετικής αίτησης είναι το Ε’ τμήμα του Δικαστηρίου αυτού.

Η προθεσμία των 60 ημερών, που ορίζει το άρθρο 46 του π.δ. 18/1989, ως το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης, που εγκρίνει ή τροποποιεί σχέδιο πόλεως ή πολεοδομική μελέτη και καθορίζει όρους και περιορισμούς δόμησης της οικείας περιοχής, αρχίζει από τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όταν με την ως άνω πράξη η ρύθμιση είναι εντοπισμένη, η προθεσμία για το θιγόμενο ιδιοκτήτη αρχίζει από την κοινοποίηση ή τη γνώση αυτής από τον τελευταίο. Η ρύθμιση αυτή, που αφορά πράξη εν μέρει κανονιστική και εν μέρει ατομική γενικού περιεχομένου και εκδίδεται μετά από διοικητική διαδικασία, που περιλαμβάνει δημόσια πρόσκληση των ενδιαφερομένων προς συμμετοχή και υποβολή ενστάσεων, δεν θίγει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι επιτρέπει στον επιμελή ενδιαφερόμενο, που έλαβε γνώση της προαναφερθείσας διοικητικής διαδικασίας, να πληροφορηθεί προσηκόντως τη δημοσίευση της τελικής πράξης και να ασκήσει τη σχετική αίτηση ακύρωσης.

Όταν ζητείται ακύρωση παράλειψης απάντησης της Διοίκησης επί αίτησης, με την οποία ζητήθηκε ο καθορισμός της υποχρέωσης της ιδιοκτησίας σε εισφορά γης, η οποία επιβλήθηκε με προηγούμενη πολεοδομική μελέτη, η αίτηση ακύρωσης δεν ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως στην περίπτωση, που στρέφεται κατά πολεοδομικής μελέτης αλλά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. ζ’ του ν.702/1977 ασκείται στο Διοικητικό Εφετείο.

2). Κατά της κυρωτικής της πράξης εφαρμογής απόφασης του Νομάρχη (ΓΓΑΔ) μπορεί ο ενδιαφερόμενος, που έχει έννομο προς αυτό συμφέρον, να ασκήσει αίτηση ακύρωσης στο αρμόδιο κατά τόπο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο μέσα σε 60 μέρες από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απόφασης. Με την αίτηση ακύρωσης προσβάλλεται μόνο η ως άνω απόφαση έγκρισης και όχι η πράξη εφαρμογής ή η εισήγηση της πολεοδομικής υπηρεσίας ή του ΣΧΟΠ του νομού με την οποία εκφέρεται γνώμη για τις αναφερθείσες σε προηγούμενο κεφάλαιο ενστάσεις, καθόσον οι πράξεις αυτές στερούνται εκτελεστότητας. Η πράξη εφαρμογής, υπό το καθεστώς του άρθρου 12 παρ. 7 περ. ε’ (ΦΕΚ Α’ 33), όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 του ν.1772/1988 (ΦΕΚ Α’ 91) αφού περατωνόταν η ειδική διοικητική διαδικασία έκδοσής της και κυρωνόταν από το Νομάρχη, καθίστατο οριστική και αμετάκλητη. Η Διοίκηση δεν μπορούσε να επανέλθει ούτε αυτεπαγγέλτως ούτε μετά από αίτηση ενδιαφερομένου επί του περιεχομένου της, ούτε η πράξη μπορούσε να ανασυνταχθεί για λόγους νομιμότητας. Η ανάκληση ή ανασύνταξη δεν επιτρεπόταν ακόμα και όταν με δικαστική απόφαση βεβαιωνόταν διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, γιατί σε αυτή την περίπτωση προβλεπόταν η μετατροπή των διαφορών αυτών σε χρηματική αποζημίωση. Με την αντικατάσταση της παραπάνω ρύθμισης από το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3212/2003 (ΦΕΚ Α’ 308) κατέστη δυνατή η εξαιρετικά, για λόγους νομιμότητας η για πλάνη περί τα πράγματα, ολική η μερική ανάκληση της κυρωθείσης πράξης εφαρμογής. Αναλόγως αρμόδιο για την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης κατά πράξεων τακτοποίησης, προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης ακινήτων είναι το Διοικητικό Εφετείο σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. ζ’ του ν.702/1977.

3) Κατά το άρθρο 1 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ 268 Α’), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999, υπήχθη στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου, η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών (περίπτωση ε’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/77). Το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 (ΦΕΚ Α’ 222) διεύρυνε την αρμοδιότητα του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου και στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 η ως άνω περίπτωση ε’ αναδιαρθρώθηκε σε περίπτωση στ’. Κατόπιν με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 (ΦΕΚ Α’ 30), η ισχύς του οποίου άρχισε την 1-1-2002, κυρώθηκε η από 21 Δεκεμβρίου 2001 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 288), κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της οποίας αρμόδιο να αποφαίνεται ανεκκλήτως και με την ίδια διαδικασία για διαφορές από ατομικές πράξεις διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρούμενων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών, είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παράγραφος 4 του ν.2882/2001, ενώ η περίπτωση στ’ της παραγράφου 1 του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 2944/2001 (ΦΕΚ 222 Α’), καταργείται. H άρνηση ή η παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση ή να ανακαλέσει τη μη συντελεσμένη αναγκαστική (μέσα σε τέσσερα χρόνια από την κήρυξή της) ή ρυμοτομική (μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την κήρυξή της) απαλλοτρίωση, προσβάλλεται στο κατά τόπο αρμόδιο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο με εφαρμογή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η απόφαση, που εκδίδεται είναι ανέκκλητη οπότε και ο ενδιαφερόμενος κατά αυτής δύναται να ασκήσει αίτηση αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν.2882/2001 η άρνηση ή παράλειψη της Διοίκησης να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο, μετά την ακύρωση της άρνησης ή της παράλειψης της διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση λόγω μη συντέλεσης μέσα σε ενάμιση έτος ή την ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά την πάροδο του σχετικού χρόνου από την κήρυξή της,   υπαγόταν στην ακυρωτική αρμοδιότητα αρχικά του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακολούθως, στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α’ 112) και το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001. Πλέον σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 21.12.2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 και αυτή η διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου του άρθρου 11 παρ. 4 του ν.2882/2001, δηλαδή, του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, είτε σε ξεχωριστή δίκη είτε στην ίδια δίκη, όπου προσβάλλεται η άρνηση ή παράλειψη της διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση ή να ανακαλέσει τη μη συντελεσμένη απαλλοτρίωση.

 4) Στην αρμοδιότητα, εξάλλου, του ΣΤ’ Τμήματος υπάγονται ένδικα βοηθήματα κατά παραλείψεων ή πράξεων απορριπτικών αιτήματος ανάκλησης συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (βλ. ΣτΕ 2180/2005, 4003/2004, πρβλ. και ΣτΕ 622/2006), αφού στην αρμοδιότητα του Τμήματος τούτου υπάγονται, κατ’ αρχήν, και οι πράξεις κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αναγκαστική απαλλοτρίωση, της οποίας ζητήθηκε η ανάκληση, κηρύχθηκε με την ίδια την πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης, όπως συμβαίνει, κατά τα προαναφερόμενα, στις περιπτώσεις καθορισμού ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων, οπότε τα σχετικά ένδικα βοηθήματα υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος (πρβλ. ΣτΕ 2874/2001, 2887/1997), αφού, στις περιπτώσεις αυτές, και η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης θα υπαγόταν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος του Δικαστηρίου (ΣΕ 2168/2008 κ.ά.).

5) Προκειμένου να καθοριστεί προσωρινά η αποζημίωση του ιδιοκτήτη του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, ο τελευταίος δύναται να ασκήσει αίτηση το Μονομελές Πρωτοδικείο. Ο αρμόδιος δικαστής προσδιορίζει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης σε χρόνο όχι βραχύτερο από είκοσι ημέρες ούτε μακρότερο από σαράντα ημέρες από την κατάθεσή της, ενώ προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών προσδιορίζει δικάσιμο σε χρόνο όχι βραχύτερο από εξήντα ημέρες ούτε μακρότερο από ογδόντα ημέρες από την κατάθεση της αίτησης.

6). Η αίτηση για τον οριστικό καθορισμό της αποζημίωσης ασκείται στο Εφετείο, ενώ κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναίρεσης στον Άρειο Πάγο.

7) Η αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης γίνεται με δικαστική απόφαση, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 26 του ν.2882/2001 στο Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο, που απαλλοτριώθηκε ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτού. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα

8) Μετά τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας και την αναγνώριση του δικαιούχου της αποζημίωσης αυτής, ο τελευταίος δύναται να ασκήσει καταψηφιστική αγωγή, η οποία δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία από το αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού δικαστήριο, να ζητήσει από τον υπόχρεο την καταβολή της, καθώς και τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Η απαίτηση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος είναι γεννημένη και απαιτητή αμέσως από τη δημοσίευση της τελεσίδικης περί καθορισμού της αποζημίωσης δικαστικής απόφασης και δεν τελεί υπό προθεσμία, και μάλιστα αυτήν των 18 μηνών, η οποία αναφέρεται στη μη συντέλεση της απαλλοτρίωσης από τη μη καταβολή ή τη μη παρακατάθεση. της προσωρινώς ή οριστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης και την εκ του λόγου αυτού αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης.

8) Αίτηση προς αποβολή ιδιοκτητών και κατόχων μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης ασκείται στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Διεξάγεται κατά τη διαδικασία του άρθρου 33 του    ν.2971/2001 δίκη για να κριθεί αν ο παρόδιος είναι ωφελούμενος ή όχι.

9). Αγωγή ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 105, 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, με αντικείμενο τη χορήγηση αποζημιώσεως λόγω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά τη διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Χαρακτηριστική περίπτωση παράνομης παράλειψης της διοίκησης συνιστά η μη αναγραφή στην έκθεση του εφόρου, μαζί με την αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου της αξίας των συστατικών του. Εφόσον συνεπεία της παράλειψης αυτής δεν προσδιοριστεί προσωρινή αποζημίωση και για τα εν λόγω συστατικά, ούτε οριστική από το Εφετείο, ο δικαιούχος μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά τα άρθρα 105, 106 του Εισ.ΝΑΚ ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου, και να ζητήσει αποζημίωση για την αξία των συστατικών του απαλλοτριωθέντος ακινήτου.

Όταν απαλλοτριώνονται αναγκαστικά καλλιεργούμενα αγροτικά ακίνητα ή προσοδοφόρα ιδιωτικά δάση ή προσοδοφόρα αστικά ακίνητα, που κατελήφθησαν νομίμως μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όποιος έχει εμπράγματο δικαίωμα σε αυτά δύναται να ζητήσει αποζημίωση από το βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από την κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Η σχετική αγωγή ασκείται ενώπιον του Εφετείου, κατά τη διαδικασία του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης.

Ειδικές διατάξεις για απαλλοτριώσεις :

ΝΟΜΟΣ 3894/2010   (ΦΕΚ Α΄ 204/02.12.2010) Επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α`

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

   Άρθρο 1

   Έννοιες και ορισμοί 1. Ως Στρατηγικές Επενδύσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται οι παραγωγικές επενδύσεις που επιφέρουν ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα σημαντικής εντάσεως στη συνολική εθνική οικονομία και προάγουν την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση. Αφορούν ιδίως στην κατασκευή, ανακατασκευή, επέκταση ή στον εκσυγχρονισμό υποδομών και δικτύων: (α) στη βιομηχανία, (β) στην ενέργεια, (γ) στον τουρισμό, (δ) στις μεταφορές και επικοινωνίες, (ε) στην παροχή υπηρεσιών υγείας, (στ) στη διαχείριση απορριμμάτων, (ζ) σε έργα υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, εφόσον πληρούν μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από διακόσια εκατομμύρια (200.000.000) ευρώ ή  (β) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από εβδομήντα πέντε εκατομμύρια (75.000.000) ευρώ και ταυτόχρονα από την επένδυση δημιουργούνται τουλάχιστον διακόσιες (200) νέες θέσεις εργασίας ή (γ) ανεξαρτήτως του συνολικού κόστους της επένδυσης, προβλέπεται ότι ποσό τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ επενδύεται ανά τριετία σε έργα υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, που εντάσσονται στη στρατηγική επένδυση, ή (δ) ανεξαρτήτως του συνολικού κόστους της επένδυσης, προβλέπεται ότι ποσό τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ επενδύεται ανά τριετία σε έργα που προάγουν και δημιουργούν υπεραξία για την περιβαλλοντική προστασία της Ελλάδας, ή (ε) ανεξαρτήτως του συνολικού κόστους της επένδυσης, προβλέπεται ότι ποσό τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ επενδύεται ανά τριετία σε έργα που δημιουργούν υπεραξία στην Ελλάδα στο χώρο της εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογίας με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αύξησης της γνώσης, ή (στ) από την επένδυση δημιουργούνται κατά βιώσιμο τρόπο τουλάχιστον διακόσιες πενήντα (250) νέες θέσεις εργασίας. 2. Οι Στρατηγικές Επενδύσεις πραγματοποιούνται είτε από το Δημόσιο είτε από ιδιώτες είτε με συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με το ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α`) είτε με συμβάσεις μικτής μορφής. Η αίτηση για την εξέταση ένταξης των στρατηγικών επενδύσεων στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων υποβάλλεται από τον κύριο του έργου. 3. Λοιποί ορισμοί:  α. Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων (Δ.Ε.Σ.Ε.) είναι η επιτροπή του άρθρου 2. β. Φορέας Πραγματοποίησης είναι κατά περίπτωση, για μεν τις ιδιωτικές στρατηγικές επενδύσεις, ο ιδιώτης επενδυτής, για δε τις Δημόσιες Στρατηγικές Επενδύσεις, η εταιρεία “Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.”. γ. Διαδικασίες Στρατηγικών Επενδύσεων είναι οι διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα νόμο για την επιτάχυνση των στρατηγικών επενδύσεων. δ. Δημόσια Στρατηγική Επένδυση (Δ.Σ.Ε.) είναι η στρατηγική επένδυση που εντάσσεται στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων, κύριος του έργου είναι το Δημόσιο ή φορέας του ευρύτερου δημόσιου τομέα. ε. Κύριος του έργου είναι, κατά περίπτωση, είτε ο ιδιώτης επενδυτής είτε το Δημόσιο ή φορέας του ευρύτερου δημόσιου τομέα στους οποίους αφορά η επένδυση, η οποία εντάσσεται στις Διαδικασίες Στρατηγικών Επενδύσεων. στ. θέσεις εργασίας είναι, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, οι θέσεις που εξυπηρετούν διαρκείς ανάγκες και οι μόνιμες θέσεις εποχιακής απασχόλησης, που εξυπηρετούν σταθερά επαναλαμβανόμενες εποχιακές ανάγκες.

