ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την ατομική δόμηση εντός οικοπέδου.
Προηγείται του πολεοδομικού δικαίου ιστορικά.
Η ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Σύμφωνα με την κλασική θεωρία και νομολογία για τον προσδιορισμό της εννοίας της οικοδομικής άδειας αποδίδεται με μικρές αποκλίσεις περίπου ο εξής ορισμός :
Οικοδομική άδεια είναι η κατά δεσμία αρμοδιότητα πραγματοπαγής διοικητική πράξη, με την οποία η αρμόδια διοικητική αρχή επιτρέπει την εκτέλεση εντός ορισμένου χρόνου των οικοδομικών εργασιών που προβλέπονται στις μελέτες που την συνοδεύουν επι οικοπέδου. (βλ. και α.1πδ 8/13-7-1993).
Όμως ο κλασικός αυτός ορισμός περί «οικοδομικής άδειας ή άδεια οικοδομής» διασπάται με το νεοπαγή Νόμο 4030/2011, ισχύς από 1-3-2012, ο οποίος στο άρθρο 1 προβλέπει ότι για την κατασκευή ιδιωτικών έργων θα πρέπει να εκδοθούν δύο πράξεις :
α) Η έγκριση δόμησης: που είναι η πιστοποίηση του δικαιώματος δόμησης σύμφωνα με τους όρους δόμησης και αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας δόμησης και
β) Η άδεια δόμησης: η οποία είναι η άδεια με την οποία επιτρέπεται η εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών που περιγράφονται σε αυτήν και στις μελέτες που τη συνοδεύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Η έγκριση δόμησης είναι λοιπόν προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας δόμησης . Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα ποια η νομική φύση της νέας διαδικασίας για την έκδοση άδειας οικοδομής. Θεωρώ ότι πρόκειται για την έκδοση δυο εκτελεστών πράξεων με βάση την ίδια νομοθεσία , την ίδια διοικητική διαδικασία που επιδιώκουν ενιαίο σκοπό και άρα πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια (ΣτΕ ολομ.3619/1995). Συνεπώς οι πλημμέλειες που φέρει η πράξη έγκρισης δόμησης μεταγγίζονται στην άδεια δόμησης έτσι ώστε μπορεί τελευταία να προσβληθεί και να ακυρωθεί για ελαττώματα που δεν φέρει η ίδια αλλά η απορροφηθείσα από αυτήν έγκριση δόμησης.
Συνεπώς υπό την ισχύ του νέου νόμου θα πρέπει να δημιουργηθεί το εξής πλέγμα ορισμών :
Α’ ΣΤΑΔΙΟ: ΄Έγκριση δόμησης είναι με δεσμία αρμοδιότητα περιορισμένης χρονικής ισχύος διοικητική πράξη με την οποία διαπιστώνεται το δικαίωμα δόμησης του αιτούντος επι συγκεκριμένου γηπέδου από τον Ελεγκτή Δόμησης.
Αρμόδιο όργανο είναι οι Ελεγκτές Δόμησης(ΕΛΔΟΜ), μηχανικοί, με ασυμβίβαστο δημοσίου υπαλλήλου, δεν τελούν σε ιεραρχικό έλεγχο με τις υπηρεσίες Δόμησης (ΥΔΟΜ) και εποπτεύονται από το ΥΠΕΧΩΔΕ. Παράλληλα οι Υπηρεσίες Δόμησης παύουν να έχουν αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή του ελεγκτικού έργου, το οποίο πλέον ανατίθεται στους Ελεγκτές Δόμησης. Εφόσον ο έλεγχος είναι θετικός η έγκριση χορηγείται εντός 5 ημερών με ισχύ ένα έτος εως 2000μ2 ή 2 έτη για άνω των 2000 μ2.
Β΄Στάδιο: Η άδεια δόμησης (δηλ. η άδεια οικοδομής).
Η Άδεια Δόμησης εκδίδεται από την οικεία ΥΔΟΜ εντός δύο (2) ημερών (χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, αλλά μόνο με έλεγχο πληρότητας υποβολής των απαιτούμενων μελετών και δικαιολογητικών). Με την χορηγούμενη άδεια δόμησης είναι δυνατό να ξεκινήσουν οι οικοδομικές εργασίες.
Η ειδική προσφυγή του άρθρου 30 του Ν. 4030/2011.
Κατά των πορισμάτων των ελεγκτών δόμησης και των πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων των Υ.ΔΟΜ., που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του Ν.4030/11 και της νομοθεσίας περί αυθαιρέτων, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής για λόγους νομιμότητας (ειδική προσφυγή) στο αρμόδιο Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων της περιφερειακής ενότητας του άρθρου 30 του Ν.4030/11. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε τριάντα ημέρες με κατάθεση στο πρωτόκολλο της Υπηρεσίας Δόμησης που κοινοποίησε την πράξη. Για το παραδεκτό της προσφυγής απαιτείται η καταβολή παράβολου ύψους πενήντα (50) ευρώ. Αν η προσφυγή γίνει δεκτή, το παράβολο επιστρέφεται. Τα ποσά των παραβόλων αποτελούν έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Τίθεται θέμα εάν η προσφυγή αυτή κατάργησε την ενδικοφανή διαδικασία στην Επιτροπή Κρίσεως Αυθαιρέτων Κτισμάτων του πδ 267/98.
ΙΣΧΥΣ
Οι οικοδομικές άδειες ισχύουν καταρχήν για 4 χρόνια από την έκδοσή τους εάν το κτίριο είναι εως 5.000μ2, άλλως για 6 έτη για άνω . Για μικρές εργασίες όπως κοπή δένδρων , κατεδαφίσεις κλπ η άδεια εκδίδεται ταυτόχρονα με την έγκριση δόμησης και ισχύει για 1 έτος.
Θα πρέπει να προσεχθεί ότι τα ανωτέρω χρονικά όμως όρια αναφέρονται στο επιτρεπτό της εκτελέσεως βάσει των αδειών αυτών οικοδομικών εργασιών, οι άδειες όμως ως διοικητικές πράξεις, αποτελούσες προϋπόθεση της νομιμότητος των βάσει αυτών ανεγερθέντων κτισμάτων και περιέχουσες τις περί των εν λόγω κτισμάτων ρυθμίσεις, εξακολουθούν να ισχύουν και να παράγουν έννομες συνέπειες και μετά την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών (ΣτΕ 879, 3159/1998, 7μ, 2330/2009). Συνεπώς δεν τίθεται θέμα καταργήσεως δίκης που έχει ανοιγεί με αίτηση ακυρώσεως κατά οικοδομικής άδειας εκ του λόγου ότι παρήλθε ο οριζόμενος στην προαναφερθείσα διάταξη χρόνος ισχύος της.
ΓΙΑ ΠΟΙΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Με το άρθρο 4 του ΝΟΚ (και 329ΚΒΠΝ) θεσπίζεται ο γενικός κανόνας ότι καταρχήν κάθε εργασία δόμησης θέλει οικοδομική άδεια. Εξαίρεση εισάγεται μόνο για τις ρητώς στο νόμο μνημονευόμενες εργασίες (ΣτΕ 1706/99).
Έτσι, οικοδομική άδεια απαιτείται όχι μόνο για να ανεγερθεί εξαρχής μία οικοδομή και να γίνουν οι σχετικές εκσκαφές στο οικόπεδο, αλλά και για να γίνει προσθήκη σε ήδη υπάρχουσα οικοδομή (καθ’ ύψος ή κατ’ επέκταση), να γίνει διαμόρφωση του περιβάλλοντος την οικοδομή χώρου με επιχωματώσεις ή κατασκευή τοιχείων, για να γίνει περίφραξη ( ΣτΕ 1555/97), να γίνουν διαρρυθμίσεις στο εσωτερικό της οικοδομής, αλλαγή χρήσεως αυτής (π.χ. από κατοικία σε κατάστημα). Ακόμη και για την κατασκευή ψευδοροφής κρίθηκε ότι απαιτείται οικοδομική άδεια (ΣτΕ 4565/98) ή για τη διενέργεια εργασιών επισκευής ( ΣτΕ1706/99).
Εξάλλου, άδεια χορηγείται για να νομιμοποιηθεί αυθαίρετη οικοδομή ή κατασκευή ήδη ανεγερθείσα αυθαιρέτως ( ΣτΕ 4458/98, 5010/97, 2904/93).
Εάν η κατασκευή έχει ήδη κηρυχθεί αυθαίρετη, εφόσον μπορεί να εκδοθεί άδεια ,δεν απαιτείται για την έκδοση οικοδομικής άδειας περί νομιμοποιήσεώς της η προηγούμενη επιβολή ή είσπραξη του προστίμου ανεγέρσεως ή διατηρήσεως αυθαιρέτου. Δηλαδή η διοίκηση δεν μπορεί να αρνηθεί την έκδοση άδειας υπο την αίρεση καταβολής των σχετικών προστίμων (5010/97).
Εάν έχει εκδοθεί πράξη περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής, η οικοδομική άδεια για την νομιμοποίηση αυτής προϋποθέτει την νομιμότητα της περί εξαιρέσεως πράξεως (5485/95). Πάντως η ύπαρξη αυθαιρέτων κατασκευών σε μία οικοδομή δεν αποκλείει οπωσδήποτε τη χορήγηση άδειας για την εκτέλεση εργασιών στην εν λόγω οικοδομή, εφόσον η Διοίκηση δεν επικαλείται ειδικούς λόγους για τους οποίους οι αυθαίρετες αυτές κατασκευές καθιστούν μη νόμιμες και τις εργασίες για τις οποίες ζητείται η άδεια (πρβλ. 3326/99, 2389/2000).
Δεν απαιτείται άδεια για την κατεδάφιση κατασκευών, που έχουν χαρακτηρισθεί επικινδύνως ετοιμόρροπες ή έχουν κριθεί οριστικώς αυθαίρετες αλλά πρέπει να γίνει ανακοίνωση στο ΑΤ.
Οικοδομική άδεια δεν απαιτείται για εσωτερικούς ή εξωτερικούς χρωματισμούς όταν δεν γίνεται χρήση ικριωμάτων, για μικρές εσωτερικές επισκευές ή διασκευές, που δεν θίγουν τη φέρουσα κατασκευή του κτιρίου ή την εμφάνισή του, για επισκευές δαπέδου, για επισκευές, διασκευές ή συμπληρώσεις των εγκαταστάσεων και αγωγών των κτιρίων, για μικρές επισκευές θυρών, παραθύρων, στεγών, δωμάτων χωρίς χρήση ικριωμάτων, και γενικά για μικρές και μεμονωμένες επισκευές για λόγους χρήσης, υγιεινής και προστασίας των κτιρίων, που υφίστανται νόμιμα.
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΑΔΕΙΩΝ
Ουσιαστικά προβλέπονται τρείς κατηγορίες αδειών :
1.Η ΑΔΕΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ : ιδίως για Ανέγερση, προσθήκη, επισκευή, κτιρίων και των παραρτημάτων τους, κατεδάφιση κατασκευών, εκσκαφές ή επιχώσεις μεγαλύτερες του συν/πλην 0,80 μέτρα, επιστρώσεις, διαμορφώσεις οικοπέδων και γηπέδων, Κατασκευή πισίνας. Αλλαγή χρήσης, σε περίπτωση που επέρχεται αλλαγή προς το δυσμενέστερο, στα στοιχεία του διαγράμματος δόμησης ή στα φορτία σχεδιασμού της στατικής μελέτης ή αλλαγή μηχανολογικών εγκαταστάσεων ως προς τις διελεύσεις τους από άλλους ορόφους ή κοινόχρηστους χώρους. Περιτοιχίσεις και περιφράξεις που δεν ορίζονται με την παράγραφο 3ζ. Κατασκευή υπόγειων δεξαμενών
2. ΈΓΚΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΙΚΡΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ :
Ιδίως δοκιμαστικές τομές του εδάφους και εκσκαφή μετά από έγγραφο της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας, γεωτρήσεις νερού σε ιδιόκτητα οικόπεδα εντός σχεδίου ή εντός οικισμού ή σε γήπεδα εκτός σχεδίου, κατασκευή ανελκυστήρα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 27 που απαιτείται για τη μετακίνηση των ατόμων με αναπηρία, κοπή δένδρων μέσα σε εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια ή τις Ζ.Ο.Ε. που δεν προστατεύονται από τις διατάξεις για την προστασία των δασών κ.α
3. ΈΓΓΡΑΦΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ, ΠΡΟ 48 ΩΡΩΝ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΟΙΚΕΙΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ:
Μικρής έκτασης εσωτερικές επισκευές ή διασκευές που δεν μεταβάλλουν τη φέρουσα κατασκευή του κτιρίου ή τις όψεις του, εξωτερικούς χρωματισμούς ή αντικατάσταση κιγκλιδωμάτων ή επισκευή επιχρισμάτων ή επισκευή όψεων χωρίς χρήση ικριωμάτων, αλλαγή ή επισκευή δαπέδων και επενδύσεων τοίχων ή οροφών, συντήρηση, επισκευή ή διασκευή ή τμηματική αντικατάσταση εγκαταστάσεων και αγωγών κτιρίων, αντικατάσταση εσωτερικών ή εξωτερικών κουφωμάτων και υαλοπινάκων στο ίδιο άνοιγμα, συντήρηση, επισκευή στεγών χωρίς χρήση ικριωμάτων, τοποθέτηση ηλιακών θερμοσιφώνων σύμφωνα με την παράγραφο 2β΄ και γ΄ του άρθρου 19.
ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΤΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Για τις ακόλουθες περιπτώσεις οι εργασίες εκτελούνται χωρίς άδεια δόμησης σύμφωνα με τους όρους που ορίζει η αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης και ύστερα από δήλωση ανάληψης επίβλεψης από αρμόδιο μηχανικό, που γνωστοποιείται στο οικείο αστυνομικό τμήμα:
α) κατεδάφιση κατασκευών ή κτιρίων, που χαρακτηρίζονται επικινδύνως ετοιμόρροπα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επικινδύνων οικοδομών, με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου,
β) εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας που καθορίζονται από την αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης, σε κτίριο ή κατασκευές που έχουν χαρακτηρισθεί επικίνδυνες, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις,
γ) κατεδάφιση ή αποκατάσταση κατασκευών που έχουν κριθεί οριστικά αυθαίρετες κατά τις ισχύουσες περί αυθαιρέτων διατάξεις.
Δένδρα : Εάν σε ακίνητο κείμενο εντός σχεδίου πόλεως υπάρχουν δένδρα, τότε, προκειμένου να ανεγερθεί σε αυτό οικοδομή, πρέπει να χορηγηθεί από την πολεοδομική υπηρεσία, εκτός από την οικοδομική άδεια, και άδεια κοπής δένδρων. Για το σκοπό αυτό ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει μαζί με τη σχετική αίτηση – μελέτη για την έκδοση της οικοδομικής άδειας και τοπογραφικό διάγραμμα που να εμφανίζει τα προς κοπή δένδρα, καθώς και περιγραφή του είδους και του αριθμού τους, ώστε η πολεοδομική υπηρεσία, εν πλήρει γνώσει της πραγματικής καταστάσεως, να ασκήσει την αρμοδιότητά της. Η αρμοδιότητα αυτή συνίσταται σε οριακό έλεγχο ως προς τη θέση της οικοδομής, ώστε αφενός να μη αναιρείται το δικαίωμα του ιδιοκτήτη προς οικοδόμηση και αφετέρου να εξασφαλίζεται η αρμονική ένταξη της οικοδομής στο φυσικό περιβάλλον και η ελάχιστη δυνατή επέμβαση στα υπάρχοντα δένδρα. Αν δεν υποβληθεί το προαναφερθέν διάγραμμα με τα λοιπά στοιχεία, η εκδιδόμενη οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη ( ΣτΕ 2563/2000, 1840/97, 4299/96, 412, 2785/93). Η πλημμέλεια δε αυτή της άδειας δεν μπορεί να θεραπευθεί επιγενομένως με τροποποίηση της άδειας με πράξη αναθεωρήσεως, διότι η εγκρινόμενη με την αρχική οικοδομική άδεια αρχιτεκτονική λύση πρέπει να είναι προσαρμοσμένη προς το φυσικό περιβάλλον (ΣτΕ 1840/97). Αν πάντως υποβληθεί αίτημα εκδόσεως άδειας κοπής δένδρων, συνοδευόμενο από τα νόμιμα δικαιολογητικά, η πολεοδομική αρχή οφείλει να αποφανθεί επ’ αυτού, άλλως παραλείπει οφειλόμενη ενέργεια (ΣτΕ 2563/2000). Αρμόδια για τη χορήγηση άδειας κοπής δένδρων για τα εντός σχεδίου ακίνητα είναι η πολεοδομική υπηρεσία και όχι η δασική (ΣτΕ 1840/97).
ΚΡΙΣΙΜΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου που εφαρμόζεται και για τις οικοδομικές άδειες, κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι κατ’ αρχήν το ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως της άδειας, και όταν ακόμη θεσπίζεται μεταβολή των όρων δομήσεως μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής αιτήσεως (με πλήρη πολεοδομική μελέτη) και της ημερομηνίας εκδόσεως της οικοδομικής άδειας (Σ.τ.Ε. 511/2003, 3902/2005).
Το αυτό ισχύει και για την εκδόσεως άδειας για προσθήκη σε υπάρχον ήδη κτίσμα, εφαρμοστέοι για την προσθήκη αυτή είναι οι ισχύοντες κατά τον χρόνο εκδόσεως της αφορώσης τη προσθήκη νεότερης άδειας όροι και περιορισμοί δομήσεως (2771/93).
Επί αναθεωρήσεως με την οποία επιτρέπεται αλλαγή χρήσεως της οικοδομής, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί χρήσεων γης που ισχύουν κατά την έκδοση της πράξεως περί αναθεωρήσεως και όχι εκείνες που ίσχυαν κατά το χρόνο εκδόσεως της αρχικής άδειας (2504/2000).
Αντιθέτως κρίθηκε ότι, αν μεταξύ της εκδόσεως οικοδομικής άδειας δυνάμει της οποίας ο δικαιούχος προέβη σε σχετικές εργασίες και της αναθεωρήσεώς της λόγω λήξεως της ισχύος της μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς ως προς τους όρους δομήσεως (όχι ως προς τις χρήσεις γης), τότε εφαρμόζεται κατά την αναθεώρηση το παλαιό καταρχήν καθεστώς (920/92, 3407/95).
Κάμψη της αρχής αυτής μπορεί να θεσπισθεί μόνο με ειδική μεταβατική διάταξη στη νέα ρύθμιση, ορίζουσα ότι οι ήδη υποβληθείσες αιτήσεις υπάγονται στο παλαιό καθεστώς των όρων δομήσεως, δηλαδή αυτό που ίσχυε κατά τον χρόνο της υποβολής των (2726/93, 807/87. 6/84, 3434/79- βλ. περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλεπόταν μεταβατική διάταξη σε Σ.τ.Ε. 1689, 3407/95).
Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας είναι η τροποποίηση της καταρχήν ισχύουσας άδειας εν ευρεία εννοία.
Η αναθεώρηση επιβάλλεται όταν : α ) Υπάρχει μεταβολή της ρυθμίσεως που έχει γίνει με την άδεια (π.χ. αύξηση των ορόφων, αλλαγή αρχιτεκτονικής μελέτης, αλλαγή χρήσεως του κτιρίου κα) είτε β) Υπάρχει μεταβολή στα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της άδειας π.χ αλλαγή επιβλέποντος μηχανικού ή δικαιούχου της άδειας).
Το άρθρο 334 παρ.2 ΚΒΠΝ προβλέπει αναθεώρηση της άδειας κατά τη διάρκεια της ισχύος της (4ετια) και για το υπόλοιπο του χρόνου της ισχύος της σε περίπτωση αλλαγής του επιβλέποντος μηχανικού, μεταβολής του δικαιούχου της άδειας, τροποποιήσεως των μελετών, αυξήσεως του συντελεστή δομήσεως, του όγκου της οικοδομής και αλλαγής της χρήσεως του κτιρίου.
Θα πρέπει να προσεχθεί ότι εάν το έργο έχει ήδη ολοκληρωθεί (περαιωμένο έργο) ή για αλλαγή χρήσης του, δεν εκδίδεται αναθεώρηση της αρχικής οικοδομικής άδειας αλλά θα πρέπει να εκδίδεται νέα άδεια.
Η αναθεώρηση αποτελεί αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να τροποποιεί εν μέρει ή και να αντικαθιστά την αρχική άδεια. Αντικαθιστά την αρχική άδεια σε περίπτωση που επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των αρχικών σχεδίων της οικοδομής (3670/99, 2880/97), οπότε και καταργείται η δίκη που έχει ανοιγεί με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αρχικής άδειας.
Αντιθέτως αν οι μεταβολές που επιφέρει η πράξη αναθεωρήσεως είναι επουσιώδεις, και πάντως δεν αφορούν τα αμφισβητούμενα με την αίτηση ακυρώσεως κατά της άδειας στοιχεία, η πράξη αυτή δεν αντικαθιστά την άδεια και επομένως δεν επηρεάζει την ανοιγείσα με την εν λόγω αίτηση ακυρώσεως δίκη (ΣτΕ 1075/93). Πρόκειται δηλαδή για συναφή πράξη.
Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκείται κατά πράξεως αναθεωρήσεως οικοδομικής άδειας δεν μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς λόγοι αφορώντες πλημμέλειες της άδειας, εφόσον έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως , δεδομένου ότι η αρχική άδεια καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας ( ΣτΕ 2017, 2252-3/97).
Η αναθεώρηση της οικοδομικής αδείας προϋποθέτει υφιστάμενη ισχύουσα καταρχήν άδεια. Επομένως, αν η οικοδομική άδεια ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, δεν μπορεί, μετά την ακύρωσή της, να αναθεωρηθεί, αφού λόγω του αναδρομικού χαρακτήρα του ακυρωτικού αποτελέσματος της δικαστικής απόφασης η άδεια αυτή θεωρείται ότι ουδέποτε εκδόθηκε (βλ. Σ.τ.Ε. 302/2002, 1418/1961).
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΦΑΚΕΛΟΥ:
Στην παρ. 4 του προαναφερθέντος άρθρου 334 προβλέπεται ότι δεν απαιτείται αναθεώρηση της άδειας για μικρής σημασίας τροποποιήσεις των μελετών και τοπικής σημασίας μεταβολές του φέροντος οργανισμού του κτιρίου, καθώς και για μικρές μεταβολές των διαστάσεων του κτιρίου και του οικοπέδου, εφόσον με αυτές δεν παραβιάζονται ο συντελεστής δομήσεως, που χρησιμοποιήθηκε κατά την έκδοση της άδειας και οι υποχρεωτικές αποστάσεις του κτιρίου από τα όρια του οικοπέδου. Στις περιπτώσεις αυτές χωρεί ενημέρωση του φακέλλου της άδειας, η πράξη ενημερώσεως είναι εκτελεστή διοικητική πράξη προσβαλλομένη με αίτηση ακυρώσεως (1010/2001).
Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Η διακοπή οικοδομικών εργασιών είναι πράξη της διοίκησης με την οποία πιστοποιείται η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, με ή χωρίς άδεια, κατά παράβαση ισχυουσών διατάξεων και διατάσσεται η διακοπή αυτών.
Όταν εκδοθεί η οικοδομική άδεια από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία, δε μπορεί να διακόπτει τις οικοδομικές εργασίες εκτός και αν διαπιστωθεί ότι η άδεια ήταν παράνομη (οπότε πρέπει να προβεί στην ανάκληση) ή αν εκτελούνται οικοδομικές εργασίες καθ’ υπέρβαση αυτής.
Η πράξη διακοπής εργασιών πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και να προσδιορίζει σαφώς τη νομική πλημμέλεια της αδείας, ή άλλο λόγο που σύμφωνα με το Νόμο επιβάλλει τη διακοπή των εργασιών (ΣτΕ 2726/93, 1555, 2880, 3929/97, 2389/2000). Η διακοπή των εργασιών δεν αποτελεί καταρχήν και ανάκληση της άδειας . Αντίθετα όμως η επι μακρόν ή επ΄αόριστο συνιστά ανάκληση αδείας (ΣτΕ 1755/89 ,721, 1379, 1459/2000, 648/99, 1065/98 και εγκύκλιος Ε78/89).
