112/2008 ΔΠΡ ΚΑΛΑΜ
Αγωγή εταιρείας κατά Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης για επανόρθωση ζημίας λόγω παράλειψης του Νομάρχη να προβεί σε εκμίσθωση θαλάσσιας έκτασης για υδατοκαλλιέργεια και στην, εξαιτίας αυτής, ματαίωση της μετεγκατάστασης της μονάδας της ενάγουσας σε νέα θέση. Το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια αγωγής αποζημίωσης, τη νομιμότητα διοικητικής πράξης ή παράλειψης, κατά της οποίας ασκείται αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ελέγχει αυτή την πράξη, δύναται δε να επιδικάσει αποζημίωση μόνο για ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη πράξη ή παράλειψη, χωρίς να έχει εξουσία να επιδικάσει αποζημίωση για ζημία η οποία προϋποθέτει ευνοϊκή για τον ενάγοντα πράξη, την οποία όφειλαν κατά νόμο να εκδώσουν τα αρμόδια διοικητικά όργανα. Η εγκατάσταση και η μετεγκατάσταση μονάδας υδατοκαλλιέργειας αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία τελειούται με την έκδοση της άδειας ίδρυσης και εγκατάστασης αυτής. Διαδικασία αδειοδότησης μονάδων υδατοκαλλιεργειών. Κρίση του δικαστηρίου ότι δεν ήταν παράνομη η άρνηση του Νομάρχη να προβεί στην εκμίσθωση της αιτούμενης από την ενάγουσα υδάτινης έκτασης. Έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου, διότι δεν ήταν βέβαιο ότι τελικώς η ενάγουσα θα λάμβανε την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, η οποία απαιτείται προκειμένου να χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της μονάδας της. Απορρίπτει την αγωγή.
Αριθμός απόφασης:112/2008
ΤΟ
ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-11-2007 με δικαστές τους : Χαράλαμπο Πέππα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ασπασία Καλαφάτη-εισηγήτρια, Θεόδωρο Σιμόπουλο, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Ιωάννα Στεφανοπούλου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11/25-2-2005,
της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……. …….. ……… ….», με έδρα τη Μεθώνη Ν. Μεσσηνίας, η οποία παραστάθηκε με το φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μαλαφάντη,
κατά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας», που εκπροσωπείται από το Νομάρχη Μεσσηνίας και παραστάθηκε με το φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Μαργέλη.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή με την κρινόμενη καταψηφιστική αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο μετά των τελών υπέρ Ταμείου Νομικών και ΤΑΧΔΙΚ, συνολικού ύψους 2.663,20 €,(βλ. το 5860028/2007 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας), παραδεκτώς ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρία ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσό των 375.600 Ευρώ για διαφυγόντα κέρδη και το ποσό των 100.000 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από 2-9-2003, άλλως από την άσκηση της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση, για τη ζημία που έχει υποστεί, λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς της, παράλειψης του Νομάρχη Μεσσηνίας να προβεί σε εκμίσθωση θαλάσσιας έκτασης για υδατοκαλλιέργεια και στην, εξαιτίας αυτής, ματαίωση της μετεγκατάστασης της μονάδας της σε νέα θέση.
2. Επειδή στο άρθρο στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται και για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους Ο.Τ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 106 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι : “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του δημοσίου συμφέροντος…”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 78 του Κ.Διοικ.Δ. (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α` 97) «… αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη, αν κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής ασκήθηκε το από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα. Στην περίπτωση αυτή, κατά την εκδίκαση της αγωγής έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 80», κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 80 του ίδιου κώδικα «… αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής.». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα διοικητικά δικαστήρια, αν δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, ελέγχουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης. Αν κατά της φερόμενης ως παράνομης πράξης ή παράλειψης χωρεί άσκηση προσφυγής, ο έλεγχος γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 79 του Κ.Διοικ.Δ., αν χωρεί αίτηση ακυρώσεως, ο έλεγχος γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 48 και 50 του π.δ/τος 18/1989, A΄ 8, (βλ. και άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977, A΄ 268). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα αρμόδια για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως δικαστήρια οφείλουν, αν κρίνουν ότι η παράλειψη είναι παράνομη, να την ακυρώσουν και να αναπέμψουν την υπόθεση στη Διοίκηση για να εκτελέσει αυτή την κατά νόμο οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια δεν μπορούν, όμως, υποκαθιστώντας τη Διοίκηση, να αποφανθούν για το ποιο έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης, αν τέτοια πράξη έπρεπε, κατά νόμον, να εκδοθεί. Τέτοια εξουσία δεν έχουν ούτε τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όταν δικάζουν αγωγή σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και κρίνουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της παράλειψης επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια μπορούν να επιδικάζουν αποζημίωση μόνο για ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη, δεν έχουν, όμως, εξουσία να επιδικάσουν αποζημίωση για ζημία η οποία προϋποθέτει ευνοϊκή για τον ενάγοντα πράξη, την οποία όφειλαν κατά νόμον να εκδώσουν τα αρμόδια διοικητικά όργανα (ΣτΕ 2803/2006).
3. Επειδή η εγκατάσταση και η μετεγκατάσταση μονάδας υδατοκαλλιέργειας αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία τελειούται με την έκδοση της άδειας ίδρυσης και εγκατάστασης αυτής (Β.Δ. 142/1971, Α΄ 49), περιλαμβάνει δε τα ενδιάμεσα στάδια : α) της προέγκρισης χωροθέτησης (άρθρο 4 παρ. 6 του Ν. 1650/1986, Α΄ 160 και ΚΥΑ 69269/5387/1990, άρθρα 4 και 8, Β΄ 678) και ήδη, μετά την ισχύ του ν. 3010/2002 από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 αυτού, δηλαδή από 25-4-2002 και την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου 4 του ν. 1650/1986 από το άρθρο 2 αυτού, της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 6α και 10α του ιδίου άρθρου, β) της εκμίσθωσης της αναγκαίας υδάτινης έκτασης (άρθρο 32 του Ν. 1845/1989, Α΄ 202) και γ) της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 1650/86), κατά τα οποία εκδίδονται αντίστοιχες διοικητικές πράξεις, η κάθε μία από τις οποίες έχει ως προϋπόθεση την προηγούμενή της και ενσωματούνται στην τελική πράξη, ελέγχονται δε ως προς τη νομιμότητά τους επί προσβολή της τελευταίας ως άνω πράξης ίδρυσης και εγκατάστασης, η οποία, εφ` όσον εκδοθεί, είναι και η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 561/1993 σκέψη Νο 5, ΣτΕ 893/2004 σκέψεις Νο 5 και 6).
5. Επειδή, ειδικότερα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 64 του ν.δ/τος 420/1970 (Αλιευτικός Κώδικας) και 1 παρ. 3 του β.δ/τος 142/1971, ο Υπουργός Γεωργίας και μετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων των άρθρων 2Β περ.γ΄ του β.δ/τος 703/1970 (Α΄ 235), 1 του β.δ/τος 347/1971, 32 του ν. 1845/1989 και 10 παρ. 10 του ν. 2503/1997, ο Νομάρχης δύναται να παραχωρεί θαλάσσιους χώρους για εγκατάσταση πρωτότυπης μορφής καλλιέργειας υδρόβιων ζώων. Για την παραχώρηση ή μίσθωση θαλάσσιας έκτασης για ίδρυση τέτοιας μονάδας, μεταξύ των απαιτούμενων από τις διατάξεις του ν.δ/τος 420/70, του π.δ/τος 11/29 και της Δ.3399/873/83 απόφασης, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της 435111/1986 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Γεωργίας (Β΄ 840, Περιορισμός των δικαιολογητικών που υποβάλλουν οι πολίτες στο Υπουργείο Γεωργίας) δικαιολογητικών, περιλαμβάνεται και η έγκριση και σύμφωνη γνώμη του ΕΟΤ, του ΓΕΝ (αν.ν. 2344/1940), της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και δη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (Κ 5351/1932) και του Υγειονομικού. Περαιτέρω, στο άρθρο 32 παράγραφος 7 του ν. 1845/1989 «Ανάπτυξη και αξιοποίηση της αγροτικής έρευνας και τεχνολογίας, δασοπροστασία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 102), ορίζεται ότι : «α) Για τη δημιουργία μονάδων υδατοκαλλιεργειών εντατικής μορφής, επιτρέπεται η εκμίσθωση κατάλληλων για το σκοπό αυτόν υδάτινων εκτάσεων για χρονικό διάστημα μέχρι δέκα (10) ετών, με την υποχρέωση των μισθωτών να πραγματοποιήσουν τη μονάδα μέσα σε προθεσμία, που θα ορίζεται με την εγκριτική απόφαση, ανάλογα με το είδος της μονάδας και η οποία δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη των τριών (3) ετών… β) Οι ανωτέρω εκτάσεις μετά τη λήξη του χρόνου μίσθωσης επανεκμισθώνονται, χωρίς δημοπρασία, για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων και εφ` όσον έχουν πραγματοποιηθεί οι επενδύσεις, έχουν εξοφληθεί οι υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν και η μονάδα κρίνεται βιώσιμη. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται και για περιπτώσεις παραχωρήσεων, ή μισθώσεων υδάτινων εκτάσεων που έχουν γίνει για τη δημιουργία μονάδων δατοκαλλιεργειών εντατικής μορφής με διατάξεις, οι οποίες ίσχυαν μέχρι την έκδοση του παρόντος νόμου. γ) Οι εκμισθώσεις ή επανεκμισθώσεις των προηγούμενων περιπτώσεων γίνονται με αποφάσεις του κατά τόπο αρμόδιου νομάρχη, που εκδίδονται μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας αλιείας του νομού. δ) Η έγκριση ή η σύμφωνη γνώμη των συναρμόδιων υπηρεσιών, για τη δημιουργία μονάδων υδατοκαλλιεργειών, που τυχόν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, παρέχεται το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από την υποβολή σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου ή ανάλογου ερωτήματος της αρμόδιας για τις υδατοκαλλιέργειες υπηρεσίας της οικείας νομαρχίας. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, θεωρείται ότι οισυναρμόδιες υπηρεσίες παρέχουν την έγκρισή τους για τη δημιουργία της μονάδας υδατοκαλλιέργειας.». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, με τις νομαρχιακές αποφάσεις παραχωρείται μονομερώς δικαίωμα αυξημένης χρήσης επί υδάτινων εκτάσεων, το οποίο συνεπάγεται διοίκηση αυτών προς εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, δηλαδή την αύξηση του ιχθυοτροφικού τους πλούτου και, για το λόγο αυτό, προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ (ΣτΕ 1893/2001, 2491/1992). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί με την απόφαση 1818/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τη διάταξη του άρθρου 32 του ν. 1845/1989 παρέχεται στη διοίκηση διακριτική ευχέρεια να παραχωρεί με εκμίσθωση ιδιαίτερο δικαίωμα χρήσης σε κοινόχρηστο πράγμα για την εγκατάσταση μονάδας υδατοκαλλιέργειας, κατά την άσκηση δε αυτής της ευχέρειας τα διοικητικά όργανα δύνανται να εξαρτούν την εκμίσθωση από προϋποθέσεις και όρους που άπτονται του δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος.