Άρθρο 10 Διαδικασία αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για την εκτέλεση στρατηγικών επενδύσεων 1. Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών για την εξυπηρέτηση των Στρατηγικών Επενδύσεων και των βοηθητικών και συνοδών έργων τους. Η απαλλοτρίωση μπορεί να συντελείται και πριν από την προκήρυξη του έργου που εντάσσεται στη στρατηγική επένδυση. 2. Οι κατά τα ως άνω απαλλοτριώσεις κηρύσσονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων και με δαπάνη του υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή άλλου προσώπου που ορίζεται με την πράξη κήρυξης της. 3. Αν υπάρχουν δασικές εκτάσεις η απαλλοτρίωση κηρύσσεται με κοινή απόφαση των ανωτέρω Υπουργών και του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. 4. Ακίνητα ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με εξαίρεση τις ιδιοκτησίες οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθούν και μόνο κατά το μέρος που κρίνονται αναγκαία για την κατασκευή, επέκταση ή εκσυγχρονισμό των στρατηγικών επενδύσεων, δεν απαλλοτριώνονται αλλά μπορεί να παραχωρούνται κατά χρήση για την κατασκευή, επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των ανωτέρω επενδύσεων. Σε περίπτωση αμφισβήτησης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ακινήτων ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών επιτροπών, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται. 5. Οι διαδικασίες σχετικά με κηρυχθείσες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις εντός ρυμοτομικού σχεδίου για κοινόχρηστους ή κοινωφελείς χώρους που γειτνιάζουν με την έκταση κατασκευής, επέκτασης ή εκσυγχρονισμού των στρατηγικών επενδύσεων ή στους οποίους πρόκειται να χωροθετηθούν οι τελευταίες, διεκπεραιώνονται από την “Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.” εφόσον η τελευταία το κρίνει απαραίτητο ή κατόπιν σχετικής αίτησης του κυρίου του έργου. 6. Αν ο αριθμός των εικαζόμενων ιδιοκτητών και εμπράγματων δικαιούχων είναι μεγαλύτερος από πενήντα (50), περίληψη της απαλλοτριωτικής πράξης της παραγράφου 2, με μνεία του Φύλλου Εφημερίδας της Κυβερνήσεως στο οποίο δημοσιεύθηκε, καθώς και αναφορά στην τοποθεσία και κτηματική περιοχή των απαλλοτριουμένων, δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες των Αθηνών ή του νομού όπου γίνεται η απαλλοτρίωση, σε δύο συνεχόμενα ημερήσια φύλλα τους, καθώς και στο διαδίκτυο. Η πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον δήμαρχο και τοιχοκολλάται στο δημοτικό κατάστημα της κτηματικής περιοχής όπου βρίσκονται τα απαλλοτριούμενα ακίνητα. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται σχετική πράξη από τον γραμματέα του δήμου ή της κοινότητας άλλως γίνεται τοιχοκόλληση από δικαστικό επιμελητή. Η τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων επέχει θέση ατομικής γνωστοποίησης της απαλλοτριωτικής πράξης, για καθέναν που αξιώνει δικαιώματα στα απαλλοτριούμενα ακίνητα. 7. Οι απαλλοτριώσεις του παρόντος άρθρου θεωρούνται κατεπείγουσες και μείζονος σημασίας. Για την κήρυξη τους αρκεί απλό διάγραμμα οριζοντιογραφίας σε κλίμακα όχι μεγαλύτερη από 1: 2.000, που απεικονίζει την προς απαλλοτρίωση έκταση, ενώ στην απόφαση της κήρυξης γίνεται ρητή αναφορά ότι δεν έχουν τηρηθεί οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή, το κτηματολογικό διάγραμμα και ο κτηματολογικός πίνακας συντάσσονται μέσα σε προθεσμία, που ορίζει η πράξη κήρυξης της απαλλοτρίωσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία της πράξης αυτής, ενώ μπορεί να παραταθεί για τρεις (3) επιπλέον μήνες με όμοια απόφαση. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα. 8. Στην περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης για την πραγματοποίηση των στρατηγικών επενδύσεων και των βοηθητικών και συνοδών έργων τους για τις οποίες κηρύσσονται οι απαλλοτριώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7α του ν. 2882/2001, η συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται μόνο με την παρακατάθεση ή καταβολή αποζημίωσης χωρίς να απαιτείται δημοσίευση της σχετικής ειδοποίησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μπορεί επίσης να επιτρέπεται με ειδική απόφαση του Εφετείου που δικάζει με τη διαδικασία του άρθρου 19 του ν. 2882/2001 ύστερα από αίτηση του βαρυνόμενου με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης, η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος της αποζημίωσης που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 70% της κατά το οικείο σύστημα προσδιοριζόμενης αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, άλλως της εκτιμώμενης αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης. 9. Για την κατασκευή, επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό ή την εξυπηρέτηση των στρατηγικών επενδύσεων επιτρέπεται η απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Πολιτισμού και Τουρισμού.

Άρθρο 11 Δικαστική προσβολή αναγκαστικών απαλλοτριώσεων 1. Οποιοσδήποτε προσβάλλει εμπράγματα δικαιώματα στα απαλλοτριούμενα, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά της απαλλοτριωτικής πράξης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, που αρχίζει από την επόμενη της τελευταίας από τις παρακάτω ενέργειες διαζευκτικά: της δημοσίευσης σε εφημερίδα ή της κοινοποίησης στον δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας ή της τοιχοκόλλησης στο δημοτικό κατάστημα. 2. Μετά την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης η διοίκηση, η οποία ειδοποιείται εγγράφως χωρίς καθυστέρηση με τον προσφορότερο τρόπο (ιδίως με κοινοποίηση επιδιδόμενη με όργανο της διοίκησης, τηλεγράφημα, τέλεξ, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή fax) από τη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας υποχρεούται να αποστείλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας με δημόσιο όργανο και απόδειξη παραλαβής, το φάκελο της υπόθεσης και την έκθεση απόψεων της σε δέκα (10) ημέρες από τη σχετική ειδοποίηση, διαφορετικά η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά και χωρίς την ύπαρξη του φακέλου. 3. Η κοινοποίηση της αίτησης από το δικαστήριο σε όσους έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν γίνεται επτά (7) ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η συζήτηση της αίτησης ακύρωσης ορίζεται το ταχύτερο δυνατόν, πάντως δε όχι αργότερα από είκοσι (20) ημέρες από την άσκηση της, η κλήτευση για εμφάνιση κατά τη συζήτηση επιδίδεται επτά (7) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, η δε απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικώς σε εξήντα (60) ημέρες από τη συζήτηση της. Αναβολή της υπόθεσης επιτρέπεται για σοβαρό λόγο μόνο μια φορά και σε δικάσιμο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες. Παρέμβαση ασκείται το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση και κοινοποιείται είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν από τη συζήτηση. 4. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εξετάζεται από την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά απόλυτη προτεραιότητα, εφόσον αποσταλεί ο φάκελος. Η δικάσιμος για την αίτηση αναστολής ορίζεται κατά την κατάθεση της αίτησης. Τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση επιδίδεται κλήση για εμφάνιση προς τη διάδικο αρχή, με επιμέλεια του αιτούντος. Η Διοίκηση ειδοποιείται αμέσως από τη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας και υποχρεούται να αποστείλει αμέσως με δημόσιο όργανο και απόδειξη παραλαβής το σχετικό φάκελο στον γραμματέα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση εκδίδεται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την εξέταση της αίτησης αναστολής. Η τυχόν χορηγούμενη αναστολή εκτέλεσης της απόφασης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν αναστέλλει τη διαδικασία δικαστικού προσδιορισμού της προσωρινής αποζημίωσης.

Άρθρο 12 Εκτίμηση αξίας  απαλλοτριούμενων ακινήτων 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15 του ν. 2882/2001, για την εκτίμηση της αξίας των απαλλοτριούμενων ακινήτων και των επικειμένων τους, της μείωσης της αξίας των τμημάτων που απέμειναν, κατά το άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 2882/2001, της ωφέλειας των παροδίων ιδιοκτησιών κατά το άρθρο 1 του ν. 653/1977 (ΦΕΚ 214 Α`), καθώς και του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης, συντάσσεται σχετική έκθεση του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (Σ.Ο.Ε.) του ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174 Α`), ανεξαρτήτως του αν οι απαλλοτριωθείσες εκτάσεις υπάγονται ή όχι στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων. Η αίτηση προς το Σ.Ο.Ε. υποβάλλεται από την “Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.” για λογαριασμό του κυρίου του έργου και η έκθεση του Σώματος υποβάλλεται σε εύλογο χρόνο, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των δύο μηνών. Για τον υπολογισμό της νόμιμης αμοιβής του Σώματος, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, οι απαλλοτριωθείσες εκτάσεις και τα επικείμενα τους, καθώς και η αποζημίωση για μείωση της αξίας των τμημάτων που απέμειναν, υπολογίζονται για κάθε απόφαση απαλλοτρίωσης ως ένα αντικείμενο. Η αμοιβή καταβάλλεται από τον ιδιώτη υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή εκκαθαρίζεται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και καταβάλλεται, μετά την παράδοση της σχετικής έκθεσης, από τις πιστώσεις του έργου. 2. Οταν το δικαστήριο εκτιμά συγκριτικά στοιχεία αξίας ακινήτων της περιοχής των απαλλοτριούμενων, μεταγενέστερα της εξαγγελίας της στρατηγικής επένδυσης, υποχρεούται να ερευνά αν η επελθούσα αύξηση οφείλεται στην εξαγγελία ή τη μελλοντική κατασκευή, επέκταση ή εκσυγχρονισμό των στρατηγικών επενδύσεων που προγραμματίσθηκαν στην περιοχή και να μην τη λάβει υπόψη. Το δικαστήριο, κατά την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων για τον προσδιορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης των απαλλοτριούμενων ακινήτων, συνεκτιμά και τα στοιχεία που προκύπτουν από τους φακέλους του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.).

Άρθρο 13 Κτηματολογικά στοιχεία – Αναγνώριση δικαιούχων 1. Αν οι ενδιαφερόμενοι διαφωνούν με τα στοιχεία του κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος, μπορούν από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, με αίτηση τους στην αρχή που θεώρησε τα κτηματολογικά στοιχεία ή άλλως σε κάθε περίπτωση στη Διεύθυνση Δημόσιων Εργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων να ζητήσουν τη διόρθωση τους υποβάλλοντας τους σχετικούς τίτλους. Η διόρθωση αυτή μπορεί να γίνει μέχρι και τη συζήτηση της αίτησης αναγνώρισης δικαιούχων. Οι δικαιούχοι αποζημίωσης υποχρεούνται να προσκομίσουν στη δίκη αναγνώρισης δικαιούχων, πιστοποιητικό ύπαρξης ή ανυπαρξίας δικαιωμάτων του Δημοσίου ή βεβαίωση μη έκδοσης του πιστοποιητικού. Η αίτηση διόρθωσης των κτηματολογικών στοιχείων δεν αναστέλλει τη διαδικασία προσδιορισμού της αποζημίωσης και συντέλεσης της απαλλοτρίωσης. Αντίγραφα των διορθώσεων διαβιβάζονται και στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο για να ενεργήσει τα νόμιμα. 2. Το κτηματολογικό διάγραμμα και ο κτηματολογικός πίνακας με τις διορθώσεις των προηγούμενων παραγράφων διαβιβάζονται από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή τον υπόχρεο αποζημίωσης ή όσους έχουν έννομο συμφέρον στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο. 3. Η αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, στην οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά η απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, υποχρεούται να χορηγήσει βεβαίωση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δικαιωμάτων του Δημοσίου, σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή σχετικής αίτησης από την “Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.”, άλλως το δικαστήριο προβαίνει στη διαδικασία αναγνώρισης και χωρίς τη σχετική βεβαίωση, με μόνη την προσκόμιση βεβαίωσης μη έκδοσης της κατ` εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 3. 4. Η αναγνώριση των δικαιούχων γίνεται σε δικάσιμο που ορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μέσα σε είκοσι πέντε (25) ημέρες από την κατάθεση της σχετικής αίτησης. Αντίγραφο της αίτησης με την πράξη και με κλήση για εμφάνιση κοινοποιείται δέκα (10) ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2882/2001. 5. Στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται για την κατασκευή, επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των στρατηγικών επενδύσεων, ο ορισμός της δικασίμου και η κλήτευση των δικαιούχων αποζημίωσης, στη δίκη αναγνώρισης δικαιούχων στο Μονομελές Πρωτοδικείο, εφόσον οι εικαζόμενοι δικαιούχοι υπερβαίνουν τους διακόσιους (200), γίνεται με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου μετά από αίτηση του κάθε ενδιαφερόμενου, που δημοσιεύεται σε δύο συνεχόμενα φύλλα δύο (2) ημερήσιων εφημερίδων του οικείου νομού και με τοιχοκόλληση στο δημοτικό κατάστημα, της τοποθεσίας των ακινήτων, δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Οι δημοσιεύσεις και η τοιχοκόλληση περιλαμβάνουν και πρόσκληση των ενδιαφερομένων να παραστούν κατά τη δικάσιμο και τα ονόματα των εικαζόμενων δικαιούχων σύμφωνα με τα στοιχεία του κτηματολογικού πίνακα. Η παραπάνω διαδικασία γίνεται με δαπάνη του υπόχρεου καταβολής της αποζημίωσης. Αν η διαδικασία κινηθεί από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή τον έχοντα εμπράγματο δικαίωμα, η σχετική δαπάνη επιδικάζεται σε βάρος του υπόχρεου καταβολής της αποζημίωσης με την απόφαση αναγνώρισης των δικαιούχων. 6. Κάθε διαφορά αποζημίωσης από παραλείψεις και ανακρίβειες των κτηματολογικών στοιχείων, χωρίς να επηρεάζει τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, δικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε περίπτωση άσκησης έφεσης, το δικαστήριο δικαιούται, με προδικαστική του απόφαση, να διατάξει τη διενέργεια γραπτής πραγματογνωμοσύνης από έναν πραγματογνώμονα. Νέα συζήτηση της υπόθεσης ορίζεται με την απόφαση σε ορισμένη δικάσιμο, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση της. Ο πραγματογνώμονας υποχρεούται, μέσα σε ένα (1) μήνα από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης, να ορκιστεί και να καταθέσει την πραγματογνωμοσύνη του. Κατά της απόφασης του Εφετείου δεν χωρεί ένδικο μέσο.

ΕΠΙΤΑΞΗ

Συνήθως η επίταξη επιβάλλεται πριν από την κήρυξη απαλλοτριώσεως, κατ’ εξαίρεση έπεται αυτής.

Στο άρθρο 18 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι : “Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία”. Από τη διάταξη αυτή, που αναφέρεται στη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης, σε συνδυασμό και προς τη φύση του μέτρου της επίταξης, το οποίο αποτελεί βάρος της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι το μέτρο τούτο συγχωρείται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η “κοινωνική ανάγκη” για την οποία επιβάλλεται είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη, όχι δε μόνιμη, η οποία μπορεί να θεραπευθεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 17 του Συντάγματος. Αλλά και στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν η μόνιμη ανάγκη είναι άμεση και επιτακτική, επιτρέπεται, κατά την έννοια του άρθρου 18 παρ. 3 του Συντάγματος, η επιβολή του εξαιρετικού μέτρου της επίταξης εωσότου ολοκληρωθεί, μέσα όμως σε εύλογο κατά τις περιστάσεις χρόνο, η απαλλοτριωτική διαδικασία, και τούτο γιατί η ανάγκη αυτή προσλαμβάνει, για το απαιτούμενο έως τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης διάστημα, το χαρακτήρα της έκτακτης και πρόσκαιρης ανάγκης, που δικαιολογεί την προσωρινή κατάληψη της ιδιοκτησίας με το μέτρο της επίταξης (Σ.τ.Ε. 2640/2000, 3454-6/1998 Ολομ., 1063/1998, 3385/1995, 2286/1994, 1776/1993, 4522/1988, 1677, 4071/1980, 4106/1981, 1329/1982).

Στην παράγραφο 20 εδ. α’ του άρθρου 6 του ν.  2052/1992  (ΦΕΚ 94 Α), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 2366/1995 (ΦΕΚ 256 Α) ορίζεται ότι : “Για έργα διαπλατύνσεως οδών ή . . .,  αεροδρομιών, ελικοδρομίων ή λοιπών έργων υποστήριξης εν γένει των    αερομεταφορών του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων, τα οποία    χρηματοδοτούνται και από κοινοτικά προγράμματα περιορισμένου χρόνου και εφόσον έχει κηρυχθεί απαλλοτρίωση για την απόκτηση των αναγκαίων εκτάσεων, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5  του ν. 1838/1951 προς εκτέλεση των έργων μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης”. Εξάλλου, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5 του ν. 1838/1951 (ΦΕΚ 170 Α) προβλέπεται ότι : “2. Επιτρέπεται η επίταξις υπό του  Υπουργού Δημοσίων ΄Εργων χώρων ή πραγμάτων αμέσως αναγκαιούντων εις την εκτέλεσιν των έργων υπό όρους και αποζημιώσεις κανονιζομένους και εγκρινομένους υπό του Υπουργού μετά γνώμην του κατά το άρθρ. 3 Συμβουλίου  3. Εν ταις περιπτώσεσιν επιτάξεως η αποζημίωσις καταβάλλεται αμέσως,  επιτρεπομένης της περαιτέρω διεκδικήσεως δια της δικαστικής οδού κατά τας  κειμένας διατάξεις . . .”. Ο σκοπός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές  επιτάξεως, ειδικά για έργα που χρηματοδοτούνται και από κοινοτικά  προγράμματα περιορισμένου χρόνου, είναι η εξασφάλιση της χρήσεως ακινήτου  αναγκαίου για την κάλυψη ανάγκης, η οποία είναι μεν μόνιμη, αλλά ταυτόχρονα είναι άμεση και επιτακτική (βλ. Σ.τ.Ε. 3454-6/1998, 2640/2000, 810/2005), όπως στην προκείμενη περίπτωση η εγκατάσταση του τερματικού RADAR του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης, απολύτως αναγκαίου για την ασφάλεια των πτήσεων και την προστασία της ζωής και της αρτιμέλειας αυτών που χρησιμοποιούν τα μέσα αερομεταφοράς. Ενόψει, όμως,  ακριβώς της χρηματοδοτήσεως των πιο πάνω έργων και από κοινοτικά    προγράμματα περιορισμένου χρόνου, επιδιώκεται η ολοκλήρωση της   διαδικασίας  της απαλλοτριώσεως όσο το δυνατόν ταχύτερα και γι’ αυτό    απαιτείται, ως  προϋπόθεση για την επίταξη των αναγκαίων εκτάσεων, η    προηγούμενη κήρυξη  της απαλλοτριώσεως. Οι πιο πάνω, λοιπόν, διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 20 εδ.  α’ του ν. 2052/1992, όπως αντικαταστάθηκαν, που προβλέπουν την επιβολή του  μέτρου της επιτάξεως ακινήτων για την άμεση εκτέλεση έργων ιδιαίτερης  σημασίας για την εθνική οικονομία και τη δημόσια τάξη, μέχρι να συντελεσθεί η  ήδη κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση, δεν αντίκεινται στις συνταγματικές  διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 και 18 παρ. 3 και είναι απορριπτέος ο λόγος  ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο (βλ. Σ.τ.Ε. 3454-6/1998 Ολομ., 2640/2000, πρβλ. ΣτΕ 1329/1982,  4106/1981, 1677/1980, 556/1953), ενώ κατά το μέρος, που αμφισβητείται με  αυτόν η κρίση της διοικήσεως ότι η ασφάλεια των πτήσεων επιβάλει την άμεση εγκατάσταση και λειτουργία του RADAR είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (Σ.τ.Ε. 3456/1998).  Εξάλλου, λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της αποφάσεως περί κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (βλ. Σ.τ.Ε. 2640/2000).