Σύμφωνα με την ΣτΕ 4708/87 εάν μετά τη διακοπή εργασιών ακολουθήσει αναθεώρηση της αδείας οικοδομικών εργασιών, η διακοπή θεωρείται ανακληθείσα και δεν απαιτείται να εκδοθεί πράξη περί ανακλήσεώς της. Με την εγκύκλιο 23/95 «διαδικασία ελέγχου οικοδομής, διακοπής οικοδομικών εργασιών και επανέναρξη αυτών», παρ.3 εδαφ.Α2, ορίζεται ότι η «συνέχιση των οικοδομικών εργασιών μπορεί να επιτραπεί μόνο ύστερα από νεότερο έγγραφο».
ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Πλημμελής (ελαττωματική) είναι εκείνη η οικοδομική άδεια η οποία έχει εκδοθεί κατά παράβαση των διατάξεων οι οποίες καθορίζουν, τα όργανα, τον τρόπο έκδοσής της, τη διαδικασία, τα δικαιολογητικά αλλά και το τυπικό και ουσιαστικό περιεχόμενό των εκθέσεων, των διαγραμμάτων και των μελετών της. Πρόκειται για νομικές πλημμέλειες.
Η νομιμότητα της οικοδομικής άδειας ενδιαφέρει όχι μόνον στο στάδιο της κατασκευής αλλά και μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής αφού ανακύπτει συχνά ζήτημα νομιμότητας της οικοδομικής άδειας σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις: α) είτε σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ή β) σε περίπτωση επέκτασης της κατασκευής ή και αναθεώρησης της άδειας .
Η οικοδομική άδεια εφόσον πάσχει νομικών πλημμελειών μπορεί να ανακληθεί και μετά τη λήξη του χρόνου της ισχύος της, διότι, όπως έγινε δεκτό, τα χρονικά όρια ισχύος των οικοδομικών αδειών αναφέρονται στο επιτρεπτό της εκτελέσεως βάσει αυτών των προβλεπόμενων οικοδομικών εργασιών, κατά τα λοιπά δε οι οικοδομικές άδειες, ως διοικητικές πράξεις, αποτελούν προϋπόθεση της νομιμότητας των οικοδομών και εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ανέγερσή τους (Σ.τ.Ε. 3159/1998 7μ.).
Η πράξη ανάκλησης οικοδομικής άδειας πρέπει να στηρίζεται σε ειδική αιτιολογία, με την οποία προσδιορίζεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο και σαφή, η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην ανακαλούμενη άδεια ή ο άλλος λόγος που επιτρέπει τυχόν κατά νόμο την ανάκληση (βλ. ΣτΕ 2132/2008, 3047/2002, 900/1998, 2880/1997, 420/1995, 1974/1994, 2726/1993 κ.λπ.).
Κατά τις αυτές, ωστόσο, γενικές αρχές, ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης είναι επιτρεπτή, χωρίς χρονικό περιορισμό, όταν, κατά την ειδικώς αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας αρχής, τούτο επιβάλλουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή όταν η έκδοση της ανακαλουμένης παράνομης πράξης προκλήθηκε από δόλια ενέργεια του διοικουμένου (βλ. Σ.τ.Ε. 2942/2012, ΣτΕ 2132/2008, 3159/1998, 6428/1995, 869/1994, 2429/1992, 2341/1987, 1987/1983 κ.ά.) . Οι πολεοδομικοί κανόνες καθώς και οι κανόνες του δικαίου της δόμησης θεωρούνται, κατ’αρχήν, κανόνες δημόσιας τάξης και επομένως η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση των κανόνων αυτών αποτελεί, κατά κανόνα, λόγο δημοσίου συμφέροντος για την ανάκληση της οικοδομικής άδειας εντός του χρόνου της ισχύος της. Περαιτέρω, η νομιμότητα της ανακλητικής διοικητικής πράξης, κρίνεται από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται, εν όψει των περιεχομένων σ’ αυτήν αιτιολογιών ανάκλησης που μπορεί να συμπληρώνονται από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 719/2015, 4069/2012 , 878/2004 ,ΣτΕ 2233/1977 Ολομ.), χωρίς όμως να επιτρέπεται σε αυτό να υποκαταστήσει τις μη νόμιμες αιτιολογίες με άλλη αιτιολογία, την οποία δεν επικαλέσθηκε η αρχή που την εξέδωσε (πρβλ. ΣτΕ 3177/2015, 719/2015, 3318/1999 , 6428/1995 , 312/1994 ).
Για τη νομιμότητα της οικοδομικής άδειας δεν απαιτείται να μνημονεύονται σ’ αυτήν οι διατάξεις βάσει των οποίων εκδίδεται (3670/92, 408/99, 735-6/2000).
Εξάλλου, ελλείψεις ή ανακρίβειες των διαγραμμάτων που συνοδεύουν την οικοδομική άδεια δεν καθιστούν αυτήν κατ’ ανάγκην πλημμελή, αν δεν συνάπτονται προς παράβαση ουσιαστικών πολεοδομικών διατάξεων (4196/98).
Υποχρέωση, άλλωστε, της πολεοδομικής υπηρεσίας να επαληθεύσει τα δεδομένα των υποβληθέντων σ’ αυτήν με την αίτηση περί χορηγήσεως της άδειας διαγραμμάτων ανακύπτει μόνον σε περίπτωση που αυτά αμφισβητηθούν (1807/2001).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΩΝ
Α. ΜΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΕΣ.
Η πρώτη κατηγορία, δηλαδή η απώλεια του νομίμου ερείσματός της άδειας, δεν αποτελεί γνήσια και αυτοτελή περίπτωση πλημμέλειας οικοδομικής άδειας, ωστόσο μπορεί να επιφέρει την ακυρότητα της άδειας, εφόσον προσβληθεί και η οικοδομική άδεια. Πρόκειται ιδίως για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες:
αα/ ακυρώνεται η ατομική πράξη η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι εφόσον η πράξη αυτή είναι ατομική και προηγείται δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως ούτε από τη Πολεοδομία ούτε και από το ακυρωτικό δικαστήριο, λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας. Θα πρέπει να προσβληθεί αυτοτελώς και αν ακυρωθεί ως προηγούμενη συναφής πράξη. Αντίθετα εάν είναι κανονιστικού χαρακτήρα μπορεί (βλέπε παρακάτω υπο ββ). Εάν παραδείγματος χάριν πρόκειται για τροποποίηση του σχεδίου πόλεως θα πρέπει να προσεχθεί εάν αφορά την ρυμοτομική γραμμή , οπότε είναι ατομική διοικητική πράξη και δεν ελέγχεται ή αφορά όρο δόμησης ή αλλαγή χρήσης , οπότε αποτελεί κανονιστική και ελέγχεται.
Παραδείγματος χάριν κτίριο στο οποίο ασκείται δραστηριότητα υπαγόμενη σε περιβαλλοντική αδειοδότηση και ακυρώνεται η έγκριση των σχετικών περιβαλλοντικών όρων, η οποία αποτελεί νόμιμο έρεισμα της οικοδομικής άδειας π.χ. δραστηριότητα προσωρινής αποθήκευσης μη επικινδύνων στερεών αποβλήτων και συναφείς εγκαταστάσεις (Σ.τ.Ε. 292/2012) . Αντίθετα εάν δεν έχει ακυρωθεί με δικαστική απόφαση η έγκριση περιβαλλοντικών όρων δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως επ΄ ευκαιρία προσβολής της οικοδομικής αδείας , διότι είναι συναφής ατομική πράξη (ΣτΕ 3619/1995 Ολομ).
ββ/ όταν ελέγχεται παρεμπιπτόντως το νόμιμο έρεισμα (νομοθετικό ή κανονιστικό διάταγμα) με το οποίο καθορίσθηκαν όροι και περιορισμοί δόμησης ή η χρήση π.χ. αθλητικό κέντροπαγοδρόμιο στο Μαρούσι (Σ.τ.Ε. 2688/2010, Ε τμ. 7μ.) ή π.χ. αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του νόμου για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης (Σ.τ.Ε. 4541/2011 7μ.).
Σχέση οικοδομικής άδειας και Σχεδίου Πόλης.
Τα σχέδια πόλεων και οι πολεοδομικές μελέτες καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και οικοδομήσιμους χώρους, τους όρους και περιορισμούς δομήσεως, τα δίκτυα υποδομής, τις χρήσεις γης και συγκροτούν, εν γένει, το πολεοδομικό καθεστώς των οικισμών. (πρβλ. Ε.Α. 297/2001).
Κρίσιμο είναι εάν τίθεται θέμα ακυρότητας της ρυμοτομικής γραμμής , οπότε δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως ή των όρων δόμησης , χρήσης κλπ. Κατά τη χορήγηση της σχετικής άδειας , όπως είπαμε , δεν μπορεί να ελεγχθεί από την διοίκηση ή το Δικαστήριο , παρεμπιπτόντως η νομιμότης του ρυμοτομικού σχεδίου με το οποίο το συγκεκριμένο ακίνητο εντάχθηκε στο σχέδιο και προβλέφθηκε ως οικοδομήσιμος χώρος (2562/2000, 408/99, 2281-2/92, 55/93).
Η επιχείρηση εργασιών δυνάμει οικοδομικής αδείας επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι το νόμιμο έρεισμα της αδείας, δηλαδή το σχέδιο πόλεως, εξακολουθεί να αναπτύσσει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του και όχι, σε περίπτωση κατά την οποία έχει ακυρωθεί δικαστικώς ή διοικητικώς ή έχει ανασταλεί η εκτέλεσή του με απόφαση της Ε.Α. ή οίκοθεν από την Διοίκηση. Συνεπώς, η αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατά πράξεως εγκρίσεως ή τροποποιήσεως σχεδίου πόλεως, δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου ή αλυσιτελής εκ μόνου του λόγου ότι έχει εκδοθεί η σχετική οικοδομική άδεια, διότι από την τυχόν αναστολή εκτελέσεως του σχεδίου πόλεως με απόφαση της Ε.Α., η συμμόρφωση προς την οποία είναι υποχρεωτική, δεν θίγεται μεν η ισχύς της αδείας,καθίσταται όμως ανεπίτρεπτη η εκτέλεση των σχετικών οικοδομικών εργασιών( Ε.Α. 60/2007).
Με την 764/2006 απόφαση του Ε΄ Τμήματος ετέθη το ζήτημα αν ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών διαταγμάτων και πράξεων που τροποποιούν το σχέδιο πόλης και καθορίζουν όρους δομήσεως είναι απεριόριστος ή υπόκειται σε περιορισμούς. Κατόπιν παραπομπής στην Ολομέλεια κρίθηκαν με την 3839/2009 απόφασή της τα εξής : Ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου των διοικητικών διαφορών, απορρέουσα από το κατοχυρούμενο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό. Τούτο δε διότι σκοπός της αρχής του παρεμπίπτοντος ελέγχου του απρόσωπου και αφηρημένου κανόνα δικαίου, του οποίου τα αποτελέσματα δεν εξαντλούνται σε ατομική περίπτωση, αλλά που προορίζεται να εφαρμοστεί σε πολλές μελλοντικές περιπτώσεις, είναι η δυνατότητα έμμεσης προσβολής του κανόνα αυτού από πρόσωπα, τα οποία, κατά το χρόνο εκδόσεως της κανονιστικής πράξεως και εντός της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως, δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την προσβάλουν ευθέως. Ο χρονικός περιορισμός δηλαδή του ελέγχου αυτού θα οδηγούσε στο άτοπο η κανονιστική πράξη να θεωρείται μετά την πάροδο του, κατά τα ως άνω, χρονικού διαστήματος ως έχουσα οιονεί «αμάχητο τεκμήριο» νομιμότητας, ακόμα και στην περίπτωση που είχε τυχόν κριθεί από τα δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο, εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ως παράνομη. Σε καμιά περίπτωση, πάντως, δεν μπορεί να περιορισθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος της κανονιστικής πράξεως, όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα είτε ευθέως, κατά το περιεχόμενό της, είτε ως στηριζόμενη σε αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό νόμο, διότι τούτο θα προσέκρουε στα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Εξ άλλου η δικαστική προστασία του έχοντος έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο ακυρώσεως της ατομικής πράξεως την παρανομία της κανονιστικής, στην οποία στηρίζεται, δεν εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της εκδόσεως ατομικής πράξεως που θα μπορούσε να προσβάλει εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, γεγονός που συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των οικοδομικών αδειών, οι οποίες εκδίδονται κατ΄ αρχήν κατά νόμον μετά την έκδοση των πράξεων εφαρμογής των σχεδίων πόλεων, ήτοι μετά την πάροδο ικανού χρόνου από τη δημοσίευση των οικείων κανονιστικών πράξεων. Ο έλεγχος, τέλος, αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί με νόμο, διότι αυτός θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι με το άρθρο 22 του Ν.4272/14.7.2014 προστέθηκε στο άρθρο 50 παρ3 περ.γ. κατά το οποίο ο ακυρωτικός δικαστής επ΄ευκαιρία προσβολής διοικητικής πράξης (εν προκειμένω της οικοδομικής ) άδειας μπορεί εάν πάσχει το νόμιμο έρεισμα της κανονιστικής για αναρμοδιότητα ή παράβαση τύπου κρίνοντας την ασφάλεια δικαίου να μην ακυρώσει αυτήν (βλ. και ΣτΕ 20/2013 διοικ. Ολομ. με μειοψ. ως προς την συνταγματικότητα της διάταξης). Τίθεται πάντως με την ρύθμιση αυτή θέμα συμβατότητας της με την 3839/2008 απόφαση της Ολομελείας , οπότε πρέπει να δούμε την εφαρμογή της νέας διάταξης από το ΣτΕ διότι ο νόμος φαίνεται σε θέματα τυπικής παρανομίας της κανονιστικής πράξης να περιορίζει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της κανονιστικής , αν και η ανωτέρω ολομέλεια είχε νομολογήσει ότι αυτός είναι απεριόριστος και υλοποίει την κατά το άρθρο 26 Σ. διάκριση των εξουσιών.
Περιπτωσιολογία νομολογιών περί τροποποίησης σχεδίου σε ρυμοτομικές γραμμές :
-ΣτΕ1420/2014 (πότε η τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου είναι εντοπισμένη) : κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει ευρύτερες συνέπειες που δεν περιορίζονται στα όρια συγκεκριμένου οικισμού, αλλ’ εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργανώσεως κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί, επομένως, ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα και, κατά συνέπεια, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας, καθώς και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δόμησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντ., αλλά ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να θεσπίζονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις, όπως είναι οι όροι δόμησης και χρήσεων, και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όπως η τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης, όσο και τις ατομικές πράξεις, όπως η απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση ατομικής πολεοδομικής ρύθμισης να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό της μέρος, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, διατάξεις, με τις οποίες ανατίθεται η ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και δεν είναι εφαρμοστέες. Αντιθέτως, οι αρμοδιότητεςεφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν τον κατά τα ανωτέρω γενικότερο χαρακτήρα, επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρυτέρου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα. Και οι τελευταίες, όμως, αυτές όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα τους, όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (βλ. ΣτΕ 3661/2005Ολομ.).
-Περαιτέρω, η αναγνώριση οδών ως προϋφισταμένων του 1923, συνδεόμενη κατά την πολεοδομική νομοθεσία με την οικοδομησιμότητα των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στις αναγνωριζόμενες αυτές οδούς, έχει τις συνέπειες της δημιουργίας κοινοχρήστου χώρου και εξομοιώνεται με τροποποίηση πολεοδομικού σχεδίου, επιτρεπτώς, όμως, ανατίθεται κατά τα ανωτέρω, σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, ως εντοπισμένη ρύθμιση, εφόσον αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων, εκτός αν η εν λόγω αναγνώριση αφορά οδό ευρισκομένη σε ευαίσθητη περιοχή φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, διότι ακόμη και οι όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων στις περιοχές αυτές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συνεπώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση η αναγνώριση οδού προϋφισταμένης του 1923 πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα (ΣτΕ 2983/2009 επτ.).
-Παράκτιοι Οικισμοί : Με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 2831/ 2000 (ΦΕΚ Α΄ 140), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 του ν. 3044/2002 (ΦΕΚ Α΄ 197), χαρακτηρίζεται ως παράκτιος οικισμός το τμήμα αυτού που εμπίπτει σε ζώνη 500 μέτρων από την ακτή (βλ. και άρθρο 81 παρ. 1 Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, ΦΕΚ Δ΄ 580, για τους παραλιακούς οικισμούς). Ο νομοθετικός αυτός ορισμός έχει την έννοια ότι το τμήμα αυτό συνιστά, από την άποψη της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, ευαίσθητη περιοχή και, συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, απαιτείται, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η πολεοδομική ρύθμιση να γίνεται σε κάθε περίπτωση με την έκδοση διατάγματος. Το ίδιο και για τους παραδοσιακούς οικισμούς.
-Πότε δεν είναι εντοπισμένη αν και αφορά α ένα μόνο ακίνητο : εάν συνιστά πολεοδομική παρέμβαση με ευρύτερες επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση του δήμου. ΣτΕ 4924/2014 : η τροποποίηση σχεδίου πόλεως ή η αναθεώρηση πολεοδομικής μελέτης είναι, κατ’ αρχήν, όλως εντοπισμένη όταν αφορά είτε ένα ακίνητο είτε μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων, έστω και εάν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Ακόμη, όμως, και αν η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης αφορά ένα ακίνητο και περιορίζεται σε ένα οικοδομικό τετράγωνο, δεν θεωρείται εντετοπισμένη για τον καθορισμό του αρμόδιου για την έγκρισή της οργάνου, εφόσον με τα δεδομένα της περιοχής συνιστά πολεοδομική παρέμβαση με ευρύτερες επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση του Δήμου. Συνεπώς, τέτοιας σημασίας και έκτασης επεμβάσεις στο σχέδιο πόλεως δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε άλλα όργανα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας και μόνο με προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης στην περίπτωση αυτή η προσβαλλόμενη πράξη, έστω και αν τιτλοφορείται μόνον ως άρση και επανεπιβολή απαλλοτρίωσης, αποτελεί στην πραγματικότητα πράξη τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, με την οποία, ως αποτέλεσμα νέου πολεοδομικού σχεδιασμού που προέκυψε ύστερα από την πάροδο πολλών ετών, βάσει των νεότερων πολεοδομικών κατευθύνσεων που τέθησαν από το ισχύον Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της πόλης των Σερρών και δυνάμει προσφάτων προς την πράξη αυτή γνωμοδοτήσεων του Συμβουλίου ΧΟΠ του νομού Σερρών, επικαιροποιήθηκε ως προς το επίδικο ακίνητο, κατόπιν των νέων αυτών δεδομένων, η τροποποίηση του σχεδίου που είχε αρχικά προβλεφθεί με το από 31.7.1925 π.δ. Συνεπώς, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, η επίδικη τροποποίηση, αν και είναι εντετοπισμένη, συνιστά πολεοδομική παρέμβαση με ευρύτερες επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση του Δήμου καθόσον πρόκειται για έκταση στο κεντρικό πάρκο της πόλης των Σερρών που μαζί με την κεντρική πλατεία Ελευθερίας, αποτελεί το μοναδικό προβλεπόμενο ελεύθερο χώρο, χωροθετημένο στον κεντρικό ιστό της πόλης, του οποίου, μάλιστα, προβλέπεται η διατήρηση από το εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, έπρεπε να γίνει με διάταγμα και όχι με νομαρχιακή απόφαση. Κατόπιν τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο και για το λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση.
– Εντοπισμένη αφορά δυο Ο.Τ., ΣτΕ 3047/2015 : από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης νομαρχιακής αποφάσεως συνάγεται ότι η εγκριθείσα με αυτήν τροποποίηση του σχεδίου πόλεως αφορά σε δύο οικοδομικά τετράγωνα (1070 και 1070α), στα οποία λόγω της μεταφοράς οικοπέδου μεταξύ αυτών (από το Ο.Τ. 1070 στο Ο.Τ. 1070α), επέρχεται αναδιάταξη κοινοχρήστων χώρων, ενώ οι λοιπές δευτερεύουσες πολεοδομικές διαρρυθμίσεις (ονομασία του δημιουργούμενου στο βόρειο τμήμα του Ο.Τ. 1070 νέου οικοδομικού τετραγώνου, διάνοιξη οδού στη θέση του μεταφερομένου οικοπέδου και επέκταση του τομέα ΙΙΙΓ στη νέα θέση του οικοπέδου αυτού) συνδέονται αρρήκτως με την πρώτη βασική ρύθμιση. Συνεπώς, η επίδικη τροποποίηση, ενόψει της κλίμακας των ρυθμίσεων και της φύσεώς τους, είναι εντοπισμένη και, ως εκ τούτου, νομίμως έγινε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 β΄ του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3044/2002 (Α΄ 197), με νομαρχιακή απόφαση και όχι με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, είναι δε απορριπτέος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως.
-Η αναγνώριση οδών που δημιουργήθηκαν με ιδιωτική βούληση μετά την 16.1.1924 δεν είναι δυνατή.
-ΣτΕ 1420/2014 : οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 αποσκοπούν, κατά την έννοιά τους, στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας και απαγορεύουν τον εντός των σχεδίων πόλεων σχηματισμό κοινοχρήστων χώρων από ιδιωτική βούληση. Ως εκ τούτου, ως κοινόχρηστοι χώροι αναγνωρίζονται μόνον εκείνοι που προβλέπονται από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο. Με τις ίδιες, όμως, διατάξεις ο νομοθέτηςαπέβλεψε στη διατήρηση και των κοινοχρήστων χώρων που δημιουργήθηκαν επιτρεπτώς εντός σχεδίου πόλεως με ιδιωτική βούληση πριν θεσπισθεί η ανωτέρω απαγόρευση, δηλαδή πριν από την 16.1.1924, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παραπάνω άρθρου (β.δ. από 4-1-1924, ΦΕΚ Α΄ 8). Οι κοινόχρηστοι αυτοί χώροι αναγνωρίζονται ως υφιστάμενοι, για την εφαρμογή γενικώς της πολεοδομικής νομοθεσίας, παράλληλα με τους προβλεπομένους από το ρυμοτομικό σχέδιο, έως ότου καταργηθούν με τη νόμιμη διαδικασία, με την παράγραφο 4 δε του ιδίου άρθρου θεσπίζεται διαδικασία για την έκδοση διοικητικής πράξεως, με την οποία διαπιστώνεται αν εδαφική λωρίδα έχει πράγματι αφεθεί στην κοινή χρήση, πριν από την παραπάνω ημερομηνία. Εξάλλου, οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις, ερμηνευόμενες ενόψει του ανωτέρω σκοπού τους, εφαρμόζονται σε περιοχές, οι οποίες διέθεταν εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, δηλαδή πριν από την 16.1.1924, αφού, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απαγόρευση, μόνο στις περιοχές αυτές ήταν καταρχήν νοητή η θέσπιση ρύθμισης για την αναγνώριση από το νόμο ως κοινοχρήστων, για την εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας, χώρων μη οριζομένων με το ρυμοτομικό σχέδιο παραλλήλως προς εκείνους που προβλέπονται στο σχέδιο. Οι διατάξεις, επομένως, αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε περιοχές, οι οποίες εντάχθηκαν σε σχέδιο πόλεως υπό το καθεστώς του από 17.7.1923 ν.δ/τος, αφού στις περιοχές αυτές οι κοινόχρηστοι και οι οικοδομήσιμοι χώροι καθορίζονται αποκλειστικά από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο, σύμφωνα με τα κριτήρια και τις εν γένει προϋποθέσεις που προβλέπονται με το νομοθέτημα αυτό, και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η αναγνώριση ως κοινοχρήστου χώρου, για την εφαρμογή της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας, εδαφικής λωρίδας μη προβλεπόμενης με τον χαρακτηρισμό αυτό στο ρυμοτομικό σχέδιο, έστω και αν προηγουμένως είχε αφεθεί με ιδιωτική βούληση σε κοινή χρήση.
Αρμόδιο όργανο : η αρμοδιότητα αναγνωρίσεως οδών ως προϋφισταμένων του 1923 κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 του ν.δ/τος της 17.7.1923, περιήλθε στο Νομάρχη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3200/1955 (ΦΕΚ 97 Α΄), με το οποίο ορίσθηκε ότι ο νομάρχης ασκεί αποκλειστικά τις κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις αρμοδιότητες Υπουργών, μεταξύ των οποίων και του Υπουργού Δημοσίων Έργων (ήδη Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής), και του ν.δ. 532/1970 (ΦΕΚ 103 Α΄), με το οποίο ορίσθηκε ότι μετά την έκδοση των διαταγμάτων που το νομοθέτημα αυτό προέβλεπε για την παρακράτηση αρμοδιοτήτων από τους Υπουργούς ή τα διανομαρχιακού επιπέδου όργανα, η άσκηση των κατά τις κείμενες διατάξεις λοιπών υπουργικών αρμοδιοτήτων ανήκει αποκλειστικά στον οικείο νομάρχη. Προσοχή! Εφαρμόζεται όμως κατά τα λοιπά η 3661/2005 Ολομ .
Β. ΓΝΗΣΙΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ.
Στη περίπτωση αυτή πάσχει από τυπική ή ουσιαστική άποψη η ίδια η οικοδομική άδεια και όχι το προηγούμενο νόμιμο έρεισμα της.
Η πλημμέλεια μπορεί να υπάρχει είτε στο ίδιο το σώμα της άδειας είτε σε οποιοδήποτε στάδιο έκδοσης της άδειας είτε στα επιμέρους στοιχεία και δικαιολογητικά της π.χ. στις μελέτες, στα δικαιολογητικά κλπ.
Β.1.Παρεμπίπτουσα έρευνα ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου (νομική κατάσταση του ακινήτου) .
Ο Ν 4030/11 (α.1-7 βλ. και προϊσχύσαν α 331 παρ.2 Κ.Β.Π.Ν.) προβλέπει, όπως ήδη εκτέθηκε, μεταξύ των στοιχείων που υποβάλλονται για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας, σε περίπτωση οικοπέδου ή γηπέδου που είναι άρτιο κατά παρέκκλιση ή βρίσκεται εκτός σχεδίου, και τίτλους ιδιοκτησίας με σχετικό πιστοποιητικό από το οικείο υποθηκοφυλακείο ή κτηματογραφικό απόσπασμα.
Κατά τα άρθρα 3 παρ. 1 στοιχ. ιβ΄ και 5 παρ. 7 του π.δ. της 8/13.7.1993 (τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών) «… υποχρέωση της Διοικήσεως για παρεμπίπτουσα έρευνα ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου, με έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας που της υποβάλλονται, προς έκδοση οικοδομικής αδείας, γεννάται εάν προ της εκδόσεως της αδείας εγερθούν σοβαρές αμφισβητήσεις ως προς την έκταση ή την κυριότητα του οικοπέδου (Σ.τ.Ε. 1192/2000, 3308/1999,ΣτΕ 4955/1998, 683/1997, 1888/1991,2811/190, 2816/1984κ.λπ.)…».
Συνεπώς η πολεοδομική αρχή δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει την ακρίβεια της εκτάσεως του ακινήτου δόμησης ή τους προσκομιζόμενους τίτλους κυριότητας εκτός εάν εγερθούν σοβαρές αμφισβητήσεις, ιδίως με ενστάσεις και καταγγελίες γειτόνων ή συγκυρίων. Τότε γεννάται υποχρέωση της Πολεοδομικής Αρχής για παρεμπίπτουσα έρευνα ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου με έλεγχο των υποβαλλομένων τίτλων ιδιοκτησίας γεννάται διότι πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας έχουν εγερθεί σοβαρές αμφισβητήσεις ως προς την έκταση ή την κυριότητα του οικοπέδου ( ΣτΕ 1192/2000, 648, 3308, 3328/99, 900, 4955/98, 683, 3929, 4562, 5011/97, 1929/96).
Ακόμη και για εργασίες μικρής κλίμακας (ΣτΕ 291/2012).
Την υποχρέωση αυτή έχει η Πολεοδομική Αρχή και στην περίπτωση που εγερθούν σχετικές αμφισβητήσεις για πρώτη φορά ενώπιον της επ’ ευκαιρία της αναθεωρήσεως της οικοδομικής άδειας για την παράταση της ισχύος της (3328/99). Εφόσον υπάρξουν σοβαρές αμφιβολίες η πολεοδομική υπηρεσία κρίνει παρεμπιπτόντως το ζήτημα αυτό με περαιτέρω έλεγχο των τίτλων που υποβλήθηκαν ή των πιστοποιητικών μεταγραφής. Η κρίση αυτή της πολεοδομικής υπηρεσίας είναι φυσικά παρεμπίπτουσα, αφού δικαιοδοσία για την επίλυση ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου έχουν τα πολιτικά δικαστήρια (Σ.τ.Ε. 1103/2006, 1109/1990). Συνεπώς η οριστική επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια (3328/99 κ.ά.), η κρίση των οποίων με την μορφή δεδικασμένου , δεν μπορεί να ελεγχθεί ούτε από την πολεοδομική αρχή ούτε από τα διοικητικά δικαστήρια (4955/98).
Το τοπογραφικό διάγραμμα εφόσον είναι αναντίστοιχο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, αποτελεί λόγο διακοπής των εργασιών (ΣτΕ 2628/10).
Αυτό έχει μια σημαντική δικονομική συνέπεια για την αίτηση ακυρώσεως κατά της οικοδομικής άδειας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου :
ΠΡΟΣΟΧΗ : Απαραδέκτως γίνεται επίκληση το πρώτον ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων προς αμφισβήτηση της κυριότητος του δικαιούχου της άδειας ( ΣτΕ 1192/2000, 1974/94).
ΣΥΓΚΥΡΙΟΙ: Την έκδοση της οικοδομικής άδειας μπορεί να ζητήσει στην περίπτωση που το οικόπεδο ανήκει εξ αδιαιρέτου σε περισσότερους και ένας από τους συγκυρίους.
Σε περίπτωση που στο οικόπεδο έχει συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία επιτρέπεται η χορήγηση οικοδομικής άδειας επί τμήματος αυτού υπό την επιφύλαξη πάντως ότι εξασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας ως προς τα ελάχιστα όρια αρτιότητος, το ποσοστό καλύψεως και τους λοιπούς όρους δομήσεως (684/97, 4058/96, 1918/95, 1795/94, 695/93, 1993/84). Κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ/τος 1024/1971 (Α΄ 232), επιτρέπεται κατ’ αρχήν η χορήγηση οικοδομικής αδείας και επί τμήματος ενιαίου οικοπέδου, επί του οποίου έχει συσταθεί διηρημένη («κάθετη») ιδιοκτησία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, εν όψει της συνολικής εκτάσεως του οικοπέδου, εξασφαλίζεται, εν σχέσει με το σύνολο των τυχόν δυναμένων να ανεγερθούν σ’ αυτό πλειόνων οικοδομημάτων, η πλήρης τήρηση των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας, η εφαρμογή της οποίας κατ’ ουδέν επηρεάζεται από την ανωτέρω ιδιωτικού δικαίου συμφωνία. Κατά την χορήγηση, στην περίπτωση αυτή, της αδείας, η πολεοδομική αρχή οφείλει να ελέγχει παρεμπιπτόντως , δηλαδή αδιάφορα και χωρίς να έχουν εγερθεί αμφισβητήσεις από τον συγκύριο, και να λαμβάνει υπ’ όψιν την έκταση των δικαιωμάτων κάθε συνιδιοκτήτη επί τμημάτων του οικοπέδου, επί των οποίων καθένας από αυτούς έχει, δυνάμει της ανωτέρω σχέσεως, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως, εν σχέσει τόσο προς την ανοικοδόμηση αυτοτελών οικοδομών όσο και προς την κατανομή των πολεοδομικών και οικοδομικών ωφελειών και βαρών μεταξύ των συνιδιοκτητών ( Σ.τ.Ε. 1511/2008. 4762/2014 κατασκευή πισίνας σε συγκρότημα : Κατά τη χορήγηση της επίμαχης οικοδομικής αδείας η αρμόδια πολεοδομική αρχή έπρεπε να εξετάσει όχι μόνον εάν η πισίνα περιλαμβάνεται στις επιτρεπόμενες κατά το άρθρο 17 του ν. 1577/1985 κατασκευές στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου και εάν ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως στο επίμαχο τμήμα του ακαλύπτου χώρου, αλλά, επίσης, εάν για την κατασκευή αυτή στον ακάλυπτο χώρο του συγκεκριμένου ακινήτου, που σύμφωνα με την πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας αποτελεί κήπο, υπήρχε συμφωνία των συνιδιοκτητών επιτρέπουσα μεταβολή της συνήθους κατά προορισμό χρήσεώς του.).
Τέλος θα πρέπει αν επισημανθεί ότι δεν επιτρέπεται πλέον η σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας σε εκτός σχεδίου ακίνητα.
Β.2 Τοπογραφικός έλεγχος.
Ο συγκεκριμένος έλεγχος αφορά το οικόπεδο ή γήπεδο στο οποίο πρόκειται να ανεγερθεί το κτίριο, τις συντεταγμένες και τις διαστάσεις του οικοπέδου ή γηπέδου, την δημιουργία του οικοπέδου κατά παράβαση απαγορευτικών διατάξεων (π.χ. κατάτμηση), την ένταξη των δεδομένων του τοπογραφικού ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή π.χ. τα υψόμετρα του οικοπέδου σε σχέση με τους κοινόχρηστους χώρους, την ύπαρξη πράξης εφαρμογής κ.λπ.
Ποια ακίνητα μπορεί να οικοδομηθούν .
1.ΓΗΠΕΔΟ-ΟΙΚΟΠΕΔΟ : Κατά το άρθρο δε 2 παρ.12 και 13 του ΓΟΚ/85, και ήδη άρθρο 242 παρ. 12 και 13 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας [Κ.Β.Π.Ν.] (Π.Δ/μα της 14/27.7.1999, ΦΕΚ Δ΄ 580/1999), «γήπεδο είναι η συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου»,
Οικόπεδο δε «είναι κάθε γήπεδο που βρίσκεται, μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο».
Ειδικότερα, ακίνητο αποτελεί ενιαίο οικόπεδο ή γήπεδο εφόσον η συνέχειά του δεν διασπάται από μεσολαβούσες ιδιοκτησίες τρίτων ή κοινόχρηστους χώρους, ανήκει δε στην κυριότητα ενός προσώπου ή πλειόνων προσώπων εξ αδιαιρέτου (2845-6/94, 3159, 4955/98).
Η κρίση δε της Διοικήσεως περί του ότι ορισμένη έκταση γης αποτελεί οικόπεδο ή γήπεδο πρέπει να διατυπώνεται βάσει των ανωτέρω δεδομένων (φύση της εκτάσεως ως συνεχομένης, ιδιοκτησιακό καθεστώς) χωρίς να ασκούν επιρροή οι δηλώσεις ή η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων ως προς την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων ή γηπέδων (2845/94).
-ΑΡΤΙΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ : Η ανοικοδόμηση ακινήτου επιτρέπεται, εφόσον αυτό έχει τα προβλεπόμενα είτε από γενικές είτε από ειδικές πολεοδομικές διατάξεις ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων (πρόσωπο, βάθος), δηλαδή όταν είναι άρτιο. Το οικόπεδο μπορεί να είναι άρτιο κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση.
-ΚΑΤΑΤΜΗΣΗ: Κατατμήσεις οικοπέδων απαγορεύονται, εφόσον συνεπάγονται τη δημιουργία μη αρτίων οικοπέδων ή τη μείωση των υποχρεωτικώς κατά νόμο επιβαλλομένων ακαλύπτων χώρων των οικοδομών, οι σχετικές δε δικαιοπραξίες είναι άκυρες (άρθρ.2 ν.δ/τος 690/48 – Σ.τ.Ε. 3159/98 4955/98).
Αντιθέτως δεν αποκλείεται η συνένωση οικοπέδων αρτίων και οικοδομησίμων σε περίπτωση δε συνενώσεως το οικόπεδο αντιμετωπίζεται ως ενιαίο και ενόψει αυτού του ενιαίου οικοπέδου αντιμετωπίζεται ο εφαρμοστέος συντελεστής δομήσεως, το ποσοστό καλύψεως και η απόσταση της οικοδομής από τα όρια του οικοπέδου (2563/99). Άλλωστε με τη συνένωση δύο ή πλειόνων μη αρτίων οικοπέδων θεραπεύεται το ελάττωμά τους αυτό, εάν το προκύπτον κατά τον τρόπο αυτό ενιαίο οικόπεδο έχει τις νόμιμες διαστάσεις και το νόμιμο εμβαδόν (2184/80).
-ΜΗ ΑΣΤΙΚΗ ΓΗ: Η μη αστική γη μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατόν να δομηθεί και μάλιστα κατ’ αρχήν για χρήσεις υποβοηθητικές του κύριου προορισμού της (γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση) [ ΣτΕ 1822/2002. Κατά τη μειοψηφία δε αυτής της αποφάσεως τα εντός σχεδίου ακινήτου, ενόψει του προορισμού τους, μόνον κατ’ εξαίρεση δεν επιτρέπεται να οικοδομηθούν.]
Η πολεοδομική αρχή πριν χορηγήσει οικοδομική άδεια πρέπει να εξετάσει αν συντρέχει περίπτωση τακτοποιήσεως είτε του οικοπέδου του οποίου ζητείται η άδεια είτε των ομόρων, επιδιώκοντας κατ’ αρχήν την δημιουργία οικοπέδων αρτίων και οικοδομησίμων κατά τον κανόνα (βλ. άρθρο 300 Κ.Β.Π.Ν.). Εάν η Διοίκηση παραλείψει να εξετάσει και να αποκλείσει αιτιολογημένα την δυνατότητα τακτοποιήσεως των ομόρων οικοπέδων, συντρέχει δε ανάγκη τέτοιας τακτοποιήσεως, η οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα (3700/99, 4328/98, 2173/93), υπόκειται δε και σε ανάκληση εκ μέρους της Διοικήσεως (3673/99).
Β.3 1ο στάδιο περιβαλλοντικού ελέγχου (επιτρεπτό δόμησης εν γένει)
Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει τον έλεγχο του συγκεκριμένου οικοπέδου ή γηπέδου σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή στην οποία αυτό εντάσσεται, π.χ. αν πρόκειται για δασική έκταση, αρχαιολογικό χώρο, ή αν ευρίσκεται κοντά σε ρέμα, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει είτε σε πλήρη απαγόρευση της δόμησης είτε σε δόμηση κατόπιν αδείας ή αφού προηγηθεί άλλη διοικητική πράξη.
Δάση -δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, οικισμοί προϋφιστάμενοι του 1923
Σ.τ.Ε. 264/2005 7μ. «….οικοδομήσιμοι χώροι, οι οποίοι δεν υπάγονται στις περί δασών και δασικών εκτάσεων ρυθμίσεις του Ν. 998/1979, σύμφωνα με την παρατεθείσα στην προηγουμένη σκέψη διάταξη του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση ε’ του τελευταίου τούτου νόμου, νοούνται οι χώροι, οι οποίοι βρίσκονται σε περιοχές, αναγνωρισθείσες ως οικιστικές με το γενικό πολεοδομικό σχέδιο, και οι οποίοι έχουν, εν συνεχεία, χαρακτηρισθεί ως οικοδομήσιμοι, με σχετική πολεοδομική μελέτη, εγκεκριμένη κατά τα προβλεπόμενα σχετικώς στις προμνησθείσες διατάξεις του Ν. 1337/1983 και τούτο, διότι για το χαρακτηρισμό ορισμένης εκτάσεως ως οικοδομήσιμου χώρου και την εξαίρεσή της, για το λόγο αυτό, από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί δασών και δασικών εκτάσεων απαιτείται η ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού με την τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας και δεν αρκεί η ένταξη της εκτάσεως αυτής σε γενικό πολεοδομικό σχέδιο (ΣτΕ 2260/2002).
Ρεύματα :Σ.τ.Ε. 2591/2005 7μ. «…Ουσιώδες στοιχείο του υπό του άρθρου 24 του Συντάγματος προστατευομένου φυσικού περιβάλλοντος, και δη της γεωμορφολογίας αυτού, αποτελούν τα υπό διάφορες ονομασίες «ρεύματα» διά των οποίων συντελείται κυρίως η απορροή προς την θάλασσα των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς. Εκτός, όμως, της λειτουργίας τους αυτής, τα εν λόγω ρεύματα αποτελούν, επίσης, φυσικούς αεραγωγούς, μαζί δε με την χλωρίδα και πανίδα αυτών είναι οικοσυστήματα με ιδιαίτερο μικροκλίμα που συμβάλλουν πολλαπλώς στην ισορροπία του περιβάλλοντος (ΣΕ1801/1995,4577/1998,2656/1999κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν, το κράτος υποχρεούται να διατηρεί τα πάσης φύσεως υδρορεύματα στην φυσική τους κατάσταση προς διασφάλιση της λειτουργίας αυτών ως οικοσυστημάτων, επιτρεπομένης μόνον της εκτελέσεως των απολύτως αναγκαίων τεχνικών έργων διευθετήσεως της κοίτης και των πρανών αυτών προς διασφάλιση της ελευθέρας ροής των υδάτων, αποκλειομένης πάσης αλλοιώσεως της φυσικής τους καταστάσεως δι’ επιχώσεως ή καλύψεως της κοίτης τους, ή τεχνικής επεμβάσεως εις τα σημεία διακλαδώσεώς τους (ΣΕ4577/1998,2315/2002κ.ά.). […] προκειμένου να λάβουν χώρα οι τυχόν επιτρεπόμενες επεμβάσεις στα υδρορεύματα ή και πλησίον αυτών, απαιτείται η προηγουμένη οριοθέτησή τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 880/1979 (ΣΕ 2669/ 2001)….Εξ άλλου, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι προσβληθείσες οικοδομικές άδειες εξεδόθησαν με την εκδοχή ότι τα κτίρια ηδύναντο να τοποθετηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, σε οικοδομική γραμμή απέχουσα 10 μέτρα από την οριογραμμή που είχε καθορισθή με το προαναφερόμενο διάταγμα. Αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, η οριοθεσία του ρέμματος δεν ήταν νόμιμη, διότι δεν προηγήθηκε η αναγκαία μελέτη με τα κατάλληλα σχεδιαγράμματα. Επομένως, μη γενομένης προσηκόντως της οριοθεσίας, έπρεπε, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 349 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας, να τηρηθή γραμμή δομήσεως τουλάχιστον 20 μέτρων από προσωρινώς οριζόμενη οριογραμμή του ρέμματος. Κατ’ ακολουθίαν, η παραδεκτώς προσβαλλομένη […] πράξη αναθεωρήσεως της οικοδ. αδείας, για την έκδοση της οποίας ελήφθη υπ’ όψιν η ανωτέρω οριοθέτηση του ρέμματος, δεν έχει νόμιμο έρεισμα και είναι ακυρωτέα κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως …».
Β.4. 2ο στάδιο περιβαλλοντικού ελέγχου (φυσικό, πολιτιστικό, οικιστικό περιβάλλον, εναρμόνιση κτιρίου με το περιβάλλον) Αρχιτεκτονικός έλεγχος, ένταξη του κτιρίου στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον (άρθρο 3 ΓΟΚ 1985, άρθρο 6 Ν.Ο.Κ. π.χ. γειτνίαση με διατηρητέα κτίρια).
Β.5. Γενικός πολεοδομικός έλεγχος (έλεγχος ρυμοτομικού σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης ) Χρήσεων γης- Ερμηνεία σχετικών διατάξεων του ρυμοτομικού σχεδίου και του π.δ. της 23.2.1987:
ΕΙΔΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΟΜΗΣΕΩΣ
Οι οικοδομικοί κανόνες λόγω ελλείψεως συνολικού χωροταξικού σχεδιασμού δεν είναι ενιαίοι αλλά όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση και το άρθρο 1 §1-3 του ΝΟΚ (και πριν νδ 17.7.1923,ΓΟΚ/85) αφορούν τρείς κατηγορίες περιοχών :
α) δόμηση εντός σχεδίου,
β) δόμηση εκτός σχεδίου,
γ) δόμηση σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο.
Α. ΔΟΜΗΣΗ ΕΝΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Πρόκειται για περιοχές με εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο , με πολεοδομικό σχέδιο ή σχέδιο πόλης ή πολεοδομική μελέτη σύμφωνα με το α.20§2 του ΝΟΚ.
Β. ΔΟΜΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Πρόκειται για περιοχές που δεν έχουν εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι εκτός σχεδίου περιοχές που βρίσκονται εντός ορίων γενικών ή ειδικών πολεοδομικών παρεμβάσεων (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΒΕΠΕ, επιχειρηματικά πάρκα ν. 3892/11 κ.α).
Γ. ΔΟΜΗΣΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ.
Εμπίπτει κάθε οικισμός στερούμενος σχεδίου. Η έννοια του οικισμού είναι εμπειρική και η διαπίστωσή της υπάγεται στην αρμοδιότητα της διοίκησης, Η κρίση περί των ορίων οικισμού πρέπει να είναι αιτιολογημένη με βεβαίωση της συνδρομής των κατά τον νόμο κριτηρίων και την επίκληση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων που κατά περιεχόμενο ανάγονται προ του 1923 (ΣτΕ 2052/03).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ
Ο ορισμός των αυθαίρετων κατασκευών δίνεται από την παρ.3 του άρθρου 22 του Ν.1577/1985 (Γ.Ο.Κ.85) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το Ν.2831/2000. Αυθαίρετη είναι κάθε κατασκευή που εκτελείται:
α) χωρίς την απαιτούμενη οικοδομική άδεια
β) καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας
γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε, για κάποιο νόμιμο λόγο
δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, όπως π.χ. χωρίς τις απαιτούμενες εγκρίσεις, των όρων και περιορισμών δόμησης και γενικά της πολεοδομικής νομοθεσίας.
ε) Αυθαίρετη, επίσης, θεωρείται κάθε αλλαγή της χρήσης του κτιρίου ή τμήματός του, κατά παράβαση του άρθρου 5 του Γ.Ο.Κ.(σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου22 του Γ.Ο.Κ./85).
Θα πρέπει να προσεχθεί ότι η έννοια του αυθαιρέτου είναι αντικειμενική δηλαδή ακόμη και εάν αν κάποιες εργασίες προβλέπονται στη χορηγηθείσα άδεια οικοδομής, όμως δεν είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις, αυτές είναι αυθαίρετες.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΥ
Η διαπίστωση και διαδικασία της αυθαίρετης κατασκευής μπορεί να γίνει οίκοθεν από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία ή με γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή ότι υφίσταται παρανομία σε κατασκευαζόμενη οικοδομή ή σε τμήμα αυτής, η Διοίκηση οφείλει να επιληφθεί κατά την προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία και, αν διαπιστώσει παράνομη κατασκευή, να την κηρύξει αυθαίρετη και κατεδαφιστέα και να επιβάλει τα σχετικά πρόστιμα. Συνεπώς, η Διοίκηση παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια εάν αδρανήσει μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο (Σ.τ.Ε. 2315/2002, ΔΕφΠειρ. 293/2005).
Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός του αυθαιρέτου γίνεται ύστερα από αυτοψία αρμοδίου υπαλλήλου που συντάσσει έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου κτίσματος (π.δ/μα 267/1998). Η έκθεση αυτοψίας είναι πραγματοπαγής διοικητική πράξη και προσβάλλεται με ένσταση(=ενδικοφανή προσφυγή) εντός τριάντα ημερών (30) από της επομένης της τοιχοκολλήσεως στο αυθαίρετο κτίσμα. Εκτός της από την αναφορά στη θέση του αυθαιρέτου και τις διαστάσεις του σε σκαρίφημα, θα πρέπει να αναφέρονται και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Στην ίδια έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ.267/98 ΦΕΚ 195 Α 21-8-98 περιλαμβάνεται και ο υπολογισμός αξίας αυθαιρέτου και επιβάλλεται το πρόστιμο ανέγερσης της αυθαίρετης κατασκευής.
Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη. Ειδικά όμως επι ανεγέρσεως αυθαιρέτου κτίσματος σε αιγιαλό ή παραλία ο προϊστάμενος της Κτηματικής υπηρεσίας τους δημοσίου εκδίδει πρωτόκολλο κατεδάφισης που καταρχήν έχει πραγματοπαγή χαρακτήρα αλλά νομίμως εκδίδεται στο όνομα είτε του αυθαιρετήσαντος είτε και κατά αγνώστου. Το όνομα είναι κατά τη νομολογία ουσιώδες στοιχείο ειδικά στο πρωτόκολλο κατεδάφισης αυθαιρέτου σε παραλία και αιγιαλό και εφόσον ο κατονομαζόμενος αποδείξει ότι δεν τον βαραίνει υπαιτιότητα το πρωτόκολλο ακυρώνεται μόνο ως προς αυτόν ενώ παραμένει ισχυρό ως προς τα λοιπά (ΣτΕ 4777/13, Ε τμ., 7μ).