6. Επειδή, περαιτέρω, με το νόμο 1650/1986 (Α΄ 160) «Προστασία του περιβάλλοντος», όπως τούτος ίσχυε πριν την αντικατάσταση διαφόρων διατάξεών του από το νόμο 3010/2002 (Α΄ 91) «Εναρμόνιση του Ν. 1650/1986 με τις οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε. διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις» και δη με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτού προβλέπεται η κατάταξη των δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε τρείς κατηγορίες, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει έργα και δραστηριότητες που λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της έκτασής τους, είναι πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον. Βάσει των ως άνω διατάξεων εκδόθηκε η 69269/5387/1990 (Β΄ 678) κοινή υπουργική απόφαση, με το άρθρο 4 της οποίας (όπως τούτο ίσχυσε έως και την 5-8-2002, οπόταν καταργήθηκε από τις διατάξεις της ΚΥΑ 15393/2332/2002) στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται και οι επιχειρήσεις εκτροφής σολομού, ιχθυοτροφεία και ιχθυογεννετικοί σταθμοί (Ομάδα ΙΙ, 1.ζ). Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι : «1. Για την πραγματοποίηση νέων ή την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό ή τη μετεγκατάσταση υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες του προηγούμενου άρθρου, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης ή πραγματοποίησης της δραστηριότητας ή του έργου. 2α. Για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες της πρώτης κατηγορίας απαιτείται υποβολή μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. 2β. Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες της κατηγορίας αυτής χορηγείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και των κατά περίπτωση συναρμόδιων υπουργών. 3… 4… 5… 6. Για νέα έργα και δραστηριότητες της πρώτης κατηγορίας απαιτείται προέγκριση που αφορά τη χωροθέτηση … 7. Η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων μπορεί να δοθεί για ορισμένο διάστημα που καθορίζεται στην εγκριτική πράξη, μετά την πάροδο του οποίου υπόκειται σε αναθεώρηση. 8… 9. Η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες πρώτης κατηγορίας του άρθρου 3 γίνεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για ίσο χρόνο με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου υπουργού, αν λόγω της σοβαρότητας ή της δυσχέρειας του έργου δικαιολογείται η παράταση… Αν οι αρμόδιοι φορείς δεν απαντήσουν μέσα στις προθεσμίες αυτές, θεωρείται ότι οι όροι που προβλέπονται από τη σχετική μελέτη ή τα σχετικά δικαιολογητικά έχουν εγκριθεί. 10. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζονται η διαδικασία έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η προθεσμία υποβολής τους και ο συνδυασμός της έγκρισης αυτής με τις διαδικασίες χορήγησης άλλων αδειών που απαιτούνται για τα έργα και τις δραστηριότητες του άρθρου 3. 11…».
7. Επειδή με τις διατάξεις του νόμου 3010/2002 (Α΄ 91) «Εναρμόνιση του Ν. 1650/1986 με τις οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε. διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις», ισχύος από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 25-4-2002 (άρθρο 13 αυτού), τροποποιήθηκαν διάφορες διατάξεις του ν. 1650/1986, μεταξύ των οποίων και οι διατάξεις του άρθρου 4 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με τις οποίες, «1.α. Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία έχουν καταταγεί στις κατηγορίες που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης. β. Με την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων η Διοίκηση επιβάλλει προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά. γ. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας. δ. Για την έκδοση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πρέπει να τηρείται : δα) η διαδικασία της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 6α και 10α και η δημοσιοποίηση της θετικής γνωμοδότησης ή της αρνητικής απόφασης επί της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5. δβ) η διαδικασία υποβολής και η αξιολόγηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή Περιβαλλοντικής Έκθεσης, κατά περίπτωση, καθώς και η διαδικασία δημοσιοποίησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5. 2. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για έργα και δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας απαιτείται υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του συναρμόδιου Υπουργού… Εάν από το έργο ή τη δραστηριότητα επέρχονται επιπτώσεις … ή στην παράκτια ή τη θαλάσσια ζώνη … τότε η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γίνεται … και από τον Υπουργό Γεωργίας … Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γνωμοδοτούν : α) κατά περίπτωση οι Οργανισμοί που έχουν συσταθεί κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α`), του Ν. 1515/1985 (ΦΕΚ 18 Α`) και του Ν. 1561/1985 (ΦΕΚ 148 Α`) και β) το οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο». Περαιτέρω, στην παράγραφο 6.α. του ιδίου άρθρου, στην οποία ρητώς πλέον προβλέπεται ότι μαζί με την αίτηση για τη μετεγκατάσταση υφιστάμενου της πρώτης κατηγορίας έργου (όπως είναι οι υδατοκαλλιέργειες, ομάδα 6 της κατηγορίας Α΄, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην 15393/2332/2002, Β΄ 1022, υπουργική απόφαση, εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 1650/86, μετά την τροποποίησή του από το ν. 3010/2002), απαιτείται και η υποβολή Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εκτός αν στην περιοχή έχει ήδη δημιουργηθεί Περιοχή Ανάπτυξης Μονάδος Υδατοκαλλιέργειας (Π.Ο.Α.Π.Δ.) του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1650/1986, η αρμόδια για έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων αρχή προβαίνει σε προκαταρτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης, που συνίσταται σε γνωμοδότηση ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία, τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, τη χρήση των φυσικών πόρων, τη συσσωρευτική δράση με άλλα έργα, την παραγωγή αποβλήτων, τη ρύπανση και τις οχλήσεις, καθώς και τον κίνδυνο ατυχημάτων, ιδίως από τη χρήση ουσιών ή τεχνολογιών. Στην περίπτωση β΄ της ιδίας παραγράφου 6 ορίζεται ότι : «Για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη : αα) Οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής, που προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά, ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης. ββ) Η περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής, που ενδέχεται να θιγεί από το έργο ή τη δραστηριότητα. γγ) Τα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως το μέγεθος, η πολυπλοκότητα, η ένταση και η έκτασή τους, ο διασυνοριακός χαρακτήρας τους, η διάρκεια, η συχνότητα και η αναστρεψιμότητά τους. δδ) Τα οφέλη για την εθνική οικονομία, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και η εξυπηρέτηση άλλων λόγων δημόσιου συμφέροντος. εε) Οι θετικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον σε μία ευρύτερη περιοχή από εκείνη που επηρεάζεται άμεσα από το έργο ή τη δραστηριότητα.». Κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο γ΄ της ιδίας παραγράφου 6, μετά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης, είτε καλείται ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης να υποβάλει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) για Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4, είτε του γνωστοποιείται ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας όπως προτάθηκε. Ακολούθως, στην παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων μπορεί να εκδίδεται για ορισμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ίδια απόφαση, μετά την πάροδο του οποίου υπόκειται σε αναθεώρηση ή ανανέωση. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, μόνον εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον». Στην παράγραφο 9 ότι «α. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες πρώτης (Α) κατηγορίας του άρθρου 3 χορηγείται μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την υποβολή της αίτησης, εφόσον ο κατατεθείς φάκελος ήταν πλήρης και περιελάμβανε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για ίσο χρονικό διάστημα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας κατά περίπτωση, αν λόγω της σοβαρότητας ή της δυσχέρειας του έργου ή της δραστηριότητας δικαιολογείται η παράταση. β… γ. Αν οι υπηρεσίες ή φορείς που γνωμοδοτούν, προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι, δεν απαντήσουν μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονται από το νόμο ή που τάσσονται από την αρμόδια υπηρεσία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων μπορεί να χορηγηθεί και χωρίς τις γνωμοδοτήσεις αυτές, αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας». Περαιτέρω με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι με κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου (παρ. 11), καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα έργα και οι δραστηριότητες της Β΄ κατηγορίας, για τα οποία απαιτείται προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, καθώς και το περιεχόμενο και οι προδιαγραφές κάθε τύπου προμελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Π.Π.Ε.), Μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και Περιβαλλοντικής Έκθεσης για κάθε ομάδα έργων ή δραστηριοτήτων κλπ. Εξάλλου, με το άρθρο 3 του νόμου 3010/2002, που αντικατέστησε το άρθρο 5 του ν. 1650/1986, ορίζονται για το περιεχόμενο και τη δημοσιότητα των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων τα εξής : «1. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον : α) Περιγραφή του έργου ή της δραστηριότητας με πληροφορίες για το χώρο εγκατάστασης, το σχεδιασμό και το μέγεθός του. β) Περιγραφή των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν σημαντικά από το προτεινόμενο έργο ή τη δραστηριότητα. γ) Εντοπισμό και αξιολόγηση των βασικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. δ) Περιγραφή των μέτρων για την πρόληψη, μείωση ή αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. ε) Σύνοψη των κύριων εναλλακτικών λύσεων και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής της προτεινόμενης λύσης. στ) Απλή (μη τεχνική) περίληψη του συνόλου της μελέτης. ζ) Σύντομη αναφορά των ενδεχόμενων δυσκολιών που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της μελέτης. Οι προδιαγραφές και το ειδικότερο περιεχόμενο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων καθορίζονται με τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 10β του προηγούμενου άρθρου. 2. … 3. Οι αποφάσεις που αφορούν στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων, για έργα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, καθώς και οι γνωμοδοτήσεις της Διοίκησης για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση επί των υποβαλλομένων …, διαβιβάζονται στο οικείο ή στα οικεία νομαρχιακά συμβούλια προκειμένου να λάβουν γνώση και να ενημερώσουν τους πολίτες και τους φορείς εκπροσώπησής τους. Η διαδικασία ενημέρωσης των πολιτών καθορίζεται με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου». Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου 3010/2002 προβλέφθηκε ότι : «1. Διαδικασίες για την προέγκριση χωροθέτησης ή την έγκριση περιβαλλοντικών όρων που εκκρεμούν μέχρι την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στην παρ. 10α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος νόμου, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται ως εξής : α) Διαδικασίες Προέγκρισης Χωροθέτησης : H Προέγκριση Χωροθέτησης συνιστά γνωμοδότηση της αρμόδιας υπηρεσίας κατά την έννοια προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης της πρότασης του έργου ή δραστηριότητας που προβλέπεται στην παρ. 6α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Β) Διαδικασίες Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων : H έγκριση περιβαλλοντικών όρων διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 1650/1986, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με τον παρόντα νόμο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες αυτές. 2. Εκκρεμείς υποθέσεις για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου θεωρούνται εκείνες για τις οποίες έχει υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο φορέα ή ιδιώτη αίτηση, που συνοδεύεται από τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δικαιολογητικά, στην αρμόδια κάθε φορά υπηρεσία, είτε για προέγκριση χωροθέτησης είτε για έγκριση περιβαλλοντικών όρων. 3. Όπου στο Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος ή άλλο νόμο αναφέρεται ο όρος «προέγκριση χωροθέτησης» νοείται εφεξής προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση. …». Εξάλλου, με βάση εξουσιοδοτήσεις παρεχόμενες με διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά και σε συμμόρφωση με τις ήδη μνημονευθείσες Οδηγίες 97/11/ΕΚ και 96/61/ΕΚ εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β΄ 1022/5.8.2002), με την οποία ορίζονται τα έργα και δραστηριότητες που κατατάσσονται σε 10 ομάδες, κοινές για την Α΄ και Β΄ κατηγορία του άρθρου 3 του ν. 1650/1986 (άρθρο 1 ν. 3010/2002) και υποδιαιρούνται στις υποκατηγορίες 1 και 2 για την Α΄κατηγορία και 3 και 4 για τη Β΄ κατηγορία. Ειδικότερα, στην 6η Ομάδα περιλαμβάνονται οι υδατοκαλλιέργειες, που κατατάσσονται στην πρώτη κατηγορία. Στη συνέχεια, κατ` επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3010/2002 εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 11014/703/Φ104/14.3.2003 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β΄ 332/20.3.2003), με την οποία καθορίσθηκαν λεπτομέρειες ως προς τη διαδικασία προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης (π.π.ε.α.) και την έγκριση περιβαλλοντικών όρων κατά κατηγορία έργων και δραστηριοτήτων. 8. Επειδή με τις παραπάνω διατάξεις του ν. 1650/1986, που θεσπίστηκαν σε συμμόρφωση προς τη συνταγματική επιταγή για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, προς την αρχή της πρόληψης στον τομέα αυτόν, προβλέπεται διοικητική διαδικασία, με την οποία παρέχεται στα αρμόδια όργανα της Διοίκησης η δυνατότητα να εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και, ενόψει ιδίως των συνεπειών αυτών, της φύσης και της σημασίας των τυχόν θιγόμενων οικοσυστημάτων ή μεμονωμένων στοιχείων, του χαρακτήρα και του σκοπού του συγκεκριμένου έργου ή δραστηριότητας και των υφιστάμενων μέσων αποτροπής, άρσης ή μείωσης της πιθανολογούμενης βλάβης του περιβάλλοντος, να κρίνουν αν και με ποιους όρους μπορεί να πραγματοποιηθεί το έργο ή η δραστηριότητα, ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και, γενικότερα, οι παραπάνω ορισμοί του Συντάγματος και οι αναφερόμενοι στο περιβάλλον ορισμοί της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση του έτους 1992 (Συνθήκης του Μάαστριχτ), που κυρώθηκε με το ν. 2077/1992 (A΄ 136) και, συγκεκριμένα, οι διατάξεις του άρθρου 130Ρ της Συνθήκης αυτής, με τις oποίες καθιερώνεται επίσης η αρχή της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης αποτελεί η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία παρέχει στα αρμόδια διοικητικά όργανα τη δυνατότητα να διακριβώνουν και να αξιολογούν τις συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητας και να εκτιμούν εκ των προτέρων αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας καθώς και με τις ήδη αναφερθείσες συνταγματικές επιταγές και τους ορισμούς της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Με τις νεώτερες διατάξεις του ως άνω ν. 3010/2002 η προέγκριση χωροθέτησης του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 αντικαθίσταται από την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, η οποία περιέχει την καταρχήν εκτίμηση της Διοικήσεως σχετικά με τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου έργου ή της δραστηριότητας, ενόψει των γενικών χωροταξικών κατευθύνσεων, των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών στοιχείων της περιοχής, των θετικών επιπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή και άλλων λόγων δημοσίου συμφέροντος. Αν κατά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση κριθεί ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητος, η σχετική πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (αρνητική απόφαση κατά το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. δα του νόμου), αφού η έκδοσή της έχει ως συνέπεια να αποκλείεται η συνέχιση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δηλαδή η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Σε αντίθετη περίπτωση, καλείται ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (μ.π.ε.) για έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Στην περίπτωση αυτή, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του ν. 3010/2002, η προκαταρκτική εκτίμηση αποτελεί απλή γνωμοδότηση, διότι με αυτή παρέχεται απλώς η δυνατότητα υποβολής μ.π.ε., χωρίς να προκύπτει από την ως άνω προκαταρκτική εκτίμηση οποιαδήποτε δεσμευτικότητα, ακόμη και ως προς το καταρχήν επιτρεπτό και τη θέση του προτεινόμενου έργου, διότι και τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο της συνολικής εκτίμησης της Διοίκησης η οποία θα διαμορφωθεί βάσει της μελέτης που θα υποβληθεί προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι. Προς το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προκαταρκτικής εκτιμήσεως εναρμονίζεται, άλλωστε, και η θεσπιζόμενη από το νόμο διαδικασία, κατά την οποία για την εκτίμηση αυτή αρκεί η υποβολή προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δεν απαιτείται πλήρης μελέτη, η κατάρτιση της οποίας θα ήταν επιβεβλημένη αν προέκυπτε οποιαδήποτε δέσμευση από την θετική προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση. Με τα δεδομένα αυτά διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της πρόληψης, δεδομένου ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων από το προτεινόμενο έργο ή δραστηριότητα προηγείται και αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε αδείας για την εκτέλεσή του και, επομένως, πληρούνται οι απαιτήσεις του συνταγματικού, αλλά και του κοινοτικού νομοθέτη, δεδομένου ότι το προβλεπόμενο από το ν. 1650/1986, πριν την τροποποίησή του με το ν. 3010/2002, διακεκριμένο στάδιο προέγκρισης χωροθέτησης δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά, ούτε επιβάλλεται από τις μνησθείσες Οδηγίες (ΣτΕ 2547/2005, σκέψη Νο 7). 9. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 3851/2006, ΣτΕ 2547/2005, ΟλΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 613/2002), σε περίπτωση προσβολής με αίτηση ακύρωσης των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατά την παραπάνω διαδικασία (κατ` εφαρμογήν της νομοθεσίας για την εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον σχεδιαζομένων έργων ή δραστηριοτήτων), ο ακυρωτικός δικαστής ερευνά αν τηρήθηκε συννόμως από ουσιαστική και τυπική άποψη η διαδικασία αυτή και αν τα στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η ελεγχόμενη διοικητική πράξη, είναι σύμφωνα με τους σχετικούς ορισμούς της νομοθεσίας και επαρκή για να προσδώσουν έρεισμα στην πράξη. Ειδικότερα, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου των πράξεων αυτών ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η προμελέτη ή η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελούν το βασικό μέσο εφαρμογής της απορρέουσας από τις ανωτέρω διατάξεις αρχής της πρόληψης και προφύλαξης, ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό τους είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές. Παράβαση όμως της συνταγματικής αρχής της αειφορίας μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη του περιβάλλοντος είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρω συνταγματική αρχή. Εξάλλου, με το άρθρο 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου συστήθηκε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, σε συμμόρφωση δε προς την Οδηγία αυτή, κατ` επίκληση και του ν. 1650/1986 εκδόθηκε η κ.υ.α. 33318/28.12.1998 για τον καθορισμό μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση φυσικών οικοτόπων και άγριας πανίδας και χλωρίδας. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου, οι τόποι που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατηρήσεώς τους και πάντως απαγορεύεται να ασκούνται στους τόπους αυτούς δραστηριότητες συνεπαγόμενες την υποβάθμισή τους. Δεν αποκλείεται όμως η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, εφόσον στην οικεία προμελέτη ή μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής. 10. Επειδή, σε εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό εκδόθηκε αρχικώς ο ν. 360/1976 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 151), ο οποίος προέβλεπε τη σύνταξη χωροταξικών σχεδίων, εθνικών, αναφερομένων στο σύνολο της Χώρας, περιφερειακών, αναφερομένων σε συγκεκριμένο τμήμα της, και ειδικών, αναφερομένων σε συγκεκριμένο τομέα παραγωγής ή σε συγκεκριμένη λειτουργία, δραστηριότητα ή δίκτυο υποδομής, καθώς και χωροταξικών προγραμμάτων (άρθρο 1). Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 2742/1999 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 207), ο οποίος προβλέπει χωροταξικό σχεδιασμό στα ανωτέρω τρία επίπεδα, ως μέσα δε του χωροταξικού σχεδιασμού προβλέπει : 1. Το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, το οποίο ορίζεται ως σύνολο κειμένων και διαγραμμάτων, όπου καταγράφονται και αξιολογούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν μακροπρόθεσμα την χωρική ανάπτυξη και διάρθρωση του συνόλου της χώρας, αποτιμώνται οι χωρικές επιπτώσεις των διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών και, εν όψει των ανωτέρω, προσδιορίζονται, με προοπτική 15 ετών, οι βασικές προτεραιότητες και οι στρατηγικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής. Μεταξύ των αντικειμένων του Γενικού Πλαισίου περιλαμβάνονται και οι κατευθύνσεις για «τη χωρική διάρθρωση, εξειδίκευση και συμπληρωματικότητα των παραγωγικών τομέων», οι οποίες αποτελούν «τη βάση αναφοράς για το συντονισμό και την εναρμόνιση των επί μέρους πολιτικών, προγραμμάτων και επενδυτικών σχεδίων…που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή και ανάπτυξη του εθνικού χώρου» (άρθρο 6 παρ. 1). Το Γενικό Πλαίσιο εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη διαδικασία του άρθρου 79 παρ. 8 του Συντάγματος (άρθρο 6 παρ. 3). 2. Τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, τα οποία εξειδικεύουν και συμπληρώνουν τις γενικές κατευθύνσεις του Γενικού Πλαισίου, είτε σε τομεακό επίπεδο, δηλαδή προβαίνουν στη «χωρική διάρθρωση ορισμένων τομέων ή κλάδων παραγωγικών δραστηριοτήτων εθνικής σημασίας», είτε σε ειδικές περιοχές του ελληνικού χώρου «και ιδίως τις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές, τις ορεινές και προβληματικές ζώνες, τις περιοχές που υπάγονται σε διεθνείς ή ευρωπαϊκές συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και άλλες ενότητες του εθνικού χώρου που παρουσιάζουν κρίσιμα περιβαλλοντικά, αναπτυξιακά και κοινωνικά προβλήματα» (άρθρο 7 παρ.1). Στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 7 αναφέρεται ότι τα ειδικά πλαίσια είναι «στρατηγικά εργαλεία», τα οποία συγκροτούν μαζί με το Γενικό Πλαίσιο «σύνολο εθνικών κατευθύνσεων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης», ότι «η εμβέλεια των Ειδικών Πλαισίων είναι σε κάθε περίπτωση εθνικού χαρακτήρα» και δεν πρέπει να συγχέεται με κατώτερου επιπέδου χωροταξικά σχέδια. 3. Τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, τα οποία εναρμονίζονται με το Γενικό Πλαίσιο και τα Ειδικά Πλαίσια και καθορίζουν, σε επίπεδο Περιφέρειας ή, αν αυτό επιβάλλεται, σε επίπεδο νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων ή άλλων γεωγραφικών ενοτήτων της Περιφέρειας, μεταξύ άλλων : «τις κατευθύνσεις και τα προγραμματικά πλαίσια για τη χωροθέτηση των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και ιδίως τις περιοχές, υπό μορφή εναλλακτικών δυνατοτήτων, στις οποίες θα αναζητηθεί, κατά προτεραιότητα, ο καθορισμός Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων…» (άρθρο 8 παρ. 1-2). Στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 8 αναφέρεται ότι βασικός σκοπός του Περιφερειακού Πλαισίου είναι, εξειδικεύοντας τις κατευθύνσεις του Γενικού Πλαισίου και των Ειδικών Πλαισίων στο επίπεδο της Περιφέρειας, να αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς του κατώτερου χωρικού σχεδιασμού, δηλ. των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (Γ.Π.Σ.), των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), των Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.), των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.) και των Περιοχών Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (Π.Ε.Χ.Π.), για τη λειτουργική ολοκλήρωσή τους και τη συνεκτική διαχείριση του χώρου. 4. Οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.), οι οποίες αντικαθιστούν τις Ζώνες Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΖΩ.Α.Π.Δ.) που προβλέπονταν στο άρθρο 24 του ν. 1650/1986. Αποτελεί μηχανισμό χωροταξικού σχεδιασμού κατωτέρου επιπέδου και οφείλει να ακολουθεί τις σχετικές με την οριοθέτηση ΠΟΑΠΔ προτάσεις του οικείου Περιφερειακού Πλαισίου. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 24 του ν. 1650/1986, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2742/1999 (Α΄ 207) και ισχύει στην προκείμενη περίπτωση, καθ` όσον, κρίσιμο εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς είναι εκείνο που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης κατά τον ακυρωτικό έλεγχο πράξης (ΣτΕ 315/2007) και είχε ήδη εκδοθεί και ίσχυε από 11-9-2002 η κατ` εξουσιοδότηση της παραγράφου 3β του άρθρου αυτού κανονιστική υπουργική απόφαση για τον καθορισμό των δικαιολογητικών και της διαδικασίας προς χαρακτηρισμό έκτασης ως ΠΟΑΠΔ (βλ. την Η.Π.17239/30-8-2002 απόφαση της Υφυπουργού ΥΠΕΧΩΔΕ, Β΄ 1175/11-9-2002, με τον τίτλο «Καθορισμός δικαιολογητικών, διαδικασίας και προϋποθέσεων χωροθέτησης Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών»), προβλέπεται ότι ως περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.) χαρακτηρίζονται θαλάσσιες εκτάσεις, που είναι πρόσφορες, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού, για την ανάπτυξη παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς ή τριτογενούς τομέα (παρ. 1), οι οποίες χαρακτηρίζονται και οριοθετούνται με αίτηση φορέα, που υποβάλλεται σύμφωνα με όσα ορίζονται με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (βλ. προαναφερόμενη υπουργική απόφαση) και εγκρίνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από γνώμη του οικείου νομαρχιακού συμβουλίου και του ΚΣΧΟΠ. Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση ΠΟΑΠΔ γίνεται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις εγκεκριμένων Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, έως την έγκριση δε των πλαισίων αυτών, γίνεται μετά από στάθμευση των διαθέσιμων στοιχείων ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα και υπό εξέλιξη χωροταξικές μελέτες (παρ. 3.α.). Ειδικά για τη δημιουργία περιοχών ανάπτυξης μονάδων υδατοκαλλιεργειών, η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις εκμίσθωση ή παραχώρηση χερσαίων εκτάσεων και υδάτινων επιφανειών, επιτρέπεται να γίνεται και μετά την έκδοση της εγκριτικής ΚΥΑ (παρ. 2). Περαιτέρω, στο άρθρο 9 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «Ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια, σχέδια χωρικής και οικιστικής οργάνωσης ανοικτών πόλεων, σχέδια ανάπτυξης περιοχών δεύτερης κατοικίας, ζώνες οικιστικού ελέγχου, περιοχές του άρθρου 24 του Ν. 1650/1986 ή άλλα σχέδια χρήσεων γης, που εγκρίνονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οφείλουν να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Περιφερειακών Πλαισίων και αν αυτά ελλείπουν προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις του εγκεκριμένου Γενικού και των εγκεκριμένων Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Μέχρι την έγκριση των ανωτέρω πλαισίων, η έγκριση των ρυθμιστικών σχεδίων, των γενικών πολεοδομικών σχεδίων και λοιπών σχεδίων χρήσεων γης, καθώς και η έκδοση άλλων κανονιστικών και ατομικών πράξεων με τις οποίες επιχειρείται ρύθμιση του χώρου, γίνεται μετά από συνεκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροτοξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενες ή υπό εξέλιξη μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα».