Κατ’ άρθρο 38 παρ. 6 π.δ/τος 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), για την δέσμευση ή οποιοδήποτε περιορισμό στην διοίκηση, διαχείριση και διάθεση δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων, επομένως και για την επίταξή τους, (όπως, άλλωστε, και για την απαλλοτρίωσή τους) απαιτείται προηγούμενη γνωμοδότηση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Εφόσον δε η γνωμοδότηση αυτή δεν προβλέπεται ως σύμφωνη, η τυχόν αρνητική γνωμοδότηση του Ο.Τ.Α. δεν εμποδίζει την επίταξη του δημοτικού ή κοινοτικού κτήματος (Σ.τ.Ε. 3454-6/1998, 2640/2000). Απαιτείται δε γνωμοδότηση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου όχι μόνον του Ο.Τ.Α., εντός των διοικητικών ορίων του οποίου κείται η επιτασσομένη έκταση, αλλά και άλλου Ο.Τ.Α., ο οποίος είναι ενδεχομένως απλώς κύριος ακινήτων ευρισκομένων εντός της εκτάσεως αυτής (Σ.τ.Ε. 2640/2000).

Η επίταξη των επίδικων ακινήτων δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή, εφόσον ούτε η προσβαλλόμενη πράξη επικαλείται ούτε, άλλωστε, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η Διοίκηση, προκειμένου να θεραπεύσει με το μέτρο της επίταξης την άμεση μεν και επιτακτική αλλά οπωσδήποτε μόνιμη, στην προκείμενη περίπτωση, κοινωνική ανάγκη (ανάγκη στεγάσεως σχολείου), κίνησε παραλλήλως τη διαδικασία για την αναγκαστική απαλλοτρίωση των επίδικων ή άλλων ακινήτων ή τουλάχιστον, αντιμετώπισε την επιβαλλόμενη λύση για την οριστική στέγαση του σχολείου, οπότε και μόνο θα ήταν, καταρχήν, ανεκτή, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η προσφυγή στο μέτρο της επίταξης (Σ.τ.Ε. 1776/1993).

Η επίταξη του ακινήτου των αιτούντων εχώρησε για την θεραπεία μονίμου μεν κοινωνικής ανάγκης (στέγαση δημοσίων υπηρεσιών), η οποία όμως υπό τις  συγκεκριμένες συνθήκες (κάλυψη αναγκών που προέκυψαν από σεισμό) είχε καταστεί άμεσος και επιτακτική μέχρι της ολοκληρώσεως της διαδικασίας για την οριστική αντιμετώπισή της. Εξάλλου, κατά τα εκ του φακέλλου προκύπτοντα, έχει ληφθεί εκ μέρους της Διοικήσεως – και δη προ της υποβολής της αιτήσεως των αιτούντων περί άρσεως της επιτάξεως – πρόνοια για την οριστική κάλυψη της ανωτέρω ανάγκης και την μόνιμη στέγαση των υπηρεσιών (απόκτηση από το Δημόσιο ακινήτων δι’ απευθείας εξαγοράς, έγκριση μελέτης αποκαταστάσεως κτιρίου). Υπό τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το διαδραμόν από την επιβολή της επιτάξεως (1.8.1989) έως την έκδοση (9.11.1992) της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία εκδηλώθηκε άρνηση άρσεως της επιτάξεως, χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει ενόψει των συνθηκών της υποθέσεως τα εύλογα όρια, η προσβαλλομένη πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη (Σ.τ.Ε. 1063/1998).

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΕΔΔΑ 28.4.2016, Vasilevski v. F.Y.R.O.M. (22653/08) 
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Κατάσχεση φορτηγού ως μέσου διάπραξης λαθρεμπορίας – Καλόπιστος τρίτος ο οποίος έχει αποκτήσει το φορτηγό 
Σε περίπτωση κατάσχεσης πράγματος που χρησιμοποιήθηκε παρανόμως, η στάθμιση που διενεργείται στο πλαίσιο της εξέτασης της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της συμπεριφοράς του ιδιοκτήτη – Συναφώς εκτιμάται ιδίως ο βαθμός υπαιτιότητας ή επιμέλειας αυτού ή έστω η σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς του και της διαπραχθείσας παράβασης – Η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται αν επιβάλλεται στον ιδιοκτήτη ένα ατομικό και υπέρμετρο βάρος – Εξάλλου, από διαδικαστικής απόψεως, ο ιδιοκτήτης πρέπει να έχει επαρκή δυνατότητα να προβάλει ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών ότι το μέτρο είναι μη νόμιμο ή μη εύλογο  
(Β) Εν προκειμένω, η πράξη κατάσχεσης εκδόθηκε το 2003, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του Α, σε χρόνο που το φορτηγό ανήκε στην εταιρεία Μ, η οποία το είχε αγοράσει από τον καταδικασθέντα για λαθρεμπορία Α – Η εντολή κατάσχεσης, που είχε ως συνέπεια την αφαίρεση της ιδιοκτησίας, εκτελέσθηκε το 2006, αφού η πράξη κατάσχεσης είχε καταστεί οριστική και η εταιρεία Μ είχε πωλήσει το φορτηγό στον προσφεύγοντα – Η διαδικασία κατάσχεσης δεν είχε καμία σχέση με τον προσφεύγοντα, ο οποίος δεν είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την πράξη κατάσχεσης, η οποία μάλιστα ήταν υποχρεωτική κατά το νόμο ή να επιχειρηματολογήσει κατά της εφαρμογής της σε βάρος του – Τα εθνικά δικαστήρια, μολονότι δέχθηκαν ότι ο προσφεύγων είχε καλόπιστα αποκτήσει την κυριότητα του οχήματος, δεδομένου ότι δεν γνώριζε τη χρησιμοποίησή του για τη διάπραξη λαθρεμπορίας, δεν εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του αδικήματος και της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος καθώς και την αναλογικότητα του μέτρου από την άποψη αυτή – Οι συνθήκες αυτές ελήφθησαν υπόψη μόνο ως προς την κρίση τους περί δυνατότητας του προσφεύγοντος για άσκηση αγωγής κατά του Α – Επίσης τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να συνεκτιμήσουν το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι χρησιμοποιούσε νομίμως το φορτηγό για να κερδίζει τα προς το ζην και απέρριψαν με ανεπαρκή αιτιολογία το επικουρικό αίτημά του για αποζημίωση σε σχέση με όσα είχε επενδύσει στο όχημα – Επίσης ο Α είχε στο μεταξύ πεθάνει και δεν τεκμηριώνεται ότι ο προσφεύγων μπορούσε λυσιτελώς να στραφεί κατά των κληρονόμων του, ενώ και η εταιρεία Μ είχε λυθεί, με συνέπεια να μην υπάρχει προοπτική λήψης αποζημίωσης από αυτήν – Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το επίδικο μέτρο ενείχε υπέρμετρο βάρος για τον προσφεύγοντα – Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ

ΕΔΔΑ 28.4.2016, Sulejmani v. F.Y.R.O.M. (74681/11)
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Κατάσχεση αυτοκινήτου με παραχαραγμένο αριθμό σασί – Οδική ασφάλεια – Καλόπιστος ιδιοκτήτης 
Το επίμαχο αυτοκίνητο, που είχε αγοράσει ως μεταχειρισμένο ο προσφεύγων, κατασχέθηκε και δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, για λόγους αναγόμενους στην οδική ασφάλεια – Το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο στοιχείο αυτό, το οποίο συνεκτιμήθηκε από τον εθνικό δικαστή παράλληλα με τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, που έγινε δεκτός, ότι δεν γνώριζε την παραχάραξη – Εξάλλου, ο προσφεύγων μπορούσε να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του προσώπου από το οποίο είχε αγοράσει το αυτοκίνητο, αλλά δεν προκύπτει ότι το έπραξε – Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν παραβιάσθηκε το άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ 

ΕΔΔΑ 21.4.2016, Ivanova and Cherkezov v. Bulgaria (46577/15)
Δικαίωμα ιδιωτικού βίου (άρ. 8 ΕΣΔΑ) – Δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Προστασία κατοικίας – Διαταγή κατεδάφισης της οικίας των αιτούντων, που είχε ανεγερθεί χωρίς οικοδομική άδεια 
Το μέτρο επιδιώκει θεμιτό σκοπό, αναγόμενο στη δημόσια τάξη και στην οικονομική ευημερία της χώρας – Το άρ. 8 ΕΣΔΑ παρέχει και διαδικαστικές εγγυήσεις – Η απώλεια της κατοικίας συνιστά την πιο ακραία μορφή επέμβασης στο δικαίωμα του προσώπου για σεβασμό της – Η επίμαχη επέμβαση δεν μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη, απλώς επειδή προβλέπεται από γενικό και απόλυτο πολεοδομικό κανόνα περί κατεδάφισης των αυθαίρετων κατασκευών – Τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεκτή στο πεδίο του άρ. 1 ΠΠΠ, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης – Ωστόσο, δεδομένου ότι η προστασία της κατοικίας αγγίζει θέματα κεντρικής σημασίας όσον αφορά τη διαβίωση και τις σχέσεις του προσώπου, διαφοροποιείται η εξέταση και στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, ενόψει της ιδιαίτερης βαρύτητας της εισβολής στην προσωπική σφαίρα που προκύπτει από την απώλεια της κατοικίας, κατά τρόπο ώστε να απαιτείται αντιμετώπιση του θέματος ανάλογα με τις συνθήκες εκάστης περίπτωσης – Συνεπώς, η αναλογικότητα του μέτρου πρέπει να μπορεί να εξεταστεί από ανεξάρτητο δικαστήριο, με βάση τις σχετικές αρχές που απορρέουν από το άρ. 8 ΕΣΔΑ – Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, προκειμένου περί μη νόμιμης κατασκευής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, να εξετάζονται προσεκτικά και να σταθμίζονται με επαρκή αιτιολογία, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία: αν η κατοικία δημιουργήθηκε παρανόμως, αν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το γνώριζαν, ποια είναι η φύση και η έκταση/βαρύτητα της παρανομίας, ποιο είναι το ειδικό συμφέρον που εξυπηρετεί η κατεδάφιση, αν εναλλακτική κατάλληλη στέγη είναι διαθέσιμη για τα πρόσωπα που θίγονται από το μέτρο και αν υπάρχουν λιγότερο επαχθείς τρόποι για την αντιμετώπιση του ζητήματος – Εξάλλου, εφόσον, το εθνικό δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα, συνεκτιμήσει και σταθμίσει όλους τους σχετικούς παράγοντες και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, το ΕΔΔΑ δεν θα έχει κατ’ αρχήν λόγο να αμφισβητήσει την κρίση του
Εν προκειμένω, δεν τηρήθηκαν οι ανωτέρω διαδικαστικές εγγυήσεις ελέγχου και τα εθνικά δικαστήρια ερεύνησαν μόνον αν η οικία είχε ανεγερθεί χωρίς άδεια, ενώ παρέλειψαν να εξετάσουν τους προβληθέντες ισχυρισμούς των προσφευγόντων ότι ήταν η μοναδική κατοικία τους και θα βλάπτονταν σοβαρά από την κατεδάφιση – Γενικότερα δεν προβλεπόταν νομοθετικά και δεν διενεργήθηκε δικαστικός έλεγχος της αναλογικότητας του μέτρου, ενόψει των δεδομένων της περίπτωσης και των προσωπικών συνθηκών των προσφευγόντων – Διαπιστώνεται ότι, ελλείψει διαδικασίας που να επιτρέπει τον προσήκοντα δικαστικό έλεγχο της αναλογικότητας του μέτρου, η εκτέλεση της διαταγής κατεδάφισης θα ενείχε παραβίαση του άρ. 8 ΕΣΔΑ – Αντίθετα, δεν θα παραβίαζε το άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ

ΣτΕ Ε΄ Τμ. 578/2016 (παραπεμπτική στην επταμελή)
Δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρ. 17 Σ.) – Περιορισμοί για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρ. 24 Σ.) – Αξίωση αποζημίωσης (άρ. 24 παρ. 6 Σ. και ν. 3028/2002) – Δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημίωσης για στέρηση της χρήσης στο παρελθόν
(Α) Οι περιορισμοί για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, βάσει του άρθρου 24 Σ., που μπορούν, κατ’ αρχήν, να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 Σ., δημιουργούν υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη κατά το άρθρο 24 παρ. 6 Σ., όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη ή έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης, που μπορεί να διαφέρει από τα οριζόμενα στο άρθρο 17 Σ., αλλά, και όταν δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοίκησης να εξασφαλίζει διηνεκώς την προστασία του μνημείου και, παραλλήλως, να αποζημιώνει τον πληττόμενο ιδιοκτήτη – Πράγματι, το άρθρο 24 παρ. 6 Σ. καθορίζει τόσο την ανάγκη της χωρίς χρονικούς περιορισμούς προστασίας του εννόμου αγαθού του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όσο και την αποζημίωση ως αντιστάθμισμα της επερχόμενης βλάβης στον ιδιοκτήτη, καταλείποντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει τη διοικητική διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης, υπό τον έλεγχο του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και το είδος της αποζημίωσης, ως χρηματικής ή άλλης μορφής
(Β) Με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, επιδιώκεται η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και παραλλήλως η δυνατότητα ικανοποίησης της αξίωσης του ιδιοκτήτη ακινήτου βαρυνόμενου με περιορισμούς επιβαλλόμενους για λόγους προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία γεννάται σε περίπτωση ουσιώδους δέσμευσης της ιδιοκτησίας και, υπό το προγενέστερο του ως άνω ν. 3028/2002 νομοθετικό καθεστώς, ελλείψει σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, απέρρεε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ευθέως από το άρ. 24 παρ. 6 Σ.  – Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Διοίκηση, προκειμένου για ακίνητο εντός σχεδίου, για το οποίο κρίνεται απαραίτητη η επιβολή περιορισμών για την προστασία μνημείου, οφείλει να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση που θα συνδυάζει την ανάδειξη – προστασία του μνημείου με τη δυνατότητα ανοικοδόμησης του ακινήτου, ώστε να μη θίγεται ουσιωδώς το δικαίωμα ιδιοκτησίας επ’ αυτού, σε περίπτωση δε, κατά την οποία κριθεί αναγκαία η απαγόρευση δόμησης, που όπως έχει κριθεί, συνιστά ουσιώδη περιορισμό της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, και εφόσον δεν χωρήσει απευθείας εξαγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου, έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν συντρέχει δικαίωμα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη και να καθορίσει το ύψος της – Κατά συνέπεια, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον ιδιοκτήτη του βαρυνομένου ακινήτου, η Διοίκηση οφείλει να διαλάβει ειδική κρίση εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής μιας από τις προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις δυνατότητες, δηλαδή απευθείας εξαγοράς, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή καταβολής αποζημίωσης, ενόψει και του ισχύοντος στην περιοχή του ακινήτου πολεοδομικού καθεστώτος – Κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 7 του άρθρου 19, όπως τονίζεται και στην εισηγητική έκθεση, αν το ύψος της αποζημίωσης προσεγγίζει την αξία του ακινήτου, τότε η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση – Εξάλλου, σύμφωνα με την κρατήσασα άποψη, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν η στέρηση του ακινήτου του διοικουμένου είναι οριστική και κηρυχθεί τελικώς αναγκαστική απαλλοτρίωση, τότε ο διοικούμενος, με την διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να ζητήσει σωρευτικά και αποζημίωση λόγω της στέρησης χρήσης του ακινήτου του αυτού στο παρελθόν αλλά και για το χρονικό διάστημα μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, καθόσον, στην περίπτωση αυτή το ύψος της αποζημίωσης, η οποία, κατά το νόμο, ορίζεται ως πλήρης, ανταποκρίνεται στην κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης αξία του δεσμευμένου ακινήτου, οι δε τυχόν απαιτήσεις του διοικουμένου για την κατά το παρελθόν στέρηση της χρήσης του, εάν δεν είχαν ήδη υποβληθεί στα πλαίσια της διαδικασίας που προβλέπεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, υπό τη μορφή δηλαδή αιτήσεων αποζημίωσης λόγω ουσιώδους προσωρινού περιορισμού ή ουσιώδους προσωρινής στέρησης της χρήσης του ακινήτου, μπορούν να αναζητηθούν από τον διοικούμενο με την εκ μέρους του άσκηση αγωγής αποζημίωσης στα αρμόδια δικαστήρια, η οποία δεν παρεμποδίζεται, από το γεγονός ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις εξέλιπε το νομοθετικό κενό για την κάλυψη του οποίου είχε γίνει δεκτή η δυνατότητα ευθείας αγωγής για αποζημίωση 
[με μειοψηφία ενός Παρέδρου, σύμφωνα με την οποία, εφόσον πλέον, μετά τις ρυθμίσεις του άρθρου 19 του ν. 3028/2002, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ασκήσει το δικαίωμά του για αποζημίωση λόγω επιβολής περιορισμών στην ιδιοκτησία του για την προστασία πολιτιστικών στοιχείων με την τήρηση της θεσπιζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασίας και δεν δικαιούται να ασκήσει αγωγή ερειδόμενη ευθέως στο άρθρο 24 παρ.6 του Συντάγματος, κάθε είδος απαιτήσεών του που πηγάζουν από τους συγκεκριμένους περιορισμούς, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις για την κατά το παρελθόν στέρηση χρήσης της ιδιοκτησίας του, ανεξαρτήτως εάν ευσταθούν ή όχι, μπορεί να αναζητηθεί μόνον μέσω της διαδικασίας αυτής]
Παραπομπή του ζητήματος στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος

ΣτΕ 502/2016
Δικαίωμα περιουσίας – Περιορισμοί σε ακίνητα εντός της ζώνης διέλευσης οδικού άξονα
Τα προβλεπόμενα με το άρθρο 3 του π.δ. 209/1998 περιοριστικά μέτρα και ρυθμίσεις, διά των οποίων προστατεύεται η ζώνη διέλευσης συγκεκριμένου υπό κατασκευή οδικού άξονα (τήρηση ελαχίστων αποστάσεων των κτιρίων από τον άξονα της οδού, απαγόρευση έκδοσης οικοδομικών αδειών για ανέγερση κτιρίων και εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στη ζώνη διέλευσης της οδού) αποβλέπουν στην εξασφάλιση της οδικής ασφάλειας, της δυνατότητας μελλοντικής διαπλάτυνσης των οδών της χώρας (διασφαλίζοντας τον απαιτούμενο χώρο διέλευσης της οδού και, όπου χρειάζεται, των παραπλεύρων οδών), στην ανεμπόδιστη εκτέλεση νέων έργων στο εθνικό ή επαρχιακό οδικό δίκτυο, καθώς και στη συνακόλουθη αύξηση της κυκλοφοριακής ικανότητας των οδικών δικτύων – Οι σκοποί αυτοί αποτελούν θεμιτούς κατά το Σύνταγμα σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και επομένως τα αντίστοιχα μέτρα συνιστούν συνταγματικώς ανεκτό περιορισμό του κατά το άρ. 17 Σ. δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν παραβιάζουν ούτε το άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ – Εξάλλου, δεν συνιστούν  απαλλοτρίωση ή αφαίρεση ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση, αλλά επιτρεπτούς, προσωρινούς και ισχύοντες επί εύλογο, όχι ανώτερο της οκταετίας, χρονικό διάστημα, περιορισμούς της δυνατότητας εκμετάλλευσης ακινήτου κειμένου εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμού, επιβαλλόμενους από τους ανωτέρω λόγους ειδικού δημοσίου συμφέροντος

ΣτΕ 415/2016 
Δικαίωμα (ακίνητης) περιουσίας – Περιορισμοί χάριν προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Απαγόρευση ανοικοδόμησης ακινήτου σε περιοχή αρχαιολογικού χώρου – Αξίωση προς αποζημίωση, μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου 
(Α) Οι επιβαλλόμενοι βάσει του άρ. 24 Σ περιορισμοί για τη διατήρηση μνημείων, που είναι δυνατόν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρ. 17 Σ., δημιουργούν υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγόμενου ιδιοκτήτη, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της, χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Η εν λόγω αξίωση προς αποζημίωση γεννάται, κατά την έννοια του άρ. 24 παρ. 6 Σ., ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την επιβολή του επαχθούς μέτρου, δοθέντος ότι στο πλαίσιο της επίδειξης της αναγκαίας κοινωνικής αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται το Κράτος να αξιώνει από τους πολίτες (άρ. 25 παρ. 4 Σ.), σε συνδυασμό με το κατά το άρ. 17 παρ. 1 Σ. κοινωνικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας, ο ιδιοκτήτης του βαρυνομένου ακινήτου οφείλει να ανεχθεί τον αποβλέποντα στην ικανοποίηση του, συνιστώμενου στην προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, δημοσίου συμφέροντος, περιορισμό της ιδιοκτησίας του για εύλογο χρονικό διάστημα – Ο εύλογος αυτός χρόνος, κρινόμενος με βάση τις περιστάσεις που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, εξειδικεύεται με αιτιολογημένη κρίση από τα δικαστήρια της ουσίας, τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν και να εκτιμούν τις συνθήκες εκάστης υποθέσεως, όπως είναι η συμπεριφορά της διοικήσεως, η πολυπλοκότητα του νομοθετικού καθεστώτος που διέπει το ακίνητο ή την περιοχή που αποτελούν αντικείμενα προστασίας, καθώς και το είδος και τη σοβαρότητα του επαχθούς για την ιδιοκτησία μέτρου – Περαιτέρω, η ως άνω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την πλήρη αξία του ακινήτου, διότι η δυνατότητα, έστω και περιορισμένης χρήσης και κάρπωσης αυτού, παραμένει, κατ’ αρχήν, στον θιγόμενο ιδιοκτήτη ή άλλο δικαιούχο, όπως επικαρπωτή – Για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, ιδίως, ο προορισμός του ακινήτου, η δυνατότητα εκμεταλλεύσεως και οι νόμιμοι περιορισμοί δόμησης κατά τον χρόνο κτήσης του και κατά τον χρόνο επιβολής των περιορισμών, η τυχόν προηγουμένως ρητώς εκφρασθείσα ή προκύπτουσα βούληση του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευση του ακινήτου καθ’ ορισμένο τρόπο, δυναμένη να συναχθεί και από τη χρήση αυτού κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καθώς και η συμπεριφορά της Διοικήσεως, ειδικότερα δε η, κατόπιν ενεργειών της, δημιουργία εύλογης προσδοκίας στον ιδιοκτήτη ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί το ακίνητό του καθ’ ορισμένο τρόπο – Πρέπει, ειδικότερα, να συνεκτιμάται η περιλαμβανόμενη στον τίτλο κτήσεως περιγραφή της μορφής και της φύσεως του ακινήτου, δεδομένου ότι η τυχόν περιγραφή του ως αγροτεμαχίου ή δασικής εκτάσεως έχει ως αναγκαία συνέπεια την παραδοχή ότι ο ιδιοκτήτης γνώριζε από τον χρόνο κτήσης τους περιορισμούς εκμετάλλευσης που το συνοδεύουν, οι οποίοι, άλλωστε, προφανώς, είχαν επίπτωση στο κόστος αγοράς – Συναφώς, πρέπει να συνεκτιμάται ο τυχόν χαρακτηρισμός του ακινήτου και ο προσδιορισμός της αξίας αυτού από τον ιδιοκτήτη ενώπιον της Διοικήσεως ή και των δικαστηρίων, επ’ ευκαιρία άλλων υποθέσεων που αφορούν το ακίνητο, ιδίως φορολογικών – Ομοίως, πρέπει να συνεκτιμάται, ως μειωτικός παράγοντας της αξίας, η τυχόν προκύπτουσα από την ιδιαίτερη μορφή και θέση του ακινήτου δυνατότητα πρόβλεψης της επιβολής ειδικών περιορισμών σ’ αυτό λόγω, μεταξύ άλλων, της δασικής μορφής ή της άμεσης γειτνίασής του με αρχαιολογικές περιοχές, που επίσης έχει, προφανώς, επίπτωση στο κόστος αγοράς αλλά και στις, εξ ορισμού, μειωμένες προσδοκίες εκμεταλλεύσεώς του κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προκύπτει από τον κατά νόμο προορισμό του – Πρέπει, τέλος, να συνεκτιμάται το εύρος των επιτρεπτών χρήσεων μετά τον περιορισμό (ΣτΕ  2165/2013 επταμ.)
(Β) Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 24 και 17 Σ. προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου – Ο προορισμός αυτός περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από το νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση – Τα ακίνητα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών – Οι οικιστικές περιοχές καθορίζονται βάσει της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, τα δε εντός αυτών ακίνητα προορίζονται να δομηθούν σύμφωνα με τους ισχύοντες σε κάθε περιοχή κανόνες – Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφ’ όσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν, εφ’ όσον τούτο επιτρέπεται από τον νόμο, υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δόμησης εντός των οικιστικών περιοχών – Το τελευταίο στοιχείο επηρεάζει μειωτικά την αξία τους (ΣτΕ 2165/2013 επταμ.)
(Γ) Σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην προστατευόμενη από το άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ περιουσία ενός προσώπου πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου – Για τη στάθμιση αυτή λαμβάνεται υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων κριτηρίων, και η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης του θιγομένου – Ειδικότερα, η θεμιτή επιδίωξη της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος με επιβολή περιορισμών στη χρήση των ακινήτων δεν απαλλάσσει το Κράτος από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον θιγόμενο ιδιοκτήτη, το ακίνητο του οποίου κατά το χρόνο κτήσης του δεν υπέκειτο στους περιορισμούς αυτούς, για την ουσιώδη και υπερβαίνουσα το εκάστοτε προσήκον μέτρο στέρηση ορισμένων από τις νόμιμες χρήσεις που προβλέπονταν για το ακίνητο αυτό πριν από την επιβολή των περιορισμών – Για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα κριτήρια που μνημονεύονται ανωτέρω – Ειδικότερα, μόνο το γεγονός ότι το βαρυνόμενο ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, δεν δημιουργεί, σε σχέση με την αναγνώριση αξιώσεως προς αποζημίωση, αμάχητο τεκμήριο ότι η κατά προορισμό χρήση του περιορίζεται στην αγροτική, κτηνοτροφική ή δασοπονική εκμετάλλευση, δεν αποκλείεται δε και στην περίπτωση αυτή, εφ’ όσον η οικιστική εκμετάλλευση του ακινήτου ήταν επιτρεπτή κατά τους όρους του νομοθετικού καθεστώτος που εγκύρως ίσχυε στην περιοχή πριν την επιβολή απαγορεύσεων δόμησης για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, να ανακύπτει υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν σε ορισμένη υπόθεση, υποχρέωση προς αποζημίωση λόγω των απαγορεύσεων αυτών (ΣτΕ 3419/2011 επταμ.)
(Δ) Η κρίση του Εφετείου ότι η αξίωση των αναιρεσειόντων είχε υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, με την αιτιολογία ότι η αξίωσή τους γεννήθηκε μετά την πάροδο του ανερχόμενου σε πέντε έτη ευλόγου χρόνου από την άρνηση χορηγήσεως οικοδομικής άδειας,  του ευλόγου χρόνου υπολογιζομένου κατ’ εφαρμογή του α.ν. 261/1968 «Περί χρόνου ανακλήσεως παρανόμων διοικητικών πράξεων», δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, ο εύλογος χρόνος από την πάροδο του οποίου γεννάται αξίωση προς αποζημίωση αποτελεί συνάρτηση περισσοτέρων παραγόντων που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, την συνδρομή των οποίων πρέπει αιτιολογημένως να αναζητεί κάθε φορά το δικαστήριο της ουσίας και δεν μπορεί να είναι ο ίδιος κάθε φορά, υπολογιζόμενος, μάλιστα, με αναφορά σε νομοθέτημα το οποίο ρυθμίζει τελείως διαφορετικό αντικείμενο και δη αυτό της ανακλήσεως των παρανόμων διοικητικών πράξεων, αν και εν προκειμένω πρόκειται περί ζημιάς που προκαλείται από νόμιμη πράξη

ΣτΕ Ολομ. 166/2016 
Φορολογία – Δικαίωμα περιουσίας και ισότητα ενώπιον των φορολογικών βαρών – Φόρος κληρονομίας επί απαλλοτριούμενου (ρυμοτομούμενου) ακινήτου 
Αντικείμενο της φορολογίας κληρονομιών και μέτρο της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου αποτελεί η επαύξηση της περιουσίας του με την κληρονομιαία, ο δε ισχύων Κώδικας αποβλέπει για την επιβολή του φόρου στην αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ως αντανακλώσα φοροδοτική ικανότητα τούτου – Όταν στην περιουσία αυτή περιλαμβάνονται ακίνητα που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως αστικά ακίνητα τα οποία έχουν κηρυχθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα ή έχουν ρυμοτομηθεί, ο κληρονόμος στερείται του δικαιώματος χρήσεως και εκμεταλλεύσεως κατά τον προορισμό τους, που είναι, κατ’ αρχήν, η δόμηση, και, συνακόλουθα, της διαθέσεως αυτών στην πραγματική τους (αγοραία) αξία, εξουσίες που αναμφισβήτητα έχει ο κληρονόμος ακινήτων που δεν βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση – Στην πραγματικότητα, ο κληρονόμος ακινήτου που έχει κηρυχθεί, πριν από την επαγωγή, αναγκαστικώς απαλλοτριωτέο, κληρονομεί ουσιαστικά την προσδοκία καταβολής της αποζημιώσεως, δεδομένου ότι η επ’ αυτού κυριότητά του, με τα περιορισμένα κατά τα ανωτέρω δικαιώματα, τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως – Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια περίπτωση που οι συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου έχουν καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευσή του για τον κληρονόμο, η επιβολή φόρου, έστω και μειωμένου (με μειωτικό συντελεστή 0,80 ή 0,75 κατά το “αντικειμενικό” σύστημα υπολογισμού του ν. 1249/1982), έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 Σ., καθ’ ό μέρος καθιστά υποχρεωτική την επιβολή του οικείου φόρου κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου δεν αντανακλά αντίστοιχη επαύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου – Επιπλέον έρχεται σε αντίθεση και με το άρθρο 17 Σ., καθώς η επιβολή φόρου κληρονομίας σε ένα τέτοιο ακίνητο φαίνεται να στηρίζεται στην πεποίθηση του νομοθέτη περί επί μακρόν αδρανείας της Διοικήσεως σε σχέση με την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, πεποίθηση ασύμβατη με την κατά το Σύνταγμα επιβαλλομένη καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως, η οποία, κατά την έννοιά του, πρέπει να γίνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, καταλήγοντας άλλως σε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας που προστατεύουν τόσο η ως άνω συνταγματική διάταξη, όσο και το άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ – Εν όψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25Α παρ. 1 του ν. 3842/2010 και δη τόσο το εδάφιο α΄, που υπάγει υποχρεωτικώς σε φόρο κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου κληρονομιαία ακίνητα που έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα, όσο και το απολύτως συναφές επόμενο εδάφιο (β΄), πού τάσσει προθεσμία προς υποχρεωτική υποβολή σχετικής φορολογικής δηλώσεως στις υποθέσεις στις οποίες, εκ του νόμου, είχε μετατεθεί ο χρόνος φορολογίας, είναι αντίθετες προς τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις


ΣτΕ 85/2016
Πολιτιστικό περιβάλλον – Δικαίωμα περιουσίας – Δαπάνες στερέωσης μνημείου
(A) Σύμφυτη με την έννοια της προβλεπόμενης από το άρ. 24 Σ. κρατικής προστασίας των μνημείων και λοιπών στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομίας είναι η δυνατότητα επιβολής στους ιδιοκτήτες και νομείς και της υποχρεώσεως να τα αποκαταστήσουν στην αρχική των μορφή, όταν έχουν φθαρεί από τον χρόνο, ή από ανθρώπινες ενέργειες ή από άλλα οποιαδήποτε περιστατικά, όπως επίσης και η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεων να τα διατηρήσουν αναλλοίωτα – Τις δαπάνες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών επωμίζεται ο ιδιοκτήτης ή νομέας των εν λόγω ακινήτων εφ’ όσον δεν υπερβαίνουν ένα εύλογο, κατά την κρίση του δικαστή, όριο – Οσάκις όμως οι δαπάνες αυτές υπερβαίνουν το εύλογο όριο, πηγάζει απ’ ευθείας από το άρθρο 24 παρ. 6 Σ. αξίωση του ιδιοκτήτη ή νομέα του ακινήτου για συμμετοχή του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ στην εν λόγω δαπάνη, που το μέτρο της θα καθορισθεί από το δικαστή
(Β) Κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 3028/2002, ερμηνευομένων στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών, τις δαπάνες για την εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών στερέωσης μνημείου και της αντιμετώπιση της επικινδυνότητάς του φέρει κατ’ αρχήν ο ιδιοκτήτης ή ο νομέας του ακινήτου, εφ’ όσον δεν υπερβαίνουν ένα εύλογο, κατά την κρίση του δικαστή, όριο, το οποίο καθορίζεται κατά τις περιστάσεις σε συνάρτηση, ιδίως, με το ύψος της δαπάνης, την οικονομική δυνατότητα του ενδιαφερομένου και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του ως προς την επέλευση της επικινδυνότητας – Εφόσον όμως οι δαπάνες στερέωσης και αποκατάστασης του κτιρίου υπερβαίνουν το ανωτέρω εύλογο μέτρο, ανακύπτει από το άρθρο 24 παρ. 6 Σ. αξίωση του ιδιοκτήτη, κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεώς του προς τη Διοίκηση ως προς τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, για συμμετοχή στη δαπάνη αυτή του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ στο μέτρο που θα καθορίσει ο δικαστής, χωρίς πάντως να αποκλείεται η διεκδίκηση, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, αποζημιώσεως, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση, κατ’ ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 6 Σ., ανεξαρτήτως αν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3028/2002 π.δ. που θα ρυθμίζει τα της συμμετοχής του Κράτους στις οικείες δαπάνες – Με την έννοια αυτή οι κρίσιμες διατάξεις ευρίσκονται σε αρμονία αφ’ ενός με τις διατάξεις του άρθρου 24 Σ. και αφ’ ετέρου με τις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 Σ. και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 1097-1099/1987 Ολομ., 2034/2011 Ολομ., σκ. 24-26, βλ. και CC 16.12.2011, Sté GRANDE BRASSERIE, CE 7.1.2000, Lady Jane)