Στην έκθεση περιλαμβάνεται επίσης σημείωση με τα δικαιώματα σχετικά με τη δυνατότητα ενστάσεως του ενδιαφερομένου κατά της έκθεσης αυτοψίας. Η έκθεση τοιχοκολείται στο αυθαίρετο.
Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της εκθέσεως, που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενήργησε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με την νομολογία ο όρος «τοιχοκόλληση» δεν χρησιμοποιείται, εν προκειμένω, υπό την προϋποθέτουσα κτίσμα κυριολεκτική του έννοια, αλλά υπό την έννοια της τοποθέτησης αντιγράφου της έκθεσης σε οποιοδήποτε σταθερό σημείο του ακινήτου, το οποίο θα εξασφάλιζε την ασφαλή γνώση του από τον ενδιαφερόμενο, εξ΄άλλου η τοιχοκόλληση βεβαιώνεται στο σώμα της έκθεσης αυτοψίας που ως δημόσιο έγγραφο που συντάχθηκε από τα αρμόδια όργανα κατά την άσκηση των διατεταγμένων καθηκόντων τους, αποτελεί πλήρη απόδειξη ενώπιον του Δικαστηρίου για όσα βεβαιώνεται ότι έγιναν από τα ίδια ή ενώπιόν τους και μόνο με προσβολή της ως πλαστής είναι δυνατή ανταπόδειξη (πρβλ. ΣτΕ 3973/2008). Συνεπώς εφόσον λάβει χώρα τοιχοκόλληση με την ως άνω ευρεία έννοια από την επομένη τρέχει η τριακονθήμερη προθεσμία της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 5209/2012, Ε τμ.).
Δεν υπάρχει δικαίωμα ακροάσεως κατά κανόνα στα αυθαίρετα : Όπως έχει κριθεί με την ΣτΕ 1594/14, Ε΄τμ.,7μ. , η παρ.3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ.( όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 του ν. 2831/2000) για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας και την επιβολή των κατά νόμο προστίμων με έκθεση αυτοψίας εκδιδομένη κατά τις διατάξεις αυτές αρκεί η διαπίστωση ότι η κατασκευή εκτελέστηκε χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί οικοδομική άδεια ή καθ’ υπέρβαση εκδοθείσας άδειας ή με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση(ΣτΕ Ολομ. 3500/2009, 3105/1990), χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση ότι πρόκειται για κατασκευή, με την οποία παραβιάζονται πολεοδομικές διατάξεις. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις αλλά δεν παραβιάζονται οι ισχύοντες όροι δομήσεως ή περιορισμοί χρήσεως ούτε άλλη ουσιαστική πολεοδομική διάταξη, δεν απαιτείται κατά την ήδη ισχύουσα ρύθμιση, ως τύπος απαιτούμενος για την έκδοση της εκθέσεως αυτοψίας, να ειδοποιείται ο ενδιαφερόμενος να μεριμνήσει για την έκδοση της οικείας οικοδομικής αδείας ή την αναθεώρηση τυχόν υφισταμένης αδείας.
Κατ’ εξαίρεση, έγγραφη ειδοποίηση του ενδιαφερομένου ως προϋπόθεση εκδόσεως εκθέσεως αυτοψίας απαιτείται μόνο για κατασκευές, για τη νομιμοποίηση των οποίων απαιτείται αναθεώρηση ισχύουσας οικοδομικής άδειας, εφ’ όσον έχουν τηρηθεί βάσει της άδειας αυτής τα προβλεπόμενα περιγράμματα και συντελεστές δομήσεως και όγκου.
Η αστυνομική Αρχή υποχρεούται μετά την αποστολή της έκθεσης από την πολεοδομική υπηρεσία να διακόψει αμέσως τις οικοδομικές εργασίες και να παρακολουθεί την τήρηση της διακοπής. Οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται μέσα στο χρόνο της διακοπής θεωρούνται αυθαίρετες και επιβάλλονται πρόστιμα για αυτές.
Όπως προείπαμε η έκθεση αυτοψίας προσβάλλεται με ένσταση που εξετάζεται από 4μελή επιτροπή που συγκροτείται με απόφαση του νομάρχη και αποτελείται από 3 υπαλλήλους της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και έναν εκπρόσωπο της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων με τους αναπληρωτές τους.
Αν απορριφθεί η ένσταση, το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της αποφάσεως είτε από τον κύριο του αυθαιρέτου είτε από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, τα δε πρόστιμα, όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την Επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία και εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο. Η κατά το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ/τος 267/1998 οριστικότης της αποφάσεως της Επιτροπής που κρίνει επί ενστάσεως κατά εκθέσεως χαρακτηρισμού κατασκευής ως αυθαίρετης δεν σημαίνει ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί για λόγους νομιμότητος εντός ευλόγου χρόνου σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων (Σ.τ.Ε. 314/2006, 2987/2005, 2692, 3033/1999, 880, 1654/1998, βλ. αντίθετες Σ.τ.Ε. 1655/2004, 3166/1992, 1119/1990). Η εμμονή πάντως είναι βεβαιωτική πράξη (Σ.τ.Ε. 314/2006).
Εδώ θα πρέπει να προσεχθεί η ΣτΕ 98/2015, Ε τμ., κατά την οποία οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να είναι οι ίδιοι με την ένσταση άλλως είναι απαράδεκτοι. Κατά το σκεπτικό της απόφασης ο περιορισμός αυτός υπαγορεύεται από τον σκοπό της ενδικοφανούς διαδικασίας, που είναι ο περιορισμός των προσφυγών στα Δικαστήρια και η επίλυση των θεμάτων στους κόλπους της διοίκησης . Αντίθετα η επίτευξη αυτού του νομοθετικού σκοπού δεν θα ήταν δυνατή αν ο διοικούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητεί την νομιμότητα της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξης, στο σύνολό της ή ως προς ορισμένα της κεφάλαια, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, όπου, άλλωστε, δεν προσβάλλεται η υποκείμενη στην ενδικοφανή πράξη, αλλά η εκδιδόμενη επ’ αυτής ( ομοίως 388/14, 4055/96).
Με την οριστικοποίηση της έκθεσης αυτοψίας και την τελεσιδικία σε περίπτωση προσφυγής στα ακυρωτικά δικαστήρια το αυθαίρετο κρίνεται κατεδαφιστέο.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ
Με την ΚΥΑ 9732/04 ΦΕΚ 468 Β / 5.3.04. οι αυθαίρετες κατασκευές της παρ.3 του άρθρου 22 του ΓΟΚ, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, προκειμένου να υπολογισθεί το ύψος του προστίμου ανέγερσης με βάση την συμβατική αξία του αυθαιρέτου. Η κατηγοριοποίηση αυτή γίνεται ανάλογα με τις διατάξεις που παραβιάζονται, προκειμένου για τη διαφοροποίηση του προστίμου και μόνο.
1. Πολεοδομικά αυθαίρετο:
Είναι το κτίριο ή τμήμα αυτού, και κάθε κατασκευή ή εγκατάσταση, που κατασκευάζεται χωρίς οικοδομική άδεια ή κατά παράβαση ή καθ΄ υπέρβαση άδειας, και ταυτόχρονα παραβιάζει τους γενικούς και ειδικούς όρους δόμησης της περιοχής. Για την κατάταξη στην ως άνω κατηγορία αυθαιρέτων λαμβάνεται ως κριτήριο η παραβίαση των όρων δόμησης, στους όρους δόμησης περιλαμβάνονται οι οικοδομικές και ρυμοτομικές γραμμές, ο συντελεστής δόμησης, το ποσοστό κάλυψης, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος, και οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης.
2. Δομικά ή κτιριολογικά αυθαίρετο:
Είναι το τμήμα κτιρίου, κατασκευή ή εγκατάσταση που περιλαμβάνει τους λοιπούς όρους του Γ.Ο.Κ., πλην των αναφερομένων στην παρ. α, ή τον κτιριοδομικό και τους λοιπούς κανονισμούς.
3. Μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης αυθαίρετο:
Είναι το πολεοδομικά αυθαίρετο της παρ. α, που κατασκευάζεται στα ρέματα, στους βιότοπους, σε παραλιακά δημόσια κτήματα, στους αρχαιολογικούς χώρους, σε δάση και αναδασωτέες εκτάσεις.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ
Το άρθρο 9 παρ. 8 του ν. 1512/1985 (ΦΕΚ Α΄ 4) [άρθρο 388 Κ.Β.Π.Ν.] αφορά αυθαίρετες κατασκευές που ανεγείρονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία (31.1.1983) και προέβλεψε τη δυνατότητα εξαιρέσεώς τους από την κατεδάφιση υπό ορισμένες προϋποθέσεις : «Με απόφαση του νομάρχη μπορεί να εγκρίνεται η εξαίρεση ή όχι από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών, εάν πρόκειται για μικρές παραβάσεις των οποίων κατασκευών η κατεδάφιση θα κατέληγε σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή αυτού ή θα παράβλαπτε την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή θα απαιτούσε υπέρμετρες δαπάνες για την αποκατάσταση της αισθητικής και των οποίων η διατήρηση εν πάση περιπτώσει δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής ούτε θα απέβαινε σε βάρος της πόλεως. Η απόφαση της εξαίρεσης εκδίδεται με σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας , Οικισμού και Περιβάλλοντος του νόμου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Ν.1337/1983 πρόστιμα». *** Προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 8 με την παρ.5 άρθρ.9 Ν.3912/2003, ΦΕΚ Α 308/31.12.2003 «Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων ΄Εργων καθορίζονται οι μικρές παραβάσεις για τις οποίες είναι δυνατή η εξαίρεση από την κατεδάφιση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, οι ειδικότερες προϋποθέσεις της εξαίρεσης, οι όροι εφαρμογής της διάταξης αυτής και κάθε σχετικό θέμα.» [Εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 7587/2004 (Β΄ 372) απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ, με την οποία καθορίσθηκαν οι μικρές παραβάσεις : δηλαδή «οι παραβάσεις που παραβιάζουν σε μικρή κλίμακα τα μεγέθη ισχύουσας άδειας δόμησης ή τα μεγέθη που επιτρέπονται από τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις».] Με την -Σ.τ.Ε. 564/2005 κρίθηκαν τα εξής : Η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 8 του ν. 1512/1985 είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει αφενός της επιταγής του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, που επιβάλλει την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως κατά τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη των πόλεων και αφετέρου του συνόλου των αναφερομένων στις αυθαίρετες κατασκευές διατάξεων του ν. 1512/1985, καθώς και του ν. 1337/1983 (ΦΕΚ Α΄ 33), με τις οποίες δεν καταργείται αλλά διατηρείται ο κανόνας της κατεδαφίσεως των αυθαιρέτων, οι δε περιπτώσεις της εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, που θεσπίζονται από τα νομοθετήματα αυτά με ορισμένα κριτήρια, αποτελούν εξαίρεση από το γενικό αυτό κανόνα. Ενόψει τούτων οι αποφάσεις, με τις οποίες εγκρίνεται η εξαίρεση αυθαίρετης κατασκευής από την κατεδάφιση πρέπει σε κάθε περίπτωση να αιτιολογούνται ειδικώς, αναφέροντας συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους η αυθαίρετη κατασκευή κρίθηκε ότι ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που τάσσει η ανωτέρω διάταξη για την εξαίρεση από την κατεδάφιση, ενώ, αντιθέτως, οι πράξεις με τις οποίες η Διοίκηση αρνείται να εγκρίνει την εξαίρεση, δεν χρειάζονται ειδικότερη αιτιολογία, αλλά αρκεί για την αιτιολόγησή τους η περιγραφή της αυθαίρετης κατασκευής και η κρίση ότι ελλείπει μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά το νόμο για την εξαίρεσή της από την κατεδάφιση, διότι στην περίπτωση αυτή η σχετική απόφαση βρίσκει έρεισμα στην πολεοδομική διάταξη που παραβιάσθηκε. Ο Νομάρχης δεσμεύεται από την κρίση του οικείου Σ.Χ.Ο.Π. και δεν δύναται να εγκρίνει την εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαιρέτου κτίσματος, εφόσον το Σ.Χ.Ο.Π. γνωμοδοτεί υπέρ της κατεδαφίσεώς του. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή το Σ.Χ.Ο.Π. γνωμοδοτεί υπέρ της εξαιρέσεως από την κατεδάφιση του αυθαιρέτου κτίσματος, ο Νομάρχης, ενόψει και του κανόνα της κατεδαφίσεως των αυθαιρέτων, δύναται απλώς, αλλά δεν υποχρεούται, ακολουθώντας τη γνωμοδότηση, να εγκρίνει την εξαίρεση από την κατεδάφιση του αυθαιρέτου κτίσματος. Στην περίπτωση αυτή, ο Νομάρχης, απορρίπτοντας το περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αίτημα, δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του εκτός εάν το Σ.Χ.Ο.Π. στη σχετική γνωμοδότησή του έχει αιτιολογήσει ειδικώς τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν την εξαίρεση από την κατεδάφιση του κτίσματος. Εξάλλου, για την αποδοχή του αιτήματος εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, απαιτείται να διαπιστώνεται η συνδρομή σωρευτικώς τεσσάρων προϋποθέσεων. Έτσι, απαιτείται να βεβαιώνεται αιτιολογημένα :
1.πρώτον ότι η παράβαση είναι μικρή,
2. δεύτερον ότι η κατεδάφιση του αυθαιρέτου θα κατέληγε σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή αυτού ή θα παρέβλαπτε την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή θα απαιτούσε υπέρμετρες δαπάνες για την αποκατάσταση της αισθητικής,
3.τρίτον ότι η διατήρηση του αυθαιρέτου δεν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής και
4. τέταρτον ότι η διατήρηση του αυθαιρέτου δεν αποβαίνει εις βάρος της πόλεως.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι, για την αποδοχή αιτήματος εξαιρέσεως από κατεδάφιση, λαμβάνονται υπόψη και στοιχεία που αφορούν τον ιδιοκτήτη της αυθαίρετης κατασκευής, όπως η απαίτηση υπερμέτρων δαπανών για την αποκατάσταση της αισθητικής του κτιρίου. Μεταξύ, όμως, των στοιχείων που πρέπει να συνεκτιμηθούν δεν είναι η οικονομική βλάβη του ιδιοκτήτη της αυθαίρετης οικοδομής, που θα προκληθεί από τη μη δυνατότητα χρήσης αυτής. [Στην Σ.τ.Ε. 564/2005 επρόκειτο περί ράμπας, που αποτελεί τη μοναδική πρόσβαση σε υπόγειο χώρο, επειδή δεν κατασκευάσθηκε, κατά παράβαση της σχετικής οικοδομικής άδειας, η εσωτερική κλίμακα επικοινωνίας ισογείου καταστήματος με τον υπόγειο αυτό χώρο. Το Σ.Χ.Ο.Π. είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της εξαιρέσεως, με την αιτιολογία ότι η ράμπα αποτελεί τη μοναδική είσοδο στην υπόγεια αποθήκη και ότι το κλείσιμο της εισόδου αυτής και η κατασκευή της σκάλας επικοινωνίας με το ισόγειο, όπως προέβλεπε η οικοδομική άδεια, θα δημιουργούσε στατικά προβλήματα στην οικοδομή, ενώ η αποκατάσταση της ράμπας θα προκαλούσε υπέρμετρη οικονομική βλάβη στον ιδιοκτήτη. Το Σ.τ.Ε. έκρινε ότι το Σ.Χ.Ο.Π. είχε δεχθεί ότι πληρούνται δύο μόνον από τις περιπτώσεις της δεύτερης προϋποθέσεως, χωρίς καμία αναφορά στις λοιπές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και ότι η αυθαίρετη κατασκευή συνιστά μικρή παράβαση.]
-Περιπτωσιολογία εξαιρέσεων από κατεδάφιση : Αύξηση του εμβαδού του κτίσματος κατά 110% δεν αποτελεί μικρή παράβαση (6319/96). Αναιτιολόγητη απόφαση περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, η οποία αποβλέπει στο γεγονός ότι, λόγω του προχωρημένου σταδίου της οικοδομής (κατασκευή φέροντος οργανισμού), η κατεδάφιση του μη συννόμου τμήματος αυτής (μη τήρηση του νόμιμου πάχους αντισεισμικού αρμού στον φέροντα οργανισμό προς την πλευρά ομόρων ιδιοκτησιών) θα ήταν δυσχερής και θα έβλαπτε υπερμέτρως την οικοδομή, και δεν εξετάζει, αιτιολογημένως, αν πράγματι επρόκειτο περί μικρής, ως εκ της φύσεώς της, παραβάσεως, οπότε και μόνον θα ήταν επιτρεπτή, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, η εξαίρεση από την κατεδάφιση (2566/1999). Δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό παραβάσεως (κατασκευή ημιϋπαιθρίου χώρου) ως μικρής το γεγονός ότι ο επίμαχος χώρος δεν αποτελεί αυτοτελή χώρο, αλλά είναι λειτουργικά αναπόσπαστο κομμάτι δωματίου (3058/1996).
Μετά την έκδοση αποφάσεως περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, για τη νομιμοποίηση της κατασκευής, πρέπει να εκδοθεί και οικοδομική άδεια ή να αναθεωρηθεί τυχόν ήδη υπάρχουσα.
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ
Τα αυθαίρετα θα μπορούσαν διακριθούν στις εξής χρονικές περιόδους:
1.αυθαίρετες κατασκευές πριν το 1955, για τις οποίες δεν απαιτείτο υποβολή δήλωσης.
2.στις κατασκευές που δηλώθηκαν και είχαν ανεγερθεί μέχρι την 31.1.83 σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή εντός οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923.
3.στις κατασκευές που είχαν ανεγερθεί μετά το 1955 και πριν την 31.1.83 που όμως δε δηλώθηκαν και
4.στις κατασκευές που έγιναν μετά την 31.1.83, και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως νέα αυθαίρετα.
5.Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η εντελώς νέα γενεά του Ν. 4178/2013, ήτοι αυθαίρετα που ή κατασκευή ή χρήση τους έγινε εως 28.7.2011.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ
-Ν.3022/2002 με μεταφορά συντελεστή δόμησης.
Περίπτωση νομιμοποιήσεως αυθαιρέτου προβλέφθηκε με τον ν. 3044/2002 (ΦΕΚ Α΄ 197) περί μεταφοράς συντελεστή δομήσεως. Με το άρθρο 7 παρ. 5 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι, κατά παρέκκλιση των άρθρων 4 και 5 παρ. 4 του ίδιου νόμου, που προβλέπουν μεταφορά συντελεστή δομήσεως σε ζώνες υποδοχής τέτοιου συντελεστή (σε ορισμένες δηλαδή περιοχές), επιτρέπεται η πραγματοποίηση μεταφοράς συντελεστή δομήσεως σε κτίρια που ανηγέρθησαν νομίμως και στα οποία, το αργότερο έως τις 30.11.2003, είχε γίνει, κατά παράβαση της οικοδομικής άδειας, αλλαγή χρήσεως χώρου, με συνέπεια να υπάρξει υπέρβαση του συντελεστή δομήσεως, εφόσον η έγκριση για την πραγματοποίηση της μεταφοράς εκδοθεί μέσα σε τρία έτη από τη δημοσίευση υπουργικής αποφάσεως, που θα καθορίσει τη σχετική διαδικασία. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, αφού εγκριθεί η μεταφορά του συντελεστή δομήσεως, και πριν εκδοθεί η οικοδομική άδεια για την νομιμοποίηση του αυθαιρέτου απαιτείται να καταβληθούν τα πρόστιμα για την αυθαίρετη αλλαγής χρήσεως. Η υπουργική απόφαση, που καθορίζει τη διαδικασία για την μεταφορά του συντελεστή στις περιπτώσεις αυτές, δημοσιεύθηκε στις 6.2.2004 (3941/27.1.2004 Υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ) και, συνεπώς, η προθεσμία για την έγκριση της πραγματοποιήσεως της μεταφοράς έληγε το Φεβρουάριο 2007. Με την 2367/2007 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. κρίθηκαν τα εξής ως προς την ανωτέρω διάταξη [με την αίτηση ακυρώσεως είχε προσβληθεί απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 3044/2002, η μεταφορά συντελεστή δομήσεως από ακίνητο του Δήμου Συκεών Νομού Θεσσαλονίκης σε ακίνητο στο Δήμο Νέας Σμύρνης Αττικής] : Με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 θεσπίζονται ως μόνες προϋποθέσεις, για να θεωρηθεί ένα ακίνητο ως ωφελούμενο και να επιτραπεί η μεταφορά συντελεστή δόμησης σ’ αυτό, η αρτιότητα, κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση και η κατά παράβαση της οικοδομικής άδειας αλλαγή της χρήσης του χώρου, η οποία έχει ως συνέπεια την υπέρβαση του συντελεστή δόμησης του ακινήτου, να έχει γίνει μέχρι 30.11.2003, οπουδήποτε και αν βρίσκεται το ακίνητο αυτό. Η ρύθμιση αυτή, η οποία, είναι μεν μεταβατική, αλλά επιτρέπει τη Μ.Σ.Δ. σε συγκεκριμένα ακίνητα, στα οποία η αλλαγή χρήσης έχει γίνει μέχρι 30.11.2003, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικιστική επιβάρυνση της ευρύτερης περιοχής από αυτή τη νομιμοποίηση της αυθαίρετης αλλαγής της χρήσεως των ακινήτων, λόγω της υπέρβασης του επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης, ώστε η μεταφορά να πραγματοποιείται σε περιοχή ή περιοχές που μπορούν πολεοδομικώς να τη δεχθούν. Δεν λαμβάνεται υπόψη πολεοδομικό κριτήριο πέραν των προϋποθέσεων η νέα χρήση να επιτρέπεται στην περιοχή και να μην έχουν προστεθεί ή να μην προστίθενται νέοι κλειστοί χώροι, οι δε υφιστάμενοι να πληρούν τις ισχύουσες κτιριοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά την κατασκευή των χώρων αυτών για τη νέα χρήση. Συνεπώς, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές δυνατότητα Μ.Σ.Δ. είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Η ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας είχε δεχθεί προηγουμένως ότι, κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, επιτρέπεται να μεταφέρεται συντελεστής δόμησης, στις καθοριζόμενες, σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα, ζώνες μόνο από ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρεια του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας, όπου βρίσκεται και το βαρυνόμενο με τον περιορισμό ακίνητο, διότι μόνο με την τοπική αυτή σύνδεση καθίσταται δυνατή η εφαρμογή του θεσμού, χωρίς νόθευση της πολεοδομικής σχεδίασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, διατηρείται δε η φύση του θεσμού ως αποζημιωτικού, όπως επιτάσσει το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, επιτυγχάνεται δε επιπλέον και αντιστάθμιση της επιβάρυνσης που ορισμένη περιοχή υφίσταται, λόγω της μεταφοράς σε αυτή συντελεστή δόμησης, με την ωφέλεια της ίδιας περιοχής από την ύπαρξη διατηρητέων κτιρίων, χάριν των οποίων δεν εξαντλήθηκε, στα συγκεκριμένα αυτά ακίνητα, ο γενικώς ισχύων για την περιοχή συντελεστής δόμησης, ή τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων. Από τον παραπάνω κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η μεταφορά του συντελεστή δόμησης επιτρέπεται στον ίδιο δήμο ή κοινότητα, από όπου μεταφέρεται ο συντελεστής, εξαιρούνται οι περιπτώσεις οικισμών, στους οποίους δεν είναι δυνατό να καθοριστούν ζώνες υποδοχής συντελεστή, διότι υπάγονται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας, όπως είναι οι παραδοσιακοί και διατηρητέοι οικισμοί, στις περιπτώσεις δε αυτές η μεταφορά συντελεστή από αυτούς τους οικισμούς μπορεί να γίνεται σε ζώνη καθοριζόμενη σε όμορους δήμους ή κοινότητες, εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα καθορισμού τέτοιας ζώνης σε άλλον οικισμό του ίδιου δήμου ή κοινότητας (βλ. Ολομ. ΣτΕ 6070/1996). Με την ανωτέρω απόφαση 2367/2007 ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση περί εγκρίσεως μεταφοράς συντελεστή δομήσεως, εφόσον είχε ως έρεισμα τις αντισυνταγματικές και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέες, διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002.