11. Επειδή από τις διατάξεις του ν. 1650/1986 (βλ. σκέψεις Νο 6 και 7) και τις παραπάνω διατάξεις του ν. 2742/1999 προκύπτει ότι ο σύνθετος στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης, ο οποίος τίθεται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, επιδιώκεται, πρωτίστως, με τα μέσα χωροταξικού σχεδιασμού, που προβλέπονται στο ν. 2742/1999. Για το λόγο αυτό, κατά το σύστημα περιβαλλοντικού ελέγχου των έργων και δραστηριοτήτων που θεσπίζει ο ν. 1650/1986, πρωταρχικό κριτήριο και σημείο αναφοράς για την κατάταξη των δραστηριοτήτων και έργων σε κατηγορίες, το κατ` αρχήν επιτρεπτό της χωροθέτησης σε μια περιοχή ορισμένης δραστηριότητας ή έργου και, περαιτέρω, για την επιλογή, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, των πλέον ενδεδειγμένων όρων προστασίας του περιβάλλοντος, αποτελούν οι προβλέψεις των εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων, γι` αυτό, άλλωστε, η υποβολή προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ως υποκατάστατο του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού, παραλείπεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1650/1986, όταν η θέση του έργου ή της δραστηριότητας έχει ήδη προσδιορισθεί με την έγκριση χωροταξικού ή ρυθμιστικού ή πολεοδομικού σχεδίου ή με τον καθορισμό βιομηχανικής περιοχής ή περιοχής οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων (πρβλ. ΟλΣ.τ.Ε. 258/2004, Σ.τ.Ε. 2511, 2512, ΟλΣτΕ 2513/2002 κ.α.). Μέχρι την ολοκλήρωση, όμως, των διαδικασιών έγκρισης των χωροταξικών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγεται η άναρχη ανάπτυξη, που προκαλεί υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, καθώς και η δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, που δυσχεραίνει και υπονομεύει την ορθολογική χωροταξία, έχει θεωρηθεί, κατ`αρχήν, ανεκτός ο μερικός, χωρικός ή τομεακός, σχεδιασμός και προγραμματισμός και η χωροθέτηση, μέσω της διαδικασίας υποβολής προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 1650/1986, θεμελιώδες στοιχείο της οποίας αποτελεί η εκπόνηση και έγκριση Μελέτης Περιβαλλοντικών Όρων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του άρθρου 4 παρ. 2 α΄ του ν. 1650/1986. Βάσει του κριτηρίου αυτού κρίθηκε ανεκτή, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, η, ελλείψει χωροταξικού σχεδίου, σημειακή χωροθέτηση δραστηριοτήτων βάσει της διαδικασίας προέγκρισης χωροθέτησης του ν. 1650/1986 (ως ίσχυε πριν το ν. 3010/2002), για εύλογο χρονικό διάστημα, ως εύλογο δε θεωρήθηκε το χρονικό διάστημα των 3 ετών που θεσπίσθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2242/1994, εν όψει του γεγονότος ότι, σε εκτέλεση της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό, κατά το χρόνο θέσπισης της ανωτέρω διάταξης, καταρτίζονταν Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες για τη κάλυψη μεγάλου μέρους του ελληνικού χώρου, εκπονούμενες με βάση το μηχανισμό της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) (βλ. Σ.τ.Ε. 1643/1998). Η απάλειψη, όμως, στη συνέχεια, με τις διατάξεις των άρθρων 18 του ν. 2732/1999 και 18 παρ. 4 του ν. 2742/1999, του ανωτέρω χρονικού περιορισμού και, εντεύθεν, η επ` αόριστον δυνατότητα εγκατάστασης δραστηριοτήτων σε περιοχές για τις οποίες δεν έχει προβλεφθεί από χωροταξικά σχέδια ή από ΠΟΑΠΔ (ή ΠΟΑΥ για τις υδατοκαλλιέργειες) η συγκεκριμένη δραστηριότητα, κρίθηκε ότι αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, διότι αναιρεί την επιβαλλόμενη από το άρθρο αυτό υποχρέωση χωροταξικού σχεδιασμού και προγραμματισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων (ΣτΕ 1593/2007, ΟλΣτΕ 2489/2006, ΣτΕ 893/2004 για μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, ΟλΣτΕ 705/2006, ΟλΣτΕ 1569/2005, με παρόμοιες κρίσεις σχετικά με την παράταση της ισχύος διατάξεων που επιτρέπουν την εκτός λατομικών περιοχών λειτουργία λατομείων). Εφ` όσον δεν γίνεται ανεκτή πλέον η σημειακή χωροθέτηση, μέχρις ότου εγκριθούν τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια, η εγκατάσταση ορισμένης μονάδας επιτρέπεται, κατ` αρχήν, μόνον εάν η σχετική δραστηριότητα προβλέπεται είτε από ρυθμιστικό ή πολεοδομικό σχέδιο είτε από Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) ή από Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 24 του ν. 1650/1986 (πρβλ. σκέψη Νο 20 στη ΣτΕ 1593/2007, ΟλΣτΕ 2489/2006, ΣτΕ 893/2004 7μ., ΣτΕ 2319/2002, ΣτΕ 1163/2002, ΣτΕ 5933/1996). 12. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας που προσκομίζονται από τους διαδίκους, προκύπτουν τα ακόλουθα : Με την 871/29-9-1988 απόφαση του Νομάρχη Μεσσηνίας παραχωρήθηκε στον …….. ……., νύν Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ενάγουσας εταιρίας, θαλάσσια έκταση 10.000 τ.μ. στη θέση «Πόρτο Λόγγο» της νήσου Σαπιέντζας της τότε Κοινότητας Μεθώνης, για δοκιμαστική εγκατάσταση μονάδας προτύπου μορφής ιχθυοκαλλιέργειας με το σύστημα πλωτών κλωβών, για μία διετία. Με την ίδια απόφαση χορηγήθηκε σε αυτόν και η σχετική άδεια ίδρυσης και εγκατάστασης ιχθυοκαλλιέργειας θαλασσινών ψαριών στην ως άνω παραχωρηθείσα έκταση. Με την 59/24-1-1989 απόφαση του ιδίου Νομάρχη εκμισθώθηκε στην εταιρία, πλέον, με την επωνυμία «…….. …… …………… …………..» η ως άνω έκταση για 15 χρόνια, μετά τη διαπίστωση της επιτυχούς διετούς δοκιμαστικής εγκατάστασης, υπό τη διεύθυνση του ……… ……… Στην ως άνω μίσθωση υπεισήλθε από 24-12-1993 (σχετικό το 9924/1993 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πύλου Άγγελου Σκουφάκη) και εντεύθεν η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «………… ……….. ………. …..», η οποία υποκατάστησε την παραπάνω εταιρία περιορισμένης ευθύνης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Ακολούθως, μετά την έκδοση της Α.Π.οικ. 124799/27-2-2002 κοινής απόφασης του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος ΥΠΕΧΩΔΕ και Αλιείας Υπουργείου Γεωργίας, περί έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, με την 290/12-4-2002 απόφαση του ιδίου ως άνω Νομάρχη ανανεώθηκε η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας της εν λόγω μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας της ενάγουσας εταιρίας στη θαλάσσια έκταση 10 στρεμμάτων στη θέση «Πόρτο Λόγγο» νήσου Σαπιέντζας έως την 31-12-2012. Εν τω μεταξύ και πριν την ανανέωση της ως άνω άδειας με την 290/12-4-2002 απόφαση του Νομάρχη Μεσσηνίας, η ενάγουσα υπέβαλε στο Τμήμα Αλιείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας (Ν.Α.Μ.) την κατ` άρθρο 4 του ν. 1650/1986 από 27-3-2002 αίτησή της (με αρ. πρωτ. 260/29-3-2002) με την οποία ζητούσε τη μετεγκατάσταση της μονάδας της στη θέση «Μαγαζάκια». Την αίτηση αυτή δεν συνόδευσε από δικαιολογητικά, πλήν του μνημονευόμενου σε αυτήν τοπογραφικού διαγράμματος του Μηχανικού …… ………. Η εν λόγω υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας απέστειλε στον ΕΟΤ, το ΓΕΝ, την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και το Λιμεναρχείο Πύλου (σχετικό το με αρ. πρωτ. 260/3-4-2002 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Αλιείας), το σχετικό αίτημα, ζητώντας τη γνωμοδότησή τους, σχετικά με το εάν δύνατο η εταιρία να μετεγκατασταθεί. Τα ως άνω όργανα απάντησαν θετικά με τα 2137.3/01/02/1-5-2002 (του Λιμεναρχείου Πύλου), Αρ.Φ.858.7/248/02/3-6-2002 (του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας), Αρ.Φ.919.13/12/02/12-6-2002 (της Υπηρεσίας Φαρών του Πολεμικού Ναυτικού), Αρ.