ΣτΕ 7/2016
Πολιτιστικό περιβάλλον – Δικαίωμα περιουσίας – Δαπάνες αποκατάστασης διατηρητέου – Αγωγή αποζημίωσης
Από την πολεοδομική νομοθεσία προκύπτει ότι η κρατική προστασία των διατηρητέων οικοδομών ως στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας, η οποία εκδηλώνεται με την επιβολή εις βάρος των ιδιοκτητών και νομέων τους της υποχρεώσεως επαναφοράς τους στην αρχική τους μορφή δεν περιλαμβάνει μόνο τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της στατικής και δομικής τους επάρκειας εφόσον είναι δεκτικές επισκευών, όπως στην περίπτωση των απλώς ετοιμόρροπων οικοδομών, αλλά εκτείνεται και στην ολική και εξ υπαρχής ανακατασκευή τους μετά την κατεδάφιση των επικινδύνως ετοιμόρροπων
Το ζήτημα της αναλήψεως των δαπανών αποκαταστάσεως διατηρητέου κτίσματος ρυθμίζεται ειδικώς στις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. της 15.-28.4.1988 – Οι διατάξεις του εν λόγω διατάγματος συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πλέγμα ρυθμίσεων ως προς το ζήτημα της καλύψεως των δαπανών αποκαταστάσεως διατηρητέου κτίσματος, οι δαπάνες δε αυτές βαρύνουν, καταρχήν, τον ιδιοκτήτη ή νομέα του κτίσματος εκτός εάν πρόκειται για δαπάνες: α) που υπερβαίνουν ένα εύλογο όριο, οπότε ανακύπτει υποχρέωση του Δημοσίου ή των ΟΤΑ να αναλάβουν το σύνολο ή μέρος του υπερβάλλοντος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 4 και εκδοθεί η απόφαση της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ή β) που αφορούν στην πλήρη αποκατάσταση οικοδομής κατεδαφισθείσας δυνάμει νόμιμης άδειας. Ειδικώς δε στην τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την οποία κατεδαφίζεται διατηρητέο κτήριο ύστερα από άδεια των αρμόδιων αρχών, αγωγή αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που αντιστοιχεί στις δαπάνες αποκαταστάσεως του διατηρητέου κτίσματος κατ’ επίκληση της παρ. 3 του άρθρου 5 του ως άνω π.δ., ασκείται παραδεκτώς μόνον εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ή έχει στοιχειοθετηθεί παράλειψη της Διοικήσεως να ικανοποιήσει εν όλω ή εν μέρει σχετικό αίτημα του διοικουμένου, αίτημα, δηλαδή, για απόδοση της σχετικής δαπάνης, ύστερα από τον υπολογισμό της, δεν είναι δε παραδεκτή η άσκηση ευθείας αγωγής με αίτημα την απόδοση των σχετικών δαπανών αποκαταστάσεως του διατηρητέου κτίσματος χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή σχετικού αιτήματος ενώπιον της Διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 4627/2013 επταμ.) ούτε, άλλωστε, είναι παραδεκτή αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της υποχρεώσεως των αρμοδίων οργάνων να προβούν στην ανακατασκευή του κατεδαφισθέντος κατόπιν νόμιμης άδειας διατηρητέου κτηρίου (και της αναγνωρίσεως αντίστοιχου δικαιώματος υπέρ των ιδιοκτητών του διατηρητέου κτίσματος)

ΕΔΔΑ 14.1.2016, Βεντούρης και Βεντούρη κατά Ελλάδας (45290/11)
Αρχή της επικουρικότητας (άρ. 35 ΕΣΔΑ) και παράλειψη προηγούμενης άσκησης από τους προσφεύγοντες αγωγής αποζημίωσης, κατά τα άρ. 105-106 ΕισΝΑΚ, για προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Δικαίωμα δίκαιης δίκης (άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ – αστικό σκέλος) – Υποχρέωση συμμόρφωσης προς ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις διαδοχικών πράξεων απαλλοτρίωσης του ίδιου ακινήτου, στο πλαίσιο τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου
(Α) Με π.δ. του έτους 1986 επιβλήθηκε στο επίμαχο ακίνητο των προσφευγόντων στη Δραπετσώνα (οικοπέδου με κτίσμα) ρυμοτομική απαλλοτρίωση για δημιουργία χώρου πρασίνου – Με απόφαση του έτους 2002 του Διοικ. Εφετείου Αθήνας έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως αυτών (του 2001) κατά της άρνησης της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση, λόγω παρόδου χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου των 14 ετών, χωρίς να έχουν γίνει ενέργειες για τη συντέλεσή της – Στη συνέχεια και κατόπιν ενεργειών των προσφευγόντων με τις οποίες ζητούσαν από τη Διοίκηση να συμμορφωθεί προς την εν λόγω ακυρωτική απόφαση και να απόσχει από την εκ νέου επιβολή απαλλοτρίωσης, εκδόθηκε το 2004 πράξη του Νομάρχη Πειραιά, με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Δραπετσώνας, με την άρση της ως άνω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και την επανεπιβολή της – Αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης αυτής έγινε δεκτή από το ΣτΕ, με απόφαση του 2008, λόγω μη δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης του διαγράμματος που τη συνόδευε – Περαιτέρω, το 2009 ο Δήμος Δραπετσώνας αποφάσισε να προβεί εκ νέου στην κήρυξη απαλλοτρίωσης, χωρίς όμως να προχωρήσει στις απαραίτητες προς τούτο ενέργειες, παρά μάλιστα τη σχετική πρόσκληση που του απηύθυνε η Περιφέρεια Αττικής, τάσσοντάς του και προθεσμία, που παρήλθε άπρακτη – Το 2015, εκδόθηκε νέα απόφαση του Δήμου, περί επανεπιβολής απαλλοτρίωσης στο ακίνητο για δημιουργία χώρου πρασίνου, μάλιστα παρά τη σύσταση της Περιφέρειας για άρση της απαλλοτρίωσης
(Β) Αιτίαση για παραβίαση του άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, λόγω αδυναμίας αξιοποίησης του ακινήτου, συνεπεία της αδιάκοπης δέσμευσής του από το 1986, για δημιουργία χώρου πρασίνου – Απορρίπτεται η αιτίαση ως απαράδεκτη, συνεπεία της παράλειψης εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν άσκησαν αγωγή αποζημίωσης, βάσει των άρ. 105-106 ΕισΝΑΚ, ενόψει και της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων ότι, σε περίπτωση δέσμευσης ακινήτου πέραν εύλογου χρονικού διαστήματος, ο κύριος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για τη βλάβη που υπέστη
(Γ) Αιτίαση (παραδεκτή) για παραβίαση του (αστικού σκέλους του) άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ – Κατόπιν των ακυρωτικών αποφάσεων του ΔΕΑ (το 2002) και του ΣτΕ (το 2008) και παρά το περιεχόμενο αυτών, η νομική κατάσταση του επίμαχου ακινήτου δεν μεταβλήθηκε: το ακίνητο εξακολουθεί να είναι δεσμευμένο,  αλλά η απαλλοτρίωση δεν έχει συντελεσθεί και οι προσφεύγοντες δεν έχουν λάβει αποζημίωση γι’ αυτήν, απλώς μεταβάλλεται η αιτιολογία της επιβολής της απαλλοτρίωσης και το ποσό που η Διοίκηση προβλέπει για τη συντέλεσή της – Ενόψει τούτων και της χρονική διάρκειας της δέσμευσης του ακινήτου, η Διοίκηση παρέλειψε να λάβει, δείχνοντας επιμέλεια, τα κατάλληλα μέτρα συμμόρφωσης προς τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις – Συνεπώς, παραβιάσθηκε το άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ 

ΣτΕ Ολομ. 4310/2015 
Ένδικη προστασία – Συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση – Κρίσιμο καθεστώς – Αρχή της ισότητας και δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρ. 4 και 17 Σ.) Επιστρεπτέο ποσό εισπραχθείσας αποζημίωσης σε περίπτωση ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, λόγω μη εκπλήρωσης του σκοπού της   
(Α) Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 4 και 5 Σ. και 50 του π.δ. 18/1989, η ακύρωση διοικητικής πράξης από το ΣτΕ επαναφέρει την υπόθεση στο χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης, η δε τυχόν εκδιδόμενη, σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, νέα πράξη ανάγεται στο χρόνο εκείνο και διέπεται, κατ’ αρχήν, από το τότε ισχύον νομικό και πραγματικό καθεστώς – Εξάλλου, ναι μεν, από την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία να προβαίνει, με γενικές διατάξεις, σε νέες ρυθμίσεις που μεταβάλλουν το ισχύον νομικό καθεστώς, πλην το νέο αυτό νομοθετικό καθεστώς καταλαμβάνει τις, λόγω ακυρωτικής απόφασης, εκκρεμείς ενώπιον της Διοίκησης υποθέσεις, μόνον όταν το νεώτερο νομοθέτημα έχει αναδρομική ισχύ ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων
(Β) Σύμφωνα με τις (ταυτόσημες κατά περιεχόμενο) διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971 και 12 παρ. 3 του ν. 2882/2001, για την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, λόγω μη εκπληρώσεως του σκοπού της, η οποία έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου,  ν.π.δ.δ., δημοσίων επιχειρήσεων ή οργανισμών κοινής ωφελείας τάσσεται ως αναγκαία προϋπόθεση η επιστροφή στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση της αποζημίωσης η οποία είχε εισπραχθεί από τον πρώην ιδιοκτήτη, αναπροσαρμοσμένης κατά τον μαθηματικό τύπο που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις του ν.δ. 797/1971 και του ν. 2882/2001, δηλαδή με τον πολλαπλασιασμό της εισπραχθείσας αποζημιώσεως επί το λόγο (Τ2/Τ1) του δείκτη τιμών καταναλωτή «του χρόνου έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (Τ2)» και του χρόνου είσπραξης της αποζημίωσης από τον δικαιούχο (Τ1) – Σκοπός, εύλογος και θεμιτός, των ταυτόσημων, κατά περιεχόμενο, διαδοχικών νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων είναι, προκειμένου να ανακληθεί η απαλλοτρίωση, να επιστραφεί, σε κάθε περίπτωση, χρηματικό ποσό ίσης αγοραστικής δύναμης με την εισπραχθείσα για την απαλλοτρίωση αποζημίωση – Η  ρύθμιση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και στην περίπτωση που η πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης εκδίδεται σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ – Συνεπώς, ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος του χρόνου εκδόσεως της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης – Η εν λόγω ρύθμιση για τον υπολογισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης δεν αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε στο εγγυώμενο την ιδιοκτησία άρθρο 17 Σ.
[με μειοψηφία οκτώ μελών, σύμφωνα με την οποία, κατά την προαναφερόμενη και εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του ν.δ. 797/1971,  ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα πράξη ή που συντελέστηκε η ακυρωθείσα παράλειψη]

ΕΔΔΑ 13.10.2015, Ünsped Paket Servisi SaN. Ve TiC. A.Ş. v. Bulgaria (3503/08)
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ) – Κατάσχεση φορτηγού αυτοκινήτου εταιρείας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση εγκλήματος (λαθρεμπορία)
Σε περίπτωση κατάσχεσης αντικειμένου που χρησιμοποιήθηκε παρανόμως, η στάθμιση μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του δικαιώματος περιουσίας του κυρίου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η συμπεριφορά του κυρίου – Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές οφείλουν να συνεκτιμούν το βαθμό υπαιτιότητας του κυρίου ή έστω τη σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς του και της τέλεσης του αδικήματος, καθώς και να εξασφαλίζουν ότι δεν του επιβάλλεται υπέρμετρο βάρος – Επιπλέον, σε τέτοια υπόθεση, το άρ. 1 ΠΠΠ παρέχει και διαδικαστικές εγγυήσεις, υπό την έννοια ότι απαιτεί να χορηγείται στον θιγόμενο εύλογη δυνατότητα προβολής στις αρμόδιες αρχές των απόψεών του σχετικά με τη νομιμότητα και το εύλογο των ενεργειών τους
Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του ότι η αξία του κατασχεθέντος φορτηγού ήταν τριπλάσια του λαθρεμπορεύματος, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν τη νομιμότητα της κατάσχεσης, με βάση το εθνικό δίκαιο, ούτε τη σχέση μεταξύ του τελεσθέντος αδικήματος και της συμπεριφοράς της αιτούσας εταιρείας, η οποία δεν είχε δικονομική δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις της και να αμφισβητήσει την κατάσχεση – Συνεπώς, στοιχειοθετείται παραβίαση του άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ

ΣτΕ 3431/2015
Δικαίωμα περιουσίας – Αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών – Περιβάλλον – Ζώνη οικιστικού ελέγχου, σε περιοχή εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923, στην ευρύτερη περιοχή βιότοπου – Αγωγή για αποζημίωση λόγω των επιβαλλόμενων περιορισμών (άρ. 22 ν. 1650/1986)
(Α) Σύμφωνα με το ν. 1650/1986, επιτρέπεται να χαρακτηρίζονται εκτάσεις ως περιοχές προστασίας της φύσης ή ως ζώνες προστασίας αυτών και να επιβάλλονται, αφού τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας, προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα που συνεπάγονται την απαγόρευση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων σε αυτές ή τη χρήση τους για ορισμένο σκοπό – Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1986, ερμηνευόμενη ενόψει του Συντάγματος (άρ. 25 και 17), αν τα μέτρα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, είτε η ιδιοκτησία αυτή βρίσκεται σε περιοχή προστασίας της φύσης είτε σε ζώνη προστασίας της, η αποζημίωση του ιδιοκτήτη δεν ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, αλλά γεννάται σχετική αξίωσή του, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στη διάταξη αυτή, ανάλογα με την έκταση, την ένταση και τη χρονική διάρκεια της ζημίας, είναι δε αδιάφορο αν έχει περιληφθεί σχετική ρήτρα στην κανονιστική πράξη επιβολής των περιοριστικών όρων και απαγορεύσεων Η παραπάνω υποχρέωση του Δημοσίου για αποζημίωση δεν εξαρτάται από την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 22, διότι τούτο θα προσέκρουε στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας και στο άρθρο 1 παρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ
(Β) Η ως άνω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την πλήρη αξία του ακινήτου, διότι η δυνατότητα, έστω και περιορισμένης χρήσης και κάρπωσης αυτού, παραμένει, κατ’ αρχήν, στο θιγόμενο ιδιοκτήτη (κύριο ή άλλο δικαιούχο, όπως επικαρπωτή) (πρβλ. ΕΔΔΑ 29.1.2013 Παραθεριστικός Οικοδομικός Συνεταιρισμός Στεγάσεως Υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος σκέψη 20, ΣτΕ 12/2010 7μ.) – Για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως (i) ο προορισμός του ακινήτου, η δυνατότητα εκμετάλλευσης και οι νόμιμοι περιορισμοί δόμησης κατά το χρόνο κτήσης του και κατά το χρόνο επιβολής των περιορισμών, (ii) η τυχόν προηγουμένως ρητώς εκφρασθείσα ή προκύπτουσα βούληση του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευση του ακινήτου καθ’ ορισμένο τρόπο, δυναμένη να συναχθεί και από τη χρήση αυτού κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, (iii) η συμπεριφορά της Διοίκησης, ειδικότερα δε η, κατόπιν ενεργειών της, δημιουργία εύλογης προσδοκίας στον ιδιοκτήτη ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί το ακίνητό του καθ’ ορισμένο τρόπο, (iv) η περιλαμβανόμενη στον τίτλο κτήσης περιγραφή της μορφής και της φύσης του ακινήτου, δεδομένου ότι η τυχόν περιγραφή του ως αγροτεμαχίου ή δασικής έκτασης έχει ως αναγκαία συνέπεια την παραδοχή ότι ο ιδιοκτήτης γνώριζε από το χρόνο κτήσης τους περιορισμούς εκμετάλλευσης που το συνοδεύουν, οι οποίοι, άλλωστε, προφανώς, είχαν επίπτωση στο κόστος αγοράς, καθώς και ο τυχόν χαρακτηρισμός του ακινήτου και ο προσδιορισμός της αξίας αυτού από τον ιδιοκτήτη ενώπιον της Διοίκησης ή και των δικαστηρίων, επ’ ευκαιρία άλλων υποθέσεων που αφορούν το ακίνητο, ιδίως φορολογικών (ΕΔΔΑ op.cit., σκέψεις 22-24), (v) η τυχόν προκύπτουσα από την ιδιαίτερη μορφή και θέση του ακινήτου δυνατότητα πρόβλεψης της επιβολής ειδικών περιορισμών σ’ αυτό λόγω, μεταξύ άλλων, της δασικής μορφής ή της άμεσης γειτνίασής του με αρχαιολογικές περιοχές, που επίσης έχει προφανώς επίπτωση στο κόστος αγοράς αλλά και στις, εξ ορισμού, μειωμένες προσδοκίες εκμετάλλευσής του κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προκύπτει από τον κατά νόμο προορισμό του, (vi) το εύρος των επιτρεπτών χρήσεων μετά τον περιορισμό (πρβλ. ΣτΕ 2165/2013 επτ., 2263/2013).
(Γ) Από το συνδυασμό των άρθρων 24 και 17 Σ. προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως είναι η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου, ο οποίος περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από το νομοθέτη ή από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση – Τα ακίνητα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών, τα δε ακίνητα της δεύτερης κατηγορίας, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δόμησης εντός των οικιστικών περιοχών, στοιχείο που επηρεάζει μειωτικά την αξία τους (ΣτΕ 2165/2013 επτ.) – Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, η θεμιτή επιδίωξη της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, με επιβολή περιορισμών στη χρήση των ακινήτων, δεν απαλλάσσει το Κράτος από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον θιγόμενο ιδιοκτήτη, για την ουσιώδη και υπερβαίνουσα το εκάστοτε προσήκον μέτρο στέρηση ορισμένων από τις νόμιμες χρήσεις που προβλέπονταν για το ακίνητο αυτό πριν από την επιβολή των περιορισμών
(Δ) Εν όψει των περιλαμβανόμενων στην αγωγή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων ισχυρισμών περί δυνατότητας ανοικοδομήσεως του επίμαχου ακινήτου της, κατά το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν από από από 30.3.1990 π.δ. περί επιβολής Ζ.Ο.Ε., μόνος ο προορισμός του εν λόγω ακινήτου προεχόντως για γεωργική ή κτηνοτροφική χρήση, ως κείμενου εκτός σχεδίου και ορίων οικισμού, δεν απέκλειε, κατ’ αρχήν, αξίωση αυτής προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1986 λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν στο ακίνητο αυτό με το εν λόγω π.δ. – Συνεπώς, μη νομίμως αιτιολογημένη και αναιρετέα η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση 