Η ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣτΕ Ολομ. 3500/2009
Η απόφαση αυτή θεωρείται η σημαντικότερη της εικοσαετίας για πολεοδομικά θέματα. Η Ολομέλεια του δικαστηρίου ανέφερε ότι πρέπει να κατεδαφιστούν άμεσα οι ημιυπαίθριοι, χαρακτηρίζοντας αντισυνταγματική τη νομιμοποίησή τους εντός και εκτός σχεδίου πόλεων. Με την κατεδάφιση, πρακτικά το δικαστήριο ζητούσε να αφαιρεθούν από τους ημιυπαίθριους χώρους οι τζαμαρίες, οι τοιχοποιίες και τα αλλά υλικά με την οποία μετατρέπονται σε ωφέλιμους κατοικήσιμους χώρους.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολήθηκε με το ζήτημα μετά από αίτηση ακυρώσεως επί αυθαίρετης κατασκευής στην περιοχή της Εκάλης και ειδικότερα επί παλαιού ξενοδοχείου. Στην εν λόγω απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό ορίζει ότι η νομιμοποίηση των ημιυπαίθριων χώρωνπροσκρούει σε μια πλειάδα συνταγματικών διατάξεων όπως για την προστασία του περιβάλλοντος και της πολεοδομίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, του σεβασμού της αξίας και της προσωπικότητας του πολίτη. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, ημιυπαίθριοι χώροι θεωρούνται και οι αυθαίρετες κατασκευές, εφόσον μετατραπούν σε κατοικήσιμους χώρους, δηλαδή, κλειστούν με τζαμαρία ή με μεταλλοκατασκευή ή κτιστούν, κ.λπ.
Η ως άνω απόφαση καταρχήν δέχεται ότι με το Νόμο Τρίτση ν.1337/83 θεσπίστηκαν επί νέας βάσεως οι κανόνες του πολεοδομικού σχεδιασμού. Οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν, πλην άλλων, το σύστημα της «τυποποιήσεως» των χρήσεων γης. Κατ’ αυτό, οι χρήσεις γης κατατάσσονται σε κατηγορίες, όπως «Αμιγής κατοικία», «Γενική κατοικία» κ.λπ., εκάστη των οποίων έχει ως περιεχόμενο ειδικές χρήσεις, απαγορευομένης της νοθεύσεως των κατηγοριών με την προσθήκη σε κάποια από αυτές ειδικής χρήσεως που περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο άλλης κατηγορίας (ΣτΕ 451/2003,3756/2000). Εν όψει δε των κανόνων αυτών ρυθμίστηκαν και τα της τύχης τόσο των παλαιών (εχουσών ανεγερθεί μέχρι 31.1.1983) αυθαιρέτων κατασκευών όσο και των νέων (ανεγειρομένων μετά την ημερομηνία αυτή). Στις αυθαίρετες κατασκευές των δύο αυτών κατηγοριών περιλαμβάνονται και οι παραβιάζουσες τους κανόνες περί των χρήσεων γης.
Ως προς τις κατασκευές της πρώτης κατηγορίας (ανεγερθείσες μέχρι 31.1.1983) διατηρήθηκε μεν ο σύμφωνος με την ανωτέρω συνταγματική επιταγήκανόνας της κατεδαφίσεως, με παράλληλη όμως πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεώς τους από την κατεδάφιση, η οποία όμως συνιστά απόκλιση από τον ανωτέρω κανόνα (ΣτΕ 3632/1992, 1700/1995, 3356/2005 7μελούς κ.ά.). Κατά συνέπεια, είναι στενώς ερμηνευτέες οι προαναφερόμενες διατάξεις (ΣτΕ4236/1987, 1041/1990), με τις οποίες επιτρέπεται η εξαίρεση εάν υποβληθεί προς τούτο σχετική δήλωση και ύστερα από κρίση της πολεοδομικής αρχής ότι για τη συγκεκριμένη κατασκευή πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δεν συντρέχουν τα αντικειμενικά και απόλυτα κωλύματα που προβλέπονται για την εξαίρεση στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα δε, για τις κατασκευές που ευρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, η κρίση περί οριστικής εξαιρέσεως από την κατεδάφιση είναι επιτρεπτή μόνον εάν προηγηθεί ένταξη της περιοχής αυτής σε πολεοδομικό σχέδιο, διότι διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν η γενικευμένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων που θα καθιστούσε αδύνατο ή λίαν δυσχερή τον ορθολογικό σχεδιασμό κατά τους ανωτέρω κανόνες (ΣτΕ 3356/2005).
Ως προς τις αυθαίρετες κατασκευές της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή τις ανεγειρόμενες μετά την 31.1.1983, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν. 1512/ 1985 (ΣτΕ 2565/2004, 3210/1998, 948/1989, 525, 2052/1988), ισχύει, σύμφωνα με την αυτή συνταγματική επιταγή, ο κανόνας της κατεδαφίσεως χωρίς την προαναφερόμενη εξαίρεση. Ο κανόνας αυτός επαναλαμβάνεται και από τον εισαχθέντα μετά το Σύνταγμα του 1975 Γ.Ο.Κ. του 1985, ο οποίος μάλιστα επιβάλλει την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών ακόμα και αν δεν παραβιάζουν τις πολεοδομικές διατάξεις, εκτός αν οι ενδιαφερόμενοι μεριμνήσουν για την έκδοση ή την αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών, δυνάμει των οποίων θα έπρεπε να είχαν κατασκευαστεί τα σχετικά κτίσματα.
Επειδή, με την παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 3044/2002, στο άρθρο 17 του Ν. 1337/1983 το οποίο, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν επιτρέπει την εξαίρεση από την κατεδάφιση των νέων αυθαιρέτων κατασκευών, εντός ή εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923, προστέθηκε παρ. 14 που έχει ως εξής «Τα τρία τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 15, όπως προστέθηκαν με την παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν. 1512/1985 (ΦΕΚ 4 Α΄) εφαρμόζονται και για τα αυθαίρετα του παρόντος άρθρου». Με την παρ. 4 δε του ίδιου άρθρου 8 Ν. 3044/2002 προστέθηκε στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ. έτους 1985, όπως αντικαταστάθηκε με το ανωτέρω άρθρο 19 παρ. 3 του Ν. 2831/2000, το εξής νέο εδάφιο : «Απαγορεύεται η νομιμοποίηση της κατασκευής, αν κατά το χρόνο που ζητείται η νομιμοποίηση τα κτίσματα βρίσκονται μέσα στους χώρους που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 1337/1983 ή σε περιοχές που ορίζονται στην υπουργική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του πιο πάνω άρθρου ή τα κτίσματα συγκεντρώνουν τις οριζόμενες στην ίδια υπουργική απόφαση προϋποθέσεις».
Επειδή, η παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη παρέχει τη δυνατότητα να εξαιρούνται από την κατεδάφιση νέα αυθαίρετα εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών, και μάλιστα όχι μόνο τα ανεγερθέντα μετά την 31.1.1983 και έως τη δημοσίευσή της υφιστάμενα, αλλά και, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, όσα μεταγενεστέρως θα υπάρξουν, προσλαμβάνοντας έτσι η διάταξη αυτή χαρακτήρα πάγιας ρυθμίσεως. ……Με αυτήν όμως τη ρύθμιση ανατρέπεται ο, σύμφωνος με τη συνταγματική επιταγή που διατυπώνεται με το άρθρο 24 του Συντάγματος και σε συμμόρφωση προς αυτή κανόνας που έχει τεθεί με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 1337/1983 και το άρθρο 22 παρ. 3 του ισχύοντος ΓΟΚ και κατά τον οποίο, προκειμένου να μη νοθευτεί ο κατά τους κανόνες που θεσπίστηκαν κατ΄ εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως πολεοδομικός σχεδιασμός, απαγορεύεται η εξαίρεση από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών ή η κατ΄ εξαίρεση διατήρηση μη επιτρεπόμενων χρήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι χρήσεις που είχαν εγκατασταθεί σε ορισμένο κτήριο στο παρελθόν και είχαν διακοπεί, επανεγκαταστάθηκαν δε μετά την οριζόμενη από την ανωτέρω διάταξη του Ν. 1337/1983 ημερομηνία κατά παράβαση των ήδη ισχυουσών πολεοδομικών διατάξεων. Και τούτο διότι επιτρέπεται με τη ρύθμιση αυτή η εξαίρεση από την κατεδάφιση των ανωτέρω κατασκευών ή η κατ΄ εξαίρεση διατήρηση χρήσεων που παραβιάζουν τις τεθείσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και ανεγέρθηκαν ή εγκαταστάθηκαν αντιστοίχως μετά την 31.1.1983, αλλά και θα ανεγείρονται ή θα εγκαθίστανται χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό στο μέλλον. Έτσι όμωςανατρέπεται ή επηρεάζεται δυσμενώς ο ορθολογικός σχεδιασμός και αποδυναμώνεται η εφαρμογή των όρων δομήσεως και των περιορισμών χρήσεως που έχουν θεσπιστεί ως οι ενδεικνυόμενοι για ορισμένη περιοχή και, πάντως, επέρχεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, στην εξασφάλιση των οποίων αποβλέπει το πολεοδομικό σχέδιο, λαμβανομένου επί πλέον υπόψη, ότι σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση, οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αναφέρονται αυτοτελώς σε κάθε εξεταζόμενο κτίσμα, χωρίς να εκτιμάται η συνολική επιβάρυνση της περιοχής, όπου τούτο κείται, από την τυχόν εφαρμογή του μέτρου σε άλλες περιπτώσεις νέων αυθαιρέτων ή και λόγω εξαιρέσεως από την κατεδάφιση παλαιών αυθαιρέτων. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις σκέψεις 9 και 12, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3044/2002 είναι αντισυνταγματική διότι αντιβαίνει στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος και, επομένως, ανίσχυρη.
Επειδή, εξ άλλου, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 3044/2002, που καθιστά δυνατή, προκειμένου για τις μεταγενέστερες της 31.1.1983 κατασκευές (νέες κατασκευές), οι οποίες είναι αυθαίρετες γιατί παραβιάζουν τους ισχύοντες κανόνες δομήσεως και χρήσεων γης, την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση και τη διατήρηση της ανεπίτρεπτης χρήσεώς τους, είναι επιπροσθέτως αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, διότι αντιβαίνει επίσης αφ΄ ενός μεν στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, αφ΄ ετέρου δε στη συνταγματική αρχή της ισότητας,
Ειδικότερα, αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, εφόσον θεμελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου. Η υποχρέωση αυτού του Κράτους επιτελείται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν την ατομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών οι οποίοι, βάσει των κανόνων αυτών και μέσα στα πλαίσια της ρυθμίσεώς τους, ασκούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και μετέχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος). Εξ άλλου, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, που αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, επιβάλλουν στο Κράτος την υποχρέωση να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή των νόμων, να προασπίζει τα νομίμως και όχι τα παρανόμως κτηθέντα από τους πολίτες αγαθά καθώς και να σέβεται και να προάγει με κάθε πρόσφορο μέσο την εμπιστοσύνη των πολιτών στο νόμο και την έννομη τάξη, την ύπαρξη και τη διατήρηση της οποίας εγγυάται η αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών επιβολής και εφαρμογής του νόμου (Σ.τ.Ε. 247/1980 βλ. και Σ.τ.Ε. 278/2007). Στη δε συνταγματική αρχή της ισότητας αντιβαίνει διότι θέτει σε μειονεκτική μοίρα, έναντι εκείνων των οποίων οι ανεγερθείσες ή διαρρυθμισθείσες οικοδομές είναι αυθαίρετες λόγω παραβιάσεως των ισχυόντων όρων δομήσεως και χρήσεων γης αλλά εν τούτοις εξαιρούνται από την κατεδάφιση, τους νομοταγείς πολίτες που έχουν ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή και οι οποίοι, μολονότι ενήργησαν κατά την ανέγερση ή διαρρύθμιση της οικοδομής τους μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τις οποίες παρείχαν οι νόμοι, θα υφίστανται του λοιπού εις το διηνεκές τις δυσμενείς πολεοδομικές συνέπειες των αυθαίρετων κατασκευών των γειτόνων τους οι οποίες, αν και επιβαρύνουν τους όρους διαβιώσεως, διαφεύγουν την κατεδάφισή τους (Σ.τ.Ε. 274/1980).
Σε συνέχεια αυτής της απόφασης εξεδόθη η 3921/10 Ολομ., που έκρινε αντισυνταγματικό το άρθρο 8§5 του Ν. 3044/2002 για τους ίδιους ως άνω λόγους. Με την υπ’ αριθμό 3921/2010 απόφασή της, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική τη νομιμοποίηση των ημιυπαίθριων χώρων σε παραδοσιακούς οικισμούς.Η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το ζήτημα με αφορμή υπόθεση που αφορά ημιυπαίθριο χώρο σε παραδοσιακό οικισμό της Ερμούπολης, στη Σύρο. Το δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η νομιμοποίηση της νέας γενιάς των αυθαιρέτων εντός ή εκτός σχεδίου πόλεων ή εντός παραδοσιακού οικισμού που κτίστηκαν μετά την 31η Ιανουαρίου 1983, όταν τέθηκε σε ισχύ ο «νόμος Τρίτση» (Ν.1337/1983), τα οποία έπρεπε κανονικά ήδη να είχαν κατεδαφιστεί. Όπως τονίζεται στην απόφαση, η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, έχει ως συνέπεια την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, την νόθευση και συνεχή ανατροπή του εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδιασμού. Επιπλέον, στην υπ΄ αριθμ. 3921/2010 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ επισημαίνεται ότι προκειμένου περί παραδοσιακών οικισμών παραβιάζεται επιπρόσθετα η «συνταγματική επιταγή για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας και του παραδοσιακού πολεοδομικού τους ιστού».
Συνεπώς, καταλήγει η απόφαση, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 3044/2002 είναι «αντισυνταγματική διότι αντιβαίνει στο άρθρο 24 παράγραφος 5 του Συντάγματος και επομένως ανίσχυρη». Κατόπιν αυτών η Ολομέλεια του ΣτΕ ακύρωσε την από 13.9.2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση τριώροφη οικοδομή στην Ερμούπολη της Σύρου σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3044/2002, όπως επίσης ακυρώθηκε και η από 22.9.2004 απόφαση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων με την οποία επετράπη η ηλεκτροδότηση της εν λόγω οικοδομής.
Η ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΗΜΙΥΠΑΙΘΡΙΩΝ ΜΕ ΤΟ Ν.3779/2009
Περίπτωση νομιμοποιήσεως αυθαίρετης μεταβολής χρήσεως, η οποία, όμως, μπορεί να συνεπάγεται και αύξηση του συντελεστή δομήσεως, προβλέφθηκε με τον ν. 3775/2009 (ΦΕΚ Α΄ 122/21.7.2009), προκειμένου περί των ημιΰπαιθρίων χώρων, που έχουν μετατραπεί σε κλειστούς χώρους (άρθρο 40 παρ. 2), και υπέργειων και υπόγειων κλειστών χώρων κτιρίου (όπως χώροι σταθμεύσεως, αποθήκες), των οποίων έχει αλλάξει η χρήση, έχουν δηλαδή μετατραπεί σε χώρους κυρίας χρήσεως (άρθρο 41 παρ. 5). [Άρθρο 40 παρ. 2 : «Ημιυπαίθριοι χώροι βάσει οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί ή αναθεωρηθεί μέχρι 2 Ιουλίου 2009, σε περίπτωση μετατροπής τους σε κλειστούς χώρους επιτρέπεται να διατηρήσουν τη νέα χρήση τους, εφόσον αυτή δεν απαγορεύεται στην περιοχή του ακινήτου …». Άρθρο 41 παρ. 5 : «Υπέργειοι και υπόγειοι κλειστοί χώροι κτηρίου (όπως χώροι στάθμευσης, αποθήκες κ.λπ.) βάσει οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί ή αναθεωρηθεί μέχρι 2 Ιουλίου 2009, σε περίπτωση αλλαγής χρήσης επιτρέπεται να διατηρήσουν τη νέα χρήση, εφόσον αυτή δεν απαγορεύεται στην περιοχή του ακινήτου, …».]
Ζήτημα γεννάται αν συνιστά κατ’ ουσίαν περίπτωση «νομιμοποιήσεως» και η ρύθμιση του νεότερου ν. 3843/2010 (ΦΕΚ Α΄ 62/28.4.2010),που ομιλεί για διατήρηση επι 40 χρόνια και όχι νομιμοποίηση με το άρθρο 5 παρ. 1 του οποίου προβλέφθηκε ότι «α. Επιτρέπεται μετά την καταβολή ειδικού προστίμου η διατήρηση για σαράντα (40) χρόνια ημιυπαιθρίων χώρων, καθώς και χώρων που βρίσκονται στο υπόγειο, ισόγειο ή άλλη στάθμη του κτιρίου, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στον εγκεκριμένο κτιριακό όγκο βάσει της οικοδομικής του άδειας, η οποία εκδόθηκε ή αναθεωρήθηκε έως 2.7.2009, και έχουν μετατραπεί σε χώρους κύριας χρήσης καθ’ υπέρβαση των όρων και περιορισμών δόμησης του ακινήτου και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις, τους όρους και τη διαδικασία που ορίζονται στα άρθρα 5-7, εφόσον η χρήση τους δεν απαγορεύεται από τις πολεοδομικές διατάξεις για τις χρήσεις γης που ισχύουν στην περιοχή του ακινήτου. β. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου τα εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμών κτίρια που προβλέπονται στην περίπτωση α΄, τα οποία βρίσκονται σε ρέματα, σε βιότοπους, στον αιγιαλό ή την παραλία, σε δάση, σε δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, καθώς και σε αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικούς τόπους. …». Ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 8 παρ. 1 ότι «Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας διατήρησης των χώρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5, εφαρμόζονται οι ισχύουσες περί αυθαιρέτων διατάξεις για την κατεδάφιση και επαναφορά των χώρων αυτών στη χρήση που προβλέπεται από την οικοδομική άδεια, τα δε πρόστιμα που επιβάλλονται υπολογίζονται ως εξής : α) Πρόστιμο ανέγερσης σε ποσοστό 30% επί της αξίας του αυθαιρέτου, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση την επιφάνεια του αυθαιρέτου επί την τιμή ζώνης που ισχύει στην περιοχή του ακινήτου, σύμφωνα με το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών κατά το χρόνο διαπίστωσης της παράβασης. Β) Πρόστιμο διατήρησης σε ποσοστό 5% επί της αξίας του αυθαιρέτου, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση την επιφάνεια του αυθαιρέτου επί την τιμή ζώνης που ισχύει στην περιοχή του ακινήτου, σύμφωνα με το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών κατά το χρόνο διαπίστωσης της παράβασης, και επιβάλλεται για κάθε έτος διατήρησης του από τη μετατροπή της χρήσης του χώρου μέχρι την κατεδάφιση των κατασκευών με τις οποίες ο χώρος άλλαξε χρήση ή την έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής άδειας».
Το ανωτέρω ζήτημα δεν λύθηκε με την Σ.τ.Ε. 1971/2012 Oλομέλεια διότι η προσβαλλόμενη άδεια δεν ενέπιπτε στο χρονικό πεδίο του Νόμου. Ειδικότερα έκρινε ότι ναι μεν έκρινε ότι με τη ρύθμιση που εισάγεται με τις διατάξεις αυτές, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες στα ανωτέρω άρθρα 5 και 6 προϋποθέσεις, ημιυπαίθριοι και άλλοι χώροι που έχουν μετατραπεί αυθαιρέτως σε χώρους κυρίας χρήσεως διατηρούνται επί σαράντα έτη, μόνον, όμως, αν η άδεια ανέγερσης του κτιρίου, στο οποίο βρίσκονται οι χώροι αυτοί, έχει εκδοθεί ή αναθεωρηθεί έως τις 2.7.2009. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 7 του ν. 3843/2010, η οποία εντάσσεται στην προαναφερόμενη συνολική ρύθμιση, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, καθίσταται σαφές ότι η διατήρηση των χώρων, για τους οποίους συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, είναι επιτρεπτή ακόμη και αν συνεπάγεται παραβίαση του συντελεστή δόμησης ή άλλων όρων δόμησης, που ίσχυαν κατά τη μεταβολή της χρήσεως ή εκείνων που θα θεσπιστούν εφεξής. Κατά την έννοια όμως της διατάξεως αυτής, ερμηνευομένης στο πλαίσιο της θεσπιζόμενης από τον νόμο συνολικής ρύθμισης και ενόψει του ως άνω σκοπού του νόμου, δεν παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης, μετά την ανωτέρω ημερομηνία, νέας οικοδομικής αδείας για προσθήκη ή επέκταση κτιρίου, συνεπαγόμενη δόμηση που υπερβαίνει τα κατά τους ισχύοντες όρους δομήσεως επιτρεπτά όρια και, συνεπαγόμενη ως εκ τούτου, περαιτέρω επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος.
Ο Ν. 4014/2011
Τακτοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών ή αυθαίρετων χρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί υπό την ισχύ του Ν 1337/83 (31.1.1983).
Απαγόρευση υποβολής αιτήσεων για την ένταξη αυθαίρετων κατασκευών/αυθαίρετων αλλαγών χρήσεως στη ρύθμιση του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209) βάσει δικαιολογητικών πέραν των προβλεπομένων στον αρχικό νόμο (άρθρο 24 παρ. 2 περ. β του ν. 4014/2011) και διακοπή της επεξεργασίας εκείνων από τις ήδη υποβληθείσες αιτήσεις που δεν στηρίζονται στα ως άνω δικαιολογητικά του ν. 4014/2011 (δηλαδή αεροφωτογραφίες ή δημόσια έγγραφα), για την απόδειξη του χρόνου ολοκληρώσεως της κατασκευής ή εγκαταστάσεως της χρήσεως.