Φ.919.13/12/02/12-6-2002 (της Υπηρεσίας Φαρών του Πολεμικού Ναυτικού), Φ.41/1/1506/27-6-2002 (της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων) και 3770/26-6-2002 (της Διεύθυνσης Τουρισμού) έγγραφά τους. Στη συνέχεια και δη στις 26-6-2002, υπό το κράτος ισχύος των νέων διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 1650/1986, μετά την τροποποίησή τους από το άρθρο 2 του ν. 3010/2002, η ενάγουσα εταιρία υπέβαλε στο ΥΠΕΧΩΔΕ την κατά την παράγραφο 6α του ως άνω άρθρου «Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων» για τη μετεγκατάσταση της ως άνω μονάδας της, με συμπληρωματικά δικαιολογητικά που κατέθεσε στις 23-8-2002 και σχετικά εκδόθηκε η με αρ. πρωτ. 29119/5-12-2002 θετική ως προς τη μετεγκατάσταση της μονάδας της εταιρίας στη θέση «Μαγαζάκια», γνωμοδότηση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ, ενόψει του ότι λήφθηκε, κατά τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3010/2002 ως «Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση». Ειδικότερα, στην ως άνω γνωμοδότηση μνημονεύονται οι διατάξεις που λήφθηκαν υπόψη, αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη η υφιστάμενη θέση της μονάδας, τα όσα διατυπώνονται στη μελέτη του Χωροταξικού Σχεδίου της Περιφέρειας Πελοποννήσου και στη μελέτη «Στρατηγικό πλαίσιο κατευθύνσεων για την ανάπτυξη των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα», τα όσα διατυπώνονται με τη γνωμοδότηση της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού (αρ. πρωτ. 129790/10- 10-2002 έγγραφο), ότι δηλαδή η μονάδα θα εγκατασταθεί σε περιοχή που εντάσσεται στο «NATURA 2000», χωρίς όμως να εκφέρεται ειδική κρίση για ποιο λόγο το γεγονός αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για τη μετεγκατάσταση, τα στοιχεία του φακέλου και τα κριτήρια που θέτει η παράγραφος 6 του άρθρου 4 του ν. 1650/86. Στην ίδια γνωμοδότηση αναγράφεται ότι δεν είναι δεσμευτική για τη διοίκηση, η οποία στο στάδιο έκδοσης της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, ύστερα από αξιολόγηση της Μ.Π.Ε., μπορεί να επιβάλλει προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έργου ή και να αποφασίσει τη μη υλοποίησή του, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Εν τω μεταξύ, στις 10-7-2002, η ενάγουσα υπέβαλε στο Τμήμα Αλιείας της Ν.Α.Μ. αίτηση, με την οποία, σε συνέχεια της από 27-3-2002 αίτησής της, ζητούσε την κατ` εξαίρεση και μέχρι την οριστική έγκριση της μετεγκατάστασης του ιχθυοτροφείου, έγκριση της μεταφοράς στη θέση «Μαγαζάκια» μικρού αριθμού ιχθυοκλωβών (6 έως 8), λόγω της θνησιμότητας που παρουσίαζε ο ιχθυοπληθυσμός της μονάδας της, προς τούτο δε υπέβαλε και έκθεση εργαστηριακών ευρημάτων και γνωμοδότηση των ιχθυοπαθολόγων ………. ………… και………… ……… με σχετική γνωμάτευση του Εθνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών. Για την προώθηση του ως άνω αιτήματος απεστάλη στη Διεύθυνση Υδατοκαλλιεργειών και Εσωτερικών Υδάτων του Υπουργείου Γεωργίας το με αρ. 515/18-7-2002 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Αλιείας, με το οποίο ζητούταν η θετική γνωμοδότηση της ως άνω υπηρεσίας για τη μετεγκατάσταση της εταιρίας. Σχετικά συντάχθηκε το με αρ. πρωτ. 147605/22- 8-2002 έγγραφο του Διευθυντή της ως άνω Διεύθυνσης, όπου εκφραζόταν η γνώμη ότι δεν υπήρχε αντίρρηση για τη μετεγκατάσταση της εταιρίας, με την επισήμανση ότι η μετεγκατάσταση προϋπέθετε την έκδοση όλων των σχετικών αποφάσεων αδειών. Στις 20-8-2002 ο Αλιευτικός Σύλλογος Μεθώνης υπέβαλε στο Τμήμα Αλιείας της Ν.Α.Μ. έγγραφη διαμαρτυρία υποστηρίζοντας ότι πρέπει να σταματήσει άμεσα κάθε διαδικασία εγκατάστασης ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση «Μαγαζάκια», καθώς η Σαπιέντζα είναι νησί προστατευόμενο, ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και τουριστική ατραξιόν, του οποίου οι ακτές θα μολυνθούν από τέτοιου είδους δραστηριότητες, όπως τούτο έχει ήδη γίνει και στην περιοχή «Πόρτο Λόγγο», η οποία έχει ήδη καταστραφεί οικολογικά. Παρομοίου περιεχομένου διαμαρτυρία-υπόμνημα υποβλήθηκε εκ νέου στο Νομάρχη Μεσσηνίας και από τους ψαράδες της περιοχής στις 20-1-2003 και από τους αλιευτικούς συλλόγους Μεθώνης και Φοινικούντας στις 21-1-2003, οι οποίοι, εκτός των ανωτέρω, επεσήμαιναν και τη δυσκολία άσκησης της δραστηριότητάς τους, σε περίπτωση μετεγκατάστασης του ιχθυοτροφείου της ενάγουσας. Τέλος, εκδόθηκε το με αρ. πρωτ. 889/2-9-2003 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Αλιείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας, με το οποίο η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι «Σε απάντηση της από 10-7-02 αίτησής σας και λόγω χρονοβόρων διαδικασιών που προέκυψαν μετά την έντονη διαμαρτυρία των Αλιευτικών Συλλόγων της περιοχής Μεθώνης-Φοινικούντας, η Διοίκηση της ΝΑΜ βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσει ότι σ` αυτή τη φάση αδυνατεί να σας μισθώσει την ζητούμενη από σας θαλάσσια έκταση. Σημειώνουμε ότι, το αίτημά σας εξετάστηκε προσεκτικά μετά τη θετική εισήγηση του αρμόδιου Τμήματος Αλιείας της ΝΑΜ, πλήν όμως τα κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα που παρουσίασαν οι ντόπιοι αλιείς φρέναραν την τελική απόφαση και κατά συνέπεια τη μίσθωση του θαλάσσιου χώρου στη θέση «ΜΑΓΑΖΑΚΙΑ». 13. Επειδή με την κρινόμενη αγωγή, τις από 14-11-2007 προτάσεις (που αποτελούν υπόμνημα του άρθρου 138 του ΚΔιοικΔ) και την από 21-11-2007 προσθήκη-αντίκρουση, η ενάγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι στις 27-3-2002 υπέβαλε αίτημα μετεγκατάστασης της μονάδας της από τη θέση «Πόρτο Λόγγο» στη θέση «Μαγαζάκια», ότι επί του αιτήματός της αυτού γνωμοδότησαν θετικά όλες οι συναρμόδιες υπηρεσίες, ότι στις 15-8-2002 και ενώ εκκρεμούσε στο ΥΠΕΧΩΔΕ η προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση που είχε υποβάλει, -η οποία και τελικώς ήταν θετική (βλ. την 29119/5-12-2002 γνωμοδότηση της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ)-, μέλη του Αλιευτικού Συλλόγου Μεθώνης υπέβαλαν ψευδή καταγγελία, την οποία και δημοσιοποίησαν σε τοπική εφημερίδα, με στόχο να μη χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια μετεγκατάστασης, ότι την 13-9-2002 ο Νομάρχης Μεσσηνίας στον τοπικό τύπο (φύλλο της εφημερίδας ………… της 13-9-2002) δεσμεύθηκε στους αλιείς να μη χορηγήσει την αιτούμενη άδεια, ότι στις 19-11-2002 υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Αλιείας ζητώντας σχετικές πληροφορίες, καθότι υπήρχε αβεβαιότητα σχετικά με την τύχη της αίτησής της, ωστόσο ουδεμία απάντηση έλαβε, ότι στις 31-1-2003, μετά τη θετική γνωμοδότηση του ΥΠΕΧΩΔΕ επί της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης υπέβαλε στην καθ` ής και στο Υπουργείο Γεωργίας έγγραφη αναφορά σχετικά με τη ζημία, την οποία υφίσταται από την κωλυσιεργία των υπηρεσιών της Νομαρχίας Μεσσηνίας να προωθήσουν την απόφαση για τη μίσθωση της θαλάσσιας έκτασης στη θέση «Μαγαζάκια», ότι παρά το 14041/20-2- 2003 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς την καθ` ής, με το οποίο επισημαίνετο ότι είχε τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της μονάδας της, μόλις την 15-9-2003 έλαβε ταχυδρομικώς το 889/2-9-2003 έγγραφο του Τμήματος Αλιείας, με το οποίο ανακοινωνόταν η απόρριψη του αιτήματος για την παραχώρηση της θέσης «Μαγαζάκια», ότι κατ` αυτόν τον τρόπο ματαιώθηκε οριστικά η μετεγκατάσταση του ιχθυοτροφείου της, ότι η ως άνω συμπεριφορά των οργάνων της καθ` ής και δη του Νομάρχη Μεσσηνίας είναι παράνομη, αφού σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 7 του ν. 1845/89, ο εκάστοτε Νομάρχης μετά τη συμπλήρωση δεκαετούς διάρκειας της μίσθωσης θαλάσσιας έκτασης, έχει δέσμια αρμοδιότητα να προβεί στην επανεκμίσθωση, ότι στην περίπτωσή της η αρχή της χρηστής διοίκησης επέβαλε την επανεκμίσθωση, ενόσω υπήρχε θετική γνωμοδότηση του ΥΠΕΧΩΔΕ, ότι η απόρριψη του αιτήματός της καταδεικνύει μεροληψία εις βάρος της, καθ` όσον τα όσα καταγγέλθηκαν εκ μέρους μελών του αλιευτικού συλλόγου Μεθώνης και δη των ………. και ………. ………, – τα οποία, όπως δήλωσαν ενυπογράφως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας ως κατηγορούμενοι κατά τη συνεδρίαση της 22-9-2003, ήταν προϊόν πλάνης -, ουδέν νόμιμο έρεισμα έχουν (ήδη οι αρχές είχαν αποφανθεί ότι δεν αποτελεί εμπόδιο για τη μετεγκατάσταση το γεγονός ότι η θέση Μαγαζάκια μπορούσε να ενταχθεί στο δίκτυο Natura) και ότι από την παράλειψη του Νομάρχη να προβεί στην οφειλόμενη εκ του νόμου ενέργεια της εκμίσθωσης της θαλάσσιας