ΕΔΔΑ 17.9.2015, Andonoski v. F.Y.R.O.M. (16225/08)
Στέρηση περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Δήμευση αυτοκινήτου (ταξί), του οποίου κύριος και οδηγός ήταν ο αιτών, λόγω χρήσης του για τη μεταφορά λαθρομεταναστών – Για το σχετικό αδίκημα καταδικάσθηκε τρίτο πρόσωπο, ενώ αποσύρθηκε η κατηγορία σε βάρος του αιτούντος, διότι θεωρήθηκε ότι αυτός δεν γνώριζε πως μετέφερε παράνομους μετανάστες – Διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και του άρ. 1 ΠΠΠ, ενόψει (α) του τελευταίου αυτού στοιχείου, (β) της χρήσης του ταξί από τον αιτούντα ως βιοποριστικού μέσου, (γ) του ότι ο αιτών δεν είχε ποινικό μητρώο και δεν υπήρχε κάποια ένδειξη ότι το αυτοκίνητό του είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ή θα χρησιμοποιούνταν στο μέλλον για διάπραξη αδικήματος, (δ) το επίμαχο μέτρο ήταν αυτόματο και υποχρεωτικό, ανεξαρτήτως της σχέσης του κυρίου του οχήματος με το αδίκημα και, συνεπώς, ο αιτών δεν είχε κάποια προοπτική πετυχημένης ένδικης αμφισβήτησής του ούτε, άλλωστε, λήψης αποζημίωσης 

ΣτΕ 3252/2015
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 17 Σ.) – Αναγκαστική απαλλοτρίωση – Συντέλεση – Αυτοδίκαιη άρση
Δεδομένης της απόλυτης διατύπωσης της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 17 Σ., σε περίπτωση μη προσήκουσας συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, η δε εκδιδόμενη από τη Διοίκηση πράξη, έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα  – Επομένως είναι νομικώς αδιάφορη τυχόν μη συγκατάθεση του καθ΄ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη για την άρση αυτής (πρβλ. ΣτΕ 4359/1976 Ολ.) – Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία πριν την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που προσδιορίζει οριστικά την αποζημίωση, για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης απαιτείται η καταβολή ή παρακατάθεση της οριστικής αποζημίωσης εντός της ίδιας προθεσμίας, δηλαδή εντός ενός και ημίσεος έτους από τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης (ΣτΕ Ολ. 1467/2008, 1000-1/2007)

ΣτΕ 3052/2015
Προστασία δασών (άρ. 24 Σ.) – Δικαίωμα περιουσίας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς ή ανταλλαγής τους με εκτάσεις του Δημοσίου που περιλαμβάνονται σε οικιστική περιοχή, αν τα δάση και οι δασικές αυτές εκτάσεις δεν είναι δυνατόν να πολεοδομηθούν (άρ. 50 παρ. 3 του ν. 998/1979) 
Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή σε οποιαδήποτε περίπτωση συντρέχει αδυναμία πολεοδόμησης, έστω και αν οφείλεται σε νομικούς λόγους, όπως είναι η συνταγματικώς επιβαλλόμενη απαγόρευση – Η διάταξη δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις απαγορεύσεις που απορρέουν από το άρθρο 24 Σ., μόνον όμως καθ’ ό μέρος αφορά εκτάσεις ως προς τις οποίες ο συνεταιρισμός είχε αποκτήσει ιδιοκτησιακό δικαίωμα με οποιοδήποτε τρόπο πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975, δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις του Συντάγματος αυτού δεν είναι θεμιτή η απόκτηση δασών και δασικών εκτάσεων με σκοπό την οικιστική τους αξιοποίηση – Περαιτέρω, η αυτή διάταξη, ερμηνευόμενη ενόψει του άρθρου 17 Σ., του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και της αρχής της εμπιστοσύνης, ως ειδικότερης έκφρασης του Κράτους Δικαίου, έχει εφαρμογή και δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης, ύστερα από σχετικό αίτημα, για ανταλλαγή ή απαλλοτρίωση, στις περιπτώσεις μόνο εκείνες κατά τις οποίες έχει εγκριθεί η οικιστική αξιοποίηση με πράξεις των πολεοδομικών αρχών πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 998/1979, με τον οποίο θεσπίστηκε το ειδικότερο καθεστώς προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων, ενόψει του άρ. 24 Σ – Τέλος, σε περίπτωση ανταλλαγής η παραχωρούμενη στο συνεταιρισμό δημόσια έκταση πρέπει να είναι ίσης αξίας με την ανταλλασσόμενη έκταση του συνεταιρισμού, μεταξύ δε των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση για τον προσδιορισμό της αξίας της έκτασης του συνεταιρισμού πρέπει να συνεκτιμάται και ο δασικός χαρακτήρας της (ΣτΕ 1058/2012 επταμ.)

ΣτΕ 2867/2015
Σχέδιο πόλης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Συμμόρφωση της Διοίκησης προς ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις – Προηγούμενη ακρόαση – Εκ  νέου επιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης για κοινόχρηστο χώρο πρασίνου
(A) Η Διοίκηση όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν κατ’ αρχήν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού είτε ύστερα από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, οφείλει να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, ενόψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από την συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων του άρθρου 24 Σ. – Η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν (βλ. ΣτΕ 3908/2007 επτ.) – Κατά την έρευνα, πάντως, της συνδρομής σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης που επιβάλλει την εκ νέου δέσμευση του ακινήτου και σοβαρής προθέσεως και δυνατότητας για άμεση περαίωση της διαδικασίας συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεώς του, δεν αποκλείεται να συνεκτιμάται η συμπεριφορά της Διοικήσεως κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την αρχική επιβολή του ρυμοτομικού βάρους μέχρι την άρση του, αλλά και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την εκ νέου επιβολή του βάρους αυτού – Η υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις επιβαλλόμενη νέα απαλλοτρίωση δεν αντιβαίνει ούτε προς τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας ούτε προς την υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 776/2008, 3935/2006, 3731/2005 κ.ά.) – Νομίμως αιτιολογημένη η επίδικη πράξη (του 2006), η δε επανεπιβολή της δεσμεύσεως του ακινήτου της αιτούσας (επί του οποίου είχε επιβληθεί το 1981 ρυμοτομική απαλλοτρίωση, που ήρθη αυτοδικαίως στη συνέχεια) δεν υπερβαίνει εν προκειμένω τα επιτρεπτά κατά τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας όρια 
(B) Λόγος ότι κατά παράβαση του άρθρου 20 Σ., η αιτούσα δεν κλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της στη διαδικασία η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης, απορρίπτεται ως αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η αιτούσα ενημερώθηκε από τη Διοίκηση για την κίνηση της διαδικασίας τροποποιήσεως του σχεδίου, το άρθρο 20 παρ. 2 Σ. δεν εφαρμόζεται κατ’ αρχήν επί τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως, καθόσον η κρίση περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων διαμορφώνεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα, μη συναρτώμενα με υποκειμενική συμπεριφορά του θιγόμενου ιδιοκτήτη 

ΣτΕ 2426/2015
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 17 Σ. και άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Κυριότητα επί ακινήτου – Αναγκαστική απαλλοτρίωση – Τεκμήριο (μαχητό) ωφέλειας παρόδιου ιδιοκτήτη 
Όπως κρίθηκε με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Κατικαρίδη, Τσώμτσου και Παπαχελά κατά Ελλάδος (1996 και 1999), οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 4 του ν. 653/1977 που εισάγουν αμάχητο τεκμήριο ωφέλειας των κατά μήκος της διανοιγομένης ή διαπλατυνομένης εθνικής οδού ακινήτων, αντίκεινται στο άρθρο 1 του  ΠΠΠ της ΕΣΔΑ – Το τεκμήριο αυτό, μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, εξακολουθεί να ισχύει ως μαχητό και συνεπώς ο ισχυριζόμενος ότι το απομένον τμήμα του ακινήτου του δεν ωφελείται, αλλά αντιθέτως ζημιώνεται από την απαλλοτρίωση, μπορεί, αποδεικνύοντας το αντίθετο της τεκμαιρομένης ωφέλειας, δηλαδή την επικαλούμενη ζημία του και ανατρέποντας το ως άνω μαχητό τεκμήριο, να αποζημιωθεί και για την αυτοαποζημιούμενη έκταση του και να ζητήσει τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως και για την έκταση αυτή (ήδη, το ως άνω τεκμήριο ρητά χαρακτηρίζεται ως μαχητό με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2971/2001) – Ο ιδιοκτήτης πρέπει να προβάλει τις σχετικές αιτιάσεις  ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και δεν έχει αγώγιμη αξίωση για αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 2543/13) 

ΕΔΔΑ 7.7.2015, Gürtaş Yapı Ticaret ve Pazarlama A.Ş. v. Turkey (40896/05)
Δικαίωμα περιουσίας – Θετικές υποχρεώσεις – Αγορά από την αιτούσα εταιρεία ακινήτου το οποίο αναφερόταν στο μητρώο του κτηματολογίου ως έκτασης 485 στρεμμάτων, ενώ στην πραγματικότητα ήταν 202 στρέμματα, όπως προέκυπτε από τους κτηματολογικούς χάρτες – Διενέργεια σχετικής διόρθωσης στο μητρώο του κτηματολογίου – Απόρριψη από τα δικαστήρια της αγωγής αποζημίωσης της αιτούσας κατά του Κράτους, με το σκεπτικό ότι, εάν αυτή είχε ελέγξει τους κτηματολογικούς χάρτες, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, θα είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει το λάθος – Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό επιβλήθηκε στην αιτούσα, η οποία μπορούσε να εμπιστευθεί την οικεία εγγραφή στο μητρώο, ένα δυσανάλογο βάρος, λόγω σφάλματος της Διοίκησης – Εξάλλου, εάν υπήρχε συντρέχον πταίσμα της αιτούσας, τούτο θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μείωση του ποσού της αποζημίωσης που ζητούσε, όχι όμως και την πλήρη απόρριψη της αγωγής της – Επομένως, στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ  

ΕΔΔΑ 25.6.2015, Couturon v. France (24756/10)
Δικαίωμα περιουσίας – Αναγκαστική απαλλοτρίωση τμήματος ακινήτου για δημιουργία αυτοκινητόδρομου, στο πλαίσιο χωροταξιακού σχεδιασμού – Μη καταβολή αποζημίωσης για τη μείωση, κατά 20-40%, της αξίας του μη απαλλοτριωθέντος τμήματος του ακινήτου, λόγω της γειτνίασής του με τον αυτοκινητόδρομο – Λαμβανομένου υπόψη (α) του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται με τον χωροταξικό σχεδιασμό και του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει συναφώς το κράτος και (β) του ως άνω ποσοστού της μείωσης της αξίας της ιδιοκτησίας, η κρίση του εθνικού δικαστηρίου ότι δεν επρόκειτο για εξαιρετικό και υπερβολικό βάρος στην περιουσία του αιτούντος δεν είναι αυθαίρετη και προδήλως μη εύλογη – Δεδομένου ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της δίκαιης ισορροπίας, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ

ΕΔΔΑ (μειζ. συνθ.) 16.6.2015, Chiragov and others v. Armenia (13216/05)
Εδαφική δικαιοδοσία κρατών μελών (άρ. 1 ΕΣΔΑ) – Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ)– Δικαίωμα ιδιωτικού βίου (άρ. 8 ΕΣΔΑ) – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής (άρ. 13 ΕΣΔΑ)
Οι αιτούντες, πολίτες του Αζερμπαϊτζάν, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το 1992, σε περιοχή του Αζερμπαϊτζάν, κατόπιν ένοπλης σύρραξης μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και δυνάμεων εθνικιστών της Αρμενίας, στο πλαίσιο απόπειρας απόσχισης της περιοχής αυτής από το Αζερμπαϊτζάν, που κατέληξε σε επικράτηση των ως άνω εθνικιστών και σε συμφωνία των δύο πλευρών για κατάπαυση του πυρός το 1994 – Η περιοχή διακήρυξε την ανεξαρτησία της, η οποία όμως δεν αναγνωρίσθηκε από τη διεθνή κοινότητα 
Διαπιστώνεται ότι (α) η Αρμενία ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο επί της επίμαχης περιοχής, δεδομένου, ιδίως, ότι παρείχε στους αυτονομιστές την αναγκαία στρατιωτική, πολιτική και οικονομική στήριξη για τη διοίκησή της, (β) οι αιτούντες στερήθηκαν της περιουσίας τους και δεν μπορούσαν να ανακτήσουν πρόσβαση σε αυτήν, ενόψει των συνθηκών, (γ) συνεπεία τούτου, η Αρμενία όφειλε να λάβει εναλλακτικά μέτρα για το σεβασμό των δικαιωμάτων των αιτούντων, το δε γεγονός ότι εκκρεμούσαν διαπραγματεύσεις για λύση του προβλήματος, που θα συμπεριελάμβανε ζητήματα σχετικά με όσους αναγκάστηκαν να φύγουν από την περιοχή, ή το ότι η Αρμενία παρείχε βοήθεια σε εκατοντάδες χιλιάδες Αρμενίων προσφύγων δεν αναιρούσε την εν λόγω υποχρέωση,  και (δ) επομένως, η Αρμενία όφειλε να θεσπίσει ευχερώς προσβάσιμο μηχανισμό διατύπωσης των περιουσιακών αξιώσεων και αποζημίωσης των αιτούντων και των λοιπών θιγόμενων – Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρ. 1 ΠΠΠ και του άρ. 8 της ΕΣΔΑ – Επίσης παραβιάσθηκε το άρ. 13 ΕΣΔΑ, ελλείψει δυνατότητας άσκησης αποτελεσματικής προσφυγής για θεραπεία των ως άνω παραβάσεων 

ΕΔΔΑ 19.5.2015, Greek Catholic Parish Lupeni and others v. Romania (76943/11)
Δίκαιη δίκη και ισότητα διαδίκων (άρ. 6 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρ. 14 ΕΣΔΑ), θρησκευτική ελευθερία και απαγόρευση διακρίσεων (άρ. 9, σε συνδυασμό με άρ. 14 ΕΣΔΑ) και δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ)
Απόρριψη αγωγή επιστροφής στους αυτούντες χώρου λατρείας που ανήκε στην Ελληνοκαθολική Εκκλησία και μεταφέρθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό την ισχύ του ολοκληρωτικού καθεστώτος στη χώρα – Ειδικός νόμος που καθόριζε την τύχη τέτοιων ιδιοκτησιών, με βάση το κριτήριο του σεβασμού της προτίμησης των (κατά πλειοψηφία Ορθόδοξων, στην παρούσα υπόθεση) πιστών της κοινότητας που κατείχε το ακίνητο – Σκοπός του νόμου ήταν η προστασία της ελευθερίας όσων είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν το ελληνοκαθολικό δόγμα να εκφράσουν την προτίμησή τους ως προς τη θρησκεία που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν, διατηρώντας τη δυνατότητα χρήσης του χώρου λατρείας που είχαν χτίσει 
Το επίμαχο ακίνητο δεν ήταν ιδιοκτησίας των αιτούντων ούτε αυτοί είχαν ερειδόμενη στο νόμο προσδοκία κτήσης/επιστροφής του, η οποία εξαρτώνταν από την πλήρωση της ως άνω νόμιμης προϋπόθεσης – Δεδομένου ότι το κριτήριο αυτό δεν ενείχε αθέμιτη διάκριση με βάση τη θρησκεία ούτε εφαρμόστηκε κατά τρόπο που να δημιουργεί τέτοια διάκριση, απορρίπτεται η αιτίαση περί παραβίασης του άρ. 1 ΠΠΠ, αυτοτελώς και σε συνδυασμό με το άρ. 14 ΕΣΔΑ