Με την 180/2012 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (Ολ.,5μ.), εκδοθείσα επί αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως κατά α) της 41498/26.9.2011 αποφάσεως των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης – Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών για την υπαγωγή στο άρθρο 24 του νόμου 4014/2011 “Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας ΥΠΕΚΑ” (ΦΕΚ 209/Α’)» (Β΄ 2167/27.9.2011) και β) της 41525/27.9.2011 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών – Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τίτλο «Διαδικασία είσπραξης και απόδοσης στο Ελληνικό Δημόσιο του παραβόλου και στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την ονομασία «Πράσινο Ταμείο» του ενιαίου ειδικού προστίμου του άρθρου 24 του νόμου 4014/2011 … και καθορισμός των δόσεων καταβολής του παραπάνω ενιαίου ειδικού προστίμου …» (Β΄ 2167/27.9.2011), οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση, αφενός, της παρ. 23 του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209) και, αφετέρου, των παρ. 2 περ. γ και 8 περ. ε του ίδιου άρθρου, κρίθηκαν τα εξής: Ι. Εφαρμοστέες διατάξεις: Το άρθρο 23 ν. 4014/2011 προβλέπει, με ορισμένες εξαιρέσεις, ότι από τη δημοσίευση του νόμου αυτού απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητα, στα οποία έχει εκτελεστεί αυθαίρετη κατασκευή ή αυθαίρετη αλλαγή χρήσεως (παρ. 1 και 2), και ορίζει τις περιπτώσεις, που εξαιρούνται από την εισαγόμενη με τον ως άνω νόμο ρύθμιση της αυθαίρετης δομήσεως (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου αναστέλλεται – υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις και μετά την τήρηση της διαδικασίας, που περιγράφονται στο άρθρο αυτό – για τριάντα (30) χρόνια η επιβολή κυρώσεων μετά την καταβολή ενιαίου ειδικού προστίμου για κτίρια, των οποίων έχει ολοκληρωθεί ο φέρων οργανισμός, και χρήσεις, που έχουν εγκατασταθεί, μέχρι τις 28.7.2011 (ημερομηνία καταθέσεως του σχεδίου του ν. 4014/2011 στη Βουλή) και έχουν ανεγερθεί καθ’ υπέρβαση είτε της οικοδομικής άδειας είτε των όρων ή περιορισμών δομήσεως του ακινήτου είτε χωρίς οικοδομική άδεια, εφόσον η χρήση τους δεν απαγορεύεται από τις πολεοδομικές διατάξεις για τις χρήσεις γης που ισχύουν στην περιοχή του ακινήτου ή δεν απαγορευόταν κατά το χρόνο εκδόσεως της οικοδομικής άδειας ή κατά το χρόνο κατασκευής ή εγκαταστάσεως της αυθαίρετης χρήσεως. Με το ίδιο άρθρο (παρ. 3) ετέθη προθεσμία από 1.10.2011 μέχρι 30.11.2011 για την υποβολή της αιτήσεως του ενδιαφερομένου για την υπαγωγή της αυθαίρετης κατασκευής ή αλλαγής χρήσεως στην επίδικη ρύθμιση, την καταβολή του παραβόλου, καθώς και την υποβολή του εντύπου υπολογισμού του ειδικού προστίμου της δηλούμενης κατασκευής, καθώς και προθεσμία τεσσάρων μηνών από τις 30.11.2011 για την υποβολή της υπεύθυνης δηλώσεως του φερόμενου ιδιοκτήτη, της τεχνικής εκθέσεως του αρμόδιου μηχανικού και των λοιπών δικαιολογητικών της παρ. 2 περ. β του ως άνω άρθρου. Ακόμη, ορίστηκε (παρ. 2 περ. β προτελευταίο εδάφιο) ότι για την απόδειξη του χρόνου ολοκληρώσεως της κατασκευής ή εγκαταστάσεως της χρήσεως απαιτείται, μαζί με την υπεύθυνη δήλωση του φερόμενου ιδιοκτήτη με την ημερομηνία ολοκληρώσεως της κατασκευής ή εγκαταστάσεως της χρήσεως, και η υποβολή δημόσιων εγγράφων ή αεροφωτογραφιών, από τα οποία αποδεικνύεται ο χρόνος ολοκληρώσεως της κατασκευής ή εγκαταστάσεως της χρήσεως. Εξάλλου, στο άρθρο 25 του ίδιου νόμου προβλέπεται η απόδοση του ενιαίου ειδικού προστίμου υπέρ του Πράσινου Ταμείου και η διάθεση αυτού στο πλαίσιο των στόχων και των αρχών του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής ιδίως για την αντιστάθμιση των δυσμενών συνεπειών για το χρόνο αναστολής του άρθρου 24 παρ. 1, την εξισορρόπηση του ελλείμματος γης, την αύξηση των κοινόχρηστων και ελεύθερων χώρων, για την κατεδάφιση αυθαιρέτων και τον καθορισμό ζωνών πολεοδομικής εξισορροπήσεως εντός του πρωτοβάθμιου Ο.Τ.Α., στη διοικητική περιφέρεια του οποίου βρίσκονται οι κατασκευές και χρήσεις που δηλώνονται, ή και, κατ’ εξαίρεση, σε όμορους Ο.Τ.Α. που παρουσιάζουν έλλειμμα γης ή χρήζουν πολεοδομικής εξυγιάνσεως και περιβαλλοντικής αποκαταστάσεως (παρ. 1), καθώς και ο καθορισμός ειδικών ζωνών εξισορροπήσεως των πολεοδομικών και εν γένει περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω νόμου, κατά την έγκριση ή αναθεώρηση Γ.Π.Σ. και Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. και την αναθεώρηση του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, όπου απαιτείται, σε όλους τους Δήμους, στους οποίους δηλώνονται αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις, ώστε να αποκαθίσταται το πολεοδομικό ισοζύγιο εντός εκάστου πρωτοβάθμιου Ο.Τ.Α. (παρ. 2). Ακόμη, στο άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 4014/2011 προβλέπεται η σύσταση στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Μητρώου Κατασκευών, στο οποίο καταγράφονται όλες οι κατασκευές, ενώ στο άρθρο 27 του νόμου αυτού καθορίζονται τα πρόστιμα ανεγέρσεως και διατηρήσεως για τις μη δηλούμενες αυθαίρετες κατασκευές και αλλαγές χρήσεως. Τέλος, με το άρθρο 28 του ως άνω νόμου προβλέπεται η κατεδάφιση όλων των αυθαίρετων κατασκευών και χρήσεων, οι οποίες δεν θα υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 1), η Ειδική Υπηρεσία Κατεδαφίσεων, που συστάθηκε με το ν. 3818/2010, μετονομάζεται σε Ειδική Υπηρεσία Επιθεώρησης και Κατεδάφισης Αυθαιρέτων (ΕΥΕΚΑ), υπάγεται απευθείας στο Γενικό Επιθεωρητή της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (παρ. 2) και καθορίζονται οι αρμοδιότητές της (παρ. 3), ενώ τίθενται και ρυθμίσεις που αφορούν τον τρόπο υλοποιήσεως της κατεδαφίσεως των αυθαίρετων κατασκευών (παρ. 2-5). Τέλος, σε πίνακα του Παραρτήματος ΙΙ του ως άνω νόμου προσδιορίζονται οι συντελεστές, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ενιαίου ειδικού προστίμου. Με την πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις διαγράφεται η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής, μέσω του πληροφορικού συστήματος που διαχειρίζεται το Τ.Ε.Ε., των απαραίτητων δικαιολογητικών για την ένταξη της αυθαίρετης κατασκευής στη ρύθμιση του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 και την περαίωση της διαδικασίας (άρθρα 1 και 2), και, περαιτέρω, ορίζεται (άρθρο 5 παρ. 2) ότι από την έναρξη ισχύος αυτής η συνολική διαδικασία υπαγωγής (ένταξη, περαίωση) στο άρθρο 24 του ν. 4014/2011 διεκπεραιώνεται αποκλειστικά ηλε¬κτρονικά και παύουν να ισχύουν οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 24 του νόμου, που προβλέπουν την έντυ¬πη υποβολή τους καθώς και κάθε άλλο διαδικαστικό ζήτημα, που ρυθμίζεται διαφορετικά. Εξάλλου, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη ρυθμίζει τη διαδικασία είσπραξης του παραβόλου και του ενιαίου ειδικού προστίμου και απόδοσης αυτών στο Ελληνικό Δημόσιο και στο Πράσινο Ταμείο, αντίστοιχα. Μετά τις προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις δημοσιεύθηκε ο ν. 4030/2011 (Α΄ 249, 25.11.2011), με τα άρθρα 49 και 51 του οποίου τροποποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 για τη ρύθμιση των αυθαίρετων κατασκευών και χρήσεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 49 παρ. 5 του νόμου αυτού παρεσχέθη η δυνατότητα αποδείξεως του χρόνου ολοκληρώσεως της κατασκευής ή εγκαταστάσεως της χρήσεως, σε περίπτωση μη υπάρξεως δημόσιων εγγράφων ή αεροφωτογραφιών, και με ιδιωτικά έγγραφα βέβαιης χρονολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προ της 31.1.1983, ενώ με το άρθρο 49 παρ. 10 αυτού προβλέφθηκε η δυνατότητα να εκτελούνται στις υπαχθείσες σε ρύθμιση αυθαίρετες κατασκευές ή αλλαγές χρήσεως, υπό τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, εκτός από τις προβλεπόμενες στην αρχική ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 17 του ν. 4014/2011 εργασίες επισκευής, και εργασίες αποπερατώσεως. Ακολούθησε και νέα τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων 24 του ν. 4014/2011 και 49 του ν. 4030/2011 με τα άρθρα 50 και 49, αντίστοιχα, του ν. 4042/2012 (Α΄ 24/13.2.2012). Με την παρ. 1 του άρθρου 50 του τελευταίου αυτού νόμου απαλείφθηκε η ημερομηνία «προ της 31.1.1983», που προβλεπόταν στο προτελευταίο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 4014/2011, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 49 του ν. 4030/2011, και προβλέφθηκε η δυνατότητα αποδείξεως του χρόνου ολοκληρώσεως της δηλούμενης αυθαίρετης κατασκευής ή εγκαταστάσεως της αυθαίρετης χρήσεως, σε περίπτωση μη υπάρξεως ούτε ιδιωτικών εγγράφων βέβαιης χρονολογίας, με υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη, συνοδευόμενη από τεχνική έκθεση μηχανικού, η οποία υποστηρίζει το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως. Ακόμη, στο άρθρο 51 παρ. 11 περ. δ) του ν. 4042/2012 προβλέφθηκε η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως υπαγωγής στο άρθρο 24 του ν. 4014/2011 και για χώρους, για τους οποίους έχει υποβληθεί φάκελος για την υπαγωγή στο άρθρο 5 του ν. 3843/2010 (Α΄ 62). Περαιτέρω, με το άρθρο 4 παρ. 1 α. της από 31.12.2011 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (Α΄ 268), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α΄ 31/23.2.2012), παρατάθηκε μέχρι τις 28.2.2012 η προβλεπόμενη από το άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 4014/2011 ως λήγουσα στις 30.11.2011 προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως για την υπαγωγή των αυθαίρετων κατασκευών και χρήσεων σε ρύθμιση, του εντύπου υπολογισμού του ενιαίου ειδικού προστίμου της δηλούμενης κατασκευής και την καταβολή του παραβόλου. Ακολούθως, με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) η ως άνω προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 30.6.2012, ενώ η προθεσμία υποβολής των λοιπών δικαιολογητικών για τις υποβαλλόμενες μετά τις 28.2.2012 αιτήσεις έως τις 30.9.2012, παρασχέθηκε δε εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και για νέα παράταση των ως άνω προθεσμιών.
ΙΙ. Επί της βλάβης: Με τις νεότερες του ν. 4014/2011 διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες ορίσθηκε νέος τρόπος αποδείξεως του χρόνου ολοκληρώσεως της αυθαίρετης κατασκευής ή εγκαταστάσεως της αυθαίρετης χρήσεως, σε συνδυασμό με τις επακολουθήσασες παρατάσεις των προθεσμιών υποβολής των δικαιολογητικών για την υπαγωγή στην επίδικη ρύθμιση, μεταβάλλεται κατά τρόπο ουσιώδη το αρχικό σύστημα του νόμου, το οποίο κατά την εισηγητική έκθεση έθετε ως όριο («κόκκινη γραμμή») την τακτοποίηση της αυθαίρετης δομήσεως που πραγματοποιήθηκε μέχρι την ημερομηνία καταθέσεως του σχεδίου του νόμου (28.7.2011). Τούτο, διότι με τις νέες αυτές ρυθμίσεις, τροποποιούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που είχαν καθοριστεί αρχικώς για την απόδειξη της κατασκευής των αυθαιρέτων έως την ως άνω κρίσιμη ημερομηνία της 28.7.2011 και εισάγεται νομοθετικό πλαίσιο, με το οποίο δεν εξασφαλίζεται ο αποκλεισμός της υπαγωγής στη ρύθμιση του νόμου κατασκευών που ανεγείρονται ή χρήσεων που εγκαθίστανται μετά την ανωτέρω ημερομηνία, αλλά αντιθέτως παρέχεται εν τοις πράγμασι η δυνατότητα να ενταχθούν στη ρύθμιση και κατασκευές που ανεγείρονται ή χρήσεις που εγκαθίστανται μεταγενεστέρως και έως τη λήξη των νέων προθεσμιών, οι οποίες ορίσθηκαν με τις νεότερες διατάξεις για την υποβολή σχετικής αιτήσεως και δικαιολογητικών, και ως προς τις οποίες μάλιστα παρέχεται εξουσιοδότηση για την παράτασή τους. Ενόψει αυτών, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω βλάβης του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και δημιουργίας τετελεσμένων καταστάσεων με την πραγματοποίηση και νέας αυθαίρετης δομήσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, συντρέχει, κατά την κρίση της Επιτροπής, περίπτωση να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του π.δ./τος 18/1989, ως πρόσφορο μέτρο, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, η απαγόρευση υποβολής αιτήσεων βάσει δικαιολογητικών πέραν των προβλεπομένων στον αρχικό νόμο (άρθρο 24 παρ. 2 περ. β του ν. 4014/2011) και η διακοπή της επεξεργασίας εκείνων από τις ήδη υποβληθείσες αιτήσεις που δεν στηρίζονται στα ως άνω δικαιολογητικά του ν. 4014/2011 (δηλαδή αεροφωτογραφίες ή δημόσια έγγραφα), για την απόδειξη του χρόνου ολοκληρώσεως της κατασκευής ή εγκαταστάσεως της χρήσεως(Αριθμός 180/2012 Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας)
Στη συνέχεια με την υπ΄αριθμ. 3341/2013 Ολομ. κρίθηκε ότι και ο νόμος αυτός ήταν αντισυνταγματικός.
Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζει ότι «1. … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης…». Οι επόμενες παρ. 3 και 5 του ως άνω άρθρου ορίζουν τα εξής: «3. Για να αναγνωριστεί μια περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτήτες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικές χρήσεις και σκοπούς … 5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν …».
Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, οι οποίες τέθηκαν για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1975, απευθύνουν στο νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, την επιταγή να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ουσιώδες στοιχείο του σχεδιασμού αυτού είναι ο καθορισμός ή η τροποποίηση των όρων δόμησης και των χρήσεων γης της πόλης. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων (ΣτΕ 123/2007 Ολ., 1528/2003 Ολ.), δεν επιτρέπεται δε η χειροτέρευσή τους με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με την επί το δυσμενέστερο μεταβολή της επιτρεπόμενης δόμησης και χρήσης, αν αυτή δεν επιβάλλεται από εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος προς εξυπηρέτηση προέχουσας σημασίας σκοπού, κατά την μετά από στάθμιση ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, ούτε η νόθευση των πολεοδομικών κανόνων που έχουν θεσπιστεί με τα παραπάνω κριτήρια. Τούτων έπεται, ότι μέχρις ότου τεθούν για πρώτη φορά από το νομοθέτη, προς εκπλήρωση της ανωτέρω, το πρώτον επίσης τεθείσης συνταγματικής επιταγής, οι βασικοί κανόνες πολεοδόμησης, είναι συνταγματικώς ανεκτή η πρόβλεψη της δυνατότητας εξαίρεσης από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που έχουν ανεγερθεί πριν τη θέσπιση των κανόνων αυτών, που τίθενται εν γνώσει ακριβώς της ανωτέρω κατ’ εξαίρεση δυνατότητας, αλλά η σχετική ρύθμιση νοείται ως εξαιρετική και υπό όρους, ώστε αφενός να μην αποδυναμώνεται ουσιωδώς η αποτελεσματικότητα των θεσπιζόμενων κανόνων και, αφετέρου, να μην προκαλείται βλάβη σε φυσικά οικοσυστήματα, οικιστικά σύνολα και πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Είναι όμως αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπεται η υπό τους αυτούς όρους εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που ανεγείρονται μεταγενεστέρως, μετά δηλαδή τη θέσπιση των ανωτέρω πολεοδομικών κανόνων, και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους όρους και περιορισμούς δόμησης ή τις χρήσεις γης. Και τούτο διότι η εξαίρεση αυτή από την κατεδάφιση συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του σχεδιασμού, η ανατροπή δε αυτή, είτε αφορά τα κτίρια και τον τρόπο δόμησής τους είτε τη χρήση τους, έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, πολλώ δε μάλλον αν οι προϋποθέσεις εξαίρεσης από την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής ή διατήρησης μη επιτρεπομένης χρήσης, δεν συναρτώνται προς την πολεοδομική επιβάρυνση της περιοχής σε σχέση με την εξαιρούμενη από την κατεδάφιση κατασκευή, αλλά και με το σύνολο των νέων αυθαίρετων κατασκευών της συγκεκριμένης περιοχής (ΣτΕ Ολομ. 3921/2010, 3500/2009)…….. 18. Επειδή, με τις ρυθμίσεις του άρθρου 24 του ν. 4014/2011, ανεξαρτήτως αν αναφέρονται σε αναστολή επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται από τις παγίως ισχύουσες γενικές διατάξεις για την αυθαίρετη δόμηση και όχι σε νομιμοποίηση ή σε εξαίρεση από την κατεδάφιση, επιτρέπεται κατ’ ουσίαν η επί μακρόν διατήρηση κατασκευών και χρήσεων που παραβιάζουν τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η αναστολή δε αυτή έχει εφαρμογή και σε κατασκευές μεταγενέστερες του ν. 1337/1983, με τον οποίο αναμορφώθηκε το σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 24 του Συντάγματος και στο πλαίσιο του εισαγόμενου νέου αυτού συστήματος, θεσπίστηκε η διάκριση των αυθαίρετων κατασκευών σε παλαιές και νέες και επιτρεπτώς χορηγήθηκε η δυνατότητα εξαίρεσης από την κατεδάφιση των παλαιών, με τις οριζόμενες στις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις, σε αντίθεση προς τις νέες, για τις οποίες επέβαλε την κατεδάφιση, ώστε να αποτραπεί η συνέχιση της νόθευσης και ανατροπής του πολεοδομικού σχεδιασμού υπό το καθεστώς της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως και των εκτελεστικών της νόμων. Οι ως άνω ρυθμίσεις του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 έχουν ως συνέπεια να ανατρέπεται, και σε κάθε περίπτωση να νοθεύεται, ο επιβαλλόμενος από το άρθρο 24 του Συντάγματος ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός, και να επέρχεται αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικισμών και επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων, δεδομένου ότι η αναστολή αυτή επέρχεται με μόνη την υποβολή αίτησης του ενδιαφερομένου και των σχετικών δικαιολογητικών και την καταβολή του οριζόμενου στο νόμο ποσού ειδικού προστίμου, χωρίς την ειδική για κάθε αυθαίρετο κρίση αρμόδιου οργάνου της διοίκησης, ύστερα από εκτίμηση πολεοδομικών και κτιριολογικών κριτηρίων, που εξαρτώνται από το μέγεθος, τη χρήση, το είδος και τη σημασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και από τις επιπτώσεις της στο χώρο που την περιβάλλει, τη συνολική δηλαδή επιβάρυνση της περιοχής. Και ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ. 3 του ανωτέρω νόμου, από το μέτρο της αναστολής επιβολής κυρώσεων εξαιρούνται αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις που βρίσκονται σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, όπως οι εγκεκριμένοι κοινόχρηστοι χώροι, τα δάση και οι δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, ο αιγιαλός, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι παραδοσιακοί οικισμοί, οι περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και τα ρέματα, με το άρθρο 27 του νόμου αυτού ορίζονται αυστηρά πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αν δεν υποβληθεί η απαιτούμενη για την υπαγωγή στο μέτρο της αναστολής δήλωση ή δεν καταβληθεί το σχετικό ειδικό ενιαίο πρόστιμο και προβλέπεται ρητώς, αφενός η υποχρέωση αποστολής των εν λόγω προστίμων ανέγερσης και διατήρησης στην αρμόδια ΔΟΥ για τη βεβαίωση και είσπραξή τους και αφετέρου η πειθαρχική δίωξη για παράβαση της υποχρέωσης αυτής, καθώς και για παράλειψη του πειθαρχικώς προϊσταμένου να ασκήσει τη δίωξη και, τέλος, με το άρθρο 28 του ίδιου νόμου οι αρμοδιότητες της Ειδικής Υπηρεσίας Κατεδαφίσεων που είχε συσταθεί με το ν. 3818/2010, η οποία μετονομάζεται σε Ειδική Υπηρεσία Επιθεώρησης και Κατεδάφισης Αυθαιρέτων και ανασυγκροτείται, επεκτείνονται στις ανωτέρω αναφερόμενες περιβαλλοντικές ευαίσθητες περιοχές και διευρύνονται τα μέσα που έχει στη διάθεσή της η υπηρεσία αυτή για την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών, με τις διατάξεις όμως αυτές, με τις οποίες επιδιώκεται η αποτελεσματική εφαρμογή των προβλεπόμενων κυρώσεων, δηλαδή της κατεδάφισης και των προστίμων, για τις μη υπαγόμενες στο μέτρο της αναστολής αυθαίρετες κατασκευές, δεν αίρονται, οι δυσμενείς συνέπειες στο περιβάλλον των περιοχών, όπου βρίσκονται οι αυθαίρετες κατασκευές, για τις οποίες, κατ’ εφαρμογή του προαναφερόμενου άρθρου 24 του ν. 4014/2011, αναστέλλεται η κατεδάφιση χωρίς εκτίμηση των συνεπειών στην εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού και στους όρους διαβίωσης και στην ποιότητα ζωής στις περιοχές αυτές, παρά το ότι ο ορθολογικός σχεδιασμός με βάση χωροταξικά και πολεοδομικά κριτήρια αναγόμενα στη φυσιογνωμία και στις ανάγκες κάθε περιοχής, η εξασφάλιση της λειτουργικότητας των οικισμών και, γενικότερα, η προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος αποτελεί συνταγματική επιταγή για όλους τους οικισμούς και περιοχές της Χώρας. Εξάλλου, οι ανωτέρω δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες δεν αναιρούνται από την πρόβλεψη ότι το ειδικό πρόστιμο, του οποίου η καταβολή επιβάλλεται για την υπαγωγή των αυθαίρετων κατασκευών στις επίμαχες διατάξεις περιέρχεται στο Πράσινο Ταμείο και διατίθεται για τη λήψη μέτρων που αποβλέπουν στη διασφάλιση περιβαλλοντικού ισοζυγίου, όπως η εξισορρόπηση του ελλείμματος γης, η αύξηση των κοινόχρηστων και ελεύθερων χώρων και ο καθορισμός «ζωνών πολεοδομικής εξισορρόπησης» κατά την αναθεώρηση Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., δεδομένου ότι, πάντως, στο μέτρο της αναστολής κατεδάφισης υπάγεται οποιαδήποτε αυθαίρετη κατασκευή, για την οποία υποβάλλονται τα οριζόμενα στις επίμαχες διατάξεις στοιχεία, εκτός εκείνων που βρίσκονται στις προβλεπόμενες στο νόμο περιοχές, η αναστολή δε επέρχεται με μόνη την υποβολή των στοιχείων αυτών και δεν εξαρτάται από εκτίμηση των συνεπειών της διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής σε συσχέτιση με συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνονται ή με δράσεις που αναλαμβάνονται με επιβάρυνση του σχετικού κονδυλίου του Πράσινου Ταμείου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι με μεταγενέστερες διατάξεις προβλέπεται ότι, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, μόνο ποσοστό 2,5% των πόρων του Πράσινου Ταμείου διατίθεται αποκλειστικά για τις λειτουργικές του δαπάνες και την εκπλήρωση των σκοπών του, και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη άλλων αναγκών, για δε το υπόλοιπο παρέχεται η δυνατότητα να οριστεί, με κοινή υπουργική απόφαση, ότι περιέρχεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, προδήλως ενόψει της οικονομικής κρίσης της χώρας. Άλλωστε, εισπρακτικοί και μόνον σκοποί δεν θα ήταν δυνατό να θεμελιώσουν λόγο δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη θέσπιση ρυθμίσεων με ευρύτατες συνέπειες σε βάρος του περιβάλλοντος, όπως οι ρυθμίσεις των επίμαχων διατάξεων. Κατά συνέπεια, οι ρυθμίσεις αυτές, για την εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις και οι οποίες τροποποιήθηκαν, μάλιστα, στη συνέχεια με τις μνημονευόμενες σε προηγούμενες σκέψεις διατάξεις, με σκοπό να καθίσταται ευχερέστερη, από άποψη διαδικασίας και αποδεικτικών μέσων, η υπαγωγή αυθαίρετων κατασκευών στο επίμαχο μέτρο της αναστολής κατεδάφισης, έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος( Μειοψ).
Ο Ν. 4178/2013 (α.1-30). ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ Η ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ εως 28.7.2011
ΣτΕ 1858/2015 ολομ.
Ο νόμος αυτός κρίθηκε συνταγματικός με την σημαντικότερη ίσως απόφαση όλων των εποχών του ΣτΕ 1858/15 Ολομ. σε θέματα πολεοδόμησης.
Η Ολομέλεια χωρίς να αναιρεί την βασική γραμμή της νομολογίας (3500/2009), η οποία απαιτεί ως αναγκαία συνταγματική προϋπόθεση της δομήσεως τον σχεδιασμό, νομολόγησε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το πασίδηλο γεγονός, το οποίο εκίνησε τον νομοθέτη στις λύσεις και στα μέτρα του ν. 4178/2013, αφ’ ενός το ανενεργό του μέτρου της κατεδαφίσεως επί σειρά δεκαετιών με τα αντίστοιχα αποτελέσματα και αφ’ ετέρου την μαθηματικώς διαπιστωμένη αντικειμενική αδυναμία υλοποιήσεως του μέτρου αυτού σήμερα, σε αναφορά με όγκο και επιφάνειες, όπως ανωτέρω εκτέθηκε.
Συνεπώς είναι συνταγματικά ανεκτή η κατ΄εξαίρεση μαζική τακτοποίηση των αυθαιρέτων με δυο όρους :
1. εάν τεκμηριώνεται σπουδαίο δημόσιο συμφέρον και
2. λήψη μέτρων για να μην επαναληφθεί η αυθαιρεσία και να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη.