έκτασης και στην, εξαιτίας αυτής ματαίωση της μετεγκατάστασης της μονάδας της, προκλήθηκε σε αυτήν ζημία, η οποία και πρέπει να αποκατασταθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους 375.600 Ευρώ, για την αποθετική της ζημία (διαφυγόν κέρδος) και ύψους 100.000 Ευρώ για την ηθική της βλάβη, λόγω της προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητάς της. Ειδικότερα, η ενάγουσα εκθέτει ότι η παραγωγική δυναμικότητα της επιχείρησής της ανέρχεται σε 150 τόνους έτοιμου προς κατανάλωση αλιεύματος ετησίως, δηλαδή ιχθύων μέσου βάρους 350-450 γραμμαρίων έκαστος, για την παραγωγή του οποίου είναι αναγκαίο να τοποθετείται κατά την έναρξη κάθε ιχθυοτροφικής περιόδου ποσότητα ιχθυδίων γόνου (έκαστο ιχθύδιο γόνου έχει μάζα 1,5 γραμμαρίου), όχι μικρότερη των 500.000 ιχθυδίων. Ότι ενόψει της θετικής ανταπόκρισης που έτυχε από όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες η αίτησή της για μετεγκατάσταση και λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία και σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και επιστήμης προπαρασκευαστικά μέτρα για την υλοποίηση της μετεγκατάστασης, στο πλαίσιο των οποίων αφενός μεν είναι αδύνατη η μεταφορά ζώντος ιχθυοπληθυσμού από μία θέση σε άλλη, αφετέρου δε επιβάλλεται να εξασφαλίζεται η συνεχής ροή της παραγωγής, αναγκάστηκε, ενόψει και του γεγονότος ότι η χωρητικότητα του υφιστάμενου κατά την άνοιξη του 2002 αριθμού κλωβών δεν επέτρεπε την τοποθέτηση περισσότερων από 200.000 ιχθυδίων γόνου, αφενός μεν να περιοριστεί στην τοποθέτηση 200.000 ιχθυδίων γόνου τσιπούρας στη θέση «Πόρτο Λόγγο», αναμένοντας να καλύψει τη διαφορά των 300.000 ιχθυδίων από τη μετεγκατάσταση στη νέα θέση «Μαγαζάκια», αφετέρου να μη σχεδιάσει την αύξηση του αριθμού των κλωβών στη θέση «Πόρτο Λόγγο», ώστε να καλύψει την εγκεκριμένη παραγωγική δυναμικότητα των 150 τόνων. Ότι λόγω της αδικαιολόγητης ματαίωσης της μετεγκατάστασης της ιχθυοτροφικής μονάδας στη θέση «Μαγαζάκια» και της διάρκειας του χρόνου που μεσολάβησε μέχρι την άρνηση της Ν.Α.Μ. να εκμισθώσει τον αιτηθέντα θαλάσσιο χώρο στη θέση αυτή, η διαφορά των 300.000 ιχθυδίων στην παραγωγή της, που αντιστοιχεί σε 90 τόνους έτοιμου προϊόντος τσιπούρας, ήταν αντικειμενικώς αδύνατο να αναπληρωθεί και απωλέσθηκε, τόσο κατά την περίοδο εκτροφής Σεπτέμβριος 2002-Οκτώβριος 2003, όσο και κατά την περίοδο εκτροφής Σεπτέμβριος 2003 – Οκτώβριος 2004, με αποτέλεσμα να απωλέσει οριστικά την καθαρή πρόσοδο, την οποία μετά βεβαιότητας θα επιτύγχανε – ενόψει της οργάνωσης, της θέσης που κατέχει στην αγορά, των εμπορικών της σχέσεων που εξασφαλίζουν τη διάθεση του συνόλου της παραγωγής – από την πώληση (α) 90 τόνων έτοιμου προϊόντος τσιπούρας στη διάρκεια της περιόδου Οκτώβριος 2003- Σεπτέμβριος 2004, από τα ιχθύδια που θα εκτρέφονταν κατά την περίοδο Σεπτέμβριος 2002-Οκτώβριος 2003, πλήν όμως δεν εκτράφηκαν από την ανωτέρω αιτία και (β) 90 τόνων έτοιμου προϊόντος τσιπούρας στη διάρκεια της περιόδου Οκτώβριος 2004-Σεπτέμβριος 2005, από τα ιχθύδια που θα εκτρέφονταν κατά την περίοδο Σεπτέμβριος 2003-Οκτώβριος 2004, πλήν όμως δεν εκτράφηκαν από την ανωτέρω αιτία. Ότι τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση 90 τόνων έτοιμου προϊόντος τσιπούρας ανέρχονται σε (=90.000 χιλιόγραμμα Χ 4,3 Ευρώ/ανά χιλιόγραμμο μέση τιμή πώλησης) 387.000 Ευρώ, οι δαπάνες (όπως αναλυτικώς περιγράφονται) ανέρχονται σε 199.200 Ευρώ και, επομένως, η καθαρή πρόσοδος που απώλεσε για κάθε εκτροφική περίοδο ανέρχεται σε 187.800 Ευρώ (387.000 – 199.200) και, συνολικά για τις δύο περιόδους σε 375.600 Ευρώ. Ότι από την ίδια αιτία προσβλήθηκε αθέμιτα το απόλυτο δικαίωμα επί της προσωπικότητάς της, εκφάνσεις του οποίου προδήλως συνιστούν η αξιοπιστία και η φερεγγυότητά της στις συναλλαγές και στην εν γένει επιχειρηματική της δραστηριότητα, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας η καθ` ής οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 100.000 Ευρώ. 14. Επειδή, από την πλευρά της, η καθ` ής Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας, με το από 19-11-2007 υπόμνημά της, προβάλλει ένσταση αοριστίας της κρινόμενης αγωγής, παραθέτοντας θεωρητικά το τι πρέπει να περιέχει μια αγωγή για να είναι ορισμένη, χωρίς όμως να παραθέτει τα στοιχεία εκείνα, που καθιστούν την κρινόμενη αγωγή αόριστη. Περαιτέρω, προβάλλει ότι το Δικαστήριο τούτο στερείται αρμοδιότητας να προβεί σε παρεμπίπτουσα κρίση για το παράνομο ή μη της παράλειψης που αποδίδεται στα όργανά της. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι νόμω αβάσιμος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 80 του Κ.Διοικ.Δ. και τα όσα ήδη εκτέθηκαν στη σκέψη Νο 2 της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι η αίτηση για μετεγκατάσταση της ενάγουσας συνιστά αίτηση για παραχώρηση νέας υδάτινης έκτασης και ότι παρανόμως δεν τηρήθηκε η διαδικασία για την εξ υπαρχής νέα παραχώρηση αυτής, η οποία είναι διαφορετική από τη διαδικασία για την επαναμίσθωση (σχετικό το με αρ. πρωτ. 147605/22-8-2002 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας του Υπουργείου Γεωργίας). Όπως δε, επισημαίνεται στο 29119/5-12-2002 έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ, η γνωμοδότηση για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση δεν είναι δεσμευτική για τη διοίκηση, η οποία, στο στάδιο έκδοσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, μπορεί να επιβάλλει προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έργου, μπορεί όμως και να αποφασίσει τη μη υλοποίησή του, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι ο Νομάρχης Μεσσηνίας δεν ικανοποίησε το αίτημα της ενάγουσας λαμβάνοντας υπόψη τα έντονα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που εμφάνισαν με συχνές αναφορές και με έντονο τρόπο οι αλιείς της περιοχής, αλλά και ενόψει του ότι η νέα μονάδα, όπως αναφέρεται στο 29119/5-12-2002 έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ, επρόκειτο να εγκατασταθεί σε περιοχή που εντάσσεται στο «NATURA 2000», με συνέπεια να καθίσταται ασυμβίβαστη, συνεκτιμωμένων και των τοπικών αντιδράσεων, με τα φυσικά χαρακτηριστικά του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Ακολούθως, η καθ` ής προβάλλει ένσταση αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας σε ποσοστό 50% της ενάγουσας στην επελθούσα εις βάρος της ζημία, αφού αυτή θεώρησε πρόωρα και αδικαιολόγητα ότι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας θα ενέκρινε τελικά την αίτησή της για μετεγκατάσταση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. 143044/13-11-2003 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας του Υπουργείου Γεωργίας, η γνωμοδοτική επιτροπή στην από 23-10-2003 συνεδρίασή της γνωμάτευσε για την αναβολή της εξέτασης του επενδυτικού σχεδίου της ενάγουσας, ζητώντας να συμπληρωθεί ο φάκελος με τα σχετικά δικαιολογητικά, γεγονός που αποδεικνύει ότι στις 2-9-2003 σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας. Περαιτέρω, προβάλλει ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της φερόμενης ως παράνομης παράλειψης των οργάνων της, αφού το αιτούμενο από αυτήν κονδύλιο για διαφυγόν κέρδος δεν λαμβάνει υπόψη της το πραγματικό γεγονός ότι στο σύνολο του υπάρχοντος από τον Οκτώβριο του 2001 ιχθυοπληθυσμού της παρατηρήθηκε συνεχώς αυξανόμενη θνησιμότητα, με σημαντική μείωση της αύξησης του βάρους των ψαριών, πρόβλημα το οποίο δεν αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή και είναι μη αναστρέψιμο, κατά τα αναφερόμενα στο 494/11-7-2002 έγγραφο της ενάγουσας. Τέλος, προβάλλει ότι δεν υπέστη η ενάγουσα ηθική βλάβη, άλλως το αιτηθέν κονδύλιο είναι και υπέρογκο και αόριστο, αφού δεν συγκεκριμενοποιείται κανένα κριτήριο για τον προσδιορισμό του, όπως το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης του πταίσματος, η υπαιτιότητα κ.λ.π. 15. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη : α) ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 2 της παρούσας, το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια αγωγής αποζημίωσης, τη νομιμότητα διοικητικής πράξης ή παράλειψης, κατά της οποίας ασκείται αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ελέγχει αυτή την πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 48 και 50 του π.δ/τος 18/1989, δύναται δε να επιδικάσει αποζημίωση μόνο για ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη πράξη ή παράλειψη, χωρίς να έχει εξουσία να επιδικάσει αποζημίωση για ζημία η οποία προϋποθέτει ευνοϊκή για τον ενάγοντα πράξη, την οποία όφειλαν κατά νόμο να εκδώσουν τα αρμόδια διοικητικά όργανα, β) ότι στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται στη σκέψη 3 της παρούσας απόφασης, η μετεγκατάσταση της μονάδας της ενάγουσας από τη θέση «Πόρτο Λόγγο» στη θέση «Μαγαζάκια» προϋπόθετε τη λήψη αδειοδότησης, μετά την περαίωση διαφόρων ενδιάμεσων σταδίων, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα στις σκέψεις 4 έως και 8 της παρούσας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το στάδιο της παραχώρησης-εκμίσθωσης υδάτινης έκτασης, γ) ότι μετά την υποβολή προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την περαίωση του σταδίου της «Προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης» με τη με αρ. πρωτ. 29119/5-12-2002 θετική, ως προς τη μετεγκατάσταση της μονάδας της εταιρίας στη θέση «Μαγαζάκια», γνωμοδότηση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ και ενώ δεν είχε ακόμη εκδοθεί η κοινή απόφαση Η.Π. 11014/703/Φ104/14.3.2003 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β΄ 332/20.3.2003), ώστε να ισχύσουν τα όσα ειδικότερα ορίζονται με αυτή για τη δημοσιότητα της ως άνω θετικής προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, ο Νομάρχης Μεσσηνίας δεν προέβη σε εκμίσθωση της θαλάσσιας έκτασης στη θέση «Μαγαζάκια», θέση η οποία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν περιλαμβάνεται σε ρυθμιστικό ή πολεοδομικό σχέδιο για την άσκηση της δραστηριότητας της υδατοκαλλιέργειας, είτε από Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου είτε από Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιέργειας, ενώ περιλαμβάνεται στις περιοχές των οποίων ελέγχεται η καταλληλότητα για ένταξη στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο «NATURA 2000», με τον κωδικό GR 2550003, δ) ότι από τον έλεγχο της ως άνω 29119/5-12-2002 προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, η οποία επέχει τη θέση «προέγκρισης χωροθέτησης» του άρθρου 4 του ν. 1650/86, όπως τούτο ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το ν. 3010/2002, προκύπτει ότι τούτη πάσχει αφ` ενός διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 12 της παρούσας, δεν είναι ανεκτή συνταγματικά πλέον η εγκατάσταση μονάδας υδατοκαλλιέργειας σε χώρο που δεν καθορίζεται σε Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιέργειας ή σε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου και αφ` ετέρου διότι αν και η θέση της «μετεγκατάστασης» της μονάδας περιλαμβάνεται σε κοινοτικά προστατευόμενο δίκτυο, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη Νο 10 της παρούσας, δεν περιέχονται εκτιμήσεις στην οικεία προμελέτη ως προς τις επιπτώσεις του έργου, ούτε προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής, ενώ τόσο στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση, όσο και στο επικαλούμενο με αυτή με αρ. πρωτ. 129790/10-10-2002 έγγραφο της Δ/νσης Π/κού Σχεδιασμού δεν παρατίθεται αιτιολογία που να δίδει νόμιμο έρεισμα στην κρίση ότι δεν αποτελεί εμπόδιο για τη μετεγκατάσταση το γεγονός ότι η περιοχή περιλαμβάνεται σε περιοχή που εντάσσεται στο Εθνικό Δίκτυο «NATURA 2000» και ε) ότι η ως άνω γνωμοδότηση, η οποία πάσχει κατά τα ανωτέρω, αποτελεί απλή γνωμοδότηση και δεν δεσμεύει το αποφασίζον όργανο (εν προκειμένω το Νομάρχη Μεσσηνίας) να αποφασίσει διαφορετικά, κρίνει, παρεμπιπτόντως, ότι δεν ήταν παράνομη η άρνηση του Νομάρχη Μεσσηνίας να προβεί στην εκμίσθωση της αιτούμενης από την ενάγουσα υδάτινης έκτασης, αφού διαπιστώνεται παραβίαση των όρων και προϋποθέσεων που τάσσονται από το νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα ζημίας, ούτε ζήτημα επιδίκασης αποζημίωσης για αποθετική ζημία ή για ηθική βλάβη της ενάγουσας. Περαιτέρω, ενόψει των εκτεθέντων υπό στοιχεία α΄ έως και γ΄ της παρούσας σκέψης, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η άρνηση των οργάνων της καθ` ής να εκμισθώσουν με πράξη τους τη θαλάσσια έκταση που απαιτούνταν στη νέα θέση «Μαγαζάκια» είναι παράνομη, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν καθίσταται βέβαιο ότι τελικώς η ενάγουσα θα λάμβανε την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, η οποία απαιτείται προκειμένου να χορηγηθεί τελικώς η άδεια λειτουργίας της μονάδας στη θέση αυτή, αφού η με αρ. πρωτ. 29119/5-12-2002 θετική ως προς τη μετεγκατάσταση της μονάδας της εταιρίας στη θέση «Μαγαζάκια», γνωμοδότηση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ, αποτελεί, κατ` άρθρο 4 παρ. 6.α. του ν. 1650/1986 απλή γνωμοδότηση (βλ. σχετικά σκέψη 8 της παρούσας), η οποία και δε δεσμεύει το Νομάρχη να προβεί στην παραχώρηση της θαλάσσιας έκτασης, – ο οποίος έχει διακριτική ευχέρεια προς τούτο και όχι δέσμια αρμοδιότητα (βλ. σχετικά σκέψη 5 της παρούσας)-, πολλώ δε μάλλον, τα αρμόδια όργανα του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 να προβούν στην έγκριση των περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας της και, επομένως, η ζημία που επικαλείται η ενάγουσα, όπως αυτή αναλυτικώς εκτίθεται στη σκέψη 10 της παρούσας, δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη-παράλειψη αυτή (των οργάνων της νομαρχίας) (πρβλ. ΣτΕ 2803/2006), αφού προϋποθέτει-προδικάζει εσφαλμένα ότι η διοίκηση θα είχε προβεί μετά βεβαιότητας στην ικανοποίηση του σχετικού της αιτήματος-αδειοδότησης, όπως τούτο επισημαίνεται και από την καθ` ής στο από 19-11-2007 υπόμνημά της, συνεκτιμωμένου ότι ακόμη και αν μίσθωνε τη θαλάσσια έκταση, δεν θα μπορούσε να ασκήσει τη δραστηριότητά της στην εν λόγω περιοχή πριν τη λήψη της σχετικής αδείας. Τέλος, ανεξαρτήτως του αν διαπιστώνεται παρανομία ή μη των οργάνων της εναγομένης, η ζημία ύψους 187.800 Ευρώ για την εκτροφική περίοδο Σεπτέμβριος 2003 έως Οκτώβριος του 2004 δεν πρέπει να αποκατασταθεί και για τον επιπλέον λόγο ότι εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι η αδειοδότηση θα είχε γίνει από το Σεπτέμβριο του 2002 έως τον Οκτώβριο του 2002 (χρονικό σημείο κατά το οποίο η ενάγουσα όφειλε να είχε προμηθευτεί τα ιχθύδια – γόνους, για να έχει παραγωγή έτοιμη προς πώληση έως και το Σεπτέμβριο του 2003), όμως η ενάγουσα μόλις στις 23-8-2002 συμπλήρωσε το φάκελό της ενώπιον του ΥΠΕΧΩΔΕ, για να ξεκινήσει η διαδικασία για τη γνωμοδότηση επί της προκαταρτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, όπως τούτο προκύπτει από το σώμα της με αρ. πρωτ. 29119/5-12-2002 θετικής γνωμοδότησης του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ (βλ. σχετ. κ΄ στην ως άνω γνωμοδότηση). Μετά ταύτα, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν στην προκείμενη υπόθεση οι προϋποθέσεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, απορριπτομένων των όσων αντίθετων υποστηρίζονται από την ενάγουσα. 16. Επειδή, κατ` ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν` απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να απαλλαγεί ο ηττηθείς διάδικος από τα δικαστικά έξοδα, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων (εδάφιο τελευταίο της παραγράφου 1 του άρθρου 275 του Κ.Διοικ.Δ.). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την αγωγή. Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα της καθ` ής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Καλαμάτα στις 13-2-2008 και στις 19-3- 2008 και η απόφασή του δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 15-4-2008.