ΕΔΔΑ 12.5.2015, Gogitidze and others v. Georgia (36862/05) 
Δικαίωμα στην περιουσία (άρ. 1 ΠΠΠ) – Δίκαιη δίκη και τεκμήριο αθωότητας (άρ. 6 παρ. 1 και 2 ΕΣΔΑ) – Νομοθεσία περί καταπολέμησης της διαφθοράς των δημόσιων λειτουργών – Ευρύ περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών 
Μη ποινική in rem διαδικασία δήμευσης υπέρ του κράτους ή ιδιωτών-θυμάτων περιουσιακών στοιχείων που δεν προκύπτει ότι αποκτήθηκαν με νόμιμους πόρους – Δικαστική απόφαση, χωρίς προηγούμενη ποινική καταδίκη, περί δήμευσης ακινήτων των αιτούντων (πρώην Υφυπουργού Εσωτερικών και Προέδρου της Ελεγκτικής Αρχής  και συγγενών του πρώτου βαθμού), των οποίων η αξία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να μην μπορεί να δικαιολογηθεί η κτήση τους με νόμιμους πόρους, λαμβανομένων υπόψη των αποδοχών και των εν γένει οικονομικών δυνατοτήτων των αιτούντων – Ενόψει και της Σύμβασης του Ο.Η.Ε. του 2005 για την καταπολέμηση της διαφθοράς και των δύο Συμβάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 και του 2005 για την κατάσχεση των προϊόντων εγκλήματος, είναι θεμιτή (α) η δήμευση περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με σοβαρά αδικήματα, ακόμα και χωρίς προηγούμενη ποινική καταδίκη, (β) η μετάθεση στους καθών το μέτρο του βάρους απόδειξης της νόμιμης προέλευσης των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων, εφόσον τεκμηριώνεται καταρχήν η μη νόμιμη κτήση τους, (γ) η επιβολή του μέτρου όχι μόνο στα άμεσα προϊόντα της εγκληματικής δραστηριότητας αλλά και στην περιουσία που αποκτήθηκε με αξιοποίησή τους, έστω κι αν χρησιμοποιήθηκαν μαζί και άλλοι πόροι, πιθανώς νόμιμοι, (δ) η δήμευση περιουσιακών στοιχείων όχι μόνο των προσώπων για τα οποία υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά και άλλων προσώπων, ιδίως στενών συγγενών των πρώτων, που απέκτησαν τα σχετικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα, χωρίς την απαιτούμενη καλή πίστη – Συνεπώς, το επίδικο μέτρο συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας – Ενόψει και του ότι οι αιτούντες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους στο πλαίσιο της προαναφερόμενης κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ
Άρ. 6 παρ. 1 (αστικό σκέλος) – Δεν παραβιάσθηκε από την ανωτέρω αντιστροφή του βάρους απόδειξης, συνεπεία της καταρχήν τεκμηρίωσης της κτήσης των περιουσιακών στοιχείων με μη νόμιμους πόρους
Άρ. 6 παρ. 2 (τεκμήριο αθωότητας) – Δεν εφαρμόζεται, διότι δεν πρόκειται για “ποινική” διαδικασία, αλλά για μέτρο in rem, προληπτικής ή/και αποζημιωτικής φύσης  

ΕΔΔΑ 7.5.2015, S.L. and J.L. v. Croatia  (13712/11)
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ) – Θετικές υποχρεώσεις – Βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων ιδιοκτητών και προστασία των συμφερόντων τους έναντι δόλιας ή αμελούς συμπεριφοράς τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων εκπροσώπων τους και των γονέων τους – Συμφωνία ανταλλαγής ακινήτου (παραθαλάσσιας βίλας) ιδιοκτησίας των αιτούντων, ανηλίκων κατά το χρόνο της ανταλλαγής, με διαμέρισμα τεσσάρων δωματίων σε πόλη – Απαίτηση προηγούμενης άδειας της δημόσιας υπηρεσίας κοινωνικής μέριμνας, η οποία πράγματι χορηγήθηκε, κατόπιν σχετικής αίτησης δικηγόρου, που ενήργησε ως εκπρόσωπος των γονέων των παιδιών – Η ως άνω υπηρεσία δεν προέβη στις ενέργειες που εύλογα αναμένονταν από αυτήν για να διασφαλίσει το συμφέρον των ανηλίκων, ιδίως διότι (α) επικοινώνησε μόνο με έναν από τους τρεις γονείς που ασκούσαν τη γονική μέριμνα των δύο (εχόντων διαφορετικό πατέρα) ανηλίκων, (β) παρέλειψε να εκτιμήσει προσηκόντως την αξία της βίλας, η οποία προέκυπτε σαφώς ότι ήταν της τάξης των 100.000 ευρώ (ενόψει του τιμήματος κτήσης της και του ποσού που είχε διατεθεί για την ανακαίνισή της), ενώ η αξία του διαμερίσματος ανερχόταν περίπου σε 60.000 ευρώ, (γ) δεν αξιολόγησε την κακή οικονομική κατάσταση της μητέρας και ότι ο ένας από τους πατέρες ήταν στη φυλακή, πράγματα που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε αποφάσεις ενάντια στο συμφέρον των παιδιών, (δ) δεν εκτίμησε κατά πόσον, ενόψει των συνθηκών, έπρεπε να διορισθεί κηδεμόνας ad litem, ώστε να κρίνει αμερόληπτα και ανεξάρτητα το ζήτημα και να προστατεύσει το συμφέρον των παιδιών – Περαιτέρω, τα αστικά δικαστήρια παρέλειψαν να εκτιμήσουν τις συνθήκες της υπόθεσης και απέρριψαν την αγωγή των αιτούντων, με το σκεπτικό ότι δεν είχε προσβληθεί η άδεια της ανωτέρω υπηρεσίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μολονότι οι αιτούντες ήταν τότε ανήλικοι και δεν μπορούσαν οι ίδιοι να ασκήσουν εμπροθέσμως προσφυγή κατά της πράξης αυτής – Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ 

ΕΔΔΑ 14.4.2015, Chinnici v. Italy no. 2 (22432/03)
Δικαίωμα περιουσίας – Απαλλοτρίωση ακινήτου – Αποζημίωση – Πρέπει να αντιστοιχεί καταρχήν στην αγοραία αξία – Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να υπολείπεται της αξίας αυτής για αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, που όμως δεν συντρέχουν εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε με σκοπό την ανέγερση βιομηχανικών εγκαταστάσεων από consortium  – Επίσης πρέπει  το ποσό της αποζημίωσης να αυξάνεται με βάση τον πληθωρισμό και το ισχύον νόμιμο επιτόκιο – Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ, διότι ενώ το αρμόδιο Εφετείο έλαβε υπόψη του, για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης (το 2013), την αγοραία αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (το 1991), παρέλειψε να την αναπροσαρμόσει ενόψει του πληθωρισμού, με συνέπεια το ποσό που επιδίκασε να είναι περίπου το μισό από αυτό που θα προέκυπτε από την ως άνω επιβαλλόμενη αναπροσαρμογή  

Απαλλοτριώσεις κηρυσσόμενες από Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως :  (βλ. και κατωτέρω στο κεφάλαιο «προηγούμενος πολεοδομικός σχεδιασμός») Σ.τ.Ε. 3071/2009 : Σύμφωνα με το άρθρο 274 παρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995), «1. Επιτρέπεται να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά χάριν των δήμων και κοινοτήτων, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, αστικά ή αγροτικά ακίνητα … : α) για τη διάνοιξη, τη διεύρυνση, τη διαμόρφωση και την κατασκευή δημοτικών και κοινοτικών οδών, καθώς και οδών που συνδέουν ένα δήμο ή μια κοινότητα με εθνική ή επαρχιακή οδό και συναφών τεχνικών έργων, β) . . . γ) . . . δ) για τη δημιουργία ή την επέκταση πλατειών, κήπων, αλσών, δενδροστοιχιών, αθλητικών γηπέδων και άλλων κοινοχρήστων χώρων, με επιφύλαξη των διατάξεων που ρυθμίζουν την κήρυξη απαλλοτριώσεων για την εφαρμογή εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως . . .». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 275 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα «Η κήρυξη της απαλλοτρίωσης … ακινήτου, που βρίσκεται μέσα στη διοικητική περιφέρεια δήμου ή κοινότητας, γίνεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, …». Εξάλλου, ο Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ/γμα της 14/27.7.1999, ΦΕΚ Δ΄ 580, με το άρθρο μόνο του οποίου κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας), προκειμένου για σχεδιασμό πόλεων κατά το ν.δ/γμα της 17.7/16.8.1923 (ΦΕΚ Α΄ 228) [Μέρος ΙΙ κεφάλαιο Ζ΄ του Κώδικα] ορίζει στο άρθρο 152 ότι «1. (η οποία αποδίδει την παρ. 1 του άρθρου 1 του ανωτέρω από 17.7/16.8.1923 ν.δ/τος) Το σχέδιο πόλης … πρέπει να εξασφαλίζει την ικανοποίηση των προβλεπομένων αναγκών του οικισμού και να συντάσσεται σύμφωνα με τους όρους που απαιτούνται από τους κανόνες της υγιεινής, της ασφάλειας, της οικονομίας και της αισθητικής. 2. … 6. (που αποδίδει την παρ. 1 του άρθρου 70 του προαναφερθέντος από 17.7/16.8.1923 ν.δ/τος) Ως σχέδια πόλεων … νοούνται όχι μόνο τα αρχικώς εγκρινόμενα νέα σχέδια, αλλά και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους» και στην παρ. 1 του άρθρου 153 (με την οποία αποδίδεται η παρ. 1 του άρθρου 2 του από 17.7/16.8.1923 ν.δ/τος) ότι «Τα … σχέδια καθορίζουν ανάλογα με τις προβλεπόμενες ανάγκες εκτός των άλλων : α) τις οδούς και πλατείες, τους κοινόχρηστους κήπους, πρασιές και άλση και γενικά τους κοινόχρηστους χώρους που είναι αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς, β) …». Περαιτέρω, ο ίδιος ως άνω Κώδικας ορίζει στο άρθρο 154, το οποίο αποδίδει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 3 του προαναφερθέντος ν.δ/τος της 17.7/16.8.1923, τα εξής : «1. Το σχέδιο πόλης πριν την έγκρισή του εκτίθεται με το σχετικό τοπογραφικό χάρτη στο δημαρχείο ή κοινοτικό κατάστημα επί δεκαπέντε ημέρες. … Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν μέσα στην προθεσμία αυτή να λάβουν γνώση των παραπάνω στοιχείων και να υποβάλουν έγγραφα στο δήμο ή την κοινότητα τυχόν ενστάσεις τους κατ’ αυτών, τις οποίες ο δήμος ή η κοινότητα είναι υποχρεωμένη να διαβιβάσει μαζί με την κατά την επόμενη παράγραφο γνωμοδότηση στην αρμόδια για την έγκριση κλπ. του σχεδίου αρχή. 2. Τα … σχέδια πόλεων … εγκρίνονται με π.δ/γμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή με άλλη πράξη της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής μετά προηγούμενη γνωμοδότηση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του ΣΧΟΠ. Η γνωμοδότηση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου είναι μόνο συμβουλευτική και η αρμόδια αρχή μπορεί σε κάθε περίπτωση μετά σύμφωνη γνώμη του ΣΧΟΠ να απορρίπτει ή και να τροποποιεί τα σχέδια που προτείνονται από τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια. 3. Κάθε φορά που ζητείται γνωμοδότηση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για την έγκριση κλπ. σχεδίου πρέπει αυτή να εκδίδεται και κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή σε προθεσμία που ορίζεται κάθε φορά από τον Δημοτικό ή Κοινοτικό Κώδικα … ή από άλλη ειδική διάταξη. … Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η αρμόδια αρχή μπορεί μετά σύμφωνη γνώμη του ΣΧΟΠ να προβαίνει στην έγκριση κλπ. του σχεδίου και χωρίς τη γνωμοδότηση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου … 4. Τα σχέδια ρυμοτομίας ή οι τροποποιήσεις τους που υποβάλλονται από τους δήμους ή τις κοινότητες στην αρμόδια αρχή για έγκριση, πρέπει να συνοδεύονται από τις τυχόν σχετικές ενστάσεις του κοινού με τις παρατηρήσεις των δήμων και κοινοτήτων γι’ αυτές …». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα εξής : Για τον καθορισμό ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων, ο οποίος ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αυτών (βλ. Σ.τ.Ε. 270, 603-604/2008), απαιτείται η τήρηση της προβλεπομένης από την πολεοδομική νομοθεσία διαδικασίας της εγκρίσεως ή της τροποποιήσεως ρυμοτομικού σχεδίου. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής ο οικείος οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως πρώτου βαθμού έχει γνωμοδοτική μόνον αρμοδιότητα, δυνάμενος, πάντως, να υποβάλει πρόταση για τροποποίηση εγκεκριμένου σχεδίου. Δεν μπορεί, όμως, ο οργανισμός αυτός τοπικής αυτοδιοικήσεως, παρακάμπτοντας την προβλεπόμενη από την πολεοδομική νομοθεσία διαδικασία, να επιδιώξει τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων με την έκδοση από τα δικά του όργανα αποφάσεως κατά την διαδικασία κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, που προβλέπεται από τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3/2002, 3661/2005, 2486-7/2006, 786-7, 952/2008). Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που ακυρωθεί με δικαστική απόφαση η άρνηση της Διοικήσεως να άρει μη συντελεσμένη ρυμοτομική απαλλοτρίωση. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως πρώτου βαθμού δεν μπορεί, αν κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί και πάλι απαλλοτρίωση για δημιουργία κοινοχρήστου χώρου εντός της διοικητικής του περιφέρειας, να κηρύξει αυτήν ο ίδιος κατά τις διατάξεις περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, αλλά μπορεί μόνον να υποβάλει πρόταση, για σχετική τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, στο όργανο που, κατά τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα να τροποποιήσει το σχέδιο.

Σ.τ.Ε. 1139/2010 : Με αίτηση αναιρέσεως άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφορά που προέκυψε από αγωγή, με την οποία ο αναιρεσείων ζήτησε, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αποζημίωση προς αποκατάσταση ζημίας που υπέστη από παράνομες, κατ’ αυτόν, πράξεις και παραλείψεις οργάνων της αναιρεσίβλητης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι υπέστη ζημία διότι, στα πλαίσια απαλλοτριώσεως ακινήτου του εκτάσεως 4.948 τ.μ., αφαιρέθηκε επί πλέον έκταση, επίσης ιδιοκτησίας του, 2.793,02 τ.μ., χωρίς να κηρυχθεί, προηγουμένως, η απαλλοτρίωσή της και χωρίς να χωρήσει και γι’ αυτή (όπως έχει ήδη χωρήσει για την απαλλοτριωθείσα έκταση των 4.948 τ.μ.) καθορισμός τιμής μονάδος αποζημιώσεως από το Μονομελές Πρωτοδικείο, επί πλέον δε διότι από την ως άνω συνολικώς αφαιρεθείσα έκταση των 7.741,02 τ.μ. (4.948 + 2.793,02 τ.μ.) αποζημιώθηκε μόνο για 2.347,71 τ.μ.  και όχι για τα υπόλοιπα 5.393,31 τ.μ., ως προς τα οποία θεωρήθηκε ότι χωρεί αυταποζημίωση κατ’ εφαρμογήν του ν. 653/1977. Η διαφορά αυτή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανεξαρτήτως του ότι οι διαφορές που γεννώνται από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων υπάγονται κατ’ αρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 6 περ. β΄ του π.δ/τος 361/2001, στην αρμοδιότητα του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 905/2007, επίσης πρβλ. Σ.τ.Ε. 1936, 2413/2009, 1958, 3979/2006, 700/2003). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να παραπεμφθεί στο Α΄ Τμήμα του Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο να κρίνει περαιτέρω αν οι αποδοθείσες με την αγωγή του αναιρεσείοντος στα όργανα της καθ’ ης η αίτηση Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως παράνομες ενέργειες δημιουργούν ευθύνη αυτής κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.