Τα μέτρα αυτά είναι : α) τρείς έλεγχοι κατά το στάδιο κατασκευής των κτιρίων, β) η ηλεκτρονική ταυτότητα του κτιρίου, γ) η οργάνωση ηλεκτρονικού πληροφοριακού συστήματος στο αρμόδιο Υπουργείο, στο οποίο εισάγονται οι αεροφωτογραφίες του κάθε κτίσματος, που έχει τύχει οποιασδήποτε τακτοποιήσεως, βάσει του νέου νόμου, δ) κάθε μεταβίβαση ακινήτου συνοδεύεται από τα στοιχεία της ηλεκτρονικής του ταυτότητας, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για το έγκυρο της μεταβιβάσεως καθιερώνεται η υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και η βεβαίωση του αρμοδίου μηχανικού, η οποία λαμβάνει ορισμένο αριθμό και εισάγεται στο κεντρικό πληροφοριακό σύστημα. Τυχόν παραβίαση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται σημαντικές κυρώσεις για τους παραβάτες. Τέλος, προβλέπεται «Πράσινο Ταμείο» το οποίο τροφοδοτείται, κυρίως από το πρόστιμο των «τακτοποιούμενων» αυθαιρέτων και το οποίο χρηματοδοτεί δράσεις περιβαλλοντικού ισοζυγίου σε περιοχές βλαβείσες από την αυθαίρετη δόμηση.
Από τη βασική αυτή παραδοχή εκκινώντας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το Δικαστήριο τη δέσμη μέτρων που θεσμοθετούνται προς αποτροπή συνεχίσεως της άνομης οικοδομικής δραστηριότητος για το μέλλον, έκρινε ότι οι σχετικές ρυθμίσεις του νόμου, που αναφέρονται στα αυθαίρετα του παρελθόντος, ήτοι σε όσα ανηγέρθησαν έως 28.7.2011 είναι συνταγματικώς ανεκτές.
Με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 1858/2015 [ΣτΕ Ολ 1858.2015], το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε στη συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν. 4178/2013 για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης. Η απόφαση αποτελεί συνέχεια της ΣτΕ Ολ 3341/2013, με την οποία κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου άρθρου 24 του Ν. 4014/2011, Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας ΥΠΕΚΑ (ΦΕΚ 209/Α΄) –ανεξαρτήτως του αν αναφέρονται σε αναστολή επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται από τις παγίως ισχύουσες γενικές διατάξεις για την αυθαίρετη δόμηση και όχι σε νομιμοποίηση ή σε εξαίρεση από την κατεδάφιση, με τις οποίες επιτρέπεται η επί μακρόν διατήρηση κατασκευών και χρήσεων που παραβιάζουν τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η αναστολή δε αυτή έχει εφαρμογή και σε κατασκευές μεταγενέστερες του ν. 1337/1983– έχουν ως συνέπεια να ανατρέπεται, και σε κάθε περίπτωση να νοθεύεται, ο επιβαλλόμενος από το άρθρο 24 του Συντάγματος ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός και να επέρχεται αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικισμών και επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, δεδομένου ότι η αναστολή αυτή επέρχεται με μόνη την υποβολή αίτησης του ενδιαφερομένου και των σχετικών δικαιολογητικών και την καταβολή του οριζόμενου στο νόμο ποσού ειδικού προστίμου, χωρίς την ειδική για κάθε αυθαίρετο κρίση αρμόδιου οργάνου της διοίκησης, ύστερα από εκτίμηση πολεοδομικών και κτιριολογικών κριτηρίων, που εξαρτώνται από το μέγεθος, τη χρήση, το είδος και τη σημασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και από τις επιπτώσεις της στο χώρο που την περιβάλλει, τη συνολική δηλαδή επιβάρυνση της περιοχής (σκέψη 18 της απόφασης ΣτΕ Ολ 3341/2013).
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το γεγονός ότι, σε ειδικότερη γνώμη της Ολομέλειας, διατυπώνονται «συστάσεις» προς τον νομοθέτη, προκειμένου να ψηφίσει νομοθέτημα που θα καταλήξει σε συνταγματικώς ανεκτή εφάπαξ ρύθμιση του ζητήματος, προβλέπουσα ακόμη και αθρόα νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών, με την εξαίρεση, βεβαίως, εκείνων που, κατά την υποκείμενη σε οριακό δικαστικό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, πλήττουν σε τέτοιο βαθμό το οικιστικό, φυσικό ή πολιτιστικό περιβάλλον, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η διατήρησή τους. Στο πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης, απαριθμούνται διεξοδικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί το μελλοντικό νομοθέτημα. Με άλλα λόγια, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 24 του Ν. 40104/2011 δεν αντιβαίνει στις συνταγματικές διατάξεις διότι προβαίνει σε αθρόα νομιμοποίηση των αυθαιρέτων αλλά διότι, προβαίνοντας στη νομιμοποίηση αυτή, δεν την συνοδεύει με τα ανωτέρω υποδεικνυόμενα μέτρα και ρυθμίσεις. Η συμμόρφωση του νομοθέτη με τις ως άνω υποδείξεις θα επιφέρει, κατά τη γνώμη αυτή, μεταστροφή της μέχρι τώρα νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία θα εξυπηρετήσει καλύτερα τους θαλπόμενους από το άρθρο 24 του Συντάγματος σκοπούς και θα βοηθήσει στην εν γένει εμπέδωση του Κράτους δικαίου (σκέψη 18).
2. Τα θέματα της αυθαίρετης δόμησης ρυθμίστηκαν εκ νέου με τον Ν. 4178/2013, Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης – Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄174). Στο πλαίσιο αίτησης ακύρωσης κατά υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού και προβαίνουν σε εξειδίκευση και ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1858/2015, περί της συνταγματικότητας και των σχετικών διατάξεων. Αφού ανέλυσε τις νέες διατάξεις (σκέψεις 16-20 της απόφασης), το Δικαστήριο κατέληξε ότι οφείλει, «χωρίς να αναιρεί τη βασική γραμμή της νομολογίας, η οποία απαιτεί ως αναγκαία συνταγματική προϋπόθεση της δομήσεως τον σχεδιασμό, ….να λάβει υπ’ όψιν του το πασίδηλο γεγονός, το οποίο εκίνησε τον νομοθέτη στις λύσεις και στα μέτρα του ν. 4178/2013, τ.ε. αφ’ ενός το ανενεργό του μέτρου της κατεδαφίσεως επί σειρά δεκαετιών με τα αντίστοιχα αποτελέσματα και αφ’ ετέρου την μαθηματικώς διαπιστωμένη αντικειμενική αδυναμία υλοποιήσεως του μέτρου αυτού σήμερα, σε αναφορά με όγκο και επιφάνειες….».
Εκκινώντας από τη βασική αυτή παραδοχή και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δέσμη μέτρων που θεσμοθετούνται προς αποτροπή συνεχίσεως της άνομης οικοδομικής δραστηριότητος για το μέλλον, το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι σχετικές ρυθμίσεις του νόμου, που αναφέρονται στα αυθαίρετα του παρελθόντος είναι συνταγματικώς ανεκτές».
Σημαντική μειοψηφία πάντως έκρινε ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του Ν. 4178/2013 παρουσιάζουν την αυτή ουσιώδη πλημμέλεια με τις διατάξεις των ν. 720/1977 (Α΄ 297), 3044/2002 (Α΄ 197) και 4014/2011 (Α΄ 209), που αποδοκιμάσθηκαν παγίως από το Δικαστήριο: εξαιρούν από την κατεδάφιση «συλλήβδην» αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις με μόνη την υποβολή δήλωσης και επιβολή προστίμων, με κριτήριο το συμπτωματικό γεγονός της ύπαρξης της αυθαίρετης κατασκευής και χρήσης σε ορισμένη χρονική στιγμή (28.7.2011), χωρίς προηγούμενη κρίση της διοίκησης που να διαμορφώνεται βάσει πολεοδομικών κριτηρίων συνδεομένων με το μέγεθος, το είδος και τη σημασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και με τη συνολική επιβάρυνση της περιοχής (σκέψη 24 της απόφασης ΣτΕ Ολ 1858/2015). Ειδικότερη μειοψηφούσα γνώμη επανέλαβε τη διατυπωθείσα και στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3341/2013 άποψη ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, πέραν της αντίθεσής τους στο άρθρο 24 του Συντάγματος, αντίκεινται προεχόντως στις συνταγματικές αρχές του Κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1) και της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1).
3. Θα πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι η Ολομέλεια έκρινε αντισυνταγματική την παρέμβαση του νομοθέτη στα έργα της δικαστικής εξουσίας, η οποία συνίστατο εν προκειμένω στη θέσπιση κανόνων δικαίου με αναδρομική ισχύ, με τη βούληση αυτοί να καταλάβουν δικαιώματα, σχέσεις ή καταστάσεις που έχουν ήδη κριθεί από τα δικαστήρια.
Ειδικότερα, έκρινε ότι οι διατάξεις του Ν. 4178/2013 (άρθρο 23 παρ. 6), κατά τις οποίες «στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου υπάγονται και κτίσματα που έχουν ανεγερθεί με άδεια που εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή και η οποία μεταγενέστερα ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, εκτός εάν η ανάκληση ή η ακύρωση οφείλεται σε υποβολή αναληθών στοιχείων ή ανακριβείς αποτυπώσεις της υπάρχουσας κατάστασης κατά την έκδοσή τους» είναι ανίσχυρες, κατά το μέρος τους, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις αδειών που ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, διότι έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενο ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος). Είναι ενδιαφέρον ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων με μια λακωνική σκέψη, χωρίς να επικαλεσθεί την ΕΣΔΑ (ούτε επικουρικώς) και χωρίς παραπομπή σε προηγούμενη νομολογία του (σκέψη 26 της απόφασης).
4. Εκτός από τη συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν. 4178/2013, η Ολομέλεια χρειάστηκε να αποφανθεί και επί της συνταγματικότητας αμιγώς δικονομικών διατάξεων. Πρόκειται για τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, Α΄ 208/27.9.2013) που ορίζουν ότι ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων …. και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης …. υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, … οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/2001. Εφόσον δεν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπομένης από την παρ. 1 του ιδίου άρθρου εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Η Ολομέλεια παρέπεμψε στην πάγια νομολογία (ΑΕΔ 27/2004, ΣτΕ Ολ 777, 1375 – 76/2013, 601, 1619/2012, 3087 – 88/2011, πρβλ. ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ Ολ 1852/2009, 3029/2008, 603/2002), κατά την οποία τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Οι επίμαχες εν προκειμένω διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων δεν προσκρούουν στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Σημειώνεται ότι η απόφαση αναδεικνύει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου συνταγματικότητας,αφού η συγκλίνουσα γνώμη δύο συμβούλων τονίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση προκαταβολής των επίμαχων εισφορών δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια ώστε να προσκρούει στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, εφόσον η μη προκαταβολή δεν συνεπάγεται, πάντως, το απαράδεκτο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μόνον της παράστασης του δεύτερου και της τρίτης αιτούσας και, συνεπώς, δεν επάγεται κατάλυση του δικαιώματός τους προς παροχή έννομης δικαστικής προστασίας 5. Πάντως, δύο μειοψηφούσες γνώμες τάχθηκαν υπέρ της αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων, επικαλούμενες την απόφαση ΑΕΔ 33/1995, με την οποία είχε κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 96 παρ. 6 του νδ 3026/1954, η οποία προέβλεπε την προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής κατά το άρθρο 96 του ΝΔ 3026/1954 και όριζε ως συνέπεια της μη κατάθεσης στο Δικαστήριο γραμματίου καταβολής δικηγορικής της αμοιβής την ερημοδικία του διαδίκου, ήταν αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ανίσχυρη, αφού η ερημοδικία του μη καταθέσαντος το σχετικό γραμμάτιο διαδίκου δεν συνάπτεται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων ούτε προς την απονομή της δικαιοσύνης. Με τα ανωτέρω δεν συνάπτεται επίσης η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών ή η περιστολή της φοροδιαφυγής των δικηγόρων, σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί η προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής. Κατά την πρώτη μειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 1858/2015, οι διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 4 δεν έχουν εφαρμογή ως ερχόμενες σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι, ενώ με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που μπορεί να θεωρηθούν ότι συνάπτονται με την απονομή της δικαιοσύνης (η κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η διασφάλιση της είσπραξης πόρων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης των δικηγόρων (ΤΕΑΚ, Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείου Αλληλοβοήθειας ή ΛΕΑΔ) και η οικονομική ενίσχυση των νέων δικηγόρων), η προβλεπόμενη, σε περίπτωση μη κατάθεσης του γραμματίου προκαταβολής των ανωτέρω δικηγορικών εισφορών, ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης πλήττει τον διάδικο και μάλιστα υπέρμετρα, δεδομένου ότι μπορεί να επιφέρει, σε περίπτωση που καθίσταται άκυρη η κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ακόμη και την κατάλυση του δικαιώματός του προς παροχή δικαστικής προστασίας. Κατά τη δεύτερη γνώμη, με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων επιδιώκεται η είσπραξη μέρους της δικηγορικής αμοιβής, η περιστολή της φοροδιαφυγής και η κάλυψη λειτουργικών δαπανών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, σκοποί δηλαδή που δεν συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, οπότε η προβλεπόμενη δυσμενής για τον διάδικο συνέπεια συνιστά μη ανεκτό περιορισμό του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος.
ΠΟΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ
Ο ν. 4178/2013 αφορά όλους του ιδιοκτήτες αυθαιρέτων,κτισμάτων/κατασκευών ή αυθαίρετης αλλαγής χρήσης.
ΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ
Δεν δίνεται το δικαίωμα υπαγωγής στον ν.4178/2013 σε αυθαίρετες κατασκευές που βρίσκονται σε εγκεκριμένο κοινόχρηστο χώρο, σε παραχωρημένους σε δημόσια κοινή χρήση χώρους του οικοπέδου, σε δημόσιο κτήμα, σε ρέματα, σε αρχαιολογικό χώρο, σε δασική ή αναδασωτέα έκταση, σε αιγιαλό και ζώνη παραλίας και σε αυθαίρετα κατασκευασμένα μετά την 28.07.2011.
Ειδικότερα :
Σε εγκεκριμένο κοινόχρηστο χώρο της πόλης ή του οικισμού |
Σε παραχωρημένους σε δημόσια κοινή χρήση χώρους του οικοπέδου |
Εντός παρόδιας στοάς, η οποία υφίστατο κατά το χρόνο εκτέλεσης της αυθαίρετης κατασκευής |
Παρά το όριο των διεθνών, εθνικών, επαρχιακών ή δημοτικών ή κοινοτικών οδών εντός ζώνης διάστασης ποσοστού 50% των οριζομένων από τη νομοθεσία περί μέτρων για την ασφάλεια της υπεραστικής συγκοινωνίας, οι οποίοι ίσχυαν κατά την εκτέλεση ή εγκατάστασή τους. |
Σε δημόσιο κτήμα |
Σε δάσος, σε δασική ή αναδασωτέα έκταση |
Στον αιγιαλό και στον παλαιό αιγιαλό. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις αυθαιρέτων κατασκευών ή χρήσεων εντός του παλαιού αιγιαλού, εφόσον υφίστανται νομίμως εμπράγματα δικαιώματα πολιτών που προϋφίστανται της σχετικής οριοθέτησης του παλαιού αιγιαλού, καθώς και οι περιπτώσεις όπου εκκρεμεί δικαστική απόφαση για την εξαίρεση των κτισμάτων σύμφωνα με τη σχετική χάραξη |
Στη ζώνη παραλίας. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που δεν έχει συντελεστεί η απαλλοτρίωση και οι αυθαίρετες κατασκευές ή χρήσεις προϋφίστανται της σχετικής οριοθέτησης της ζώνης |
Σε αρχαιολογικό χώρο Ζώνης Α, εξαιρουμένων των αυθαιρέτων κατασκευών που πραγματοποιήθηκαν πριν την κήρυξη της αρχαιολογικής ζώνης εφόσον δεν απαγορευόταν η δόμηση |
Σε αρχαιολογικό χώρο εκτός Ζώνης Α, εκτός αν δεν απαγορευόταν η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών κατά το χρόνο εκτέλεσης της αυθαίρετης κατασκευής ή εγκατάστασης της αυθαίρετης χρήσης. Σε κάθε περίπτωση εξαιρούνται οι αυθαίρετες κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν πριν την κήρυξη της ρχαιολογικής ζώνης εφόσον δεν απαγορευόταν η δόμηση. |
Σε ιστορικό τόπο, ιστορικό διατηρητέο οικισμό και περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους εκτός αν δεν απαγορευόταν η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών κατά το χρόνο εκτέλεσης της αυθαίρετης κατασκευής ή εγκατάστασης της αυθαίρετης χρήσης. |
Σε παραδοσιακό οικισμό ή παραδοσιακό τμήμα πόλης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 13 του παρόντος νόμου. |
Σε ρέμα, κρίσιμη παράκτια ζώνη ή προστατευόμενη περιοχή, αν απαγορευόταν η εκτέλεση κάθε οικοδομικής εργασίας κατά το χρόνο εκτέλεσης της αυθαίρετης κατασκευής ή η χρήση κατά την εγκατάσταση της αυθαίρετης χρήσης. |
Σε κηρυγμένο διατηρητέο κτίριο, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 14 του παρόντος ή σε κτίριο που είναι αρχαίο μνημείο ή κηρυγμένο νεότερο μνημείο κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2000 (Α΄ 153). |
Σε επικινδύνως ετοιμόρροπο κτίριο το οποίο δεν μπορεί να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μετά από την εκτέλεση εργασιών στατικής ενίσχυσης. |
Εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμού εφόσον το ανώτατο ύψος της αυθαίρετης κατασκευής ή του χώρου, που έχει εγκατασταθεί η αυθαίρετη αλλαγή χρήσης, υπερβαίνουν το ύψος της κορυφογραμμής. Εξαιρούνται αυθαίρετες κατασκευές και αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις σε κτίρια που έχουν κατασκευαστεί προ της 31.12.2003 |
Εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμού, εντός απόστασης είκοσι (20) μέτρων από τον άξονα διέλευσης αγωγών μεταφοράς υψηλής τάσης ρεύματος άνω των 150 kW. |
ΠΟΙΟΙ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ
Δεν απαιτείται η υπαγωγή στον ν. 4178/2013 των αυθαιρέτων κατασκευών
α. που υφίστανται προ της 30.11.1955
β. που έχουν απαλλαγεί από την κατεδάφιση με τον ν. 720/1977
γ. που έχουν εξαιρεθεί από την κατεδάφιση με τον ν. 1337/1983 (νόμος Τρίτση)
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
ΈΝΑΡΞΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
ΚΑΤΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΕΩΣ
ΣτΕ 3982/2009 Ολομ. ,ΣτΕ 2473/2013
Τα σχέδια πόλεων, κατά το μέρος που ορίζουν τους οικοδομήσιμους, τους κοινόχρηστους και τους κοινωφελείς χώρους, αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου, οι οποίες πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να δημοσιεύονται, μαζί με τα διαγράμματά τους, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 3982/2009 Ολομ., 488/1991 Ολομ.). Συνεπώς, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξης, με την οποία τροποποιείται το σχέδιο πόλεως αρχίζει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση κατά την οποία η τροποποίηση είναι όλως εντοπισμένη, η προθεσμία προσβολής της σχετικής πράξης, ΠΡΟΣΟΧΗ: ΜΟΝΟΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΡΟΣ, αρχίζει από την κοινοποίησή της στον ιδιοκτήτη του θιγόμενου ακινήτου ή από την εκ μέρους του γνώση αυτής, στην περίπτωση δε αυτή ο εντοπισμένος ή μη χαρακτήρας της τροποποίησης κρίνεται σε σχέση προς την έκταση, την οποία καταλαμβάνει η όλη ρύθμιση και όχι προς το μέρος που προσβάλλεται (βλ. Σ.τ.Ε. 3982/2009 Ολομ.). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως είναι, κατ’ αρχήν, εντοπισμένη όταν αφορά είτε ένα ακίνητο είτε μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων, έστω και εάν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα (βλ. Σ.τ.Ε. 874/2010, πρβλ. Σ.τ.Ε. 3589/ 2007, 963/2007, 2956/2005 κ.ά.).
ΣτΕ 912/2008, Ολομ.
Μη γνώση της προσβαλλόμενης διότι από μόνη την τοποθέτηση στο οικόπεδο πινακίδας με τα στοιχεία της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας και την έναρξη εργασιών εκσκαφών, γεγονότα τα οποία, άλλωστε, δεν αποδεικνύονται εν προκειμένω, δεν προκύπτει πλήρης γνώση της χρήσεως της ανεγειρόμενης οικοδομής ως εκπαιδευτηρίου, ήτοι του είδους του κτίσματος, στην ανέγερση του οποίου αντιτίθενται οι αντίδικοι.
ΣτΕ 2426/2009:
Ειδικώς επί προσβολής αδείας ανεγέρσεως οικοδομής, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως δεν κινείται από τη γνώση μόνον της εκτελέσεως εργασιών κατασκευής του κτιρίου, αλλά απαιτείται και γνώση του περιεχομένου της αδείας ως προς τα βασικά δομικά στοιχεία και χαρακτηριστικά του κτιρίου και της χρήσεως του, σε συνάρτηση και με τις προβαλλόμενες πλημμέλειες της οικοδομικής αδείας και το έννομο συμφέρον στο οποίο θεμελιώνεται η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Για την συναγωγή δε τεκμηρίου γνώσεως με την ανωτέρω έννοια λαμβάνεται υπ’ όψιν και το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την έναρξη των σχετικών οικοδομικών εργασιών, σε συνδυασμό προς το εύλογο ενδιαφέρον του ασκούντος την αίτηση ακυρώσεως να πληροφορηθή σχετικά με την έκδοση σχετικής οικοδομικής αδείας και με το περιεχόμενο της.
ΣτΕ 2426/2009
Η προσβαλλόμενη … απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 132 Δ΄), με την οποία καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης διατηρητέου κτιρίου, έχει κανονιστικό χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 2128/2006 επταμ., 2175/2004 Ολομ., 1157/2002 κ.ά.). Συνεπώς, η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής είχε ως αφετηρία τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως … Κατόπιν τούτου, η αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως, είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη … περαιτέρω, η παρεμβαίνουσα εταιρεία προβάλλει ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι εκπρόθεσμη και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της … /3.4.2006 οικοδομικής άδειας.
ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
–ΣτΕ 3791/2007 επταμ.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 71 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄), … 114 παρ. 1 – 8 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), …, με τις οποίες προβλέπονται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των υπαιτίων, μεταξύ άλλων, της ανέγερσης αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, όπως ποινές στερητικές της ελευθερίας (φυλάκιση ή κάθειρξη), σημαντικές χρηματικές ποινές, δήμευση προϊόντων, αποζημιώσεις για διάφορες αιτίες, καταλογιζόμενες στους υπαιτίους και εισπραττόμενες κατά τη νομοθεσία περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, θέση κινητών πραγμάτων υπό μεσεγγύηση, καθώς και διοικητικές κυρώσεις, οι πράξεις που αφορούν την κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων και εγκαταστάσεων σε δασικές εκτάσειςείναι πραγματοπαγείς, αφορούν δηλαδή τα ίδια τα κτίσματα και εγκαταστάσεις, και όχι τον ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή εργολάβο και, για το λόγο αυτό, το κύρος τους δεν επηρεάζεται από τυχόν εσφαλμένη μνεία επ’ αυτών ως ιδιοκτήτη, νομέα, κατόχου ή εργολάβου, προσώπου που δεν έχει κάποια από τις εν λόγω ιδιότητες ή γενικά κάποιο νομικό δεσμό με τις κατασκευές ή το ακίνητο. Τα πρόσωπα, όμως, τα οποία αναφέρονται ως συνδεόμενα με την παράνομη κατασκευή σε πράξη, με την οποία διατάσσεται η κατεδάφιση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων που έχουν ανεγερθεί παράνομα εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, με έννομο συμφέρον προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως τη διοικητική αυτή πράξη κατά το μέρος που μνημονεύονται σε αυτή, εφόσον ισχυρίζονται ότι δεν έχουν σχέση με την κατασκευή. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι ο αιτών έχει μία από τις παραπάνω ιδιότητες, οι οποίες, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, δικαιολογούν την τήρηση της διαδικασίας εκδόσεως της πράξεως κατεδαφίσεως σε βάρος του, το δικαστήριο προβαίνει στην ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως μόνο κατά το μέρος, με το οποίο μνημονεύεται ο αιτών ως αποδέκτης της και απορρίπτει ως προβαλλόμενους άνευ εννόμου συμφέροντος τυχόν άλλους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αναφέρονται στην κατά τα λοιπά νομιμότητα της πράξεως κατεδαφίσεως. Άλλως, εάν απορριφθεί ο σχετικός λόγος, εξετάζονται οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.
ΣτΕ 3824/2007 : έχει έννομο συμφέρον ο αιτών να προσβάλλει την οικοδομική άδεια όμορου κτιρίου διότι ναι μεν δεν είναι κύριος ακινήτου αλλά δυνάμει πληρεξουσίου του συγκύριου πατρός του έχει αναλάβει την διαχείριση και συντήρηση όμορου κτιρίου χαρακτηρισμένου ως μνημείου.
ΣτΕ 858/2008 παρ. 7μ. Ήδη εξεδόθη 2865/2015 , Ε τμ.7μ, που επικυρώνει την παραπεμπτική. ΟΧΙ ΕΥΡΥ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΜΟΝΟ Η ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΤΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΠΟΥ ΙΣΧΥΕΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΧΩΡΑ.
Όπως, παγίως γίνεται δεκτό, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον για την τήρηση του νόμου κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, η αίτηση ακυρώσεως θα μετέπιπτε σε καθαρώς λαϊκή αγωγή, η οποία δεν θεσμοθετείται από το Σύνταγμα και το νόμο. Απαιτείται, δηλαδή, το ενδιαφέρον αυτό να είναι αυξημένο, λόγω κάποιου ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προς την προσβαλλόμενη πράξη, ατομική ή κανονιστική, ή λόγω ιδιαίτερης ιδιότητας ή κατάστασης του αιτούντος, ένεκα της οποίας ο αιτών και ο στενός ή ευρύς κύκλος πολιτών, στον οποίο τυχόν ανήκει, ενδιαφέρεται εντονότερα από τους λοιπούς πολίτες για τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως (Σ.Ε. 1051/1959 Ολ., 3606/1971, 2638/1980, 151/1993, 735/2000, 582/2001, 2258/2005, 1253/2006, 3824/2007). … κατά την κρατήσασα γνώμη, οι αιτούντες, επικαλούμενοι μόνη την ιδιότητά τους των Ελλήνων πολιτών, ενδιαφερομένων για την προστασία του περιβάλλοντος, δεν έχουν το ειδικό έννομο συμφέρον που απαιτείται,κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για να προσβάλουν το ως άνω π.δ/γμα, αφού δεν προβάλλουν ότι ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς Έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος. Εξ άλλου, οι ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος για τα θέματα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την τελευταία αναθεώρηση (2001) του άρθρου 24 του Συντάγματος, στη νέα παρ. 1 του οποίου ορίζεται ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός».
ΣτΕ 3341/2013 Ολομ. ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΠΟΥ ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ.
Οι αιτούντες, κάτοικοι Αμαρουσίου Αττικής, επικαλούνται για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους βλάβη για το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής τους, την ποιότητα της καθημερινής ζωής των ίδιων, αλλά και του κοινωνικού συνόλου, καθώς και το ενδιαφέρον τους για τη σύμφωνη προς τις αρχές του ορθολογικού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και της προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος ανάπτυξη της χώρας. Δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις έχουν κανονιστικό χαρακτήρα με πεδίο εφαρμογής ολόκληρη την επικράτεια, οι αποφάσεις δε αυτές, με τις οποίες τίθενται γενικοί όροι και προϋποθέσεις για την «τακτοποίηση» αυθαίρετων κατασκευών ή αυθαίρετων μεταβολών χρήσεων, και θεσπίζεται διαδικασία υπαγωγής στις σχετικές διατάξεις του ν. 4014/2011, από την οποία επηρεάζεται το οικιστικό περιβάλλον, αποτελούν το έρεισμα για την έκδοση σχετικών ατομικών πράξεων και για αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή κατοικίας των αιτούντων, με έννομο συμφέρον ασκείται η κρινόμενη αίτηση (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2366/2007).
ΦΥΣΗ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Ευθεία προσβολή τυπικού Νόμου ατομικού χαρακτήρα με την οποία δίδεται οικοδομική άδεια είναι απράδεκτη.
ΣτΕ 376/2014 ολομ. (Ολυμπιακά ακίνητα) Δεν προσβάλλεται τυπικός νόμος με αίτηση ακύρωσης.
Και ναι μεν με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 3207/2003 δεν προβλέπεται η έκδοση οικοδομικής άδειας, για την εφαρμογή της όμως, την ενεργοποίηση δηλαδή της εγκρίσεως που επέχει θέση άδειας της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών, απαιτείται να διαπιστωθεί από την αρμόδια υπηρεσία, δηλαδή την ΔΟΚΚ, αν τα υποβαλλόμενα σχέδια είναι σύμφωνα προς τις πολεοδομικές ρυθμίσεις του ανωτέρω άρθρου, η διαπίστωση δε της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής είναι δυνατόν, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, να εκδηλώνεται και σιωπηρώς. Η διαπίστωση αυτή, που επιφέρει έννομα αποτελέσματα διότι αποτελεί όρο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, συνάγεται δε εν προκειμένω α) από την υποβολή στο ΥΠΕΧΩΔΕ (αρ. πρωτ. 3275/26.1.2004) σε ηλεκτρονική μορφή, όπως προβλέπεται από την περ. 7 του στοιχ. Α της παρ. 2 της παρατιθέμενης στην προηγούμενη σκέψη 59936/24.7.2002 αποφάσεως της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., των οικείων μελετών καθώς και β) από το έγγραφο 16056/3.5.2004 της Δ.Ο.Κ.Κ. προς τον παραιτηθέντα αιτούντα, στο οποίο αναφέρεται ότι φορέας του έργου είναι η παρεμβαίνουσα εταιρεία «Λ…..», όπως αναφέρεται στη σκέψη 4. Τούτων έπεται ότι, καθ’ ερμηνεία της, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς στρέφεται κατά της ανωτέρω σιωπηράς διαπιστώσεως της συμφωνίας των υποβληθεισών μελετών από την ΔΟΚΚ προς τις ρυθμίσεις του άρθρ. 6 του Ν. 3207/2003, όχι όμως και κατά της παρεχομένης με το νόμο «αδείας απ’ ευθείας εκποιήσεως των ακινήτων του Ο.Ε.Κ.», η οποία συνιστά ρύθμιση τυπικού νόμου μη συνδεόμενη με ρητή ή σιωπηρή διοικητική πράξη.
ΣτΕ 3976/2009, Ολομ. : ΓΗΠΕΔΟ ΠΑΟ.
Ακόμη δε και όταν η εκ του νόμου ατομική ρύθμιση έννομης σχέσης ή κατάστασης είναι εξαντλητική και δεν καταλείπεται στην εκτελεστική λειτουργία αρμοδιότητα για την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, ο ακυρωτικός δικαστής, τηρώντας τον κανόνα του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ Συντ ., αδυνατεί να ελέγξει ευθέως, την υπό μορφή τυπικού νόμου, ατομική ρύθμιση. Δύναται όμως στην περίπτωση αυτή, ενόψει του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας, έκφανση του οποίου αποτελεί και ο κατά το άρθρο 95 παρ. 1 Συντ . ακυρωτικός έλεγχος, να δέχεται ως προσβλητή ενώπιον του κάθε πράξη οργάνου της διοίκησης, η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των οριζομένων στο νόμο, έστω και αν η έκδοσή της δεν προβλέπεται ρητώς σε αυτόν. Τούτο δε, διότι διαφορετικά ο θιγόμενος από την ατομική ρύθμιση νόμου και μη δυνάμενος να ζητήσει ευθέως την ακύρωσή της θα απεστερείτο του δικαιώματος για δικαστική προστασία, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ . Πάντως, στέρηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των θιγομένων από ατομικές ρυθμίσεις νόμου και μη δυναμένων να ζητήσουν ευθέως την ακύρωσή τους δεν υφίσταται, αν ο νόμος, πέραν των ατομικών αυτών ρυθμίσεων, προβλέπει την έκδοση, συναφών προς τις ρυθμίσεις αυτές εκτελεστών πράξεων, των οποίων οι θιγόμενοι δύνανται παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωση και μέσω της προσβολής των οποίων μπορεί παρεμπιπτόντως να ελεγχθεί η προς το Σύνταγμα και τους κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος συμφωνία των ατομικών ρυθμίσεων του νόμου (ειδικ. γνωμ., μειοψ.). Ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλονται ευθέως με αίτηση ακυρώσεως οι διατάξεις των άρθρων 11, 12 του Ν 3481/2006 , χωρίς το απαράδεκτο αυτό να εγείρει ζήτημα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αφού το κύρος των επίμαχων ρυθμίσεων μπορεί να ελεγχθεί κατόπιν προσβολής των προβλεπόμενων στον ίδιο το νόμο πράξεων κήρυξης ακινήτων ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέων (μειοψ.).
ΣτΕ 1847/2008 Ολομ., ΓΗΠΕΔΟ ΑΕΚ. κρίθηκε ότι το άρθρο 11 του Ν. 3207/2003, με το οποίο καθίσταται εφικτή η κατασκευή του ίδιου ουσιαστικά έργου και καταργούνται από τότε που ίσχυσαν οι προσβαλλόμενες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις, όλες δε οι απαιτούμενες για την ολοκλήρωση του έργου άδειες χορηγούνται ευθέως από τον νόμο (μη προβλεπομένης πλέον της εκδόσεως οιασδήποτε διοικητικής πράξεως) είναι αντίθετο στα άρθρα 20 παρ. 1, 26 και 95 του Συντάγματος, γιατί η εισαγόμενη με αυτό ρύθμιση συνιστά επέμβαση σε εκκρεμή δίκη, στην οποία άλλωστε απέβλεψε προεχόντως ο νομοθέτης, όπως προκύπτει από τα προπαρασκευαστικά στοιχεία του νόμου αυτού, διότι με τον τρόπο αυτό επιλύεται διαφορά και στερείται αντικειμένου η εκκρεμής αίτηση ακυρώσεως, ενώ δεν καταλείπεται πλέον στους πολίτες δυνατότητα παροχής εννόμου προστασίας, ισοδυνάμου προς εκείνη που παρέχεται με την αίτηση ακυρώσεως.
ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΣτΕ 2591/2005 , ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΡΕΜΑΤΟΣ.
Η αίτηση είναι εξεταστέα κατ’ ουσίαν μόνον καθ’ ό μέρος στρέφεται ευθέως κατά της …/1.7.2003 πράξεως αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας. Κατά την εξέταση, όμως της νομιμότητος της πράξεως αυτής δύναται να εξετασθή και το κύρος του από 7/9/1981 Διατάγματος, καθ’ ό μέρος με αυτό έγινε οριοθεσία του ρέμματος του Αμαρουσίου. Διότι, ο καθορισμός της οριογραμμής ρέμματος, επαγόμενος, κατά τα διαλαμβάνομενα στις επόμενες σκέψεις, απαγορεύσεις δομήσεως και άλλων χρήσεων γης, έχει κανονιστικό χαρακτήρα … εν προκειμένω, για την έκδοση του από 7.9/8.10.1981 Π.Δ/τος, με το οποίο επεχειρήθη μεταξύ των άλλων και η οριοθέτηση του επιμάχου ρέμματος, προηγήθηκε … γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημ. Έργων … Τόσο στην γνωμοδότηση όσο και στην εισήγηση περιέχονται στοιχειώδεις μόνον διαπιστώσεις και εκτιμήσεις για το ρεύμα, σχετιζόμενες κυρίως με την υδραυλική του λειτουργία … Απουσιάζει, όμως, ολοκληρωμένη επιστημονική (υδρογεωλογική και υδραυλική) μελέτη, η οποία να λαμβάνει υπ’ όψιν και την λειτουργία του ρεύματος ως οικοσυστήματος κατά την έννοια που εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη, ενώ δεν απεστάλη από την Διοίκηση και τοπογραφικό – υψομετρικό διάγραμμα οριοθεσίας του ρέμματος υπό κατάλληλη κλίμακα, πρόσφορη για το πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής. Εξ άλλου, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι προσβληθείσες οικοδομικές άδειες εξεδόθησαν με την εκδοχή ότι τα κτίρια ηδύναντο να τοποθετηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, σε οικοδομική γραμμή απέχουσα 10 μέτρα από την οριογραμμή που είχε καθορισθή με το προαναφερόμενο διάταγμα.Αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, η οριοθεσία του ρέμματος δεν ήταν νόμιμη, διότι δεν προηγήθηκε η αναγκαία μελέτη με τα κατάλληλα σχεδιαγράμματα.Επομένως, μη γενομένης προσηκόντως της οριοθεσίας, έπρεπε, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 349 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας, να τηρηθή γραμμή δομήσεως τουλάχιστον 20 μέτρων από προσωρινώς οριζόμενη οριογραμμή του ρέμματος. Κατ’ ακολουθίαν, η παραδεκτώς προσβαλλομένη … πράξη αναθεωρήσεως της οικοδ. αδείας, για την έκδοση της οποίας ελήφθη υπ’ όψιν η ανωτέρω οριοθέτηση του ρέμματος, δεν έχει νόμιμο έρεισμα και είναι ακυρωτέα.
ΣτΕ 937/2008 : Το ρυμοτομικό σχέδιο δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως επ΄ευκαιρία προσβολής πράξης εφαρμογής του σχεδίου του π.χ οικοδομικής άδειας, κατά το μέρος που αποτελεί γενικά πράξη ατομικού περιεχομένου εκτός εάν ρητά το ορίζει ο Νόμος.
Τα σχέδια πόλεων …… ή οι πολεοδομικές μελέτες …. κατά το μέρος των που αφορά στον καθορισμό μίας περιοχής ως οικιστικής, τον παρεπόμενο ορισμό των οικοδομήσιμων και των κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων και τις συναφείς ρυμοτομικού χαρακτήρα διαρρυθμίσεις, αποτελούν εξειδίκευση ρυθμίσεως πλήρως καταστρωμένης στο νόμο που δεν αναφέρεται σε μία κατηγορία σχέσεων αλλά σε σύνολο περιπτώσεων που έχουν μεταξύ των ένα τοπικό δεσμό. Έτσι κατά το μέρος των αυτό, που εξαντλείται στην χάραξη ορισμένων γραμμών (ρυμοτομικών, οικοδομικών κ.λπ.), αποτελούν, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τούτου γενικές ατομικές πράξεις. Από την άποψη αυτή αποτελούν το νομικό πλαίσιο για την δημιουργία πραγματικών καταστάσεων και τη θεμελίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Από την φύση και το χαρακτήρα τους, συνδέονται με την ασφάλεια του δικαίου έτσι ώστε η αμφισβήτηση του κύρους τους επ’ ευκαιρία της προσβολής πράξης εφαρμογής τους να πλήττει πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί υπέρ του πολίτη έναντι της Διοίκησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το νόμο …….. τα ρυμοτομικά σχέδια ή οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται σύμφωνα με ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. ………. Δεν αρκεί για την κατάλυση μιας ρυμοτομικής ρύθμισης μόνη η συνδρομή των λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την άρση της, αλλά χρειάζεται, σύμφωνα, άλλωστε, και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης διοικητικής πράξης από την αρμόδια αρχή. Αν δεν έχει εκδοθεί τέτοια πράξη, οποιαδήποτε άλλη διοικητική αρχή, στην οποία προβάλλεται η συνδρομή των πιο πάνω λόγων, δεν μπορεί να κρίνει το ζήτημα του κύρους των ρυμοτομικών σχεδίων. Έτσι η γενική αρχή της αδυναμίας του παρεμπίπτοντος ελέγχου των ατομικώv πράξεωv που έχουν διαφύγει την ευθεία ακυρωτική προσβολή έχει ένα ιδιαίτερο, επιπρόσθετο, λόγο εφαρμογής σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους ρυμοτομικών σχεδίων επ’ ευκαιρία προσβολής μιας πράξης εφαρμογής τους. Για την κάμψη δε της αρχής αυτής, στα ρυμοτομικά σχέδια, απαιτείται ρητή και ειδική πρόβλεψη του νομοθέτη (ΣτΕ Ολομ. 2281 – 2/1992, 55/1993, 412/1993, 2753/1994, 533/2003). Κατά το μέρος όμως με το οποίο εισάγουν περιορισμούς της ιδιοκτησίας, χρήσεις γης ή κτιρίων, όρους δόμησης ή επιτρεπόμενες δραστηριότητες, τα ρυμοτομικά σχέδια έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας των ρυθμίσεων αυτών είναι δυνατός, σε περίπτωση προσβολής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξης, η οποία ερείδεται στις κανονιστικές διατάξεις του ρυμοτομικού σχεδίου (πρβλ. ΣτΕ 2512/2001, 3367/2005, 1240/2006, 2077/2006 7μ., 3610/2007). Ο σχετικός δε έλεγχος δύναται να είναι και αυτεπάγγελτος ως έλεγχος που αφορά στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1191/1996, 3111/1998, 4692/1998, 2272/2000, 3322/2005, 3841/2005, 149/2005).
ΣτΕ 282/2005 (2484/2009)
Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση εμπίπτει στα όρια του οικισμού …, όπως αυτά έχουν καθορισθεί με την υπ’ αριθμ. 1110/5-3-1986 απόφαση του οικείου Νομάρχου περί καθορισμού ορίων, όρων και περιορισμών δομήσεως και κατηγοριοποιήσεως του οικισμού αυτού. Δεδομένου, όμως, ότι ο οικισμός είναι παραλιακός και, μάλιστα, είχε καταταγεί στην κατηγορία των παραλιακών οικισμών με την προαναφερθείσα νομαρχιακή απόφαση, o καθορισμός των ορίων του και η θέσπιση όρων και περιορισμών δόμησης εντός των ορίων αυτών με απόφαση του Νομάρχη δεν είναι νόμιμος, αφού, κατά τα παγίως κριθέντα, ο καθορισμός ορίων παραλιακών οικισμών και η θέσπιση όρων και περιορισμών δόμησης σ’ αυτούς συνάπτονται με την προστασία των ευπαθών οικοσυστημάτων των ακτών και πρέπει, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να διενεργούνται με προεδρικά διατάγματα (βλ. ΣΕ 1578/2003, 4062/2001, 2072/1997 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 3110/1998 κ.ά.). Υπό τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο το επίδικο ακίνητο, επί του οποίου προβάλλει δικαίωμα κυριότητας ο αιτών, ενέπιπτε εντός εγκεκριμένου σχεδίου και, επομένως, δεν μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 6 περ. ε΄ του Ν. 998/1979, να θεωρηθεί ότι φέρει δασικό χαρακτήρα και να υπαχθεί στις διατάξεις τις δασικής νομοθεσίας, είναι απορριπτέος, αφού, πάντως, η διοικητική πράξη καθορισμού ορίων του οικισμού, της οποίας το κύρος μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως λόγω του κανονιστικού της χαρακτήρα (πρβλ. ΣΕ 2072/ 1997 επταμ., 2698/1981), υπήρξε, κατά τα ανωτέρω, μη νόμιμη.
ΣτΕ 1545/2009 Οριοθέτηση αιγιαλού γενική ατομική πράξη.
Προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο είναι ακυρωτέο για το λόγο ότι της εκδόσεώς του δεν προηγήθηκε οριοθέτηση του αιγιαλού και της παραλίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, τόσο ο αιγιαλός όσο και η παραλία έχουν οριοθετηθεί με την 7527/28.7.1972 απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου, τυχόν δε πλημμέλειες της πράξης αυτής, η οποία αποτελεί ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, δεν μπορούν να ελεγχθούν παρεμπιπτόντως.
ΣτΕ 4357/2011 επταμ.: Το Περιφερειακό Σχέδιο Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (Πράξη περιφερειακής χωροθέτησης), δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και ιδίως κανονιστικό.
Το Περιφερειακό Σχέδιο Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων, το οποίο αποτελεί εξειδίκευση του Εθνικού Σχεδίου και ισχύει για περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι περιέχει κυρίως καταγραφές πραγματικών καταστάσεων και προτάσεις επιλογής συγκεκριμένων ενοτήτων διαχειρίσεως αποβλήτων και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη δικονομική αρχή της απαγόρευσης παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων, που αποτελεί ειδικότερη έκφραση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου, τυπικές πλημμέλειες που ανάγονται στη διαδικασία εκδόσεως του ως άνω Περιφερειακού Σχεδίου Διαχείρισης δεν δύναται να ελεγχθούν επ’ ευκαιρία προσβολής άλλης πράξεωςπου ερείδεται σε αυτό, όπως η προσβαλλομένη πράξη ανανέωσης περιβαλλοντικών όρων Ολοκληρωμένης Εγκατάστασης Διαχείρισης Αποβλήτων.
ΣτΕ Ολομ. 914/2008 : Το τεκμήριο νομιμότητας δεν ισχύει όταν ερευνάται από την πολεοδομία το επιτρεπτό της εγκατάστασης εκπαιδευτηρίου από την πολεοδομία για την ανανέωση άδειας λειτουργίας του.
Ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Το επιτρεπτό της εγκαταστάσεως εκπαιδευτηρίων στη θέση, για την οποία ζητείται η χορήγηση ή η ανανέωση άδειας λειτουργίας, αποτελεί όρο της νομιμότητας της άδειας αυτής, η συνδρομή του οποίου ερευνάται από το όργανο που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση ή την ανανέωση τέτοιας άδειας. Η έρευνα αυτή χωρεί και όταν έχει εκδοθεί από την πολεοδομική υπηρεσία άδεια για την ανέγερση του εκπαιδευτηρίου. Καθορισμός στο ΓΠΣ και στην πολεοδομική μελέτη των χώρων κοινωφελών χρήσεων, στους οποίους και μόνον επιτρέπεται η ανέγερση κοινωφελών εγκαταστάσεων, όπως εκπαιδευτηρίων.Η τροποποίηση των ρυμοτομικών σχεδίων πρέπει να κινείται στα πλαίσια του ΓΠΣ. Τι επιτρέπεται στις περιοχές αμιγούς κατοικίας. Δεν απαγορεύεται η ανέγερση στην επίμαχη περιοχή μεγαλυτέρου του προτεινομένου αριθμού εκπαιδευτηρίων, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα τους ως δημοσίων ή ιδιωτικών. Τα επίμαχα ακίνητα στα οποία λειτουργεί εκπαιδευτήριο δεν έχουν χαρακτηριστεί ως χώρος για την ανέγερση εκπαιδευτηρίου και πλημμελώς ανανεώθηκε η άδεια λειτουργίας αυτού. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια κατόπιν πράξης του Προέδρου του ΣτΕ.
ΣτΕ 3846/2006, Σύνθετη διοικ. Πράξη η οικοδομική άδεια σε διατηρητέα στη Πλάκα.
Στο άρθρο 4 του από 24-10-1980 Προεδρικού Διατάγματος (ΦΕΚ Δ΄ 617), με το οποίο κτίρια, κείμενα εντός της περιοχής Πλάκας του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών, χαρακτηρίσθηκαν ως διατηρητέα, προβλέπεται ότι για την εκτέλεση των κατά το άρθρο 3 του ίδιου Πρ. Δ/τος επιτρεπομένων οικοδομικών εργασιών, των εξωτερικών χρωματισμών και οποιασδήποτε εργασίας επισκευής επί των όψεων των κτιρίων απαιτείται οικοδομική άδεια, η οποία εκδίδεται ύστερα από έγκριση της (τότε) Ε.Ε.Α.Ε., η οποία έχει ήδη μετονομασθεί σε Ε.Π.Α.Ε. (βλ. άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 1577/1985, ΦΕΚ Α΄ 210). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η διαδικασία για τη χορήγηση αδείας οικοδομικών επεμβάσεων σε διατηρητέα κτίρια της περιοχής της Πλάκας συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια, που αποτελείται, αφ’ ενός από την έγκριση της Ε.Π.Α.Ε., η οποία φέρει εκτελεστό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η άρνηση χορηγήσεώς της κωλύει την έκδοση της οικοδομικής άδειας (πρβλ. ΣτΕ 1353/1994), και αφ’ ετέρου από την οικοδομική άδεια, με την οποία ολοκληρώνεται η σύνθετη διοικητική ενέργεια και μετά την έκδοση της οποίας το οικείο εγκριτικό πρακτικό των Ε.Π.Α.Ε. αποβάλλει, πλέον, την εκτελεστότητά του.