Σ.τ.Ε. 1183/2009 Ολομέλειας : Όταν με το δικόγραφο προσβάλλονται πράξεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα περισσοτέρων τμημάτων, ο καθορισμός του αρμοδίου τμήματος προηγείται κάθε άλλου θέματος και διενεργείται κατ’ αρχήν επί τη βάσει μόνο των ρητώς προσβαλλομένων με το δικόγραφο πράξεων, δηλαδή εκείνων των οποίων ζητείται η ακύρωση ρητώς. Επιτρέπεται, όμως, προκειμένου να καθορισθεί το αρμόδιο τμήμα, η ερμηνεία του δικογράφου ως στρεφομένου και κατά χρονολογικώς προηγούμενης πράξεως, της οποίας δεν ζητείται ρητώς η ακύρωση, μόνο, όμως, στην περίπτωση κατά την οποία συνάγεται από το δικόγραφο με σαφήνεια ότι το αντικείμενο της δίκης και το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας αφορά κυρίως στην νομιμότητα της τελευταίας αυτής πράξεως και την ακύρωσή της (ρητώς προσβαλλόμενη πράξη κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, στο δικόγραφο, όμως, περιείχοντο και λόγοι στρεφόμενοι κατά της αποφάσεως περί προεγκρίσεως της χωροθετήσεως, με συνέπεια να θεωρηθεί ότι το δικόγραφο στρέφεται και κατά της αποφάσεως αυτής και ότι, ως εκ τούτου, αρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως είναι το Ε΄ Τμήμα).

Σ.τ.Ε. 3043/2011 Ε΄ Τμήματος : Δεν απαιτείται η έκδοση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού για το οδικό δίκτυο της χώρας, ενώ η κατ’ αρχήν επιλογή της δημιουργίας αυτοκινητοδρόμου μέσω σχεδιασμού επιπέδου Περιφερείας συνάδει με το άρθρο 24 του Συντάγματος.

Το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος επιτάσσει το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό χάριν της λειτουργικότητος και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως. Κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου είναι ο καθορισμός της θέσεως των δημοσίων, δημοτικών και κοινωφελών κτιρίων, ώστε αυτή να είναι η προσήκουσα εν όψει τόσον του σκοπού τον οποίον εξυπηρετούν τα εν λόγω κτίρια όσο και της σχέσεως αυτών προς τα λοιπά στοιχεία του σχεδίου πόλεως. Τα ανωτέρω ισχύουν κατ’ εξοχήν προκειμένου περί σχολικών κτιρίων, η θέση των οποίων, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας της παιδείας και της νεότητας (άρθρα 16 παρ. 2, 3, 4, άρθρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος), πρέπει να επιλέγεται με πολεοδομικά κριτήρια και κατά την πολεοδομική διαδικασία. Κατά συνέπεια, το άρθρο 31 παρ. 4 του ν. 2009/1992 το οποίον θεωρεί ότι όλα τα εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου οικοδομήσιμα οικόπεδα είναι κατάλληλα προς ανέγερση σχολικών κτιρίων, αντίκειται ευθέως στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι καταργεί τον πολεοδομικό σχεδιασμό και αφαιρεί την αρμοδιότητα του καθορισμού της κατάλληλης θέσεως των σχολικών κτιρίων από τις πολεοδομικές αρχές. Κατά ταύτα, είναι ανίσχυρη κατά την ουσιαστική ρύθμιση η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 4 του ν. 2009/1992 και, δεδομένου ότι δεν αναβιώνει η δι’ αυτής καταργηθείσα εξαιρετική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 622/77, ο καθορισμός της θέσεως των σχολικών κτιρίων πρέπει να γίνεται κατά τις πάγιες πολεοδομικές διατάξεις που διέπουν και τα λοιπά δημόσια, δημοτικά ή κοινωφελή κτίρια. Κατόπιν αυτού, δεν έχει έδαφος εφαρμογής η περί της καταλληλότητας των ακινήτων κρίση της Επιτροπής του άρθρου 16 του ΑΝ 627/1968 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 ν. 513/76), διότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής αυτής δεν εντάσσεται στη διαδικασία πολεοδομικού σχεδιασμού (Σ.τ.Ε. 813-4/2004 Ολομ., 1935, 1675/2004). Συνεπώς, απόφαση περί κηρύξεως  αναγκαστικής απαλλοτριώσεως για την ανέγερση σχολείου, εκδοθείσα κατ’ επίκληση μόνο πρακτικών καταλληλότητας της απαλλοτριουμένης εκτάσεως, που καταρτίσθηκαν από την Επιτροπή του άρθρου 3 του ν. 513/1976, χωρίς να έχει προηγηθεί πολεοδομικός αφορισμός της εκτάσεως αυτής ως χώρου για την ανέγερση σχολικών κτιρίων, αλλά κατ’ εφαρμογή, προφανώς, του ανωτέρω άρθρου 31 παρ. 4 του Ν. 2009/1992, είναι μη νόμιμη. Η πλημμέλεια δε αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν καλύπτεται από το γεγονός ότι μετά την έκδοσή της και την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως εκδόθηκε απόφαση, με την οποία τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του οικείου Δήμου και η απαλλοτριωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση έκταση χαρακτηρίσθηκε ως χώρος για την ανέγερση σχολικών κτιρίων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 526/2003). Συνεπώς, για τον ανωτέρω λόγο, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο (βλ. Σ.τ.Ε. 1675, 1935/2004), πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως για την ανέγερση σχολείου (βλ. Σ.τ.Ε. 4144/2005). 

Σ.τ.Ε. 1712/2009 ΣΤ΄ Τμήματος : Παραπέμπει στην Ολομέλεια  : Το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος επιτάσσει το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό χάριν της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και της εξασφάλισης των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης. Κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διάταξης, ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου είναι ο καθορισμός της θέσης των δημοσίων, δημοτικών και κοινωφελών κτιρίων, ώστε αυτή να είναι η προσήκουσα ενόψει τόσο του σκοπού τον οποίο εξυπηρετούν τα εν λόγω κτίρια, όσο και της σχέσης τους προς τα λοιπά στοιχεία του σχεδίου πόλεως. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εγκαταστάσεις των κρατικών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, η θέση των οποίων πρέπει να επιλέγεται με πολεοδομικά κριτήρια και κατά την πολεοδομική διαδικασία. Κατά συνέπεια, το άρθρο μόνο του ν.δ. 272/1969, κατά το οποίο όλα τα εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου οικοδομήσιμα οικόπεδα είναι κατάλληλα προς ανέγερση κτιρίων και εγκαταστάσεων κρατικών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, στις οποίες, κατά τις παραπάνω διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο κήρυξης της επίδικης απαλλοτρίωσης, υπαγόταν και η Ε.ΥΔ.Α.Π., αντίκειται ευθέως στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι καταργεί τον πολεοδομικό σχεδιασμό και αφαιρεί την αρμοδιότητα του καθορισμού της κατάλληλης θέσης των κτιρίων και εγκαταστάσεων κρατικών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων από τις πολεοδομικές αρχές. Κατά ταύτα, είναι ανίσχυρη κατά την ουσιαστική της ρύθμιση η διάταξη του άρθρου μόνου του ν.δ. 272/1969 και συνεπώς, ο καθορισμός της θέσης των κτιρίων και εγκαταστάσεων κρατικών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων πρέπει να γίνεται κατά τις πάγιες πολεοδομικές διατάξεις που διέπουν και τα λοιπά δημόσια, δημοτικά ή κοινωφελή κτίρια, (άρθρα 2 παρ. 1 και 29 του ν. διατάγματος της 17.7/16.8.1923, άρθρα 2 παρ. 2, 6 παρ. 4 και 26 του ν. 1337/1983, Φ.Ε.Κ. Α΄ 33, ήδη άρθρα 38 παρ. 2, 43 παρ. 4, 114 και 152 επ. του Κώδικα βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας, π. διάταγμα της 14ης Ιουλίου 1999 – πρβλ. ΣτΕ 813-4/2004 Ολομ., 1759/2008 κ.α., βλ. όμως 2606/1986 Ολομ. 3630/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, είχε κηρυχθεί υπέρ και με δαπάνες της Ε.ΥΔ.Α.Π. αναγκαστική απαλλοτρίωση έκτασης 487,92 τ.μ. στο Δήμο Μελισσίων για την κατασκευή αντλιοστασίου ύδρευσης της περιοχής Ντράφι, στην οποία περιλαμβανόταν και ακίνητο εμβαδού 100,71 τ.μ. που φερόταν ότι ανήκε στους αιτούντες. Με την Δ12/0/38123/8.10.2003 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, (Δ΄ 1102), βεβαιώθηκε η αυτοδίκαιη άρση της ανωτέρω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ανακοίνωσης για την παρακατάθεση της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση αυτή μέσα σε ενάμισι έτος από τον καθορισμό της προσωρινής τιμής μονάδας από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη συνέχεια, με την Δ12/0/32068/4.4.2005 προσβαλλόμενη απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, (Δ΄ 441), προκειμένου να λειτουργήσει το ήδη κατασκευασθέν αντλιοστάσιο, κηρύχθηκε εκ νέου αναγκαστική απαλλοτρίωση έκτασης 463,70 τ.μ. στην παραπάνω περιοχή, επί της Λεωφόρου Πεντέλης, με σκοπό την κατασκευή αντλιοστασίου προς ενίσχυση της υδροδότησης των Δήμων Μελισσίων – Πεντέλης και της περιοχής Ντράφι, υπέρ και με δαπάνες της Ε.ΥΔ.Α.Π., σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 2882/2001 και 2744/1999 και του άρθρου 28 του ν. 1068/1980, κατά τις οποίες η κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για κατασκευή έργων και εγκαταστάσεων της Ε.ΥΔ.Α.Π. γίνεται με πράξη του Υπουργού Δημοσίων Έργων, (ήδη Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων). Η ανωτέρω απαλλοτριωτική απόφαση εκδόθηκε βάσει του Τ.Α. 131β τοπογραφικού διαγράμματος του Ιουνίου του έτους 2003 και του σχετικού κτηματολογικού πίνακα της Ε.ΥΔ.Α.Π., στον οποίο αναφέρονται οι αιτούντες ως ιδιοκτήτες τμήματος της εν λόγω έκτασης, με εμβαδόν 80,85 τ.μ.. Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση της ανωτέρω απαλλοτριωτικής απόφασης κατά το μέρος που αφορά το ανωτέρω ακίνητό τους, εμβαδού 80,85 τ.μ., του οποίου φέρονται ως κύριοι εξ αδιαιρέτου. Με το από 9.12.1961 β. διάταγμα, (Δ΄ 147/23.12.1961), εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της Κοινότητας και ήδη Δήμου Μελισσίων ν. Αττικής. Η απαλλοτριωθείσα έκταση βρίσκεται στην περιοχή την οποία αφορά το ανωτέρω σχέδιο, στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 227Α, όμως, με τις διατάξεις του σχεδίου αυτού, όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απαλλοτριωτικής απόφασης, δεν γίνεται στο χώρο αυτό καθορισμός θέσης για την ανέγερση αντλιοστασίου ή γενικά, κτιρίου ή εγκατάστασης της Ε.ΥΔ.Α.Π.. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, η διάταξη του άρθρου μόνου του ν.δ. 272/1969, κατά την οποία όλα τα εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου οικοδομήσιμα οικόπεδα είναι κατάλληλα προς ανέγερση κτιρίων και εγκαταστάσεων κρατικών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, δεν είναι εφαρμοστέα, ως αντικείμενη προς το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, η προσβαλλόμενη αναγκαστική απαλλοτρίωση δεν εχώρησε νομίμως, διότι δεν είχε προηγηθεί αυτής ο καθορισμός της θέσης του επίδικου αντλιοστασίου της Ε.ΥΔ.Α.Π., σύμφωνα με τις αναφερόμενες ανωτέρω πάγιες πολεοδομικές διατάξεις, που διέπουν την ανέγερση των δημοσίων, δημοτικών και κοινωφελών κτιρίων.

Με την υπ΄αριθμ. Ολομ. 149/2014 κρίθηκε όμως το αντίθετο ήτοι ότι Επειδή, κατά την έννοια τηςδιατάξεως του άρθρου 24 του Συντάγματος, ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως είναι ο καθορισμός της θέσεως των δημοσίων, δημοτικών και κοινωφελών κτιρίων, ώστεαυτή ναείναι η προσήκουσα εν όψειτόσο του σκοπού τον οποίο εξυπηρετούν τα εν λόγω κτίρια, όσο και της σχέσεώς τους προς τα λοιπά στοιχεία του σχεδίου πόλεως. Ταανωτέρω ισχύουν και για τις εγκαταστάσεις των δημοσίων επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, η θέσητων οποίων πρέπει να επιλέγεται με πολεοδομικά κριτήρια και κατά την πολεοδομικήδιαδικασία. Η διάταξη,όμως, του άρθρου μόνου του ν.δ/τος 272/1969(άρθρου 152 παρ. 10 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας)δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη του Συντάγματος,κατά το μέρος που επιτρέπει την κατασκευή σε περιοχή εντός σχεδίου πόλεως, στηνοποία επιτρέπονται κατ’ αρχήν εγκαταστάσεις κοινωφελών οργανισμών,μικρής σε μέγεθος εγκαταστάσεως, πουεντάσσεται σε έργο υποδομής κοινωφελούς επιχειρήσεως, το οποίο αποβλέπει στην εξυπηρέτησηβασικής βιοτικής ανάγκης και η ύπαρξη, επομένως, του οποίου είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση της λειτουργικότητας οικισμών και των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων τους – στην θεραπεία των οποίων αποβλέπει και η ανωτέρω διάταξη του Συντάγματος – ακόμη και αν το ακίνητο, στο οποίο πρόκειται να ανεγερθεί η εγκατάσταση, δεν έχει καθορισθεί με το οικείο σχέδιο πόλεως ως χώρος για την κατασκευή αυτής. 

Αναστολή εκτελέσεως πράξεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως Μόνη η έκδοση της πράξεως περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δεν επιφέρει βλάβη στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριουμένου ακινήτου, που μπορεί να δικαιολογήσει την αναστολή εκτελέσεως αυτής, κατ’ εφαρμογήν του προαναφερθέντος άρθρου 52 παρ. 6 του Π.Δ. 18/1989. Τέτοια βλάβη επίκειται μόνον στην περίπτωση που συνάγεται σοβαρή πρόθεση για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Η πρόθεση αυτή εκδηλώνεται με την υποβολή εκ μέρους οιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους αιτήσεως περί προσδιορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως, διότι από του χρόνου τούτου ο νόμος προβλέπει την εντός συντόμου χρονικού διαστήματος δημοσίευση αποφάσεως περί προσδιορισμού της αποζημιώσεως, από την καταβολή ή παρακατάθεση της οποίας επέρχεται συντέλεση της απαλλοτριώσεως και ανακύπτει υποχρέωση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριουμένου ακινήτου να παραδώσει τούτο ελεύθερο στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση. Συνεπώς, αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεως περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ασκείται προώρως, αν δεν έχει υποβληθεί αίτηση περί προσδιορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως (βλ. Ε.Α. 691/2002 Ολομ.). [Έως την απόφαση αυτή εχορηγείτο αναστολή εκτελέσεως της πράξεως κηρύξεως απαλλοτριώσεως ανεξαρτήτως αν είχε  υποβληθεί αίτηση προσδιορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως.]

Η εκτέλεση της πράξεως κηρύξεως απαλλοτριώσεως αναστέλλεται μόνο όσον αφορά την κατάληψη του απαλλοτριουμένου ακινήτου, την κατεδάφιση των τυχόν επ’ αυτού ευρισκομένων κτισμάτων, την εκρίζωση των τυχόν επ’ αυτού δένδρων, την διακοπή λειτουργίας τυχόν λειτουργούσης στο ακίνητο επιχειρήσεως, χωρίς να παρακωλύεται η περαιτέρω πρόοδος της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως με τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος από το πολιτικό δικαστήριο, ούτε η διενέργεια στο ακίνητο των υλικών εκείνων ενεργειών, που είναι αναγκαίες κατά το στάδιο της προετοιμασίας εκτελέσεως του έργου, για την πραγματοποίηση του οποίου κηρύσσεται η απαλλοτρίωση, όπως π.χ. μετρήσεις.

Νομολογία Δικαστηρίου Στρασβούργου : Απόφαση της 2.4.2009 Π. και Γ. Γκίκας κατά Ελλάδας (26914/07) : Παραβίαση άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διότι το 2006 ακυρώθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομικό βάρος και το 2007 ήρθη το βάρος αυτό και συγχρόνως επανυπεβλήθη. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι παραβιάσθηκε η ανωτέρω διάταξη της ΕΣΔΑ, ενόψει αφενός του χρόνου που παρήλθε μεταξύ δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως και της άρσεως του ρυμοτομικού βάρους και αφετέρου της αναλώσεως του χρόνου αυτού από τη Διοίκηση όχι προς άρση της μακροχρόνιας δέσμευσης της ιδιοκτησίας των αιτούντων, αλλά προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της με την εκ νέου δέσμευση – αν και όχι εκ προοιμίου ανεπίτρεπτη – της ιδιοκτησίας τους, σε κατάφωρη αντίθεση προς το σαφές διατακτικό της αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι παραβιάσθηκε και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ ελλείψει αποτελεσματικότητας του συστήματος συμμορφώσεως που προβλέπει ο ν., 3068/2002. Αντιθέτως το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις αιτιάσεις των προσφευγόντων περί παραβιάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ λόγω μακρόχρονης στερήσεως της χρήσεως της περιουσίας τους και της μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς την ακυρωτική απόφαση του πρωτοδικείου, επειδή δεν είχαν ασκήσει προηγουμένως την προβλεπομένη στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 105 ΕισΝΑΚ) και αποτελεσματική στην πράξη αγωγή αποζημιώσεως.